ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Άρθρο 9, παράγραφος 1 – Άρθρο 13, παράγραφος 1 – Άρθρο 14, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Έννοια της “παραδόσεως αγαθών” – Εκ του νόμου μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα – Δήμος ο οποίος εισπράττει τέλη για τη μετατροπή αυτή – Έννοια της “αποζημιώσεως” – Έννοια του “υποκειμένου στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή” – Εξαίρεση – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου που πραγματοποιούν δραστηριότητες ή πράξεις ως φορείς δημόσιας εξουσίας»

Στην υπόθεση C‑604/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Wrocław, Πολωνία) με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Αυγούστου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Gmina Wrocław

κατά

Dyrektor Krajowej informacji Skarbowej,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

o Gmina Wrocław, εκπροσωπούμενος από την E. Mroczko και τον T. Straszkiewicz, radcowie prawni,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Jokubauskaitė και M. Siekierzyńska,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου 9, παράγραφος 1, του άρθρου 13, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του Gmina Wrocław (δήμου Wrocław, Πολωνία) και του Dyrektor Krajowej Informacji Skarbowej (διευθυντή της εθνικής υπηρεσίας φορολογικών πληροφοριών, Πολωνία) (στο εξής: φορολογική αρχή), η οποία αφορά τη φορολογική γνωμοδότηση που γνωστοποιήθηκε στον ανωτέρω δήμο σχετικά με την υπαγωγή στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) των τελών που καταβλήθηκαν στον δήμο αυτόν λόγω της μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτων σε πλήρη κυριότητα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει ότι στον ΦΠΑ υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή.

4

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.»

5

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη, οι περιφέρειες, οι νομοί, οι δήμοι και κοινότητες και οι λοιποί οργανισμοί δημοσίου δικαίου δεν θεωρούνται ως υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις, τις οποίες πραγματοποιούν ως δημόσια εξουσία, έστω και αν, για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές, εισπράττουν δικαιώματα, τέλη, εισφορές ή άλλες επιβαρύνσεις.

Εντούτοις, όταν πραγματοποιούν τέτοιες δραστηριότητες ή πράξεις, πρέπει να θεωρούνται υποκείμενοι στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις αυτές εφόσον η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

[…]»

6

Το άρθρο 14 της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«1.   Ως “παράδοση αγαθών” θεωρείται η μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.

2.   Εκτός από την πράξη της παραγράφου 1, ως παράδοση αγαθών νοούνται οι κατωτέρω πράξεις:

α)

η μεταβίβαση, με καταβολή αποζημίωσης, της κυριότητας αγαθού, κατόπιν επιταγής της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου,

[…]».

Το πολωνικό δίκαιο

Ο αστικός κώδικας

7

Το άρθρο 232, παράγραφος 1, του Ustawa z dnia 23 kwietnia 1964 r. – Kodeks cywilny (νόμου της 23ης Απριλίου 1964 περί αστικού κώδικα) (Dz. U. του 1964, αριθ. 16, θέση 93), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: αστικός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«Επί οικοπέδων που ανήκουν στο Δημόσιο και κείνται εντός των διοικητικών ορίων των πόλεων, επί των κειμένων εκτός των ορίων αυτών οικοπέδων που ανήκουν στο Δημόσιο τα οποία, όμως, έχουν ενταχθεί στο πολεοδομικό σχέδιο και προορίζονται για την επίτευξη των οικονομικών σκοπών του, καθώς και επί των οικοπέδων που ανήκουν σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ενώσεις τους δύναται να συσταθεί ειδική μακροχρόνια επικαρπία υπέρ φυσικών και νομικών προσώπων.»

8

Το άρθρο 233 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Εντός των ορίων που θέτουν οι νόμοι και οι κοινωνικοί κανόνες, καθώς και βάσει συμβάσεως ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου του Δημοσίου ή οικοπέδου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ενώσεως οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ο ειδικός επικαρπωτής δύναται να καρπώνεται το οικόπεδο αποκλείοντας κάθε άλλο πρόσωπο από αυτό. Εντός των αυτών ορίων, ο ειδικός επικαρπωτής δύναται να διαθέτει το δικαίωμά του.»

9

Το άρθρο 234 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις περί μεταβιβάσεως της κυριότητας ακινήτων εφαρμόζονται mutatis mutandis και στην περίπτωση παραχωρήσεως ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου που ανήκει στο Δημόσιο, σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή σε ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.»

10

Το άρθρο 236, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Η ειδική μακροχρόνια επικαρπία οικοπέδου που ανήκει στο Δημόσιο, σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή σε ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως συνιστάται για χρονικό διάστημα 99 ετών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο οικονομικός σκοπός της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας δεν απαιτεί την παραχώρηση του οικοπέδου για χρονικό διάστημα 99 ετών, το διάστημα αυτό δύναται να είναι βραχύτερο, αλλά πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 40 ετών.»

11

Το άρθρο 238 του αστικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Ο ειδικός επικαρπωτής καταβάλλει ετήσιο τέλος στον κύριο κατά τη διάρκεια της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας.»

Ο νόμος περί διαχειρίσεως ακινήτων

12

Το άρθρο 12a, παράγραφος 1, του ustawa o gospodarce nieruchomościami (νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων) της 21ης Αυγούστου 1997 (Dz. U. του 2018, θέση 2204), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί διαχειρίσεως ακινήτων), προβλέπει τα εξής:

«Τα οφειλόμενα για τη διαχείριση των ακινήτων ποσά τα οποία εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο και εισπράττονται από το Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον δήμαρχο στο πλαίσιο της ασκήσεως των καθηκόντων του ως φορέα δημόσιας εξουσίας ή από τον αρμόδιο για τις κατασκευές, τον σχεδιασμό, τη χωροταξία και τη στέγαση Υπουργό μπορούν να εξοφληθούν πλήρως ή μερικώς, ή η καταβολή τους δύναται να αναβληθεί ή να γίνει τμηματικώς.»

13

Το άρθρο 27 του νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων προβλέπει τα εξής:

«Η πώληση ακινήτου ή η σύσταση ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου πρέπει να γίνεται με σύμβαση περιβληθείσα τον συμβολαιογραφικό τύπο. Η σύσταση ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου και η μεταβίβαση της επικαρπίας αυτής πρέπει να καταχωρίζονται στο υποθηκοφυλακείο.»

14

Το άρθρο 32, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«1.   Οικόπεδο επί του οποίου έχει συσταθεί ειδική μακροχρόνια επικαρπία δύναται να πωληθεί μόνο στον ειδικό επικαρπωτή […]

2.   Κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως πωλήσεως του οικοπέδου, το συσταθέν δικαίωμα ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας αποσβέννυται αυτοδικαίως. […]»

15

Το άρθρο 69 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«Το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί από τον ειδικό επικαρπωτή περιλαμβάνει ποσό ίσο με την αξία της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί του οικοπέδου κατά την ημέρα της πωλήσεως.»

16

Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«Για την παραχώρηση ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου καταβάλλεται ένα αρχικό τέλος και ένα ετήσιο τέλος.»

17

Κατά το άρθρο 72, παράγραφος 1, του νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων, τα τέλη ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας υπολογίζονται ως ποσοστό επί της τιμής του οικοπέδου, η οποία καθορίζεται, κατά το άρθρο 67, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, βάσει της αξίας του οικοπέδου. Το άρθρο 72, παράγραφος 3, σημείο 4, του ίδιου νόμου διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση ακινήτου που μεταβιβάζεται για οικιστικούς σκοπούς, ο συντελεστής του ετήσιου τέλους ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ανέρχεται στο 1 % της τιμής του οικοπέδου.

Ο νόμος περί ΦΠΑ

18

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, του ustawa o podatku od towarów i usług (νόμου περί του φόρου επί αγαθών και υπηρεσιών), της 11ης Μαρτίου 2004 (Dz. U. του 2004, αριθ. 54, θέση 535, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ), προβλέπει τα εξής:

«Στον φόρο επί αγαθών και υπηρεσιών υπόκεινται […]: οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στην ημεδαπή.»

19

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«Ως παράδοση αγαθών κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, νοείται η μεταβίβαση της εξουσίας να διαθέτει κανείς ενσώματο αγαθό ως κύριος, συμπεριλαμβανομένων:

1)

της μεταβιβάσεως, με καταβολή αποζημιώσεως, της κυριότητας αγαθών, κατ’ επιταγήν της δημόσιας αρχής ή φορέα που ενεργεί στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου·

[…]

6)

της συστάσεως δικαιώματος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδων.»

Ο νόμος περί μετατροπής

20

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του ustawa o przekształceniu prawa użytkowania wieczystego gruntów zabudowanych na cele mieszkaniowe w prawo własności tych gruntów (νόμου περί μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί των οικοπέδων που οικοδομήθηκαν για οικιστικούς σκοπούς σε δικαίωμα κυριότητας επί των εν λόγω οικοπέδων), της 20ής Ιουλίου 2018 (Dz. U. του 2018, θέση 1716, στο εξής: νόμος περί μετατροπής), προβλέπει τα εξής:

«Την 1η Ιανουαρίου 2019, η ειδική μακροχρόνια επικαρπία επί οικοδομημένων οικοπέδων μετατρέπεται σε δικαίωμα κυριότητας επί των οικοπέδων αυτών.»

21

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου περί μετατροπής προβλέπει τα εξής:

«Η πράξη που βεβαιώνει τη μετατροπή (στο εξής: βεβαίωση), η οποία εκδίδεται […] από τον αρμόδιο επικεφαλής της δημοτικής αρχής (δήμαρχο, πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου), το νομαρχιακό ή το περιφερειακό συμβούλιο –όταν τα οικόπεδα ανήκουν σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως– αποτελεί τη βάση για τη δήλωση της κυριότητας στο κτηματολόγιο.»

22

Η παράγραφος 2, σημείο 1, του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι τα όργανα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου οφείλουν να εκδίδουν αυτεπαγγέλτως τη βεβαίωση, εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της μετατροπής. Κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, η βεβαίωση πιστοποιεί τη μετατροπή και αναφέρει την υποχρέωση καταβολής ετήσιου τέλους μετατροπής, καθώς και το ύψος του τέλους αυτού και τον χρόνο καταβολής του.

23

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου περί μετατροπής προβλέπει τα εξής:

«Το δικαστήριο καταχωρίζει αυτεπαγγέλτως στο κτηματολόγιο την κυριότητα των οικοπέδων και το δικαίωμα εισπράξεως τέλους.»

24

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί μετατροπής προβλέπει ότι ο νέος κύριος μπορεί να αμφισβητήσει τα στοιχεία που αναγράφονται στη βεβαίωση η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 4 του νόμου αυτού. Η διοικητική προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή οδηγεί στην έκδοση διοικητικής αποφάσεως η οποία καθορίζει το ύψος και την προθεσμία του τέλους μετατροπής.

25

Το άρθρο 7 του νόμου περί μετατροπής προβλέπει τα εξής:

«1.   Για τη μετατροπή, ο νέος κύριος του οικοπέδου καταβάλλει τέλος στον μέχρι τούδε κύριο του οικοπέδου.

2.   Το ύψος του τέλους ισούται προς το ετήσιο τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας που οφείλεται κατά την ημερομηνία της μετατροπής.

[…]

6.   Το τέλος καταβάλλεται επί 20ετία, η οποία άρχεται από την ημερομηνία της μετατροπής.

7.   Ο κύριος του ακινήτου μπορεί, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει το τέλος, να ενημερώσει εγγράφως το αρμόδιο όργανο για την πρόθεσή του να καταβάλει το υπόλοιπο εφάπαξ (εφάπαξ καταβολή τέλους). Το ύψος του εφάπαξ καταβαλλόμενου τέλους αντιστοιχεί στο τέλος που οφείλεται για το έτος κατά τη διάρκεια του οποίου εκδηλώνεται η πρόθεση εφάπαξ καταβολής τέλους πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των υπολειπόμενων ετών μέχρι τη λήξη της [20ετίας]».

26

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του νόμου περί μετατροπής προβλέπει τα εξής:

«Οι διατάξεις του άρθρου 12a του νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων εφαρμόζονται mutatis mutandis στα τέλη και στα εφάπαξ καταβαλλόμενα τέλη.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

27

Ο δήμος Wrocław είναι οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως καταχωρισμένος ως υποκείμενος στον ΦΠΑ, ο οποίος ήταν κύριος ακινήτων επί των οποίων έχει συσταθεί ειδική μακροχρόνια επικαρπία κατά το πολωνικό δίκαιο.

28

Βάσει των διατάξεων του πολωνικού αστικού κώδικα, η ειδική μακροχρόνια επικαρπία συνίσταται στην παραχώρηση αδείας χρήσεως οικοπέδου του οποίου κύριος είναι το Δημόσιο, οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, σε χρήστη, ήτοι τον ειδικό επικαρπωτή, ο οποίος δύναται να καρπώνεται το οικόπεδο και να ασκεί το δικαίωμά του αποκλείοντας κάθε άλλο πρόσωπο. Οι ειδικοί επικαρπωτές μπορούν να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στο πλαίσιο της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας, τα οικόπεδα παραχωρούνται καταρχήν στον ειδικό επικαρπωτή για χρονικό διάστημα 99 ετών το οποίο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δύναται να είναι βραχύτερο, αλλά πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 40 ετών. Ο ειδικός επικαρπωτής καταβάλλει στον κύριο του οικοπέδου ετήσιο τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας καθ’ όλη τη διάρκειά της.

29

Κατά το άρθρο 72, παράγραφος 1, του νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων, το τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας υπολογίζεται ως ποσοστό επί της τιμής του οικείου οικοπέδου, η οποία καθορίζεται, κατά το άρθρο 67, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, βάσει της αξίας του ακινήτου αυτού. Το άρθρο 72, παράγραφος 3, σημείο 4, του νόμου περί διαχειρίσεως ακινήτων προβλέπει ότι, στην περίπτωση ακινήτου που μεταβιβάζεται για οικιστικούς σκοπούς, ο συντελεστής του ετήσιου τέλους ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ανέρχεται στο 1 % της τιμής του εν λόγω οικοπέδου.

30

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 6, του νόμου περί ΦΠΑ, η σύσταση ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί οικοπέδου συνιστά παράδοση αγαθών και, ως εκ τούτου, το ετήσιο τέλος που καταβάλλει ο ειδικός επικαρπωτής πρέπει να υπόκειται στον ΦΠΑ.

31

Βάσει του νόμου περί μετατροπής, την 1η Ιανουαρίου 2019, η ειδική μακροχρόνια επικαρπία επί των οικοδομημένων για οικιστικούς σκοπούς οικοπέδων μετατράπηκε σε πλήρη κυριότητα επί των οικοπέδων αυτών.

32

Κατά το άρθρο 7 του νόμου περί μετατροπής, οι ειδικοί επικαρπωτές οι οποίοι κατέστησαν κύριοι οφείλουν να καταβάλλουν τέλος μετατροπής στον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ο οποίος ήταν κύριος του οικείου οικοπέδου. To τέλος αυτό καταβάλλεται στις 31 Μαρτίου κάθε έτους επί 20ετία, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί του οικείου ακινήτου σε πλήρη κυριότητα. Το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι το ύψος του εν λόγω τέλους ισούται προς το ετήσιο τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας που οφείλεται κατά την ημερομηνία της μετατροπής. Εξάλλου, ο νέος κύριος δύναται, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο υποχρεούται να καταβάλλει το τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας, να ενημερώσει εγγράφως το αρμόδιο όργανο για την πρόθεσή του να καταβάλει το υπόλοιπο εφάπαξ.

33

Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νόμου περί μετατροπής προβλέπει ότι ο νέος κύριος του οικοπέδου δύναται να αμφισβητήσει το ποσό και τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο οφείλεται το τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας, ασκώντας σχετική διοικητική προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου οργάνου. Η διοικητική προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή καταλήγει στον καθορισμό, με διοικητική απόφαση, του ποσού και της προθεσμίας καταβολής του τέλους μετατροπής.

34

Στις 5 Ιανουαρίου 2019 ο δήμος Wrocław ζήτησε από τη φορολογική αρχή να εκδώσει φορολογική ερμηνευτική απόφαση σχετικά με την επιβολή του ΦΠΑ στα τέλη που οφείλονται στον δήμο βάσει του νόμου περί μετατροπής.

35

Ο ανωτέρω δήμος υποστηρίζει ότι το τέλος που καταβάλλουν οι νέοι κύριοι των οικοπέδων βάσει του νόμου περί μετατροπής δεν υπόκειται στον ΦΠΑ.

36

Αντιθέτως, η φορολογική αρχή εκτιμά, όπως προκύπτει από την από 15 Ιανουαρίου 2019 φορολογική ερμηνευτική απόφασή της, ότι τα τέλη που οφείλονται στον δήμο Wrocław βάσει του νόμου περί μετατροπής υπόκεινται στον ΦΠΑ ως υπόλοιπο του ποσού που οφείλεται λόγω της συστάσεως ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί των επίμαχων οικοπέδων και για τον λόγο ότι, όταν εισπράττει το επίμαχο τέλος, ο εν λόγω δήμος ενεργεί ως υποκείμενος στον ΦΠΑ και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας.

37

Ο δήμος Wrocław άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω φορολογικής ερμηνευτικής αποφάσεως ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Wrocław, Πολωνία).

38

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, η οποία πραγματοποιήθηκε δυνάμει του νόμου περί μετατροπής χωρίς τα μέρη να έχουν εκφράσει τη βούληση να προβούν στην εν λόγω μετατροπή, πρέπει να θεωρηθεί ως πράξη εμπίπτουσα στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ήτοι ως μεταβίβαση, έναντι καταβολής αποζημιώσεως, της κυριότητας αγαθού σε εκτέλεση νόμου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του, το τέλος μετατροπής δύναται να θεωρηθεί ως «αποζημίωση» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τούτο συμβαίνει στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του και ότι, ως εκ τούτου, η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα συνιστά παράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

39

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αν, παρά ταύτα, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παράδοση αγαθών κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, τότε θα πρέπει να εξεταστεί ο χαρακτηρισμός της επίμαχης στην κύρια δίκη νομικής πράξεως ως παραδόσεως αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

40

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν εν προκειμένω ο δήμος Wrocław ενεργεί ως υποκείμενος στον ΦΠΑ, όπως υποστηρίζει η φορολογική αρχή, ή αν τυχόν η εξαίρεση από την υπαγωγή στον ΦΠΑ, την οποία προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει εφαρμογή στον εν λόγω δήμο. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ο δήμος ασκεί δραστηριότητα ως δημόσιος οργανισμός και, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί μετατροπής, ασκεί, κατ’ ουσίαν, αποκλειστικώς καθήκοντα διοικητικής φύσεως. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, από την άλλη πλευρά, η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα αυτή καθεαυτήν πραγματοποιείται αποκλειστικώς εκ του νόμου, χωρίς δυνατότητα διαπραγματεύσεως των όρων πραγματοποιήσεως της εν λόγω μετατροπής, ούτε των όρων καταβολής του τέλους μετατροπής, και ότι ο δήμος Wrocław δεν μπορεί να προβεί σε καμία ενέργεια δυνάμενη να επηρεάσει το προσωπικό, υλικό ή οικονομικό πεδίο εφαρμογής της επίμαχης μετατροπής.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Wojewódzki Sąd Administracyjny we Wrocławiu (διοικητικό δικαστήριο περιφέρειας Wrocław) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνιστά η εκ του νόμου μετατροπή δικαιώματος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε δικαίωμα κυριότητας […] παράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ της [οδηγίας περί ΦΠΑ], η οποία υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: συνιστά η εκ του νόμου μετατροπή δικαιώματος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε δικαίωμα κυριότητας παράδοση αγαθών κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας περί ΦΠΑ], η οποία υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας;

3.

Ενεργεί ένας δήμος ο οποίος εισπράττει τέλη για την εκ του νόμου μετατροπή δικαιώματος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε δικαίωμα κυριότητας […] ως υποκείμενος στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της [οδηγίας περί ΦΠΑ], ή ως οργανισμός δημοσίου δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας περί ΦΠΑ;»

Επί της ταχείας διαδικασίας

42

Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεση κατά την ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο υποστήριξε ότι η έλλειψη ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη διαδικασία επιβολής του τέλους μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε πλήρη κυριότητα υπονομεύει τη δημοσιονομική ασφάλεια και ενδέχεται να προξενήσει βλάβη σε πολλούς ενδιαφερόμενους Πολωνούς πολίτες.

43

Όπως προκύπτει από το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού.

44

Εν προκειμένω, στις 10 Οκτωβρίου 2019 ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να απορρίψει το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως.

45

Σύμφωνα με την αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως του Προέδρου του Δικαστηρίου, οι λόγοι που προέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν ήταν ικανοί να αποδείξουν ότι συνέτρεχαν, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, οι προϋποθέσεις του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Addis, C‑517/17, EU:C:2020:579, σκέψη 42).

46

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ούτε η επίκληση απλών οικονομικών συμφερόντων, ακόμα κι αν αυτά είναι σημαντικά και νόμιμα (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, Leonmobili και Leone, C‑353/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:552, σκέψη 8), ούτε ο κίνδυνος οικονομικής απώλειας ή ο οικονομικά ευαίσθητος χαρακτήρας της υποθέσεως της κύριας δίκης (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Ιανουαρίου 2014, E., C‑436/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:95, σκέψη 27) είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη επείγοντος κατά την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

47

Εξάλλου, ούτε ο μεγάλος αριθμός υποθέσεων για τις οποίες έχει ανασταλεί η διαδικασία εν αναμονή της απαντήσεως του Δικαστηρίου στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι ικανός, αυτός καθεαυτόν, να αποτελέσει εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ταχεία διαδικασία (πρβλ. διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2012, P, C‑6/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:135, σκέψη 8, της 31ης Μαρτίου 2014, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas, C‑671/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:225, σκέψη 10, και της 28ης Νοεμβρίου 2017, Di Girolamo, C‑472/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:932, σκέψη 15).

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

48

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14 της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από εθνική νομοθεσία μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι της καταβολής τέλους, συνιστά «παράδοση αγαθών», κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού ή, επικουρικώς, κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου.

49

Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι η οδηγία ΦΠΑ θεσπίζει κοινό σύστημα ΦΠΑ το οποίο στηρίζεται, ιδίως, σε ενιαίο ορισμό των φορολογητέων πράξεων (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, υπόκεινται στον ΦΠΑ οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος ενός κράτους μέλους από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή.

51

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει ως «παράδοση αγαθών» τη μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό.

52

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της «παραδόσεως αγαθών» του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ δεν αναφέρεται στη μεταβίβαση της κυριότητας υπό τις μορφές που προβλέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, αλλά περιλαμβάνει κάθε πράξη μεταβιβάσεως ενσώματου αγαθού από συμβαλλόμενο ο οποίος εξουσιοδοτεί τον αντισυμβαλλόμενό του να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος (απόφαση της 15ης Μαΐου 2019, Vega International Car Transport and Logistic, C‑235/18, EU:C:2019:412, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Εξάλλου, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι, εκτός από την πράξη της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, ως «παράδοση αγαθών» νοείται η μεταβίβαση, με καταβολή αποζημίωσης, της κυριότητας αγαθού, κατ’ επιταγήν της δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου.

54

Επομένως, ναι μεν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει γενικώς την έννοια της «παραδόσεως αγαθών», δύναται όμως να συναχθεί από τη γραμματική ερμηνεία της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, ιδίως από τη φράση «εκτός από την πράξη της παραγράφου 1», ότι η παράγραφος 2 αφορά άλλες πράξεις οι οποίες, παρότι χαρακτηρίζονται επίσης ως «παραδόσεις αγαθών», έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνες του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οικείας οδηγίας. Ειδικότερα, στον ορισμό των πράξεων του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της ανωτέρω οδηγίας ουδόλως γίνεται μνεία του «δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό», για το οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 35). Αντιθέτως το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ αναφέρεται ρητώς στη μεταβίβαση της κυριότητας του εν λόγω αγαθού (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 40).

55

Επομένως, από το γράμμα και από την οικονομία του άρθρου 14 της οδηγίας περί ΦΠΑ προκύπτει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού συνιστά, σε σχέση με τον γενικό ορισμό που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 αυτής, lex specialis, του οποίου οι προϋποθέσεις εφαρμογής έχουν αυτοτελή χαρακτήρα σε σχέση με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 1 (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 36).

56

Επομένως, για τον χαρακτηρισμό πράξεως ως «παραδόσεως αγαθών», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας. Δεύτερον, η εν λόγω μεταβίβαση πρέπει να γίνεται κατ’ επιταγήν δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου. Τρίτον, πρέπει να καταβάλλεται αποζημίωση (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 37).

57

Εν προκειμένω, όσον αφορά τις δύο πρώτες προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, η οποία είχε ως συνέπεια τη μεταβίβαση του δικαιώματος κυριότητας από τον δήμο του Wrocław στους πρώην ειδικούς επικαρπωτές, πρέπει να χαρακτηριστεί ως μεταβίβαση κυριότητας κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ. Επιπροσθέτως, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω μετατροπή πραγματοποιήθηκε σε εκτέλεση νόμου.

58

Όσον αφορά το ζήτημα αν η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα έγινε με καταβολή αποζημιώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η φράση «καταβολή αποζημιώσεως», δυνάμει της διατάξεως αυτής, πρέπει, ελλείψει οποιασδήποτε παραπομπής στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών, να ερμηνεύεται αυτοτελώς και ομοιόμορφα, ιδίως λαμβανομένου υπόψη ότι η προαναφερθείσα διάταξη αποτελεί lex specialis, όπως προκύπτει από τη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, το νόημα της συγκεκριμένης φράσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την έννοια και το περιεχόμενο που αυτή έχει στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών.

59

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να υπάρχει «καταβολή αποζημιώσεως» κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, στερείται σημασίας, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή αποτελεί lex specialis, το κατά πόσον συντρέχει ως προς την καταβολή αυτή το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την έννοια της παραδόσεως αγαθού «εξ επαχθούς αιτίας», η οποία μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας (απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 44).

60

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ αναφέρεται στην «καταβολή» αποζημιώσεως, χωρίς ωστόσο να καθορίζει προϋποθέσεις σχετικά με τη φύση ή το ύψος της αποζημιώσεως αυτής.

61

Τρίτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση περί καταβολής αποζημιώσεως, πρέπει απλώς και μόνο να διαπιστωθεί αν η επίμαχη αποζημίωση συνδέεται άμεσα με τη μεταβίβαση της κυριότητας και, στη συνέχεια, αν η καταβολή της είναι πραγματική, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 45).

62

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής του τέλους μετατροπής γεννάται εκ του νόμου την ημερομηνία κατά την οποία γίνεται η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα και ότι το ύψος του τέλους αυτού ισούται με το ύψος του ετήσιου τέλους ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας που οφείλεται κατά την ημερομηνία της μετατροπής, καταβλητέου επί 20ετία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το καταβλητέο ετήσιο τέλος ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας υπολογίζεται, με τη σειρά του, ως ποσοστό επί της τιμής του οικοπέδου. Επομένως, το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος μετατροπής συνδέεται άμεσα με τη μεταβίβαση της κυριότητας, η δε πραγματική καταβολή του πρέπει να επαληθευθεί από το αιτούν δικαστήριο.

63

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από εθνική νομοθεσία μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι της καταβολής τέλους, συνιστά «παράδοση αγαθών», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

64

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία περί ΦΠΑ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από εθνική νομοθεσία μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι καταβολής τέλους, ένας δήμος ενεργεί υπό την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ή ως φορέας δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

65

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, καταρχάς, να εκτιμηθεί αν η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα έναντι καταβολής τέλους συνιστά «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

66

Ειδικότερα, η εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, προϋποθέτει τη διαπίστωση του οικονομικού χαρακτήρα της υπό εξέταση δραστηριότητας. Εάν αποδειχθεί ότι όντως υφίσταται οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τότε πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον έχει εφαρμογή η εξαίρεση αναφορικά με τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, Gmina Wrocław, C‑276/14, EU:C:2015:635, σκέψη 30, της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor, C‑174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 31, και της 13ης Ιουνίου 2018, Gmina Wrocław, C‑665/16, EU:C:2018:431, σκέψη 47).

Επί του οικονομικού χαρακτήρα της δραστηριότητας

67

Η έννοια της οικονομικής δραστηριότητας ορίζεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ ως περιλαμβάνουσα κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, καθώς και τις πράξεις που ενέχουν «εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα».

68

Όσον αφορά την έννοια της «εκμετάλλευσης», κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η έννοια αυτή αναφέρεται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αρχής της ουδετερότητας του κοινού συστήματος περί ΦΠΑ, σε όλες τις πράξεις, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους, που αποσκοπούν στην άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα από το οικείο αγαθό (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, SPÖ Landesorganisation Kärnten, C‑267/08, EU:C:2009:619, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 2ας Ιουνίου 2016, Lajvér, C‑263/15, EU:C:2016:392, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Η ανάλυση του γράμματος του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ καθιστά εμφανή την έκταση του πεδίου εφαρμογής της έννοιας της «οικονομικής δραστηριότητας και συγχρόνως διασαφηνίζει τον αντικειμενικό χαρακτήρα της, καθόσον η δραστηριότητα εξετάζεται αυτούσια, ανεξαρτήτως των σκοπών της ή των αποτελεσμάτων της [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, IO (ΦΠΑ – Δραστηριότητα μέλους εποπτικού συμβουλίου), C‑420/18, EU:C:2019:490, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70

Εν προκειμένω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ο δήμος Wrocław εισπράττει από τους πρώην ειδικούς επικαρπωτές, ως αντάλλαγμα για τη μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, τέλος, το οποίο καταβάλλεται, καταρχήν, επί 20ετία από την ημέρα της μετατροπής. Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω τέλος καταβάλλεται υπό τη μορφή εφάπαξ τέλους, το εφάπαξ τέλος αντιστοιχεί στο τέλος που οφείλεται για το έτος κατά τη διάρκεια του οποίου εκδηλώθηκε η πρόθεση εφάπαξ καταβολής, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των υπολειπόμενων ετών μέχρι τη λήξη της 20ετίας, υπολογιζόμενης από την ημερομηνία της μετατροπής.

71

Τα στοιχεία αυτά, τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα παρέχει στον δήμο Wrocław τη δυνατότητα να αντλήσει έσοδα διαρκούς χαρακτήρα και ότι, κατά συνέπεια, η πράξη αυτή συνιστά «οικονομική δραστηριότητα» κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ.

72

Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η μετατροπή αυτή γίνεται σε εκτέλεση του νόμου και το γεγονός ότι το ύψος του τέλους μετατροπής έχει καθοριστεί με τον ίδιο νόμο, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

73

Ομοίως, το γεγονός ότι ο δήμος Wrocław δεν προέβη σε καμία ενέργεια για τη μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, δεδομένου ότι τούτο γίνεται εκ του νόμου, δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω μετατροπή δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως ενσώματου αγαθού με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ.

74

Πράγματι, δεν μπορεί να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η ενεργός λήψη μέτρων για την εμπορική εκμετάλλευση ακινήτων συνιστά αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου να είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι μια δραστηριότητα σχετική με τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας ασκείται με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, να μπορεί να χαρακτηριστεί η δραστηριότητα αυτή ως «οικονομική» [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, IO (ΦΠΑ – Δραστηριότητα μέλους εποπτικού συμβουλίου), C‑420/18, EU:C:2019:490, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

75

Πρέπει να προστεθεί ότι μια τέτοια προϋπόθεση δεν θα συμβάδιζε ούτε με την αναγκαιότητα διασφαλίσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο, εξ ορισμού, αναφέρεται στη μεταβίβαση της κυριότητας αγαθού που πραγματοποιείται κατ’ επιταγήν δημόσιας αρχής ή στο όνομά της ή σε εκτέλεση νόμου.

Επί της ασκήσεως της δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας

76

Όσον αφορά το ζήτημα αν, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο δήμος Wrocław πρέπει να θεωρηθεί ως υποκείμενος στον φόρο που ενεργεί υπό την ιδιότητά του αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, ή ως φορέας δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα περί υπαγωγής στον φόρο τον οποίο προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι οι δήμοι και οι κοινότητες δεν έχουν την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο για τις δραστηριότητες ή πράξεις τις οποίες διενεργούν ως φορείς δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν η μη υπαγωγή τους στον φόρο θα οδηγούσε σε σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού (απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, Gmina Wrocław, C‑276/14, EU:C:2015:635, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77

Η διάταξη αυτή, ως παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της υπαγωγής κάθε οικονομικής φύσεως δραστηριότητας στον ΦΠΑ, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (διάταξη της 20ής Μαρτίου 2014, Gmina Wrocław, C‑72/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:197, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Κατά πάγια νομολογία, από αυτό καθεαυτό το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, για να έχει εφαρμογή ο κανόνας της μη υπαγωγής στον φόρο, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, ήτοι οι επίμαχες δραστηριότητες πρέπει, αφενός, να ασκούνται από οργανισμό δημοσίου δικαίου και, αφετέρου, ο οργανισμός αυτός πρέπει να ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Ως προς τη δεύτερη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, ο προσδιορισμός της εκτάσεως της μη υπαγωγής των οργανισμών δημοσίου δικαίου στον φόρο γίνεται με βάση τον τρόπο ασκήσεως των επίμαχων δραστηριοτήτων. Επομένως, οι δραστηριότητες που πραγματοποιούνται υπό την ιδιότητα του φορέα δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ είναι εκείνες που ασκούν οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος τους, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκούν οι οργανισμοί αυτοί υπό τις ίδιες νομικές προϋποθέσεις με τους ιδιώτες επιχειρηματίες (διάταξη της 20ής Μαρτίου 2014, Gmina Wrocław, C‑72/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:197, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79

Επίσης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το αντικείμενο ή ο σκοπός της επίμαχης δραστηριότητας είναι, συναφώς, άνευ σημασίας και ότι το γεγονός ότι η άσκηση της επίμαχης δραστηριότητας ενέχει τη χρήση προνομιών δημόσιας εξουσίας αποδεικνύει ότι η δραστηριότητα αυτή υπόκειται σε καθεστώς δημοσίου δικαίου (απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Saudaçor, C‑174/14, EU:C:2015:733, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80

Όσον αφορά ειδικότερα την πρώτη από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ για την εφαρμογή του κανόνα περί μη υπαγωγής στον φόρο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο δήμος Wrocław είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου.

81

Ωστόσο, πρέπει να πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω διάταξη, δηλαδή να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ μόνον οι δραστηριότητες που πραγματοποιεί οργανισμός δημοσίου δικαίου ο οποίος ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας.

82

Εν προκειμένω, όμως, υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται να προκύπτει από πλείονα στοιχεία ότι, στο πλαίσιο της μετατροπής ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, ο δήμος Wrocław δεν κάνει χρήση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

83

Εξάλλου, προκύπτει ότι ο δήμος Wrocław, καθόσον θέτει σε εφαρμογή μέτρα που θέσπισε ο εθνικός νομοθέτης, δεν διαθέτει εξουσία λήψεως αποφάσεων όσον αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της μετατροπής και τη διαδικασία εφαρμογής της.

84

Πράγματι, προκύπτει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί μετατροπής, ο ρόλος του δήμου Wrocław συνίσταται κατ’ ουσίαν στην εξακρίβωση των πραγματικών περιστάσεων, στη χορήγηση βεβαιώσεως που πιστοποιεί τη μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, και στην ενημέρωση του νέου κυρίου για την υποχρέωση καταβολής τέλους μετατροπής. Όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών της, το τέλος που καταβάλλεται από τους μέχρι πρότινος ειδικούς επικαρπωτές καθορίζεται μεν από τον δήμο Wrocław, αλλά όχι ως φορέα που ασκεί δημόσια εξουσία δυνάμει ειδικού καθεστώτος δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.

85

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, οι δραστηριότητες που πραγματοποιεί ο δήμος Wrocław στο πλαίσιο της μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, καίτοι είναι οικονομικής φύσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχουν τη χρήση προνομιών δημόσιας εξουσίας.

86

Κατόπιν των ανωτέρω, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από εθνική νομοθεσία μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι της καταβολής τέλους προς τον δήμο ο οποίος είναι ο κύριος του ακινήτου, από το οποίο τέλος ο δήμος αντλεί έσοδα διαρκούς χαρακτήρα, ο δήμος αυτός ενεργεί υπό την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

Επί των δικαστικών εξόδων

87

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη από εθνική νομοθεσία μετατροπή της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι της καταβολής τέλους, συνιστά παράδοση αγαθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

 

2)

Η οδηγία 2006/112 έχει την έννοια ότι στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από εθνική νομοθεσία μετατροπής της ειδικής μακροχρόνιας επικαρπίας επί ακινήτου σε πλήρη κυριότητα, έναντι της καταβολής τέλους προς τον δήμο ο οποίος είναι ο κύριος του ακινήτου, από το οποίο τέλος ο δήμος αντλεί έσοδα διαρκούς χαρακτήρα, ο δήμος αυτός ενεργεί υπό την ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ΦΠΑ και όχι ως φορέας δημόσιας εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.