ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 4ης Απριλίου 2019 ( *1 )

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Υπόθεση “Eurostat” – Εθνική ποινική διαδικασία – Μη απαγγελία κατηγορίας – Αίτημα αρωγής – Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος – Τεκμήριο αθωότητας – Αγωγή αποζημιώσεως και προσφυγή ακυρώσεως»

Στην υπόθεση T-61/18,

Amador Rodriguez Prieto, πρώην υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Steinsel (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi, T. Martin και R. García-Valdecasas y Fernández, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον B. Mongin και την R. Striani,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τις οποίες υποστηρίζει ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων και, επικουρικώς, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2017, περί απορρίψεως αιτήματος αρωγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. M. Collins, πρόεδρο, R. Barents και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το ιστορικό της διαφοράς

1

Ο προσφεύγων-ενάγων [στο εξής: προσφεύγων], Amador Rodriguez Prieto, ήταν υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μεταξύ 1987 και 2003.

2

Την 1η Μαρτίου 1998, ο προσφεύγων διορίστηκε προϊστάμενος του τμήματος C1 της διεύθυνσης C «Πληροφορίες και διάδοση πληροφοριών· μεταφορές· τεχνική συνεργασία με τις τρίτες χώρες· στατιστικές του εξωτερικού και του ενδοκοινοτικού εμπορίου» της Eurostat (Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

3

Από το 1996, η Eurostat καθιστούσε γνωστά στο κοινό τα συλλεγόμενα στατιστικά δεδομένα στηριζόμενη στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (OPOCE), η οποία είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο σημείων πώλησης (στο εξής: datashops). Οι τριμερείς συμβάσεις που συνήφθησαν το 1996 μεταξύ Eurostat, OPOCE και datashops προέβλεπαν ένα σύνθετο μηχανισμό χρέωσης στο πλαίσιο του οποίου η Eurostat μπορούσε να εισπράττει έως και το 55 % της τιμής χρέωσης των εν λόγω δεδομένων που διατίθεντο στην αγορά.

4

Στον προσφεύγοντα ανατέθηκε από τον διευθυντή του, B., η έγκριση των δαπανών των τριμερών συμβάσεων οι οποίες είχαν συναφθεί, μεταξύ άλλων, με την εταιρία Planistat.

5

Με σημείωμα της 27ης Οκτωβρίου 1998, ο προσφεύγων ζήτησε τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου στην Eurostat όσον αφορά τη διαχείριση των συμβάσεων αυτών. Επιπλέον ζήτησε να του αφαιρεθεί η εξουσία να υπογράφει τα εντάλματα πληρωμής των δαπανών, πράγμα που έγινε με σημείωμα της 27ης Νοεμβρίου 1998.

6

Τον Σεπτέμβριο του 1999, ο εσωτερικός έλεγχος διαπίστωσε παρατυπίες στην οικονομική διαχείριση των τριμερών συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τις εταιρίες Eurocost, Eurogramme, Datashop, Planistat και CESD Communautaire, οι οποίες είχαν καταστήσει δυνατή την τροφοδότηση ενός κονδυλίου χρηματοδότησης το οποίο δεν υπέκειτο στους δημοσιονομικούς κανόνες της Επιτροπής.

7

Στις 3 Ιανουαρίου 2000, η έκθεση εσωτερικού ελέγχου διαβιβάστηκε στην αρμόδια για τον δημοσιονομικό έλεγχο της Επιτροπής γενική διεύθυνση.

8

Στις 17 Μαρτίου 2000, η αρμόδια για τον δημοσιονομικό έλεγχο της Επιτροπής γενική διεύθυνση ζήτησε την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF). Η OLAF κίνησε διάφορες έρευνες που αφορούσαν μεταξύ άλλων τις συμβάσεις τις οποίες είχε συνάψει η Eurostat με τις εταιρίες Eurocost, Eurogramme, Datashop, Planistat και CESD Communautaire, τις επιδοτήσεις που είχαν χορηγηθεί στις εταιρίες αυτές και το σύστημα χρέωσης που είχε καθιερωθεί.

9

Στις 19 Μαρτίου 2003, η OLAF απέστειλε τον φάκελο σχετικά με τη σύμβαση με την Planistat στον procureur de la République de Paris (εισαγγελέα Παρισιού, Γαλλία), ο οποίος στις 4 Απριλίου 2003 κίνησε ανάκριση για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και συνέργεια σε απιστία.

10

Στις 11 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή απηύθυνε επίσης σχετική εντολή στην υπηρεσία της εσωτερικού ελέγχου, η οποία κατήρτισε τρεις εκθέσεις, ήτοι δύο εκθέσεις με ημερομηνία 7 Ιουλίου και 24 Σεπτεμβρίου 2003 καθώς και τελική έκθεση της 22ας Οκτωβρίου 2003.

11

Βάσει εκθέσεως της OLAF της 22ας Απριλίου 2003, η Επιτροπή εξουσιοδότησε τη νομική υπηρεσία της να ασκήσει μήνυση κατ’ αγνώστων, η δε μήνυση αυτή ασκήθηκε στις 10 Ιουλίου 2003 ενώπιον του procureur de la République de Paris για τα αδικήματα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και της συνέργειας σε απιστία. Η μήνυση αυτή αφορούσε πιθανές υπεξαιρέσεις κεφαλαίων από υπαλλήλους ή μέλη του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες είχαν θίξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η ανάκριση την οποία είχε κινήσει ο procureur de la République de Paris επεκτάθηκε κατόπιν της από 4 Αυγούστου 2003 συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για το αδίκημα της απιστίας.

12

Στις 11 Ιουνίου 2008 ο προσφεύγων ενημέρωσε την Επιτροπή ότι είχε κληθεί από τη γαλλική αστυνομία προκειμένου να εξεταστεί ως μάρτυρας στο πλαίσιο της ποινικής αυτής διαδικασίας. Ζήτησε επομένως από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) την άρση του καθήκοντός του εχεμύθειας βάσει του άρθρου 19 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και την απόδοση των δαπανών μετακινήσεώς του από το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) στο Παρίσι.

13

Στις 30 Ιουνίου 2008 η ΑΔΑ ήρε το καθήκον εχεμύθειας του προσφεύγοντος αλλά απέρριψε το αίτημά του για απόδοση των δαπανών μετακινήσεως. Η από 21ης Ιουλίου 2008 διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2008.

14

Στις 7 Οκτωβρίου 2008 ο προσφεύγων εξετάστηκε από τη γαλλική αστυνομία.

15

Στις 22 Οκτωβρίου 2008 ο προσφεύγων υπέβαλε ένα αρχικό αίτημα αρωγής (που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό D/505/08) βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Ο προσφεύγων υποστήριζε ιδίως ότι, ζητώντας τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου τον Οκτώβριο του 1998, είχε ενεργήσει ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος και ότι η υπάρχουσα μεταξύ του ιδίου και του οικείου θεσμικού οργάνου κοινότητα συμφερόντων καθιστούσε επιβεβλημένο να του παρασχεθεί αρωγή από το εν λόγω θεσμικό όργανο. Κατά τον προσφεύγοντα, η Επιτροπή όφειλε επομένως να επωμιστεί τα δικηγορικά έξοδα στα οποία ο ίδιος είχε υποβληθεί όταν η γαλλική αστυνομία τον είχε καλέσει ως μάρτυρα.

16

Το αρχικό αυτό αίτημα αρωγής απορρίφθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2008. Η Επιτροπή εξέθεσε ότι είχε πληροφορηθεί την απόδοση αξιόποινης πράξης στον προσφεύγοντα κατά την εξέταση της 7ης Οκτωβρίου 2008. Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν πληρούντο οι δύο προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ήτοι η ύπαρξη απειλών, προσβολών κ.λπ., εναντίον του προσώπου και της περιουσίας του υπαλλήλου και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των περιστατικών αυτών και της ιδιότητας του υπαλλήλου ή των προς εκπλήρωση καθηκόντων. Η απόφαση της Επιτροπής δεν προσεβλήθη.

17

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2013 ο juge d’instruction près le tribunal de grande instance de Paris (ανακριτής δικαστής του πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία) εξέδωσε διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας ως προς όλα τα πρόσωπα στα οποία είχε αποδοθεί αξιόποινη πράξη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων (στο εξής: διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας).

18

Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013 η Επιτροπή άσκησε έφεση κατά της διατάξεως περί μη απαγγελίας κατηγορίας.

19

Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2014, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού, Γαλλία) επικύρωσε τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας.

20

Στις 27 Ιουνίου 2014 η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωνε τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας.

21

Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2016, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωνε τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας, περατώνοντας έτσι την ποινική διαδικασία.

22

Στις 28 Νοεμβρίου 2016 ο προσφεύγων, παραπέμποντας ιδίως στην απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής (T-557/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:456, σκέψη 59), και στην απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016, υπέβαλε δεύτερο αίτημα αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ προκειμένου να αναλάβει η Επιτροπή τα έξοδα και τις δικηγορικές αμοιβές με τα οποία είχε επιβαρυνθεί για τις ανάγκες της άμυνάς του ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων. Ζητούσε επίσης να του αναγνωριστεί το καθεστώς του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος με σημείωμα που θα περιλαμβανόταν στον ατομικό του φάκελο προκειμένου να αποκατασταθεί η επαγγελματική του τιμή. Επικουρικώς, ο προσφεύγων ζητούσε την αποκατάσταση της ζημίας η οποία προήλθε από το υπηρεσιακό πταίσμα του θεσμικού οργάνου, που αγνόησε το καθεστώς του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και αρνήθηκε να του χορηγήσει την προστασία του.

23

Με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η ΑΔΑ έκρινε απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα αρωγής για τον κύριο λόγο ότι ο προσφεύγων δεν αποδείκνυε κανένα νέο πραγματικό περιστατικό μεταγενέστερο της αποφάσεως που απέρριψε το πρώτο αίτημα αρωγής της 17ης Δεκεμβρίου 2008. Εκτίμησε εξάλλου ότι το δεύτερο αίτημα αρωγής ήταν αβάσιμο, όπως και το αίτημα αποζημιώσεως.

24

Με έγγραφο της Επιτροπής της 10ης Απριλίου 2017, με στοιχεία αναφοράς CMS 16/056, ο προσφεύγων ενημερώθηκε σχετικά με την ύπαρξη και τη θέση στο αρχείο ενός πειθαρχικού «φακέλου», κατά τη φρασεολογία της Επιτροπής, ο οποίος είχε δημιουργηθεί για τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο της υποθέσεως Eurostat.

25

Στις 28 Ιουνίου 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

26

Στις 30 Οκτωβρίου 2017 η ως άνω διοικητική ένσταση απορρίφθηκε.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Φεβρουαρίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

28

Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2018, ο προσφεύγων δήλωσε ότι παραιτείται από την κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως.

29

Ο προσφεύγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να καταδικάσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 68831 ευρώ ως αποζημίωση για την υλική ζημία του και το ποσό των 100000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη·

επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

31

Προς στήριξη της προσφυγής, καταρχάς, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το περί αρωγής αίτημά του δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ ήταν παραδεκτό και ότι παραδεκτή είναι κατά συνέπεια και η προσφυγή ακυρώσεως την οποία ασκεί κατά της απορρίψεως του ως άνω αιτήματος. Εν συνεχεία, ο προσφεύγων προβάλλει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για τον λόγο ότι η Επιτροπή αγνόησε το καθεστώς του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, επικουρικώς δε ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Επί του παραδεκτού του αιτήματος αρωγής και του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

32

Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων αμφισβητεί τη διαλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση θέση της Επιτροπής ότι το δεύτερο αίτημα αρωγής ήταν απαράδεκτο.

33

Κατά τον προσφεύγοντα, μολονότι είναι αληθές ότι η ΑΔΑ δεν υποχρεούται να παράσχει αρωγή σε υπάλληλο για τον οποίον υπάρχουν υπόνοιες ότι παρέβη τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην οποία προέβη η Επιτροπή δεν απέκλεισε οριστικώς τη δυνατότητά της να του παράσχει αργότερα την αρωγή της. Εν προκειμένω, η ΑΔΑ διέθετε στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο προσφύγων είχε ενεργήσει ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος.

34

Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η εις βάρος του ζημία προέκυψε από ενέργειες των γαλλικών αρχών δεν εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Υποστηρίζει ότι επικαλέστηκε την ιδιότητά του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος για να καταδείξει ότι παρανόμως του αποδόθηκε αξιόποινη πράξη και συνεχίστηκε ως προς αυτόν η ποινική διαδικασία.

35

Τέλος, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι πάντοτε αρνούνταν ότι είχε ενσυνείδητα συμμετάσχει σε σύστημα διαχείρισης το οποίο αντέβαινε στους δημοσιονομικούς κανόνες, όπως αποδεικνυόταν από το αίτημά του να του αφαιρεθεί η εξουσία να υπογράφει εντάλματα πληρωμής των δαπανών. Κατά τον προσφεύγοντα, οι περιστάσεις αυτές έπρεπε να είχαν οδηγήσει την ΑΔΑ στο να θεωρήσει ότι η ίδια δεν επιδίωκε συμφέρον αντιτιθέμενο προς το δικό του και ότι η περίπτωσή του έπρεπε να διαφοροποιηθεί από εκείνη των λοιπών εμπλεκομένων υπαλλήλων, ιδίως όσον αφορά την ανάληψη των αμυντικών δαπανών του ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων.

36

Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το αίτημα περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτο διότι το δεύτερο αίτημα αρωγής ήταν και το ίδιο απαράδεκτο, καθόσον, αφενός, ο προσφεύγων απλώς επανέλαβε προηγούμενο αίτημα αρωγής χωρίς να επικαλεστεί νέα πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, υπέβαλε το νέο αυτό αίτημα αρωγής χωρίς να έχει εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα μέσα.

37

Όσον αφορά, αφενός, την επιχειρηματολογία της Επιτροπής περί απαραδέκτου του δευτέρου αιτήματος αρωγής διότι ο προσφεύγων δεν επικαλέστηκε νέα πραγματικά περιστατικά, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω αίτημα αρωγής (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω) περιλαμβάνει ένα νέο πραγματικό περιστατικό σε σχέση με το αρχικό αίτημα αρωγής (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), που είχε υποβληθεί λίγο αφότου ο juge d’instruction près le tribunal de grande instance de Paris είχε αποδώσει αξιόποινη πράξη στον προσφεύγοντα.

38

Το νέο πραγματικό περιστατικό ανάγεται στη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας την οποία εξέδωσε ο ανακριτής δικαστής στις 9 Δεκεμβρίου 2013 και η οποία, κατόπιν των ενδίκων μέσων της Επιτροπής, επικυρώθηκε δύο φορές, την τελευταία δε φορά επικυρώθηκε αμετάκλητα, στις 15 Ιουνίου 2016, από το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο).

39

Η διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας, εν συνεχεία η επικύρωσή της σε δεύτερο βαθμό και η απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίες διέψευδαν την πεποίθηση της Επιτροπής, που εκδηλώνεται στα υπομνήματα τα οποία κατέθεσε στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας, ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει αξιόποινη πράξη, συνιστούν από κοινού ένα νέο πραγματικό περιστατικό.

40

Ασφαλώς, στη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας, ο Γάλλος ανακριτής επισήμανε «ότι ο μηχανισμός που απορρέει από την εφαρμογή των τριμερών [συμβάσεων οι οποίες είχαν] συναφθεί υπό την αιγίδα της Eurostat [είχε] παραβεί το άρθρο 4.1 του δημοσιονομικού κανονισμού» της 21ης Δεκεμβρίου 1977, εφαρμοζόμεν[ου] επί του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/002, σ. 77, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και, στην απόφαση της 23ης Ιουνίου 2014, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) έκρινε «ότι οι κανόνες επαναχρησιμοποίησης όπως προβλέπονταν από τον δημοσιονομικό κανονισμό δεν [είχαν] τηρηθεί».

41

Οι διαπιστώσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν όμως κατά τρόπο απρόσωπο και χωρίς να κατονομάζεται ο προσφεύγων.

42

Εξάλλου, συγχρόνως, ο Γάλλος ποινικός δικαστής αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε πρόθεση εξαπάτησης ούτε υπεξαίρεση κεφαλαίων και προέβη σε ορισμένες διαπιστώσεις κατά τις οποίες, πρώτον, το σύστημα των datashops, μολονότι δεν συμμορφωνόταν προς τον δημοσιονομικό κανονισμό, αποτελούσε, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «ανάγκη λόγω της ανεπάρκειας του κανονισμού αυτού» και «απλώς επαναλάμβανε ένα σύστημα το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί απολύτως νόμιμα από την OPOCE», δεύτερον, «οι υφιστάμενες κοινοτικές διαδικασίες δεν παρείχαν δυνατότητα διαθέσεως στο εμπόριο, σε ένα ευέλικτο και λειτουργικό πλαίσιο, των δεδομένων που παρήγε η Eurostat και, ελλείψει κατάλληλης διαδικασίας, [είχε] καταστεί αναγκαία η εξεύρεση λύσεων που να παρέχουν τη δυνατότητα στην Eurostat να εκπληρώσει την αποστολή της» και, τρίτον, «ο δημοσιονομικός έλεγχος, ο οποίος είχε αρχικώς συνδεθεί με τη δημιουργία του δικτύου των datashops και ο οποίος δεν ήταν ευμενής προς τη δημιουργία του δικτύου αυτού με το σύστημα των τριμερών συμβάσεων, στην πραγματικότητα [αδιαφορούσε] πλήρως για τον τρόπο λειτουργίας του, με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι της Eurostat να βρεθούν σε μια θέση στην οποία όφειλαν και μπορούσαν να ενεργούν “κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο” ενώ μάλιστα η στρατηγική της Επιτροπής ήταν να αυξήσει την προσφορά στατιστικών λόγω της πολύ μεγάλης σχετικής ζήτησης» [διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας· απόφαση του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014].

43

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσφεύγων ορθώς επικαλούνταν νέο πραγματικό περιστατικό παραπέμποντας στις γαλλικές ποινικές αποφάσεις.

44

Όσον αφορά, αφετέρου, το απαράδεκτο του δευτέρου αιτήματος αρωγής για τον λόγο ότι ο προσφεύγων δεν είχε εξαντλήσει τα εθνικά ένδικα βοηθήματα, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι το άρθρο 24 του ΚΥΚ, σχετικά με την παροχή αρωγής, έχει εφαρμογή εν προκειμένω και ότι, κατά συνέπεια, η αντικειμενική ευθύνη της Διοικήσεως βάσει της διατάξεως αυτής του ΚΥΚ εξαρτάται από την εξάντληση των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων κατά του τρίτου υπαιτίου της ζημίας.

45

Όπως όμως θα εκτεθεί στις σκέψεις 46 έως 59 κατωτέρω, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

46

Το άρθρο 24 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Η Ένωση παρέχει βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

Η Ένωση επανορθώνει αλληλεγγύως τις ζημίες που έχουν προκληθεί στην περίπτωση αυτή στον υπάλληλο στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και εφόσον δεν έχει δυνηθεί να επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.»

47

Κατά τη νομολογία, σκοπός του άρθρου 24 του ΚΥΚ είναι να προσφέρει στους μονίμους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό ασφάλεια για το παρόν και για το μέλλον, ώστε να τους παράσχει τη δυνατότητα να ασκούν καλύτερα τα καθήκοντα τους προς το γενικό συμφέρον της υπηρεσίας (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1986, Sommerlatte κατά Επιτροπής, 229/84, EU:C:1986:241, σκέψη 19, της 27ης Ιουνίου 2000, K κατά Επιτροπής, T-67/99, EU:T:2000:169, σκέψη 35, και της 20ής Ιουλίου 2011, Gozi κατά Επιτροπής, F-116/10, EU:F:2011:124, σκέψη 12). Το καθήκον αρωγής του θεσμικού οργάνου αποσκοπεί επομένως τόσο στην προστασία του προσωπικού του όσο και στη διαφύλαξη των δικών του συμφερόντων και ως εκ τούτου στηρίζεται στην αρχή της κοινότητας συμφερόντων. Κατά συνέπεια, έχει κριθεί ότι η Διοίκηση δεν μπορεί να υποχρεούται να παράσχει αρωγή σε υπάλληλο για τον οποίον υπάρχουν υπόνοιες ότι υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και υπόκειται για τον λόγο αυτό σε πειθαρχικές διώξεις (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, Wenig κατά Επιτροπής, F-75/09, EU:F:2010:150, σκέψη 49).

48

Πιο συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 24 του ΚΥΚ υποχρέωση αρωγής αποσκοπεί στην υπεράσπιση των υπαλλήλων, εκ μέρους του θεσμικού τους οργάνου, έναντι των ενεργειών τρίτων και όχι έναντι πράξεων του ίδιου του θεσμικού οργάνου, των οποίων ο έλεγχος διέπεται από άλλες διατάξεις του ΚΥΚ (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής, T-557/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:456, σκέψη 45, και της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T-275/17, EU:T:2018:479, σκέψη 111· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2011, Επιτροπή κατά Q, T-80/09 P, EU:T:2011:347, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, στις 7 Οκτωβρίου 2008 οι γαλλικές δικαστικές αρχές απέδωσαν αξιόποινες πράξεις στον προσφεύγοντα. Η απόδοση αυτή αξιόποινων πράξεων αποτελούσε συνέχεια της ενάρξεως ανακρίσεως στην οποία προέβησαν οι ως άνω δικαστικές αρχές στις 4 Απριλίου 2003, βάσει πληροφοριών που τους είχε διαβιβάσει η OLAF στις 19 Μαρτίου 2003 και κατόπιν μήνυσης κατ’ αγνώστων την οποία είχε ασκήσει η Επιτροπή στις 10 Ιουλίου 2003.

50

Κατόπιν της διατάξεως με την οποία δεν απαγγελλόταν κατηγορία, που εκδόθηκε ως προς όλα τα πρόσωπα στα οποία είχαν αποδοθεί αξιόποινες πράξεις, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων, η γαλλική ποινική διαδικασία συνεχίστηκε λόγω της εφέσεως της Επιτροπής κατά της διατάξεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωσε την εν λόγω διάταξη, και της αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της ως άνω αποφάσεως, που απορρίφθηκε με απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016.

51

Επισημαίνεται ότι, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τον F. De Esteban Alonso στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2016, De Esteban Alonso κατά Επιτροπής (T-557/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:456, σκέψη 49), οι πράξεις που διενήργησαν οι γαλλικές δικαστικές αρχές, ιδίως η απόδοση αξιόποινης πράξης στον προσφεύγοντα, δεν συνιστούν ενέργειες κατά το άρθρο 24 του ΚΥΚ. Οι πράξεις αυτές όχι μόνον αποτελούν μέρος της κανονικής διεξαγωγής της επίμαχης ποινικής διαδικασίας αλλά και επιπλέον ο προσφεύγων ουδέποτε προβάλλει σοβαρά το επιχείρημα ότι αυτές αποτέλεσαν παράνομες επιθέσεις των εν λόγω γαλλικών δικαστικών αρχών εις βάρος του και μπορούσαν συνεπώς να δικαιολογήσουν αρωγή της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ.

52

Όπως όμως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη νομολογία, μολονότι η κατά το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αρωγής συνιστά ουσιώδη καταστατική εγγύηση για τον υπάλληλο και δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να έχει προηγουμένως αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών λόγω των οποίων ο υπάλληλος ζήτησε την αρωγή, εντούτοις αυτός πρέπει να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, ότι αποτελεί στόχο των ενεργειών αυτών λόγω της ιδιότητάς του και των καθηκόντων του και ότι οι ενέργειες αυτές είναι παράνομες βάσει του εφαρμοστέου εθνικού νόμου (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2010, Wenig κατά Επιτροπής, F-75/09, EU:F:2010:150, σκέψη 48).

53

Εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν προβάλλει σοβαρά το επιχείρημα ότι οι γαλλικές δικαστικές αρχές ενήργησαν κατά τρόπο παράνομο σε σχέση με τον ίδιο και δεν προσκομίζει κανένα σχετικό στοιχείο.

54

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, στην πραγματικότητα, ο προσφεύγων ζητεί την αρωγή της Επιτροπής όχι κατά των πράξεων τρίτων αλλά κατά αυτών καθαυτών των πράξεων του ως άνω θεσμικού οργάνου, οι οποίες προκάλεσαν την κίνηση της εις βάρος του προσφεύγοντος ποινικής διαδικασίας και, ιδίως, επέφεραν την παράταση της ποινικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016.

55

Ειδικότερα, είναι μεν αληθές ότι η απόδοση αξιόποινης πράξης στον προσφεύγοντα πραγματοποιήθηκε από τις γαλλικές δικαστικές αρχές, πλην όμως η Επιτροπή προκάλεσε, με τις πληροφορίες που διαβίβασε στις εν λόγω αρχές και με τη μήνυση που άσκησε, την ποινική διαδικασία. Επιπλέον και προπάντων, η Επιτροπή προκάλεσε τη συνέχιση της ποινικής αυτής διαδικασίας μετά την έκδοση της διατάξεως περί μη απαγγελίας κατηγορίας.

56

Με το δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων θεωρεί επομένως ότι «έστω και αν ήταν ενδεχομένως απαραίτητο να παραστεί η Επιτροπή ως πολιτική αγωγή προκειμένου να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, εντούτοις τίποτε δεν δικαιολογούσε τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας κατά [του προσφεύγοντος] […] στο μέτρο που η Επιτροπή γνώριζε ότι δεν μπορούσε να προσάπτεται στον προσφεύγοντα ότι μετέσχε ενσυνείδητα στο μη νομότυπο σύστημα διαχειρίσεως των datashops το οποίο είχε δημιουργηθεί από τους ιεραρχικώς ανωτέρους του».

57

Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι, εφόσον οι πράξεις για τις οποίες ο προσφεύγων ζητεί την παροχή αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ δεν είναι πράξεις των γαλλικών δικαστικών αρχών (πράξεις των οποίων η νομιμότητα δεν αμφισβητείται άλλωστε σοβαρά, βλ. σκέψεις 51 έως 53 ανωτέρω) αλλά πράξεις της ίδιας της Επιτροπής, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 48 ανωτέρω νομολογία.

58

Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής περί απαραδέκτου του δευτέρου αιτήματος αρωγής λόγω μη εξαντλήσεως από τον προσφεύγοντα των εθνικών ενδίκων βοηθημάτων.

59

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Επιτροπή για να στηρίξει τη θέση της περί απαραδέκτου της προσφυγής ακυρώσεως, τα οποία αντλούνται από απουσία νέων πραγματικών περιστατικών και από μη τήρηση μιας προϋποθέσεως εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, πρέπει να απορριφθούν.

Επί της ουσίας

60

Επικουρικώς προς το αίτημα αρωγής και για την περίπτωση απορρίψεώς του, ο προσφεύγων υποστήριξε, στην προσφυγή-αγωγή και στην προηγούμενη διοικητική του ένσταση, ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πταίσμα καθόσον αγνόησε το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε ενεργήσει ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε συναφώς το άρθρο 22α του ΚΥΚ. Η Επιτροπή πληροφορήθηκε το αργότερο κατά την κατάρτιση της τελικής εκθέσεως της υπηρεσίας της εσωτερικού ελέγχου το 2003 τον ρόλο του στην αποκάλυψη των πραγματικών περιστατικών. Ο προσφεύγων επισήμανε ότι, αν είχε διεξαχθεί κατ’ αυτού πειθαρχική διαδικασία, θα είχε επωφεληθεί από την εφαρμογή του άρθρου 21 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, σχετικά με την ανάληψη από το θεσμικό όργανο των εξόδων υπεράσπισης του υπαλλήλου στον οποίο δεν επιβάλλονται κυρώσεις κατά το πέρας πειθαρχικής διαδικασίας.

61

Ο προσφεύγων αρνείται ότι μετέσχε ηθελημένα στο προβληματικό σύστημα διαχείρισης. Γνωστοποίησε γρήγορα τις αμφιβολίες του σχετικά με το σύστημα αυτό. Δεν γνώριζε ότι ο δημοσιονομικός έλεγχος δεν αφορούσε την υλοποίηση του δικτύου των datashops. Ζήτησε τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου καθώς και να του αφαιρεθεί η εξουσία υπογραφής. Ο προσφεύγων παγιδεύτηκε στην υπόθεση αυτή. Εξάλλου, δεν πληροφορήθηκε παρά μόλις στις 10 Απριλίου 2017 την ύπαρξη κινηθείσας εις βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας.

62

Ο προσφεύγων θεώρησε συνεπώς ότι η Επιτροπή δεν είχε ανταποκριθεί στο καθήκον προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, πταίσμα το οποίο κατέστησαν βαρύτερο η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, η έφεση κατά της διατάξεως περί μη απαγγελίας κατηγορίας και κατόπιν η αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωσε τη διάταξη αυτή, οι οποίες στοιχειοθετούσαν αντίστοιχες άδικες κατηγορίες εναντίον του ότι μετέσχε ενσυνείδητα σε σύστημα το οποίο αντέβαινε στον δημοσιονομικό κανονισμό.

63

Ο προσφεύγων εκτίμησε επομένως ότι η βλάβη που είχε υποστεί αναλυόταν, αφενός, σε υλική ζημία ύψους 68331 ευρώ συνιστάμενη στα έξοδα υπεράσπισης στα οποία είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της γαλλικής ποινικής διαδικασίας και, αφετέρου, σε ηθική βλάβη υπολογιζόμενη σε 90000 ευρώ λόγω του αισθήματος αδικίας που του προκάλεσε το γεγονός ότι αποτέλεσε αντικείμενο ποινικής διαδικασίας για πράξεις στην αποκάλυψη των οποίων είχε συμβάλει. Εξάλλου, ζήτησε από την Επιτροπή να περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο ένα σημείωμα που να αναγνωρίζει την ιδιότητά του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στην υπόθεση Eurostat προκειμένου να αποκατασταθεί η επαγγελματική του τιμή.

64

Στο δικόγραφο της προσφυγής, ο προσφεύγων εμμένει κατ’ ουσίαν στη θέση του. Η μη λήψη υπόψη της ιδιότητάς του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος συνιστά παράβαση του άρθρου 22α του ΚΥΚ και του καθήκοντος μέριμνας. Το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν περιελήφθη στον ΚΥΚ παρά μόνον το 2004 δεν παρεμπόδιζε την αναγνώριση εκ μέρους της Επιτροπής, το 2016, του ρόλου μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος που είχε διαδραματίσει κατά την εποχή εκείνη σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις του από τα άρθρα 11 και 12 του ΚΥΚ. Το καθήκον μέριμνας καθώς και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επέβαλλαν στην Επιτροπή την υποχρέωση να διαφοροποιήσει την περίπτωση του προσφεύγοντος από εκείνη των λοιπών προσώπων στα οποία είχε απαγγελθεί κατηγορία στην υπόθεση Eurostat.

65

Εντούτοις, σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει ο προσφεύγων, η Επιτροπή, ενώ είχε ενημερωθεί το αργότερο στις 22 Οκτωβρίου 2003 για τον ρόλο που είχε διαδραματίσει ο προσφεύγων, παρέλειψε να γνωστοποιήσει τον ρόλο αυτό στις γαλλικές δικαστικές αρχές και παρέτεινε αδικαιολόγητα την κινηθείσα εις βάρος του ποινική διαδικασία ενώ δεν μπορούσε να αγνοεί ότι ο προσφεύγων δεν είχε ενσυνείδητα συμμετάσχει στο σύστημα των datashops. Κατά τον προσφεύγοντα, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν τον προστάτευσε από κάθε ζημία την οποία υπέστη ως εκ του γεγονότος και μόνον ότι ήταν προϊστάμενος τμήματος κατά τη στιγμή της αποκάλυψης της υποθέσεως Eurostat συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα. Τέλος, όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία την οποία κίνησε εις βάρος του η Επιτροπή, ο προσφεύγων επισημαίνει ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η Επιτροπή για να κλείσει τη διαδικασία αυτή δεν αποκαθιστούν την επαγγελματική του τιμή αλλά εξακολουθούν να αφήνουν αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο προσφεύγων εκτελούσε τα καθήκοντά του.

66

Σχετικά με το άρθρο 24 του ΚΥΚ, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή διατείνεται ότι επιδιώκει, ακόμη και μετά την απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016, συμφέρον αντίθετο προς εκείνο του προσφεύγοντος το οποίο αποκλείει κάθε δυνατότητα αρωγής.

67

Η Επιτροπή αμφισβητεί τη θέση του προσφεύγοντος. Το άρθρο 22α του ΚΥΚ δεν περιελήφθη στον ΚΥΚ παρά την 1η Μαΐου 2004. Ο προσφεύγων δεν μπορεί να αιτιάται την Επιτροπή ότι δεν του απένειμε καθεστώς το οποίο δεν υφίστατο κατά την ημερομηνία του σημειώματος με το οποίο ζητήθηκε η διενέργεια ελέγχου. Σχετικά με την υποτιθέμενη παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το καθήκον αυτό δεν επιτρέπει τη χορήγηση πλεονεκτημάτων τα οποία ο ΚΥΚ δεν παρέχει. Σχετικά με την υποτιθέμενη επίταση της ζημίας λόγω της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων, η Επιτροπή απλώς άσκησε δικαίωμα. Σχετικά με το υποτιθέμενο πταίσμα το οποίο συνίστατο στην κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας, είναι δεδομένο ότι η πειθαρχική διαδικασία δεν οδήγησε σε καμία πράξη όσον αφορά τον προσφεύγοντα, πράγμα που εξηγεί τον λόγο για τον οποίο ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε για τη διαδικασία αυτή. Η κίνηση μιας αμιγώς τυπικής πειθαρχικής διαδικασίας η οποία ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε και η οποία δεν οδήγησε σε κανενός είδους πράξη έρευνας δεν μπορούσε να προκαλέσει ζημία στον προσφεύγοντα.

68

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ, η Επιτροπή υπενθυμίζει τη θέση της περί απαραδέκτου του δευτέρου αιτήματος αρωγής που υποβλήθηκε δυνάμει της διατάξεως αυτής και υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω αίτημα είναι αβάσιμο για τον λόγο ότι αφορά την επιστροφή δαπανών στις οποίες ο προσφεύγων αναγκάστηκε να υποβληθεί προκειμένου να επικαλεστεί την αθωότητά του σε μια περίπτωση στην οποία τα συμφέροντα της Επιτροπής και τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου δεν έπαυσαν ποτέ να συγκρούονται μεταξύ τους και όχι την επιστροφή δαπανών στις οποίες ο προσφεύγων υποβλήθηκε προκειμένου να αμυνθεί έναντι επιθέσεων ή παράνομων ενεργειών τρίτων.

Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως

69

Το άρθρο 22α του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.   Ο υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή σε σχέση με αυτά, λαμβάνει γνώση γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα της Ένωσης, ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων της Ένωσης, ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή τον γενικό διευθυντή του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, τον Γενικό Γραμματέα, ή τα πρόσωπα που κατέχουν ισοδύναμες θέσεις ή απευθείας την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

[…]

3.   Ο υπάλληλος δεν υφίσταται από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.»

70

Το άρθρο 22 του ΚΥΚ, το οποίο εισήγαγε για όλους τους υπαλλήλους υποχρέωση ενημερώσεως όσον αφορά τα γεγονότα από τα οποία είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των υπαλλήλων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014, Bermejo Garde κατά ΕΟΚΕ, T-530/12 P, EU:T:2014:860, σκέψεις 103 έως 106), τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004.

71

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι κάθε υπάλληλος ο οποίος, πριν από την 1η Μαΐου 2004, είχε λάβει την πρωτοβουλία να ειδοποιήσει τους ανωτέρους του για την ύπαρξη παράνομων ενεργειών ή αθετήσεως των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων των οποίων έλαβε γνώση, ικανών να θίξουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, εδικαιούτο να τύχει της προστασίας του θεσμικού οργάνου στο οποίο εργαζόταν κατά τυχόν αντιποίνων λόγω της δημοσιοποίησης αυτής καθώς και να μην υποστεί από το όργανο καμία δυσμενή συνέπεια εφόσον είχε ενεργήσει λογικά και έντιμα.

72

Πρέπει πάντως να προστεθεί ότι, μολονότι η προστασία αυτή η οποία οφείλεται στον υπάλληλο τον εξασφαλίζει έναντι δυσμενών συνεπειών εκ μέρους του θεσμικού οργάνου, δεν μπορεί να έχει ως σκοπό να τον προστατεύσει από έρευνες που έχουν ως σκοπό να διαπιστωθεί αν και σε ποιο βαθμό ενεπλάκη και ο ίδιος στις παρατυπίες τις οποίες καταγγέλλει. Στην καλύτερη περίπτωση, η πρωτοβουλία του υπαλλήλου να καταγγείλει τις παρατυπίες αυτές μπορεί, αν οι ως άνω έρευνες επιβεβαιώσουν την εμπλοκή του στα γεγονότα που καταγγέλλει, να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση στο πλαίσιο ενδεχόμενων διαδικασιών επιβολής κυρώσεων που θα κινηθούν από το θεσμικό όργανο κατόπιν των ερευνών αυτών, όπως εξάλλου αναφέρεται στην ανακοίνωση του αντιπροέδρου Šefčovič προς την Επιτροπή, της 6ης Δεκεμβρίου 2012, SEC(12012) 679 τελικό, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαβίβαση πληροφοριών σε περίπτωση σοβαρών δυσλειτουργιών (whistleblowing) (σημείο 3, in fine).

73

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διεκδικούμενη από τον προσφεύγοντα ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος εν πάση περιπτώσει δεν ήταν ικανή να τον προστατεύσει από διαδικασίες που είχαν σκοπό να κριθεί η πιθανή εμπλοκή του στα καταγγελλόμενα πραγματικά περιστατικά.

74

Επομένως, το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι τόσο το αν ο προσφεύγων έπρεπε ή όχι να απολαύει της ιδιότητας του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος αλλά το αν, βάσει των ιδιαίτερων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, η Επιτροπή διέπραξε παράνομες ενέργειες καθόσον προκάλεσε τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας μετά τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας.

75

Σχετικά με τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας μετά τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας, συνεπεία της εφέσεως κατά της εν λόγω διατάξεως και, εν συνεχεία, της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωσε τη διάταξη αυτή, υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα διεκδικήσεως των οικείων δικαιωμάτων διά της δικαστικής οδού και ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται αποτελεί έκφραση γενικής αρχής του δικαίου επί της οποίας ερείδονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία έχει επίσης κατοχυρωθεί από τα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84, EU:C:1986:206, σκέψεις 17 και 18, και της 17ης Ιουλίου 1998, ITT Promedia κατά Επιτροπής, T-111/96, EU:T:1998:183, σκέψη 60), και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι θεμελιώδες δικαίωμα και γενική αρχή διασφαλίζουσα την τήρηση του δικαίου, μόνον υπό περιστάσεις όλως εξαιρετικές μπορεί να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι θεσμικό όργανο προσφεύγει στη δικαιοσύνη συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, T-48/97, EU:T:1999:175, σκέψη 97).

76

Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ανεξαρτήτως του γράμματος της διατάξεως περί μη απαγγελίας κατηγορίας και της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) της 23ης Ιουνίου 2014 που επικύρωσε τη διάταξη αυτή, με τις οποίες ο Γάλλος ποινικός δικαστής έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες έπρεπε να καταλογιστούν μάλλον στην ανεπάρκεια του ρυθμιστικού πλαισίου που είχε θεσπιστεί από την Ένωση και όχι στους υπαλλήλους στους οποίους αποδόθηκαν αξιόποινες πράξεις, οι οποίοι είχαν απλώς αναζητήσει λύσεις προς το συμφέρον της Eurostat σε ένα τέτοιο ανεπαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο, οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως δεν είναι τόσο εξαιρετικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η έφεση που ασκήθηκε κατά της εν λόγω διατάξεως και η αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της ως άνω αποφάσεως συνιστούσαν υπηρεσιακά πταίσματα της Επιτροπής. Συνεπώς, ο προσφεύγων αβασίμως αξιώνει αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αντιστοίχως, για υλική ζημία και ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του ότι αντιμετώπισε μια ποινική διαδικασία μεταξύ 2003 και 2016.

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

77

Όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής, μετά την απαλλαγή του προσφεύγοντος με την απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016, να αναλάβει τα έξοδα υπεράσπισης στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής διαδικασίας, επισημαίνεται ότι οι λόγοι της αρνήσεως αυτής, όπως εκτίθενται από την Επιτροπή στην απόρριψη του αιτήματος και εν συνεχεία στην απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως, μολονότι δεν παρέχουν σαφή απάντηση σε ορισμένα ζητήματα που έθιξε ο προσφεύγων κατά τη διοικητική διαδικασία, επιτρέπουν πάντως να γίνει αντιληπτός ο πραγματικός λόγος για τον οποίον η Επιτροπή απέρριψε το δεύτερο αίτημα αρωγής.

78

Όσον αφορά τα ζητήματα που έθιξε ο προσφεύγων, προκύπτει ότι, διά των αναφορών του στα άρθρα 22α και 24 του ΚΥΚ, εκ των οποίων, όπως διαπιστώθηκε, το δεύτερο δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω) και το πρώτο δεν ήταν ικανό να προστατεύσει τον προσφεύγοντα έναντι τυχόν ποινικών ή πειθαρχικών διαδικασιών (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω), ο προσφεύγων δήλωνε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν ένοχος στην υπόθεση Eurostat.

79

Συνεπώς, από της ενάρξεως της διοικητικής διαδικασίας, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το σύστημα των datashops τού είχε πειστικώς παρουσιαστεί ως νομότυπο και έγκυρο, ότι ο ίδιος ήταν καλόπιστος, ότι ουδέποτε μετέσχε ενσυνείδητα στον επίδικο μηχανισμό, ότι προέβη ταχέως στην καταγγελία και ότι, εν ολίγοις, είχε παγιδευτεί. Λόγω της πεποιθήσεως αυτής, που ενισχυόταν από τις γαλλικές ευνοϊκές ποινικές αποφάσεις, ο προσφεύγων ζήτησε από την Επιτροπή να αναλάβει τα έξοδα υπεράσπισης στα οποία είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής διαδικασίας καθώς και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη λόγω του αισθήματος αδικίας που του προκάλεσε η μη παροχή προστασίας από την Επιτροπή παρά το γεγονός ότι είχε ενεργήσει ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος στην υπόθεση Eurostat. Για τον λόγο αυτό επίσης ζήτησε να περιληφθεί στον φάκελό του ένα σημείωμα που αναγνώριζε τον ρόλο του ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να αποκατασταθεί η επαγγελματική του τιμή.

80

Μετά την απαλλαγή του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων παρατηρούσε άλλωστε, στο δεύτερο αίτημα αρωγής και κατόπιν στη διοικητική του ένσταση, ότι αντίστοιχη έκβαση σε μια πειθαρχική διαδικασία θα είχε οδηγήσει σε ανάληψη των εξόδων υπεράσπισής του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ.

81

Πλην όμως, στις απορριπτικές αποφάσεις της επί του αιτήματος και κατόπιν επί της διοικητικής ενστάσεως, η Επιτροπή δεν απάντησε σαφώς στα ζητήματα αυτά που έθιξε ο προσφεύγων. Η Επιτροπή απέρριψε, για τεχνικούς λόγους, τα όσα εξέθεσε ο προσφεύγων σχετικά με τα άρθρα 22α και 24 του ΚΥΚ.

82

Η Επιτροπή προέβη όμως σε διαπιστώσεις οι οποίες καταδεικνύουν ότι η άρνησή της, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αναλάβει τις δαπάνες του προσφεύγοντος εν τέλει δεν οφειλόταν τόσο στο ότι οι διατάξεις αυτές του ΚΥΚ ήταν τεχνικώς ανεφάρμοστες όσο, βασικότερα, στη γνώμη ότι ο προσφεύγων ήταν ένοχος παραβάσεως των υποχρεώσεών του βάσει του ΚΥΚ.

83

Για τον λόγο αυτό η Επιτροπή τόνισε, δύο φορές και με έντονους χαρακτήρες, στις απορριπτικές αποφάσεις της επί του αιτήματος και εν συνεχεία επί της διοικητικής ενστάσεως, ότι, στην απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016, το εν λόγω δικαστήριο είχε επιβεβαιώσει την ύπαρξη «παραβάσεως των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων» και είχε επισημάνει ότι δεν υφίσταντο «επαρκείς» ενοχοποιητικές ενδείξεις για την παραπομπή των προσώπων στα οποία είχε αποδοθεί αξιόποινη πράξη ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας.

84

Εξάλλου, στο πλαίσιο της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η Επιτροπή διατύπωσε εκτιμήσεις κατά τις οποίες «είχε επιδιώξει, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας[,] συμφέρον αντίθετο προς εκείνο του [προσφεύγοντος], οπότε το άρθρο 24 του ΚΥΚ δεν μπορούσε, ακόμη και σε περίπτωση αποφάσεως [που επικύρωνε τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας], να αποτελέσει το θεμέλιο αιτήματος αρωγής για την αποκατάσταση της ζημίας που είχε προκληθεί εξαιτίας ή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής».

85

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι είναι πράγματι ορθό και άλλωστε κατάδηλο ότι το συμφέρον της Επιτροπής ήταν αντίθετο προς εκείνο του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, η ως άνω αντίθεση συμφερόντων δεν μπορούσε λογικά να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) που επικύρωνε τη διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας, παρά μόνον κατά το μέτρο που η Επιτροπή εξακολουθούσε να έχει τη γνώμη ότι ο προσφεύγων, παρά την απαλλαγή του από τις ποινικές κατηγορίες, είχε παραβεί τις εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεις του.

86

Το ότι μια τέτοια γνώμη της Επιτροπής περί ενοχής του προσφεύγοντος εξακολούθησε πράγματι να υφίσταται ακόμη και μετά την απόφαση του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) της 15ης Ιουνίου 2016 επιβεβαιώνεται εξάλλου στο υπόμνημα αντικρούσεως.

87

Έτσι, στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η διάταξη περί μη απαγγελίας κατηγορίας (η διάταξη αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ύπαρξης οικονομικών τεχνασμάτων) και η θέση της πειθαρχικής διαδικασίας στο αρχείο λόγω μη προσφορότητας δεν εξάλειψαν τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μερών και δικαιολογούσαν τη μη μεταβολή της αποφάσεώς της να μην παράσχει αρωγή».

88

Εν ολίγοις, προκύπτει επομένως ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην αναλάβει τα έξοδα υπεράσπισης στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας δεν οφείλεται τόσο σε τεχνική αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 24 του ΚΥΚ, ως προς την οποία η Επιτροπή υποδηλώνει εξάλλου ότι δεν αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την ανάληψη των εν λόγω εξόδων, όσο στην εξακολούθηση μιας «συγκρούσεως συμφερόντων» και επομένως στη γνώμη την οποία εξακολουθούσε να έχει η Επιτροπή ότι ο προσφεύγων είχε παραβεί τις εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεις του.

89

Εντούτοις, εφόσον ο προσφεύγων είχε παύσει να διώκεται στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής διαδικασίας, δεδομένου άλλωστε ότι ο Γάλλος δικαστής ουδέποτε τον είχε κατονομάσει προσωπικά ως δράστη παραβάσεως των δημοσιονομικών κανόνων, και εφόσον, εξάλλου, κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχε εκδοθεί εις βάρος του καμία πειθαρχική απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση υποχρεώσεων που απέρρεαν από τον ΚΥΚ, ο προσφεύγων όχι μόνον είχε απαλλαγεί στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στη Γαλλία αλλά και οπωσδήποτε απήλαυε του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορούσε την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών του.

90

Ασφαλώς, ο προσφεύγων δεν προβάλλει ρητώς λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας. Τούτο οφείλεται στο ότι ο προσφεύγων, πεπεισμένος για την αθωότητά του, επικαλείται ευθέως την εν λόγω αθωότητα κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πλην όμως μια τέτοια θέση εμπεριέχει κατ’ ανάγκην, βάσει συλλογισμού εκ του μείζονος εις το έλασσον και όπως εξάλλου επιβεβαίωσε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την επίκληση παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, ιδίως στο σημείο που ο προσφεύγων, αφού είχε υποστηρίξει ότι δεν ήταν ένοχος (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω), υποστήριξε ότι, με τη συμπεριφορά της, «η Επιτροπή [άφηνε] αμφιβολίες ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο προσφεύγων [είχε εκπληρώσει] τα καθήκοντά του [και] ως προς την επαγγελματική του τιμή».

91

Υπενθυμίζεται ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, που συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, που διατυπώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T-193/04,EU:T:2006:292, σκέψη 121, της 8ης Ιουλίου 2008, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T-48/05, EU:T:2008:257, σκέψη 209, και της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, T-308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψη 90).

92

Η αρχή αυτή, η οποία καταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Montecatini κατά Επιτροπής, C-235/92 P, EU:C:1999:362, σκέψη 175, και της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T-193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 121), τα οποία συνιστούν αυτά καθεαυτά, κατά τη νομολογία, γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-44/02 OP, T-54/05 OP, T-56/02 OP, T-60/02 OP και T-61/02 OP, EU:T:2006:271, σκέψη 61), έχει εφαρμογή στις διοικητικές διαδικασίες λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των μέτρων που αυτές συνεπάγονται (βλ., στον τομέα του ανταγωνισμού, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κατά Επιτροπής, T-67/00, T‑68/00, T-71/00 και T-78/00, EU:T:2004:221, σκέψη 178, της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-44/02 OP, T-54/05 OP, T-56/02 OP, T-60/02 OP και T-61/02 OP, EU:T:2006:271, σκέψη 61, και της 5ης Οκτωβρίου 2011, Romana Tabacchi κατά Επιτροπής, T-11/06, EU:T:2011:560, σκέψη 129). Συνεπώς, το δικαίωμα επί του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται, ακόμα και εν απουσία ποινικής διώξεως, στην περίπτωση υπαλλήλου που κατηγορείται για παράβαση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων αρκούντως σοβαρή ώστε να δικαιολογεί έρευνα της OLAF βάσει της οποίας η Διοίκηση θα μπορεί να λάβει οποιοδήποτε, και αυστηρό ενδεχομένως, μέτρο που επιβάλλεται (αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2012, BD κατά Επιτροπής, F-36/11, EU:F:2012:49, σκέψη 51, και της 29ης Απριλίου 2015, CJ κατά ECDC, F-159/12 και F-161/12, EU:F:2015:38, σκέψη 154).

93

Εν προκειμένω, απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος για ανάληψη των εξόδων υπεράσπισης στα οποία αυτός υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής διαδικασίας, με την αιτιολογία, κατ’ ουσίαν, ότι εξακολουθούσε να υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων με τον προσφεύγοντα, η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα του προσφεύγοντος στο τεκμήριο αθωότητας.

94

Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σύμφωνα με το οποίο, κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων θεμιτώς εξακολουθούσε να υφίσταται, για τον λόγο ότι η απόφαση για το κλείσιμο του πειθαρχικού «φακέλου» δεν ελήφθη παρά μερικές ημέρες αργότερα, στις 10 Απριλίου 2017, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους εξής λόγους.

95

Καταρχάς, η ύπαρξη, κατά την ασαφή φρασεολογία της Επιτροπής, ενός πειθαρχικού «φακέλου» ο οποίος εκκρεμούσε εις βάρος του προσφεύγοντος κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όχι μόνον δεν αποδεικνύεται αλλά και φαίνεται να διαψεύδεται. Ειδικότερα, το άνοιγμα του φακέλου CMS 04/002 τον Ιανουάριο του 2004, κατόπιν αιτήματος περί άρσεως της ετεροδικίας του προσφεύγοντος, δεν προκύπτει ότι συνιστούσε έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας ή έστω διοικητικής έρευνας εις βάρος του προσφεύγοντος. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, ο ως άνω φάκελος CMS 04/002 απαλείφθηκε από τον κατάλογο CMS [«Case Management System» (σύστημα διαχείρισης των φακέλων)] το 2010, κατόπιν δε καταστράφηκε το 2012 κατά τη λήξη της προθεσμίας διατηρήσεως των αρχείων.

96

Εν συνεχεία και εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι υφίστατο εκκρεμής διαδικασία εις βάρος του προσφεύγοντος κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πταίσμα, να απορρίψει το δεύτερο αίτημα αρωγής με βάση τη γνώμη της περί ενοχής του προσφεύγοντος και εν συνεχεία να περατώσει την υποτιθέμενη αυτή διαδικασία μερικές ημέρες αργότερα, εφόσον η διαδικασία αυτή είχε ακριβώς ως αντικείμενο να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την εν λόγω γνώμη.

97

Τέλος και κατά το μέτρο που το επιχείρημα της Επιτροπής υποδηλώνει ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να καλύπτεται από το τεκμήριο αθωότητας παρά μόνον κατά την ημερομηνία περατώσεως της υποτιθέμενης αυτής διαδικασίας, επισημαίνεται, παρεμπιπτόντως, αφενός, ότι ο υπάλληλος απολαύει του τεκμηρίου αθωότητας σε οποιοδήποτε στάδιο πριν από την έκδοση αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ενοχή του και, αφετέρου, ότι, κατά το στάδιο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξακολούθησε στην πραγματικότητα να παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος υποστηρίζοντας στο πλαίσιο της άμυνάς της ότι «η θέση της πειθαρχικής διαδικασίας στο αρχείο λόγω μη προσφορότητας δεν εξάλειψ[ε] τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μερών».

98

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, από τις οποίες προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί, ενώ υπενθυμίζεται ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

99

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.

100

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τα αιτήματα αποζημιώσεως.

 

2)

Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 28ης Μαρτίου 2017, περί απορρίψεως αιτήματος αρωγής του Amador Rodriguez Prieto.

 

3)

Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα του A. Rodriguez Prieto.

 

Collins

Barents

Passer

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Απριλίου 2019.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.