12.8.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 270/30


Προσφυγή της 8ης Απριλίου 2019 — Le Comité de Douzelage de Houffalize κατά Επιτροπής και EACEA

(Υπόθεση T-236/19)

(2019/C 270/32)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Le Comité de Douzelage de Houffalize (Houffalize, Βέλγιο) (εκπρόσωπος: A. Kettels, δικηγόρος)

Καθών: Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Εκτελεστικός Οργανισμός Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA)

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει και/ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη·

να διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα δικαιούται να επικυρωθεί το έντυπό της «νομική οντότητα» και να λάβει, κατά συνέπεια, την επίδικη χρηματοδότηση.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της κατά της αποφάσεως της Επιτροπής C(2019) 572 τελικό, της 4ης Φεβρουαρίου 2019, περί απορρίψεως της διοικητικής προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της αποφάσεως του EACEA, της 25ης Ιουνίου 2018, να μη χορηγήσει επιδότηση στην υποψηφιότητα που υπέβαλε η τελευταία στο πλαίσιο της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων «Αδελφοποίηση πόλεων 2017, δεύτερη προθεσμία» (EACEA 36/2014), η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως. Με τον λόγο ακυρώσεως αυτό προβάλλεται:

παράβαση του άρθρου 131, παράγραφος 2, του κανονισμού 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου·

παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου·

παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των αυθαιρεσιών·

πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως·

και έλλειψη πρόσφορης, επαρκούς και κατάλληλης αιτιολογίας, καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση εκτιμάται ότι δεν παραβιάσθηκε, όσον αφορά την προσφεύγουσα, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και η ασφάλεια δικαίου.

Ωστόσο, κατά την προσφεύγουσα, με την απόφαση αυτή δεν δίνεται απάντηση στη συγκεκριμένη αιτίαση που η ίδια ανέπτυξε συναφώς. Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις που δόθηκαν είτε δεν έχουν καμία σχέση με το επιχείρημα που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στην αίτησή της επανεξετάσεως είτε είναι προδήλως ανεπαρκείς για να δικαιολογήσουν την απόρριψη του επιχειρήματος με το οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου είτε, εν πάση περιπτώσει, αντιβαίνουν στο περιεχόμενο της αρχής αυτής.

Η προσφεύγουσα φρονεί ότι μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σχετικά με το γεγονός ότι αναγνωρίσθηκε ως οντότητα χωρίς νομική προσωπικότητα επιλέξιμη για τις επιδοτήσεις οι οποίες, ωστόσο, δεν της χορηγήθηκαν. Η προσφεύγουσα αντλεί τη δικαιολογημένη αυτή εμπιστοσύνη από αποφάσεις χορηγήσεως επιδοτήσεων οι οποίες της είχαν κοινοποιηθεί, σε μια περίοδο κατά την οποία είχε ήδη την ίδια νομική μορφή, ήτοι αυτή της εν τοις πράγμασι ενώσεως, και η πραγματική και νομική της κατάσταση ήταν ίδια, χωρίς να έχουν έκτοτε τροποποιηθεί οι κανόνες που ρυθμίζουν την επιλεξιμότητα των οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα. Συνεπώς, ουδείς λόγος υφίσταται να διαψευσθεί η εν λόγω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και να υιοθετηθεί θέση διαφορετική από εκείνη που υιοθετήθηκε στο παρελθόν.