ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2010/18/ΕΕ – Αναθεωρημένη συμφωνία‑πλαίσιο για τη γονική άδεια – Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την προϋπόθεση της απασχόλησης και της συνακόλουθης υποχρεωτικής ασφάλισης του εργαζομένου στον αντίστοιχο φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά την ημερομηνία γέννησης του παιδιού»

Στην υπόθεση C‑129/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation du Grand-Duché de Luxembourg (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

XI

κατά

Caisse pour l’avenir des enfants,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Wahl, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο του τρίτου τμήματος, και F. Biltgen, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η XI, εκπροσωπούμενη από τον Y. Kasel, avocat,

το Caisse pour l’avenir des enfants, εκπροσωπούμενο από τον A. Rodesch και την R. Jazbinsek, avocats,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Szmytkowska και C. Valero,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και της ρήτρας 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES (ΕΕ 1996, L 145, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997 (ΕΕ 1998, L 10, σ. 24), (στο εξής: οδηγία 96/34).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ΧΙ και του Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στη XI δικαίωμα γονικής άδειας προκειμένου να φροντίσει τα δίδυμα παιδιά της, με την αιτιολογία ότι δεν κατείχε αμειβόμενη θέση απασχόλησης κατά τον χρόνο της γέννησής τους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 96/34

3

Η οδηγία 96/34 είχε ως σκοπό την υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από την Ένωση των Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES).

4

Η ρήτρα 1 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου έφερε τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» και όριζε τα εξής:

«1. Η παρούσα συμφωνία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες για τη διευκόλυνση του συνδυασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών των εργαζομένων γονέων.

2. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.»

5

Η ρήτρα 2 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου επιγραφόταν «Γονική άδεια» και είχε ως εξής:

«1. Δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, με την επιφύλαξη της ρήτρας 2, παράγραφος 2, παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή/και τους κοινωνικούς εταίρους.

[…]

3. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι τρόποι εφαρμογής της γονικής αδείας ορίζονται από το νόμο ή/και τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, τηρώντας τους ελάχιστους κανόνες της παρούσας συμφωνίας. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν συγκεκριμένα:

[…]

β)

να εξαρτούν το δικαίωμα της γονικής άδειας από περίοδο εργασίας ή/και περίοδο αρχαιότητας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος·

[…]».

Η οδηγία 2010/18/ΕΕ

6

Στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και CES και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/ΕΚ (ΕΕ 2010, L 68, σ. 13), αναφέρονται τα εξής:

«Το άρθρο 153 της Συνθήκης [ΛΕΕ] επιτρέπει στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση να υποστηρίζει και να συμπληρώνει τις δραστηριότητες των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία.»

7

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία ή εξασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι έχουν εισαγάγει τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας έως τις 8 Μαρτίου 2012 το αργότερο. […]»

8

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η οδηγία 96/34/ΕΚ καταργείται από τις 8 Μαρτίου 2012. […]»

9

Η (αναθεωρημένη) συμφωνία-πλαίσιο της 18ης Ιουνίου 2009 για τη γονική άδεια, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18 (στο εξής: αναθεωρημένη συμφωνία-πλαίσιο), αναφέρει στο σημείο I.8 τα εξής:

«Εκτιμώντας ότι οι οικογενειακές πολιτικές θα πρέπει να συμβάλλουν στην επίτευξη της ισότητας των φύλων και να εξετάζονται στο πλαίσιο των δημογραφικών αλλαγών των επιπτώσεων ενός γηράσκοντος πληθυσμού, της γεφύρωσης του χάσματος των γενεών, της προώθησης της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και της δίκαιης κατανομής των ευθυνών φροντίδας μεταξύ γυναικών και ανδρών.»

10

Η ρήτρα 1 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής» και ορίζει τα εξής:

«1. Η παρούσα συμφωνία ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη διευκόλυνση της συμφιλίωσης των γονικών και των επαγγελματικών ευθυνών των εργαζόμενων γονέων, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη ποικιλομορφία των οικογενειακών δομών, στο πλαίσιο σεβασμού του εθνικού δικαίου, των συλλογικών συμφωνιών και/ή των πρακτικών.

2. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.»

11

Η ρήτρα 2 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου επιγράφεται «Γονική άδεια» και ορίζει τα εξής:

«1. Η παρούσα συμφωνία παρέχει ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας σε εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, έτσι ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που μπορεί να φτάνει μέχρι τα οκτώ έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους.

2. Η άδεια χορηγείται για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων μηνών και, με σκοπό την ισότητα των ευκαιριών και της μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, θα πρέπει καταρχήν να είναι αμεταβίβαστη. Για να ενθαρρυνθεί η δικαιότερη χρήση του δικαιώματος της άδειας και από τους δύο γονείς, τουλάχιστον ένας από τους τέσσερις μήνες παρέχεται ως αμεταβίβαστος. […]»

12

Η ρήτρα 3 της εν λόγω αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Όροι της εφαρμογής», έχει ως εξής:

«1. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης και οι κανόνες εφαρμογής της γονικής άδειας ορίζονται από το δίκαιο και/ή τις συλλογικές συμβάσεις στα κράτη μέλη, ενόσω τηρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις της παρούσας συμφωνίας. Τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν συγκεκριμένα:

[…]

β)

να εξαρτούν το δικαίωμα της γονικής άδειας από περίοδο εργασίας και/ή περίοδο αρχαιότητας που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος· τα κράτη μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι εξασφαλίζουν, κατά την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, ότι σε περίπτωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου[, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο] για την εργασία ορισμένου χρόνου [που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP] [ΕΕ 1999, L 175, σ. 43], το σύνολο των εν λόγω συμβάσεων με τον ίδιο εργοδότη λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της περιόδου εξασφάλισης του δικαιώματος·

[…]»

13

Η ρήτρα 8.4 της ίδιας αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη υιοθετούν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν προς την απόφαση του Συμβουλίου [που καθιστά υποχρεωτικές τις διατάξεις της αναθεωρημένης συμφωνίας‑πλαισίου] εντός χρονικού διαστήματος δύο ετών από την έκδοση της απόφασης ή διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, μέχρι τη λήξη της εν λόγω περιόδου. […]»

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

14

Η οδηγία 96/34 μεταφέρθηκε στο λουξεμβουργιανό δίκαιο με τον loi du 12 février 1999 concernant la mise en œuvre du plan d’action national en faveur de l’emploi (νόμο της 12ης Φεβρουαρίου 1999 σχετικά με την εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δράσης για την απασχόληση) (Mémorial A 1999, σ. 190). Ο νόμος αυτός προσέθεσε, μεταξύ άλλων, στον loi modifiée du 16 avril 1979 fixant le statut général des fonctionnaires de l’État (τροποποιημένο νόμο της 16ης Απριλίου 1979, περί καθορισμού της γενικής υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων) (Mémorial A 1979, σ. 622, στο εξής: τροποποιημένος νόμος της 16ης Απριλίου 1979), το άρθρο 29 bis για τη γονική άδεια. Το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο, προέβλεπε τα εξής:

«Θεσπίζεται ειδική άδεια, καλούμενη “γονική άδεια”, χορηγούμενη λόγω της γεννήσεως ή της υιοθεσίας ενός ή πλειόνων παιδιών για τα οποία καταβάλλονται οικογενειακές παροχές και τα οποία πληρούν, όσον αφορά το πρόσωπο που ζητεί γονική άδεια, τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, εδάφια 2 και 3, του τροποποιημένου νόμου της 19ης Ιουνίου 1985, περί των οικογενειακών παροχών και περί συστάσεως του εθνικού ταμείου οικογενειακών παροχών [(Mémorial A 1985, σ. 680)], μέχρις ότου τα παιδιά αυτά συμπληρώσουν το πέμπτο έτος της ηλικίας τους.

Μπορεί να ζητήσει γονική άδεια κάθε πρόσωπο, στο εξής καλούμενο “γονέας”, εφόσον:

[…]

απασχολείται νομίμως σε τόπο εργασίας ευρισκόμενο στην επικράτεια του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου κατά τον χρόνο της γεννήσεως του παιδιού ή των παιδιών ή της αναδοχής τους προς υιοθεσία, καθώς και αδιαλείπτως επί δώδεκα τουλάχιστον συναπτούς μήνες αμέσως πριν την έναρξη της γονικής άδειας, στην ίδια δημόσια υπηρεσία ή στον ίδιο δημόσιο φορέα, για μηνιαία διάρκεια εργασίας τουλάχιστον ίση προς το ήμισυ της κανονικής διάρκειας εργασίας που ισχύει βάσει του νόμου, και έχει την ιδιότητα αυτή καθ’ όλη τη διάρκεια της γονικής άδειας·

είναι ασφαλισμένος υποχρεωτικώς και αδιαλείπτως δυνάμει μιας από τις εν λόγω ιδιότητες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, σημεία 1, 2, και 10 του κώδικα κοινωνικής ασφάλισης·

[…]».

15

Το άρθρο 29 ter του τροποποιημένου νόμου της 16ης Απριλίου 1979 προβλέπει τα εξής:

«Κάθε γονέας που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 29 bis δικαιούται, κατόπιν αιτήσεώς του, εξάμηνη γονική άδεια για κάθε παιδί. […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2011 η ΧΙ συνήψε με το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου σύμβαση ορισμένου χρόνου για μίσθωση υπηρεσιών ως υπεύθυνη μεταπρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία έληγε στις 26 Ιανουαρίου 2012.

17

Στις 26 Ιανουαρίου 2012, μετά τη λήξη της εν λόγω σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, η ΧΙ διέκοψε την ασφάλισή της στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και υπήχθη σε καθεστώς συνασφάλισης με τον σύντροφό της, ο οποίος είχε την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.

18

Στις 4 Μαρτίου 2012, και ενώ ήταν άνεργη, η XI γέννησε δίδυμα.

19

Στις 14 Ιουνίου 2012 η ΧΙ έλαβε επίδομα ανεργίας και, ως εκ τούτου, ασφαλίστηκε εκ νέου στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.

20

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2012 και την 1η Αυγούστου 2013 η XI συνήψε με το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου δύο συμβάσεις ορισμένου χρόνου για μίσθωση υπηρεσιών ως υπεύθυνη μεταπρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και, στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, υπέγραψε τελικώς με το εν λόγω κράτος μέλος σύμβαση αορίστου χρόνου για τις ίδιες δραστηριότητες.

21

Στις 11 Μαρτίου 2015 η ΧΙ υπέβαλε αίτηση προκειμένου να της χορηγηθεί γονική άδεια από 15 Σεπτεμβρίου 2015.

22

Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2015, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τον πρόεδρο του Caisse nationale des prestations familiales (εθνικού ταμείου οικογενειακών παροχών, Λουξεμβούργο), καλούμενου πλέον Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 bis του τροποποιημένου νόμου της 16ης Απριλίου 1979, το οποίο εξαρτά τη χορήγηση γονικής άδειας από την προϋπόθεση ο εργαζόμενος να απασχολείται νομίμως σε χώρο εργασίας και να υπάγεται, με την ιδιότητα του εργαζομένου, στο οικείο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού, προϋπόθεση την οποία δεν πληρούσε η XI.

23

Η ΧΙ προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου του Caisse nationale des prestations familiales (εθνικού ταμείου οικογενειακών παροχών), υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 29 bis του τροποποιημένου νόμου της 16ης Απριλίου 1979 ήταν αντίθετο προς τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34.

24

Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2015, το διοικητικό συμβούλιο του Caisse nationale des prestations familiales (εθνικού ταμείου οικογενειακών παροχών) επικύρωσε την απόφαση της 20ής Μαρτίου 2015, κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον η ΧΙ δεν εργαζόταν νομίμως σε χώρο εργασίας και δεν ήταν, με την ιδιότητα της εργαζομένης, ασφαλισμένη στον αντίστοιχο φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά τον χρόνο γέννησης των παιδιών της, δεν είχε δικαίωμα σε γονική άδεια.

25

Η ΧΙ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της 19ης Μαΐου 2015 ενώπιον του Conseil arbitral de la sécurité sociale (συμβουλίου διαιτησίας κοινωνικής ασφάλισης, Λουξεμβούργο), το οποίο δέχθηκε την προσφυγή με απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2017. Το εν λόγω όργανο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία-πλαίσιο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34 εξαρτά το δικαίωμα γονικής άδειας από την ιδιότητα του εργαζομένου και από τη γέννηση παιδιού, χωρίς ωστόσο να προβλέπει την προϋπόθεση της απασχόλησης και της υποχρεωτικής ασφάλισης, με την ιδιότητα του εργαζομένου, στον αντίστοιχο φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού αυτού και ότι η πρόσθετη απαίτηση ασφάλισης στον εν λόγω φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά τον χρόνο γέννησης του παιδιού ερχόταν σε αντίθεση, μεταξύ άλλων, προς την απαίτηση της εν λόγω συμφωνίας‑πλαισίου για περίοδο εργασίας ή αρχαιότητας η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος, καθώς και προς τον σκοπό της διευκόλυνσης του συνδυασμού επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής. Το Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείο για το μέλλον των παιδιών) άσκησε έφεση κατά της απόφασης της 27ης Οκτωβρίου 2017 ενώπιον του conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατου συμβουλίου κοινωνικής ασφάλισης, Λουξεμβούργο).

26

Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2018, το conseil supérieur de la sécurité sociale (ανώτατο συμβούλιο κοινωνικής ασφάλισης) μεταρρύθμισε την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2017, κρίνοντας μεταξύ άλλων ότι, καθόσον η ρήτρα 2.1 της συμφωνίας‑πλαισίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34 θεσπίζει ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, η άδεια αυτή χορηγείται αποκλειστικά στους εργαζομένους που μπορούν να αποδείξουν την ιδιότητα του εργαζομένου κατά τον χρόνο γέννησης ή υιοθεσίας του παιδιού για το οποίο είχε ζητηθεί η χορήγηση της εν λόγω άδειας.

27

Η ΧΙ άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 17ης Δεκεμβρίου 2018 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών που προέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η επίλυση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται από το αν οι ρήτρες της συμφωνίας-πλαισίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34 αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 29 bis του τροποποιημένου νόμου της 16ης Απριλίου 1979.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation du Grand-Duché de Luxembourg (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, [καθώς και η ρήτρα] 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα UNICE, CEEP και CES και τέθηκε σε εφαρμογή με την [οδηγία 96/34], την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 29 bis του τροποποιημένου νόμου της 16ης Απριλίου 1979, περί καθορισμού της γενικής υπηρεσιακής καταστάσεως των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ισχύει μετά τη θέσπιση του νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 2006 (Mémorial A [2006], σ. 4838), η οποία εξαρτά τη χορήγηση της γονικής άδειας από τη διττή προϋπόθεση ο εργαζόμενος να απασχολείται νομίμως σε τόπο εργασίας και, ως εκ τούτου, να υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αφενός, αδιαλείπτως επί τουλάχιστον δώδεκα συναπτούς μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας και, αφετέρου, κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού ή των παιδιών ή της αναδοχής τους προς υιοθεσία, απαιτουμένης της τηρήσεως της προϋποθέσεως αυτής ακόμη και αν η γέννηση ή η αναδοχή έλαβε χώρα περισσότερο από δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της γονικής άδειας;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

29

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εξάρτηση της χορήγησης γονικής άδειας από τη διττή προϋπόθεση ο εργαζόμενος να απασχολείται νομίμως σε χώρο εργασίας και να είναι ασφαλισμένος, με την ιδιότητα του εργαζομένου, στον οικείο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, πρώτον, αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα δώδεκα τουλάχιστον μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας και, δεύτερον, κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού ή των παιδιών ή της αναδοχής τους προς υιοθεσία.

30

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2020, Eco TLC, C‑556/19, EU:C:2020:844, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, απόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει προηγουμένως αν η διαφορά της κύριας δίκης διέπεται από την οδηγία 96/34 ή από την οδηγία 2010/18, η οποία καταργεί και αντικαθιστά την οδηγία αυτή, καθώς και να αναδιατυπώσει, αν χρειαστεί, το υποβαλλόμενο ερώτημα.

31

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ένας νέος κανόνας δικαίου έχει εφαρμογή από της ενάρξεως ισχύος της πράξεως με την οποία θεσπίζεται και, μολονότι δεν εφαρμόζεται επί των εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νόμου, εφαρμόζεται εντούτοις στα μελλοντικά τους αποτελέσματα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις. Το αντίθετο ισχύει, υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων, μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ratione temporis. Ειδικότερα, οι διαδικαστικοί κανόνες εφαρμόζονται γενικώς κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου οι οποίοι συνήθως ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι δεν αφορούν τις καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους παρά μόνο στον βαθμό που προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τον σκοπό τους ή την όλη οικονομία τους ότι πρέπει να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προϋποθέσεις χορήγησης δικαιώματος γονικής άδειας συνιστούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόζονται από της ενάρξεως ισχύος της πράξεως με την οποία θεσπίζονται. Δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2010/18, η οδηγία 96/34 καταργήθηκε από τις 8 Μαρτίου 2012. Εξάλλου, η ημερομηνία αυτή ήταν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/18 και της ρήτρας 8.4 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, η ημερομηνία κατά την οποία τα κράτη μέλη όφειλαν να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις της οδηγίας 2010/18 και της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου ή να εξασφαλίσουν, ενδεχομένως, ότι οι κοινωνικοί εταίροι είχαν λάβει τα αναγκαία προς τούτο μέτρα. Κατά συνέπεια, και στο μέτρο που η αίτηση της ΧΙ να της χορηγηθεί γονική άδεια από τις 15 Σεπτεμβρίου 2015 υποβλήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015, η αίτηση αυτή διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας 2010/18. Το γεγονός ότι τα δίδυμα παιδιά της ΧΙ γεννήθηκαν στις 4 Μαρτίου 2012 δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Πράγματι, κατά την ημερομηνία αυτή η ΧΙ δεν είχε υποβάλει αίτηση να της χορηγηθεί γονική άδεια σύμφωνα με τη ρήτρα 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34, όπως μεταφέρθηκε στο λουξεμβουργιανό δίκαιο με τον τροποποιημένο νόμο της 16ης Απριλίου 1979.

33

Δεδομένου ότι στη διαφορά της κύριας δίκης έχει εφαρμογή η οδηγία 2010/18 και ότι οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34 αντιστοιχούν κατ’ ουσίαν στις ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και στη ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, είναι σκόπιμο να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν ερώτημα ώστε να αφορά κατ’ ουσίαν την ερμηνεία των ρητρών αυτών της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

34

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Μαϊστρέλλης, C‑222/14, EU:C:2015:473, σκέψη 30, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, Wasserleitungsverband Nördliches Burgenland κ.λπ., C‑197/18, EU:C:2019:824, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν είναι αντίθετη προς τις εν λόγω ρήτρες της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την αδιάλειπτη απασχόληση του γονέα σε θέση εργασίας τουλάχιστον επί δώδεκα μήνες αμέσως πριν από την έναρξη αυτής της γονικής άδειας, παρατηρείται ότι από το γράμμα της ρήτρας 3.1, στοιχείο βʹ, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση γονικής άδειας από περίοδο προηγούμενης εργασίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Λαμβανομένου υπόψη ότι στην πρώτη περίοδο της διάταξης αυτής χρησιμοποιείται ο όρος «περίοδος εργασίας» και ότι η ίδια διάταξη, στη δεύτερη περίοδο, προβλέπει ότι για τον υπολογισμό της περιόδου αυτής λαμβάνεται υπόψη η συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου με τον ίδιο εργοδότη, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν το αδιάλειπτο της εν λόγω περιόδου. Επιπλέον, εφόσον η αίτηση γονικής άδειας έχει ως σκοπό την αναστολή της σχέσης εργασίας του αιτούντος (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Hliddal και Bornand, C‑216/12 και C‑217/12, EU:C:2013:568, σκέψη 53), τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η περίοδος προηγούμενης εργασίας να έχει συμπληρωθεί αμέσως πριν την έναρξη της γονικής άδειας. Ως εκ τούτου, οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την αδιάλειπτη εργασία του αιτούντος γονέα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας.

36

Δεύτερον, όσον αφορά το αν οι ίδιες ρήτρες της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την εργασιακή απασχόληση του γονέα κατά τον χρόνο της γέννησης του παιδιού ή των παιδιών ή της αναδοχής τους προς υιοθεσία, παρατηρείται ότι, σύμφωνα με τη ρήτρα 2.1 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, το δικαίωμα γονικής άδειας είναι ατομικό δικαίωμα που παρέχεται στους εργαζομένους, άνδρες ή γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, έτσι ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό, μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας που προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη, αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει τα οκτώ έτη.

37

Εξάλλου, δυνάμει των ρητρών 1.1 και 1.2 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, η συμφωνία αυτή ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη διευκόλυνση του συνδυασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών ευθυνών των εργαζόμενων γονέων και ισχύει για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από το δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις και/ή τις πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.

38

Επιπλέον, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαρτούν το δικαίωμα γονικής άδειας από περίοδο εργασίας ή/και από περίοδο αρχαιότητας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.

39

Επομένως, η γέννηση ή η υιοθεσία παιδιού και η ιδιότητα των γονέων του ως εργαζομένων αποτελούν προϋποθέσεις που θεμελιώνουν δικαίωμα γονικής άδειας δυνάμει της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

40

Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα επισημαίνει το Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείο για το μέλλον των παιδιών), από τις προϋποθέσεις αυτές που θεμελιώνουν δικαίωμα γονικής άδειας δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι γονείς του παιδιού για το οποίο ζητείται η γονική άδεια πρέπει να είναι εργαζόμενοι κατά τον χρόνο της γέννησης ή της υιοθεσίας του.

41

Πράγματι, η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο πλαίσιο και στους σκοπούς της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

42

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2010/18, η οδηγία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 153 ΣΛΕΕ, το οποίο επιτρέπει στην Ένωση να υποστηρίζει και να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της βελτίωσης του επιπέδου ζωής και των όρων εργασίας και στον τομέα της θέσπισης επαρκούς κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων.

43

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2010/18, από το πρώτο εδάφιο του προοιμίου της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου και από το σημείο 3 των γενικών εκτιμήσεων της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα 23 και 33 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκοπός της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου είναι τόσο η προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών όσον αφορά τις ευκαιρίες τους στην αγορά εργασίας και τη μεταχείριση στην εργασία σε ολόκληρη την Ένωση όσο και η παροχή στους γονείς που εργάζονται της δυνατότητας συνδυασμού της επαγγελματικής, της ιδιωτικής και της οικογενειακής τους ζωής. Οι σκοποί αυτοί επιβεβαιώνονται και από τις ρήτρες 1.1 και 2.2 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου.

44

Λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου και των σκοπών αυτών, το ατομικό δικαίωμα κάθε εργαζομένου γονέα σε γονική άδεια λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, το οποίο κατοχυρώνεται από τη ρήτρα 2.1 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απηχεί ένα κοινωνικό δικαίωμα της Ένωσης το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία και κατοχυρώνεται, εξάλλου, από το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium, C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Συνακόλουθα, έχει κριθεί ότι, παρά το γεγονός ότι η γέννηση αποτελεί συστατική προϋπόθεση του δικαιώματος γονικής άδειας, το δικαίωμα αυτό δεν συνδέεται με την ημερομηνία γεννήσεως του παιδιού και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να έχει γεννηθεί το παιδί μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 96/34 σε ένα κράτος μέλος προκειμένου οι γονείς του παιδιού αυτού να μπορούν να απολαύσουν του δικαιώματος γονικής άδειας κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C‑519/03, EU:C:2005:234, σκέψη 47, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, Χατζή, C‑149/10, EU:C:2010:534, σκέψη 50).

46

Ο αποκλεισμός των γονέων που δεν εργάζονταν κατά τον χρόνο της γέννησης ή της υιοθεσίας του παιδιού τους θα περιόριζε εν τέλει το δικαίωμα των γονέων αυτών να μπορούν να λάβουν, σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο της ζωής τους κατά το οποίο εργάζονται εκ νέου, γονική άδεια την οποία θα χρειάζονται για να συνδυάσουν τις οικογενειακές και τις επαγγελματικές τους ευθύνες. Επομένως, ένας τέτοιος αποκλεισμός θα ήταν αντίθετος προς το ατομικό δικαίωμα κάθε εργαζομένου να λαμβάνει γονική άδεια.

47

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η διττή προϋπόθεση που επιβάλλει η λουξεμβουργιανή νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να απασχολείται σε χώρο εργασίας και να είναι ασφαλισμένος, με την ιδιότητα του εργαζομένου, όχι μόνον επί δώδεκα τουλάχιστον συνεχείς μήνες αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας, αλλά και κατά τον χρόνο της γέννησης ή της αναδοχής προς υιοθεσία του παιδιού ή των παιδιών, καταλήγει στην πραγματικότητα, όταν η γέννηση ή η αναδοχή έλαβε χώρα περισσότερο από δώδεκα μήνες πριν από την έναρξη της γονικής άδειας, να επιμηκύνει την προβλεπόμενη ως προϋπόθεση περίοδο εργασίας και/ή περίοδο αρχαιότητας, η οποία, ωστόσο, σύμφωνα με τη ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου για τη γονική άδεια, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος.

48

Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και των σκοπών της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου που υπενθυμίζονται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαρτά το δικαίωμα γονέα σε γονική άδεια από την προϋπόθεση της εργασιακής απασχόλησής του κατά τον χρόνο της γέννησης ή της υιοθεσίας του παιδιού του.

49

Σε αντίθεση με όσα επισημαίνει το Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείο για το μέλλον των παιδιών), μια τέτοια ερμηνεία δεν συνιστά διάκριση μεταξύ των γονέων που δεν εργάζονται και των γονέων που εργάζονται κατά τον χρόνο γέννησης του παιδιού τους, για τον λόγο ότι οι πρώτοι θα μπορούν να οργανωθούν προκειμένου να ασχοληθούν με το παιδί τους ενώ οι δεύτεροι δεν μπορούν να ασχοληθούν με το παιδί τους κατά τον χρόνο της γέννησης, αν δεν λάβουν γονική άδεια.

50

Πράγματι, πέραν του ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι μητέρες δικαιούνται άδεια μητρότητας κατά τον χρόνο γέννησης του παιδιού τους, η χορήγηση γονικής άδειας δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στον γονέα τη δυνατότητα να ασχοληθεί με το παιδί του μόνον κατά τον χρόνο της γέννησής του και για μικρό χρονικό διάστημα μετά από αυτήν, αλλά και αργότερα, κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας και μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών, σύμφωνα με τη ρήτρα 2.1 της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου. Επομένως, η δυνατότητα ενός γονέα να οργανωθεί προκειμένου να ασχοληθεί με το παιδί του κατά τον χρόνο της γέννησης δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της θεμελίωσης δικαιώματος γονικής άδειας και δεν μπορεί να προβληθεί νομίμως ότι υφίσταται διάκριση επ’ αυτής της βάσεως.

51

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την αδιάλειπτη εργασιακή απασχόληση του αιτούντος γονέα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την προϋπόθεση να έχει ο γονέας την ιδιότητα του εργαζομένου κατά τον χρόνο γέννησης ή υιοθεσίας του παιδιού του.

Επί των δικαστικών εξόδων

52

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Οι ρήτρες 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και η ρήτρα 3.1, στοιχείο βʹ, της (αναθεωρημένης) συμφωνίας-πλαισίου της 18ης Ιουνίου 2009, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και CES και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την αδιάλειπτη εργασιακή απασχόληση του αιτούντος γονέα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της γονικής άδειας. Αντιθέτως, οι ρήτρες αυτές αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την προϋπόθεση να έχει ο γονέας την ιδιότητα του εργαζομένου κατά τον χρόνο γέννησης ή υιοθεσίας του παιδιού του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.