ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 28ης Απριλίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Οδηγία 2004/48/ΕΚ – Άρθρο 3 – Γενική υποχρέωση όσον αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας – Άρθρο 14 – Έννοιες των “δικαστικών εξόδων” και των “λοιπών δαπανών” – Σύμβουλος ειδικός σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας – Το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε εκτίμηση του εύλογου και αναλογικού χαρακτήρα των δαπανών με τα οποία επιβαρύνθηκε ο ηττηθείς διάδικος»

Στην υπόθεση C‑531/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Οκτωβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

NovaText GmbH

κατά

Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η NovaText GmbH, εκπροσωπούμενη από τον V. Feurstein, Rechtsanwalt,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun και S. L. Kalėda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικό στην ΕΕ 2004, L 195, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της NovaText GmbH και του Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg (στο εξής: πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης) σχετικά με τον καθορισμό των εξόδων λόγω της από κοινού συμμετοχής δικηγόρου και συμβούλου ειδικού «σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας» (Patentanwalt) σε ένδικη διαδικασία για την προσβολή των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων δικαιούχος είναι το πανεπιστήμιο αυτό.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 10 και 17 της οδηγίας 2004/48 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(10)

Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προσέγγιση των νομοθετικών συστημάτων προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.

[…]

(17)

Τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπει η παρούσα οδηγία θα πρέπει να προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών χαρακτηριστικών κάθε δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και, κατά περίπτωση, του εσκεμμένου ή μη εσκεμμένου χαρακτήρα της προσβολής.»

4

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

6

Το κεφάλαιο II της ίδιας οδηγίας περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 15, σχετικά με τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που διέπονται από την οδηγία 2004/48.

7

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2004/48, με τίτλο «Γενική υποχρέωση», ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που ρυθμίζονται με την παρούσα οδηγία. Τα εν λόγω μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης πρέπει να είναι θεμιτά και δίκαια, να μην είναι περίπλοκα και δαπανηρά άνευ λόγου και να μην προβλέπουν παράλογες προθεσμίες ούτε να συνεπάγονται αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

2.   Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»

8

Το άρθρο 14 της οδηγίας με τίτλο «Δικαστικά έξοδα» ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός εάν λόγοι επιεικείας επιβάλλουν άλλως.»

Το γερμανικό δίκαιο

9

Το άρθρο 140 του Gesetz über den Schutz von Marken und sonstigen Kennzeichen (Markengesetz) (νόμου για την προστασία των σημάτων και λοιπών διακριτικών σημείων), της 25ης Οκτωβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 3082), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: MarkenG), το οποίο επιγράφεται «Δίκες με αντικείμενο διακριτικά σημεία», ορίζει στην παράγραφο 3:

«Είναι αποδοτέα, εκ των δικαστικών εξόδων που προκύπτουν από τη συμμετοχή συμβούλου ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε υπόθεση σχετική με διακριτικά γνωρίσματα, οι αμοιβές του άρθρου 13 του [Rechtsanwaltsvergütungsgesetz (νόμου περί δικηγορικών αμοιβών), της 5ης Μαΐου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 718)] καθώς και τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο ειδικός σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σύμβουλος.»

10

Δυνάμει του άρθρου 125e, παράγραφος 5, του MarkenG, το άρθρο 140, παράγραφος 3, του MarkenG εφαρμόζεται mutatis mutandis στις διαδικασίες ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11

Το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης άσκησε κατά της NovaText αγωγή παραλείψεως λόγω προσβολής των σημάτων της τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήγειρε παρεπόμενες αξιώσεις βάσει του δικαίου περί σημάτων. Η διαφορά περατώθηκε με δικαστικό συμβιβασμό. Με διάταξη της 23ης Μαΐου 2017, το Landgericht Mannheim (πρωτοδικείο Mannheim, Γερμανία), δικάσαν ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδίκασε τη NovaText στα δικαστικά έξοδα και καθόρισε την αξία του αντικείμενου της διαφοράς σε 50000 ευρώ. Η ασκηθείσα από αυτήν έφεση κατά της εν λόγω διατάξεως απορρίφθηκε.

12

Με το δικόγραφο της εφέσεως, ο δικηγόρος του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης αναφέρθηκε στη συμμετοχή ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου και, κατά τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων, διαβεβαίωσε ότι ο σύμβουλος αυτός είχε πράγματι συμβάλει στη διαδικασία. Ανέφερε ότι κάθε διαδικαστικό έγγραφο είχε αποτελέσει αντικείμενο συνεννοήσεως με τον εν λόγω σύμβουλο και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο τελευταίος είχε επίσης συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς, έστω και αν οι τηλεφωνικές συνομιλίες πραγματοποιούνταν μόνον μεταξύ των δικηγόρων των μερών.

13

Με διάταξη της 8ης Δεκεμβρίου 2017, το Landgericht Mannheim (πρωτοδικείο Mannheim) καθόρισε το ποσό των δικαστικών εξόδων που έπρεπε να αποδοθούν στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης σε 10528,95 ευρώ, εκ των οποίων 4867,70 ευρώ για έξοδα λόγω των παρασχεθεισών υπηρεσιών του ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό και 325,46 ευρώ για τη συμμετοχή του εν λόγω συμβούλου στην έκκλητη δίκη.

14

Η NovaText άσκησε έφεση την οποία απέρριψε το Oberlandesgericht Karlsruhe (εφετείο Καρλσρούης, Γερμανία). Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι είχε επιληφθεί διαφοράς σχετικής με σήματα και διακριτικά σημεία, κατά την έννοια του άρθρου 140, παράγραφος 3, του MarkenG, οπότε, αντιθέτως προς τις γενικές δικονομικές διατάξεις περί αποδόσεως των δικαστικών εξόδων οι οποίες ισχύουν στο πλαίσιο των αστικών διαφορών, δεν συνέτρεχε λόγος να εξετασθεί αν η παρέμβαση ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου ήταν «αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεων» ή αν η παρέμβαση αυτή συνιστούσε «προστιθέμενη αξία» σε σχέση με την υπηρεσία που παρέσχε ο εντεταλμένος από το πανεπιστήμιο Χαϊδελβέργης δικηγόρος. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το γράμμα της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνο με την οδηγία 2004/48 και ότι τυχόν ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως κατά την οποία θα έπρεπε να εξετασθεί αν η προσφυγή σε ειδικό σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σύμβουλο ήταν αναγκαία θα αντέβαινε σαφώς στον σκοπό του εθνικού νομοθέτη, όπερ θα απέκλειε τη δυνατότητα σύμφωνης ερμηνείας του άρθρου 140, παράγραφος 3, του MarkenG προς την ως άνω οδηγία.

15

Με την αίτησή της αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), η NovaText ζητεί την αναίρεση της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, καθόσον με αυτήν επιβαρύνεται η ίδια με τα έξοδα του ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου.

16

Tο αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ευδοκίμηση της αναιρέσεως εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς ότι, θεωρώντας τα έξοδα του ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου αποδοτέα δυνάμει του άρθρου 140, παράγραφος 3, του MarkenG, το Oberlandesgericht Karlsruhe (εφετείο Καρλσρούης) ακολούθησε την πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) και την κρατούσα στη γερμανική θεωρία γνώμη.

17

Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της αποφάσεως της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties (C‑57/15, EU:C:2016:611), το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 140, παράγραφος 3, του MarkenG προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48. Εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι η αυτόματη απόδοση των εξόδων τα οποία συνδέονται με τη δραστηριότητα ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου του οποίου η συμμετοχή, αντικειμενικά, δεν ήταν «αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεων» θα μπορούσε να συνιστά δαπάνη άνευ λόγου ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητα του εν λόγω συμβούλου θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί κατά τον ίδιο τρόπο από τον ήδη εντεταλμένο και με ειδίκευση στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας δικηγόρο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όσον αφορά την εξωδικαστική άσκηση των δικαιωμάτων και συγκεκριμένα τη συμμετοχή ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου για την αποστολή εγγράφου οχλήσεως σύμφωνα με το δίκαιο περί σημάτων, έχει ήδη κρίνει ότι δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 140, παράγραφος 3, του MarkenG και ότι, κατά συνέπεια, τα έξοδα συμμετοχής του εν λόγω συμβούλου μπορούν να αποδοθούν μόνον εφόσον η συνδρομή του ήταν αναγκαία.

18

Εν συνεχεία, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 10, σκοπός της οδηγίας 2004/48 είναι να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά και ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που προβλέπει πρέπει να λειτουργούν αποτρεπτικά, φαίνεται δικαιολογημένος ο αποκλεισμός της αποδόσεως υπέρμετρα υψηλών δικαστικών εξόδων λόγω ασυνήθιστα υψηλής δικηγορικής αμοιβής, συμφωνηθείσας μεταξύ του νικήσαντος διαδίκου και του δικηγόρου του, ή λόγω της παροχής υπηρεσιών από τον δικηγόρο οι οποίες δεν θεωρούνται αναγκαίες για την προστασία του οικείου δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.

19

Τέλος, η απόδοση των εξόδων που αφορούν τη δραστηριότητα ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου, η αναζήτηση της αρωγής του οποίου δεν ήταν «αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεων», θα μπορούσε να είναι δυσανάλογη, κατά την έννοια του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48, δεδομένου ότι η απόδοση των εξόδων αυτών δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υποθέσεως.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 14 της [οδηγίας 2004/48] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος για τη συμμετοχή συμβούλου ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ανεξαρτήτως του αν η συμμετοχή του συμβούλου σε δίκη σχετική με το δίκαιο των σημάτων ήταν αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεων;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

21

Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Συγκεκριμένα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι η ερμηνεία όλων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται, ακόμη και όταν τα ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια δεν περιέχουν ρητή αναφορά στις εν λόγω διατάξεις (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M., C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22

Προς τούτο, το Δικαστήριο μπορεί να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M., C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23

Κατά πρώτον, με το ερώτημά του, πέραν του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τη γενική υποχρέωση που υπέχουν, δυνάμει του εν λόγω άρθρου 3, τα κράτη μέλη όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού περιέχει επίσης στοιχεία κρίσιμα για την ανάλυση του υποβληθέντος ερωτήματος. Όπως προκύπτει, εξάλλου, από τη σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης την παράγραφο αυτήν.

24

Συναφώς, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, τα εν λόγω μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι θεμιτά και δίκαια και να μην είναι δαπανηρά άνευ λόγου. Αφετέρου, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, τα εν λόγω μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της καταχρήσεώς τους.

25

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον χαρακτήρα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος ως «αναγκαίων για την προσήκουσα δικαστική επιδίωξη των αγωγικών αξιώσεων» περί του οποίου αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό δεν απαντά στο άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48. Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω άρθρο 14, τα δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες που μπορούν να αναζητηθούν πρέπει να είναι «εύλογα και αναλογικά».

26

Δεδομένου ωστόσο ότι ο όρος «εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα», που περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της εννοίας και του περιεχομένου τους, πρέπει κατά κανόνα να τυγχάνει αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δίδεται εντός των κρατών μελών, με βάση όχι μόνον το γράμμα της επίμαχης διατάξεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και τους σκοπούς που επιδιώκει η ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2021, LR Ģenerālprokuratūra, C‑3/20, EU:C:2021:969, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Κατά τρίτον, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το Oberlandesgericht Karlsruhe (εφετείο Καρλσρούης) έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος, εν προκειμένω, να ερμηνεύσει το άρθρο 140, παράγραφος 3, του MarkenG υπό την έννοια ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αν είναι αναγκαία η προσφυγή σε ειδικό σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σύμβουλο, ιδίως στο μέτρο που μια τέτοια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου θα αντέβαινε σαφώς στον σκοπό του εθνικού νομοθέτη.

28

Τούτου δοθέντος, τόσο το γεγονός ότι υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όσο και η σιωπή του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η ενδεχόμενη ασυμβατότητα της οικείας διατάξεως του εθνικού δικαίου, ιδίως υπό το πρίσμα των κριτηρίων που απορρέουν από το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, όπως αυτά υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 25 και 26 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να συναχθεί όχι από το γράμμα της διατάξεως αυτής καθεαυτήν, αλλά από την ερμηνεία που της δίδεται συνήθως στην εθνική έννομη τάξη.

29

Κατά τέταρτον και τελευταίον, όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών του, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου δεν αφορούν τόσο τον χαρακτηρισμό των εξόδων που συνδέονται με την παρέμβαση του ειδικού σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συμβούλου όσο το γεγονός ότι αυτές επιβάλλονται ανεπιφυλάκτως και αυτομάτως στον ηττηθέντα διάδικο. Λόγω δε του αυτόματου αυτού χαρακτήρα τους δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο όσον αφορά τον εύλογο και αναλογικό χαρακτήρα τους.

30

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 3 και 14 της οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση ή σε ερμηνεία της η οποία δεν επιτρέπει στο επιληφθέν δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε υποθέσεως η οποία τίθεται υπό την κρίση του προκειμένου να εκτιμήσει αν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος είναι εύλογα και αναλογικά.

31

Όπως αναφέρει η αιτιολογική της σκέψη 10, ο σκοπός της οδηγίας 2004/48 είναι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τα μέσα επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.

32

Προς τούτο, και σύμφωνα με το άρθρο της 1, η οδηγία 2004/48 αφορά όλα τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας διευκρινίζει ότι αυτά τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως εφαρμόζονται σε κάθε προσβολή των δικαιωμάτων αυτών η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης και/ή την εθνική νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

33

Εντούτοις, οι διατάξεις της οδηγίας 2004/48 δεν έχουν σκοπό να διέπουν όλες τις πτυχές που συνδέονται με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, αλλά μόνον εκείνες που είναι συμφυείς, αφενός, με την τήρηση των δικαιωμάτων αυτών και, αφετέρου, με τις προσβολές των τελευταίων, επιβάλλοντας την ύπαρξη αποτελεσματικών μέσων έννομης προστασίας για την αποτροπή ή την παύση κάθε προσβολής υπάρχοντος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας ή την αποκατάσταση των συνεπειών της προσβολής αυτής (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Επιπλέον, κατά την έκδοση της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να προβεί σε μια ελάχιστη εναρμόνιση όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Constantin Film Verleih, C‑264/19, EU:C:2020:542, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Πάντως, οι κανόνες περί δικαστικών εξόδων του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48 περιλαμβάνονται στους κανόνες σχετικά με τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής.

36

Ειδικότερα, αφενός, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 καθιερώνει την αρχή ότι τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος βαρύνουν, κατά γενικό κανόνα, τον ηττηθέντα διάδικο.

37

Επομένως, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση του επιπέδου προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, αποτρέποντας το ενδεχόμενο να αποθαρρύνεται ο θιγόμενος από την κίνηση ένδικης διαδικασίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων του (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Τούτο είναι εξάλλου σύμφωνο τόσο με τον γενικό σκοπό της οδηγίας 2004/48, που συνίσταται στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό, ισοδύναμο και ομοιογενές επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, όσο και με τον ειδικό σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου αποθαρρύνσεως του θιγόμενου μέρους από την κίνηση ένδικης διαδικασίας με σκοπό τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του διανοητικής ιδιοκτησίας. Πράγματι, σύμφωνα με τους εν λόγω σκοπούς, το πρόσωπο που προσβάλλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει, εν γένει, να φέρει στο ακέραιο τις οικονομικές συνέπειες της συμπεριφοράς του (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Realchemie Nederland, C‑406/09, EU:C:2011:668, σκέψη 49).

39

Αφετέρου, κατά το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, ο κανόνας περί κατανομής των εξόδων τον οποίο προβλέπει δεν εφαρμόζεται αν η επιείκεια απαγορεύει να επιβληθεί στον ηττηθέντα διάδικο η απόδοση των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος, ακόμη και αν αυτά είναι εύλογα και αναλογικά.

40

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το περιεχόμενο της κατά το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 εννοίας «δικαστικά έξοδα» που οφείλει να καταβάλει ο ηττηθείς διάδικος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δικηγορική αμοιβή, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο της οδηγίας δεν προκύπτει ότι τα εν λόγω έξοδα, τα οποία κατά κανόνα αποτελούν σημαντικό μέρος των εξόδων στα οποία υποβάλλεται ένας διάδικος στο πλαίσιο διαδικασίας αποσκοπούσας στην προστασία δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties, C‑57/15, EU:C:2016:611, σκέψη 22).

41

Ομοίως, η οδηγία 2004/48 δεν απαγορεύει τα έξοδα εκπροσώπου, όπως είναι ένας ειδικός σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σύμβουλος, στον οποίο προσέφυγε ο δικαιούχος ατομικώς ή, από κοινού, με δικηγόρο, να θεωρηθούν, κατ’ αρχήν, ως δυνάμενα να εμπίπτουν στην έννοια των«δικαστικών εξόδων», εφόσον τα έξοδα αυτά έλκουν άμεσα και ευθέως την προέλευσή τους από την ίδια τη δίκη, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών του.

42

Η προέλευση αυτή μπορεί να αναγνωρισθεί στα έξοδα συμβούλου εξουσιοδοτημένου, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να εκπροσωπεί ενώπιον δικαστηρίου τους κάτοχους δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στις διαδικασίες ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, στις οποίες αναφέρεται η οδηγία 2004/48, και τα οποία έξοδα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σύνταξη, από τον σύμβουλο αυτόν, των δικογράφων ή την παράστασή του στις ακροαματικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα, ενδεχομένως, στο πλαίσιο των σχετικών διαδικασιών. Δεν αποκλείεται επίσης να μπορεί να αναγνωριστεί μια τέτοια προέλευση και στα έξοδα που συνδέονται με τη συμμετοχή τέτοιου συμβούλου στις ενέργειες που αποσκοπούν στη φιλική διευθέτηση, μεταξύ άλλων, διαφοράς που εκκρεμεί ήδη ενώπιον δικαστηρίου.

43

Βεβαίως, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στις σκέψεις 39 και 40 της αποφάσεως της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties (C‑57/15, EU:C:2016:611), κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που οι υπηρεσίες πραγματογνωμοσύνης συνδέονται άμεσα και στενά με ένδικη διαδικασία σκοπούσα στη διασφάλιση της προστασίας δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, τα έξοδα που συνδέονται με την αρωγή του εν λόγω συμβούλου εμπίπτουν στις «λοιπές δαπάνες» του άρθρου 14 της οδηγίας 2004/48.

44

Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός εντάσσεται στο ειδικό πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε εκείνη η απόφαση, όπου δεν ήταν εύκολο να καθοριστεί αν η διαφορά της κύριας δίκης αφορούσε «έξοδα έρευνας και εντοπισμού», τα οποία συχνά προηγούνται τυχόν ένδικης διαδικασίας και, επομένως, δεν ενέπιπταν κατ’ ανάγκην στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της εν λόγω οδηγίας, αλλά μάλλον στο άρθρο 13, το οποίο αφορά την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη ο δικαιούχος ή τις υπηρεσίες που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική άσκηση αγωγής.

45

Εντούτοις, αφενός, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την απόδοση μόνον των «εύλογων» δικαστικών εξόδων. Η απαίτηση αυτή, η οποία ισχύει τόσο για τα «δικαστικά έξοδα» όσο και για τις «λοιπές δαπάνες», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απηχεί τη γενική υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, κατά την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν, μεταξύ άλλων, ώστε τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκαταστάσεως που απαιτούνται για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τα οποία αφορά η οδηγία αυτή να μην είναι δαπανηρά άνευ λόγου (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties, C‑57/15, EU:C:2016:611, σκέψη 24).

46

Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι εύλογα τα υπέρμετρα υψηλά δικαστικά έξοδα λόγω ασυνήθιστα υψηλής δικηγορικής αμοιβής, συμφωνηθείσας μεταξύ του νικήσαντος διαδίκου και του δικηγόρου του, ή λόγω της παροχής από τον δικηγόρο υπηρεσιών οι οποίες δεν θεωρούνται αναγκαίες για την προστασία του οικείου δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties, C‑57/15, EU:C:2016:611, σκέψη 25).

47

Αφετέρου, το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48 προβλέπει ότι τα δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες τα οποία πρέπει να βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο πρέπει να είναι «αναλογικά».

48

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το ζήτημα εάν τα εν λόγω έξοδα είναι αναλογικά δεν μπορεί να εκτιμηθεί ανεξαρτήτως των πραγματικών δικηγορικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος, στον βαθμό που αυτά είναι «εύλογα» υπό την έννοια της σκέψεως 45 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, καίτοι η περί αναλογικότητας απαίτηση δεν επάγεται ότι ο ηττηθείς διάδικος πρέπει οπωσδήποτε να αποδώσει το σύνολο των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος διαδίκου, εντούτοις επιτάσσει να έχει ο δεύτερος δικαίωμα αποδόσεως τουλάχιστον σημαντικού και προσήκοντος μέρους των ευλόγων εξόδων στα οποία πράγματι υπεβλήθη (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties, C‑57/15, EU:C:2016:611, σκέψη 29).

49

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 17, το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει σε κάθε περίπτωση τον εύλογο και αναλογικό χαρακτήρα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος λόγω της συμμετοχής εκπροσώπου, όπως είναι ο ειδικός σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σύμβουλος, και τούτο πέραν των περιπτώσεων στις οποίες ο έλεγχος αυτός επιβάλλεται, δυνάμει του εν λόγω άρθρου 14, για λόγους επιεικείας.

50

Το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, κρίνει ότι εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει κατ’ αποκοπήν ποσά συνάδει, κατ’ αρχήν, με το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/48. Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, τα κατ’ αποκοπήν ποσά πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα έξοδα τα οποία, δυνάμει της εθνικής ρυθμίσεως, μπορούν να βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο είναι εύλογα και ότι τα ανώτατα ποσά τα οποία μπορούν να αναζητηθούν για τα εν λόγω έξοδα δεν είναι ούτε πολύ χαμηλά σε σχέση με τις αμοιβές τις οποίες κατά κανόνα ζητεί δικηγόρος με ειδίκευση στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, United Video Properties, C‑57/15, EU:C:2016:611, σκέψεις 25, 26, 30 και 32).

51

Επομένως, από την προμνησθείσα νομολογία δεν μπορεί να συναχθεί ότι, κατά την άσκηση αυτού του περιθωρίου εκτιμήσεως, τα κράτη μέλη μπορούν να εξικνούνται άχρι του σημείου να αποκλείουν μια κατηγορία δικαστικών εξόδων ή άλλες δαπάνες από κάθε δικαστικό έλεγχο του εύλογου και αναλογικού χαρακτήρα τους.

52

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρώτον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών του, η αυτόματη εφαρμογή εθνικής διατάξεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να συνεπάγεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, παράβαση της γενικής υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48, δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, οι διαδικασίες που θεσπίζουν τα κράτη μέλη δεν πρέπει να είναι άνευ λόγου δαπανηρές.

53

Δεύτερον, μια τέτοια εφαρμογή διατάξεως του είδους αυτού δύναται να αποτρέψει τον φερόμενο ως δικαιούχο να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προς διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματός του, υπό τον φόβο ότι θα πρέπει να υποβληθεί, αν ηττηθεί, σε πολύ μεγάλα δικαστικά έξοδα, αντιθέτως προς τον σκοπό της οδηγίας 2004/48, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά.

54

Τρίτον, όπως επισήμανε επίσης, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, η ανεπιφύλακτη και αυτόματη συμπερίληψη εξόδων μέσω απλής υπεύθυνης δηλώσεως του εκπροσώπου διαδίκου, χωρίς τα έξοδα αυτά να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εκτιμήσεως εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου ως προς τον εύλογο και αναλογικό χαρακτήρα τους σε σχέση με τη συγκεκριμένη διαφορά, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταχρηστική εφαρμογή μιας τέτοιας διατάξεως κατά παράβαση της γενικής υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/48.

55

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3 και 14 της οδηγίας 2004/48 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση ή σε ερμηνεία της η οποία δεν επιτρέπει στο επιληφθέν δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε υποθέσεως η οποία τίθεται υπό την κρίση του, προκειμένου να εκτιμήσει αν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος είναι εύλογα και αναλογικά.

Επί των δικαστικών εξόδων

56

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 3 και 14 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση ή σε ερμηνεία της η οποία δεν επιτρέπει στο επιληφθέν δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής να λαμβάνει δεόντως υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε υποθέσεως η οποία τίθεται υπό την κρίση του, προκειμένου να εκτιμήσει αν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο νικήσας διάδικος είναι εύλογα και αναλογικά.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.