ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση (ΕΕ) 2019/1754 – Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις – Άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης – Άρθρο 207 ΣΛΕΕ – Κοινή εμπορική πολιτική – Εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας – Άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ – Δικαίωμα πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Τροποποίηση της πρότασης της Επιτροπής από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Δυνατότητα εφαρμογής – Άρθρο 4, παράγραφος 3, άρθρο 13, παράγραφος 2, και άρθρο 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Αρχές της δοτής αρμοδιότητας, της θεσμικής ισορροπίας και της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑24/20,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2020,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον F. Castillo de la Torre, τον I. Naglis και την J. Norris, στη συνέχεια, από τον F. Castillo de la Torre, τον Μ. Κωνσταντινίδη και την J. Norris,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. Αντωνιάδη, τη Μ. Μπαλτά και την A.‑L. Meyer,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις M. Jacobs, C. Pochet, και M. Van Regemorter,

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις K. Najmanová και H. Pešková, καθώς και από τους M. Smolek και J. Vláčil,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Μπόσκοβιτς και τη Μ. Τασσοπούλου,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. Bain και J.‑L. Carré, καθώς και από τις A.‑L. Desjonquères και T. Stéhelin,

τη Δημοκρατία της Κροατίας, εκπροσωπούμενη από την G. Vidović Mesarek,

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και την K. Szíjjártó,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, τις E. Samoilova, J. Schmoll και από τον H. Tichy,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την P. Barros da Costa, καθώς και από τους L. Inez Fernandes, J. P. Palha και R. Solnado Cruz, εν συνεχεία, από την P. Barros da Costa, καθώς και από τους J. P. Palha και R. Solnado Cruz

παρεμβαίνοντα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, M. Safjan, P. G. Xuereb, L. S. Rossi (εισηγήτρια), Δ. Γρατσία, M. L. Arastey Sahún, προέδρους τμήματος, S. Rodin, F. Biltgen, N. Piçarra, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί να ακυρωθεί εν μέρει η απόφαση (ΕΕ) 2019/1754 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΕΕ 2019, L 271, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το διεθνές δίκαιο

1.   Η Σύμβαση των Παρισίων

2

Η Σύμβαση περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε τελευταία στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων). Όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μέρη της Σύμβασης αυτής.

3

Το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Παρισίων προβλέπει μεταξύ άλλων ότι τα κράτη στα οποία εφαρμόζεται συνιστούν ένωση για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η οποία περιλαμβάνει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα υποδείγματα, τα σχέδια, τα σήματα, τις εμπορικές επωνυμίες και τις ενδείξεις ή ονομασίες προελεύσεως καθώς και την καταστολή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

4

Κατά το άρθρο 19 της Συμβάσεως των Παρισίων, τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω Σύμβαση κράτη διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν μεταξύ τους σε χωριστές ειδικές συμφωνίες για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

2.   Η Συμφωνία της Λισσαβώνας

5

Η Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και τη διεθνή καταχώρισή τους υπογράφηκε στις 31 Οκτωβρίου 1958, αναθεωρήθηκε στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 13172, σ. 205, στο εξής: Συμφωνία της Λισσαβώνας). Αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 19 της Συμβάσεως των Παρισίων, στην οποία μπορούν να προσχωρήσουν όλα τα συμβαλλόμενα στη εν λόγω Σύμβαση κράτη.

6

Επτά κράτη μέλη της Ένωσης, ήτοι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία, είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας. Αντιθέτως, η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Συμφωνία, στην οποία μπορούν να προσχωρήσουν μόνο κράτη.

7

Κατά το άρθρο 1 της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, τα κράτη στα οποία αυτή εφαρμόζεται συνιστούν ειδική ένωση (στο εξής: ειδική ένωση) στο πλαίσιο της Ένωσης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, η οποία συστήθηκε με τη Σύμβαση των Παρισίων, και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν, στο έδαφός τους και κατά τους όρους της Συμφωνίας αυτής, τις ονομασίες προελεύσεως των προϊόντων των λοιπών κρατών της ειδικής ένωσης, οι οποίες αναγνωρίζονται και προστατεύονται ως τέτοιες στη χώρα προελεύσεως και έχουν καταχωριστεί στο Διεθνές Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ).

3.   Η Πράξη της Γενεύης

8

Το άρθρο 21 της Πράξης της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΕΕ 2019, L 271, σ. 15, στο εξής: Πράξη της Γενεύης), το οποίο επιγράφεται «Συμμετοχή στην Ένωση της Λισσαβώνας», προβλέπει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη είναι μέλη της ίδιας ειδικής ένωσης με τα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας της Λισσαβώνας [στο αρχικό της κείμενο της 31ης Οκτωβρίου 1958] ή της [Συμφωνίας της Λισσαβώνας, όπως αναθεωρήθηκε στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979], είτε είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας της Λισσαβώνας [στο αρχικό της κείμενο της 31ης Οκτωβρίου 1958] ή της [Συμφωνίας της Λισσαβώνας, όπως αναθεωρήθηκε στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979,] είτε όχι.»

9

Το άρθρο 22 της Πράξης της Γενεύης, το οποίο επιγράφεται «Συνέλευση της ειδικής ένωσης», ορίζει στην παράγραφο 4 τα εξής:

« [Λήψη αποφάσεων στη Συνέλευση]

α)

Η Συνέλευση προσπαθεί να λαμβάνει τις αποφάσεις της με συναίνεση.

β)

Όταν μια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί με συναίνεση, η απόφαση για το επίμαχο ζήτημα λαμβάνεται με ψηφοφορία. Σ’ αυτήν την περίπτωση,

(i.)

κάθε συμβαλλόμενο μέρος που είναι κράτος έχει μία ψήφο και ψηφίζει μόνο για τον εαυτό του, και

(ii.)

κάθε συμβαλλόμενο μέρος που είναι διακυβερνητική οργάνωση μπορεί να ψηφίσει, αντί των κρατών μελών της, με αριθμό ψήφων ίσο με τον αριθμό των κρατών μελών της τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας Πράξης. Καμία διακυβερνητική οργάνωση δεν μπορεί να συμμετάσχει στην ψηφοφορία αν οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη της ασκήσει το δικαίωμα ψήφου του και αντιστρόφως.

[…]»

10

Το άρθρο 28 της Πράξης της Γενεύης, το οποίο επιγράφεται «Συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας Πράξης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«[Επιλεξιμότητα] Με την επιφύλαξη του άρθρου 29 και των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου,

(i.)

κάθε κράτος μέλος που είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης των Παρισίων μπορεί να υπογράψει την παρούσα Πράξη και να γίνει συμβαλλόμενο μέρος της·

(ii.)

[…]

(iii.)

κάθε διακυβερνητική οργάνωση μπορεί να υπογράψει την παρούσα Πράξη και να γίνει συμβαλλόμενο μέρος της, υπό τον όρο ότι τουλάχιστον ένα από τα κράτη μέλη της διακυβερνητικής οργάνωσης είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Παρισίων και υπό τον όρο ότι η διακυβερνητική οργάνωση δηλώνει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί δεόντως, σύμφωνα με τις εσωτερικές διαδικασίες της, να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος της παρούσας Πράξης και ότι, σύμφωνα με την ιδρυτική συνθήκη της διακυβερνητικής οργάνωσης, ισχύει η νομοθεσία βάσει της οποίας μπορούν να αποκτηθούν περιφερειακοί τίτλοι προστασίας όσον αφορά γεωγραφικές ενδείξεις.»

Β. Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Η προσβαλλόμενη απόφαση

11

Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης:

«Για να μπορεί η Ένωση να ασκήσει επαρκώς την αποκλειστική της αρμοδιότητα όσον αφορά τους τομείς που καλύπτει η Πράξη της Γενεύης και τις λειτουργίες της στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων καθεστώτων της για την προστασία των γεωργικών ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, η Ένωση θα πρέπει να προσχωρήσει στην Πράξη της Γενεύης και να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος αυτής.»

12

Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζει τα εξής:

«Εγκρίνεται, εξ ονόματος της Ένωσης, η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην [Πράξη της Γενεύης].»

13

Το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη που το επιθυμούν έχουν το δικαίωμα να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν, κατά περίπτωση, μαζί με την Ένωση, προς το συμφέρον της Ένωσης και με πλήρη σεβασμό της αποκλειστικής της αρμοδιότητας.»

14

Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ορίζει τα εξής:

«1.   Η Ένωση και όσα κράτη μέλη έχουν επικυρώσει την Πράξη της Γενεύης ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας απόφασης εκπροσωπούνται στην ειδική ένωση από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΕΕ. Η Ένωση είναι υπεύθυνη για τη διασφάλιση της άσκησης των δικαιωμάτων και της τήρησης των υποχρεώσεων της Ένωσης και των κρατών μελών που επικυρώνουν την Πράξη της Γενεύης ή προσχωρούν σε αυτήν σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας απόφασης.

[…]

2.   Η Ένωση ψηφίζει στη Συνέλευση της ειδικής ένωσης και τα κράτη μέλη που έχουν επικυρώσει την Πράξη της Γενεύης ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν δεν ασκούν τα δικαιώματα ψήφου που διαθέτουν.»

2.   Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1753

15

Το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1753 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τις ενέργειες της Ένωσης μετά την προσχώρησή της στην Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΕΕ 2019, L 271, σ. 1), το οποίο επιγράφεται «Μεταβατικές διατάξεις για τις ονομασίες προέλευσης που προέρχονται από κράτη μέλη και έχουν ήδη καταχωριστεί βάσει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για κάθε ονομασία προέλευσης που προέρχεται από κράτος μέλος το οποίο είναι μέρος της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, ενός προϊόντος που προστατεύεται σύμφωνα με έναν από τους κανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος, βάσει αιτήματος φυσικού προσώπου ή νομικής οντότητας όπως αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 σημείο ii) της Πράξης της Γενεύης ή δικαιούχου όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο xvii) της Πράξης της Γενεύης, ή βάσει δικής του πρωτοβουλίας, επιλέγει να ζητήσει είτε:

α)

τη διεθνή καταχώριση της εν λόγω ονομασίας προέλευσης σύμφωνα με την Πράξη της Γενεύης, εάν το οικείο κράτος μέλος έχει κυρώσει ή προσχωρήσει σε αυτήν σύμφωνα με το δικαίωμα που αναφέρεται στο άρθρο 3 της [προσβαλλόμενης απόφασης], είτε

β)

την ακύρωση της καταχώρισης της εν λόγω ονομασίας προέλευσης στο διεθνές μητρώο.

[…]»

II. Το ιστορικό της διαφοράς

16

Τον Σεπτέμβριο του 2008 η συνέλευση της ειδικής ένωσης συγκρότησε ομάδα εργασίας για την προετοιμασία αναθεώρησης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας με σκοπό αυτή να βελτιωθεί και να γίνει πιο ελκυστική, χωρίς να θίγονται οι αρχές και οι σκοποί της.

17

Οι αντιπροσωπείες των 28 συμβαλλομένων κρατών στη Συμφωνία της Λισσαβώνας, καθώς και δύο αντιπροσωπείες χαρακτηριζόμενες ως «ειδικές», μεταξύ των οποίων και εκείνη της Ένωσης, και ορισμένες αντιπροσωπείες που χαρακτηρίζονταν ως «παρατηρητές» κλήθηκαν να συμμετάσχουν από τις 11 έως τις 21 Μαΐου 2015 σε διπλωματική συνδιάσκεψη στη Γενεύη ενόψει της εξέτασης και της υιοθέτησης του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας της Λισσαβώνας που είχε καταρτίσει η εν λόγω ομάδα εργασίας.

18

Ενόψει της συμμετοχής της Ένωσης στη διπλωματική συνδιάσκεψη, η Επιτροπή εξέδωσε στις 30 Μαρτίου 2015 σύσταση για απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις. Με τη σύσταση αυτή, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, κάλεσε το Συμβούλιο να στηρίξει την απόφασή του στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, λαμβανομένης υπόψη της αποκλειστικής αρμοδιότητας που απονέμει στην Ένωση το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής.

19

Στις 7 Μαΐου 2015 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 8512/15, που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με τις προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως και τις προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις, όσον αφορά θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Σε αντίθεση προς τη σύσταση της Επιτροπής, η απόφαση του Συμβουλίου στηρίχθηκε στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ.

20

Στις 20 Μαΐου 2015 η διπλωματική συνδιάσκεψη για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης υιοθέτησε την Πράξη της Γενεύης, η οποία τέθηκε προς υπογραφή την επόμενη ημέρα. Κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, σημείο iii, της Πράξης της Γενεύης, κάθε διακυβερνητική οργάνωση μπορεί να την υπογράψει και να γίνει συμβαλλόμενο μέρος της.

21

Με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας) (C‑389/15, EU:C:2017:798), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπραγμάτευση της Πράξης της Γενεύης εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα που το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής κατά το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, ακύρωσε την απόφαση 8512/15, διατηρώντας όμως τα αποτελέσματά της μέχρι τη θέση σε ισχύ απόφασης του Συμβουλίου βάσει των άρθρων 207 και 218 ΣΛΕΕ, εντός εύλογης προθεσμίας μη δυνάμενης να υπερβεί τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασής του.

22

Στις 5 Μαρτίου 2018 το Συμβούλιο, σε συνέχεια της ως άνω απόφασης, εξέδωσε βάσει του άρθρου 207 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, την απόφαση (ΕΕ) 2018/416 με την οποία εγκρίνεται η έναρξη διαπραγματεύσεων για αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις (ΕΕ 2018, L 75, σ. 23).

23

Στις 27 Ιουλίου 2018 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις [έγγραφο COM(2018) 350 final], βάσει του άρθρου 207 και του άρθρου 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψη την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης όσον αφορά τη διαπραγμάτευση της Πράξης της Γενεύης, η Επιτροπή πρότεινε να προσχωρήσει σε αυτήν μόνο η Ένωση.

24

Στις 15 Μαρτίου 2019 το Συμβούλιο διαβίβασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχέδιο απόφασης σχετικά με την προσχώρηση της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης, το οποίο παρείχε εξουσιοδότηση προς τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να προσχωρήσουν στην εν λόγω Πράξη, παράλληλα με την Ένωση. Στις 16 Απριλίου 2019 το Κοινοβούλιο ενέκρινε το σχέδιο απόφασης.

25

Δεδομένου ότι η Επιτροπή αντιτάχθηκε στο σχέδιο απόφασης, στις 7 Οκτωβρίου 2019 το Συμβούλιο εξέδωσε ομόφωνα την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

26

Με δήλωση η οποία καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του Συμβουλίου τα οποία αφορούν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή, αφενός, αμφισβήτησε τη δυνατότητα παροχής σε όλα τα κράτη μέλη που το επιθυμούν της εξουσίας να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτή παράλληλα με την Ένωση και, αφετέρου, επισήμανε ότι ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την παροχή εξουσιοδότησης στα επτά κράτη μέλη που ήταν συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας και είχαν καταχωρίσει πλείονα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δυνάμει της εν λόγω Συμφωνίας να προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης προς το συμφέρον της Ένωσης.

27

Η Ένωση προσχώρησε στην Πράξη της Γενεύης στις 26 Νοεμβρίου 2019.

III. Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης·

να ακυρώσει το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης στο μέτρο που μνημονεύει τα κράτη μέλη ή, επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 4 στο σύνολό του, εάν η μνεία στα κράτη μέλη δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από το υπόλοιπο άρθρο·

να διατηρήσει τα αποτελέσματα των τμημάτων της προσβαλλόμενης απόφασης που θα ακυρωθούν, ιδίως κάθε χρήση της εξουσιοδότησης του άρθρου 3 που έχει γίνει πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου, από τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, έως ότου τεθεί σε ισχύ, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου, απόφαση του Συμβουλίου και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

29

Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2020, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 151, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

30

Στις 18 Μαΐου 2020 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της εν λόγω ενστάσεως.

31

Στις 6 Οκτωβρίου 2020 το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης.

32

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη στο σύνολό της·

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2020, επετράπη στο Βασίλειο του Βελγίου, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ελληνική Δημοκρατία, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Κροατίας, την Ιταλική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

IV. Επί της προσφυγής

Α. Επί του παραδεκτού

1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

34

Προς στήριξη της ένστασης απαραδέκτου, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο, κατ’ ουσίαν, από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, υπενθυμίζει ότι η μερική ακύρωση πράξης της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη.

35

Όσον αφορά, πρώτον, το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να μεταβληθεί η ουσία της. Αφενός, το άρθρο 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο εγκρίνεται η προσχώρηση της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης, έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η Ένωση θα μπορεί να ασκεί δεόντως την αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητά της στους τομείς που εμπίπτουν στην πράξη αυτή, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να ασκεί δικαιώματα ψήφου στη συνέλευση της ειδικής ένωσης. Ειδικότερα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της Πράξης της Γενεύης, κάθε συμβαλλόμενο μέρος που είναι διακυβερνητική οργάνωση μπορεί να ψηφίσει με αριθμό ψήφων ίσο με τον αριθμό των κρατών μελών της τα οποία είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω Πράξης, η ακύρωση του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης θα στερήσει την Ένωση από το δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση και, κατά συνέπεια, από κάθε δυνατότητα να ασκήσει δεόντως την αποκλειστική της αρμοδιότητα στους τομείς που εμπίπτουν στην Πράξη της Γενεύης και, ως εκ τούτου, θα καταστήσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης μη συμβατό με το δεδηλωμένο αντικείμενο και σκοπό της.

36

Αφετέρου, το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέτρο που επιτρέπει στα επτά κράτη μέλη της Ένωσης που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας να γίνουν συμβαλλόμενα μέρη στην Πράξη της Γενεύης, διασφαλίζει τη χρονική προτεραιότητα και τη συνέχεια της προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων που έχουν προηγουμένως καταχωριστεί στα εν λόγω κράτη μέλη δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας.

37

Εξάλλου, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το αίτημα της Επιτροπής περί διατήρησης των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά τα εν λόγω κράτη μέλη καταδεικνύει ότι το άρθρο 3 δεν μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη απόφαση.

38

Όσον αφορά, δεύτερον, το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 4 κατά το μέρος που σε αυτό γίνεται μνεία των κρατών μελών, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη μνεία δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι, κατά συνέπεια, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν σχετικά με το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 3.

39

Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει το Συμβούλιο και προσθέτει ότι, αντιθέτως προς τις επιταγές του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προσφυγή δεν στρέφεται κατά του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αλλά μόνον κατά του Συμβουλίου, μολονότι το Κοινοβούλιο, όπως προκύπτει άλλωστε από το προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης, την ενέκρινε σύμφωνα με το άρθρα 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο iii, ΣΛΕΕ. Πλην όμως, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ συνεπάγεται πραγματική συναπόφαση μεταξύ του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι, χωρίς την έγκριση του τελευταίου, το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε ούτε να συζητήσει το σχέδιο, αλλά ούτε και να εκδώσει απόφαση.

40

Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία και υποστηρίζει ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

2.   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41

Προκειμένου να κριθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο, θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η προσφυγή της Επιτροπής είναι απαράδεκτη επειδή στρέφεται αποκλειστικά κατά του Συμβουλίου.

42

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να στρέφεται κατά του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη και ότι η προσφυγή αυτή πρέπει να κρίνεται απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά άλλου θεσμικού οργάνου (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Αυστρία κατά Συμβουλίου, C‑445/00, EU:C:2003:445, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Εν προκειμένω, από τον ίδιο τον τίτλο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή εκδόθηκε από το Συμβούλιο και, επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι, κατά το μέτρο που αφορά τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ.

44

Πλην όμως, δυνάμει της διάταξης αυτής, μόνο το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να εκδίδει απόφαση για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας. Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 48 των προτάσεών του, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 218, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Συμβούλιο εκδίδει τέτοια απόφαση κατόπιν έγκρισης του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η έγκριση δεν πρέπει να συγχέεται με την ίδια την πράξη για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, η οποία, όπως προβλέπει το άρθρο 218, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εκδίδεται μόνο από το Συμβούλιο.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς, σύμφωνα με το άρθρο 297, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ –δυνάμει του οποίου οι μη νομοθετικές πράξεις, όταν δεν καθορίζουν τους αποδέκτες τους, υπογράφονται από τον πρόεδρο του θεσμικού οργάνου που τις εξέδωσε–, η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφηκε μόνο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, η δε υπογραφή αυτή προσδιορίζει το όργανο που εξέδωσε τη συγκεκριμένη απόφαση.

46

Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

47

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η μερική ακύρωση πράξεως της Ένωσης είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Η ανωτέρω επιταγή δεν πληρούται όταν η μερική ακύρωση της πράξης θα έχει ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η ουσία της. Η εξακρίβωση της δυνατότητας διαχωρισμού των επίμαχων διατάξεων προϋποθέτει την εξέταση του περιεχομένου τους, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η ακύρωσή τους θα μετέβαλλε το πνεύμα και την ουσία της προσβαλλόμενης πράξης (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑425/13, EU:C:2015:483, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου, C‑205/16 P, EU:C:2017:840, σκέψεις 38 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι το ζήτημα αν η μερική ακύρωση μεταβάλλει την ουσία της προσβαλλόμενης πράξης συνιστά αντικειμενικό κριτήριο και όχι υποκειμενικό κριτήριο που συνδέεται με την πολιτική βούληση του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την εν λόγω πράξη (απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑401/19, EU:C:2022:297, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών του, η ουσία της προσβαλλόμενης απόφασης συνίσταται στην προσχώρηση της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης, η οποία εγκρίνεται εξ ονόματος της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης.

50

Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης «[γ]ια να μπορεί η Ένωση να ασκήσει επαρκώς την αποκλειστική της αρμοδιότητα όσον αφορά τους τομείς που καλύπτει η Πράξη της Γενεύης και τις λειτουργίες της στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων καθεστώτων της για την προστασία των γεωργικών ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, η Ένωση θα πρέπει να προσχωρήσει στην Πράξη της Γενεύης και να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος αυτής».

51

Τα άρθρα 2 και 5 της προσβαλλόμενης απόφασης καθορίζουν τις πρακτικές λεπτομέρειες της προσχώρησης της Ένωσης.

52

Πλην όμως, όπως αναγνωρίζει το ίδιο το Συμβούλιο, ο λόγος για τον οποίο το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτή δεν είναι η αντιμετώπιση των δυσχερειών οι οποίες, κατά την άποψη του θεσμικού αυτού οργάνου, θα μπορούσαν να προκύψουν λόγω της προσχώρησης της Ένωσης. Το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης παρέχει διευκρινίσεις ως προς την εκπροσώπηση, στο πλαίσιο της ειδικής ένωσης, της Ένωσης και των κρατών μελών που ενδεχομένως θα επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή θα προσχωρήσουν σε αυτή, όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ένωσης και των κρατών μελών της, που απορρέουν από την εν λόγω Πράξη.

53

Συνεπώς, σκοπός των άρθρων 3 και 4 είναι να καταστήσουν δυνατή για τα κράτη μέλη που το επιθυμούν την επικύρωση της Πράξης της Γενεύης ή την προσχώρηση σε αυτήν παράλληλα με την Ένωση. Πλην όμως, από τον προαιρετικό χαρακτήρα της επικύρωσης ή της προσχώρησης προκύπτει ότι το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να παράγει αποτελέσματα και σε περίπτωση μη χρήσης από κανένα κράτος μέλος της ευχέρειας που προβλέπουν τα άρθρα 3 και 4.

54

Σε μια τέτοια περίπτωση, μολονότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, θα υπήρχαν συνέπειες ως προς τη δυνατότητα της Ένωσης να ψηφίζει στο πλαίσιο της συνέλευσης της ειδικής ένωσης, καθώς και ως προς τη διασφάλιση της χρονικής προτεραιότητας και της συνέχειας της προστασίας των ονομασιών προέλευσης που έχουν προηγουμένως καταχωριστεί στα κράτη μέλη δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, εντούτοις δεν θα θιγόταν η νομική ισχύς του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν θα διακυβευόταν η προσχώρηση της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης, η οποία, όπως τονίστηκε στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, αποτελεί την ουσία της προσβαλλόμενης απόφασης.

55

Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των οποίων την ακύρωση ζητεί η Επιτροπή μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη προσβαλλόμενη απόφαση.

56

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε να διατηρηθούν τα αποτελέσματα του μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης του οποίου ζητεί την ακύρωση όσον αφορά τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας. Πράγματι, η περίσταση αυτή δεν ασκεί ουδεμία επιρροή ως προς το ζήτημα αν οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, ως προς το παραδεκτό της προσφυγής.

57

Κατόπιν των ανωτέρω, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

Β. Επί της ουσίας

58

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως.

1.   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

59

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 218, παράγραφος 6, και του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παραβίαση της αρχής της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ και της αρχής της θεσμικής ισορροπίας, καθώς και προσβολή του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής.

α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

60

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν πρότεινε ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποδέχθηκε να εξουσιοδοτηθούν τα κράτη μέλη να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν, αλλά ότι πρότεινε απλώς την προσχώρηση της Ένωσης στην εν λόγω Πράξη. Μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιήσει πρόταση της Επιτροπής αν αποφασίσει ομόφωνα, εν προκειμένω, δεν ήταν δυνατή η τροποποίηση, δεδομένου ότι δεν υπήρξε πρόταση να εξουσιοδοτηθούν τα κράτη μέλη να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν. Η αποδοχή διαφορετικής ερμηνείας θα σήμαινε ότι το Συμβούλιο μπορεί, αποφασίζοντας ομόφωνα, να προβεί σε οποιαδήποτε προσθήκη σε πρόταση της Επιτροπής, ανεξαρτήτως του αντικειμένου της. Πλην όμως, κατά τη νομολογία, απαιτείται κάθε τροποποίηση πρότασης της Επιτροπής να εξετάζεται υπό το πρίσμα του «αντικειμένου» και του «σκοπού» της πρότασης. Στην πραγματικότητα, προσθέτοντας στην προσχώρηση της Ένωσης γενική εξουσιοδότηση προσχώρησης των κρατών μελών, το Συμβούλιο σώρευσε στην ίδια «τυπική» πράξη μία δεύτερη διακριτή απόφαση η οποία δεν περιλαμβανόταν στην πρόταση της Επιτροπής.

61

Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί με το υπόμνημα απαντήσεως τους λόγους που επικαλείται το Συμβούλιο προς δικαιολόγηση της τροποποίησης της πρότασής της, ήτοι την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η Ένωση θα έχει δικαιώματα ψήφου στη συνέλευση της ειδικής ένωσης και να διαφυλαχθεί η χρονική προτεραιότητα και η συνέχεια της προστασίας των ονομασιών προέλευσης που έχουν καταχωριστεί δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας στα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία αυτή.

62

Αφενός, η παροχή στα κράτη μέλη της εξουσίας να επικυρώσουν την πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν δεν σημαίνει ότι θα κάνουν χρήση της και ότι, κατά συνέπεια, η Ένωση θα έχει δικαιώματα ψήφου στη συνέλευση της ειδικής ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, η σημασία των δικαιωμάτων αυτών δεν πρέπει, κατά την Επιτροπή, να υπερεκτιμάται. Ειδικότερα, η συνέλευση της ειδικής ένωσης αποφασίζει μόνον επί διοικητικών ζητημάτων και ως επί το πλείστον λαμβάνει αποφάσεις με συναίνεση.

63

Αφετέρου, όσον αφορά τη χρονική προτεραιότητα και τη συνέχεια της προστασίας των ονομασιών προέλευσης που έχουν καταχωριστεί δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, οι ισχύοντες κανόνες μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε οι ονομασίες αυτές να ληφθούν υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό αφορά μόνο τα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας, αρκεί αυτά να μην προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης και η Συμφωνία της Λισσαβώνας θα συνεχίσει να εφαρμόζεται έναντι αυτών, με αποτέλεσμα τη διασφάλιση της χρονικής προτεραιότητας και της συνέχειας της προστασίας.

64

Η Ιταλική Δημοκρατία αντιτείνει εκ προοιμίου ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος για τον λόγο ότι το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία που διέπεται από το άρθρο 218 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, από το τελευταίο άρθρο προκύπτει ότι η εκεί προβλεπόμενη διαδικασία στηρίζεται σε απόφαση του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται βάσει «σύστασης» της Επιτροπής, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, είναι μη δεσμευτική πράξη. Το Συμβούλιο έχει συνεπώς ευρεία εξουσία ως προς την αποδοχή, την απόρριψη ή την τροποποίηση σύστασης της Επιτροπής σχετικά με τη διαπραγμάτευση και, εν συνεχεία, τη σύναψη συμφωνίας. Ειδικότερα, η απόφαση που αφορά τη σύναψη συμφωνίας ρυθμίζεται από το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το Συμβούλιο εκδίδει την εν λόγω απόφαση «μετά από πρόταση του διαπραγματευτή». Η Επιτροπή δεν συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης παρά μόνο ως διαπραγματευτής της συμφωνίας. Συνεπώς, μια πρόταση της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι προσαρμοσμένη στην ιδιαίτερη φύση των διεθνών συμφωνιών, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την πρόταση που προβλέπεται στο άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

65

Κατά το Συμβούλιο, πρώτον, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στη νομολογία του την ύπαρξη μιας τυπικής και μιας ουσιαστικής προϋπόθεσης τις οποίες το Συμβούλιο πρέπει να τηρεί όταν τροποποιεί πρόταση της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

66

Όσον αφορά την τυπική προϋπόθεση, στην περίπτωση που η Επιτροπή δεν αποδέχεται την τροποποίηση που επέφερε το Συμβούλιο, το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να αποφασίσει ομόφωνα. Πλην όμως, εν προκειμένω, το Συμβούλιο τήρησε αυτή την τυπική απαίτηση, τροποποιώντας ομόφωνα την πρόταση της Επιτροπής.

67

Όσον αφορά την ουσιαστική προϋπόθεση, το Συμβούλιο δεν πρέπει να παρακωλύσει την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την πρόταση της Επιτροπής. Ειδικότερα, οι τροποποιήσεις που γίνονται σε ορισμένη πρόταση πρέπει να είναι εντός του πεδίου εφαρμογής της, όπως το προσδιόρισε η Επιτροπή. Αυτό συμβαίνει όταν το Συμβούλιο σέβεται τη βούληση της Επιτροπής και δεν τροποποιεί ούτε το αντικείμενο ούτε τον σκοπό της πρότασης.

68

Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική έκθεση της πρότασής της που μνημονεύεται στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, ότι, «[π]ροκειμένου να ασκήσει η Ένωση δεόντως την αποκλειστική της αρμοδιότητα για την Πράξη της Γενεύης […] και τις αρμοδιότητές της στο πλαίσιο των αποκλειστικών καθεστώτων προστασίας της για τις γεωργικές γεωγραφικές ενδείξεις, η [Ευρωπαϊκή Ένωση] θα πρέπει να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος». Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, «[γ]ια να μπορεί η Ένωση να ασκήσει επαρκώς την αποκλειστική της αρμοδιότητα όσον αφορά τους τομείς που καλύπτει η Πράξη της Γενεύης και τις λειτουργίες της στο πλαίσιο των ολοκληρωμένων καθεστώτων της για την προστασία των γεωργικών ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, η Ένωση θα πρέπει να προσχωρήσει στην Πράξη της Γενεύης και να καταστεί συμβαλλόμενο μέρος αυτής».

69

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, παρέμεινε εντός των ορίων του δεδηλωμένου σκοπού της πρότασης της Επιτροπής. Πλην όμως, κατά το Συμβούλιο, αν η πρόταση δεν είχε τροποποιηθεί, δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη του σκοπού αυτού από δύο απόψεις: αφενός, η Ένωση δεν θα είχε δικαιώματα ψήφου στη συνέλευση της ειδικής ένωσης και, αφετέρου, η χρονική προτεραιότητα των γεωγραφικών ενδείξεων που είχαν καταχωριστεί δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας από τα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτήν θα διακοπτόταν κατόπιν της εκ νέου καταχωρίσεως από την Ένωση, ως νέο συμβαλλόμενο μέρος στην ειδική ένωση, γεωγραφικών ενδείξεων δυνάμει της Πράξης της Γενεύης.

70

Δεύτερον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η αποδοχή του του εκτιθέμενου στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης επιχειρήματος της Επιτροπής ότι η έκδοση απόφασής του που τροποποιεί την πρόταση της ισοδυναμεί με έλλειψη πρότασης θα καταστήσει κενό περιεχομένου το δικαίωμα τροποποίησης που του αναγνωρίζει το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στερώντας από αυτό κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

71

Τρίτον, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν σώρευσε δύο αποφάσεις σε μία και την αυτή «τυπική πράξη», εκ των οποίων η μία απόφαση στηρίζεται στην πρόταση της Επιτροπής, ενώ η άλλη όχι. Η τροποποίηση την οποία επέφερε το Συμβούλιο στο άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στα κράτη μέλη την εξουσία να προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης για να ασκούν τις αρμοδιότητές τους, αλλά αποσκοπεί στην πλήρη διασφάλιση της πραγμάτωσης του αντικειμένου και του σκοπού της πρότασης, παρέχοντας στην Ένωση τη δυνατότητα να ενεργεί αποτελεσματικά στη συνέλευση της ειδικής ένωσης και να προστατεύει τα συμφέροντα των κρατών μελών. Στο ως άνω πλαίσιο, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι η εξουσιοδότηση που παρέχεται στα κράτη μέλη χορηγείται υπό την επιφύλαξη του «πλήρ[ους] σεβασμ[ού] της αποκλειστικής […] αρμοδιότητας [της Ένωσης]». Εξάλλου, για τη διασφάλιση της ενιαίας διεθνούς εκπροσώπησης της Ένωσης και των κρατών μελών της, το Συμβούλιο ανέθεσε στην Επιτροπή την εκπροσώπηση της Ένωσης, καθώς και κάθε κράτους μέλους που θα επιθυμούσε να κάνει χρήση της εξουσιοδότησης αυτής.

72

Ως προς το σημείο αυτό, η Δημοκρατία της Αυστρίας παρατηρεί ότι δεν θα είχε νόημα να επιτραπεί στα κράτη μέλη να προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης με απόλυτο σεβασμό της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, αλλά χωρίς προσχώρηση της ίδιας της Ένωσης. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, η άσκηση των δικαιωμάτων και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ένωσης και των κρατών μελών που θα επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή θα προσχωρήσουν σε αυτήν εναπόκειται στην Ένωση και μόνη αυτή θα ψηφίζει στη συνέλευση της ειδικής ένωσης, ενώ τα κράτη μέλη που θα κυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή θα προσχωρήσουν σε αυτήν δεν θα ασκούν το δικαίωμα ψήφου τους.

73

Τέταρτον, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι είναι σημαντική από τουλάχιστον τρεις απόψεις η μνημονευόμενη στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης δήλωση της Επιτροπής, κατά την οποία η ίδια ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την παροχή εξουσιοδότησης στα επτά κράτη μέλη που ήταν συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας και είχαν καταχωρίσει πλείονα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας δυνάμει της εν λόγω Συμφωνίας να προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης προς το συμφέρον της Ένωσης. Κατά πρώτον, με τη δήλωση αυτή, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η εκ μέρους του Συμβουλίου παροχή εξουσιοδότησης στα κράτη μέλη ή, τουλάχιστον, σε ορισμένα από αυτά γίνεται προς το συμφέρον της Ένωσης. Κατά δεύτερον, η Επιτροπή αποδέχεται εμμέσως ότι το Συμβούλιο μπορεί να υλοποιήσει την εξουσιοδότηση αυτή, τροποποιώντας την πρόταση της Επιτροπής. Κατά τρίτον, η Επιτροπή αποδέχεται ότι η εξουσιοδότηση αυτή είναι δυνατή σε τομέα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης.

74

Η Τσεχική Δημοκρατία και η Πορτογαλική Δημοκρατία αμφισβητούν το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η Συμφωνία της Λισσαβώνας θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται ως προς τα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτή, αν αυτά δεν προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης, και ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα διασφαλιστεί η συνέχεια της προστασίας των καταχωρισμένων γεωγραφικών ενδείξεων. Ειδικότερα, το άρθρο 11 του κανονισμού 2019/1753, που αφορά τις μεταβατικές διατάξεις για τις ονομασίες προέλευσης που προέρχονται από κράτη μέλη και έχουν ήδη καταχωριστεί βάσει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, προβλέπει τη διεθνή καταχώριση των ονομασιών αυτών προέλευσης δυνάμει της Πράξης της Γενεύης, υπό την προϋπόθεση ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει επικυρώσει την Πράξη της Γενεύης ή έχει προσχωρήσει σε αυτή με βάση την εξουσιοδότηση του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης.

β)   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο, τροποποιώντας την πρότασή της μέσω της προσθήκης διάταξης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν, ενήργησε εκτός του πλαισίου οποιαδήποτε πρωτοβουλίας της Επιτροπής και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και διατάραξε τη θεσμική ισορροπία που καθιερώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

1) Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

76

Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά απόφαση, όπως η προσβαλλόμενη, η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι το άρθρο 293, παράγραφος 1, εφαρμόζεται μόνο για την έκδοση πράξεων στο πλαίσιο της εσωτερικής δράσης της Ένωσης.

77

Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, όταν το Συμβούλιο, δυνάμει των Συνθηκών, αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να τροποποιεί την πρόταση αυτή μόνον ομόφωνα, πλην των περιπτώσεων εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ των οποίων γίνεται μνεία στο εν λόγω άρθρο 293, παράγραφος 1.

78

Πλην όμως, αφενός, το άρθρο 218 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διατάξεων αυτών.

79

Αφετέρου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή σε όλες τις νομικές πράξεις της Ένωσης για την έκδοση των οποίων το Συμβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής, ανεξαρτήτως του αν οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στην εσωτερική ή στην εξωτερική δράση της Ένωσης. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο του γράμματος της διάταξης αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποκλείεται η εφαρμογή της στη διαδικασία έκδοσης απόφασης βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, εφόσον το Συμβούλιο, όταν εκδίδει την απόφαση, αποφασίζει μετά από πρόταση της Επιτροπής.

80

Είναι, βεβαίως, αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διαπραγματευτή, εκδίδει απόφαση για τη σύναψη της συμφωνίας.

81

Εντούτοις, το Συμβούλιο, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 218, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όρισε την Επιτροπή ως διαπραγματευτή, πρέπει κατ’ ανάγκην να αποφασίσει μετά από πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

82

Κατά συνέπεια, το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ έχει εφαρμογή στην περίπτωση που το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μετά από πρόταση της Επιτροπής, εκδίδει απόφαση βάσει του άρθρου 218, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

2) Επί της προβαλλόμενης παράβασης του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

83

Προκειμένου να κριθεί αν, εν προκειμένω, το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κατά το οποίο κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν. Η διάταξη αυτή εκφράζει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας, χαρακτηριστικό της θεσμικής δομής της Ένωσης, η οποία σημαίνει ότι κάθε θεσμικό όργανο ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των υπολοίπων (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, EPSU κατά Επιτροπής, C‑928/19 P, EU:C:2021:656, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ ορίζει, εξάλλου, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει.

85

Στο ως άνω πλαίσιο, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, οι μη νομοθετικές πράξεις της Ένωσης εκδίδονται βάσει προτάσεως της Επιτροπής, εφόσον αυτό προβλέπεται στις Συνθήκες.

86

Όπως υπενθυμίζεται στις σκέψεις 80 και 81 της παρούσας απόφασης, από το άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 6, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η απόφαση για τη σύναψη της επίμαχης διεθνούς συμφωνίας εκδόθηκε μετά από πρόταση της Επιτροπής, η οποία είχε οριστεί ως διαπραγματευτής.

87

Πλην όμως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η εξουσία πρωτοβουλίας την οποία αναγνωρίζει στην Επιτροπή το άρθρο 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν περιορίζεται μόνο στην υποβολή πρότασης. Πράγματι, δυνάμει της εξουσίας αυτής, εναπόκειται κατ’ αρχήν στην Επιτροπή, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης και αναλαμβάνει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για τον σκοπό αυτόν, να αποφασίσει αν θα υποβάλει ή όχι πρόταση και, κατά περίπτωση, να προσδιορίσει το αντικείμενο, τον σκοπό και το περιεχόμενό της, καθώς και, για όσο διάστημα το Συμβούλιο δεν έχει αποφανθεί, να τροποποιήσει την πρότασή της ή ακόμη και να την αποσύρει (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Συμβούλιο κατά ΕπιτροπήςC‑409/13, EU:C:2015:217, σκέψεις 70 και 74).

88

Η άσκηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της εξουσίας πρωτοβουλίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το καθήκον προαγωγής του γενικού συμφέροντος που της αναθέτει το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

89

Το άρθρο 293 ΣΛΕΕ προβλέπει για την εξουσία πρωτοβουλίας διττή εγγύηση.

90

Αφενός, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, όταν το Συμβούλιο αποφασίζει, δυνάμει των Συνθηκών, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να τροποποιεί την πρόταση μόνον ομόφωνα, πλην των περιπτώσεων εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ που μνημονεύονται στο άρθρο αυτό.

91

Αφετέρου, κατά το άρθρο 293, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την πρότασή της καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών που οδηγούν στη θέσπιση πράξεως της Ένωσης.

92

Συνεπώς, το άρθρο 293 ΣΛΕΕ διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της θεσμικής ισορροπίας σταθμίζοντας, μεταξύ άλλων, τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ, και εκείνες του Συμβουλίου, που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όπερ σημαίνει ότι, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 83 της παρούσας απόφασης, κάθε θεσμικό όργανο ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των υπολοίπων.

93

Εξ αυτού προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η εξουσία του Συμβουλίου να τροποποιεί την πρόταση της Επιτροπής δεν μπορεί να εκτείνεται μέχρι του σημείου να του επιτρέπει να την αλλοιώνει κατά τρόπο που εμποδίζει την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτήν σκοπών και, ως εκ τούτου, να την καθιστά άνευ λόγου υπάρξεως (βλ., όσον αφορά πρόταση νομοθετικής πράξης, απόφαση της 14ης Απριλίου 2015, Συμβούλιο κατά Επιτροπής, C‑409/13, EU:C:2015:217, σκέψη 83).

94

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτό δεν συμβαίνει όταν οι τροποποιήσεις που επιφέρει το Συμβούλιο σε πρόταση της Επιτροπής δεν υπερβαίνουν τα όρια του αντικειμένου της πρότασης ή δεν μεταβάλλουν τον σκοπό της (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 1989, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 355/87, EU:C:1989:220, σκέψη 44, και της 11ης Νοεμβρίου 1997, Eurotunnel κ.λπ., C‑408/95, EU:C:1997:532, σκέψη 39).

95

Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί αν η τροποποίηση που επέφερε ομόφωνα το Συμβούλιο στην πρόταση της Επιτροπής για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, μέσω της προσθήκης διάταξης που εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν, αλλοίωσε το αντικείμενο ή τον σκοπό της πρότασης αυτής κατά τρόπο που εμποδίζει την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτήν σκοπών.

96

Προς τούτο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι αντικείμενο της εν λόγω πρότασης ήταν η προσχώρηση μόνο της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης και ότι σκοπός της ήταν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεσή της για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης, να διασφαλίσει τη δυνατότητα της Ένωσης να ασκεί δεόντως την αποκλειστική της αρμοδιότητα όσον αφορά τους τομείς που καλύπτει η εν λόγω Πράξη.

97

Πλην όμως, ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, πρώτον, ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ, απονέμει στην Ένωση αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Κατά το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας, και ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης.

98

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, ότι η Πράξη της Γενεύης, αφενός, έχει κυρίως ως σκοπό να διευκολύνει και να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών και, αφετέρου, δύναται να έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επί των συναλλαγών αυτών, οπότε η διαπραγμάτευσή της εμπίπτει στην ως άνω αποκλειστική αρμοδιότητα [πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας), C‑389/15, EU:C:2017:798, σκέψη 74].

99

Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση αποκλειστική αρμοδιότητα σε συγκεκριμένο τομέα, μόνον η Ένωση δύναται να νομοθετεί και να εκδίδει νομικά δεσμευτικές πράξεις.

100

Η διάταξη αυτή προσθέτει εντούτοις ότι τα κράτη μέλη έχουν, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις μόνο εάν εξουσιοδοτούνται προς τούτο από την Ένωση ή μόνο για να εφαρμόσουν τις πράξεις της Ένωσης.

101

Ως προς το ζήτημα αυτό, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της δοτής αρμοδιότητας, κατά τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζουν τα άρθρα 13 έως 19 ΣΕΕ προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση, εκ μέρους της Ένωσης, των αρμοδιοτήτων που της έχουν αναθέσει οι Συνθήκες αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ένωσης και του δικαίου της τα οποία αφορούν τη συνταγματική δομή της [πρβλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 165].

102

Πλην όμως, η απόφαση για την παροχή στα κράτη μέλη τέτοιας εξουσιοδότησης επηρεάζει τους όρους άσκησης αρμοδιοτήτων που οι Συνθήκες έχουν αναθέσει αποκλειστικά στην Ένωση, κατά το μέτρο που επιτρέπει στα κράτη μέλη την άσκηση αρμοδιότητας που οι Συνθήκες έχουν αναθέσει αποκλειστικά στην Ένωση και η οποία θα πρέπει να ασκείται από μόνη την Ένωση.

103

Κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή εκφράζει συγκεκριμένη εναλλακτική πολιτική επιλογή μεταξύ, αφενός, της άσκησης από μόνη την Ένωση αποκλειστικής αρμοδιότητας την οποία της έχουν απονείμει οι Συνθήκες σε συγκεκριμένο τομέα και, αφετέρου, της παροχής εξουσιοδότησης, εκ μέρους της Ένωσης, προς τα κράτη μέλη προκειμένου να ασκήσουν την αρμοδιότητα αυτή.

104

Η επιλογή αυτή εμπίπτει στην εκτίμηση του γενικού συμφέροντος της Ένωσης εκ μέρους της Επιτροπής ενόψει του προσδιορισμού των καταλληλότερων πρωτοβουλιών για την προαγωγή του, η οποία εκτίμηση, όπως διευκρινίζεται στη σκέψη 88 της παρούσας απόφασης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξουσία πρωτοβουλίας που παρέχει στο θεσμικό αυτό όργανο το άρθρο 17, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

105

Επομένως, μια τροποποίηση εκ μέρους του Συμβουλίου η οποία θα εξουσιοδοτούσε τα κράτη μέλη να ασκήσουν αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης θα αλλοίωνε τον ίδιο τον σκοπό μιας πρότασης της Επιτροπής στην οποία θα εκφραζόταν η επιλογή της άσκησης της συγκεκριμένης αρμοδιότητας από μόνη την Ένωση.

106

Εν προκειμένω, η πρόταση της Επιτροπής αποσκοπούσε ακριβώς στην προσχώρηση της Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης, η οποία, κατ’ ουσίαν, έδωσε στην Ένωση για πρώτη φορά τη δυνατότητα να γίνει μέλος της ειδικής ένωσης, δεδομένου ότι η Συμφωνία της Λισσαβώνας επέτρεπε μόνο την προσχώρηση κρατών, και, κατά συνέπεια, τη δυνατότητα άσκησης της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης στους τομείς που καλύπτει η εν λόγω Πράξη μόνο από την ίδια. Στην πρόταση της Επιτροπής όχι μόνο δεν προβλεπόταν να εξουσιοδοτηθούν τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτή, αλλά, κατά τις διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή είχε διατυπώσει ρητώς την αντίθεσή της σε μια τέτοια γενική εξουσιοδότηση, μολονότι, όπως προκύπτει από τη δήλωση για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, δεν αντιτασσόταν στην προσχώρηση επτά κρατών μελών.

107

Πλην όμως, αποτέλεσμα της τροποποίησης που επέφερε το Συμβούλιο ήταν η θέσπιση του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη που το επιθυμούν να επικυρώσουν την Πράξη της Γενεύης ή να προσχωρήσουν σε αυτήν.

108

Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η εν λόγω τροποποίηση αλλοιώνει το αντικείμενο και τον σκοπό της πρότασης της Επιτροπής.

109

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το ότι η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης χορηγείται υπό την επιφύλαξη του «πλήρ[ους] σεβασμ[ού] της αποκλειστικής […] αρμοδιότητας [της Ένωσης]» ούτε από το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης, για τη διασφάλιση της ενιαίας διεθνούς εκπροσώπησης της Ένωσης και των κρατών μελών της, το Συμβούλιο ανέθεσε στην Επιτροπή την εκπροσώπηση της Ένωσης καθώς και κάθε κράτους μέλους που θα επιθυμούσε να κάνει χρήση της εξουσιοδότησης αυτής.

110

Πράγματι, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση οριοθετεί την άσκηση, εκ μέρους των κρατών μελών που επικυρώνουν την Πράξη της Γενεύης ή προσχωρούν σε αυτήν, των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από την εν λόγω Πράξη, εντούτοις τα κράτη μέλη αυτά, χρησιμοποιώντας την ανωτέρω εξουσιοδότηση, ασκούν, ως ανεξάρτητα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και παραλλήλως προς την Ένωση, αποκλειστική αρμοδιότητα της τελευταίας, εμποδίζοντας την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής από μόνη την Ένωση.

111

Η τροποποίηση που επέφερε το Συμβούλιο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από τα επιχειρήματά του, που εκτέθηκαν στις σκέψεις 61 έως 63 της παρούσας απόφασης και αφορούν την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η Ένωση θα έχει δικαιώματα ψήφου στη συνέλευση της ειδικής ένωσης και να διαφυλαχθεί η χρονική προτεραιότητα και η συνέχεια της προστασίας των ονομασιών προέλευσης που έχουν καταχωριστεί δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας στα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε αυτήν.

112

Πράγματι, οι τυχόν δυσχέρειες με τις οποίες θα μπορούσε να έρθει αντιμέτωπη η Ένωση, σε διεθνές επίπεδο, κατά την άσκηση των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της ή οι συνέπειες της άσκησης των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της επί των διεθνών δεσμεύσεων των κρατών μελών δεν παρέχουν αφ’ εαυτών στο Συμβούλιο τη δυνατότητα τροποποίησης πρότασης της Επιτροπής μέχρι του σημείου ώστε να αλλοιωθεί το αντικείμενο και ο σκοπός της και να διαταραχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η θεσμική ισορροπία της οποίας την τήρηση έχει σκοπό να διασφαλίσει το άρθρο 293 ΣΛΕΕ.

113

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, και ότι, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

2.   Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

114

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, του άρθρου 207 ΣΛΕΕ και της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

115

Δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβαλε τον δεύτερο λόγο επικουρικώς και ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

116

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί εν μέρει, κατ’ αποδοχή του αιτήματος της Επιτροπής. Ειδικότερα, το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει, κατ’ αποδοχή του αιτήματος της Επιτροπής, να ακυρωθεί μόνο κατά το μέτρο που μνημονεύει τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι η μνεία σε αυτά είναι δυνατόν να διαχωριστεί από το υπόλοιπο άρθρο.

Γ. Επί του αιτήματος διατηρήσεως των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης

117

Κατά το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη.

118

Σύμφωνα με το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.

119

Πάντως, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωτέας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

120

Το Δικαστήριο μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής, για λόγους ασφάλειας δικαίου, ιδίως στην περίπτωση που η ακύρωση απόφασης του Συμβουλίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικασίας για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, θα είχε ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η συμμετοχή της Ένωσης στην οικεία διεθνή συμφωνία ή στην εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, ενώ η συναφής αρμοδιότητα της Ένωσης ουδέποτε τέθηκε εν αμφιβόλω [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας), C‑389/15, EU:C:2017:798, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

121

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να μετριαστούν οι συνέπειες της μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή δηλώνει ότι θα μπορούσε, κατ’ εξαίρεση, να αποδεχθεί συμβιβασμό βάσει του οποίου τα επτά κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας θα μπορούν να προσχωρήσουν στην Πράξη της Γενεύης, προκειμένου να αποφευχθούν προβλήματα σχετικά με τη συνέχεια της προστασίας των δικαιωμάτων. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, στο μέτρο που το άρθρο 4 της προσβαλλόμενης απόφασης καλύπτει και άλλες πτυχές οι οποίες καθεαυτές δεν αμφισβητούνται και οι οποίες είναι ουσιώδεις για την ορθή εφαρμογή της Πράξης της Γενεύης, είναι σημαντικό να διατηρηθούν τα αποτελέσματά του έως ότου αντικατασταθεί με νέα διάταξη.

122

Κατά συνέπεια, όπως εκτίθεται στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διατηρήσει τα αποτελέσματα των τμημάτων της προσβαλλόμενης απόφασης που θα ακυρωθούν, ιδίως κάθε χρήση της εξουσιοδότησης του άρθρου 3 που έχει γίνει πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου, από τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, έως ότου τεθεί σε ισχύ, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του Δικαστηρίου, απόφαση του Συμβουλίου προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης.

123

Η Γαλλική Κυβέρνηση συντάσσεται με το αίτημα αυτό, το οποίο κατά την άποψή της, στηρίζεται σε σημαντικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι η αμφισβήτηση της συμμετοχής στην Πράξη της Γενεύης των κρατών μελών που είναι μέρη στη Συμφωνία της Λισσαβώνας θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τους δικαιούχους ονομασιών προέλευσης που έχουν καταχωριστεί από τα κράτη μέλη αυτά δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας.

124

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το εν λόγω αίτημα είναι απαράδεκτο, επειδή με αυτό η Επιτροπή στην πραγματικότητα επιδιώκει όχι μόνο τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και την τροποποίησή της.

125

Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι με το συγκεκριμένο αίτημα η Επιτροπή ζητεί την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων των ακυρωθέντων τμημάτων της προσβαλλόμενης απόφασης.

126

Μολονότι αληθεύει ότι η αποδοχή του αιτήματος της Επιτροπής θα ισοδυναμεί στην πράξη με προσωρινή τροποποίηση του περιεχομένου των εννόμων αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης, η συνέπεια αυτή είναι εντούτοις σύμφυτη με την άσκηση εκ μέρους του Δικαστηρίου της αρμοδιότητας που του απονέμει το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

127

Κατά συνέπεια, η αίτηση διατήρησης των αποτελεσμάτων των ακυρωθέντων τμημάτων της προσβαλλόμενης απόφασης είναι παραδεκτή.

128

Επί της ουσίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διατήρηση της χρονικής προτεραιότητας και της συνέχειας της προστασίας των ονομασιών προέλευσης που έχουν καταχωρισθεί δυνάμει της Συμφωνίας της Λισσαβώνας στα επτά κράτη μέλη που είναι μέρη σε αυτή είναι μεταξύ άλλων αναγκαία, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, προκειμένου να προστατευθούν τα κεκτημένα δικαιώματα από τις εθνικές αυτές καταχωρίσεις.

129

Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να διατηρηθούν μόνο κατά το μέτρο που αφορούν τα κράτη μέλη τα οποία, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, έχουν κάνει χρήση της εξουσιοδότησης που προβλέπει το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης απόφασης και έχουν επικυρώσει την Πράξη της Γενεύης ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν παράλληλα με την Ένωση, έως ότου τεθεί σε ισχύ εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία αυτή, νέα απόφαση του Συμβουλίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

130

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου.

131

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

132

Εξάλλου, κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

133

Κατά συνέπεια, το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Κροατίας, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει το άρθρο 3 και, κατά το μέτρο που περιέχει μνείες στα κράτη μέλη, το άρθρο 4 της απόφασης (ΕΕ) 2019/1754 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

 

2)

Τα αποτελέσματα των ακυρωθέντων τμημάτων της απόφασης 2019/1754 διατηρούνται μόνο κατά το μέτρο που αφορούν τα κράτη μέλη τα οποία, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, έχουν κάνει χρήση της εξουσιοδότησης που προβλέπει το άρθρο 3 της απόφασης αυτής και έχουν επικυρώσει την Πράξη της Γενεύης της Συμφωνίας της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις ή έχουν προσχωρήσει σε αυτήν παράλληλα με την Ένωση, έως ότου τεθεί σε ισχύ εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία αυτή, νέα απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

 

4)

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Κροατίας, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.