ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 – Ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις – Πιστοποίηση δικαστικής αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου – Ελάχιστοι κανόνες για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις – Εναγόμενος αγνώστου διευθύνσεως μη παραστάς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση»

Στην υπόθεση C-518/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Okresní soud v Českých Budějovicích (ειρηνοδικείο České Budějovice, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Αυγούστου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

RD

κατά

SC,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Toader, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από την A. Kasalická,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη Z. Wagner και τον M. Z. Fehér,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Heller και M. Šimerdová,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ 2004, L 143, σ. 15).

2

Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της RD και της SC, φυσικού προσώπου του οποίου η διεύθυνση δεν είναι γνωστή, σχετικά με οφειλή από μίσθωση.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 10, 12, 13 και 16 του κανονισμού 805/2004:

«(5)

Η έννοια των “μη αμφισβητούμενων αξιώσεων” θα πρέπει να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις όπου, αφού εξακριβωθεί η έλλειψη οποιασδήποτε διαφωνίας από τον οφειλέτη ως προς τον χαρακτήρα ή το μέγεθος της χρηματικής αξίωσης, χορηγείται στον πιστωτή είτε δικαστική απόφαση κατά του οφειλέτη, είτε εκτελεστό έγγραφο που απαιτεί τη ρητή συναίνεση του οφειλέτη και το οποίο μπορεί να είναι δικαστικός συμβιβασμός ή δημόσιο έγγραφο.

(6)

Ως απουσία αντιρρήσεων από τον οφειλέτη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β), νοείται και η περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος ερημοδικεί σε ακροαματική διαδικασία ή δεν συμμορφώνεται προς την πρόσκληση του δικαστηρίου να γνωστοποιήσει γραπτώς εάν προτίθεται να υπερασπίσει την υπόθεση.

[…]

(10)

Όταν δικαστήριο κράτους μέλους εκδίδει απόφαση επί μη αμφισβητούμενης αξιώσεως ερήμην του οφειλέτη, η κατάργηση των ελέγχων στο κράτος μέλος εκτέλεσης συνδέεται άρρηκτα και εξαρτάται από την ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων όσον αφορά την τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

[…]

(12)

Θα πρέπει να θεσπισθούν ελάχιστοι κανόνες για τη δίκη που οδηγεί στην απόφαση, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο οφειλέτης ενημερώνεται εγκαίρως για την κατ’ αυτού αγωγή, για τις απαιτήσεις ενεργητικής νομιμοποίησης στη δίκη προκειμένου να αντικρούσει την αξίωση καθώς και για τις συνέπειες της ερημοδικίας του, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει έγκαιρα την υπεράσπισή του.

(13)

Λόγω διαφορών μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους κανόνες πολιτικής δικονομίας, και ειδικά αυτούς που διέπουν την επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων, είναι ανάγκη ο ορισμός αυτών των ελάχιστων κανόνων να είναι ειδικός και λεπτομερής. Ιδίως, κάθε μέθοδος επίδοσης ή κοινοποίησης που βασίζεται σε πλάσμα δικαίου όσον αφορά την τήρηση των ελάχιστων αυτών κανόνων δεν μπορεί να θεωρείται επαρκής για την πιστοποίηση αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου.

[…]

(16)

Το άρθρο 15 θα πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης δεν μπορεί να παραστεί ο ίδιος στο δικαστήριο, όπως συμβαίνει με νομικό πρόσωπο, και όταν ορίζεται εκπρόσωπός του, από τον νόμο, καθώς και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης εξουσιοδότησε άλλο πρόσωπο, και συγκεκριμένα δικηγόρο, ως εκπρόσωπό του στη συγκεκριμένη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου που εκκρεμεί.»

4

Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο παρών κανονισμός αποσκοπεί στη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει, με τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημόσιων εγγράφων σε όλα τα κράτη μέλη, χωρίς να πρέπει να ακολουθείται στο κράτος μέλος της εκτέλεσης ενδιάμεση διαδικασία πριν από την αναγνώριση και την εκτέλεση.»

5

Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Τίτλοι εκτέλεσης οι οποίοι πιστοποιούνται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αποφάσεις, δικαστικούς συμβιβασμούς και δημόσια έγγραφα επί μη αμφισβητούμενων αξιώσεων.

Αξίωση θεωρείται “μη αμφισβητούμενη”, εάν:

α)

την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης, μέσω αποδοχής της αξίωσης ή μέσω συμβιβασμού που επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίσθηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διαδικασίας, ή

β)

ο οφειλέτης ουδέποτε αντιτάχθηκε προς αυτήν σύμφωνα με τις σχετικές δικονομικές απαιτήσεις του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, ή

γ)

ο οφειλέτης δεν παρέστη ή δεν εκπροσωπήθηκε στη σχετική με την εν λόγω αξίωση ακροαματική διαδικασία αφού είχε αντιταχθεί αρχικά στην αξίωση κατά τη διάρκεια διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου, εφόσον η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της αξίωσης ή των πραγματικών περιστατικών τα οποία επικαλέσθηκε ο πιστωτής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους προέλευσης, ή

δ)

την έχει αναγνωρίσει ρητά ο οφειλέτης σε δημόσιο έγγραφο.»

6

Το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Απαιτήσεις για την πιστοποίηση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η απόφαση επί μη αμφισβητούμενης αξιώσεως, η οποία εκδίδεται σε κράτος μέλος, κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται ανά πάσα στιγμή στο δικαστήριο προέλευσης, πιστοποιείται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος, εάν:

α)

η απόφαση είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος προέλευσης, και

β)

δεν αντίκειται προς τους κανόνες περί δικαιοδοσίας που καθορίζονται στα τμήματα 3 και 6 του κεφαλαίου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1)], και

γ)

οι δικαστικές διαδικασίες στο κράτος μέλος προέλευσης πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο κεφάλαιο III στην περίπτωση μη αμφισβητούμενης αξιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία β) ή γ) […]».

7

Το κεφάλαιο III του κανονισμού 805/2004, στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 12 έως 19, καθορίζει τους ελάχιστους κανόνες που εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αφορούν τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του οφειλέτη, αφορούν όχι μόνον τους τρόπους επιδόσεως και κοινοποιήσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου και των λοιπών εγγράφων, αλλά και το πληροφοριακό περιεχόμενο ενός τέτοιου εγγράφου, δεδομένου ότι ο οφειλέτης πρέπει να είναι ενήμερος για την αξίωση καθώς και για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την αμφισβήτησή της.

8

Το άρθρο 12 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής των ελάχιστων κανόνων», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Απόφαση επί μη αμφισβητούμενης αξίωσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία β) ή γ), μπορεί να πιστοποιείται ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος μόνον εάν οι διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου στο κράτος μέλος προέλευσης πληρούν τις δικονομικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.»

9

Το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Επίδοση ή κοινοποίηση χωρίς αποδεικτικό παραλαβής εκ μέρους του οφειλέτη», ορίζει τα εξής:

«1.   Η επίδοση ή κοινοποίηση στον οφειλέτη του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου καθώς και οποιασδήποτε κλήτευσης σε ακροαματική διαδικασία είναι δυνατόν να έχει διενεργηθεί και με έναν από τους εξής τρόπους:

[…]

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η επίδοση ή κοινοποίηση βάσει της παραγράφου 1 δεν γίνεται αποδεκτή, αν η διεύθυνση του οφειλέτη δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα.

[…]»

10

Το άρθρο 15 του ως άνω κανονισμού, με τίτλο «Επίδοση ή κοινοποίηση στους αντιπροσώπους του οφειλέτη», έχει ως εξής:

«Η επίδοση ή κοινοποίηση βάσει των άρθρων 13 και 14 μπορεί να διενεργείται και στον αντιπρόσωπο του οφειλέτη.»

11

Το άρθρο 27 του κανονισμού 805/2004, με τίτλο «Σχέση με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τη δυνατότητα να επιδιωχθεί αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης, δικαστικού συμβιβασμού ή δημόσιου εγγράφου επί μη αμφισβητούμενης αξιώσεως, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001.»

Το τσεχικό δίκαιο

12

Το άρθρο 29, παράγραφος 3, του zákon č. 99/1963 Sb., Občanský soudní řád (νόμου 99/1963 για τον κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας) προβλέπει τα ακόλουθα:

«Εφόσον δεν λάβει άλλα μέτρα, ο πρόεδρος τμήματος μπορεί να διορίσει επίτροπο για πρόσωπο αγνώστου κατοικίας προς το οποίο δεν κατέστη δυνατή η επίδοση σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή ή για πρόσωπο το οποίο είναι διανοητικά άρρωστο ή το οποίο, για άλλους λόγους υγείας, τελεί σε όχι μόνον προσωρινή αδυναμία να παραστεί σε δίκη ή το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκφρασθεί με κατανοητό τρόπο.»

13

Κατά το άρθρο 353, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, κατόπιν αιτήσεως του προσώπου το οποίο αντλεί δικαίωμα από δικαστική απόφαση, δικαστικό συμβιβασμό ή άλλο δημόσιο έγγραφο που πληροί τις προϋποθέσεις για την πιστοποίησή του ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου ή ως ευρωπαϊκού μερικώς εκτελεστού τίτλου, ο δικαστής πιστοποιεί την απόφαση αυτή, τον συμβιβασμό αυτόν ή το δημόσιο αυτό έγγραφο ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο υπό τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 805/2004 προϋποθέσεις. Αν δεν πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις, ο δικαστής δεν χορηγεί το πιστοποιητικό που ζητήθηκε και ενημερώνει εγγράφως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετικά με τους λόγους για τη μη χορήγησή του.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

14

Με αγωγή που κατέθεσε ενώπιον του Okresní soud v Českých Budějovicích (ειρηνοδικείου České Budějovice, Τσεχική Δημοκρατία), η RD ζήτησε να υποχρεωθεί η SC να της καταβάλει το ποσό των 6600 τσεχικών κορώνων (CZK) (περίπου 250 ευρώ) πλέον τόκων υπερημερίας, για τον λόγο ότι δυνάμει σύμβασης μίσθωσης η οποία συνήφθη στις 23 Ιουλίου 2008 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 2008, η SC απέκτησε τη χρήση ενός διαμερίσματος στο České Budějovice και ανέλαβε συμβατικώς την υποχρέωση να καταβάλλει ως μίσθωμα το ποσό των 5600 CZK καθώς και ως προκαταβολή για κοινόχρηστες και άλλες δαπάνες, το ποσό των 1000 CZK, ήτοι, να καταβάλλει συνολικώς, το ποσό των 6600 CZK μηνιαίως. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2008, η SC αναγνώρισε εγγράφως την οφειλή της και ανέλαβε την υποχρέωση να την εξοφλήσει έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2008, κάτι το οποίο δεν έπραξε.

15

Λόγω αδυναμίας του αιτούντος δικαστηρίου, παρά την έρευνα που πραγματοποίησε, να πληροφορηθεί τη διεύθυνση της SC, διορίστηκε επίτροπος για να την εκπροσωπήσει.

16

Η SC δεν εμφανίστηκε κατά τη διαδικασία και ούτε ο επίτροπός της παρέστη στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην οποία κλήθηκε. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η RD προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία και, ως εκ τούτου, η αγωγή της έγινε δεκτή. Δεδομένου ότι η διεύθυνση της SC δεν ήταν γνωστή, η απόφαση με την οποία περατώθηκε η δίκη επιδόθηκε μόνον στον ως άνω επίτροπο.

17

Στις 14 Οκτωβρίου 2016, η RD ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να της χορηγήσει εκτελεστό απόγραφο της αποφάσεως αυτής καθώς και να πιστοποιήσει την εν λόγω απόφαση ως ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 353, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας και στον κανονισμό 805/2004.

18

Με έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε την RD ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού, επισημαίνοντας ότι αξίωση θεωρείται μη αμφισβητούμενη εάν ο οφειλέτης την έχει αναγνωρίσει ρητώς ή δεν αντιτάχθηκε σ’ αυτήν, σύμφωνα με τις ισχύουσες στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δικονομικές απαιτήσεις, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας ή εάν δεν παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την εν λόγω αξίωση, καθόσον η μη παράσταση αυτή ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή της αξίωσης ή των πραγματικών περιστατικών τα οποία επικαλέσθηκε ο πιστωτής σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.

19

Εν συνεχεία, η RD προσέφυγε στο Ústaavní soud (Συνταγματικό Δικαστήριο, Τσεχική Δημοκρατία), ισχυριζόμενη, κατ’ ουσίαν, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέπεμψε το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διευκρινιστεί αν μια δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων, χωρίς ο εναγόμενος να προβάλει ενστάσεις ή να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, μπορεί να θεωρηθεί ως μη αμφισβητούμενη. Συναφώς, η RD παρέπεμψε στη σκέψη 41 της απόφασης του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2016, Pebros Servizi (C-511/14, EU:C:2016:448), κατά την οποία, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψεως 6 του κανονισμού 805/2004, η αξίωση μπορεί να θεωρηθεί «μη αμφισβητούμενη», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 805/2004, αν ο οφειλέτης δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια για να αντιταχθεί στην αξίωση αυτή, μη ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του δικαστηρίου να γνωστοποιήσει εγγράφως αν προτίθεται να αμυνθεί στη δίκη ή μη εμφανιζόμενος στη συζήτηση.

20

Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2017, το Ústavní soud (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε αντισυνταγματική τη μη πιστοποίηση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου, χωρίς να έχει προηγουμένως υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο.

21

Το αιτούν δικαστήριο, διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με το αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αξίωση μπορεί να θεωρηθεί μη αμφισβητούμενη και δεδομένου ότι η εκδοθησόμενη απόφασή του δεν θα υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, φρονεί ότι υποχρεούται να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Okresní soud v Českých Budějovicích (ειρηνοδικείο České Budějovice) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 805/2004 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αξίωση επί της οποίας έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση μετά τη διεξαγωγή αποδείξεων δύναται να θεωρηθεί μη αμφισβητούμενη όταν ούτε η εναγόμενη, η οποία αναγνώρισε την οφειλή της πριν από την έναρξη της δίκης, ούτε ο επίτροπος παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όταν ουδείς εξ αυτών προέβαλε ενστάσεις κατά τη διάρκειά της;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 805/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση αδυναμίας ενός δικαστηρίου να πληροφορηθεί τη διεύθυνση του εναγομένου, δικαστική απόφαση η οποία αφορά αξίωση και η οποία εκδόθηκε κατόπιν επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην οποία δεν παρέστη ούτε ο εναγόμενος ούτε ο διορισθείς για τις ανάγκες της διαδικασίας επίτροπος μπορεί να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος.

24

Όπως προκύπτει από το άρθρο 12 του κανονισμού 805/2004, για την πιστοποίηση δικαστικής αποφάσεως ως ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Αφενός, μια τέτοια απόφαση πρέπει να αφορά «μη αμφισβητούμενη» αξίωση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ ή γʹ, του εν λόγω κανονισμού. Τούτο συμβαίνει όταν ο οφειλέτης ουδόλως αντιτάχθηκε στην αξίωση κατά την ένδικη διαδικασία και όταν την έχει αποδεχθεί σιωπηρά, όπερ συνάγεται από το γεγονός ότι δεν παρέστη αυτοπροσώπως ούτε εκπροσωπήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με την εν λόγω αξίωση. Αφετέρου, η ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση πρέπει να πληροί τους ελάχιστους δικονομικούς κανόνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού.

25

Οι εν λόγω ελάχιστοι κανόνες έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του ίδιου κανονισμού, ότι ο οφειλέτης θα ενημερωθεί εγκαίρως, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του, αφενός, όσον αφορά την αγωγή που έχει ασκηθεί εναντίον του και τις προϋποθέσεις ενεργού συμμετοχής του στη δίκη με σκοπό την αντίκρουση της προβαλλόμενης αξιώσεως και, αφετέρου, όσον αφορά τις συνέπειες της μη συμμετοχής του στη δίκη. Στην ειδική περίπτωση της ερημοδικίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 805/2004, οι ως άνω ελάχιστοι δικονομικοί κανόνες αποσκοπούν στη διασφάλιση επαρκών εγγυήσεων για τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Pebros Servizi, C-511/14, EU:C:2016:448, σκέψη 44).

26

Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 805/2004, καθώς και των σκοπών και της οικονομίας του εν λόγω κανονισμού, ερήμην εκδοθείσα απόφαση δεν μπορεί, σε περίπτωση αδυναμίας εντοπισμού της κατοικίας του εναγομένου, να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, G, C‑292/10, EU:C:2012:142, σκέψη 64).

27

Το εν λόγω συμπέρασμα εξακολουθεί να ισχύει παρά τον διορισμό επιτρόπου για τις ανάγκες της διαδικασίας από το αιτούν δικαστήριο το οποίο δεν ήταν σε θέση να πληροφορηθεί τη διεύθυνση της SC.

28

Μολονότι, βέβαια, το άρθρο 15 του κανονισμού 805/2004 προβλέπει ότι, επιπλέον των περιπτώσεων επίδοσης ή κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, επίδοση ή κοινοποίηση μπορεί να γίνει σε εκπρόσωπο του οφειλέτη, επισημαίνεται εντούτοις ότι ο επίτροπος, όπως αυτός που διορίζεται δυνάμει της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής ρύθμισης, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «εκπρόσωπο του οφειλέτη», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 15. Πράγματι, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 16 του εν λόγω κανονισμού, η εν λόγω διάταξη αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες είτε συντρέχει, εκ του νόμου, αντικειμενική αδυναμία στο πρόσωπο του οφειλέτη να παραστεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο είτε ο οφειλέτης διορίζει οικεία βουλήσει εκπρόσωπο προς τον σκοπό αυτό. Δεν αποδεικνύεται ωστόσο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνδρομή των εν λόγω περιστάσεων.

29

Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, έχει εξαρτήσει τη χρήση του συμπληρωματικού και προαιρετικού νομικού εργαλείου εκτέλεσης το οποίο αποτελεί ο ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος ιδίως υπό την προϋπόθεση η διεύθυνση του οφειλέτη να είναι γνωστή με βεβαιότητα, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται σε περίπτωση όπως η υπό κρίση στην κύρια δίκη, παρέλκει να ελεγχθεί, εν προκειμένω, εάν, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των αιτιολογικών σκέψεων 5 και 6 του κανονισμού 805/2004, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης οφειλή μπορεί να θεωρηθεί μη αμφισβητούμενη, δεδομένου ότι ούτε η SC ούτε ο διορισθείς από το αιτούν δικαστήριο επίτροπος συμμετείχαν στη διαδικασία, παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή αμφισβήτησαν τον χαρακτήρα και το μέγεθος της εν λόγω οφειλής.

30

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι ο κανονισμός 805/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση αδυναμίας ενός δικαστηρίου να πληροφορηθεί τη διεύθυνση του εναγομένου, δικαστική απόφαση η οποία αφορά αξίωση και η οποία εκδόθηκε κατόπιν επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην οποία δεν παρέστη ούτε ο εναγόμενος ούτε ο διορισθείς για τις ανάγκες της διαδικασίας επίτροπος δεν μπορεί να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος.

Επί των δικαστικών εξόδων

31

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Ο κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση αδυναμίας ενός δικαστηρίου να πληροφορηθεί τη διεύθυνση του εναγομένου, δικαστική απόφαση η οποία αφορά αξίωση και η οποία εκδόθηκε κατόπιν επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στην οποία δεν παρέστη ούτε ο εναγόμενος ούτε ο διορισθείς για τις ανάγκες της διαδικασίας επίτροπος δεν μπορεί να πιστοποιηθεί ως ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.