ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 25ης Ιανουαρίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Διμερής επενδυτική συμφωνία – Ρήτρα διαιτησίας – Ρουμανία – Προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Κατάργηση καθεστώτος φορολογικών κινήτρων πριν την προσχώρηση – Διαιτητική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση μετά την προσχώρηση – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία η καταβολή της αποζημίωσης χαρακτηρίζεται κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Εφαρμογή ratione temporis του δικαίου της Ένωσης – Προσδιορισμός του χρόνου κατά τον οποίον χορηγήθηκε στον αποδέκτη το δικαίωμα λήψης της ενίσχυσης – Άρθρο 19 ΣΕΕ – Άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ – Αυτοτέλεια του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑638/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Αυγούστου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους T. Maxian Rusche και P.‑J. Loewenthal,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από:

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους D. Klebs, R. Kranitz και J. Möller,

τη Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από την K. Pommere,

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από την D. Lutostańska και τους B. Majczyna και M. Rzotkiewicz,

παρεμβαίνουσες στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η European Food SA, με έδρα το Drăgăneşti (Ρουμανία),

η Starmill SRL, με έδρα το Drăgăneşti,

η Multipack SRL, με έδρα το Drăgăneşti,

η Scandic Distilleries SA, με έδρα την Oradea (Ρουμανία),

ο Ioan Micula, κάτοικος Oradea,

εκπροσωπούμενοι από τον K. Struckmann, Rechtsanwalt, τον G. Forwood, avocat, και τον A. Kadri, solicitor,

ο Viorel Micula, κάτοικος Oradea,

η European Drinks SA, με έδρα το Ştei (Ρουμανία),

η Rieni Drinks SA, με έδρα τo Rieni (Ρουμανία),

η Transilvania General Import-Export SRL, με έδρα την Oradea,

η West Leasing SRL, πρώην West Leasing International SRL, με έδρα το Păntășești (Ρουμανία),

εκπροσωπούμενοι από τους J. Derenne, Δ. Βάλληνδα και O. Popescu, avocats,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από την S. Centeno Huerta και, στη συνέχεια, από την A. Gavela Llopis,

η Ουγγαρία,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan (εισηγητή), S. Rodin και I. Jarukaitis, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, F. Biltgen, N. Piçarra, L. S. Rossi και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Απριλίου 2021,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Ιουνίου 2019, European Food κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:423), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1470 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38517 (2014/C) (πρώην 2014/NN), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία – Διαιτητική απόφαση Μicula κατά Ρουμανίας της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ 2015, L 232, σ. 43) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

2

Με την ανταναίρεσή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί επίσης την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση ICSID

3

Η σύμβαση για τον διακανονισμό διαφορών από επενδύσεις μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών της 18ης Μαρτίου 1965 (στο εξής: Σύμβαση ICSID), η οποία τέθηκε σε ισχύ ως προς τη Ρουμανία στις 12 Οκτωβρίου 1975, ορίζει στο άρθρο 53, παράγραφος 1, τα εξής:

«Η απόφασις δεσμεύει τα μέρη μη υποκείμενη εις έφεσιν ή έτερον ένδικον μέσον πλην των εν τη παρούση Συμφωνία προβλεπομένων. Έκαστον μέρος οφείλει να συμμορφωθή προς την απόφασιν κατά τους ορισμούς αυτής […]».

4

Το άρθρο 54, παράγραφος 1, της Σύμβασης ICSID ορίζει τα εξής:

«Έκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος αναγνωρίζει πάσαν απόφασιν εκδοθείσαν εν τω πλαισίω της παρούσης Συμφωνίας ως υποχρεωτικήν και θέλει εξασφαλίσει την εκτέλεσιν εν τω εδάφει αυτής των υπό της αποφάσεως επιβαλλομένων χρηματικών υποχρεώσεων ως εάν επρόκειτο περί οριστικής αποφάσεως δικαστηρίου λειτουργούντος εν τω εδάφει του Κράτους τούτου […]».

Η ευρωπαϊκή συμφωνία

5

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Ρουμανίας, αφετέρου, η οποία συνήφθη και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 94/907/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 357, σ. 2, στο εξής: ευρωπαϊκή συμφωνία), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1995, προέβλεπε στο άρθρο 64, παράγραφοι 1 και 2, τα εξής:

«1.   Τα ακόλουθα είναι ασυμβίβαστα με την ορθή λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, στο βαθμό που ενδέχεται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και της Ρουμανίας:

[…]

iii)

οποιαδήποτε δημόσια ενίσχυση που νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής.

2.   Οποιαδήποτε πρακτική αντίθετη προς το παρόν άρθρο αξιολογείται με βάση τα κριτήρια που προκύπτουν από την εφαρμογή των κανόνων των άρθρων [101, 102 και 107 ΣΛΕΕ].»

6

Τα άρθρα 69 και 71 της ευρωπαϊκής συμφωνίας επέβαλλαν στη Ρουμανία να καταστήσει σταδιακά την εθνική της νομοθεσία συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο.

Η ΔΕΣ

7

Η διμερής επενδυτική συμφωνία που συνήφθη στις 29 Μαΐου 2002 μεταξύ της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Σουηδίας και της Ρουμανικής Κυβέρνησης σχετικά με την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων (στο εξής: ΔΕΣ) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2003 και ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 3, τα εξής:

«Κάθε συμβαλλόμενο μέρος διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και δεν εμποδίζει με αυθαίρετα μέτρα ή με μέτρα που εισάγουν διακρίσεις τη διοίκηση, τη διαχείριση, τη διατήρηση, τη χρήση, την εκμετάλλευση ή τη διάθεση από τους ως άνω επενδυτές των εν λόγω επενδύσεων.»

8

Το άρθρο 7 της ΔΕΣ προβλέπει ότι οι διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων χωρών επιλύονται, μεταξύ άλλων, από διαιτητικό δικαστήριο το οποίο εφαρμόζει τη σύμβαση ICSID (στο εξής: ρήτρα διαιτησίας).

Η Συνθήκη Προσχώρησης της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η Πράξη Προσχώρησης

9

Δυνάμει της Συνθήκης για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, L 157, σ. 11), η οποία υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 25 Απριλίου 2005, η Ρουμανία προσχώρησε στην Ένωση από 1ης Ιανουαρίου 2007.

10

Το άρθρο 2 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2005, L 157, σ. 203, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως) ορίζει τα εξής:

«Από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων […] δεσμεύουν […] τη Ρουμανία και εφαρμόζονται [στο εν λόγω κράτος], υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη.»

11

Το παράρτημα V της Πράξεως Προσχωρήσεως περιλαμβάνει τον τίτλο 2, ο οποίος επιγράφεται «Πολιτική ανταγωνισμού» και περιλαμβάνει, στα σημεία 1 και 5, ειδικές διατάξεις σχετικά με τα καθεστώτα ενισχύσεων και τις ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή στη Ρουμανία πριν από την ημερομηνία προσχωρήσεώς της στην Ένωση και εξακολουθούν να ισχύουν μετά την ημερομηνία αυτή.

Ο κανονισμός 659/1999

12

Υπό τον τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15) (στο εξής: κανονισμός 659/1999), προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. […]»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

13

Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 1 έως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνοψίζεται ως εξής.

14

Στις 2 Οκτωβρίου 1998 οι ρουμανικές αρχές εξέδωσαν το έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 24/1998 (στο εξής: ΕΚΔ 24), με το οποίο χορήγησαν σε ορισμένους επενδυτές σε μειονεκτούσες περιφέρειες, οι οποίοι είχαν λάβει πιστοποιητικό μόνιμου επενδυτή, σειρά φορολογικών κινήτρων, μεταξύ των οποίων διευκολύνσεις όπως απαλλαγή από την καταβολή τελωνειακών δασμών και φόρου προστιθέμενης αξίας για τα μηχανήματα και επιστροφή τελωνειακών δασμών για τις πρώτες ύλες ή και απαλλαγή από την καταβολή φόρου εταιριών για όσο διάστημα η σχετική περιοχή χαρακτηριζόταν μειονεκτούσα περιφέρεια.

15

Με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 1999, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Απριλίου 1999, η Ρουμανική Κυβέρνηση χαρακτήρισε ως «μειονεκτούσα περιοχή», για χρονικό διάστημα δέκα ετών, τη ζώνη μεταλλευτικής δραστηριότητας Stei-Nucet του νομού Bihor (Ρουμανία).

16

Προκειμένου να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση σταδιακής προσέγγισης της ρουμανικής νομοθεσίας προς τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως προβλεπόταν από την ευρωπαϊκή συμφωνία, η Ρουμανία εξέδωσε το 1999 τον νόμο 143/1999 περί κρατικών ενισχύσεων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000. Ο νόμος αυτός περιείχε τον ίδιο ορισμό των κρατικών ενισχύσεων με εκείνον του άρθρου 64 της ευρωπαϊκής συμφωνίας και του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Όριζε επίσης το Consiliul Concurenţei (Συμβούλιο Ανταγωνισμού, Ρουμανία) και την Oficiul Concurenței (Αρχή Ανταγωνισμού, Ρουμανία) ως εθνικές αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των κρατικών ενισχύσεων και αρμόδιες για την εκτίμηση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούσε η Ρουμανία στις επιχειρήσεις.

17

Με την απόφαση 244/2000 της 15ης Μαΐου 2000, το Συμβούλιο Ανταγωνισμού έκρινε ότι πολλά από τα φορολογικά κίνητρα που είχαν χορηγηθεί δυνάμει του ΕΚΔ 24 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις και έπρεπε, κατά συνέπεια, να καταργηθούν.

18

Την 1η Ιουλίου 2000 το έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα 75/2000 (στο εξής: ΕΚΔ 75) τροποποίησε το ΕΚΔ 24 διατηρώντας τα επίμαχα φορολογικά κίνητρα (στο εξής, από κοινού: επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων).

19

Το Συμβούλιο Ανταγωνισμού άσκησε ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) προσφυγή με την οποία υποστήριξε ότι η απόφασή του υπ’ αριθ. 244/2000 δεν είχε εφαρμοστεί, παρά την έκδοση του ΕΚΔ 75. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2001, με την αιτιολογία ότι το ΕΚΔ 75 έπρεπε να θεωρηθεί νομοθετικό μέτρο και ότι, ως εκ τούτου, η νομιμότητά του δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί από το Συμβούλιο Ανταγωνισμού βάσει του νόμου 143/1999. Με απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, το Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) επικύρωσε την απόφαση αυτή.

20

Ο Ioan Micula και ο Violer Micula, Σουηδοί υπήκοοι διαμένοντες στη Ρουμανία, είναι οι μέτοχοι πλειοψηφίας του ομίλου European Food and Drinks Group (EFDG), ο οποίος δραστηριοποιείται στην παραγωγή τροφίμων και ποτών στην περιοχή Ștei-Nucet του νομού Bihor. Η εταιρία European Food and Drinks Group κατέχει τις European Food SA, Starmill SRL, Multipack SRL, Scandic Distilleries SA, European Drinks SA, Rieni Drinks SA, Transilvania General Import-Export SRL και West Leasing International SRL.

21

Βάσει των πιστοποιητικών μόνιμων επενδυτών τα οποία χορηγήθηκαν την 1η Ιουνίου 2000 στην European Food και στις 17 Μαΐου 2002 στις Starmill και Multipack, οι τρεις αυτές εταιρίες πραγματοποίησαν επενδύσεις στη ζώνη μεταλλευτικής δραστηριότητας Ștei-Nucet.

22

Τον Φεβρουάριο του 2000 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, η Ένωση διαπίστωσε, με την κοινή θέση της 21ης Νοεμβρίου 2001, ότι στη Ρουμανία υπήρχαν «ορισμένα υφιστάμενα, καθώς και νέα ασυμβίβαστα καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία δεν [είχαν] εναρμονιστεί με το κεκτημένο», περιλαμβανομένων των «μέσων διευκόλυνσης που [παρέχονταν] βάσει [του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων]».

23

Στις 26 Αυγούστου 2004 η Ρουμανία κατήργησε όλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί με το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων, εξαιρουμένης της απαλλαγής από τον φόρο εταιριών, διευκρινίζοντας ότι, «[π]ροκειμένου να πληρούνται τα κριτήρια των κοινοτικών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς επίσης και για να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για το κεφάλαιο αριθ. 6 σχετικά με την πολιτική ανταγωνισμού, [ήταν] απαραίτητο να εξαλειφθούν όλες οι μορφές κρατικών ενισχύσεων στην εθνική νομοθεσία οι οποίες [ήταν] ασυμβίβαστες με το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα αυτόν». Η εν λόγω κατάργηση τέθηκε σε ισχύ στις 22 Φεβρουαρίου 2005.

24

Στις 28 Ιουλίου 2005 οι Ioan και Viorel Micula, European Food, Starmill και Multipack (στο εξής: προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία) ζήτησαν τη σύσταση διαιτητικού δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΔΕΣ, ζητώντας να τους καταβληθεί αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων.

25

Την 1η Ιανουαρίου 2007 η Ρουμανία προσχώρησε στην Ένωση.

26

Με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2008 το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την αίτηση προσφυγής σε διαιτησία.

27

Με τη διαιτητική απόφασή του της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: διαιτητική απόφαση), το διαιτητικό δικαστήριο έκρινε ότι, καταργώντας το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων πριν την 1η Απριλίου 2009, η Ρουμανία έθιξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφυγόντων στη διαιτητική διαδικασία, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα εν λόγω κίνητρα θα παρέμεναν διαθέσιμα, υπό την ίδια βασικά μορφή, μέχρι και τις 31 Μαρτίου 2009, δεν ενήργησε με διαφάνεια, καθώς δεν τους ειδοποίησε εγκαίρως, και δεν εξασφάλισε δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεων που αυτοί είχαν πραγματοποιήσει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, της ΔΕΣ. Ως εκ τούτου, το διαιτητικό δικαστήριο υποχρέωσε τη Ρουμανία να καταβάλει στους προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία ως αποζημίωση το ποσό των 791882452 ρουμανικών λέι (RON) (περίπου 178 εκατομμυρίων ευρώ), ποσό το οποίο καθορίστηκε λαμβανομένων κυρίως υπόψη των ζημιών που ισχυρίζονταν ότι υπέστησαν οι εν λόγω προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία κατά το χρονικό διάστημα από 22 Φεβρουαρίου 2005 έως 31 Μαρτίου 2009.

28

Με επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2014 οι υπηρεσίες της Επιτροπής ενημέρωσαν τις ρουμανικές αρχές ότι τυχόν εφαρμογή ή εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης θα θεωρούνταν νέα ενίσχυση και θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

29

Στις 20 Φεβρουαρίου 2014 οι ρουμανικές αρχές ενημέρωσαν τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με την καταβολή μέρους του ποσού που είχε επιδικάσει ως αποζημίωση το διαιτητικό δικαστήριο στους προσφυγόντες σε διαιτητική διαδικασία, μετά από συμψηφισμό με τους φόρους και τα τέλη που όφειλε η European Food στις ρουμανικές αρχές.

30

Στις 26 Μαΐου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 3192, με την οποία απαίτησε από τη Ρουμανία να αναστείλει αμέσως κάθε πράξη που μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή ή την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, καθώς μια τέτοια πράξη θα θεωρούνταν παράνομη κρατική ενίσχυση, έως ότου η Επιτροπή λάβει τελική απόφαση επί του συμβιβάσιμου της εν λόγω κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά.

31

Την 1η Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Ρουμανία για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε σχέση με τη μερική εφαρμογή της διαιτητικής απόφασης από τη Ρουμανία στις αρχές του 2014, καθώς και με τυχόν περαιτέρω εφαρμογή ή εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης.

32

Στις 29 Μαΐου 2015 οι ρουμανικές αρχές μεταβίβασαν το υπόλοιπο του οφειλόμενου βάσει της διαιτητικής απόφασης ποσού και θεώρησαν, ως εκ τούτου, ότι την είχαν εφαρμόσει πλήρως.

33

Στις 30 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Το άρθρο 1 της απόφασης αυτής προβλέπει ότι η καταβολή της αποζημίωσης η οποία επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση στην ενιαία οικονομική μονάδα που αποτελείται από τους Ioan και Viorel Micula, European Food, Starmill, Multipack, European Drinks, Rieni Drinks, Scandic Distilleries, Transilvania General Import-Export και West Leasing International συνιστά «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Κατά το άρθρο 2 της απόφασης αυτής, η Ρουμανία υποχρεούται να μην καταβάλει καμία ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, και να ανακτήσει εκείνες που είχαν ήδη καταβληθεί στις οντότητες που συνιστούν αυτή την ενιαία οικονομική μονάδα, καθώς και κάθε ενίσχυση η οποία είχε καταβληθεί στις οντότητες αυτές και δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή η οποία επρόκειτο να καταβληθεί μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

34

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6, 30 και 28 Νοεμβρίου 2015, αντιστοίχως, άσκησαν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης η European Food, η Starmill, η Multipack και η Scandic Distilleries στην υπόθεση T‑624/15, ο Ioan Micula στην υπόθεση T‑694/15 και ο Viorel Micula, η European Drinks, η Rieni Drinks, η Transilvania General Import-Export και η West Leasing στην υπόθεση T‑704/15. Το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε την παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Ουγγαρίας προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο συνεκδίκασε τις τρεις αυτές υποθέσεις προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

35

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, προς στήριξη της προσφυγής τους, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν επτά λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβλήθηκε αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την επίδικη απόφαση και κατάχρηση εξουσίας, καθώς και παράβαση του άρθρου 351 ΣΛΕΕ και παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου. Ο δεύτερος λόγος αφορούσε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με τον τρίτο λόγο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Με τον τέταρτο λόγο προβλήθηκε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το συμβιβάσιμο του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά. Με τον πέμπτο λόγο προβλήθηκε εσφαλμένος προσδιορισμός των δικαιούχων της ενίσχυσης και έλλειψη αιτιολογίας. Με τον έκτο λόγο προβλήθηκε πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με την ανάκτηση της ενίσχυσης. Τέλος, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αφορούσε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

36

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στην υπόθεση T‑704/15 και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15, οι οποίοι αφορούσαν, αφενός, έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, απουσία πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αντλούμενου από την καταβολή αποζημίωσης, καθόσον, μεταξύ άλλων, το προβαλλόμενο πλεονέκτημα χορηγήθηκε πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 59 έως 93 της απόφασης αυτής, ότι, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή είχε ασκήσει αναδρομικώς τις αρμοδιότητες που έχει δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και του κανονισμού 659/1999 επί πραγματικών περιστατικών προγενέστερων της προσχώρησης και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το επίμαχο μέτρο, ήτοι, κατά την ίδια απόφαση, την καταβολή της αποζημίωσης που επιδικάστηκε από το διαιτητικό δικαστήριο προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης από το κράτος αυτό του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων.

37

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15, καθώς και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑704/15, τα οποία αφορούσαν κατ’ ουσίαν τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της διαιτητικής απόφασης σε σχέση με τις έννοιες του «πλεονεκτήματος» και της «ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 98 έως 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή στην υπόθεση ratione temporis και η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και του κανονισμού 659/1999, η επίδικη απόφαση ήταν παράνομη καθόσον χαρακτήριζε ως «πλεονέκτημα» και ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τη χορήγηση της αποζημίωσης αυτής, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη ισχύος του δικαίου της Ένωσης στη Ρουμανία.

38

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο σύνολό της, χωρίς να εξετάσει τα λοιπά σκέλη των ως άνω λόγων ακυρώσεως και τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.

Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

39

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν στην υπόθεση T‑704/15, καθώς και το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15·

να αναπέμψει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15 στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως, και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

40

Η European Food, η Starmill, η Multipack, η Scandic Distilleries και ο I. Micula (στο εξής από κοινού: European Food κ.λπ.) ζητούν από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

επικουρικότερον, να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

να καταδικάσει την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα των European Food κ.λπ. τόσο της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

41

Ο Viorel Micula, η European Drinks, η Rieni Drinks, η Transilvania General Import-Export και η West Leasing (στο εξής από κοινού: Viorel Micula κ.λπ.) ζητούν από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

επικουρικώς, να κάνει δεκτό τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που οι ίδιοι προέβαλαν στην υπόθεση T‑704/15 και, ως εκ τούτου, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

επικουρικότερον, να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και στα έξοδα των Viorel Micula κ.λπ. τόσο της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό όσο και της αναιρετικής διαδικασίας και

να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας και την Ουγγαρία στα δικαστικά τους έξοδα τόσο της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

42

Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή ως απαράδεκτη και

επικουρικώς, να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή ως αβάσιμη.

43

Με την ανταναίρεσή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει ως απαράδεκτη την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή ακυρώσεως και

να καταδικάσει τους European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. στα δικαστικά έξοδα.

44

Η Επιτροπή ζητεί να γίνει δεκτή η ανταναίρεση.

45

Οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. ζητούν να απορριφθεί η ανταναίρεση και να καταδικαστούν, αφενός, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες στα δικαστικά τους έξοδα σε σχέση με την ανταναίρεση και, αφετέρου, το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα των European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. κατά την αναιρετική διαδικασία.

46

Με έγγραφα της 25ης Νοεμβρίου και της 5ης Δεκεμβρίου 2019, αντιστοίχως, η Δημοκρατία της Πολωνίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

47

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 6ης και της 9ης Ιανουαρίου 2020 αντιστοίχως, επετράπη στη Δημοκρατία της Πολωνίας και στη Δημοκρατία της Λεττονίας να παρέμβουν, στο δε τελευταίο αυτό κράτος μέλος επετράπη μόνον, σύμφωνα με το άρθρο 129, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εάν αυτή διεξαγόταν, καθόσον η αίτησή του παρεμβάσεως υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 190, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού.

48

Με έγγραφα της 17ης Μαρτίου 2020, οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. ζήτησαν από το Δικαστήριο να αποκλείσει από τους διαδίκους της παρούσας διαδικασίας το Βασίλειο της Ισπανίας και, ως εκ τούτου, να απορρίψει το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε το εν λόγω κράτος μέλος. Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, οι εν λόγω διάδικοι επισημαίνουν ότι, ως κράτος μέλος, το Βασίλειο της Ισπανίας δεν όφειλε βεβαίως να αποδείξει ότι έχει συμφέρον να παρέμβει στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 172 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κάθε διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως, περιλαμβανομένου του κράτους μέλους, θα πρέπει, για να έχει την ιδιότητα του διαδίκου στην αναιρετική διαδικασία, να αποδεικνύει ότι έχει συμφέρον από την αποδοχή ή την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η προϋπόθεση αυτή, η οποία εισήχθη με την αναδιατύπωση του εν λόγω κανονισμού το 2012, πρέπει να ισχύει και για τα κράτη μέλη.

49

Με έγγραφα της 29ης Μαρτίου 2020, η Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατόπιν της απόφασης του Προέδρου του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, ενημέρωσε τους διαδίκους αυτούς για την απόρριψη της αίτησης τους, με την αιτιολογία ότι το Βασίλειο της Ισπανίας είναι αυτοδικαίως διάδικος, καθόσον του επετράπη να παρέμβει πρωτοδίκως, ως κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

50

Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2020, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε να παρέμβει δυνάμει του άρθρου 40, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ της Επιτροπής.

51

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2021, επετράπη στο εν λόγω κράτος μέλος να παρέμβει, σύμφωνα με το άρθρο 129, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εάν αυτή διεξαγόταν, καθόσον η αίτησή του παρεμβάσεως υποβλήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού αυτού.

Επί της αιτήσεως για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας

52

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 και 14 Ιουλίου 2021, οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Προς στήριξη του αιτήματός τους, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι διαφωνούν με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα επί δύο σημείων.

53

Πρώτον, ισχυρίζονται ότι, στο σημείο 138 των προτάσεών του, ο γενικός εισαγγελέας εκτίμησε εσφαλμένως τις συνέπειες που θα είχε για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που προβλήθηκε στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15 η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά την άποψή του, το Γενικό Δικαστήριο, όταν έκρινε ότι η προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε κατά την ημερομηνία κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων κατά παράβαση της ΔΕΣ. Φρονούν ότι αυτή η πλάνη περί το δίκαιο δικαιολογεί, βέβαια, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι το δικαίωμα λήψης της ενίσχυσης δεν απορρέει από την εν λόγω κατάργηση, αλλά από διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Εντούτοις, σε αντίθεση με όσα προτείνει ο γενικός εισαγγελέας, το πρώτο σκέλος του δευτέρου αυτού λόγου αναιρέσεως πρέπει, κατά την άποψή τους, να γίνει δεκτό, καθόσον προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε με την επίδικη απόφαση ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση δεν απέρρεε από τη διαιτητική απόφαση, αλλά από την ίδια την καταβολή της αποζημίωσης που επιδικάστηκε με την απόφαση αυτή, ενώ η συνακόλουθη καταβολή ποσού δεν παρέχει κανένα πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με τη διαιτητική απόφαση. Ο ακριβής προσδιορισμός του επίμαχου μέτρου κρατικής ενίσχυσης αποτελεί καθοριστικό ζήτημα και στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑704/15, με αποτέλεσμα, αν το Δικαστήριο ακολουθήσει τη συλλογιστική που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας στις προτάσεις του, να πρέπει να αναπέμψει το ζήτημα αυτό προς εξέταση στο Γενικό Δικαστήριο.

54

Δεύτερον, κατά τους ίδιους διαδίκους, ο γενικός εισαγγελέας εσφαλμένως εκτιμά, στο σημείο 135 των προτάσεών του, ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης και κατά την εφαρμογή της από τη Ρουμανία μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση. Ειδικότερα, μόνον η εν λόγω διαιτητική απόφαση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση τέτοιας ενίσχυσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 53 της σύμβασης ICSID, η υποχρέωση της Ρουμανίας να καταβάλει αποζημίωση απορρέει από την εν λόγω διαιτητική απόφαση, χωρίς να απαιτούνται επιπλέον διοικητικές ή δικαστικές ενέργειες εκ μέρους των ρουμανικών αρχών. Η διαδικασία αναγνώρισης της διαιτητικής απόφασης, ιδίως, συνιστά απλή διοικητική διατύπωση αναγκαία μόνον σε περίπτωση που το κράτος αυτό δεν συμμορφώνεται με τη διαιτητική απόφαση.

55

Υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των διαδίκων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56

Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες απαιτούν την παρέμβασή του σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε διαδίκου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του αυτές, δεν μπορεί να συνιστά καθεαυτήν λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57

Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή σε περίπτωση που, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, ένας διάδικος επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στην απόφαση του Δικαστηρίου.

58

Εν προκειμένω, ωστόσο, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, εκτιμά ότι, μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας και της επ’ ακροατηρίου συζήτησης που διεξήχθη ενώπιόν του, διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της υπό κρίση υποθέσεως. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι από τις αιτήσεις επανάληψης της προφορικής διαδικασίας που υπέβαλαν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό ικανό να επηρεάσει την απόφαση που το ίδιο καλείται να εκδώσει στην εν λόγω υπόθεση.

59

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

60

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας και τους παρεμβαίνοντες, προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως.

61

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση. Το πρώτο και κύριο σκέλος του λόγου αυτού αφορά παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, ενώ το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, αφορά παράβαση του παραρτήματος V, κεφάλαιο 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

62

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή στην αποζημίωση που επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση. Το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο προβάλλεται κυρίως, αφορά παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο του άρθρου 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως και των κανόνων εφαρμογής ratione temporis του δικαίου της Ένωσης, ενώ το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, αφορά παραβίαση της ευρωπαϊκής συμφωνίας.

63

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια του πλεονεκτήματος και έκρινε ότι η επίμαχη αποζημίωση δεν συνιστούσε τέτοιο πλεονέκτημα χωρίς να εξετάσει το σύνολο των αιτιολογικών σκέψεων της επίδικης απόφασης.

64

Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστούν από κοινού το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

65

Οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται, μεταξύ άλλων, προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ως προς αμφότερα τα σκέλη του είναι απαράδεκτη, αν όχι αλυσιτελής, για διαφόρους λόγους.

66

Πρώτον, ο προσδιορισμός της ημερομηνίας χορήγησης της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης, η οποία αποτελεί κατ’ ουσίαν το αντικείμενο του πρώτου σκέλους του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως ανάγεται σε διαπίστωση πραγματικών περιστατικών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο κυριαρχικώς διαπίστωσε ότι η διαιτητική απόφαση είχε ως αντικείμενο την αποζημίωση των προσφυγόντων στη διαιτητική διαδικασία λόγω γεγονότος που επήλθε πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, ήτοι της κατάργησης από το κράτος αυτό του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων κατά παράβαση της ΔΕΣ, καθώς και ότι η απόφαση αυτή δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα μετά την προσχώρηση. Επομένως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε στην πράξη ότι η καταβολή της αποζημίωσης αποτελούσε απλώς ικανοποίηση προγενέστερου δικαιώματος, η καταβολή αυτή δεν μπορεί να συνιστά πλεονέκτημα που εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και τούτο αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

67

Επιπλέον, κατά τους European Food κ.λπ., η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή σχετικά με την ημερομηνία χορήγησης της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης δεν είναι αρκούντως σαφής. Ειδικότερα, η αίτηση αναιρέσεως δεν διευκρινίζει ποια σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο. Επίσης, δεν εξηγεί σε ποιον βαθμό η απόφαση αυτή ερμηνεύει ή εφαρμόζει εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε αναφέρει σε ποια πραγματικά περιστατικά αποδόθηκε εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός.

68

Δεύτερον, κατά τους ίδιους πάντοτε διάδικους, δεδομένου ότι η κρατική ενίσχυση την οποία διαπιστώνει η επίδικη απόφαση δεν έγκειται στο δικαίωμα στην επίμαχη αποζημίωση, ούτε καν στη διαιτητική απόφαση, αλλά στην καταβολή της αποζημίωσης αυτής πολύ μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενα τα επιχειρήματα με τα οποία η Επιτροπή υποστηρίζει, ιδίως προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως ως προς το δεύτερο σκέλος του, ότι έχει αρμοδιότητα να εξετάσει μέτρο χορηγηθέν πριν την προσχώρηση, το οποίο συνιστά ενδεχομένως κρατική ενίσχυση. Το ίδιο ισχύει για την επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή υποστηρίζει, προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του, ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση προκύπτει από τη μετατροπή της διαιτητικής απόφασης σε εκτελεστό τίτλο ή από την έκδοσή της. Συγκεκριμένα, η αποδοχή των επιχειρημάτων αυτών θα συνεπαγόταν ότι η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε με την επίδικη απόφαση αυτή ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε με την καταβολή της αποζημίωσης. Κάθε προσπάθεια της Επιτροπής να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει ex post την αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι απαράδεκτη.

69

Τρίτον, κατά την άποψή τους, η επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή προβάλλει προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως παραβίαση της ευρωπαϊκής συμφωνίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ή ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη. Συγκεκριμένα, αφενός, με την επιχειρηματολογία αυτή, η Επιτροπή δέχεται κατ’ ανάγκην ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οποιαδήποτε ενδεχόμενη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης πραγματοποιήθηκε, εν προκειμένω, πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με το γράμμα της επίδικης απόφασης. Αφετέρου, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο στάδιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να στηριχθεί στην ευρωπαϊκή συμφωνία. Ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη νομική βάση που επελέγη στην επίδικη απόφαση με άλλη νομική βάση.

70

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και τα δύο σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβάλλονται παραδεκτώς.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

71

Κατά πρώτον, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑425/19 P, EU:C:2021:154, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72

Αντιθέτως, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει ορισμένα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει τον έλεγχό του, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο τους έχει προσδώσει ορισμένο νομικό χαρακτηρισμό και έχει συναγάγει από αυτά ορισμένες έννομες συνέπειες. Η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα εάν τηρήθηκαν οι κανόνες περί του βάρους αποδείξεως και της διεξαγωγής των αποδείξεων, καθώς και στο ζήτημα εάν το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά νομικά κριτήρια κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑425/19 P, EU:C:2021:154, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι με το πρώτο σκέλος του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως τίθεται το ζήτημα εάν σε περίπτωση όπως η κρινόμενη, στην οποία μια διαιτητική απόφαση επιδίκασε αποζημίωση για τη ζημία την οποία προκάλεσε η κατάργηση συστήματος φορολογικών κινήτρων κατά παράβαση ΔΕΣ, «χορηγήθηκε» κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής της αποζημίωσης αυτής σε εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επειδή το δικαίωμα αποζημίωσης γεννήθηκε κατά την ημερομηνία κατά την οποία η τελευταία αυτή απόφαση κατέστη εκτελεστή κατά το εθνικό δίκαιο, ή αν χορηγήθηκε κατά την ημερομηνία της κατάργησης του συστήματος φορολογικών κινήτρων, όπως υποστηρίζουν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ., επειδή, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικαίωμα αποζημίωσης γεννήθηκε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία.

74

Το ζήτημα αυτό είναι προδήλως νομικής φύσεως, καθόσον πρέπει να προσδιοριστεί η ημερομηνία κατά την οποία «χορηγήθηκε» η ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και σε ακριβή νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να προσδιορίσει την ημερομηνία κατά την οποία «χορηγήθηκε» η ενίσχυση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

75

Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στο σημείο αυτό δεν είναι ακριβής, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται με ακρίβεια τα βαλλόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑425/19 P, EU:C:2021:154, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76

Εν προκειμένω, αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι η Επιτροπή διευκρίνισε με την αίτησή της αναιρέσεως ότι, με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, βάλλει κατά των σκέψεων 66 έως 80 και 83 έως 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και ότι έχει αναπτύξει προς τον σκοπό αυτόν σαφή και λεπτομερή επιχειρηματολογία, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, οι σκέψεις αυτές πάσχουν πλάνη περί το δίκαιο.

77

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση ότι η Επιτροπή επιχειρεί, με την αίτησή της αναιρέσεως, να τροποποιήσει ή να συμπληρώσει την επίδικη απόφαση ως προς τη φύση της κρατικής ενίσχυσης την οποία αφορά η απόφαση αυτή, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 75 της παρούσας απόφασης, ο λόγος αναιρέσεως πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να σκοπεί στην αναίρεση όχι της πρωτοδίκως προσβληθείσας απόφασης, αλλά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της οποίας ζητείται η αναίρεση, προβάλλοντας επιχειρηματολογία με την οποία προσδιορίζεται συγκεκριμένα η πλάνη περί το δίκαιο την οποία πάσχει η απόφαση αυτή. Επομένως, ο αναιρεσείων μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση προβάλλοντας λόγους που αντλούνται από την ίδια την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και με τους οποίους αμφισβητείται το νόμω βάσιμό της (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή επιδιώκει με την αίτησή της αναιρέσεως και ιδίως με το πρώτο σκέλος του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως να θέσει υπό αμφισβήτηση τα σημεία του σκεπτικού βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η κρατική ενίσχυση την οποία αφορά η επίδικη απόφαση είχε χορηγηθεί όταν η Ρουμανία κατήργησε το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων κατά παράβαση της ΔΕΣ, πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ένωση, και ότι, ως εκ τούτου, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν ήταν αρμόδιο να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

79

Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία αφορά το σκεπτικό της απόφασης, είναι παραδεκτή κατ’ αναίρεση, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και, ειδικότερα, της ακριβούς μορφής του μέτρου το οποίο κρίθηκε από την Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

80

Αντιθέτως, πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν της εξετάσεως των λόγων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, επί λόγων και επιχειρημάτων που δεν εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως επί του ζητήματος αν το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ουσιαστικά «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

81

Τέλος, κατά τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται παράβαση της ευρωπαϊκής συμφωνίας, η οποία αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αυτή πρέπει να κριθεί παραδεκτή, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, η Επιτροπή υποστηρίζει με αυτήν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον έκρινε, κατά παράβαση των άρθρων 267 και 344 ΣΛΕΕ, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158), με το σκεπτικό ότι το διαιτητικό δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης στα ενώπιόν του κρινόμενα πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν έχει, ενδεχομένως, σχέση με τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, καθώς, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας απόφασης, η αίτηση αναιρέσεως δεν στρέφεται κατά της επίδικης απόφασης.

82

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και τα δύο σκέλη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως προβάλλονται παραδεκτώς.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως

83

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στις σκέψεις 68 έως 80 και 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το δικαίωμα επί της αποζημίωσης που επιδικάστηκε στους προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία επήχθη στις 22 Φεβρουαρίου 2005, ήτοι πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, όταν το κράτος αυτό κατήργησε το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο κρατικής ενίσχυσης έγκειται στην κατάργηση του καθεστώτος αυτού, ενώ η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση έγκειται στην καταβολή της αποζημίωσης μετά την προσχώρηση.

84

Επομένως, κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, η οποία συνίσταται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου όσον αφορά την ημερομηνία χορήγησης της κρατικής ενίσχυσης σε σχέση με την άσκηση της αρμοδιότητας που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Από την πλάνη αυτή απορρέει και άλλη πλάνη περί το δίκαιο, η οποία συνίσταται στον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά το μέτρο με το οποίο η Ρουμανία χορήγησε την επίμαχη κρατική ενίσχυση.

85

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το ζήτημα αν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ εξαρτάται από την ημερομηνία κατά την οποία η Ρουμανία έλαβε το μέτρο που ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση. Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke (C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψεις 40 και 41), προκύπτει ότι η ύπαρξη τίτλου βάσει του οποίου μπορεί κατά νόμο να ζητηθεί η άμεση καταβολή ενίσχυσης συνιστά το νομικό κριτήριο χαρακτηρισμού μιας κρατικής ενίσχυσης.

86

Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία δεν απέκτησαν δικαίωμα αποζημίωσης παρά μόνον όταν η διαιτητική απόφαση κατέστη εκτελεστή βάσει του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, το ανεπιφύλακτο δικαίωμα καταβολής της αποζημίωσης που επιδικάστηκε λόγω της κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων απορρέει από τη διαιτητική απόφαση, σε συνδυασμό με το εθνικό δίκαιο που υποχρεώνει τη Ρουμανία να την εκτελέσει. Κατά συνέπεια, ορθώς η επίδικη απόφαση χαρακτήρισε ως κρατική ενίσχυση την καταβολή από τη Ρουμανία, είτε εκουσίως είτε με αναγκαστική εκτέλεση, της αποζημίωσης αυτής. Η δε κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση και, επομένως, η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση.

87

Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων που προβλέπεται από το άρθρο 64, παράγραφος 1, σημείο iii, της ευρωπαϊκής συμφωνίας και από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν καταστρατηγείται μέσω ρήτρας διαιτησίας περιεχόμενης σε ΔΕΣ η οποία δεσμεύει τα κράτη μέλη. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το πλαίσιο αυτό.

88

Οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. εκτιμούν ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της ημερομηνίας χορήγησης των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτές απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

89

Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke (C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψεις 40 και 41), προκύπτει ότι οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να θεωρείται ότι χορηγήθηκαν στον χρόνο κατά τον οποίον η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει στον δικαιούχο το δικαίωμα λήψεώς τους. Όσον αφορά την αποζημίωση, πρέπει, κατά τους ίδιους διαδίκους, να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας γεννάται κατά τον χρόνο επέλευσης του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος, καθόσον οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός είναι παρεπόμενο και δεν μεταβάλλει τη φύση ή την αξία των δικαιωμάτων που έχουν θεμελιωθεί κατά τον χρόνο επέλευσης του γενεσιουργού της ζημίας γεγονότος.

90

Επομένως, κατά τους ίδιους διαδίκους, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το δικαίωμα αποζημίωσης, το οποίο επιβεβαιώθηκε με τη διαιτητική απόφαση, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2005, όταν η Ρουμανία κατήργησε, κατά παράβαση της ΔΕΣ, το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων, και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Ήταν, επομένως, ορθή η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση είχε χορηγηθεί με την καταβολή της αποζημίωσης που επιδικάστηκε με την εν λόγω διαιτητική απόφαση.

91

Ειδικότερα, η ημερομηνία κατά την οποία η διαιτητική απόφαση ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη δεν ασκεί επιρροή. Συγκεκριμένα, η διαιτητική απόφαση δεν γέννησε δικαιώματα τα οποία δεν υφίσταντο πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, καθώς η δικαστική ή διαιτητική απόφαση με την οποία επιδικάζεται αποζημίωση για την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από παράνομη πράξη δεν έχει συστατικό αλλά αναγνωριστικό χαρακτήρα σε σχέση με δικαιώματα και υποχρεώσεις που γεννήθηκαν όταν τελέστηκε η εν λόγω παράνομη πράξη. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 54 της σύμβασης ICSID, η Ρουμανία υποχρεούται να αναγνωρίσει και να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση, ανεξαρτήτως του καθεστώτος που διέπει τη διαιτητική απόφαση στο ρουμανικό δικονομικό δίκαιο.

92

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, κατά τους ίδιους διαδίκους, ότι η εφαρμογή της διαιτητικής απόφασης συνιστά απλώς την ικανοποίηση δικαιώματος το οποίο γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2005, καθώς ούτε η εν λόγω απόφαση ή η καταχώρισή της στη Ρουμανία ούτε η μεταγενέστερη εκτέλεσή της εις βάρος του κράτους αυτού παρείχαν στους προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία οποιοδήποτε πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με τα δικαιώματα που αυτοί είχαν ήδη κατά την ως άνω ημερομηνία.

93

Εξάλλου, δεν ήταν η κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων, αλλά η παράβαση της ΔΕΣ από τη Ρουμανία το γεγονός που έδωσε στους προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία το δικαίωμα να λάβουν την αποζημίωση της οποίας η καταβολή χαρακτηρίστηκε με την επίδικη απόφαση ως κρατική ενίσχυση. Επομένως, το διαιτητικό δικαστήριο μπορούσε να διαπιστώσει οριστικά την ευθύνη της Ρουμανίας για την παράβαση αυτή πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ένωση. Επομένως, ούτε η διαιτητική απόφαση ούτε ο υπολογισμός του ακριβούς ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίον αναγνωρίστηκε στους δικαιούχους το δικαίωμα να λάβουν την κρατική ενίσχυση.

– Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

94

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 66, 67 και 80 έως 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή ratione temporis στην αποζημίωση που επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση, για τον λόγο ότι όλα τα γενεσιουργά της αποζημίωσης αυτής γεγονότα είχαν λάβει χώρα πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, παρέβη το άρθρο 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Kuso, της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 (C‑614/11, EU:C:2013:544, σκέψη 25), κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό το κράτος του προγενέστερου κανόνα. Ειδικότερα, από την ημερομηνία προσχώρησης νέου κράτους μέλους, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται σε όλες τις εν εξελίξει καταστάσεις.

95

Εν προκειμένω, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι η διαιτητική διαδικασία εκκρεμούσε κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση, η διαδικασία λήψης απόφασης από το διαιτητικό δικαστήριο βρισκόταν εν εξελίξει κατά την ημερομηνία αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του εν λόγω δικαστηρίου, οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία υπέστησαν σταδιακά τη ζημία της οποίας ζητούσαν την αποκατάσταση, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2005 και 2011.

96

Επομένως, κατά την Επιτροπή, η έκδοση της διαιτητικής απόφασης επέσυρε την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, καθόσον δημιούργησε δικαιώματα τα οποία δεν υφίσταντο πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση και προσδιόρισε, κατόπιν περίπλοκης οικονομικής εκτίμησης, το ύψος της αποζημίωσης. Τα αποτελέσματα αυτής της διαιτητικής απόφασης συνιστούν τα μελλοντικά αποτελέσματα κατάστασης που δημιουργήθηκε πριν από την προσχώρηση. Ως εκ τούτου, η εν λόγω διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνώριση δικαιώματος το οποίο γεννήθηκε κατά τον χρόνο κατά τον οποίον η Ρουμανία κατήργησε το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων.

97

Αντιθέτως, η κατάργηση του καθεστώτος αυτού και η διαιτητική απόφαση συνιστούν δύο διακριτές νομικές πράξεις, εκ των οποίων η πρώτη διασφαλίζει την τήρηση του άρθρου 64, παράγραφος 1, σημείο iii, της ευρωπαϊκής συμφωνίας και η δεύτερη χορηγεί αποζημίωση λόγω κατάργησης καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων το οποίο δεν συμβιβάζεται με την ως άνω διάταξη. Η κατάσταση αυτή είναι συγκρίσιμη με εκείνη που εξετάστηκε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑110/02, EU:C:2004:395), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει την καταστρατήγηση απόφασης της Επιτροπής με την οποία μια κρατική ενίσχυση κρίνεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά διά της εκδόσεως δεύτερης νομικής πράξης με την οποία χορηγείται αποζημίωση προς κάλυψη των ποσών που οφείλουν να επιστρέψουν οι αποδέκτες της εν λόγω κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με την απόφαση αυτή.

98

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή ratione temporis στην αποζημίωση που επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση, παρέβη την ευρωπαϊκή συμφωνία, η οποία αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης και είχε εφαρμογή σε όλα τα προγενέστερα της προσχώρησης γεγονότα που προκάλεσαν την εν λόγω αποζημίωση. Το άρθρο 64, παράγραφος 1, σημείο iii, της συμφωνίας αυτής απαγόρευε στη Ρουμανία να χορηγήσει μη εγκεκριμένες κρατικές ενισχύσεις κατά την περίοδο πριν από την προσχώρησή της στην Ένωση.

99

Η πλάνη αυτή οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να υποπέσει σε άλλη πλάνη περί το δίκαιο στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία έκρινε ότι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση κατάσταση ήταν, για τον λόγο αυτόν, διαφορετική από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158). Ειδικότερα, το ίδιο το διαιτητικό δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ευρωπαϊκή συμφωνία ενέπιπτε στο δίκαιο που έπρεπε να εφαρμόσει στη διαφορά της οποίας είχε επιληφθεί. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί περίπτωση ιδιωτικής διαιτησίας η οποία υποκαθιστά το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης για την επίλυση διαφορών σχετικών με το δίκαιο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ.

100

Οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. υποστηρίζουν ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται στο σύνολό του στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το δικαίωμα αποζημίωσης, το οποίο γεννήθηκε κατά την παράβαση της ΔΕΣ, παράγει μελλοντικά αποτελέσματα μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση.

101

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από τις αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1999, Andersson και Wåkerås-Andersson (C‑321/97, EU:C:1999:307, σκέψη 31), και της 10ης Ιανουαρίου 2006, Ynos (C‑302/04, EU:C:2006:9, σκέψη 36), προκύπτει ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, δεν έχουν εφαρμογή στα μέτρα ενίσχυσης που χορηγήθηκαν πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει τέτοια μέτρα ενίσχυσης είναι περιορισμένες, απορρέουν δε από τις σχετικές διατάξεις των πράξεων προσχωρήσεως και όχι από κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

102

Εν προκειμένω, όμως, η διαιτητική απόφαση δεν δημιούργησε δικαιώματα τα οποία δεν υφίσταντο πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, αλλά πρέπει να νοηθεί ως δήλωση περί προσβολής δικαιωμάτων που υφίσταντο πριν από την προσχώρηση αυτή. Ούτε η καταβολή αποζημίωσης παρήγαγε μελλοντικά αποτελέσματα, αλλά αντιπροσωπεύει μόνον την ικανοποίηση του δικαιώματος αποζημίωσης, το οποίο απλώς επιβεβαιώθηκε και προσδιορίστηκε ποσοτικώς με τη διαιτητική απόφαση.

103

Κατά τους ίδιους διαδίκους, το επίμαχο δικαίωμα αποζημίωσης γεννήθηκε από την παράβαση της ΔΕΣ εκ μέρους της Ρουμανίας λόγω του τρόπου με τον οποίον αυτή κατήργησε το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων πριν από την προσχώρησή της στην Ένωση. Επομένως, όλα τα γεγονότα που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση της ευθύνης της Ρουμανίας συνέβησαν πριν από την προσχώρηση. Δεν ασκεί επιρροή συναφώς το γεγονός ότι για τον υπολογισμό του ποσού της αποζημίωσης απαιτήθηκε περίπλοκη οικονομική ανάλυση.

104

Επομένως, η παράβαση της ΔΕΣ και η χορήγηση αποζημίωσης δεν συνιστούν δύο χωριστές νομικές πράξεις. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει παραλληλισμός με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑110/02, EU:C:2004:395), στην οποία το οικείο κράτος μέλος, αφενός, είχε προβλέψει καθεστώς ενισχύσεων το οποίο καταργήθηκε μετά από απόφαση της Επιτροπής με την οποία κηρύχθηκε αυτό ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά και επιβλήθηκε στο κράτος μέλος η υποχρέωση να ανακτήσει τις ατομικές ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί βάσει του καθεστώτος και, αφετέρου, χορήγησε στους δικαιούχους των ενισχύσεων αυτών νέες ισόποσες ενισχύσεις, προκειμένου να αντισταθμίσει τις συνέπειες της ανάκτησης από τους δικαιούχους. Αντιθέτως, η επιδικασθείσα με τη διαιτητική απόφαση αποζημίωση σκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της παράβασης της ΔΕΣ. Επιπλέον, η εν λόγω διαιτητική απόφαση, καθόσον εκδόθηκε από ανεξάρτητο διαιτητικό δικαστήριο, δεν αποτελεί πράξη καταλογιστέα στο ρουμανικό Δημόσιο.

105

Εν πάση περιπτώσει, κατά τους ίδιους διαδίκους, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να απαιτήσει την ανάκτηση της αποζημίωσης που χορηγήθηκε με τη διαιτητική απόφαση, καθόσον η τελευταία αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση. Συγκεκριμένα, αν το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων δεν είχε καταργηθεί, οι ενισχύσεις που θα χορηγούνταν βάσει αυτού κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου θα εξέφευγαν των εξουσιών ελέγχου που διαθέτει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ.

106

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, κατά την άποψή τους, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της ευρωπαϊκής συμφωνίας. Βεβαίως, η συμφωνία αυτή, ως διεθνής συμφωνία συναφθείσα από την Ένωση, τα κράτη μέλη της και τη Ρουμανία, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης. Εντούτοις, πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, μια τέτοια συμφωνία δεν αποτελούσε μέρος του δικαίου της Ένωσης για το κράτος αυτό. Εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης μόνον όσον αφορά την Ένωση και τα κράτη μέλη της.

107

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ, όταν έκρινε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158), δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή αφορά την περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος αποδέχεται να εξαιρέσει από το δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης διαφορές που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι, αφενός, η Ρουμανία δεν είχε την ιδιότητα του κράτους μέλους όταν ασκήθηκε η προσφυγή ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και, αφετέρου, η ευρωπαϊκή συμφωνία δεν ενέπιπτε στο δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τη Ρουμανία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

108

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν είχε αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η καταβολή της αποζημίωσης που επιδίκασε το διαιτητικό δικαστήριο, με απόφασή του εκδοθείσα μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης από το κράτος αυτό, πριν από την προσχώρηση, του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων, κατά παράβαση της ΔΕΣ, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η οποία είναι παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

109

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 108 ΣΛΕΕ θεσπίζει διαδικασία ελέγχου των μέτρων που μπορούν να συνιστούν «κρατικές ενισχύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει προληπτικό έλεγχο των σχεδίων νέων ενισχύσεων. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο οργανωμένη πρόληψη αποσκοπεί στο να εκτελούνται μόνο συμβατά με την εσωτερική αγορά μέτρα ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Tesco‑Global Áruházak, C‑323/18, EU:C:2020:140, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110

Η υποχρέωση κοινοποίησης συνιστά ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του εν λόγω συστήματος ελέγχου. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, αφενός, να κοινοποιούν στην Επιτροπή οιοδήποτε μέτρο σκοπεί στη θέσπιση ή τροποποίηση «ενίσχυσης» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, συμφώνως προς το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να μη θέτουν σε εφαρμογή τέτοιο μέτρο ενόσω εκκρεμεί η έκδοση, εκ μέρους του εν λόγω θεσμικού οργάνου, τελικής απόφασης σχετικά με το μέτρο αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Viasat Broadcasting UK, C‑445/19, EU:C:2020:952, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111

Η τελευταία αυτή υποχρέωση έχει άμεσο αποτέλεσμα, καθώς επιβάλλεται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψεις 88 και 90).

112

Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 66, 67 και 79 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, κατέστη εφαρμοστέο στη Ρουμανία, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Πράξεως Προσχωρήσεως, από 1ης Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία προσχωρήσεως του κράτους αυτού στην Ένωση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει η πράξη αυτή (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2012, Kremikovtzi, C‑262/11, EU:C:2012:760, σκέψη 50).

113

Εξ αυτού συνάγεται ότι, όπως επίσης επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 67 και 79 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από την ημερομηνία αυτή η Επιτροπή απέκτησε την αρμοδιότητα να ελέγχει, δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, τα μέτρα τα οποία λαμβάνει το κράτος μέλος αυτό και τα οποία ενδέχεται να συνιστούν «κρατικές ενισχύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

114

Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συνήγαγε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 68 της εν λόγω απόφασης, ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, πρέπει να προσδιοριστεί η ημερομηνία κατά την οποίαν ελήφθη το μέτρο από το οποίο, κατά την απόφαση αυτή, προέκυψε «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

115

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία παραπέμπει το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 69 της ίδιας απόφασης, οι ενισχύσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι «χορηγούνται», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά τον χρόνο που η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει στον δικαιούχο το δικαίωμα λήψεώς τους (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Magdeburger Mühlenwerke, C‑129/12, EU:C:2013:200, σκέψη 40, της 6ης Ιουλίου 2017, Nerea, C‑245/16, EU:C:2017:521, σκέψη 32, και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 36).

116

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα από τις σκέψεις της 74 έως 78 και 80, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα λήψεως της αποζημίωσης που χορηγήθηκε με τη διαιτητική απόφαση, η καταβολή της οποίας, κατά την επίδικη απόφαση, οδήγησε στη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, γεννήθηκε και άρχισε να παράγει τα αποτελέσματά του όταν η Ρουμανία κατήργησε το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων κατά παράβαση της ΔΕΣ. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εν λόγω διαιτητική απόφαση αποτελεί απλώς παρεπόμενο στοιχείο της αποζημίωσης αυτής, καθώς συνιστά απλή αναγνώριση δικαιώματος γεγενημένου κατά τον χρόνο έκδοσής της, δεδομένου ότι περιορίζεται στον προσδιορισμό της ακριβούς ζημίας που υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης του ως άνω καθεστώτος, ενώ οι μεταγενέστερες καταβολές συνιστούν απλώς ικανοποίηση του εν λόγω δικαιώματος.

117

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 72 και 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αποζημίωση που επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση, καθόσον αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης, κατά παράβαση της ΔΕΣ, του επίμαχου συστήματος φορολογικών κινήτρων από τη Ρουμανία, απορρέει βεβαίως από την κατάργηση αυτή, η οποία αποτελεί το γενεσιουργό γεγονός της ζημίας για την οποία χορηγήθηκε η εν λόγω αποζημίωση.

118

Βεβαίως, δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το εν λόγω δικαίωμα αποζημίωσης να γεννηθεί, σύμφωνα με τις αρχές που απορρέουν από τις εθνικές νομοθεσίες περί αστικής ευθύνης, κατά την ημερομηνία κατάργησης του καθεστώτος αυτού, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 74 και 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

119

Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι οι κανόνες που θεσπίζει η Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων αποσκοπούν στη διατήρηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120

Προς τον σκοπό αυτόν, όπως υπενθυμίζεται στις σκέψεις 109 και 110 της παρούσας απόφασης, η Συνθήκη ΛΕΕ, και ειδικότερα το άρθρο 108 ΣΛΕΕ, απένειμε στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να κρίνει αν ένα μέτρο συνιστά «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, της ανέθεσε την εξουσία να διασφαλίζει ότι τα μέτρα που πληρούν τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής δεν τίθενται σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη ή τίθενται σε εφαρμογή από αυτά μόνον αφού κηρυχθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά.

121

Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει τη συνδρομή τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι την ύπαρξη παρέμβασης εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους, ότι η παρέμβαση αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον αποδέκτη της και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, το πλεονέκτημα αυτό πρέπει να μπορεί να καταλογισθεί στο κράτος (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Poste Italiane et Agenzia delle entrate – Riscossione, C‑434/19 και C‑435/19, EU:C:2021:162, σκέψεις 37 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η έννοια του όρου «πλεονέκτημα», που είναι σύμφυτη με τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας που παραθέτει η αρχή που θεσπίζει το μέτρο περί του οποίου πρόκειται. Επομένως, η φύση των σκοπών που επιδιώκονται με τα κρατικά μέτρα και η δικαιολόγησή τους ουδεμία επιρροή ασκούν επί του χαρακτηρισμού τους ως κρατικών ενισχύσεων. Πράγματι, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, προκύπτει ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 125 των προτάσεών του, το καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το χρονικό σημείο χορήγησης μιας κρατικής ενίσχυσης στους δικαιούχους της με συγκεκριμένο μέτρο είναι η απόκτηση από τους δικαιούχους βέβαιου δικαιώματος λήψης της ενίσχυσης και η αντίστοιχη δέσμευση του κράτους να τη χορηγήσει. Πράγματι, σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο μπορεί ένα μέτρο να επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

124

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το δικαίωμα αποζημίωσης που επιδικάστηκε προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων, κατά παράβαση της ΔΕΣ, χορηγήθηκε μόνον με τη διαιτητική απόφαση. Πράγματι, μόνον μετά το πέρας της διαιτητικής διαδικασίας που κίνησαν προς τον σκοπό αυτόν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία, βάσει της ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται στο άρθρο 7 της ΔΕΣ, κατέστην δυνατόν να επιτευχθεί η πραγματική καταβολή της αποζημίωσης αυτής.

125

Επομένως, παρότι, όπως επισήμανε επανειλημμένως το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η κατά παράβαση της ΔΕΣ κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων συνιστά το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, το δικαίωμα αποζημίωσης χορηγήθηκε μόνον με τη διαιτητική απόφαση, η οποία, αφού δέχθηκε το αίτημα των προσφυγόντων στη διαιτητική διαδικασία, όχι μόνον διαπίστωσε την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού, αλλά και προσδιόρισε το ύψος του σχετικού ποσού.

126

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 75 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η κρατική ενίσχυση την οποία αφορά η επίδικη απόφαση χορηγήθηκε κατά την ημερομηνία κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων.

127

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 79 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

128

Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση αυτή.

129

Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι το διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο είχε επιληφθεί της υπόθεσης πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, θα μπορούσε να έχει αποφανθεί πριν από την προσχώρηση, το επιχείρημα αυτό είναι αμιγώς υποθετικό και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

130

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση την οποία αφορούσε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑110/02, EU:C:2004:395), η διαιτητική απόφαση δεν αποσκοπεί στην επαναφορά καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων που είχε προηγουμένως κριθεί από την Επιτροπή ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά επιδικάζει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω παράβασης της ΔΕΣ και, επιπλέον, δεν μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές για τους σκοπούς της εξέτασης της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.

131

Πράγματι, όπως απορρέει από τη σκέψη 80 της παρούσας απόφασης, δεν αποτελεί αντικείμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αυτής το ζήτημα αν η χορηγηθείσα με την εν λόγω απόφαση αποζημίωση μπορεί να αποτελέσει «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Αστερίς κ.λπ. (106/87 έως 120/87, EU:C:1988:457, σκέψεις 23 και 24), σύμφωνα με την οποία μια τέτοια ενίσχυση διαφέρει θεμελιωδώς κατά ως προς τη νομική της φύση από τις αποζημιώσεις τις οποίες υποχρεώνονται, ενδεχομένως, να καταβάλουν σε ιδιώτες οι εθνικές αρχές προς αποκατάσταση της ζημίας που προξένησαν σε αυτούς.

132

Κατά τα λοιπά, η αρμοδιότητα που έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εξαρτάται από την έκβαση της εξέτασης του κατά πόσον η επίμαχη αποζημίωση μπορεί να συνιστά «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 109 και 120 της παρούσας απόφασης, ο προληπτικός έλεγχος που ασκεί η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108 ΣΛΕΕ έχει, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο να διαπιστωθεί αν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

133

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση αποσκοπεί εν μέρει, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία κατά την περίοδο πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

134

Πράγματι, η συγκεκριμένη περίσταση, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την επίδικη απόφαση δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 124 έως 127 της παρούσας απόφασης, το δικαίωμα στην αποζημίωση αυτή χορηγήθηκε πράγματι μετά την εν λόγω προσχώρηση, με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης.

135

Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το ότι η Επιτροπή δεν θα είχε αρμοδιότητα, βάσει της διάταξης αυτής, να ελέγξει πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση το επίμαχο καθεστώς φορολογικών κινήτρων, αν αυτό δεν είχε καταργηθεί από το εν λόγω κράτος. Αρκεί, συναφώς, η διαπίστωση ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε υπό το πρίσμα των κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων όχι το καθεστώς φορολογικών κινήτρων, το οποίο είχε εξάλλου παύσει να ισχύει δεδομένου ότι καταργήθηκε πριν από την προσχώρηση, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ., αλλά την καταβολή αποζημίωσης σε εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε μετά την προσχώρηση.

136

Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό, αφενός, της ημερομηνίας κατά την οποία χορηγήθηκε η κρατική ενίσχυση την οποία αφορά η επίδικη απόφαση και, αφετέρου, της αρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει την απόφαση αυτή βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

137

Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο, όταν έκρινε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158), δεν ασκεί επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση.

138

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αποκλείουν διάταξη διεθνούς συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών, δυνάμει της οποίας επενδυτής προερχόμενος από το ένα εξ αυτών των κρατών μελών μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις στο άλλο κράτος μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του δεύτερου κράτους μέλους ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου του οποίου τη δικαιοδοσία έχει αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχθεί αυτό το κράτος μέλος (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 60).

139

Συγκεκριμένα, με τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα σε αυτήν κράτη μέλη συναινούν να μην υπόκεινται διαφορές οι οποίες ενδέχεται να αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους και, ως εκ τούτου, στο σύστημα ένδικων βοηθημάτων και μέσων που υποχρεούνται, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να προβλέπουν στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, μια τέτοια συμφωνία είναι ικανή να αποκλείσει την επίλυση των διαφορών αυτών κατά τρόπο που να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαίου (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2021, PL Holdings, C‑109/20, EU:C:2021:875, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

140

Εν προκειμένω, από την ημερομηνία προσχώρησης της Ρουμανίας στην Ένωση, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, είχαν εφαρμογή στο εν λόγω κράτος μέλος. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που υπενθυμίζονται στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης, δεν αμφισβητείται ότι η αποζημίωση την οποία ζητούν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία δεν αφορούσε αποκλειστικώς τις ζημίες που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαφορά ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου περιορίζεται χρονικά ως προς όλα τα στοιχεία της σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η Ρουμανία δεν είχε ακόμη προσχωρήσει στην Ένωση και, ως εκ τούτου, δεν δεσμευόταν ακόμη από τους κανόνες και τις αρχές που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 138 και 139 της παρούσας απόφασης.

141

Δεν αμφισβητείται ότι το διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο υποβλήθηκε η διαφορά αυτή δεν εντάσσεται στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης το οποίο υποχρεούνται, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να θεσπίζουν τα κράτη μέλη στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και το οποίο, από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση, αντικατέστησε τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών που ενδέχεται να αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

142

Πράγματι, αφενός, το εν λόγω διαιτητικό δικαστήριο δεν αποτελεί «δικαστήριο κράτους μέλους», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, η διαιτητική απόφαση που εκδίδεται από αυτό δεν υπόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54 της σύμβασης ICSID, σε κανέναν έλεγχο από δικαστήριο κράτους μέλους ως προς το συμβατό της με το δίκαιο της Ένωσης.

143

Αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το γεγονός ότι η Ρουμανία είχε συναινέσει στη δυνατότητα να αχθεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου στο πλαίσιο διαφοράς, όπως προβλεπόταν από τη ΔΕΣ.

144

Πράγματι, μια τέτοια συναίνεση, σε αντίθεση με τη συναίνεση που παρέχεται στο πλαίσιο διαδικασίας εμπορικής διαιτησίας, δεν θεμελιώνεται σε συγκεκριμένη συμφωνία με αυτονομία της βουλήσεως των εμπλεκομένων μερών, αλλά απορρέει από συνθήκη στο πλαίσιο της οποίας δύο κράτη συναινούν γενικά και εκ των προτέρων να εξαιρέσουν από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων τους υπέρ της διαιτητικής διαδικασίας διαφορές οι οποίες δύνανται να αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψεις 55 και 56, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Δημοκρατία της Μολδαβίας, C‑741/19, EU:C:2021:655, σκέψεις 59 και 60).

145

Υπό τις συνθήκες αυτές, και δεδομένου ότι, από της προσχωρήσεως της Ρουμανίας στην Ένωση, το σύστημα των ένδικων βοηθημάτων που προβλέπουν οι Συνθήκες ΕΕ και ΛΕΕ αντικατέστησε την εν λόγω διαδικασία διαιτησίας, η συναίνεση που παρέχει προς τον σκοπό αυτόν το εν λόγω κράτος στερείται πλέον αντικειμένου.

146

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως προς το πρώτο σκέλος του και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως προς αμφότερα τα σκέλη του, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο ούτε επί των λοιπών επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτό ούτε επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

147

Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 έως 38 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την επίδικη απόφαση κατ’ ουσίαν για τον λόγο και μόνον ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφαση αυτή βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, επειδή το δίκαιο της Ένωσης δεν είχε εφαρμογή ratione temporis στην αποζημίωση που επιδίκασε η διαιτητική απόφαση, τα νομικά σφάλματα που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 126, 127 και 136 της εν λόγω απόφασης και περιέχονται στη συλλογιστική αυτή δικαιολογούν αφ’ εαυτών την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της.

148

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ούτε ο τρίτος λόγος της κύριας αναιρέσεως ούτε η ανταναίρεση με την οποία το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει, αφενός, παράβαση του άρθρου 19 ΣΕΕ και των άρθρων 267 και 344 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, το απαράδεκτο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, και η οποία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 17).

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

149

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

150

Τούτο ισχύει εν προκειμένω όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑704/15, με το οποίο προβλήθηκε αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, καθώς και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15, με το οποίο προβλήθηκε έλλειψη πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από την καταβολή αποζημίωσης, καθόσον το σκέλος αυτό αποσκοπεί εν μέρει στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας αυτής, για τον λόγο ότι το προβαλλόμενο πλεονέκτημα χορηγήθηκε πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση.

151

Ειδικότερα, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 123 έως 127 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το δικαίωμα στην κρατική ενίσχυση την οποία αφορά η απόφαση αυτή χορηγήθηκε με τη διαιτητική απόφαση μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ένωση.

152

Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι, όπως υπογράμμισαν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ., το άρθρο 1 της επίδικης απόφασης χαρακτηρίζει ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όχι το δικαίωμα αποζημίωσης που απορρέει από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, όπως υποστηρίζουν οι αιτιολογικές σκέψεις 137 και 144 της επίδικης απόφασης, αλλά την καταβολή της αποζημίωσης αυτής. Πράγματι, οι λόγοι αυτοί δεν ασκούν επιρροή για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την εν λόγω απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

153

Επομένως, πρέπει να απορριφθούν το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως στην υπόθεση T‑704/15 και το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως στις υποθέσεις T‑624/15 και T‑694/15, κατά το μέρος που αμφισβητείται η αρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ.

154

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα λοιπά επιχειρήματα, σκέλη και λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι European Food κ.λπ. και Viorel Micula κ.λπ. προς στήριξη των προσφυγών τους, τα οποία αφορούν το βάσιμο της επίδικης απόφασης, ειδικότερα δε το ζήτημα αν το μέτρο το οποίο αυτή αφορά πληροί, από ουσιαστικής απόψεως, τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η εξέταση, όμως, αυτού του κεφαλαίου της προσφυγής απαιτεί περίπλοκες εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών, για τις οποίες το Δικαστήριο δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά Βελγίου και Magnetrol International, C‑337/19 P, EU:C:2021:741, σκέψη 170).

155

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι, όσον αφορά τα λοιπά αυτά επιχειρήματα, σκέλη και λόγους ακυρώσεως, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι, ως εκ τούτου, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί εκείνο επ’ αυτών.

Επί των δικαστικών εξόδων

156

Δεδομένης της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Ιουνίου 2019, European Food κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15, EU:T:2019:423).

 

2)

Κρίνει ότι παρέλκει η κρίση επί της ανταναιρέσεως.

 

3)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αποφανθεί εκείνο επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων επί των οποίων δεν αποφάνθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.