ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 11ης Ιουνίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑303/19

Istituto Nazionale della Previdenza Sociale

κατά

VR

[αίτηση του Corte suprema di cassazione
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Δικαιώματα υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες – Άρθρο 11 – Δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία – Παρέκκλιση – Εθνική ρύθμιση αποκλείουσα τα μη κατοικούντα στην ημεδαπή μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών από την εξακρίβωση της υπάρξεως δικαιώματος για οικογενειακή παροχή»

I. Εισαγωγή

1.

Με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) ζητεί από το Δικαστήριο καθοδήγηση όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες ( 2 ).

2.

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 παρέχει στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Το κύριο ζήτημα που ανακύπτει στην υπό κρίση υπόθεση αφορά το αν αντίκειται στο εν λόγω άρθρο εθνική ρύθμιση η οποία, σε αντίθεση με τις διατάξεις που προβλέπονται για τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής, αποκλείει τα μη κατοικούντα στο εν λόγω κράτος μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών από την εξακρίβωση της υπάρξεως δικαιώματος για οικογενειακή παροχή. Επίσης, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ως προς το αν οι παρεκκλίσεις από την ίση μεταχείριση που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εισαγάγουν σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2003/109 έχουν εφαρμογή στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

3.

Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αναπτύξει τη νομολογία του σχετικά με το κατά το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109 δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους επί μακρόν διαμένοντες, υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233).

4.

Η παρούσα υπόθεση εκδικάζεται από το Δικαστήριο παράλληλα με μια άλλη υπόθεση, την υπόθεση Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (Οικογενειακές παροχές για κατόχους ενιαίας άδειας) (C-302/19), οι προτάσεις μου επί της οποίας αναπτύσσονται σήμερα. Στην εν λόγω υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο θέτει παρόμοιο ερώτημα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης για τη χορήγηση στους υπηκόους τρίτων χωρών ενιαίας άδειας διαμονής και εργασίας στην επικράτεια κράτους μέλους και σχετικά με κοινό σύνολο δικαιωμάτων για τους εργαζομένους από τρίτες χώρες που διαμένουν νομίμως σε κράτος μέλος ( 3 ), ήτοι αν ο ίδιος αποκλεισμός που εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών τα μέλη της οικογένειας των οποίων δεν κατοικούν στο κράτος μέλος υποδοχής συνάδει με το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως που παρέχεται στους κατόχους ενιαίας άδειας βάσει της εν λόγω οδηγίας.

5.

Κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω δύο υποθέσεις εγείρουν νέα ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως σε υπηκόους τρίτων χωρών βάσει του δικαίου της Ένωσης και τη σχέση των οδηγιών 2003/109 και 2011/98 στο πλαίσιο αυτό. Επομένως, η ομοιότητα των ζητημάτων που τίθενται στις δύο αυτές υποθέσεις μού δίνει τη δυνατότητα να παραπέμψω, σε ορισμένα σημεία, στα επιχειρήματα που εκτίθενται στις προτάσεις μου στην εν λόγω παράλληλη υπόθεση, προς αποφυγή επαναλήψεων.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/109, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

ε)

“μέλη της οικογενείας”: οι υπήκοοι τρίτης χώρας που διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης [ ( 4 )]·[…]».

7.

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109, το οποίο επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει:

«1.   Ο επί μακρόν διαμένων απολαύει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς όσον αφορά: […]

δ)

την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο· […]

2.   Όσον αφορά τις διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχεία β), δ), ε), στ) και ζ), το οικείο κράτος μέλος μπορεί να περιορίζει την ίση μεταχείριση σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταχωρημένος ή συνήθης τόπος διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος, ή των μελών της οικογένειας για τα οποία αυτός ζητά την παροχή ωφελημάτων ευρίσκεται εντός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

[…]

4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα.»

Β.   Το ιταλικό δίκαιο

8.

Το άρθρο 2 της Decreto legge 13 marzo 1988, n. 69, Norme in materia previdenziale, per il miglioramento delle gestioni degli enti portuali ed altre disposizioni urgenti (πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 69 της 13ης Μαρτίου 1988, Διατάξεις κοινωνικής ασφαλίσεως, για τη βελτίωση της διαχειρίσεως των λιμενικών αρχών και άλλες επείγουσες διατάξεις), η οποία κυρώθηκε, με τροποποιήσεις, με τον νόμο 153 της 13ης Μαΐου 1988 (στο εξής: νόμος 153/1988) (GURI αριθ. 143 της 20ής Ιουνίου 1988), εισήγαγε το assegno per il nucleo familiare (στο εξής: επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα). Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

«1.   Για τους μισθωτούς, τους δικαιούχους συντάξεων και τους δικαιούχους οικονομικών παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω της μισθωτής εργασίας τους […], τα οικογενειακά επιδόματα, τα συμπληρωματικά οικογενειακά επιδόματα και κάθε άλλη οικογενειακή παροχή υπό οποιαδήποτε ονομασία […] αντικαθίστανται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, από το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα.

2.   Το ποσό του επιδόματος διαφέρει ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας και τα εισοδήματα του οικογενειακού πυρήνα, σύμφωνα με τον πίνακα που επισυνάπτεται στην παρούσα πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Τα επίπεδα εισοδήματος του ως άνω πίνακα αυξάνονται […] για τους οικογενειακούς πυρήνες που περιλαμβάνουν άτομα που βρίσκονται, λόγω αναπηρίας ή σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος, σε απόλυτη και μόνιμη ανικανότητα παροχής αμειβόμενης εργασίας ή, στην περίπτωση των ανηλίκων, που παρουσιάζουν μόνιμες δυσκολίες για την άσκηση των καθηκόντων και των λειτουργιών που αντιστοιχούν στην ηλικία τους. Τα ίδια επίπεδα εισοδήματος αυξάνονται […] αν τα πρόσωπα της παραγράφου 1 χηρεύουν, έχουν λάβει διαζύγιο ή τελούν από νομικής απόψεως σε διάσταση ή είναι άγαμα. Από την 1η Ιουλίου 1994, σε περίπτωση που στον οικογενειακό πυρήνα της παραγράφου 6 περιλαμβάνονται δύο ή περισσότερα τέκνα, το μηνιαίο ποσό του καταβαλλόμενου επιδόματος αυξάνεται […] για κάθε τέκνο, κατ’ αποκλεισμόν του πρώτου.

[…]

6.   Ο οικογενειακός πυρήνας αποτελείται από τους συζύγους, κατ’ αποκλεισμόν των συζύγων που τελούν σε διάσταση από νομικής ή πραγματικής απόψεως, καθώς και από τα τέκνα και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα, […] ηλικίας κάτω των 18 ετών ή, ανεξαρτήτως ηλικίας, όταν βρίσκονται, λόγω αναπηρίας ή σωματικού ή διανοητικού μειονεκτήματος, σε απόλυτη και μόνιμη ανικανότητα παροχής αμειβόμενης εργασίας. […]

6-bis.   Δεν εμπίπτουν στον οικογενειακό πυρήνα της παραγράφου 6 ο σύζυγος και τα τέκνα αλλοδαπών υπηκόων, καθώς και τα εξομοιούμενα προς αυτά πρόσωπα, που δεν κατοικούν στο έδαφος της Ιταλικής Δημοκρατίας, εκτός αν η χώρα καταγωγής του εν λόγω αλλοδαπού επιφυλάσσει αμοιβαία μεταχείριση για τους Ιταλούς υπηκόους ή έχει συναφθεί διεθνής σύμβαση σχετικά με τις οικογενειακές παροχές. Η εξακρίβωση των χωρών στις οποίες ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας πραγματοποιείται από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως, κατόπιν γνώμης του Υπουργού Εξωτερικών. […]»

9.

Η οδηγία 2003/109 μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Decreto legislativo 8 gennaio 2007, n. 3, Attuazione della direttiva 2003/109/CE relativa allo status di cittadini di Paesi terzi soggiornanti di lungo periodo (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 3 της 8ης Ιανουαρίου 2007 περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2003/109/ΕΚ σχετικά με το καθεστώς επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών) (GURI αριθ. 24 της 30ής Ιανουαρίου 2007). Το διάταγμα αυτό ενσωματώνει τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας στις διατάξεις του Decreto legislativo 25 luglio 1998, n. 286, Testo unico delle disposizioni concernenti la disciplina dell’immigrazione e norme sulla condizione dello straniero (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 286 της 25ης Ιουλίου 1998, Κωδικοποιημένο κείμενο των διατάξεων σχετικά με τη ρύθμιση της μεταναστεύσεως και κανόνες σχετικά με την κατάσταση των αλλοδαπών, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 286/1998) (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 191 της 18ης Αυγούστου 1998).

10.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 ορίζει:

«Ο αλλοδαπός που από πέντε τουλάχιστον έτη έχει ισχύουσα άδεια διαμονής και που αποδεικνύει ότι διαθέτει εισόδημα μεγαλύτερο ή ίσο με το ποσό που καταβάλλεται ετησίως ως κοινωνικό επίδομα και, σε περίπτωση που η αίτηση αφορά τα μέλη της οικογένειάς του, επαρκές εισόδημα […] και κατάλληλη κατοικία που πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, μπορεί να ζητήσει από τον questore (διοικητή της αστυνομικής αρχής) τη χορήγηση άδειας διαμονής [ΕΕ] για επί μακρόν διαμένοντες, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα μέλη της οικογένειάς του […].»

11.

Το άρθρο 9, παράγραφος 12, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 ορίζει:

«Επιπλέον των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για τους αλλοδαπούς που διαμένουν νόμιμα στην ημεδαπή, ο δικαιούχος άδειας διαμονής ΕΕ για επί μακρόν διαμένοντες έχει δικαίωμα: […]

c)

να λάβει παροχές κοινωνικής αρωγής, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, επιδόματα υγειονομικής, σχολικής και κοινωνικής φύσεως και παροχές που αφορούν την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της προσβάσεως στη διαδικασία αποκτήσεως κατοικίας στο πλαίσιο δημόσιων στεγαστικών προγραμμάτων, εκτός αν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ότι ο αλλοδαπός κατοικεί πράγματι στην ημεδαπή […]».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και το προδικαστικό ερώτημα

12.

Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, ο VR είναι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος εργάζεται στην Ιταλία. Διαθέτει άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος βάσει του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 με το οποίο η οδηγία 2003/109 μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2011 και Απριλίου του 2014, η σύζυγος και τα πέντε τέκνα του VR εγκατέλειψαν την Ιταλία και επέστρεψαν στην τρίτη χώρα καταγωγής τους (Πακιστάν).

13.

Για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το Istituto Nazionale della Previdenza Sociale (Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ιταλία· στο εξής: INPS) αρνήθηκε να καταβάλει στον VR το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, με την αιτιολογία ότι, όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών, το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 αποκλείει από τον υπολογισμό του εν λόγω επιδόματος τα μέλη της οικογένειας που δεν κατοικούν στην Ιταλία.

14.

Ο VR άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunale Giudice del Lavoro di Brescia (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Μπρέσια, Ιταλία) κατά του INPS και του εργοδότη του, προβάλλοντας ότι η άρνηση του INPS να του καταβάλει το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα συνιστά δυσμενή διάκριση. Το ανωτέρω δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του VR, κρίνοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 αντιβαίνει προς το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109, κατά το μέρος που η εν λόγω ρύθμιση επιφυλάσσει στους επί μακρόν διαμένοντες λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει στους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής.

15.

Το INPS άσκησε ενώπιον του Corte d’appello di Brescia (εφετείου της Μπρέσια, Ιταλία) έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως. Το δικαστήριο αυτό επικύρωσε την απόφαση αυτή.

16.

Το INPS κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως κατά της εφετειακής αποφάσεως.

17.

Το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα συνιστά συμπληρωματική οικονομική παροχή, η οποία, ειδικότερα, είναι διαθέσιμη σε όλα τα πρόσωπα που εργάζονται στην Ιταλία, εφόσον ανήκουν σε οικογενειακό πυρήνα του οποίου το εισόδημα δεν υπερβαίνει ορισμένο όριο. Το ποσό του εν λόγω επιδόματος υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον αριθμό των μελών του οικογενειακού πυρήνα, τον αριθμό των τέκνων και το εισόδημα του οικογενειακού πυρήνα. Όσον αφορά τους μισθωτούς, η καταβολή του επιδόματος πραγματοποιείται από τον εργοδότη ταυτόχρονα με την καταβολή του μισθού, βάσει ποσοστιαίου συντελεστή επί των ακαθάριστων αποδοχών του μισθωτού, και τότε το INPS προβαίνει σε τελική προσαρμογή μεταξύ των ποσών που έχουν καταβληθεί από τον εργοδότη και των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που οφείλονται από αυτόν. Το αιτούν δικαστήριο θεώρησε ότι, παρά τη δική του νομολογία η οποία ορίζει τη φύση του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα ως παροχή που αφορά την κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική αρωγή, το εν λόγω επίδομα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

18.

Το αιτούν δικαστήριο παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ότι τα μέλη του οικογενειακού πυρήνα είναι ουσιώδους σημασίας για το σύστημα του επιδόματος και θεωρούνται στην ουσία δικαιούχοι του επιδόματος. Κατά συνέπεια, διερωτήθηκε αν προσκρούει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988, βάσει της οποίας τα μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών, και όχι Ιταλών υπηκόων, αποκλείονται από τον οικογενειακό πυρήνα όταν δεν κατοικούν στην Ιταλία και δεν υφίσταται σχέση αμοιβαιότητας με τη χώρα της οποίας είναι υπήκοοι, λαμβανομένου υπόψη ότι η αιτιολογική σκέψη 4 και το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 αναφέρουν, αντιστοίχως, ότι ο σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη και ορίζουν τα μέλη της οικογένειας ως «υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος».

19.

Ακριβώς υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των αλλοδαπών επί μακρόν διαμενόντων και των ημεδαπών να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, σε αντίθεση προς όσα προβλέπονται για τους υπηκόους του κράτους μέλους, κατά τον υπολογισμό των μελών του οικογενειακού πυρήνα για τον προσδιορισμό του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, αποκλείονται τα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου επί μακρόν διαμένοντος, υπηκόου τρίτης χώρας, αν κατοικούν στην τρίτη χώρα από την οποία κατάγονται;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου το INPS, ο VR, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ανωτέρω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία παρέστησαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Φεβρουαρίου 2020.

IV. Σύνοψη των παρατηρήσεων των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία

21.

Το INPS υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα. Προβάλλει ότι, όσον αφορά τις τρίτες χώρες, είναι δύσκολο να ελεγχθούν η ύπαρξη άλλων οικογενειακών παροχών που στις χώρες αυτές καταβάλλονται στα ίδια μέλη της οικογένειας καθώς και οι μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση που μπορεί να επηρεάσουν το δικαίωμα λήψεως του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα. Επομένως, κατά τη γνώμη του, ο αποκλεισμός των μελών της οικογένειας τα οποία δεν κατοικούν στην Ιταλία που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 – αποκλεισμός ο οποίος ισχύει μόνο για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίες δεν έχουν συνάψει με την Ιταλία διεθνή σύμβαση για τις οικογενειακές παροχές ή δεν επιφυλάσσουν αμοιβαία μεταχείριση για τους Ιταλούς υπηκόους και δεν ισχύει για τους Ιταλούς υπηκόους ή τους πολίτες της Ένωσης– είναι αναλογικός και εύλογος, καθόσον σκοπό έχει να εμποδίσει να αποκλίνει το εν λόγω επίδομα από τη λειτουργία του να αποτελεί πραγματικό στήριγμα για το νοικοκυριό. Επίσης, η εν λόγω ρύθμιση διακρίνει μεταξύ καταστάσεων που αντικειμενικά διαφέρουν μεταξύ τους, δεδομένου ότι υπήκοος κράτους μέλους έχει μόνιμη και πρωτογενή σχέση με αυτό το κράτος, ενώ η σχέση του υπηκόου τρίτης χώρας με το κράτος μέλος είναι επίκτητη και, εν γένει, προσωρινή.

22.

Το INPS θεωρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 συνάδει με το άρθρο 11, παράγραφοι 1, στοιχείο δʹ, και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109. Κατά το INPS, δεν αρκεί το ότι ο επί μακρόν διαμένων κατοικεί στην Ιταλία, διότι οι αποδέκτες του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα είναι τα μέλη της οικογένειας και, ως εκ τούτου, πρέπει να κατοικούν στην ημεδαπή. Όπως τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα μέλη της οικογένειας που δεν κατοικούν στο κράτος μέλος υποδοχής δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, διότι αποκλείονται από τον ορισμό των μελών της οικογένειας ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας, και βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας είναι δυνατόν να περιοριστούν τα ευεργετήματα στα μέλη της οικογένειας που κατοικούν στο κράτος μέλος υποδοχής.

23.

Το INPS διατείνεται ότι η συμβατότητα του άρθρου 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 με το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109 δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα επιτελεί λειτουργία κοινωνικής αρωγής. Κατά την άποψή του, το εν λόγω επίδομα δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως «βασικό πλεονέκτημα» κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 13, καθόσον το εν λόγω επίδομα χρηματοδοτείται από εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων, και δεν έχει ως σκοπό την ελάφρυνση καταστάσεων ανάγκης τις οποίες αντιμετωπίζουν τα βασικά πλεονεκτήματα ( 5 ). Προβάλλει επίσης ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 δεν παρεκκλίνει από την ίση μεταχείριση, καθόσον δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα για το επίδομα, αλλά μόνον το ποσό του επιδόματος, και συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2003/109 ο οποίος συνίσταται στην προαγωγή της εντάξεως υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη.

24.

Ο VR υποστηρίζει ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη αντίκειται στο άρθρο 11, παράγραφοι 1, στοιχείο δʹ, και 2, της οδηγίας 2003/109. Κατά τον VR, βάσει του άρθρου 2 του νόμου 153/1988, πρόσωπα που εργάζονται στην Ιταλία, επί των οποίων έχει εφαρμογή το κατά το ιταλικό δίκαιο σύστημα αποδοχών και εισφορών, τυγχάνουν, όσον αφορά το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, διαφορετικής μεταχειρίσεως λόγω ιθαγένειας: εργαζόμενοι τρίτων χωρών, σε αντίθεση με τους Ιταλούς εργαζομένους, δεν μπορούν να συμπεριλάβουν στον οικογενειακό τους πυρήνα τα μέλη της οικογένειάς τους που κατοικούν στο εξωτερικό, για τη διαπίστωση της υπάρξεως του δικαιώματος λήψεως του εν λόγω επιδόματος και για τον υπολογισμό του ποσού του. Εφόσον η Ιταλία λαμβάνει υπόψη όσον αφορά τους υπηκόους της τα μέλη της οικογένειάς τους που κατοικούν στο εξωτερικό, πρέπει να κάνει το ίδιο για τους υπηκόους τρίτων χωρών βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2003/109. Διαφορετική λύση προσκρούει στους σκοπούς ισότητας και κοινωνικής συνοχής που αποτυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 4 της εν λόγω οδηγίας.

25.

Ο VR θεωρεί ότι ο ορισμός των μελών της οικογένειας στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, και δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, διότι θα καθιστούσε το εν λόγω άρθρο κενό περιεχομένου. Ο VR προβάλλει ότι, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου ( 6 ), διάταξη όπως το άρθρο 9, παράγραφος 12, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 το οποίο διατηρεί με γενικό τρόπο («εκτός αν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις») την προγενέστερη της οδηγίας 2003/109 νομοθεσία δεν χαρακτηρίζεται ως παρέκκλιση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον δεν αναφέρονται ρητώς οι διατάξεις από τις οποίες γίνεται παρέκκλιση. Όπως τόνισε ο VR κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 δεν έχει εφαρμογή στο επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, διότι το δικαίωμα για το εν λόγω επίδομα δεν αφορά ειδικά το μέλος της οικογένειας για το οποίο μπορεί να ζητηθεί η παροχή ωφελημάτων κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Ο VR προσθέτει ότι οι έλεγχοι για τα επιδόματα όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας που κατοικούν στο εξωτερικό αποτελούν διαφορετικό ζήτημα από την ίση μεταχείριση και, εν πάση περιπτώσει, δεν μεταβάλλονται ανάλογα με το αν η κατάσταση αφορά τα μέλη της οικογένειας Ιταλών υπηκόων τα οποία δεν κατοικούν στην Ιταλία ή τα μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών τα οποία κατοικούν στην Ιταλία.

26.

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη δεν αντίκειται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 και στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Θεωρεί ότι, υπό το πρίσμα της αποφάσεως Martinez Silva ( 7 ), το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα εμπίπτει στην κατηγορία της κοινωνικής ασφαλίσεως και όχι σε εκείνη της κοινωνικής αρωγής ή της κοινωνικής προστασίας, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Υποστηρίζει ότι, βάσει του ορισμού των μελών της οικογένειας που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, τα μέλη της οικογένειας επί μακρόν διαμένοντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την ύπαρξη του δικαιώματος για παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως μόνον αν κατοικούν μαζί με εκείνον στο κράτος μέλος υποδοχής. Προβάλλει ότι ο κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 αποκλεισμός των μη κατοίκων ημεδαπής μελών της οικογένειας δικαιολογείται προκειμένου να αποτρέπονται καταχρηστικές πρακτικές, όπως το «forum shopping» στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Επίσης, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η επίμαχη ρύθμιση είναι αναλογική, διότι επηρεάζει το ποσό του επιδόματος και όχι το δικαίωμα για το επίδομα αυτό, και συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2003/109 να ενσωματωθούν οι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη, όπως ο σκοπός αυτός αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της εν λόγω οδηγίας.

27.

Όπως η Ιταλική Κυβέρνηση τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 δεν έχει εφαρμογή στο επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, διότι το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται στον επί μακρόν διαμένοντα ο οποίος είναι ο δικαιούχος του, σε αντίθεση με ευεργετήματα που καταβάλλονται στα μέλη της οικογένειας μέσω του δεσμού τους με τον εν λόγω διαμένοντα, όπως τα επιδόματα αναπηρίας ή μητρότητας. Επομένως δεν ασκεί επιρροή το αν η Ιταλία έχει δηλώσει σαφώς την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την παρέκκλιση του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109. Επιπλέον, κατά τη γνώμη της, η απόφαση Kamberaj ( 8 ) δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι ρητή δήλωση παρεκκλίσεως απαιτείται για το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, ενώ δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιας δηλώσεως βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Επίσης, δεν έχει νόημα να γίνεται λόγος περί παρεκκλίσεως όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988, καθόσον η εν λόγω ρύθμιση υφίστατο δέκα πέντε χρόνια πριν από την έκδοση της οδηγίας 2003/109, οπότε η Ιταλία δεν είχε καμία υποχρέωση να προβεί σε ρητή δήλωση παρεκκλίσεως, και η Ιταλία δεν εισήγαγε οποιαδήποτε παρέκκλιση στο νομοθετικό διάταγμα 286/1998 με το οποίο μετέφερε την εν λόγω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη.

28.

Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι, ελλείψει σαφούς εκφράσεως της προθέσεως του κράτους μέλους να χρησιμοποιήσει την παρέκκλιση του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη. Υποστηρίζει, βασιζόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου ( 9 ), ότι η Ιταλία δεν έχει δηλώσει σαφώς την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109. Επισημαίνει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 12, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 δεν αναφέρει την κατοικία των μελών της οικογένειας του επί μακρόν διαμένοντος, η δε φράση «εκτός αν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις» της εν λόγω διατάξεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ρητή δήλωση παρεκκλίσεως.

29.

Η Επιτροπή τόνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τη σημασία που έχει η ρητή δήλωση παρεκκλίσεως κράτους μέλους, ιδίως για λόγους διαφάνειας όσον αφορά τα ζητήματα ως προς τα οποία ισχύει η παρέκκλιση αυτή καθώς και για την άσκηση των καθηκόντων της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών. Επιπλέον, κατά την άποψή της, το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 χρησιμεύει μόνο για να οριστεί ποια είναι η έννοια των μελών της οικογένειας του επί μακρόν διαμένοντος όταν γίνεται χρήση του εν λόγω όρου στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, και δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 της οδηγίας αυτής τα μέλη της οικογένειας που δεν κατοικούν μαζί με τον επί μακρόν διαμένοντα στο κράτος μέλος υποδοχής, δεδομένου ότι διαφορετικά η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 θα καθίστατο περιττή.

V. Ανάλυση

30.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους επί μακρόν διαμένοντες, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988, η οποία αποκλείει τα μέλη της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος είναι επί μακρόν διαμένων, αλλά όχι τα μέλη της οικογένειας υπηκόου του κράτους μέλους υποδοχής, όταν αυτά δεν κατοικούν στο εν λόγω κράτος, από την εξακρίβωση της υπάρξεως δικαιώματος του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας για οικογενειακή παροχή.

31.

Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το προδικαστικό ερώτημα στην παρούσα υπόθεση απορρέει από το γεγονός ότι, όπως είδαμε στο σημείο 8 των παρουσών προτάσεων, κατά το άρθρο 2 του νόμου 153/1988 ο οικογενειακός πυρήνας με βάση τον οποίο καθορίζεται το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα αποτελείται από όλα τα πρόσωπα που έχουν ιδιαίτερη οικογενειακή σχέση με εργαζόμενο στην Ιταλία, ανεξαρτήτως του αν τα εν λόγω μέλη της οικογένειας κατοικούν στην Ιταλία ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Εντούτοις, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του εν λόγω νόμου, όσον αφορά τα πρόσωπα που εργάζονται στην Ιταλία και είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, ο οικογενειακός πυρήνας αποτελείται μόνον από τα μέλη της οικογένειας που κατοικούν στην Ιταλία, και όχι από εκείνα που κατοικούν στο εξωτερικό (εκτός αν υφίσταται αμοιβαία μεταχείριση ή συγκεκριμένη συμφωνία) ( 10 ).

32.

Επισημαίνω ότι το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν έχει ακόμη εξετασθεί από το Δικαστήριο. Προκειμένου να δώσω απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, είναι σκόπιμο να διατυπώσω πρώτα ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την οδηγία 2003/109 και το ενωσιακό πλαίσιο για τη νόμιμη μετανάστευση, σε συνδυασμό με την απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj ( 11 ) (μέρος A). Εν συνεχεία, θα ασχοληθώ με την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 (μέρος B). Τέλος, θα εξετάσω τη δυνατότητα εφαρμογής των παρεκκλίσεων από την ίση μεταχείριση που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2003/109 (μέρος Γ).

33.

Βάσει της αναλύσεως αυτής, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1. Η οδηγία 2003/109 και το ενωσιακό πλαίσιο για τη νόμιμη μετανάστευση

34.

Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2003/109 αποτελεί βασική νομική πράξη εντός του λεγόμενου ενωσιακού πλαισίου για τη νόμιμη μετανάστευση, το οποίο αποτελεί μέρος της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής της Ένωσης στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ( 12 ). Το ενωσιακό πλαίσιο για τη νόμιμη μετανάστευση περιλαμβάνει σειρά οδηγιών οι οποίες γενικά ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής ορισμένων κατηγοριών υπηκόων τρίτων χωρών και τα δικαιώματά τους κατόπιν της εισδοχής στα κράτη μέλη ( 13 ). Οι διατάξεις για την ίση μεταχείριση αποτελούν σημαντικό στοιχείο των εν λόγω οδηγιών, και προάγουν έναν εκ των κύριων στόχων της μεταναστευτικής πολιτικής της Ένωσης, ο οποίος είναι η εξασφάλιση δίκαιης μεταχειρίσεως των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη μέλη ( 14 ).

35.

Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2003/109 καθορίζει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως και ανακλήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος και τα συναφή δικαιώματα, καθώς και τις προϋποθέσεις διαμονής σε άλλα κράτη μέλη υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ( 15 ). Κατ’ ουσίαν, η εν λόγω οδηγία εισάγει για τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι τουλάχιστον επί πενταετία έχουν διαμείνει νόμιμα στην Ένωση ειδικό νομικό καθεστώς βασιζόμενο στο δίκαιο της Ένωσης, ήτοι το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος ( 16 ), το οποίο συνιστά το ανώτατο επίπεδο στο οποίο υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να φθάσει ελλείψει της ιθαγένειας του κράτους μέλους υποδοχής ( 17 ).

36.

Όπως έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο, ο κύριος σκοπός της οδηγίας 2003/109, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 4, 6 και 12, είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη ( 18 ). Ομοίως, όπως είναι σαφές από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2003/109, η οδηγία αυτή σκοπό έχει, με τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος στους προαναφερθέντες υπηκόους τρίτων χωρών, την προσέγγιση του νομικού καθεστώτος υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών ( 19 ). Για τον σκοπό αυτόν, η οδηγία 2003/109 καθιερώνει ίση μεταχείριση μεταξύ των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών και των υπηκόων του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων ( 20 ).

37.

Προς τούτο, το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 ορίζει ότι οι επί μακρόν διαμένοντες απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής σε συγκεκριμένους τομείς, στους οποίους συγκαταλέγονται οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο κατά το στοιχείο δʹ, υπό την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων τις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να εισαγάγουν βάσει του άρθρου 11, παράγραφοι 2, 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας. Τούτο σημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι, βάσει του άρθρου 11 της οδηγίας 2003/109, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες επιφυλάσσεται κατ’ αρχήν ίση μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσεται στους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής σε συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη χορήγηση των εν λόγω παροχών.

2. Η απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj

38.

Επισημαίνεται επίσης ότι η απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj ( 21 ), ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο εξέτασε διαφορετικά ζητήματα. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικής παραπομπής από ιταλικό δικαστήριο και αποτέλεσε την πρώτη ευκαιρία που είχε το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109.

39.

Στην εν λόγω απόφαση ( 22 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 εθνική ρύθμιση η οποία προέβλεπε διαφορετική μεταχείριση των επί μακρόν διαμενόντων και των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω επίδομα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και ότι δεν είχε εφαρμογή η παρέκκλιση του άρθρου 11, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά τη γενομένη στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 αναφορά στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας, και οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τον σκοπό κοινωνικής εντάξεως που αυτή επιδιώκει καθώς και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και ειδικότερα το άρθρο του 34 που αφορά την κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική αρωγή, όταν καθορίζουν τα μέτρα που υπόκεινται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως βάσει της εν λόγω διατάξεως ( 23 ).

40.

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι, εφόσον το δικαίωμα των επί μακρόν διαμενόντων να τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 είναι ο γενικός κανόνας, η παρέκκλιση που στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας προβλέπεται σχετικά με την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία πρέπει να ερμηνεύεται στενά, και να εφαρμόζεται μόνον αν το κράτος μέλος έχει δηλώσει σαφώς την πρόθεσή του να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως αυτής ( 24 ). Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109 δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από την ίση μεταχείριση όσον αφορά παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Επίσης, διευκρίνισε ότι η έννοια του κατά την εν λόγω διάταξη όρου «βασικά πλεονεκτήματα» αφορά τις παροχές κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής προστασίας που χορηγούνται από τις δημόσιες αρχές οι οποίες παρέχουν σε άτομα τη δυνατότητα να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, καθώς και ότι, αν το επίμαχο επίδομα υπηρετεί τον σκοπό που διακηρύσσεται στο άρθρο 34 του Χάρτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά το δίκαιο της Ένωσης ότι δεν ανήκει στην κατηγορία των βασικών πλεονεκτημάτων ( 25 ).

41.

Κατά συνέπεια, από την απόφαση Kamberaj προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις όπου εθνική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες και υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τη χορήγηση παροχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, και δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρεκκλίσεις, πρέπει να τηρείται το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως που βάσει της διατάξεως αυτής παρέχεται στους εν λόγω υπηκόους τρίτων χωρών. Επομένως, η εν λόγω απόφαση παρέχει στήριγμα στην άποψη ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη αντιβαίνει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Θα επανέλθω στην απόφαση αυτή σε επόμενο στάδιο της αναλύσεώς μου (βλ. σημεία 45, 64, 67 και 68 των παρουσών προτάσεων).

Β.   Η ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109

1. Γενικές εκτιμήσεις

42.

Υπενθυμίζεται εξαρχής ότι, όπως παρατήρησα στα σημεία 39 και 40 των προτάσεών μου στην υπόθεση C-302/19 σχετικά με την οδηγία 2011/98, η οδηγία 2003/109 δεν εναρμονίζει τις νομοθεσίες των κρατών μελών στους τομείς της κοινωνικής ασφαλίσεως, της κοινωνικής αρωγής και της κοινωνικής προστασίας, και κατ’ αρχήν σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να καθορίζει τις προϋποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη δικαιώματος για παροχές στους εν λόγω τομείς.

43.

Επομένως η οδηγία 2003/109 δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος, επί παραδείγματι, να αποκλείει από τη χορήγηση οικογενειακών παροχών τους εργαζομένους τα μέλη της οικογένειας των οποίων κατοικούν σε τρίτες χώρες, ή να αποκλείει τα εν λόγω μέλη της οικογένειάς τους από τη βάση υπολογισμού του ποσού των παροχών αυτών. Πάντως, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας πράγματι επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες απολαύουν ίσης μεταχειρίσεως με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής (εν προκειμένω, της Ιταλίας) χορηγεί στους υπηκόους του οικογενειακή παροχή, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας των μελών της οικογένειάς τους, βάσει της εν λόγω διατάξεως πρέπει κατ’ αρχήν να επιφυλάσσει την ίδια μεταχείριση στους ευρισκόμενους σε συγκρίσιμη κατάσταση υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ο βάσει της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως αποκλεισμός των μη κατοίκων ημεδαπής μελών της οικογένειας των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών δεν συνάδει με την ως άνω διάταξη για τους ακόλουθους λόγους.

44.

Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι επί μακρόν διαμένων όπως ο VR εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος, 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 και, ως εκ τούτου, έχει δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως βάσει της εν λόγω διατάξεως. Όπως εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής, ο VR είναι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος απασχολείται στην Ιταλία και διαθέτει άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος βάσει της ιταλικής νομοθεσίας που μετέφερε την οδηγία 2003/109 στην εθνική έννομη τάξη.

45.

Δεύτερον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως ανέφερε το αιτούν δικαστήριο, το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο. Κατά τις παρατηρήσεις του INPS και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, το εν λόγω επίδομα εμπίπτει στην κατηγορία της κοινωνικής ασφαλίσεως, και όχι της κοινωνικής αρωγής ή της κοινωνικής προστασίας, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη. Βάσει της αποφάσεως Kamberaj ( 26 ), αυτό είναι ζήτημα η εκτίμηση του οποίου εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Εντούτοις, επισημαίνω ότι όπως εξηγώ στο σημείο 42 των προτάσεών μου στην υπόθεση C-302/19, το εν λόγω επίδομα χαρακτηρίζεται ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως περιλαμβανόμενη στις οικογενειακές παροχές που για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/98 αναφέρει το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας ( 27 ).

46.

Τρίτον, αναμφισβήτητα, βάσει της επίμαχης εθνικής ρυθμίσεως, οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με τους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την ύπαρξη δικαιώματος για τη λήψη επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109. Είναι προφανές ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 εισάγει διαφορετικό καθεστώς για τους υπηκόους τρίτων χωρών (εκτός αν υπάρχει αμοιβαία μεταχείριση ή ειδική συμφωνία) από το γενικό καθεστώς που ισχύει για τους Ιταλούς υπηκόους, στους οποίους το επίδομα καταβάλλεται ανεξαρτήτως της κατοικίας των μελών της οικογένειάς τους. Βάσει της εν λόγω ρυθμίσεως, υπήκοοι τρίτων χωρών, σε αντίθεση με Ιταλούς υπηκόους, δεν μπορούν να συμπεριλάβουν μέλη της οικογένειας που δεν είναι κάτοικοι Ιταλίας στη σύνθεση του οικογενειακού πυρήνα για την εξακρίβωση της υπάρξεως δικαιώματος για το εν λόγω επίδομα. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού του επιδόματος που δύναται να λάβει ο υπήκοος τρίτης χώρας, ή ακόμη και τη μη καταβολή του εν λόγω επιδόματος, αναλόγως του αριθμού των μελών της οικογένειας που κατοικούν στην Ιταλία, σε σύγκριση με το επίδομα που χορηγείται στους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής των οποίων τα μέλη της οικογένειας λαμβάνονται υπόψη ακόμη και αν δεν κατοικούν στην Ιταλία.

47.

Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με τις παρατηρήσεις του INPS και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, και όπως υποστηρίζει ο VR, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση θίγει το δικαίωμα υπηκόου τρίτης χώρας για το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα και όχι μόνον το ποσό του επιδόματος αυτού, καθόσον η ρύθμιση αυτή όντως στερεί τους εν λόγω υπηκόους από το δικαίωμά τους για το ως άνω επίδομα για τις κρίσιμες χρονικές περιόδους κατά τις οποίες όλα τα μέλη της οικογένειάς τους δεν κατοικούν στην Ιταλία, όπως δείχνουν οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

48.

Θα προσέθετα ότι, στο μέτρο που το INPS αρνείται την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως επειδή η κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες διαφέρει από εκείνη των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής λόγω των αντίστοιχων δεσμών τους με το κράτος αυτό, το εν λόγω επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι ο νομοθέτης της Ένωσης παρέσχε το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως στους εν λόγω υπηκόους τρίτων χωρών με το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από το INPS και την Ιταλική Κυβέρνηση σχετικά με τις δυσκολίες που έχουν ο έλεγχος των επιδομάτων, η αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και η διατήρηση της λειτουργίας του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, καθόσον, όπως ανέφερε ο VR, τα εν λόγω ζητήματα μπορεί να είναι τα ίδια όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας Ιταλών υπηκόων τα οποία κατοικούν στο εξωτερικό, η δε οδηγία 2003/109 επιβάλλει ίση μεταχείριση.

49.

Κατά συνέπεια, βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, υφίστανται ισχυρές ενδείξεις ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα (στο μέτρο που οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2003/109 δεν έχουν εφαρμογή, όπως εξετάζεται στα σημεία 63 και 68 των παρουσών προτάσεων). Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων πτυχών που επισήμανε το αιτούν δικαστήριο και ορισμένων επιχειρημάτων που προέβαλαν το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως εγείρονται περίπλοκα ζητήματα ως προς το πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 σχετικά με την εθνική ρύθμιση υπό τις παρούσες συνθήκες. Ο περίπλοκος χαρακτήρας της υπό κρίση υποθέσεως οφείλεται ειδικότερα στη φύση της επίμαχης παροχής και στο γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2003/109 θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τα μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών τα οποία κατοικούν εκτός του κράτους μέλους υποδοχής.

2. Πρόσθετες εκτιμήσεις υπό το πρίσμα της καταστάσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης

50.

Πρέπει να επισημάνω εξαρχής ότι συντάσσομαι με την άποψη του VR και της Επιτροπής ότι οι περί ίσης μεταχειρίσεως διατάξεις του άρθρου 11 της οδηγίας 2003/109 έχουν εφαρμογή σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη.

51.

Πρώτον, δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα του INPS ότι για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 δεν αρκεί να κατοικεί στο κράτος μέλος υποδοχής ο επί μακρόν διαμένων, δεδομένου ότι οι αποδέκτες του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα είναι τα μέλη της οικογένειας και, ως εκ τούτου, πρέπει να κατοικούν στο εν λόγω κράτος μέλος.

52.

Ομοίως με τη θέση που ανέπτυξα στα σημεία 50 και 51 των προτάσεών μου στην υπόθεση C-302/19, υπενθυμίζω ότι, όπως ανέφεραν το αιτούν δικαστήριο καθώς και το INPS, ο VR και η Ιταλική Κυβέρνηση, το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα χορηγείται σε όλους όσους εργάζονται στην Ιταλία, υπό την προϋπόθεση ότι ανήκουν σε οικογενειακό πυρήνα του οποίου το εισόδημα δεν υπερβαίνει συγκεκριμένο όριο. Επιπλέον, καταβάλλεται από τον εργοδότη και χρηματοδοτείται βάσει ανταποδοτικού συστήματος. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το δικαίωμα για το εν λόγω επίδομα συνδέεται με την κατάσταση του εργαζομένου τρίτης χώρας ο οποίος είναι επί μακρόν διαμένων και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

53.

Αναγνωρίζω ότι, όπως ανέφεραν το αιτούν δικαστήριο καθώς και το INPS και η Ιταλική Κυβέρνηση, από το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα ωφελούνται τα μέλη της οικογένειας των επί μακρόν διαμενόντων. Πράγματι, εν γένει, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται ως εκ της φύσεώς τους υπέρ της οικογένειας ( 28 ). Εντούτοις, κατά τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, μολονότι τα μέλη της οικογένειας αποτελούν προαπαιτούμενο για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος και ωφελούνται από αυτό, το δικαίωμα για το εν λόγω επίδομα παρέχεται κατ’ αρχήν στον εργαζόμενο τρίτης χώρας ο οποίος είναι επί μακρόν διαμένων και όχι στα μέλη της οικογένειάς του. Πάνω σε αυτή τη βάση, ο εν λόγω εργαζόμενος έχει δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως σχετικά με τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται στους υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά την ύπαρξη του δικαιώματος για το επίδομα αυτό βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109.

54.

Δεύτερον, θεωρώ ότι ο ορισμός των μελών της οικογένειας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας τα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν κατοικούν στο κράτος μέλος υποδοχής μαζί με τον επί μακρόν διαμένοντα. Όπως είδαμε στο σημείο 6 των παρουσών προτάσεων, κατά την εν λόγω διάταξη ως μέλη της οικογένειας για τους σκοπούς εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας νοούνται «οι υπήκοοι τρίτης χώρας που διαμένουν στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με την [οδηγία 2003/86] σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης». Ο κατά το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 ορισμός των μελών της οικογένειας χρησιμοποιείται με συγκεκριμένο τρόπο στην εν λόγω οδηγία, και κατά κύριο λόγο σχετίζεται με την κατοικία στο δεύτερο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας ( 29 ), όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 20 ( 30 ). Επομένως, όπως ανέφερε η Επιτροπή, ενώ το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 δίνει τον ορισμό των μελών της οικογένειας για τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν οι διατάξεις της οδηγίας αυτής, τίποτα δεν δείχνει ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως περιορίζει το κατά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως των επί μακρόν διαμενόντων.

55.

Ειδικότερα, η προσέγγιση αυτή στοιχεί με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, βάσει του οποίου κράτος μέλος δύναται να περιορίσει την ίση μεταχείριση ειδικότερα όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία, στις περιπτώσεις όπου ο καταχωρημένος ή συνήθης τόπος διαμονής των μελών της οικογένειας για τα οποία ζητούνται οι παροχές βρίσκεται εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν παράλογο να προβλέπεται από το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 η εν λόγω παρέκκλιση αν τα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν κατοικούν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, μέλη της οικογένειας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας.

56.

Η ανωτέρω προσέγγιση συνάδει επίσης με το ιστορικό της οδηγίας 2003/109. Ειδικότερα, από ορισμένα έγγραφα θεσμικών οργάνων προκύπτει ότι ο ορισμός των μελών της οικογένειας στην εν λόγω οδηγία αρχικά συνδεόταν με συγκεκριμένα πρόσωπα που κατοικούν στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως συμβαίνει με τη μετέπειτα οδηγία 2003/86 για την οικογενειακή επανένωση ( 31 ). Τελικά, ο ορισμός αυτός έλαβε την πιο σύντομη μορφή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 ( 32 ). Ωστόσο, στα εν λόγω έγγραφα δεν υπάρχει καμία ένδειξη ως προς το ότι ο εν λόγω ορισμός είχε σκοπό να έχει αντίκτυπο στο δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως των επί μακρόν διαμενόντων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Πράγματι, παρά το γεγονός ότι η χορήγηση παροχών σε πρόσωπα που κατοικούν στην αλλοδαπή συζητήθηκε κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων ( 33 ), και μάλιστα υπήρξε πρόταση για την εισαγωγή παρεκκλίσεως από την ίση μεταχείριση όταν κράτος μέλος παρέχει δικαιώματα στους υπηκόους του που κατοικούν εκτός του εδάφους του ( 34 ), τέτοιες διατάξεις δεν περιελήφθησαν στην οδηγία 2003/109 όπως αυτή εκδόθηκε.

57.

Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της οδηγίας 2003/109, επισημαίνεται ότι, στον ορισμό των μελών της οικογένειας που περιλαμβάνεται σε άλλες οδηγίες στο ενωσιακό πλαίσιο της νόμιμης μεταναστεύσεως, δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη κατοικία τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, καθώς και ότι με τον όρο αυτόν νοούνται οι υπήκοοι τρίτων χωρών όπως ορίζονται ( 35 ), ή αναφέρονται ( 36 ), στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, το οποίο περιέχει κατάλογο των προσώπων ως προς τα οποία τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση, στα οποία περιλαμβάνονται η σύζυγος του υπηκόου τρίτης χώρας και ανήλικα τέκνα.

58.

Τέλος, δεν έχω πειστεί από τα επιχειρήματα του INPS και της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2003/109 να ενταχθούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει επισημάνει το γεγονός ότι ο περί κοινωνικής εντάξεως σκοπός της οδηγίας 2003/109 επιδιώκεται με την εξασφάλιση της κατά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας ίσης μεταχειρίσεως υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Κατά συνέπεια, στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως όπου ένας τέτοιος υπήκοος τρίτης χώρας βρίσκεται σε συγκρίσιμη κατάσταση με υπήκοο του κράτους μέλους υποδοχής, θεωρώ ότι συνάδει πλήρως με τους σκοπούς κοινωνικής εντάξεως και ίσης μεταχειρίσεως που επιδιώκονται με την οδηγία 2003/109 να επιφυλάσσεται στον εν λόγω υπήκοο ίση μεταχείριση όσον αφορά το δικαίωμα για το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

Γ.   Ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 2003/109

59.

Υπενθυμίζεται ότι, όπως είδαμε στο σημείο 7 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 ορίζει ότι, όσον αφορά ορισμένους τομείς που προσδιορίζονται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, στους οποίους συγκαταλέγονται η κοινωνική ασφάλιση, η κοινωνική αρωγή και η κοινωνική προστασία όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο κατά το στοιχείο δʹ, κράτος μέλος «μπορεί να περιορίζει την ίση μεταχείριση σε περιπτώσεις στις οποίες ο καταχωρημένος ή συνήθης τόπος διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος, ή των μελών της οικογένειας για τα οποία αυτός ζητά την παροχή ωφελημάτων ευρίσκεται εντός του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους μέλους».

60.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 εισάγει οριζόντια παρέκκλιση από την ίση μεταχείριση σε διάφορους τομείς, η οποία δεν απαντά σε άλλες οδηγίες που εντάσσονται στο ενωσιακό πλαίσιο της νόμιμης μεταναστεύσεως ( 37 ). Όπως επισημαίνεται στη θεωρία, η εν λόγω διάταξη σκοπό έχει να αποτρέψει την εξαγωγή παροχών στους τομείς που καλύπτονται από το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/109, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών παροχών, για τους επί μακρόν διαμένοντες και τα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία κατοικούν στην αλλοδαπή ( 38 ). Όσον αφορά τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως αναδεικνύουν δύο βασικές πτυχές.

61.

Πρώτον, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, δεν είναι σαφές αν η εν λόγω διάταξη καλύπτει τις οικογενειακές παροχές, όπως το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, οι οποίες καταβάλλονται στον εργαζόμενο προς όφελος ολόκληρης της οικογένειας, ή αν αφορά μόνον τις παροχές που ζητούνται σχετικά με συγκεκριμένη περίσταση η οποία αφορά ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας, όπως υποστηρίζουν ο VR και η Ιταλική Κυβέρνηση. Το δε ιστορικό της οδηγίας 2003/109 δεν φαίνεται να παρέχει μεγάλη καθοδήγηση συναφώς ( 39 ).

62.

Κλίνω προς την άποψη ότι η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 έχει εφαρμογή στα κοινωνικά επιδόματα από τα οποία ωφελείται ο επί μακρόν διαμένων καθώς και σε εκείνα από τα οποία ωφελούνται τα μέλη της οικογένειάς του. Ειδικότερα, τούτο διότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 αναφέρεται στις «διατάξεις της παραγράφου 1 στοιχεί[ο] […] δ)» χωρίς καμία επιφύλαξη, πράγμα που σημαίνει ότι, αν επίδομα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, θα πρέπει επίσης να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου της 11, παράγραφος 2. Πάνω σε αυτή τη βάση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω παρέκκλιση καλύπτει οικογενειακή παροχή όπως το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα.

63.

Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν η Ιταλία βασίμως περιορίζει την ίση μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 εφαρμόζοντας την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

64.

Επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 μόνον αν το εν λόγω κράτος έχει δηλώσει σαφώς την πρόθεσή του να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως αυτής. Όπως επισημαίνεται στα σημεία 39 και 40 των παρουσών προτάσεων, μολονότι η απόφαση Kamberaj ( 40 ) εξέτασε την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, η οποία ήταν επίμαχη στην εν λόγω δίκη, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι οι σχετικές κρίσεις του Δικαστηρίου περιορίζονται στην διάταξη αυτή, και ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, λαμβανομένου υπόψη ιδίως ότι επίσης αυτό συνιστά παρέκκλιση από τον κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 γενικό κανόνα περί ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 37 των προτάσεών μου στην υπόθεση C-302/19, το Δικαστήριο βασίστηκε στις κρίσεις του στην απόφαση Kamberaj για να κρίνει στην απόφαση Martinez Silva ( 41 ) ότι, ακριβώς όπως συμβαίνει με την οδηγία 2003/109, οι κατά την οδηγία 2011/98 παρεκκλίσεις από την ίση μεταχείριση μπορούν να τύχουν επικλήσεως από τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν δηλώσει σαφώς την πρόθεσή τους να κάνουν χρήση των εν λόγω παρεκκλίσεων.

65.

Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, όπως επιβεβαίωσε η Ιταλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων), η Ιταλία δεν δήλωσε την πρόθεσή της να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6-bis, του νόμου 153/1988 διατάξεις σχετικά με το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα, οι οποίες θεσπίστηκαν πολλά χρόνια πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2003/109 στο εθνικό δίκαιο με το νομοθετικό διάταγμα 286/1998, εισάγουν περιορισμούς στην ίση μεταχείριση τους οποίους τα κράτη μέλη έχουν την επιλογή να θεσπίσουν βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

66.

Επιπλέον, όπως είδαμε στο σημείο 11 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 9, παράγραφος 12, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 περιορίζεται να εξαρτά την πρόσβαση του επί μακρόν διαμένοντος στις παροχές κοινωνικής αρωγής και κοινωνικής ασφαλίσεως από την πραγματική κατοικία του στην ημεδαπή και «εκτός αν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις». Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στον τόπο κατοικίας των μελών της οικογένειας του εν λόγω διαμένοντος, η δε φράση «εκτός αν υπάρχουν αντίθετες διατάξεις» δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί σαφής έκφραση της προθέσεως του κράτους μέλους να κάνει χρήση της παρεκκλίσεως, δεδομένου ότι η φράση αυτή δεν διευκρινίζει τις διατάξεις από τις οποίες πραγματοποιείται παρέκκλιση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Ιταλία δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 στην υπό κρίση υπόθεση.

67.

Παρόμοια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν, κατά την άποψή μου, όσον αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Kamberaj ( 42 ) (βλ. σημείο 40 των παρουσών προτάσεων), η παρέκκλιση αυτή παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν την ίση μεταχείριση ως προς την κοινωνική αρωγή και την κοινωνική προστασία στα βασικά πλεονεκτήματα, τα οποία είναι τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από τις δημόσιες αρχές σε άτομα για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους. Εντούτοις, η εν λόγω παρέκκλιση δεν έχει εφαρμογή στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως όπως ορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

68.

Κατά συνέπεια, από την απόφαση Kamberaj προκύπτει ότι, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το επίδομα για τον οικογενειακό πυρήνα αποτελεί παροχή κοινωνικής αρωγής ή κοινωνικής προστασίας και δεν συγκαταλέγεται στα βασικά πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/109, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας πάλι θα αντιτίθεται στην επίμαχη εθνική ρύθμιση, καθόσον από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Ιταλία δεν δήλωσε την πρόθεσή της να κάνει χρήση της εν λόγω παρεκκλίσεως (βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων).

69.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι αντίκειται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109 εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη, η οποία αποκλείει τα μέλη της οικογένειας υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, αλλά όχι τα μέλη της οικογένειας των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής, όταν αυτά δεν κατοικούν στο εν λόγω κράτος, από την εξακρίβωση της υπάρξεως δικαιώματος για οικογενειακή παροχή.

VI. Πρόταση

70.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) την εξής απάντηση:

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δυνάμει της οποίας, σε αντίθεση προς όσα προβλέπονται για τους υπηκόους του κράτους μέλους, κατά τον προσδιορισμό των μελών του οικογενειακού πυρήνα για τον υπολογισμό του επιδόματος για τον οικογενειακό πυρήνα, αποκλείονται τα μέλη της οικογένειας εργαζομένου ο οποίος είναι επί μακρόν διαμένων και υπήκοος τρίτης χώρας, όταν τα εν λόγω μέλη της οικογένειας δεν κατοικούν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2004, L 16, σ. 44.

( 3 ) ΕΕ 2011, L 343, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ 2003, L 251, σ. 12.

( 5 ) Το INPS παραπέμπει συναφώς στην απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233).

( 6 ) Ο VR παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233), και της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C-449/16, EU:C:2017:485).

( 7 ) Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017 (C-449/16, EU:C:2017:485).

( 8 ) Απόφαση της 24ης Απριλίου 2012 (C-571/10, EU:C:2012:233).

( 9 ) Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς στις αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233), και της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C-449/16, EU:C:2017:485).

( 10 ) Επισημαίνεται ότι, όπως προέβαλε ο VR, μολονότι στο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο αναφέρει την τρίτη χώρα καταγωγής, από την επίμαχη εθνική ρύθμιση προκύπτει ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά επίσης την περίπτωση όπου τα μέλη της οικογένειας κατοικούν σε άλλες χώρες εκτός Ιταλίας.

( 11 ) C-571/10 (EU:C:2012:233).

( 12 ) Βλ., τίτλο V, κεφάλαιο 2, της ΣΛΕΕ, και ιδίως άρθρο 79 ΣΛΕΕ.

( 13 ) Για επισκόπηση, βλ., επί παραδείγματι, έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, Έλεγχος καταλληλότητας της νομοθεσίας της ΕΕ για τη νόμιμη μετανάστευση, SWD(2019) 1055 τελικό, της 29ης Μαρτίου 2019. Όπως αναφέρει το εν λόγω έγγραφο, το ενωσιακό πλαίσιο για τη νόμιμη μετανάστευση περιλαμβάνει τις ακόλουθες οδηγίες: 1) την οδηγία 2003/86 σχετικά με την οικογενειακή επανένωση· 2) την οδηγία 2003/109 σχετικά με τους επί μακρόν διαμένοντες· 3) την οδηγία 2009/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης (ΕΕ 2009, L 155, σ. 17)· 4) την οδηγία 2011/98 σχετικά με τις ενιαίες άδειες· 5) την οδηγία 2014/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την εποχιακή εργασία (ΕΕ 2014, L 94, σ. 375)· 6) την οδηγία 2014/66/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στο πλαίσιο ενδοεταιρικής μετάθεσης (ΕΕ 2014, L 157, σ. 1)· και 7) την οδηγία (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2016, L 132, σ. 21), η οποία κατήργησε και αντικατέστησε την οδηγία 2004/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία (ΕΕ 2004, L 375, σ. 12), και την οδηγία 2005/71/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ 2005, L 289, σ. 15).

( 14 ) Βλ. άρθρο 79, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· βλ., επίσης, άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

( 15 ) Βλ. οδηγία 2003/109 και, ειδικότερα, άρθρο 1 και αιτιολογική σκέψη 24· βλ., επίσης, έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/109, COM(2019) 161 τελικό, της 29ης Μαρτίου 2019. Για λεπτομερή ανάλυση, βλ., επί παραδείγματι, Thym, D., «Long Term Residents Directive 2003/109/EC», σε Hailbronner, K., και Thym, D. (επιμ.), EU Immigration and Asylum LawA Commentary, 2η έκδ., C.H. Beck/Hart/Nomos, 2016, σ. 427 έως 519.

( 16 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση P και S (C-579/13, EU:C:2015:39, σημείο 29).

( 17 ) Βλ., συναφώς, Thym, προμνημονεύθείσα στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων, σ. 437 και 438.

( 18 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C-579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 46), και της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Επί μακρόν διαμένοντες – σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι) (C-302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 29).

( 19 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2019, Çoban (C-677/17, EU:C:2019:408, σκέψη 58), και της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Επί μακρόν διαμένοντες – σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι) (C-302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 29).

( 20 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Y.Z. κ.λπ. (Απάτη στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης) (C-557/17, EU:C:2019:203, σκέψη 63).

( 21 ) C-571/10 (EU:C:2012:233).

( 22 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 93).

( 23 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 78 έως 81).

( 24 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 86 και 87).

( 25 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C-571/10, EU:C:2012:233, και ιδίως σκέψεις 83, 91 και 92). Το Δικαστήριο επισήμανε ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες διαπιστώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό του επίμαχου επιδόματος, το ποσό του, τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς του και τη θέση που έχει εντός του εθνικού συστήματος κοινωνικής αρωγής.

( 26 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012 (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 78 έως 81).

( 27 ) ΕΕ 2004, L 166, σ. 1.

( 28 ) Βλ., συναφώς, Strban, G., «Family Benefits in the EU: Is It Still Possible to Coordinate Them?» (2016) 23 Maastricht Journal of European and Comparative Law 775, 782 και 783.

( 29 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Tahir (C-469/13, EU:C:2014:2094, σκέψη 36). Βλ., επίσης, Thym, προμνημονευθείσα στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων, σ. 439.

( 30 ) Βλ. περαιτέρω, συναφώς, οδηγία 2003/109, άρθρο 17, παράγραφος 1, άρθρο 18, παράγραφος 1, και άρθρο 22, παράγραφοι 1, 2 και 5. Πέρα από το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, τα μέλη της οικογένειας αναφέρονται επίσης στο άρθρο 5, παράγραφος 1, σχετικά με τις προϋποθέσεις αποκτήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος και στο άρθρο 12, παράγραφος 3, σχετικά με την προστασία από την απέλαση.

( 31 ) Βλ., επί παραδείγματι, έγγραφο 10312/01, της 12ης Ιουλίου 2001, σ. 7 (στο οποίο τα μέλη της οικογένειας ορίζονται ως «ο/η σύζυγος του αιτούντος, ή το πρόσωπο με το οποίο συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση, τα ανήλικα παιδιά του, καθώς και οι ανιόντες και τα ενήλικα παιδιά των οποίων έχει αναλάβει τη συντήρηση, όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν γίνει δεκτά στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και κατοικούν εκεί σύμφωνα με την οδηγία.../.../ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση»).

( 32 ) Βλ., επί παραδείγματι, έγγραφο 9754/03, της 26ης Μαΐου 2003, σ. 3.

( 33 ) Βλ. έγγραφο 13420/01, της 18ης Δεκεμβρίου 2001, σ. 12, υποσημείωση 2 (όπου σημειώνεται η απάντηση της Επιτροπής σε ερώτηση που τέθηκε από κράτος μέλος σχετικά με την εφαρμογή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά εκπαιδευτικές παροχές για σπουδές εκτός της Ένωσης).

( 34 ) Βλ. έγγραφο 13700/02, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σ. 16, υποσημείωση 1 (όπου σημειώνεται πρόταση της Προεδρίας του Συμβουλίου σχετικά με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 για την ίση μεταχείριση: «Όταν κράτος μέλος χορηγεί οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 δικαιώματα στους υπηκόους του, ενώ διαμένουν εκτός του εδάφους του, το εν λόγω κράτος μέλος δεν υποχρεούται να χορηγήσει το εν λόγω δικαίωμα σε υπηκόους τρίτης χώρας που έχουν αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε άλλο κράτος μέλος και έχουν λάβει άδεια διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙΙ, στην περίπτωση που τα άτομα αυτά διαμένουν εκτός του εδάφους του»).

( 35 ) Βλ. οδηγία 2009/50, άρθρο 2, στοιχείο στʹ· οδηγία 2016/801, άρθρο 3, σημείο 24.

( 36 ) Βλ. οδηγία 2014/66, άρθρο 3, στοιχείο ηʹ.

( 37 ) Παρόμοιες διατάξεις σε άλλες οδηγίες που εντάσσονται στο ενωσιακό πλαίσιο για τη νόμιμη μετανάστευση αφορούν την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση (βλ. οδηγία 2009/50, άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ) και τα φορολογικά πλεονεκτήματα (βλ. οδηγία 2011/98, άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ· οδηγία 2014/36, άρθρο 23, παράγραφος 2, σημείο iii· και οδηγία 2016/801, άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ).

( 38 ) Βλ., επί παραδείγματι, Peers, S., «Implementing Equality? The Directive on Long Term Resident Third-Country Nationals» (2004) 29 European Law Review 437, 452· Thym, προμνημονευθείσα στην υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων, σ. 480 και 486.

( 39 ) Βλ., συναφώς, Halleskov, L., «The Long-Term Residents Directive: A Fulfilment of the Tampere Objective of Near-Equality?» (2005) 7 European Journal of Migration and Law 181, 193.

( 40 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012 (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 86 και 87).

( 41 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017 (C-449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 29, η οποία παραπέμπει κατ’ αναλογίαν στην απόφαση της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj,C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψεις 86 και 87).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2012 (C-571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 83).