ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 27ης Μαΐου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “δικαστική αρχή έκδοσης” – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως που εκδόθηκε από την εισαγγελία κράτους μέλους – Νομικό καθεστώς – Ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας – Εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να δίδει οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση – Έλλειψη εγγυήσεων ανεξαρτησίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑508/18 και C‑82/19 PPU,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν αντίστοιχα το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 2018, και το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο των διαδικασιών που αφορούν την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως εκδοθέντων κατά των

OG (C‑508/18),

PI (C‑82/19 PPU),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, M. Βηλαρά, T. von Danwitz, C. Toader, F. Biltgen, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, L. Bay Larsen, M. Safjan, D. Šváby, S. Rodin και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη το αίτημα του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) της 4ης Φεβρουαρίου 2019, το οποίο περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Φεβρουαρίου 2019, να εξετασθεί η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-82/19 PPU με την επείγουσα διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019 του τετάρτου τμήματος να κάνει δεκτό το αίτημα αυτό,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Μαρτίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο OG, εκπροσωπούμενος από τον E. Lawlor, BL, και την R. Lacey, SC, κατ’ εντολήν της M. Moran, solicitor,

ο PI, εκπροσωπούμενος από τους D. Redmond, barrister, και R. Munro, SC, κατ’ εντολήν του E. King, solicitor,

ο Minister for Justice and Equality, εκπροσωπούμενος από τις J. Quaney, M. Browne και G. Hodge, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από τους B. M. Ward, A. Hanrahan και J. Benson, BL, καθώς και από τον P. Caroll, SC,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Z. L. Ngo και τον J. Nymann-Lindegren,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικά από τους T. Henze, J. Möller και M. Hellmann, καθώς και από την A. Berg, στη συνέχεια δε από τους Μ. Hellmann και J. Möller καθώς και από την A. Berg,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και D. Dubois, καθώς και από την E. de Moustier,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Faraci, avvocato dello Stato,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις V. Vasiliauskienė, J. Prasauskienė, G. Taluntytė και R. Krasuckaitė,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér και τη Z. Wagner,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Κ. Bulterman και τον J. Langer,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Hesse και K. Ibili, καθώς και από την J. Schmoll,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και J. Tomkin, καθώς και από την S. Grünheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο εκτελέσεως, στην Ιρλανδία, δύο ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία εκδόθηκαν αντίστοιχα, στην υπόθεση C-508/18, στις 13 Μαΐου 2016 από τη Staatsanwaltschaft bei dem Landgericht Lübeck (εισαγγελία του περιφερειακού δικαστηρίου του Lübeck, Γερμανία) (στο εξής: εισαγγελία του Lübeck), στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του OG, και, στην υπόθεση C-82/19 PPU, στις 15 Μαρτίου 2018 από τη Staatsanwaltschaft Zwickau (εισαγγελία του Zwickau, Γερμανία), στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του PI.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 8 και 10 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

«(5)

Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(6)

Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

[…]

(8)

Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το [εκ]ζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.

[…]

(10)

Ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, [ΕΕ], η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, [ΕΕ] με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.»

4

Το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει τα εξής:

«1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΕΕ].»

5

Τα άρθρα 3, 4 και 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου απαριθμούν τους λόγους υποχρεωτικής και προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το άρθρο 5 της ίδιας αποφάσεως‑πλαισίου προβλέπει τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις.

6

Κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών»:

«1.   Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.   Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

Το ιρλανδικό δίκαιο

7

Ο European Arrest Warrant Act 2003 (ιρλανδικός νόμος του 2003 περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κυρίων δικών χρόνο (στο εξής: EAW Act), μεταφέρει στο ιρλανδικό δίκαιο την απόφαση-πλαίσιο 2002/584. Το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του EAW Act ορίζει τα εξής:

«ως “δικαστική αρχή” νοείται ο δικαστής, ο ειρηνοδίκης ή κάθε άλλο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί, βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, η εκτέλεση καθηκόντων ίδιων ή παρόμοιων με τα εκτελούμενα από δικαστήριο [της Ιρλανδίας] βάσει του άρθρου 33.»

8

Το άρθρο 20 του EAW Act ορίζει τα εξής:

«(1)   Στις διαδικασίες στις οποίες εφαρμόζεται ο παρών νόμος, το High Court [(ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία)], αν κρίνει ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που του παρασχέθηκαν δεν επαρκούν για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος νόμου, μπορεί να απαιτήσει από τη δικαστική αρχή ή από το κράτος εκδόσεως του εντάλματος, ανάλογα με την περίπτωση, να του παράσχει κάθε συμπληρωματικό έγγραφο ή πληροφορία που θα ζητήσει εντός της προθεσμίας που θα ορίσει.

(2)   Η κεντρική αρχή του κράτους, αν κρίνει ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που της παρασχέθηκαν δεν επαρκούν για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτής ή του High Court [(ανώτερου δικαστηρίου)] δυνάμει του παρόντος νόμου, μπορεί να απαιτήσει από τη δικαστική αρχή ή από το κράτος εκδόσεως του εντάλματος, ανάλογα με την περίπτωση, να της παράσχει κάθε συμπληρωματικό έγγραφο ή πληροφορία που θα ζητήσει εντός της προθεσμίας που θα ορίσει. […]»

Το γερμανικό δίκαιο

9

Κατά το άρθρο 146 του Gerichtsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανισμού των δικαστηρίων, στο εξής: GVG):

«Οι υπάλληλοι της εισαγγελικής αρχής οφείλουν να συμμορφώνονται με τις υπηρεσιακές οδηγίες των προϊσταμένων τους.»

10

Το άρθρο 147 του GVG ορίζει τα εξής:

«Αρμόδιοι για την άσκηση εποπτείας και διευθυντικών καθηκόντων είναι:

1.   ο Bundesminister der Justiz und für Verbraucherschutz [(ομοσπονδιακός υπουργός δικαιοσύνης και προστασίας των καταναλωτών)] όσον αφορά τον ομοσπονδιακό γενικό εισαγγελέα και τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς·

2.   η Landesjustizverwaltung [(διοικητική αρχή του Land αρμόδια για τη δικαιοσύνης] όσον αφορά το σύνολο των υπαλλήλων της εισαγγελικής αρχής του οικείου Land·

3.   ο προϊστάμενος της εισαγγελίας των ανώτερων περιφερειακών δικαστηρίων και των περιφερειακών πρωτοδικείων, όσον αφορά το σύνολο των υπαλλήλων της εισαγγελικής αρχής της περιφέρειας του οικείου δικαστηρίου.»

Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Υπόθεση C‑508/18

11

Ο OG είναι Λιθουανός υπήκοος που διαμένει στην Ιρλανδία. Στις 13 Μαΐου 2016 ζητήθηκε η παράδοσή του σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο είχε εκδοθεί από την εισαγγελία του Lübeck, στο πλαίσιο ποινικής διώξεως εις βάρος του OG για πράξεις που φέρεται να τέλεσε το έτος 1995, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από την εν λόγω εισαγγελία ως «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και βαριές σωματικές βλάβες».

12

Ο OG προσέφυγε ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) αμφισβητώντας την εγκυρότητα αυτού του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εισαγγελία του Lübeck δεν είναι «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

13

Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, ο OG επικαλέστηκε τη νομική γνωμοδότηση ενός Γερμανού δικηγόρου από την οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι, στη γερμανική έννομη τάξη, η εισαγγελική αρχή δεν χαίρει της αυτοτέλειας ή ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, αλλά υπάγεται σε διοικητική ιεραρχία, επικεφαλής της οποίας είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να υφίσταται κίνδυνος πολιτικών παρεμβάσεων στις διαδικασίες παραδόσεως. Περαιτέρω, η εισαγγελική αρχή δεν είναι δικαστική αρχή με αρμοδιότητα να διατάσσει την κράτηση ή τη σύλληψη προσώπου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Μόνον ένας δικαστής ή ένα δικαστήριο έχουν την αρμοδιότητα αυτή. Η εισαγγελική αρχή είναι, ωστόσο, αρμόδια για την εκτέλεση εθνικού εντάλματος συλλήψεως το οποίο έχει εκδοθεί από δικαστή ή δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση, εκδίδοντας ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως. Συνεπώς, καμία «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δεν μετείχε στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε βάρος του OG.

14

Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) ζήτησε από την εισαγγελία του Lübeck, μέσω της ιρλανδικής κεντρικής αρχής, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία που προσκόμισε ο OG όσον αφορά την ιδιότητα της εισαγγελίας αυτής ως «δικαστικής αρχής», υπό το πρίσμα, ιδίως, των αποφάσεων της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C-452/16 PPU, EU:C:2016:858), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860).

15

Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, η εισαγγελία του Lübeck απάντησε στο αίτημα αυτό και επισήμανε ότι, βάσει του γερμανικού δικαίου, η εισαγγελική αρχή είναι όργανο της ποινικής δικαιοσύνης όπως ακριβώς και τα εθνικά δικαστήρια και ότι είναι επιφορτισμένη με τη δίωξη των εγκλημάτων και τη συμμετοχή στην ποινική διαδικασία. Είναι, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη για τη διασφάλιση της νομιμότητας, κανονικότητας και ομαλής διεξαγωγής της ανακριτικής διαδικασίας. Η εισαγγελική αρχή δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας και εκτελεί τις δικαστικές αποφάσεις. Έχει, αντιθέτως προς τους δικαστές, το δικαίωμα κινήσεως της ανακριτικής διαδικασίας.

16

Όσον αφορά τις σχέσεις της με τον Schleswig-Holsteinischer Minister für Justiz (Υπουργό Δικαιοσύνης του Land Schleswig-Holstein, Γερμανία), η εισαγγελία του Lübeck επισήμανε ότι ο υπουργός αυτός δεν έχει καμία εξουσία να της δίδει οδηγίες. Δυνάμει του εθνικού δικαίου, μόνον η Staatsanwaltschaft beim Schleswig-Holsteinischen Oberlandesgericht (γενική εισαγγελία του ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου του Land Schleswig-Holstein, Γερμανία) (στο εξής: γενική εισαγγελία), η οποία προΐσταται της εισαγγελικής αρχής αυτού του Land, μπορεί να δίδει οδηγίες στον Leitenden Oberstaatsanwalt der Staatsanwaltschaft Lübeck (προϊστάμενο της εισαγγελίας του Lübeck, Γερμανία). Επίσης, η εξουσία παροχής οδηγιών οριοθετείται από τον Θεμελιώδη Νόμο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και από την αρχή της νομιμότητας που διέπει την ποινική διαδικασία και η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου. Μολονότι ο εν λόγω υπουργός μπορεί, ενδεχομένως, να δίδει «έξωθεν» οδηγίες στη γενική εισαγγελία ασκώντας την εξουσία αυτή, οφείλει εντούτοις να σέβεται τις αρχές αυτές. Περαιτέρω, στο Land Schleswig-Holstein, ο υπουργός είναι υποχρεωμένος, όταν δίδει ορισμένη οδηγία στη γενική εισαγγελία, να ενημερώνει τον πρόεδρο του Landtag (περιφερειακού κοινοβουλίου, Γερμανία). Εν προκειμένω, στην περίπτωση του OG, δεν δόθηκε καμία οδηγία ούτε από τον εν λόγω υπουργό στη γενική εισαγγελία ούτε από τη γενική εισαγγελία προς την εισαγγελία του Lübeck.

17

Στις 20 Μαρτίου 2017, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) απέρριψε το επιχείρημα του OG ότι η εισαγγελία του Lübeck δεν είναι «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Το Court of Appeal (εφετείο, Ιρλανδία) επιλήφθηκε εφέσεως η οποία ασκήθηκε κατά της ως άνω αποφάσεως του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) την οποία επικύρωσε.

18

Το αιτούν δικαστήριο, Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία), επέτρεψε την άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Court of Appeal (εφετείου).

19

Το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν η εισαγγελία του Lübeck πληροί την προϋπόθεση ανεξαρτησίας και την προϋπόθεση που αφορά τον ρόλο της στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου στις αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski (C‑486/14, EU:C:2016:483), της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak (C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858), της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas (C-477/16 PPU, EU:C:2016:861), ώστε να μπορεί να θεωρηθεί «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

20

Κατά το δικαστήριο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της θεσμικής θέσεως της γερμανικής εισαγγελικής αρχής, η εισαγγελία του Lübeck φαίνεται να υπάγεται στην εξουσία και στις οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας. Το αιτούν δικαστήριο έχει, συνεπώς, αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν η εισαγγελία αυτή ανταποκρίνεται στις αρχές που απορρέουν από την ως άνω νομολογία και αν, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, η ανεξαρτησία της μπορεί να αποδειχθεί από το γεγονός και μόνον ότι δεν της δόθηκε καμία εντολή ή οδηγία από την εκτελεστική εξουσία σε σχέση με το εκδοθέν κατά του OG ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως.

21

Επίσης, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι στη Γερμανία η εισαγγελική αρχή διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης, εντούτοις ασκεί διαφορετικά καθήκοντα από εκείνα που ασκούν τα δικαστήρια ή οι δικαστές. Επομένως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι συντρέχει η προϋπόθεση της ανεξαρτησίας, δεν είναι βέβαιο ότι η εν λόγω εισαγγελική αρχή πληροί την προϋπόθεση απονομής της δικαιοσύνης ή συμμετοχής στην απονομή της δικαιοσύνης, η οποία είναι αναγκαία για να χαρακτηριστεί ως «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η ανεξαρτησία της εισαγγελίας από την εκτελεστική εξουσία να κρίνεται βάσει του ρόλου της στο οικείο εθνικό νομικό σύστημα; Εάν όχι, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η ανεξαρτησία της από την εκτελεστική εξουσία;

2)

Είναι η εισαγγελία η οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει ενδεχομένως οδηγίες ή εντολές, άμεσα ή έμμεσα, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, επαρκώς ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία ώστε να θεωρείται “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει η εισαγγελία να είναι επίσης λειτουργικά ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία και ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η λειτουργική ανεξαρτησία;

4)

Εάν είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, θεωρείται “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εισαγγελία της οποίας ο ρόλος περιορίζεται στην κίνηση και διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων και στη διασφάλιση της αντικειμενικής και νόμιμης διενέργειας των πράξεων αυτών, στην απαγγελία κατηγοριών, στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και στη δίωξη των εγκλημάτων, χωρίς να έχει αρμοδιότητα για έκδοση εθνικών ενταλμάτων ή για άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων;

5)

Είναι η εισαγγελία του Lübeck “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;»

Υπόθεση C‑82/19 PPU

23

Στις 15 Μαρτίου 2018, η εισαγγελία του Zwickau (Γερμανία) εξέδωσε σε βάρος του PI, Ρουμάνου υπηκόου, ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, με σκοπό την παράδοσή του στο πλαίσιο ποινικής διώξεως για τα αδικήματα της «οργανωμένης ή ένοπλης ληστείας». Το αιτούν δικαστήριο, High Court (ανώτερο δικαστήριο), αποφάσισε στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 να εκτελέσει το ένταλμα αυτό. Ο PI συνελήφθη στις 15 Οκτωβρίου 2018 βάσει του εν λόγω εντάλματος και τελεί έκτοτε υπό κράτηση.

24

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με το ζήτημα που έθεσε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπόθεση C‑508/18.

25

Ο PI αντιτάχθηκε στην παράδοσή του κατ’ εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεώς του προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η εισαγγελία του Zwickau δεν είναι «δικαστική αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αρμόδια για την έκδοση ενός τέτοιου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

26

Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, ο PI επικαλέσθηκε την ίδια νομική γνωμοδότηση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως και η οποία αφορά την εισαγγελία του Lübeck, καθώς και μια γνωμοδότηση του ίδιου δικηγόρου που αφορά την εισαγγελία του Zwickau.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από την εισαγγελία του Zwickau, μέσω της ιρλανδικής κεντρικής αρχής, να λάβει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο PI όσον αφορά το νομικό καθεστώς της εν λόγω εισαγγελίας.

28

Στο πλαίσιο της από 24 Ιανουαρίου 2019 απαντήσεώς της,, η ως άνω εισαγγελία διαβίβασε στο αιτούν δικαστήριο το εθνικό ένταλμα συλλήψεως που είχε εκδώσει το Amtsgericht Zwickau (ειρηνοδικείο του Zwickau, Γερμανία), βάσει του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως του PI, και διευκρίνισε ότι αυτό το πρώτο ένταλμα συλλήψεως είχε εκδοθεί από ανεξάρτητο δικαστή. Περαιτέρω, η εισαγγελία του Zwickau επισήμανε ότι η ίδια είναι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η αρμόδια αρχή για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

29

Στην εισαγγελία του Zwickau υποβλήθηκε νέο αίτημα προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εισαγγελία αυτή υιοθετούσε την ίδια προσέγγιση με εκείνη της εισαγγελίας του Lübeck στην υπόθεση C-508/18. Η εισαγγελία του Zwickau απάντησε στις 31 Ιανουαρίου 2019 ως εξής:

«Απαντώντας στο έγγραφό σας της 28ης Ιανουαρίου 2019, στο οποίο επισυνάψατε τα έγγραφα που απέστειλε η εισαγγελία του Lübeck [(Γερμανία)], σας επιβεβαιώνω ότι συμμερίζομαι την άποψη της εισαγγελίας του Lübeck όσον αφορά τον ρόλο της εισαγγελίας στην έννομη τάξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Θα ήθελα να προσθέσω ότι οι ανακριτικές πράξεις της εισαγγελίας του Zwickau που αφορούν τον κατηγορούμενο διεξάγονται ανεξάρτητα, χωρίς καμία πολιτική παρέμβαση. Ούτε η [Generalstaatsanwaltschaft Dresden (γενική εισαγγελία Δρέσδης, Γερμανία)] ούτε ο [Justizminister des Freistaats Sachsen (Υπουργός Δικαιοσύνης του Land της Σαξονίας, Γερμανία)] απηύθυναν οποτεδήποτε οιεσδήποτε οδηγίες.»

30

Στο πλαίσιο αυτό, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) ζητεί, όπως και το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της υποθέσεως C-508/18, να διευκρινιστούν τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζει ένα εθνικό δικαστήριο για να κρίνει αν μια εισαγγελία είναι «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει η ανεξαρτησία της εισαγγελίας από την εκτελεστική εξουσία να κρίνεται βάσει του ρόλου της στο οικείο εθνικό νομικό σύστημα; Εάν όχι, ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η ανεξαρτησία της από την εκτελεστική εξουσία;

2)

Είναι η εισαγγελία η οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει ενδεχομένως οδηγίες ή εντολές, άμεσα ή έμμεσα, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, επαρκώς ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία ώστε να θεωρείται “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει η εισαγγελία να είναι επίσης λειτουργικά ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία και ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να κρίνεται η λειτουργική ανεξαρτησία;

4)

Εάν είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, θεωρείται “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εισαγγελία της οποίας ο ρόλος περιορίζεται στην κίνηση και διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων και στη διασφάλιση της αντικειμενικής και νόμιμης διενέργειας των πράξεων αυτών, στην απαγγελία κατηγοριών, στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και στη δίωξη των εγκλημάτων, χωρίς να έχει αρμοδιότητα για έκδοση εθνικών ενταλμάτων ή για άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων;

5)

Είναι η εισαγγελία του Zwickau “δικαστική αρχή” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Υπόθεση C‑508/18

32

Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑508/18 ζήτησε την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

33

Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με τη διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality (C‑508/18 και C‑509/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:766).

34

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, αποφασίστηκε η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως C‑508/18.

Υπόθεση C‑82/19 PPU

35

Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑82/19 PPU ζήτησε την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

36

Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το ως άνω δικαστήριο επικαλέστηκε, ιδίως, το γεγονός ότι ο PI στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του εν αναμονή της παραδόσεώς του στις γερμανικές αρχές.

37

Πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι η προδικαστική παραπομπή στην υπόθεση αυτή αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η οποία εμπίπτει στους τομείς που καλύπτει ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, η προδικαστική αυτή παραπομπή μπορεί να εξεταστεί με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

38

Δεύτερον, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο θιγόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak,C‑452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πράγματι, το μέτρο της κρατήσεως που επιβλήθηκε στον PI διατάχθηκε, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως το οποίο είχε εκδοθεί σε βάρος του.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 14 Φεβρουαρίου 2019, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί εξετάσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-82/19 PPU με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

40

Αποφασίστηκε, επίσης, η αναπομπή της υποθέσεως αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου προκειμένου να ανατεθεί η εκδίκασή της στο τμήμα μείζονος συνθέσεως.

41

Δεδομένης της συνάφειάς τους, οι υποθέσεις C‑508/18 και C‑82/19 PPU πρέπει να συνεκδικασθούν προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

42

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τις εισαγγελίες κράτους μέλους οι οποίες είναι αρμόδιες για την άσκηση ποινικών διώξεων και τελούν σε σχέση εξαρτήσεως από όργανο της εκτελεστικής εξουσίας αυτού του κράτους μέλους, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και οι οποίες ενδέχεται να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες του σε συγκεκριμένη υπόθεση στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως σχετικής με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

43

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών αυτών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος),C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44

Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, από την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το προβλεπόμενο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

45

Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο θεσπίζει τον κανόνα ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής αυτής και σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως‑πλαισίου. Επομένως, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως μπορούν, καταρχήν, να αρνηθούν την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος μόνο για τους λόγους μη εκτελέσεως που προβλέπονται εξαντλητικώς στα άρθρα 3, 4 και 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου. Ομοίως, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτάται μόνον από μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπονται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της αποφάσεως αυτής. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως συνιστά τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως έχει προβλεφθεί ως εξαίρεση, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος),C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46

Εντούτοις, η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως προϋποθέτει ότι μόνον τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της αποφάσεως αυτής. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως αποτελεί «δικαστική απόφαση», πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να έχει εκδοθεί από «δικαστική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 28, και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 29).

47

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου του κράτους αυτού.

48

Μολονότι, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν, βάσει του εθνικού δικαίου τους, τη «δικαστική αρχή» η οποία είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, το νόημα και το εύρος της έννοιας αυτής δεν μπορούν να επαφίενται στην κρίση εκάστου κράτους μέλους (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψεις 30 και 31, καθώς και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψεις 31 και 32).

49

Η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο του γράμματος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό, καθώς και του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψη 32, και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 33).

50

Συναφώς υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «δικαστική αρχή», ο οποίος περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, εμπίπτουν όχι μόνον οι δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους μέλους, αλλά, ευρύτερα, οι αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, σε αντίθεση, ιδίως, προς τα υπουργεία ή τις αστυνομικές αρχές που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2016, Poltorak, C-452/16 PPU, EU:C:2016:858, σκέψεις 33 και 35, καθώς και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψεις 34 και 36).

51

Επομένως, στην έννοια του όρου «δικαστική αρχή», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, μπορούν να περιληφθούν και οι αρχές κράτους μέλους οι οποίες μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην δικαστές ή δικαιοδοτικά όργανα.

52

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, αφενός, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη απόφαση‑πλαίσιο αποτελεί μέσο δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, η οποία αφορά την αμοιβαία αναγνώριση όχι μόνον των οριστικών αποφάσεων που εκδίδονται από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά ευρύτερα των αποφάσεων που λαμβάνουν οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου της διαδικασίας αυτής που αφορά την ποινική δίωξη.

53

Πράγματι, η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, όπως προβλεπόταν στο άρθρο 31 ΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αφορούσε ιδίως τη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την εκτέλεση των αποφάσεων.

54

Ο όρος «διαδικασία», ο οποίος εκλαμβάνεται υπό την ευρεία του έννοια, μπορεί να καλύπτει την ποινική διαδικασία στο σύνολό της, δηλαδή το στάδιο της προδικασίας, την ποινική δίκη καθαυτή και το στάδιο της εκτελέσεως της οριστικής αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου κατά προσώπου καταδικασθέντος για την τέλεση ποινικού αδικήματος.

55

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γράμμα του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 31 ΕΕ και το οποίο ορίζει έκτοτε ότι η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις αφορά τη συνεργασία μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων.

56

Αφετέρου, η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται και από τον σκοπό που επιδιώκει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, η οποία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη της 5, αποσκοπεί στη θέσπιση ενός συστήματος ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

57

Πράγματι, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αποβλέπει, μέσω της θεσπίσεως ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικού συστήματος παραδόσεως των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού να αποτελέσει η Ένωση χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επί τη βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic, C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί, συνεπώς, να επιδιώκει, όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, δύο διαφορετικούς σκοπούς. Το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως μπορεί να εκδοθεί είτε για την άσκηση ποινικών διώξεων στο κράτος μέλος εκδόσεως είτε για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή στερητικού της ελευθερίας μέτρου ασφαλείας στο ίδιο κράτος (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, B., C‑306/09, EU:C:2010:626, σκέψη 49).

59

Επομένως, στο μέτρο που το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την άσκηση ποινικής διώξεως, πριν από την έκδοση της αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αρχές οι οποίες, δυνάμει του εθνικού δικαίου, είναι αρμόδιες για την έκδοση τέτοιων αποφάσεων δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

60

Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 50 έως 59 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι μια αρχή όπως η εισαγγελία που έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, να ασκήσει δίωξη κατά προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, προκειμένου αυτό να δικαστεί ενώπιον δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

61

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίας προκύπτει ότι, στη Γερμανία, οι εισαγγελίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας.

62

Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, επισήμανε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου που διέπουν την ποινική διαδικασία, η απαγγελία κατηγοριών υπάγεται στην αρμοδιότητα των εισαγγελιών, οι οποίες είναι, επομένως, οι μόνες αρμόδιες για την άσκηση ποινικών διώξεων. Περαιτέρω, δυνάμει της αρχής της νομιμότητας, οι εισαγγελίες αυτές υπέχουν, καταρχήν, την υποχρέωση διεξαγωγής ανακρίσεως αφορώσας οιοδήποτε πρόσωπο σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες τελέσεως ποινικού αδικήματος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά κανόνα, οι εν λόγω εισαγγελίες δημιουργούν, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση της δικαιοδοτικής εξουσίας από τα ποινικά δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους.

63

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ανωτέρω εισαγγελίες μπορούν να θεωρηθούν ότι μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

64

Δεύτερον, όσον αφορά την απαίτηση ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, τα αιτούντα δικαστήρια διατηρούν αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη εισαγγελίες ικανοποιούν την απαίτηση αυτή, στο μέτρο που υπάγονται σε ιεραρχική δομή εξαρτώμενη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης του οικείου Land, στο πλαίσιο της οποίας ο υπουργός αυτός έχει αρμοδιότητα εποπτείας και διευθύνσεως, ή ακόμη και παροχής οδηγιών προς τους ιεραρχικά υφισταμένους του, όπως είναι οι εισαγγελίες αυτές.

65

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αποσκοπεί στη δημιουργία ενός απλουστευμένου συστήματος παραδόσεως απευθείας μεταξύ δικαστικών αρχών, προοριζόμενου να αντικαταστήσει το παραδοσιακό σύστημα συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών, το οποίο προϋποθέτει παρέμβαση και αξιολόγηση εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, με σκοπό την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ποινικών δικαστικών αποφάσεων εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C-477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 41).

66

Στο πλαίσιο αυτό, όταν εκδίδεται ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως με σκοπό τη σύλληψη και παράδοση από άλλο κράτος μέλος ενός εκζητούμενου προσώπου για την άσκηση ποινικής διώξεως, το πρόσωπο αυτό πρέπει να έχει, σε ένα πρώτο στάδιο της διαδικασίας, τις δικονομικές εγγυήσεις και τα θεμελιώδη δικαιώματα, των οποίων την προστασία πρέπει να διασφαλίζουν οι δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ιδίως κατά την έκδοση εθνικού εντάλματος συλλήψεως (απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi, C-241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 55).

67

Το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως περιλαμβάνει, συνεπώς, προστασία σε δύο επίπεδα των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο εκζητούμενος, καθόσον, στη δικαστική προστασία που προβλέπεται στο πρώτο επίπεδο, κατά την έκδοση εθνικής αποφάσεως όπως το εθνικό ένταλμα συλλήψεως, προστίθεται και η προστασία που εξασφαλίζεται στο δεύτερο επίπεδο, κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η οποία μπορεί κατά περίπτωση να λαμβάνει χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την έκδοση της εν λόγω εθνικής δικαστικής αποφάσεως (απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi, C-241/15, EU:C:2016:385, σκέψη 56).

68

Όσον αφορά μέτρο το οποίο, όπως η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, είναι ικανό να θίξει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου στην ελευθερία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία αυτή σημαίνει ότι, τουλάχιστον σε ένα από τα δύο επίπεδα της εν λόγω προστασίας, πρέπει να εκδίδεται απόφαση που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις οι οποίες είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

69

Επομένως, όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι δικαστής ή δικαιοδοτικό όργανο, η εθνική δικαστική απόφαση, όπως το εθνικό ένταλμα συλλήψεως στο οποίο βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, πρέπει να ικανοποιεί τις εν λόγω απαιτήσεις.

70

Η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών παρέχει, συνεπώς, στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως στο πλαίσιο ποινικής διώξεως στηρίζεται σε εθνική διαδικασία υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο και ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε αυτό το εθνικό ένταλμα συλλήψεως έτυχε όλων των αναγκαίων εγγυήσεων για την έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων όπως, μεταξύ άλλων, οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

71

Το δεύτερο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου, για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλει στη δικαστική αρχή που είναι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, αρμόδια για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως να ελέγχει, ειδικότερα, αν έχουν τηρηθεί οι αναγκαίες για την έκδοσή του προϋποθέσεις και να εξετάζει αν, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση περιστάσεων, η έκδοση του εντάλματος αυτού είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C‑477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 47).

72

Η «δικαστική αρχή έκδοσης» του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δηλαδή η αρχή που λαμβάνει, τελικώς, την απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, είναι αυτή που οφείλει να διασφαλίσει αυτό το δεύτερο επίπεδο προστασίας, και τούτο ακόμη κι όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως στηρίζεται σε εθνική απόφαση που εκδόθηκε από δικαστή ή δικαιοδοτικό όργανο.

73

Συνεπώς, η «δικαστική αρχή έκδοσης» του εντάλματος κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί αντικειμενικώς το καθήκον αυτό, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενοχοποιητικά και τα απαλλακτικά στοιχεία και χωρίς να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται η εξουσία της λήψεως αποφάσεων σε εξωτερικές εντολές ή οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, ούτως ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι δική της απόφαση και όχι, εν τέλει, απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Kovalkovas, C‑477/16 PPU, EU:C:2016:861, σκέψη 42).

74

Επομένως, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος πρέπει να είναι σε θέση να εξασφαλίσει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως, ενεργεί ανεξάρτητα κατά την άσκηση των καθηκόντων της που είναι συμφυή με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Η ανεξαρτησία αυτή επιβάλλει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγία της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση.

75

Επιπλέον, όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να μπορούν να προσβληθούν με ένδικο μέσο, στο εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

76

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις περί παραπομπής, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τη Γερμανική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει βεβαίως ότι οι γερμανικές εισαγγελίες οφείλουν να είναι αντικειμενικές και πρέπει να αναζητούν όχι μόνον ενοχοποιητικά, αλλά και απαλλακτικά στοιχεία. Παραμένει εντούτοις γεγονός ότι, βάσει των εν λόγω στοιχείων, κατά τα άρθρα 146 και 147 του GVG, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει την εξουσία να δίδει «έξωθεν» οδηγίες στις εισαγγελίες αυτές.

77

Όπως επιβεβαίωσε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτή η εξουσία του εν λόγω υπουργού να δίδει οδηγίες του παρέχει τη δυνατότητα άμεσου επηρεασμού μιας αποφάσεως εισαγγελίας σχετικά με την έκδοση ή μη ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Η εν λόγω κυβέρνηση διευκρίνισε ότι αυτή η εξουσία του υπουργού να δίδει οδηγίες μπορεί να ασκηθεί, ιδίως, κατά το στάδιο εξετάσεως του ζητήματος αν η έκδοση ενός τέτοιου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας.

78

Βεβαίως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση, το γερμανικό δίκαιο προβλέπει εγγυήσεις οι οποίες οριοθετούν την εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης να δίδει οδηγίες στην εισαγγελική αρχή, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μπορεί να ασκηθεί η εξουσία αυτή.

79

Ειδικότερα, αφενός, η κυβέρνηση αυτή επισήμανε ότι η αρχή της νομιμότητας, η οποία εφαρμόζεται επί των πράξεων της εισαγγελίας, εγγυάται ότι οι οδηγίες που θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει η εισαγγελία σε συγκεκριμένη υπόθεση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να υπερβαίνουν τα όρια του νόμου και του δικαίου. Τα μέλη των εισαγγελιών του Land Schleswig-Holstein και του Land της Σαξονίας είναι, επίσης, μόνιμοι υπάλληλοι οι οποίοι δεν μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους απλώς και μόνο λόγω μη συμμορφώσεώς τους προς ορισμένη οδηγία. Αφετέρου, η εν λόγω κυβέρνηση επισήμανε ότι, στο Land Schleswig-Holstein, οι οδηγίες του υπουργού προς τις εισαγγελίες πρέπει να διατυπώνονται εγγράφως και να κοινοποιούνται στον πρόεδρο του περιφερειακού κοινοβουλίου. Στο Land της Σαξονίας, η σύμβαση συνασπισμού της κυβερνήσεως του συγκεκριμένου Land προβλέπει ότι το δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να δίδει οδηγίες δεν θα ασκείται πλέον σε ορισμένο αριθμό συγκεκριμένων περιπτώσεων κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως αυτής.

80

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι τέτοιου είδους εγγυήσεις, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν μπορούν εν πάση περιπτώσει να αποκλείσουν πλήρως το ενδεχόμενο να υπόκειται, σε συγκεκριμένη υπόθεση, η απόφαση μιας εισαγγελίας, όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως σε οδηγία του Υπουργού Δικαιοσύνης του οικείου Land.

81

Καταρχάς, μολονότι, δυνάμει της αρχής της νομιμότητας, η εισαγγελία που λαμβάνει μια προδήλως παράνομη οδηγία του υπουργού δεν πρέπει, καταρχήν, να την ακολουθήσει, εντούτοις επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, η εξουσία του υπουργού αυτού να δίδει οδηγίες αναγνωρίζεται από τον GVG και ότι ο νόμος αυτός δεν ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί η εν λόγω εξουσία. Επομένως, η αρχή αυτή δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να εμποδίσει την άσκηση επιρροής εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης ενός Land επί της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι εισαγγελίες του συγκεκριμένου Land όταν αποφασίζουν να εκδώσουν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, πράγμα το οποίο, άλλωστε, επιβεβαίωσε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

82

Περαιτέρω, μολονότι σε ορισμένα Länder, όπως στο Land Schleswig-Holstein, οι οδηγίες του υπουργού πρέπει να δίδονται εγγράφως, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, όπως υπογραμμίστηκε στην προηγούμενη σκέψη, οι οδηγίες αυτές επιτρέπονται από τον GVG. Επιπλέον, από τη συζήτηση που διεξήχθη κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της γενικής διατυπώσεως του εν λόγω νόμου, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι οδηγίες αυτές να δοθούν προφορικώς.

83

Τέλος, όσον αφορά το Land της Σαξονίας, μολονότι, στην παρούσα χρονική στιγμή, η εκτελεστική εξουσία αποφάσισε να μην κάνει χρήση του δικαιώματός της να δίδει οδηγίες σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η εγγύηση αυτή δεν φαίνεται να καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω εγγύηση δεν περιλαμβάνεται στον νόμο και, επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μεταβολής της καταστάσεως αυτής στο μέλλον με πολιτική απόφαση.

84

Όμως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, λόγω του ενδεχομένου να ασκήσει η εκτελεστική εξουσία τέτοιου είδους επιρροή στην εισαγγελία σε συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ότι η εισαγγελία αυτή, στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων της με σκοπό την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, διαθέτει τις εγγυήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως.

85

Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να κλονιστεί από το γεγονός ότι, όπως υποστήριξε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η απόφαση των εισαγγελιών, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, να εκδώσουν ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να προσβληθεί με ένδικο μέσο από το θιγόμενο πρόσωπο ενώπιον των αρμόδιων γερμανικών δικαστηρίων.

86

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε η κυβέρνηση αυτή, η ύπαρξη αυτού του ενδίκου μέσου πράγματι δεν φαίνεται ικανή, αφεαυτής, να προστατεύσει τις εισαγγελίες από τον κίνδυνο να υπόκεινται οι αποφάσεις τους σε οδηγία του Υπουργού Δικαιοσύνης σε συγκεκριμένη υπόθεση, στο πλαίσιο εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

87

Πράγματι, μολονότι το εν λόγω ένδικο μέσο εξασφαλίζει τον μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο του τρόπου ασκήσεως των καθηκόντων της εισαγγελίας, εντούτοις η γερμανική νομοθεσία εξακολουθεί, εν πάση περιπτώσει, να επιτρέπει στον υπουργό δικαιοσύνης να δίδει ενδεχομένως, σε συγκεκριμένη υπόθεση, οδηγίες στις εισαγγελίες κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

88

Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, στο μέτρο που οι επίμαχες στην κύρια δίκη εισαγγελίες είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο επηρεασμού τους από την εκτελεστική εξουσία, όταν λαμβάνουν απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, οι εισαγγελίες αυτές δεν φαίνεται να πληρούν μία από τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να μπορούν οι εν λόγω εισαγγελίες να χαρακτηριστούν ως «δικαστική αρχή έκδοσης» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δηλαδή να παρέχουν την εγγύηση ότι ενεργούν ανεξάρτητα στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

89

Εν προκειμένω, είναι συναφώς άνευ σημασίας, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της εκδόσεως των επίμαχων στην κύρια δίκη ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως, οι εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau δεν έλαβαν καμία οδηγία αφορώσα τη συγκεκριμένη υπόθεση από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης των αντίστοιχων Länder.

90

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τις εισαγγελίες κράτους μέλους οι οποίες είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως σχετικής με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

91

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Συνεκδικάζει τις υποθέσεις C‑508/18 και C‑82/19 PPU προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 

2)

Ο όρος «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει τις εισαγγελίες κράτους μέλους οι οποίες είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως σχετικής με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.