ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Διαδικασία εξυγίανσης εφαρμοστέα σε περίπτωση οντότητας η οποία βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης – Απόφαση του ΕΣΕ περί μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης – Προσφυγή ακυρώσεως – Βλαπτική πράξη – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Εν μέρει παραδεκτό – Άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 – Αρμοδιότητα του εκδότη της πράξεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑280/18,

ABLV Bank AS, με έδρα τη Ρίγα (Λεττονία), εκπροσωπούμενη από τον O. Behrends, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τον J. De Carpentier, τον E. Muratori και την H. Ehlers, επικουρούμενους από τον J. Rivas Andrés, δικηγόρο, και την B. Heenan, solicitor,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τους R. Ugena, A. Witte και A. Lefterov,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, E. Buttigieg, K. Kowalik‑Bańczyk, G. Hesse (εισηγητή) και D. Petrlík, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως:

το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2018,

το υπόμνημα παρεμβάσεως της ΕΚΤ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαΐου 2019,

την απόφαση της 17ης Μαρτίου 2020 περί αναστολής της εκδίκασης της υπόθεσης έως ότου το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση που να περατώνει τη δίκη στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369),

τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Οκτωβρίου 2021,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2021,

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση ( 1 )

1

Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, ABLV Bank AS, ζητεί την ακύρωση των αποφάσεων του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) της 23ης Φεβρουαρίου 2018 περί μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα ABLV Bank AS και ABLV Bank Luxembourg SA, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

Ιστορικό της διαφοράς

[παραλειπόμενα]

12

Με δύο αποφάσεις (SRB/EES/2018/09 και SRB/EES/2018/10), της 23ης Φεβρουαρίου 2018, το ΕΣΕ αποφάσισε να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης για την προσφεύγουσα και την ABLV Luxembourg αντιστοίχως (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις). Το ΕΣΕ υιοθέτησε την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014. Έκρινε επίσης ότι δεν υπήρχε καμία εύλογη προοπτική να αποφευχθεί με εναλλακτικά μέτρα η πτώχευσή τους εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, το ΕΣΕ θεώρησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσφεύγουσας και της ABLV Luxembourg, δεν ήταν αναγκαία η λήψη μέτρου εξυγίανσής τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 18, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού. Την ίδια ημέρα, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κοινοποιήθηκαν στους αντίστοιχους αποδέκτες τους, στην FKTK (επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία) και στην CSSF (επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, Λουξεμβούργο).

13

Το άρθρο 1 του διατακτικού της απόφασης SRB/EES/2018/09 έχει ως εξής: «Η ABLV Bank AS δεν θα υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης».

14

Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του διατακτικού της απόφασης SRB/EES/2018/09: «[Η] απόφαση αυτή απευθύνεται στην [FKTK] ως εθνική αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014».

15

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του διατακτικού της απόφασης SRB/EES/2018/09 προβλέπει ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, η [FKTK] θα εφαρμόσει την απόφαση [αυτή] και θα διασφαλίσει ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται συμμορφώνεται με αυτή, σύμφωνα με τις μνημονευόμενες εκτιμήσεις».

16

Τα άρθρα 1 και 2 του διατακτικού της απόφασης SRB/EES/2018/10 που αφορά την ABLV Luxembourg, έχουν ανάλογο περιεχόμενο.

[παραλειπόμενα]

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

23

Το ΕΣΕ προβάλλει τέσσερις λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι αφορούν, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν στήριξε την προσφυγή στο κείμενο των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αλλά στο κείμενο του δελτίου τύπου, ο δεύτερος τον χαρακτήρα των προσβαλλόμενων αποφάσεων ως πράξεων μη δεκτικών προσφυγής, ο τρίτος την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν την αφορούν άμεσα και ο τέταρτος την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

[παραλειπόμενα]

Επί του λόγου απαραδέκτου που αφορά τον χαρακτήρα των προσβαλλόμενων αποφάσεων ως πράξεων μη δεκτικών προσφυγής

29

Κατά το ΕΣΕ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι πράξεις δεκτικές προσφυγής, δεδομένου ότι δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων ικανών να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική κατάστασή της. Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν διατάχθηκε η εκκαθάριση των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατά το ΕΣΕ, εναπόκειται στις εθνικές αρχές εξυγίανσης η λήψη των αναγκαίων μέτρων όσον αφορά τα εν λόγω ιδρύματα, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, μετά την απόφασή του να μην εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης.

30

Υπενθυμίζεται ότι αποτελούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση ενός θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 εκτίμηση της ΕΚΤ περί του κατά πόσον μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής, εντούτοις, η συνακόλουθη κατά το άρθρο 18, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού θέσπιση καθεστώτος εξυγίανσης από το ΕΣΕ ή η απόφαση περί μη θέσπισης τέτοιου καθεστώτος μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας η εκτίμηση της ΕΚΤ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 56).

32

Περαιτέρω, το άρθρο 86, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τέτοιας απόφασης του ΕΣΕ (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 56).

33

Έπεται ότι είναι δεκτική προσφυγής η απόφαση του ΕΣΕ περί έγκρισης ή μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης για πιστωτικό ίδρυμα. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόφαση καθορίζει οριστικά τη θέση του ΕΣΕ κατά το πέρας της σύνθετης διοικητικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014 και κινείται κατόπιν της εκτίμησης ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, στην οποία προβαίνει, σε πρώτο στάδιο, η ΕΚΤ. Η εν λόγω διαδικασία αποσκοπεί, κατά το μέρος που η προσφεύγουσα δεν θα υπαχθεί σε εξυγίανση, στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων έναντι της προσφεύγουσας.

34

Προσέτι, τονίζεται ότι απόφαση περί μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης, όπως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής όπως ακριβώς και η απόφαση περί έγκρισης τέτοιου καθεστώτος. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί έγκρισης μέτρου εξυγίανσης συνεπάγεται την επιβολή εργαλείων εξυγίανσης του άρθρου 18, παράγραφος 6, στοιχεία βʹ και γʹ, και του άρθρου 22 του κανονισμού 806/2014, όπως είναι το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα ή ακόμη η χρήση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης προς στήριξη του μέτρου εξυγίανσης. Επομένως, η απόφαση περί μη έγκρισης τέτοιων εργαλείων, ορισμένα εκ των οποίων δύνανται να παράσχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατηρήσει μέρος των δραστηριοτήτων της, παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντά της.

35

Τέλος, όπως προκύπτει επίσης από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez‑Bordona στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:16, σημείο 93), ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), διασφαλίζεται από το γεγονός ότι η απόφαση του ΕΣΕ με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία του άρθρου 18 του κανονισμού 806/2014 συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής και, ως εκ τούτου, ενδεχόμενη έλλειψη νομιμότητας της εκτίμησης στην οποία προέβη η ΕΚΤ στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δύναται να προβληθεί προς θεμελίωση προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης του ΕΣΕ. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης του ΕΣΕ περί έγκρισης ή μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης που την αφορά.

36

Ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι πράξεις δεκτικές προσφυγής.

Επί του λόγου απαραδέκτου που αφορά έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας

37

Το ΕΣΕ ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αφορούν άμεσα την προσφεύγουσα. Κατά το ΕΣΕ, οι εν λόγω αποφάσεις δεν παρήγαγαν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής της και αφήνουν κάθε περιθώριο στις εθνικές αρχές εξυγίανσης που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή τους. Η εκκαθάριση της προσφεύγουσας και της θυγατρικής της είναι αποτέλεσμα αποφάσεων που ελήφθησαν σε εθνικό επίπεδο και όχι της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης.

38

Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το ΕΣΕ δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επηρεάζεται άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν, αντιστοίχως, την προσφεύγουσα και την κατά ποσοστό 100 % θυγατρική της ως πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία το ΕΣΕ δεν εγκρίνει καθεστώς εξυγίανσης και, συνεπώς, εξατομικεύουν την προσφεύγουσα κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη τους. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν, επομένως, ατομικά την προσφεύγουσα.

39

Όσον αφορά το γεγονός ότι η εν λόγω πράξη φέρεται να μην επηρεάζει άμεσα, εν προκειμένω, την προσφεύγουσα, υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι αποδέκτης της απόφασης, την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεώς του και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2007, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, C‑15/06 P, EU:C:2007:183, σκέψη 31, της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 66, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42).

– Επί του άμεσου επηρεασμού της προσφεύγουσας καθόσον η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης SRB/EES/2018/10 η οποία αφορά την ABLV Luxembourg

40

Επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι η προσφυγή ασκήθηκε από την προσφεύγουσα, στο όνομά της κατά της απόφασης SRB/EES/2018/09, και υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας και μοναδικού μετόχου της ABLV Luxembourg κατά της απόφασης SRB/EES/2018/10.

41

Υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 12 ανωτέρω, η απόφαση SRB/EES/2018/10 προβλέπει ότι δεν θα εγκριθεί καθεστώς εξυγίανσης για την ABLV Luxembourg. Συνεπώς, η εν λόγω απόφαση παράγει αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά CRU, T‑282/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:209, σκέψη 39).

42

Αντιθέτως, η απόφαση SRB/EES/2018/10 δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης των μετόχων, όπως είναι η προσφεύγουσα, καθώς η εν λόγω απόφαση δεν έθιξε το δικαίωμά τους να εισπράττουν μερίσματα και να μετέχουν στη διαχείριση της ABLV Luxembourg (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 110).

43

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923), ο αρνητικός αντίκτυπος για τους μετόχους της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος έχει οικονομικό και όχι νομικό χαρακτήρα, καθώς, ακόμη και αν αυτό δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει τη δραστηριότητά του μετά την εν λόγω ανάκληση και, συγκεκριμένα, να διανέμει μερίσματα, το δικαίωμα των μετόχων να εισπράττουν μερίσματα και να συμμετέχουν στη διαχείρισή του παραμένει αναλλοίωτο (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 111, και διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά CRU, T‑282/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:209, σκέψη 41).

44

Εν προκειμένω, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι η απόφαση SRB/EES/2018/10 προβλέπει απλώς ότι η ABLV Luxembourg δεν θα υπαχθεί σε διαδικασία εξυγίανσης. Συνεπώς, σε αντίθεση με την περίπτωση της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923), η απόφαση SRB/EES/2018/10 δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την ανάκληση της άδειας της εν λόγω τράπεζας να ασκεί δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά CRU, T‑282/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:209, σκέψη 42).

45

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η απόφαση SRB/EES/2018/10 δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

– Επί του άμεσου επηρεασμού της προσφεύγουσας καθόσον η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης SRB/EES/2018/09, η οποία αφορά την προσφεύγουσα

46

H υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε από την προσφεύγουσα στο όνομά της, καθόσον αποσκοπεί στην ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2018/09.

47

Κατά πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014, η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η οικεία οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού συνεπάγεται την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού. Αντιθέτως, αν η ΕΚΤ καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα, δεν κινείται η διαδικασία εξυγίανσης, δεδομένου ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι η ΕΚΤ οφείλει να γνωστοποιήσει την εκτίμησή της στην Επιτροπή και στο ΕΣΕ μόνον όταν εκτιμά ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ,C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψεις 67 και 70).

48

Ως εκ τούτου, αφενός, το συμπέρασμα του ΕΣΕ, το οποίο στηρίζεται στην εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, αποτελεί προϋπόθεση sine qua non του διατακτικού της απόφασης SRB/EES/2018/09 που προβλέπει τη μη έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης για την προσφεύγουσα. Επομένως, το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο του άρθρου 1 του διατακτικού της εν λόγω απόφασης. Συνεπώς, η απόφαση SRB/EES/2018/09, κατά το μέρος που διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής της, κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 39 ανωτέρω νομολογίας.

49

Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 ανωτέρω, η απόφαση περί μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης και επομένως μη επιβολής εργαλείων εξυγίανσης κατά την έννοια του κανονισμού 806/2014, ορισμένα εκ των οποίων δύνανται να παράσχουν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατηρήσει μέρος των δραστηριοτήτων της, παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής της.

50

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η εν λόγω απόφαση καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κατά την έννοια της μνημονευόμενης στη σκέψη 39 ανωτέρω νομολογίας, διαπιστώνεται ότι τούτο δεν ισχύει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η απόφαση περί μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης για την προσφεύγουσα δεν καταλείπει ουδεμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, δεδομένου ότι η τελευταία έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων. Συγκεκριμένα, η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης δεν διαθέτει κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας σε σχέση με την απόφαση του ΕΣΕ σύμφωνα με την οποία δεν θα θεσπιστεί κανένα εργαλείο εξυγίανσης για την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση δεν απαιτεί την εφαρμογή κανενός ενδιάμεσου κανόνα ή μέτρου προκειμένου να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εν λόγω εθνική αρχή εξυγίανσης δύναται να οδηγηθεί στη λήψη μέτρων εφαρμογής της απόφασης SRB/EES/2018/09, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το περιεχόμενο του οποίου υπενθυμίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του διατακτικού της εν λόγω απόφασης, καθώς τα εν λόγω μέτρα κείνται εκτός του πλαισίου του μηχανισμού εξυγίανσης (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά CRU, T‑282/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:209, σκέψη 43).

51

Ειδικότερα, η εκκαθάριση της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το λεττονικό δίκαιο, βρίσκεται εκτός του πλαισίου οποιουδήποτε καθεστώτος εξυγίανσης και δεν απορρέει από την απόφαση SRB/EES/2018/09. Συγκεκριμένα, η εκκαθάριση αποφασίστηκε από τους μετόχους της εταιρίας αυτής κατόπιν της εν λόγω απόφασης του ΕΣΕ ότι δεν επιβαλλόταν από το δημόσιο συμφέρον η εφαρμογή καθεστώτος εξυγίανσης στην προσφεύγουσα σύμφωνα με τον κανονισμό 806/2014 (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 49). Συνεπώς, η εκκαθάριση δεν διετάχθη με την εν λόγω απόφαση (πρβλ. διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά CRU, T‑282/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:209, σκέψεις 39 έως 45).

52

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση να στραφεί κατά της απόφασης SRB/EES/2018/10 και ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατ’ αυτής. Αντιθέτως, νομιμοποιείται ενεργητικώς να στραφεί κατά της απόφασης SRB/EES/2018/09.

Επί του λόγου απαραδέκτου που αφορά την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας

53

Κατά το ΕΣΕ, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Δεν κατέδειξε κατά ποιον τρόπο θα ωφελείτο από την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Όσον αφορά τα συμφέροντα που επικαλείται η προσφεύγουσα, καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πλήττουν τη φήμη των πιστωτικών ιδρυμάτων, το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι η φήμη δεν επηρεάστηκε από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, αλλά από το σχέδιο μέτρου του FinCEN (Financial Crimes Enforcement Network, δικτύου καταπολέμησης του οικονομικού εγκλήματος, ΗΠΑ) ή από την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι τα δύο πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Το συμφέρον που συνίσταται στην κίνηση διαδικασίας αγωγής αποζημίωσης δεν συνιστά, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως, γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Τέλος, στην περίπτωση που η προσφεύγουσα υπέστη ζημία, η ζημία αυτή είναι αποτέλεσμα της απόφασης των μετόχων να προβούν στην εκούσια εκκαθάρισή της.

54

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα, καίτοι ζητεί την εν όλω ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2018/09, δεν παραπονείται για την άρνηση εφαρμογής καθεστώτος εξυγίανσης, αλλά αντικρούει, κατ’ ουσίαν, τα συμπεράσματα του ΕΣΕ ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και ότι δεν υπήρχε καμία εύλογη προοπτική ότι εναλλακτικά μέτρα θα απέτρεπαν την εν λόγω πτώχευση.

56

Εντούτοις, η υπό κρίση υπόθεση ενέχει ιδιαιτερότητες οι οποίες, εκ του λόγου τούτου, δεν επιτρέπουν τη μη αναγνώριση του έννομου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

57

Αφενός, όπως προκύπτει επίσης από τις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω, αν η ΕΚΤ καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η οικεία οντότητα δεν βρίσκεται σε κατάσταση πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, δεν διαβιβάζει ουδεμία εκτίμηση στο ΕΣΕ και δεν κινείται, κατά συνέπεια, η διαδικασία εξυγίανσης. Η υιοθέτηση από το ΕΣΕ της εκτίμησης ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελεί συνεπώς sine qua non προϋπόθεση για την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014 και, κατά συνέπεια, την έκδοση επίσημης απόφασης περί έγκρισης ή μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης.

58

Συνεπώς, το αιτιολογικό της απόφασης SRB/EES/2018/09, ιδίως η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, την οποία υιοθέτησε το ΕΣΕ, συνιστούν το αναγκαίο υπόβαθρο του διατακτικού της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, αν το Γενικό Δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εκτίμηση είναι εσφαλμένη, δεν θα έπρεπε να είχε κινηθεί κατά της προσφεύγουσας η διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση.

59

Αφετέρου, η οικεία οντότητα, για τους σκοπούς της άσκησης των τραπεζικών δραστηριοτήτων της, έχει έννομο συμφέρον να μην αποτελέσει αντικείμενο εκτίμησης από την οποία θα προέκυπτε ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

60

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2018/09.

61

H προσφυγή ακυρώσεως είναι, επομένως, απαράδεκτη κατά το μέτρο που στρέφεται κατά της απόφασης SRB/EES/2018/10 και παραδεκτή καθόσον αποσκοπεί στην ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2018/09.

Επί της ουσίας

[παραλειπόμενα]

Επί του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 806/2014

87

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αποτελούνται, αντιστοίχως, από ένα και από τέσσερα σκέλη. Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει να εξετασθεί πρώτος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι το ΕΣΕ εσφαλμένως δεν προέβη το ίδιο σε εξέταση της προϋπόθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014. Το ΕΣΕ στηρίχθηκε πλήρως στην εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, όσον αφορά την εν λόγω εκτίμηση, ότι τα προσωρινά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπισε μετά το μέτρο που έλαβε το FinCEn δεν αποτελούν αυτά καθεαυτά επαρκή λόγο για να εκτιμηθεί ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές ΕΒΑ/GL/2015/07 της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), της 6ης Αυγούστου 2015, σχετικά με την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 32 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ), συνιστάται η συνεκτίμηση όλων των αντικειμενικών στοιχείων και δεν συνιστάται να στηρίζεται η εκτίμηση ότι οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης σε ένα μόνον στοιχείο, όπως η άμεση διαθεσιμότητα ρευστότητας. Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ποσό ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ που απαιτεί η ΕΚΤ να είναι διαθέσιμο στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, πριν από την ενδεχόμενη άρση της αναστολής πληρωμών, στις 23 Φεβρουαρίου 2018, ήταν δυσανάλογο. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η ΕΚΤ υπερεκτίμησε την αναμενόμενη απόσυρση καταθέσεων σε περίπτωση επανέναρξης εργασιών της προσφεύγουσας, στηριζόμενη σε μέσο όρο αναλήψεων της τάξης των 200 εκατομμυρίων ευρώ ημερησίως επί πέντε συναπτές ημέρες. Κατά τέταρτον, η προσφεύγουσα προβάλλει δέσμη επιχειρημάτων προς στήριξη της θέσης της ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού της, ιδιαίτερα εκείνα στα οποία δεν είχε άμεση πρόσβαση. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ΕΣΕ δεν εξέτασε επαρκώς εάν υπήρχε εύλογη προοπτική εναλλακτικό μέτρο να αποτρέψει την πτώχευσή της.

[παραλειπόμενα]

– Επί του ζητήματος αν το ΕΣΕ δύναται να στηριχθεί στην εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης

103

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι το ΕΣΕ δεν μπορούσε να στηριχθεί αποκλειστικά στην εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης χωρίς να προβεί το ίδιο σε δική του εξέταση. O ισχυρισμός αυτός, ο οποίος πρέπει να εξεταστεί πρώτος, πρέπει να απορριφθεί ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για νέο ισχυρισμό κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

104

Συγκεκριμένα, ο εν λόγω ισχυρισμός καταλήγει στην παραγνώριση του ρόλου της ΕΚΤ στο σύστημα που θεσπίζει το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369).

105

Βεβαίως, το ΕΣΕ δεν δεσμεύεται από την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι οντότητα βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αξιολόγηση δεν συνιστά δεσμευτική πράξη και, ειδικότερα, δεν υποχρεώνει το ΕΣΕ να ενεργήσει κατά δέσμια αρμοδιότητα με γνώμονα την αξιολόγηση αυτή. Από κανένα στοιχείο του γράμματος της διάταξης αυτής δεν προκύπτει ότι το ΕΣΕ στερείται εξουσίας εκτίμησης όσον αφορά το αν η οικεία οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 67).

106

Εντούτοις, το άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού προσδίδει πρωτεύοντα, έστω και μη αποκλειστικό, ρόλο στην ΕΚΤ, καθόσον σε αυτήν εναπόκειται, κατά κανόνα, να εκτιμά, σε πρώτο στάδιο, αν μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Το ΕΣΕ μπορεί επίσης να προβαίνει στην εκτίμηση αυτή, πλην όμως μόνον αφού ενημερώσει την ΕΚΤ σχετικά με την πρόθεσή του και μόνον εφόσον η ΕΚΤ δεν προβεί σε δική της εκτίμηση εντός τριών ημερολογιακών ημερών από την ενημέρωσή της. Επομένως, αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ η κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα να προβαίνει σε τέτοια εκτίμηση, η οποία στηρίζεται στην εμπειρογνωσία της ως εποπτικής αρχής, δεδομένου ότι, έχοντας πρόσβαση, υπό την ιδιότητά της αυτή, στο σύνολο των δεδομένων προληπτικής εποπτείας που αφορούν την οικεία οντότητα, είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, υπό το πρίσμα του ορισμού της πτώχευσης ή της πιθανής πτώχευσης στο άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε στοιχεία συνδεόμενα με την κατάσταση προληπτικής εποπτείας, όπως είναι οι όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, το ποσό του ενεργητικού συγκρινόμενο με το ποσό του παθητικού ή οι υφιστάμενες ή μελλοντικές δανειακές υποχρεώσεις (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 62).

107

Εν προκειμένω, το ΕΣΕ επισήμανε στο σημείο 3.2.1 της προσβαλλόμενης απόφασης SRB/EES/2018/09, στηριζόμενο στην εκτίμηση της ΕΚΤ, ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού, για τον λόγο ότι, αν η αναστολή πληρωμών αιρόταν μετά τις 23 Φεβρουαρίου 2018, ήταν πολύ πιθανό να συνεχισθούν οι εκροές ρευστότητας των ιδρυμάτων με τον ίδιο ρυθμό όπως πριν από την επιβολή του, λαμβανομένου υπόψη του πλήγματος στη φήμη της από το σχέδιο μέτρου του FinCEN. Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ υιοθέτησε την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να διαθέτει ικανότητα αντιστάθμισης ποσού ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στον λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, το οποίο θα της επέτρεπε να ανταποκριθεί στην έκταση των αναμενόμενων αναλήψεων κατά τις πέντε ημέρες αμέσως μετά την άρση της αναστολής πληρωμών. Δεδομένου ότι δεν επετεύχθη η εν λόγω ικανότητα αντιστάθμισης, το ΕΣΕ υιοθέτησε επίσης την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της και ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

108

Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε το ΕΣΕ, κατ’ εφαρμογήν της μνημονευόμενης στις σκέψεις 91 έως 94 ανωτέρω νομολογίας, στο πλαίσιο της σύνθετης οικονομικής εκτίμησης που συνιστά η εκτίμηση ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, το ΕΣΕ, καίτοι δεν δεσμεύεται από την εξέταση και την εκτίμηση στις οποίες προέβη η ΕΚΤ, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στηριζόμενο σε αυτή, καθώς η ΕΚΤ αποτελεί το θεσμικό όργανο που είναι σε θέση να προβεί καλύτερα στην εκτίμηση ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

109

Επομένως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

– Επί της εκτίμησης ότι η προσφεύγουσα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία στηρίζεται κυρίως στην κρίση ρευστότητας

110

Κατά την προσφεύγουσα, η ΕΚΤ εσφαλμένως έκρινε ότι ένα προσωρινό πρόβλημα πρόσβασης σε ορισμένα ρευστά διαθέσιμα αιτιολογούσε το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. H ΕΚΤ στηρίχθηκε μόνο σε ένα γεγονός, ήτοι την πρόσκαιρη έλλειψη ρευστότητας κατόπιν των μαζικών αναλήψεων κατά την περίοδο μεταξύ 14ης και 16ης Φεβρουαρίου 2018, και δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τη γενική κατάσταση της προσφεύγουσας. Η τελευταία υποστηρίζει ότι δεν ελήφθησαν αρκούντως υπόψη ούτε ο δείκτης κάλυψής της ούτε η μεγάλη κεφαλαιοποίησή της. Από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ προκύπτει μεταξύ άλλων ότι πρέπει να σταθμιστούν όλα τα αντικειμενικά στοιχεία που σχετίζονται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να καθοριστεί αν βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

111

Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, η οντότητα θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διάταξης. Εν προκειμένω, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση ή υπήρχαν αντικειμενικά στοιχεία που υποστήριζαν το συμπέρασμα ότι επρόκειτο, στο εγγύς μέλλον, να μην είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή να ανταποκριθεί σε άλλες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού. Όπως ορθώς ισχυρίστηκε η ΕΚΤ, δεν προκύπτει από το άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014 ότι η ΕΚΤ και το ΕΣΕ οφείλουν να λάβουν υπόψη στοιχεία όπως ο δείκτης κάλυψης ή η κεφαλαιοποίηση ενός πιστωτικού ιδρύματος πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

112

Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ. Συγκεκριμένα, κατά το σημείο 5 του κειμένου τους στην αγγλική γλώσσα, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εκδίδονται, δυνάμει του άρθρου 32, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/59, με σκοπό να προωθηθεί η σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας. Η ΕΚΤ ορθώς υποστηρίζει ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν δύνανται να ερμηνευθούν αντίθετα προς τον κανονισμό 806/2014 και ότι δεν επιβάλλουν συνεπώς πρόσθετες προϋποθέσεις που δεν απορρέουν από το άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού.

113

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το σημείο 14 των κατευθυντηρίων γραμμών της ΕΑΤ, στο κείμενο στην αγγλική γλώσσα, η αρχή εξυγίανσης όφειλε να αξιολογήσει τα αντικειμενικά στοιχεία που αφορούν, μεταξύ άλλων, την κεφαλαιακή θέση και τη θέση ρευστότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Εντούτοις, κατά το σημείο 16 του αγγλικού κειμένου των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, μολονότι στις περισσότερες περιπτώσεις αναμένεται ότι μια σειρά παραγόντων, και όχι ένας μόνον παράγοντας, από όσους παρατίθενται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, θα συνεκτιμηθούν για τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκπλήρωση μίας και μόνης προϋπόθεσης, αναλόγως του επιπέδου σοβαρότητας και του αντικτύπου της από άποψη προληπτικής εποπτείας, θα ήταν επαρκής για να ενεργοποιηθεί η εξυγίανση. Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ δεν προκύπτει επομένως ότι πρέπει κατ’ ανάγκην να συνεκτιμηθούν περισσότερες περιστάσεις ή παράγοντες πριν εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ή δεν θα είναι σε θέση στο εγγύς μέλλον να εξοφλήσει τις οφειλές του ή να ανταποκριθεί σε άλλες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του.

114

Εν συνεχεία, όπως ισχυρίζεται η ΕΚΤ, η ύπαρξη ρευστών διαθεσίμων είναι πρωταρχικής σημασίας για ένα πιστωτικό ίδρυμα, δεδομένου ότι ο κύριος ρόλος του συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων από το κοινό και την επανεπένδυσή τους στην πραγματική οικονομία με τη χορήγηση δανείων. O εν λόγω ρόλος ενδιαμέσου εδράζεται στην αρχή ότι ο καταθέτης πρέπει να είναι σε θέση να ανακτήσει, κατ’ αρχήν αμέσως, τις καταθέσεις του κατόπιν αιτήματος. Αν μια τράπεζα δεν δύναται να επιστρέψει τα κεφάλαια των καταθετών, τούτο επηρεάζει όχι μόνον την εμπιστοσύνη στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, αλλά επίσης, ενδεχομένως, μέσω διάδοσης, την εμπιστοσύνη στο σύνολο του τραπεζικού συστήμτος. Δεν αμφισβητείται, εξάλλου, ότι τα φαινόμενα γενικευμένης απόσυρσης καταθέσεων δεν επηρεάζουν μόνον τα πιστωτικά ιδρύματα που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες, αλλά και υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του συστήματος αυτού (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kantarev, C‑571/16, EU:C:2018:807, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115

Κατά συνέπεια, υπό περιστάσεις όπως οι προκείμενες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων κατόπιν διάρρηξης της εμπιστοσύνης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και της πελατείας του, ο δείκτης κάλυψης του εν λόγω ιδρύματος και η κεφαλαιοποίησή του είναι μικρότερης σημασίας σε σχέση με την άμεση διαθεσιμότητά του ρευστών διαθεσίμων. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει επομένως να απορριφθεί.

– Επί του συμπεράσματος της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να διαθέτει, προκειμένου να αποτρέψει την πτώχευσή της, ένα δισεκατομμύριο ευρώ κατατεθειμένο σε μετρητά στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, στις 23 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 18:00

116

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η ικανότητά της αντιστάθμισης ποσού ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στον λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, αναγκαία κατά την ΕΚΤ προκειμένου να επιστρέψει τις καταθέσεις που μπορούσαν να αναληφθούν βραχυπρόθεσμα κατά τον χρόνο πιθανής επανέναρξης των εργασιών της προσφεύγουσας μετά την άρση της αναστολής πληρωμών, ήταν δυσανάλογη.

117

Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η ίδια βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, την οποία υιοθέτησε το ΕΣΕ, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι καταθέσεις όψεως, χωρίς προθεσμία και επομένως άμεσα απαιτητές, είχαν μετατραπεί στις 22 Φεβρουαρίου 2018 σε προθεσμιακές καταθέσεις ύψους 449 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά την προσφεύγουσα, οι εν λόγω καταθέσεις δεν ήταν απαιτητές, χωρίς τη συναίνεσή της, για περίοδο έξι μηνών μετά τη μετατροπή τους και, για τον λόγο αυτόν, οι εν λόγω καταθέσεις δεν μπορούσαν να αναληφθούν βραχυπρόθεσμα. Επομένως, το ύψος των άμεσα απαιτητών καταθέσεων ανερχόταν σε 1,596 δισεκατομμύρια ευρώ και όχι σε 2,043 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως εκτίμησε η ΕΚΤ.

118

Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι οι αναλήψεις καταθέσεων θα συνεχίζονταν με τον ίδιο ρυθμό όπως τις τρεις ημέρες που προηγήθηκαν της αναστολής πληρωμών, από τις 14 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, ήτοι αναλήψεις 200 εκατομμυρίων ευρώ ημερησίως κατά μέσο όρο, είναι αβάσιμο. Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι η ανάληψη των καταθέσεων θα συνεχιζόταν γραμμικά μετά την ενδεχόμενη άρση της αναστολής πληρωμών. Ισχυρίζεται ότι, μετά την αρχική ανάληψη των πιο ευμετάβλητων καταθέσεων, υπολειπόταν απόθεμα σταθερότερων καταθέσεων. Επί του σημείου αυτού, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας (internal liquidity adequacy assessment process, ILAAP), την οποία ενέκρινε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της πιο πρόσφατης απόφασής της σχετικά με τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process, SREP) του 2017, από την οποία προέκυπτε ότι μεγάλο μέρος των καταθέσεων όψεως ήταν σταθερό και απολάμβανε της εμπιστοσύνης των καταθετών.

119

Προσέτι, ο όγκος των εκροών ήταν χαμηλότερος στις 16 Φεβρουαρίου 2018 σε σχέση με την προηγούμενη ημέρα. Οι απόπειρες ανάληψης ποσών μέσω του διαδικτύου αφορούσαν μόνο 28 εκατομμύρια ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα είχε ήδη εξοφλήσει σημαντικό αριθμό των υποχρεώσεών της πληρωμής σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών με μεταφορές τίτλων σε ευρώ, μολονότι είχε λάβει, στις 15 Φεβρουαρίου 2018, την απόφαση να αντικαταστήσει τις καταβολές σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών με καταβολές σε ευρώ ή σε είδος και, από τις 16 Φεβρουαρίου, να παύσει πλήρως τις αποπληρωμές οφειλών σε ευρώ, επικαλούμενη ανωτέρα βία. Κατά την εν λόγω περίοδο ανωτέρας βίας, καταβλήθηκαν ακόμη σε είδος 167 εκατομμύρια ευρώ για τις υποχρεώσεις πληρωμής της προσφεύγουσας σε δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Θα ήταν εξαιρετικά απίθανο τα αιτήματα άμεσης ανάληψης καταθέσεων αμέσως μετά την άρση της αναστολής πληρωμών να αφορούσαν ποσά της τάξης των 200 εκατομμυρίων ευρώ ημερησίως.

120

Απαντώντας στα επιχειρήματα αυτά, πρώτον, επισημαίνεται, όπως σημείωσε και η ΕΚΤ, ότι δεν υφίστατο καμία εγγύηση ότι οι καταθέσεις που μετατράπηκαν σε προθεσμιακές καταθέσεις δεν θα αποσύρονταν βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως μέσω καταβολής ποινικής ρήτρας. H EKT τόνισε προσέτι, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι η μεγάλη πλειονότητα των καταθετών δεν είχε αποδεχθεί τη μετατροπή σε προθεσμιακή κατάθεση. Η ΕΚΤ συνήγαγε εξ αυτού ότι οι εν λόγω καταθέτες μπορούσαν, αφού αρνήθηκαν τη μετατροπή, να ζητήσουν βραχυπρόθεσμα την επιστροφή των καταθέσεών τους. Επρόκειτο για καταθέσεις αξίας 1,596 δισεκατομμυρίων ευρώ. Προσέτι, επισήμανε ότι η μετατροπή ορισμένου αριθμού καταθέσεων δεν μετέβαλε την εκτίμηση ότι οι αναλήψεις θα συνεχίζονταν με ρυθμό της τάξης των 200 εκατομμυρίων ευρώ κατά μέσο όρο ημερησίως και ότι η προσφεύγουσα έπρεπε, ως εκ τούτου, να διαθέτει ικανότητα αντιστάθμισης ποσού ενός δισεκατομμυρίου ευρώ πριν από την ενδεχόμενη επανέναρξη εργασιών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

121

Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα δεν δύνανται να αναιρέσουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται στον ισχυρισμό, χωρίς να προσκομίζει αποδείξεις προς στήριξή του, ότι ως προς τις προθεσμιακές καταθέσεις συμφωνήθηκε ότι δεν θα ζητείτο η ανάληψή τους για περίοδο έξι μηνών. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αποδεδειγμένος και βάσιμος, δεν αναιρεί την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι οι αναλήψεις θα συνεχίζονταν κατά πάσα πιθανότητα με την ίδια ταχύτητα και στην ίδια έκταση μετά από υποθετική επανέναρξη εργασιών της οικείας οντότητας και ότι έπρεπε επομένως να διαθέτει αυξημένο ποσό ρευστότητας προκειμένου να ανταποκριθεί στη ζήτηση κατά τις πέντε ημέρες μετά την επανέναρξη εργασιών. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις που δεν μετατράπηκαν ανέρχονταν ακόμη σε 1,596 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ την ικανότητα αντιστάθμισης ποσού ενός δισεκατομμυρίου ευρώ που απαιτεί η ΕΚΤ.

122

Δεύτερον, δεν υπάρχουν στοιχεία στη δικογραφία που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο τα οποία να αναιρούν την εκτίμηση της ΕΚΤ ότι οι παρελθούσες εσωτερικές αξιολογήσεις της επάρκειας της ρευστότητας της προσφεύγουσας, τις οποίες επικαλείται η ίδια, ήταν μειωμένης αξίας κατά τον χρόνο της έκτακτης κατάστασης που προκάλεσε την έκδοση της απόφασης SRB/EES/2018/09. Βεβαίως, η ILAAP της προσφεύγουσας είχε εγκριθεί από την ΕΚΤ το 2017, αλλά δεν αμφισβητείται ότι τον Φεβρουάριο του 2018 η προσφεύγουσα βρέθηκε αντιμέτωπη με απρόβλεπτη κατάσταση μαζικών αναλήψεων καταθέσεων συνεπεία της απώλειας εμπιστοσύνης του κοινού στην ευρωστία του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, και τούτο ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ήταν υγιές ίδρυμα ή αντιμετώπιζε δυσκολίες.

123

Υπό τις εν λόγω εξαιρετικές περιστάσεις, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στηριζόμενη στο ύψος των αναλήψεων από τις 14 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018, το οποίο αντανακλούσε επαρκώς την κατάσταση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος κατά τον χρόνο της εκτίμησης ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς ισχυρίστηκε η ΕΚΤ, η χρησιμοποίηση του μέσου όρου των εκροών ρευστότητας της τάξης των 200 εκατομμυρίων ευρώ ημερησίως από τις 14 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018 προς τον σκοπό του υπολογισμού του ταμειακού αποθέματος κατά την καταληκτική ημερομηνία εξηγείται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ρευστότητας, οι εκροές ρευστότητας ενδέχεται να είναι ευμετάβλητες και η λήψη υπόψη ενός μέσου όρου μειώνει τον κίνδυνο εσφαλμένου υπολογισμού. Εξάλλου, η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε στοιχεία μη αμφισβητούμενα, αντικειμενικά και ισχύοντα κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης SRB/EES/2018/09. Λαμβανομένων υπόψη του πλήγματος στη φήμη της προσφεύγουσας και της απώλειας εμπιστοσύνης που προέκυψε, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι οι αναλήψεις θα συνεχίζονταν με τον ίδιο ρυθμό μετά την άρση της αναστολής πληρωμών, δεδομένου ότι δεν μεσολάβησε κανένα γεγονός ικανό να καθησυχάσει τις αγορές.

124

Κατά τα λοιπά, δεν μπορεί ομοίως να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η έκταση των αναλήψεων έδειξε πτωτική τάση μεταξύ 14 και 16 Φεβρουαρίου 2018. Συναφώς, η ΕΚΤ επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουσθεί, ότι το ποσό των αναλήψεων ήταν υψηλότερο στις 15 Φεβρουαρίου από ό,τι στις 14 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί ούτε ανοδική ούτε πτωτική τάση. Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

– Λοιπά επιχειρήματα σχετικά με την εκτίμηση της ΕΚΤ, την οποία υιοθέτησε το ΕΣΕ, ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης

125

Η προσφεύγουσα προβάλλει μια δέσμη λοιπών επιχειρημάτων προς στήριξη της αντίκρουσης του αποτελέσματος της εκτίμησης της ΕΚΤ, την οποία υιοθέτησε το ΕΣΕ, ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Συνεπώς, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη όλα τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η προσφεύγουσα. Η ΕΚΤ έλαβε υπόψη το ποσό των 694 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο η προσφεύγουσα διέθετε κατά την καταληκτική ημερομηνία, στις 23 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 18:00, στον λογαριασμό που τηρεί στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας και αγνόησε τα στοιχεία ενεργητικού που δεν περιλαμβάνονταν στον λογαριασμό αυτόν. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως απέκλεισε σειρά στοιχείων ενεργητικού αξίας 690 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν μετατραπεί σε μετρητά εάν το είχε ζητήσει η ΕΚΤ. Τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού θα ήταν διαθέσιμα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ανάλογα με τις αναλήψεις καταθέσεων.

126

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η ΕΚΤ έλαβε υπόψη μόνον τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ επιβεβαίωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η ίδια ήταν σε θέση να εξακριβώσει μόνον τη διαθέσιμη ρευστότητα στον εν λόγω λογαριασμό, ενώ δεν μπορούσε να ελεγχθεί η άμεση διαθεσιμότητα λοιπών στοιχείων ενεργητικού. Κατά τα λοιπά, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν είχε ενημερωθεί ότι μπορούσε να ληφθεί υπόψη, για τον υπολογισμό της ικανότητας αντιστάθμισης κατά την καταληκτική ημερομηνία, μόνον η διαθέσιμη ρευστότητα στον εν λόγω λογαριασμό. Όπως ισχυρίστηκε η ΕΚΤ στο σημείο 93 του υπομνήματος παρεμβάσεως και χωρίς να αντικρουσθεί, για την εν λόγω απαίτηση ενημερώθηκαν με σαφή τρόπο οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας, ιδίως κατά τη συνάντηση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, τα πρακτικά της οποίας περιλαμβάνονται στο παράρτημα F.4.1 του υπομνήματος παρεμβάσεως της ΕΚΤ.

127

Η προσφεύγουσα δεν δύναται να προσάψει βασίμως στην ΕΚΤ ότι δεν έκανε διάκριση μεταξύ της υπό την κατοχή της ρευστότητας και της πρόσβασης σε αυτή, δεδομένου ότι ορισμένα στοιχεία ενεργητικού ήταν προσωρινώς μη προσβάσιμα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι θα είχε αποκατασταθεί εγκαίρως η πρόσβαση στα εν λόγω ρευστά στοιχεία ενεργητικού προκειμένου να ικανοποιηθεί η ζήτηση αναλήψεων καταθέσεων.

128

Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη και αξιολόγησε τα στοιχεία ενεργητικού που μνημονεύει η προσφεύγουσα, αλλά στήριξε το συμπέρασμά της, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την άμεση διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, μόνον στα στοιχεία ενεργητικού που ήταν πράγματι διαθέσιμα στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας κατά την καταληκτική ημερομηνία.

129

Η ΕΚΤ διευκρίνισε συναφώς, στα σημεία 15 έως 19 του υπομνήματος παρεμβάσεως, ότι τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού που διατηρεί ένα πιστωτικό ίδρυμα για να ανταποκρίνεται στις ταμειακές εκροές προέρχονται κυρίως από δύο πηγές. Η πρώτη πηγή αποτελείται από μετρητά, που είναι κατ’ αρχήν λογαριασμοί μετρητών που τηρούνται στην κεντρική τράπεζα ή σε άλλους φορείς, στους οποίους το οικείο ίδρυμα μπορεί να έχει πρόσβαση κατόπιν αιτήματος. Η δεύτερη πηγή ρευστότητας αποτελείται από ορισμένους διαπραγματεύσιμους τίτλους υψηλής ποιότητας που μπορούν να δοθούν ως εξασφάλιση, εν γένει κατόπιν εφαρμογής περικοπής αποτίμησης επί της ονομαστικής τους αξίας, προκειμένου να συναφθεί δάνειο σε μετρητά με κεντρική τράπεζα ή αντισυμβαλλόμενο ή που μπορούν να εκχωρηθούν με άμεση συναλλαγή σε τρίτο, προκειμένου να αναληφθεί η αξία τους σε μετρητά. Η σύναψη δανείου απαιτεί από τον καταθέτη που κατέχει τους τίτλους να τους παράσχει ως εξασφάλιση, ενώ η εκχώρηση τίτλων ενδέχεται να απαιτήσει περισσότερο χρόνο, δεδομένου ότι συνεπάγεται τη συνδρομή πρόσθετων, πλην του καταθέτη που κατέχει τον τίτλο, φορέων, όπως του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων και της εμπορικής ή της κεντρικής τράπεζας.

130

Υποστήριξε, εν συνεχεία, ότι τα υφιστάμενα σε λογαριασμούς μετρητών ποσά, ιδιαίτερα τα κατατεθειμένα σε κεντρική τράπεζα, θα ήταν άμεσα διαθέσιμα για τράπεζα που είχε ανάγκη ταμειακών διαθεσίμων προκειμένου να αποπληρώσει τους καταθέτες ή λοιπούς πιστωτές. Εντούτοις, το δάνειο από τις χρηματαγορές ή η άντληση μετρητών από άλλες πηγές πλην της κεντρικής τράπεζας εξαρτάται από τη βούληση των εμπορικών εταίρων. Η χρηματοδότηση από την αγορά δεν πρέπει συνεπώς να θεωρείται ως δεδομένη και ενδέχεται να είναι περιορισμένη ή να υπόκειται σε πολύ σημαντικές περικοπές αποτίμησης επί των εξασφαλίσεων ή ενίοτε να μην είναι καθόλου διαθέσιμη. Λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών αυτών στη χρηματοδότηση από την αγορά, πολλές κεντρικές τράπεζες διατηρούν τον ρόλο δανειστή έσχατης ανάγκης, στο πλαίσιο του οποίου χορηγούν δάνεια έκτακτης ενίσχυσης σε μετρητά σε εμπορικές τράπεζες έναντι εξασφαλίσεων, σε περιπτώσεις που δεν επιθυμούν να το πράξουν άλλοι φορείς που δραστηριοποιούνται στην αγορά.

131

Στο πλαίσιο αυτό, πάντοτε κατά την ΕΚΤ, η λύση στην κρίση ρευστότητας της προσφεύγουσας, στην οποία συμφώνησαν η ίδια και η προσφεύγουσα, συνίστατο στην επιδίωξη της μετατροπής των υποτιθέμενων ρευστών στοιχείων ενεργητικού του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε επαρκές ποσό μετρητών, ήτοι σε ικανότητα αντιστάθμισης, το οποίο θα ήταν άμεσα προσβάσιμο από την τράπεζα, χωρίς κανέναν περιορισμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στα αιτήματα ανάληψης καταθέσεων.

132

Εντούτοις, δεδομένου ότι πλείονες εταίροι που κατείχαν κινητές αξίες της προσφεύγουσας δεν θέλησαν να απελευθερώσουν τα στοιχεία ενεργητικού της λόγω του σχεδίου μέτρου του FinCEN και η πλειονότητα των ανταποκριτριών τραπεζών της προσφεύγουσας έπαυσε τις εμπορικές της σχέσεις ή επέβαλε σημαντικούς περιορισμούς στα ποσά των συναλλαγών, μόνον τα ταμειακά υπόλοιπα ή οι τίτλοι που ήταν κατατεθειμένοι στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας μπορούσαν να θεωρηθούν ως άμεσα προσβάσιμα προκειμένου να ανταποκριθεί στα προσεχή αιτήματα ανάληψης καταθέσεων, κατά την ΕΚΤ.

133

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η ΕΚΤ εξήγησε με εύλογο τρόπο τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της ικανότητας αντιστάθμισης τα στοιχεία ενεργητικού των οποίων δεν αποδείχθηκε η πραγματική διαθεσιμότητα στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας κατά την καταληκτική ημερομηνία.

134

Εξάλλου, η προσφεύγουσα επικαλείται έναν ορισμένο αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού τα οποία όφειλε να είχε λάβει υπόψη η ΕΚΤ προκειμένου να τεκμηριώσει την εκτίμησή της ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

135

Όσον αφορά, πρώτον, τα έσοδα από την εκποίηση τίτλων ύψους 407 εκατομμυρίων ευρώ, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι εν λόγω τίτλοι αποτελούσαν στοιχεία ενεργητικού τα οποία ήταν εύκολα και άμεσα προσβάσιμα και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποπληρωθούν οι καταθέτες που θα επιθυμούσαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους αμέσως μετά την ενδεχόμενη άρση της αναστολής πληρωμών. Δεν αμφισβητείται ότι το προϊόν της εν λόγω εκποίησης, αν υποτεθεί ότι αυτή πραγματοποιήθηκε, δεν κατατέθηκε στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας πριν από τις 23 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 18:00, όπως ορθώς επισήμανε η ΕΚΤ. Δεν μπορεί επομένως να προσαφθεί στην ΕΚΤ ότι δεν συνυπολόγισε τους τίτλους ή το προϊόν της υποτιθέμενης εκποίησής τους στην άμεσα διαθέσιμη ρευστότητα της προσφεύγουσας την επομένη της 23ης Φεβρουαρίου 2018 για τους σκοπούς της απόδοσης των καταθέσεων σε περίπτωση ζήτησής τους.

136

Όσον αφορά, δεύτερον, τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού, ύψους 29 εκατομμυρίων ευρώ, που είχε κατατεθειμένα η προσφεύγουσα σε λογαριασμούς nostro (λογαριασμούς που τηρεί η προσφεύγουσα σε άλλες τράπεζες) και τα στοιχεία ενεργητικού αξίας 13 εκατομμυρίων ευρώ υπό την κατοχή της στον λογαριασμό που τηρεί στη Euroclear, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ τα έλαβε υπόψη στα σημεία 30 και 31 της εκτίμησής της περί της πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης της προσφεύγουσας. Οι τίτλοι που ήταν κατατεθειμένοι στη Euroclear για λογαριασμό της προσφεύγουσας ήταν, κατ’ αυτήν, τίτλοι υψηλής ποιότητας, όπως κρατικά ομόλογα, και ευχερώς μετατρέψιμοι εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι το προϊόν των εν λόγω μετατροπών δεν απελευθερώθηκε εγκαίρως, με αποτέλεσμα τα αντίστοιχα ποσά να μην είναι διαθέσιμα στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας στις 23 Φεβρουαρίου 2018 και ώρα 18:00. Συγκεκριμένα, από τους πίνακες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα G.4 και G.5 των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας σχετικά με το υπόμνημα παρεμβάσεως της ΕΚΤ προκύπτει ότι σημαντικό μέρος του προϊόντος της εκποίησης καταβλήθηκε από τη Euroclear στην προσφεύγουσα μετά την ημερομηνία αυτή.

137

Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η μετατροπή στοιχείων του ενεργητικού υψηλής ρευστότητας έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε συνάρτηση με τις τρέχουσες πληρωμές και ότι αποδείχθηκε μετά τις 23 Φεβρουαρίου 2018 ότι είχε συντμηθεί η προθεσμία μετατροπής ορισμένων τίτλων δεν δύναται να αναιρέσει την εκτίμηση της ΕΚΤ, δεδομένου ότι η ΕΚΤ είχε θεωρήσει, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 126 έως 133 ανωτέρω, ότι μόνον η ύπαρξη ρευστών διαθεσίμων στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας εγγυάτο την άμεση διαθεσιμότητά τους.

138

Η ίδια παρατήρηση ισχύει, τρίτον, όσον αφορά τους λοιπούς τίτλους που διέθετε η προσφεύγουσα και οι οποίοι μπορούσαν να είχαν εκποιηθεί έναντι τιμήματος 358 εκατομμυρίων ευρώ, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν σειρά τίτλων πρώτης τάξεως αξίας 229 εκατομμυρίων ευρώ και, τέταρτον, τα 12 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά που ισχυρίζεται ότι διέθετε η προσφεύγουσα. Διαπιστώνεται ότι δεν αποδείχθηκε η άμεση διαθεσιμότητα των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού μετά την ενδεχόμενη άρση της αναστολής πληρωμών και ότι τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δεν είχαν μετατραπεί σε ρευστά διαθέσιμα στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας στις 23 Φεβρουαρίου 2018, στο τέλος της ημέρας.

139

Πέμπτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως αποφάσισε στις 21 Φεβρουαρίου 2018 να περιορίσει την πρόσβαση της προσφεύγουσας στις πράξεις νομισματικής πολιτικής (monetary policy operations, MPO). Συνεπώς, δεν είχε πρόσβαση σε πιστωτικό όριο 40 εκατομμυρίων ευρώ που θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί για την απελευθέρωση άλλων ρευστών διαθεσίμων. Η ΕΚΤ απαντά ότι πρόκειται για απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου της 21ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία ελήφθη στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας. Διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί στην πραγματικότητα την ορθότητα της εν λόγω απόφασης του διοικητικού συμβουλίου και δεν εκθέτει σαφώς με ποιον τρόπο η πρόσβαση στο εν λόγω πιστωτικό όριο θα μπορούσε να συμβάλει στην απελευθέρωση άλλων ρευστών διαθεσίμων ώστε να ικανοποιηθεί ο σκοπός της διαθεσιμότητας ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω απόφαση δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή απόφαση, ούτε αποτελεί το νομικό θεμέλιό της, και δεν αποτελεί ως εκ τούτου το αντικείμενο της διαφοράς.

140

Τονίζεται ότι, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπό κρίση υπόθεσης, λαμβανομένων υπόψη της προσοχής και της σύνεσης που απαιτεί η ΕΚΤ σε κατάσταση κρίσης, ορθώς έλαβε υπόψη μόνον τα στοιχεία ενεργητικού που ήταν άμεσα διαθέσιμα στον λογαριασμό της προσφεύγουσας στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας, προκειμένου να αποτρέψει τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθούν τα αιτήματα ανάληψης εντός των πέντε ημερών μετά την άρση της αναστολής πληρωμών, καθώς δεν ήταν ταχέως διαθέσιμα τα στοιχεία ενεργητικού που η προσφεύγουσα ισχυριζόταν ότι διέθετε αλλού.

141

H εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, την οποία υιοθέτησε εν συνεχεία το ΕΣΕ, δεν αναιρείται ομοίως από το επιχείρημα ότι δεν ήταν εύλογη η απαίτηση της ΕΚΤ όσον αφορά την ικανότητα αντιστάθμισης, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα έπρεπε, προκειμένου να ικανοποιήσει την απαίτηση αυτή, να δαπανήσει σημαντικά ποσά προκειμένου να μετατρέψει τους τίτλους και λοιπά στοιχεία ενεργητικού σε άμεσα διαθέσιμα μετρητά. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό ουδόλως κλονίζει την εκτίμηση της ΕΚΤ σχετικά με την ικανότητα αντιστάθμισης, η ύπαρξη της οποίας πρέπει να αποδεικνύεται κατά την καταληκτική ημερομηνία.

142

Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, η αναστολή πληρωμών θα μπορούσε να είχε παραταθεί προκειμένου να αποκαταστήσει την κατάστασή της όσον αφορά τη ρευστότητα χωρίς να ενεργοποιηθεί το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Συναφώς, κατά την προσφεύγουσα, η ΕΚΤ στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 8, του Noguldījumu garantiju likums (λεττονικού νόμου περί εγγύησης καταθέσεων). Κατά την εν λόγω διάταξη, η FKTK όφειλε να λάβει απόφαση σχετικά με τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία αποδείχθηκε ότι ο αποδέκτης των καταθέσεων δεν ήταν σε θέση να τις επιστρέψει. Πλην όμως, κατά τη διάρκεια της αναστολής πληρωμών, είναι αδύνατο να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων, καθώς οι πληρωμές έχουν ανασταλεί πλήρως. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι η παράταση της αναστολής πληρωμών θα είχε ενεργοποιήσει αυτόματα το σύστημα εγγύησης καταθέσεων και δεν θα ήταν, συνεπώς, δυνατή, είναι εσφαλμένο.

143

Ομοίως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ο ισχυρισμός αυτός.

144

Εν προκειμένω, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε έλλειψη ταμειακών διαθεσίμων μετά τις μαζικές αναλήψεις καταθέσεων που εκδηλώθηκαν από τις 14 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2018. Έταξε στην προσφεύγουσα προθεσμία πέντε ημερών, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της αναστολής πληρωμών, προκειμένου να αποκαταστήσει τη ρευστότητα, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επόμενο κύμα αναλήψεων. Εντούτοις, μετά την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι διέθετε ένα δισεκατομμύριο ευρώ στον λογαριασμό της στην κεντρική τράπεζα της Λεττονίας.

145

Επομένως, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα, κατά τον χρόνο αυτόν, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, και δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 806/2014, ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, ουδόλως υποχρεούτο η ΕΚΤ να παράσχει οδηγίες στην FKTK για παράταση της αναστολής πληρωμών.

146

Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που είχε το ΕΣΕ στο πλαίσιο της σύνθετης οικονομικής ανάλυσής του, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η ίδια βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

– Επί της ύπαρξης εύλογης προοπτικής ότι εναλλακτικά μέτρα θα απέτρεπαν την πτώχευση

147

H προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ΕΣΕ δεν τεκμηρίωσε επαρκώς το συμπέρασμά του ότι δεν υπήρχε καμία εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή με την ανάληψη δράσης των αρχών εποπτείας έναντι της προσφεύγουσας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η πτώχευσή της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

148

Το ΕΣΕ αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

149

Σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014, καθεστώς εξυγίανσης εγκρίνεται μόνον εάν, έχοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα και όλες τις σχετικές περιστάσεις, δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων ΘΣΠ, ή με δράση των αρχών εποπτείας (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 21 του ίδιου κανονισμού) που αναλαμβάνεται έναντι της οντότητας, θα αποφευχθεί η πτώχευση της οντότητας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

150

Στο σημείο 3.2.2 της απόφασης SRB/EES/2018/09, το ΕΣΕ έκανε δεκτό ότι δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό μέτρο που θα μπορούσε ευλόγως να αποτρέψει την πτώχευση της προσφεύγουσας. Το ΕΣΕ στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο της εξέτασής του, στα στοιχεία που προσκόμισε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της εκτίμησής της ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

151

Δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ ότι στηρίχθηκε στην εκτίμηση της ΕΚΤ ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης προκειμένου να προβεί στην εξέταση της προϋπόθεσης που προβλέπει το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014. Βεβαίως, οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, είναι διακριτές. Εντούτοις, εν προκειμένω, η εξέταση εναλλακτικών μέτρων του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού ενσωματώθηκε στην εκτίμηση της ΕΚΤ περί πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης της προσφεύγουσας όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ, πριν καταλήξει στην εκτίμηση ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εξέτασε αν η εν λόγω πτώχευση ήταν ακόμη δυνατό να αποφευχθεί με εναλλακτικά μέτρα, όπως η παράταση της αναστολής πληρωμών ή η εφαρμογή των διαθέσιμων επιλογών ανάκτησης ρευστών διαθεσίμων, τις οποίες προέβλεπε το σχέδιο ανάκαμψης της προσφεύγουσας του 2017. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, «το Συμβούλιο Εξυγίανσης […] διαπιστών[ει] ότι πληρούται η προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου [στοιχείο] β) σε στενή συνεργασία με την ΕΚΤ» και «[η] ΕΚΤ μπορεί επίσης να ενημερώσει το Συμβούλιο Εξυγίανσης […] ότι εκτιμά πως πληρούται η προϋπόθεση του εν λόγω στοιχείου». Το ΕΣΕ μπορούσε συνεπώς να στηριχθεί στην εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ.

152

Έναντι των συγκεκριμένων και αντικειμενικών στοιχείων που προβάλλει το ΕΣΕ στο σημείο 3.2.2 της απόφασης SRB/EES/2018/09, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους τα εναλλακτικά μέτρα που εξέτασαν η ΕΚΤ και το ΕΣΕ ήταν ικανά να αποτρέψουν την πτώχευσή της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η προσφεύγουσα δεν υποδεικνύει άλλα μέτρα τα οποία όφειλε να λάβει υπόψη το ΕΣΕ στο πλαίσιο της εξέτασής του. Υπό τις συνθήκες αυτές, μόνον ο αστήρικτος ισχυρισμός ότι το ΕΣΕ δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων δεν αρκεί για να καταστήσει αβάσιμη την εκτίμησή του και δεν είναι ικανός να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

153

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν.

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματος πρόσβασης στον διοικητικό φάκελο

154

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το ΕΣΕ προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη, μη παρέχοντάς της τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις ενώπιόν του πριν από την έκδοση της απόφασης SRB/EES/2018/09. Επίσης, δεν είχε πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο του ΕΣΕ.

155

Το ΕΣΕ αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

156

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

157

Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους. Στη συνέχεια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το δικαίωμα ακρόασης επιδιώκει διττό σκοπό. Αφενός, συμβάλλει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη εξέταση του φακέλου και εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, το δικαίωμα ακρόασης σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε βλαπτική απόφαση λαμβάνεται εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως και επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διορθώσει ένα λάθος ή στον ενδιαφερόμενο να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του καταστάσεως που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί η απόφαση, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψεις 68 και 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

158

Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία του δικαιώματος ακρόασης και το ευρύτατο περιεχόμενό του στην έννομη τάξη της Ένωσης, κρίνοντας ότι το δικαίωμα εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως. Ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως (βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψεις 85 και 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 7ης Νοεμβρίου 2019, ADDE κατά Κοινοβουλίου, T‑48/17, EU:T:2019:780, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

159

Ομοίως, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη προβλέπει το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου.

160

Επισημαίνεται εξαρχής ότι σκοπός του κανονισμού 806/2014 είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική του σκέψη 8, η θέσπιση αποτελεσματικότερων μηχανισμών εξυγίανσης, οι οποίοι θα πρέπει να αποτελούν θεμελιώδες εργαλείο για την αποφυγή των επιζήμιων συνεπειών που είχαν στο παρελθόν οι χρεοκοπίες των τραπεζών. Όσον αφορά όμως τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 18 του εν λόγω κανονισμού, ο σκοπός αυτός προϋποθέτει ταχεία λήψη αποφάσεων, συχνά υπό επείγουσες συνθήκες, όπως προκύπτει από τις σύντομες προθεσμίες που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα (απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 55).

161

Εντούτοις, μολονότι πρέπει συνεπώς να ληφθεί υπόψη η ανάγκη για ταχύτητα της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014, πρέπει επίσης αυτή να συμβιβάζεται με το δικαίωμα ακροάσεως.

162

Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 806/2014 επιβεβαιώνει τόσο τη συντρέχουσα αρμοδιότητα της ΕΚΤ, εποπτικής αρχής στο πλαίσιο του ΕΕΜ, και του ΕΣΕ, αρχής εξυγίανσης, όσον αφορά την εκτίμησή του κατά πόσον ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, όσο και την αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΕ όσον αφορά την εξέταση της πλήρωσης των λοιπών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης (απόφαση της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ, C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 64).

163

Λαμβανομένης υπόψη της φύσης της εν λόγω σύνθετης διοικητικής διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού 806/2014 και διεξάγεται από κοινού και διαδοχικά από την ΕΚΤ και το ΕΣΕ, ούτε το άρθρο 41 του Χάρτη ούτε οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού απαιτούν η οντότητα την οποία αφορά η απόφαση περί έγκρισης ή μη έγκρισης καθεστώτος εξυγίανσης να εκφράζει την άποψή της σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ενώπιον καθενός από τα δύο όργανα αυτά ξεχωριστά.

164

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι μολονότι ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε ακροάσεως ενώπιον του ΕΣΕ πριν από την έκδοση της απόφασης SRB/EES/2018/09, αντιθέτως εξέφρασε επανειλημμένως την άποψή της ενώπιον της ΕΚΤ.

165

Συνεπώς, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να εκφράσει την άποψή της επί των κρίσιμων στοιχείων, στο πλαίσιο της εκτίμησης περί πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 151 ανωτέρω, η ΕΚΤ εξέτασε τα εναλλακτικά μέρα που μπορούσαν να αποτρέψουν την πτώχευση της προσφεύγουσας. Στην εκτίμησή της, η οποία διενεργήθηκε αφού η προσφεύγουσα εξέφρασε την άποψή της, η ΕΚΤ εξέτασε τα επιχειρήματά της, συνοψίζοντάς τα και απαντώντας σε αυτά. Το ΕΣΕ, στο οποίο κοινοποιήθηκε εν συνεχεία η εκτίμηση της ΕΚΤ, είχε επομένως πλήρη γνώση των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας κατά την έκδοση της απόφασης SRB/EES/2018/09, στην οποία υιοθέτησε τα συμπεράσματα της ΕΚΤ σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 806/2014.

166

Βεβαίως, στην απόφαση SRB/EES/2018/09, το ΕΣΕ εξέτασε για πρώτη φορά την προϋπόθεση του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σύμφωνα με την οποία η δράση εξυγίανσης πρέπει να είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Εντούτοις, καμία από τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας δεν στρέφεται κατά της προβαλλόμενης έλλειψης δημοσίου συμφέροντος, αλλά στρέφονται, αφενός, κατά των συμπερασμάτων σύμφωνα με τα οποία η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, και, αφετέρου, κατά της διαπίστωσης ότι, έχοντας υπόψη το χρονοδιάγραμμα και όλες τις σχετικές περιστάσεις, δεν υπήρχε ουδεμία εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή με δράση των αρχών εποπτείας θα αποφευγόταν η πτώχευσή της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, η προσφεύγουσα εξέφρασε την άποψή της επί των σημείων που αμφισβητεί στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

167

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι δεν έχει συμβεί κανένα νέο γεγονός και δεν έχει περιέλθει σε γνώση του ΕΣΕ κανένα νέο στοιχείο μεταξύ, αφενός, της κοινοποίησης, από την ΕΚΤ, της εκτίμησής ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και, αφετέρου, της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, το ΕΣΕ δεν στήριξε την απόφαση SRB/EES/2018/09 σε άλλα στοιχεία πλην εκείνων που είχε ήδη λάβει υπόψη η ΕΚΤ και επί των οποίων η προσφεύγουσα είχε ήδη εκφράσει την άποψή της, όσον αφορά τα στοιχεία που αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το ΕΣΕ δεν στήριξε, ομοίως, την εν λόγω απόφαση σε αιτιολογίες διαφορετικές από εκείνες που παραθέτει η ΕΚΤ.

168

Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται ότι δεν προσβλήθηκε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας.

169

Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, περιλαμβανομένου και του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις της κάθε περιπτώσεως, ιδίως με τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και τους νομικούς κανόνες που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Berlioz Investment Fund, C‑682/15, EU:C:2017:373, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ούτε απέδειξε ότι δεν μπόρεσε να συμβουλευθεί τα κρίσιμα για την εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ έγγραφα, ιδίως στο πλαίσιο του διαλόγου μεταξύ αυτής και του εν λόγω θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης, και η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο δεν περιλαμβάνει καμία σχετική ένδειξη. Η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε επίσης τα έγγραφα στα οποία δεν είχε πρόσβαση στο πλαίσιο της εξέτασης την οποία διενήργησε η ΕΚΤ και στα οποία έπρεπε να έχει πρόσβαση στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΕΣΕ, ούτε πώς τα εν λόγω έγγραφα θα της παρείχαν τη δυνατότητα να διασφαλίσει καλύτερα τα δικαιώματά της άμυνας. Προσέτι, διαπιστώνεται ότι το ΕΣΕ δεν στηρίχθηκε σε άλλα έγγραφα πέραν εκείνων στα οποία στηρίχθηκε η εξέταση που διενήργησε η ΕΚΤ.

170

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Η ABLV Bank AS φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ).

 

3)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

 

Kornezov

Buttigieg

Kowalik‑Bańczyk

Hesse

Petrlík

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 6 Ιουλίου 2022.

(Υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.