ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 17ης Δεκεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑824/18

A.B.,

C.D.,

E.F.,

G.H.,

I.J.

κατά

Krajowa Rada Sądownictwa,

παρισταμένων των:
Rzecznik Praw Obywatelskich,

Prokurator Generalny

[αίτηση του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 2, άρθρο 4, παράγραφος 3, και άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κράτος δικαίου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης – Διαδικασία διορισμού δικαστών στο πολωνικό Ανώτατο Δικαστήριο – Διορισμός από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατόπιν πρότασης του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου – Έλλειψη ανεξαρτησίας του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου – Αναποτελεσματικό ένδικο βοήθημα – Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που καταργεί τη διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου – Εθνικός νόμος που περιορίζει τις δικαστικές αρμοδιότητες του αιτούντος δικαστηρίου – Υπεροχή του δικαίου της Ένωσης – Διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα»

1.

Όπως έχει επισημάνει εύστοχα ο δικαστής Lord Neuberger, πρώην πρόεδρος του Supreme Court of the United Kingdom [Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου], «[α]πό τη στιγμή που οι πολίτες στερούνται του δικαιώματος να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να αμφισβητήσουν την κυβέρνηση, πρόκειται για δικτατορία» ( 2 ). Η άρση της δυνατότητας τέτοιου δικαστικού ελέγχου στην Πολωνία, η οποία εντάσσεται στο κεφαλαιώδες συνταγματικό πεδίο της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ( 3 ), αποτελεί το κύριο αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς ( 4 ).

2.

Συγκεκριμένα, η υπό κρίση υπόθεση εγείρει σημαντικά ζητήματα και θα παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί σε σημαντικές διευκρινίσεις, τόσο διαδικαστικής όσο και ουσιαστικής φύσεως, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Κατά την εξέταση του ζητήματος της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, θα σχολιάσω την πρόσφατη απόφαση του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία, στο εξής: BVerfG), στην υπόθεση Weiss (2 BvR 859/15), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, καθώς και μια πρόσφατη διάταξη του πειθαρχικού τμήματος του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία το δικαστήριο αυτό έκρινε, μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης του BVerfG, ότι απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα στην πολωνική έννομη τάξη.

3.

Με την υπό εξέταση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως –η οποία υποβλήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2018 και συμπληρώθηκε με νέο προδικαστικό ερώτημα, με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019–, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία) ζητεί να ερμηνευθούν το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το άρθρο 15, παράγραφος 1, το άρθρο 20, το άρθρο 21, παράγραφος 1, το άρθρο 47 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ ( 5 ).

4.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, των υποψηφίων για θέσεις δικαστών A.B., C.D., E.F., G.H. και I.J. και, αφετέρου, του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου· στο εξής: KRS), με αντικείμενο προσφυγές τις οποίες έχουν ασκήσει οι υποψήφιοι αυτοί κατά αποφάσεων με τις οποίες: i) το KRS αποφάσισε να μην προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας (στο εξής: Πρόεδρος της Δημοκρατίας) τον διορισμό τους σε θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία, στο εξής: Ανώτατο Δικαστήριο), και με τις οποίες, ταυτόχρονα, ii) το KRS πρότεινε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον διορισμό άλλων υποψηφίων.

I. Το νομικό πλαίσιο

5.

Το KRS διέπεται από τον Ustawa z dnia 12 maja 2011 r. o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμο της 12ης Μαΐου 2011 περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου). Ειδικότερα, το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε μετέχων στη διαδικασία μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του [Ανωτάτου Δικαστηρίου] για τον λόγο ότι η απόφαση του [KRS] είναι παράνομη, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις. […]

1a.   Σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του [Ανωτάτου Δικαστηρίου], μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου]. Στις υποθέσεις αυτές, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Ανωτάτου Δικαστηρίου]. Η προσφυγή ενώπιον του [Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου] δεν μπορεί να στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της συνδρομής, στο πρόσωπο των υποψηφίων, των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την υποβολή πρότασης διορισμού στο [Ανώτατο Δικαστήριο].

1b.   Αν η απόφαση δεν προσβληθεί από όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία […] σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του [Ανωτάτου Δικαστηρίου], η απόφαση καθίσταται απρόσβλητη κατά το μέρος που περιέχει την επιλογή να υποβληθεί πρόταση διορισμού στο [Ανώτατο Δικαστήριο], καθώς και κατά το μέρος που περιέχει την επιλογή να μην υποβληθεί πρόταση διορισμού σε θέση δικαστή του ίδιου δικαστηρίου όσον αφορά τους μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι δεν άσκησαν προσφυγή.

[…]

4.   Σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του [Ανωτάτου Δικαστηρίου], η ακύρωση από το [Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο] της απόφασης του [KRS] να μην υποβάλει πρόταση διορισμού στο [Ανώτατο Δικαστήριο] ισοδυναμεί με αποδοχή της υποψηφιότητας του μετέχοντος εκείνου στη διαδικασία πλήρωσης κενής θέσης δικαστή στο [Ανώτατο Δικαστήριο], ο οποίος άσκησε προσφυγή, σε θέση για την οποία δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η διαδικασία ενώπιον του [KRS] κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του [Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου], ή, σε περίπτωση μη διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας, στην επόμενη κενή θέση δικαστή στο [Ανώτατο Δικαστήριο] που αποτελεί αντικείμενο της προκήρυξης.»

II. Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

6.

Με την απόφαση 318/2018 της 24ης Αυγούστου 2018, το KRS αποφάσισε να μην υποβάλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρόταση για τον διορισμό, μεταξύ άλλων, των A.B. και C.D. σε θέσεις δικαστών του ποινικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με την απόφαση 330/2018 της 28ης Αυγούστου 2018, το KRS αποφάσισε να μην υποβάλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρόταση για τον διορισμό, μεταξύ άλλων, των E.F., G.H. και I.J. σε θέσεις δικαστών του πολιτικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι εν λόγω αποφάσεις περιείχαν επίσης προτάσεις διορισμού άλλων υποψηφίων στις θέσεις αυτές.

7.

Οι μη προταθέντες υποψήφιοι άσκησαν προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και υπέβαλαν αίτηση αναστολής της εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών, η οποία έγινε δεκτή.

8.

Σε σχέση με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, σε αντίθεση με τις προϊσχύσασες διατάξεις, το προσφάτως θεσπισθέν άρθρο 44, παράγραφος 1b, του νόμου περί του KRS προβλέπει ότι, στις ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η απόφαση του KRS καθίσταται απρόσβλητη όχι μόνο κατά το μέρος που περιέχει την επιλογή να μην προταθεί ο διορισμός υποψηφίων, εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή από τους μη επιτυχόντες υποψηφίους, αλλά και κατά το μέρος που περιέχει την επιλογή υποβολής πρότασης διορισμού, εφόσον δεν έχει ασκηθεί προσφυγή από το σύνολο των μετεχόντων στον διαγωνισμό. Ωστόσο, μεταξύ των μετεχόντων αυτών περιλαμβάνονται και οι υποψήφιοι που προτάθηκαν για διορισμό και οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση αυτή θα έχει, de facto, πάντοτε απρόσβλητο χαρακτήρα.

9.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 44, παράγραφος 1a, του νόμου περί του KRS, το οποίο καθορίζει τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει το εν λόγω δικαστήριο (έλεγχος της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας), στηρίζεται σε υπέρμετρα γενικές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι δεν έχει καθοριστεί κανένα σαφές κριτήριο εκτίμησης.

10.

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι από το άρθρο 44, παράγραφος 4, του νόμου περί του KRS προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακύρωσης από το αιτούν δικαστήριο απόφασης του KRS να μην υποβάλει πρόταση διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο, η επιλεγείσα από τον νομοθέτη λύση συνεπάγεται απλώς την αποδοχή της υποψηφιότητας του μετέχοντος εκείνου στη διαδικασία επιλογής ο οποίος άσκησε προσφυγή, για την πλήρωση κενής θέσης δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επιλογής ενώπιον του KRS σχετικά με τη θέση αυτή και, σε περίπτωση μη διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας, για την πλήρωση της επόμενης κενής θέσης δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

11.

Σε σχέση με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης καθοδήγηση από το Δικαστήριο, προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει κατά πόσον τηρήθηκε, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρχή της επί ίσοις όροις πρόσβασης σε δημόσια θέση (όπως επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον). Κατά την άποψή του, είναι σαφής η διαφορά, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του διατιθέμενου ενδίκου βοηθήματος, μεταξύ των διαδικασιών για την πλήρωση κενών θέσεων δικαστών σε άλλα δικαστήρια και της διαδικασίας που αφορά τέτοιες θέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο.

12.

Στο πλαίσιο αυτό, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, καθώς και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την έννοια

ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου και προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όταν ο εθνικός νομοθέτης κατοχυρώνει μεν το δικαίωμα ασκήσεως ένδικης προσφυγής σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο (Ανώτατο Δικαστήριο) ενός κράτους μέλους, αλλά ορίζει ότι η απόφαση που λαμβάνεται στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, πριν από την υποβολή συστάσεως για τον διορισμό δικαστικού λειτουργού στο ως άνω δικαστήριο, καθίσταται απρόσβλητη και αναπτύσσει άμεση ισχύ σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, κατά της αποφάσεως που έχει ως αντικείμενο τη συνολική εξέταση και αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για το Ανώτατο Δικαστήριο, από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία επιλογής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και υποψήφιος ο οποίος δεν έχει συμφέρον να προσβάλει την απόφαση αυτή, και συγκεκριμένα ο υποψήφιος που προτείνεται με τη σύσταση για διορισμό στην εν λόγω θέση, με αποτέλεσμα:

το ένδικο βοήθημα να χάνει την αποτελεσματικότητά του και το αρμόδιο δικαστήριο να μην έχει τη δυνατότητα να προβεί σε αποτελεσματικό έλεγχο του τρόπου διεξαγωγής της ως άνω διαδικασίας επιλογής,

και, σε περίπτωση που στη διαδικασία αυτή υπάγονται και οι θέσεις δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο τις οποίες έως τώρα κατείχαν δικαστές για τους οποίους ισχύει νέα κατώτερη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, χωρίς να παρέχεται μόνο στους εν λόγω ενδιαφερόμενους δικαστές η δυνατότητα να αποφασίσουν αν θα κάνουν χρήση του κατώτερου ορίου συνταξιοδοτήσεως, στο πλαίσιο της αρχής της ισοβιότητας των δικαστών –αν διαπιστωθεί ότι με τον τρόπο αυτό θίγεται η εν λόγω αρχή– τούτο να επηρεάζει επίσης την έκταση και το αποτέλεσμα του δικαστικού ελέγχου της ως άνω διαδικασίας επιλογής;

2)

Έχουν το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, και το άρθρο 20 σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 1, και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, καθώς και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την έννοια

ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου καθώς και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της επί ίσοις όροις και άνευ διακρίσεων προσβάσεως σε δημόσια θέση, και συγκεκριμένα στη θέση του δικαστικού λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο, όταν, σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο εν λόγω δικαστήριο, παρέχεται μεν το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αλλά, λόγω των περιγραφόμενων στο πρώτο ερώτημα ρυθμίσεων που αφορούν το απρόσβλητο των αποφάσεων, ο διορισμός σε κενή θέση δικαστικού λειτουργού στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι δυνατός χωρίς τον έλεγχο από το αρμόδιο δικαστήριο της προαναφερθείσας διαδικασίας επιλογής –εφόσον έχει ζητηθεί τέτοιος έλεγχος– και συγχρόνως η έλλειψη του συγκεκριμένου δικαστικού ελέγχου, προσβάλλοντας το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, προσβάλλει και το δικαίωμα της επί ίσοις όροις προσβάσεως σε δημόσια θέση, κάτι το οποίο αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον,

και ότι παραβιάζεται η αρχή της θεσμικής ισορροπίας, σε περίπτωση κατά την οποία το όργανο του κράτους μέλους που πρέπει να μεριμνά για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών [(το KRS)], ενώπιον του οποίου διεξάγεται η διαδικασία που αφορά την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, συγκροτείται κατά τρόπο ώστε οι εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας στο εν λόγω όργανο να εκλέγονται από τη νομοθετική εξουσία;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και το συμπληρωματικό προδικαστικό ερώτημα

13.

Στο πλαίσιο του πρώτου μέρους της έγγραφης διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι A.B., C.D., E.F. και I.J., το KRS, ο Prokurator Generalny (Γενικός Εισαγγελέας, Πολωνία), ο Rzecznik Praw Obywatelskich (Συνήγορος του Πολίτη, Πολωνία), η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

14.

Η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου περατώθηκε στις 31 Μαΐου 2019. Στις 26 Ιουνίου 2019 το αιτούν δικαστήριο εξέδωσε διάταξη με την οποία απέρριψε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα να κριθεί ότι παρέλκει η εκδίκαση των υποθέσεων της κύριας δίκης. Η αίτηση αυτή στηριζόταν στις ακόλουθες εξελίξεις.

15.

Πρώτον, με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019 στην υπόθεση K 12/18, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του KRS και μιας ομάδας γερουσιαστών, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο, Πολωνία) έκρινε ότι το άρθρο 44, παράγραφος 1a, του νόμου περί του KRS δεν συνάδει προς το άρθρο 184 του πολωνικού Συντάγματος. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη επίσης ότι έπρεπε να καταργηθούν όλες οι ένδικες διαδικασίες που είχαν κινηθεί βάσει της εν λόγω διάταξης, επειδή αυτή κατέστη ανίσχυρη.

16.

Δεύτερον, ο Ustawa z dnia 26 kwietnia 2019 r. o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz ustawy – Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμος της 26ης Απριλίου 2019 για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και του νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων, στο εξής: νόμος της 26ης Απριλίου 2019) ( 6 ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαΐου 2019, τροποποίησε τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 44, παράγραφος 1, του νόμου περί του KRS, η οποία έχει πλέον την ακόλουθη διατύπωση: «Σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν παρέχεται δικαίωμα προσφυγής». Ο νόμος αυτός ορίζει επίσης, στο άρθρο 3, ότι «[κ]αταργούνται αυτοδικαίως οι ένδικες διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο προσφυγές κατά αποφάσεων του [KRS], σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες έχουν κινηθεί αλλά δεν έχουν περατωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου».

17.

Στο πλαίσιο αυτό, το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο συμπληρωματικό (ήτοι τρίτο) προδικαστικό ερώτημα στην υπό κρίση υπόθεση:

«1)

Έχουν το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την έννοια:

ότι υφίσταται παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου και προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όταν ο εθνικός νομοθέτης απαλείφει από την έννομη τάξη τις κρίσιμες διατάξεις σχετικά με την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου και σχετικά με το δικαίωμα άσκησης προσφυγής, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, κατά των αποφάσεων του [KRS], και καθιερώνει επίσης μια λύση στο πλαίσιο της οποίας καταργούνται αυτοδικαίως οι ένδικες διαδικασίες στις υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο τις προσφυγές αυτές, οι οποίες έχουν κινηθεί αλλά δεν έχουν περατωθεί πριν από την ημερομηνία θέσπισης των τροποποιήσεων (παρεκκλίσεων), με αποτέλεσμα:

να επέρχεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, καθόσον αυτό αφορά τον έλεγχο των αποφάσεων του [KRS] και την εξέταση της νομότυπης διεξαγωγής της διαδικασίας επιλογής στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, και

σε περίπτωση που το αρχικώς αρμόδιο να εκδικάσει τις εν λόγω υποθέσεις εθνικό δικαστήριο έχει υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα μετά την επιτυχή έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αποφάσεων του [KRS], να επέρχεται προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη επίσης καθόσον, στην ατομική υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου που ήταν (αρχικώς) αρμόδιο να την εκδικάσει και να την κρίνει, το δικαστήριο αυτό στερείται, για τον ανωτέρω λόγο, τόσο τη δυνατότητα να κινήσει επιτυχώς διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και το δικαίωμα να αναμείνει την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας;»

18.

Στο δεύτερο μέρος της έγγραφης διαδικασίας, παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

19.

Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο πρώτο μέρος της έγγραφης διαδικασίας έκαναν επίσης χρήση της δυνατότητας να αναπτύξουν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

IV. Ανάλυση

Α. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

20.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων, για τον λόγο ότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν το δικαίωμα άσκησης ενδίκου βοηθήματος σε τομέα που δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης. Οποιαδήποτε άλλη κρίση θα συνεπαγόταν τη συνύπαρξη ανάλογων και erga omnes αρμοδιοτήτων επί πανομοιότυπων νομικών ζητημάτων, ταυτοχρόνως, ενώπιον του Δικαστηρίου και ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

21.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει συναφώς ότι, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης ( 7 ). Επιπλέον, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής, ειδικότερα, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διάταξη αυτή έχει σκοπό να διασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περίπτωσης στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 8 ).

22.

Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. σημεία 31 επ. των παρουσών προτάσεων).

Β. Επί του ζητήματος κατά πόσον (εξακολουθεί να) είναι απαραίτητο να εκδοθεί απόφαση

23.

Το KRS, ο Γενικός Εισαγγελέας και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι η απάντηση σε αυτά δεν είναι αναγκαία για την επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης. Το άρθρο 44, παράγραφος 1a, του νόμου περί του KRS, στο οποίο θεμελιώθηκε η αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, καταργήθηκε, με αποτελέσματα erga omnes, από το Συνταγματικό Δικαστήριο με την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019, την οποία επικύρωσε επίσης ο νομοθέτης.

24.

Φρονώ ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου μετά την έκδοση του νόμου της 26ης Απριλίου 2019. Πρώτον, ο νόμος αυτός τροποποιεί το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS και καταργεί το δικαίωμα άσκησης προσφυγής σε ατομικές υποθέσεις αποκλειστικά όσον αφορά τον διορισμό των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεύτερον, ο εν λόγω νόμος προβλέπει επίσης ότι καταργούνται αυτοδικαίως οι εκκρεμείς διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο προσφυγές οι οποίες έχουν ασκηθεί κατά αποφάσεων του KRS σε ατομικές υποθέσεις.

25.

Το τελευταίο αυτό στοιχείο υποδηλώνει ότι τα προδικαστικά ερωτήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι στερούνται αντικειμένου. Μάλιστα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει ανάλογη επιχειρηματολογία της Πολωνικής Κυβέρνησης στην απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψη 102).

26.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019 δεν κατήργησε, αυτός καθεαυτόν, την κύρια δίκη και δεν είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019«απαιτεί προσήκουσα συγκεκριμένη ενέργεια από το δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί υπόθεσης που εκκρεμεί ήδη ενώπιόν του [πράγμα που ισχύει και για τις συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση (της 25ης Μαρτίου 2019)], ενέργεια η οποία εκ φύσεως συνίσταται στην έκδοση δικαστικής αποφάσεως –διότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να ασκηθεί η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, η οποία εν τέλει δεν έχει καταργηθεί με την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση» (η υπογράμμιση δική μου). Το αιτούν δικαστήριο δεν απεφάνθη ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης και αποφάσισε, αντιθέτως, να εμμείνει στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (βλ., επίσης, απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 103).

27.

Επομένως, οι διατάξεις εθνικού νόμου, όπως ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019, δεν μπορούν να εμποδίζουν ένα δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό να εμμένει σε ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο με προδικαστική παραπομπή (βλ. απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 104).

28.

Θα ήθελα να επισημάνω ότι, πέραν της προμνησθείσας απόφασης A.K. κ.λπ., το Δικαστήριο έχει, ήδη σε πολλές υποθέσεις, αρνηθεί να δεχθεί ότι παρέλκει πλέον η έκδοση απόφασης λόγω της προβαλλομένης εξαφάνισης του αντικειμένου της διαφοράς, όπως ζητούσαν οι πολωνικές αρχές στις υποθέσεις αυτές. Είναι σαφές ότι ο Πολωνός νομοθέτης δεν δίστασε να τροποποιήσει, κατεπειγόντως και κατ’ επανάληψη, το εξετασθέν από το Δικαστήριο εθνικό νομικό πλαίσιο στις υποθέσεις αυτές, προκειμένου στη συνέχεια να υποστηρίξει ότι οι προσφυγές λόγω παραβάσεως ή οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως κατέστησαν άνευ αντικειμένου ( 9 ).

29.

Επομένως, ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019 και/ή η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019 δεν δύνανται να δικαιολογήσουν τη μη έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο επί των προδικαστικών ερωτημάτων.

Γ. Επί του παραδεκτού

30.

Ο Γενικός Εισαγγελέας και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα, στηρίζοντας τον ισχυρισμό αυτόν σε επιχειρήματα παρόμοια με αυτά που παρατέθηκαν στο σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.

31.

Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι «[το άρθρο 267 ΣΛΕΕ] αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο τους παρέχει τα στοιχεία ερμηνείας του [δικαίου της Ένωσης] που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν» ( 10 ).

32.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο συνάδει με την απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρον 47 του Χάρτη. Ωστόσο, το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή μόνον όταν το τιθέμενο ζήτημα αφορά προσβολή ατομικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης.

33.

Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης την οδηγία 2000/78. Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, σκοπός της είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη» (η υπογράμμιση δική μου).

34.

Το αιτούν δικαστήριο δεν εξηγεί τη σχέση μεταξύ των προσφευγόντων της κύριας δίκης και του κατοχυρωμένου με την οδηγία 2000/78 δικαιώματος σε μεταχείριση μη ενέχουσα διακρίσεις, το πεδίο εφαρμογής του οποίου περιορίζεται στους συγκεκριμένους λόγους που απαριθμούνται ανωτέρω. Επομένως, αρκεί η επισήμανση ότι, στο μέτρο που από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες έχουν υποβληθεί στην υπό κρίση υπόθεση δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης προτίθενται να επικαλεστούν δικαιώματα διασφαλιζόμενα από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτά που προβλέπει η οδηγία 2000/78, δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη ούτε η οδηγία 2000/78.

35.

Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει επίσης το άρθρο 2 ΣΕΕ ως αυτοτελή διάταξη. Ωστόσο, το συγκεκριμένο άρθρο δεν περιλαμβάνεται, αυτό καθαυτό, στις διατάξεις με βάση τις οποίες πρέπει να εκτιμάται η συμβατότητα των εθνικών νομοθετικών ρυθμίσεων με το δίκαιο της Ένωσης και οι οποίες, επομένως, θα μπορούσαν per se να οδηγήσουν το αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει εθνική διάταξη, συντασσόμενο με την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, τούτο δεν είναι αναγκαίο, δεδομένου ότι το άρθρο 2 ΣΕΕ και η αρχή του κράτους δικαίου την οποία προβλέπει συγκεκριμενοποιούνται από το άρθρο 19 ΣΕΕ (βλ. σημείο 87 των παρουσών προτάσεων).

36.

Εκτιμώ ότι ειδικώς το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμα για την έκβαση των διαφορών της κύριας δίκης, καθόσον αφορούν την έκταση των εξουσιών του αιτούντος δικαστηρίου, σε περίπτωση που αυτό κρίνει ότι οι επίμαχες αποφάσεις του KRS είναι παράνομες. Κατά συνέπεια, οι μόνες κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης από όσες μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα είναι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

Δ. Επί της ουσίας

37.

Φρονώ ότι προέχει η επί της ουσίας εξέταση του τρίτου (συμπληρωματικού) προδικαστικού ερωτήματος, δεδομένου ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα οδηγήσει το Δικαστήριο είτε στο να κρίνει ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων είτε, αντιθέτως, στο να τα εξετάσει.

1.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

38.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη η οποία συνεπάγεται την αυτοδίκαιη κατάργηση εθνικής δίκης χωρίς καμία δυνατότητα συνέχισής της ή επανάληψής της ενώπιον άλλου δικαστηρίου (πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος), καθώς και αν αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές του δικαίου της Ένωσης η συνέπεια που είναι πιθανό να απορρέει από την εν λόγω εθνική διάταξη, ήτοι το να κρίνει Δικαστήριο εαυτό αναρμόδιο σε υποθέσεις στις οποίες έχει ήδη υποβληθεί αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί (δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος).

α)   Συνοπτική παράθεση των επιχειρημάτων των μετεχόντων στη διαδικασία

39.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο αποκλεισμός κάθε δυνατότητας άσκησης ενδίκου βοηθήματος κατά των επίμαχων προτάσεων διορισμού επιτρέπεται από το πολωνικό Σύνταγμα. Περιορισμοί των συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων επιτρέπονται, εφόσον προβλέπονται από τον νόμο και είναι αναγκαίοι, ιδίως για λόγους δημόσιας τάξης. Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 3 του νόμου της 26ης Απριλίου 2019 δεν περιορίζει τις δυνατότητες του αιτούντος δικαστηρίου να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, αλλά έχει απλώς σκοπό να προβλέψει την περάτωση της εκδίκασης υποθέσεων όπως αυτής της κύριας δίκης.

40.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ουσιαστικής θραύσης του πλαισίου της διαδικασίας διορισμού, οι οποίες είναι ικανές να κλονίσουν την ανεξαρτησία του οικείου υποψηφίου μετά τον διορισμό του. Κατά συνέπεια, η θέσπιση εθνικής διάταξης η οποία συνεπάγεται την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης σε υποθέσεις που αφορούν τον δικαστικό έλεγχο τέτοιων αποφάσεων (άρθρο 3 του νόμου της26ης Απριλίου 2019) δεν αντιβαίνει στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Κατά την άποψη της Επιτροπής, το άρθρο 3 του νόμου της 26ης Απριλίου 2019 δεν αντιβαίνει ούτε στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

41.

Σε αντίθεση με τους ανωτέρω μετέχοντες στη διαδικασία, οι A.B., C.D., E.F., I.J. και ο Συνήγορος του Πολίτη υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

β)   Εκτίμηση

42.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, καθόσον αφορά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

1) Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος (άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

43.

Είναι αληθές ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η σύμπραξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Πολωνού νομοθέτη είναι ακριβώς εκείνη που θα μπορούσε, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στα προδικαστικά ερωτήματα, να έχει δυνητικώς ως αποτέλεσμα το να παρέλκει η έκδοση δικαστικής απόφασης βάσει του εθνικού δικαίου, πράγμα που θα μπορούσε να έχει ως περαιτέρω συνέπεια το να κρίνει το Δικαστήριο εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό εξέταση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατ’ αρχάς, η απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019 κήρυξε ανίσχυρη την εθνική διάταξη στην οποία θεμελιωνόταν η αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, και μάλιστα με άμεσο αποτέλεσμα, διευκρινίζοντας ταυτοχρόνως ότι η εν λόγω κήρυξη αντισυνταγματικότητας συνεπαγόταν την υποχρεωτική κατάργηση κάθε τέτοιας δίκης που εκκρεμούσε ακόμα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

44.

Είναι επίσης αληθές ότι, κατά τα τελευταία έτη, έχουν εκφραστεί σοβαρές αμφιβολίες, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή όσον αφορά την, επί του παρόντος, ικανότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να (εξακολουθεί να) ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και ότι η Επιτροπή έχει λάβει απόφαση να κινήσει επισήμως τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, ΣΕΕ όσον αφορά το κράτος δικαίου στην Πολωνία ( 11 ).

45.

Όπως καταδεικνύεται στην υπό κρίση υπόθεση, το άρθρο 19 ΣΕΕ αναθέτει την ευθύνη διασφάλισης του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης όχι μόνο στο Δικαστήριο, αλλά και στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, λειτουργία που τους έχει ανατεθεί από κοινού, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών ( 12 ).

46.

Ειδικότερα, όσον αφορά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι «ακρογωνιαίο λίθο του […] δικαιοδοτικού συστήματος [της Ένωσης] αποτελεί η [προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή] διαδικασία προδικαστικής παραπομπής […] η οποία, καθιερώνοντας τον διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων ακριβώς μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ενότητας της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης […], καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής του, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θεσπίζουν οι Συνθήκες» ( 13 ).

47.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διατηρούν την ευχέρεια να αποφασίζουν αν πρέπει ή όχι να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο ( 14 ).

48.

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, «το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια την ευρύτατη ευχέρεια να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν θεωρούν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση τους» ( 15 ).

49.

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι η εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω διακριτική ευχέρεια και την ως άνω αρμοδιότητα ( 16 ).

50.

Πράγματι, «[δ]εν επιτρέπονται επομένως εθνικές διατάξεις οι οποίες ενδέχεται να εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές σε κίνδυνο πειθαρχικών διαδικασιών λόγω του ότι υπέβαλαν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως[·] απλώς και μόνον το ενδεχόμενο ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως λόγω της υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ή της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου να εμμείνει στην παραπομπή αυτή μετά την υποβολή της δύναται να θίξει την εκ μέρους των οικείων δικαστών αποτελεσματική άσκηση της ευχέρειας και των καθηκόντων [δικαστηρίου αρμόδιου για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης]. […] [Η προμνησθείσα ανεξαρτησία της δικαιοσύνης] είναι ειδικότερα κεφαλαιώδους σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος δικαστικής συνεργασίας το οποίο ενσαρκώνει ο μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ» ( 17 ).

51.

Αυτό που έχει σημασία στην υπό κρίση υπόθεση είναι το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το εθνικό δίκαιο επιβάλλει συνταγματική υποχρέωση, κατ’ εφαρμογήν την αρχής του κράτους δικαίου, να υπάρχει διαθέσιμο ένδικο βοήθημα κατά των αποφάσεων του KRS, όπως είναι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεις.

52.

Επομένως, πρώτον, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος (σχετικά με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ), φρονώ ότι, αν μη τι άλλο υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση –ήτοι λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τα τελευταία έτη, το Δικαστήριο έχει επιληφθεί υποθέσεων που αφορούσαν πλειάδα προβαλλόμενων παραβιάσεων της αρχής του κράτους δικαίου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Πολωνία (βλ. σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, σε σχέση δε με την υπό κρίση υπόθεση μπορεί να επισημανθεί ότι, παρά το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση των επίμαχων αποφάσεων του KRS, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε μολαταύτα σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου οκτώ νέους δικαστές που προτάθηκαν από το KRS με τις επίμαχες εν προκειμένω αποφάσεις ( 18 ))–, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί ότι αντιβαίνει στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ εθνικός νόμος, όπως ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019, με τον οποίο αποφασίστηκε η αυτοδίκαιη κατάργηση δικών όπως εκείνες που εκκρεμούσαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα αποκλείστηκε η μεταφορά της αρμοδιότητας του ελέγχου των προσφυγών σε άλλο εθνικό δικαστήριο ή η επανάληψη της εκδίκασης των προσφυγών ενώπιον άλλου εθνικού δικαστηρίου. Επιπλέον, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Πολωνός νομοθέτης αγνόησε αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτει σαφώς ότι οι αποφάσεις του KRS, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεις, πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

53.

Η ανωτέρω διαπίστωση ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το επόμενο στάδιο της διαδικασίας διορισμού, ήτοι ο διορισμός από τον Πρόεδρο υποψηφίου ως δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτελεί προεδρικό προνόμιο και δεν μπορεί, ως τέτοιο, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου βάσει του πολωνικού δικαίου.

54.

Εν συνεχεία, θα εξετάσω το πρώτο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ επιτρέπουν στο αιτούν δικαστήριο –παρά τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019– να κρίνει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των προσφυγών στην υπόθεση της κύριας δίκης και να συνεχίσει την εξέτασή τους.

2) Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος (άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και υπεροχή του δικαίου της Ένωσης)

i) Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2019

55.

Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω τη δικαστική απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019, της οποίας την εφαρμογή φέρεται να επιδίωξε ο Πολωνός νομοθέτης με την έκδοση του προσβαλλόμενου νόμου της 26ης Απριλίου 2019 και η οποία είναι, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, σημαντική για την επίλυση της υπό κρίση υπόθεσης.

56.

Παρεκκλίνοντας από το άρθρο 44, παράγραφος 1a, του νόμου περί του KRS, απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019 είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου (του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), και συγκεκριμένα η (αρχική) αρμοδιότητά του να εκδικάζει υποθέσεις με αντικείμενο προσφυγές που ασκούνται κατά των αποφάσεων του KRS σχετικών με την υποβολή (ή μη) προτάσεων διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με γνώμονα –όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης αυτής– το είδος της υπόθεσης και τον θεσμικό χαρακτήρα των διοικητικών δικαστηρίων σε σχέση με τα τακτικά δικαστήρια, εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να μην είναι το αιτούν δικαστήριο το δικαστήριο που «προορίζεται να εκδικάζει τις υποθέσεις που έχουν ως αντικείμενο αποφάσεις του [KRS]».

57.

Είναι αληθές ότι, κατά γενική αρχή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ανεξαρτήτως της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από κρίσεις ανώτερου δικαστηρίου οι οποίες θα τα εμπόδιζαν να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης ( 19 ).

58.

Συγκεκριμένα, «κανόνας εθνικού δικαίου, βάσει του οποίου οι εκτιμήσεις ανωτέρου δικαστηρίου δεσμεύουν άλλο εθνικό δικαστήριο, δεν δύναται να αφαιρέσει από το τελευταίο δικαστήριο τη δυνατότητα να θέσει στο Δικαστήριο ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης το οποίο αφορούν οι νομικές αυτές εκτιμήσεις. Πράγματι, πρέπει να είναι ελεύθερο, αν κρίνει ότι η νομική εκτίμηση που έγινε σε ανώτερο βαθμό δύναται να το οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης, να θέσει στο Δικαστήριο τα ζητήματα που το απασχολούν» ( 20 ).

59.

Στην ίδια απόφαση ( 21 ), το Δικαστήριο επισήμανε ότι «από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν δύναται να γίνει δεκτό κανόνες εθνικού δικαίου, έστω και συνταγματικής τάξεως, να θίξουν την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης […] Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι εν λόγω αρχές έχουν εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ ενός συνταγματικού δικαστηρίου και οποιουδήποτε άλλου εθνικού δικαστηρίου».

60.

Ωστόσο, φρονώ ότι, παρά την ενδεχομένως αντίθετη εντύπωση, η υπό κρίση υπόθεση δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, περίπτωση αληθινής σύγκρουσης μεταξύ απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου κράτους μέλους και του δικαίου της Ένωσης.

61.

Πρώτον, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2019 είναι απόφαση παράγουσα αποτελέσματα για το μέλλον, πράγμα που σημαίνει ότι η διάταξη που κρίθηκε αντισυνταγματική πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται όσον αφορά τη νομική εκτίμηση πραγματικών καταστάσεων προγενέστερων της ημερομηνίας κατά την οποία η εν λόγω διάταξη κατέστη ανίσχυρη. Η εν λόγω εκτίμηση επιβεβαιώνεται από τη νομική θεωρία ( 22 ).

62.

Επομένως, μια τέτοια διάταξη θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται όσον αφορά τη νομική εκτίμηση των περιστάσεων στο πλαίσιο των οποίων –λαμβανομένης υπόψη της αρχικής έκτασης της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου, με βάση την οποία αυτό ήταν το αρμόδιο δικαστήριο επί υποθέσεων σχετικών με προσφυγές κατά των επίμαχων αποφάσεων του KRS– οι δικαιούχοι άσκησαν πράγματι τα συνταγματικά δικαιώματά τους.

63.

Δεύτερον, συντασσόμενος εν προκειμένω με το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου όχι μόνο δεν θέτει ειδικώς υπό αμφισβήτηση αυτόν καθεαυτόν τον δικαστικό έλεγχο των σχετικών αποφάσεων του KRS, αλλά, στην πραγματικότητα, από την απόφαση αυτή προκύπτει σαφώς ότι η άσκηση τέτοιου ελέγχου πρέπει να είναι δυνατή στην Πολωνία.

64.

Εφιστώ την προσοχή στη συλλογιστική που εκτέθηκε στο σκεπτικό της απόφασης της 25ης Μαρτίου 2019: «[…] Αυτή καθεαυτήν η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά αποφάσεων του [KRS] σε ατομικές υποθέσεις αποτελεί […] συνέπεια της εφαρμογής της απόφασης […] στην υπόθεση SK 57/06 [απόφαση της 27ης Μαΐου 2008], πλην όμως [η δυνατότητα αυτή] δεν πρέπει να τίθεται σε εφαρμογή υπό τη μορφή διαδικασιών που υπάγονται σε εντελώς διαφορετικά δικαστήρια».

65.

Η ως άνω επισήμανση είναι κρίσιμη, διότι το επίμαχο νομολογιακό προηγούμενο του Συνταγματικού Δικαστηρίου (υπόθεση SK 57/06) αφορούσε ρητώς το ζήτημα της δυνατότητας των υποψηφίων για θέση δικαστή να ασκήσουν προσφυγή κατά αποφάσεων του KRS, όπως είναι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης αποφάσεις (στην υπόθεση εκείνη, το KRS ομοίως δεν είχε προτείνει την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας).

66.

Όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 3 του νόμου της 26ης Απριλίου 2019 (σε συνδυασμό με την τροποποίηση του άρθρου 44, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του νόμου περί του KRS, η οποία θεσπίστηκε με τον τροποποιητικό νόμο) μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχο προς τη διάταξη του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του νόμου της 27ης Ιουλίου 2001 περί του KRS, την οποία το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση SK 57/06, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του πολωνικού Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 77, παράγραφος 2, και το άρθρο 60 του Συντάγματος αυτού.

67.

Το αιτούν δικαστήριο παρέχει περαιτέρω σχετικές εξηγήσεις με την αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως της 26ης Ιουνίου 2019: «[η ανάγκη δυνατότητας άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής] επιβεβαιώνεται και από την κρίση που διατύπωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό της απόφασης SK 57/06 –της οποίας η λυσιτέλεια και οι συνέπειες ουδόλως κλονίζονται ή αναιρούνται, αλλ’ αντιθέτως επιβεβαιώνονται από την απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση K 12/18–, το Συνταγματικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, του Συντάγματος εκφράζει σαφώς τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη να καλύπτει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη το μεγαλύτερο δυνατό εύρος υποθέσεων, καθώς και ότι από την αρχή του δημοκρατικού κράτους δικαίου απορρέει η απαγόρευση στενής ερμηνείας του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το Σύνταγμα καθιερώνει ειδικό τεκμήριο υπέρ του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη[·] το συμπέρασμα ότι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το [KRS] αξιολογεί έναν υποψήφιο για συγκεκριμένη θέση δικαστή και αποφασίζει να υποβάλει πρόταση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας […] [για τον] διορισμό στη θέση αυτή συνδέεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 60 του Συντάγματος δικαίωμα για επί ίσοις όροις διεκδίκηση δημόσιας θέσης, το οποίο εντάσσεται στα συνταγματικά δικαιώματα και τις συνταγματικές ελευθερίες επί των οποίων ισχύει η απόλυτη απαγόρευση περιορισμού της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, του Ustawa Zasadnicza (θεμελιώδους νόμου)» (η υπογράμμιση δική μου, σημείο ΙΙΙ.5 του σκεπτικού της απόφασης SK 57/06).

68.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι η διαδικασία προσφυγής κατά των αποφάσεων του KRS σε ατομικές υποθέσεις δεν είναι, αυτή καθαυτή, αντισυνταγματική, αλλά, κατά την άποψη του δικαστηρίου αυτού, το αιτούν δικαστήριο (το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) δεν είναι αρμόδιο να επιλαμβάνεται τέτοιου είδους υποθέσεων (σκέψη 6.2 του σκεπτικού της απόφασης στην υπόθεση K 12/18).

69.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αφαίρεση της αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου να επιλαμβάνεται υποθέσεων με αντικείμενο προσφυγές κατά αποφάσεων του KRS σχετικών με τον διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου προδήλως δεν συνοδεύτηκε από καμία θετική ενέργεια του εθνικού νομοθέτη αποβλέπουσα στον καθορισμό άλλου δικαστηρίου που να είναι αρμόδιο για τις υποθέσεις αυτές, παρά το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο, στην υπόθεση K 12/18, δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα κίνησης διαδικασίας δικαστικού ελέγχου των επίμαχων αποφάσεων του KRS, παραπέμποντας συναφώς στη θεμελιώδη απόφαση SK 57/06 (βλ. σκέψεις 8 και 12), με την οποία αναγνωρίστηκε η απαίτηση διενέργειας τέτοιου ελέγχου.

70.

Ως εκ τούτου, συμφωνώ με το αιτούν δικαστήριο ότι «πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποκλείσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε τέτοιες υποθέσεις, πράγμα που […] αντιβαίνει στην κρίση που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό των προμνησθεισών αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου, καθώς και στη νομολογία του, από την οποία προκύπτει ότι, σε μια δημοκρατία βασιζόμενη στο κράτος δικαίου, είναι ανεπίτρεπτο να μην είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο οιασδήποτε διαδικασίας ή άλλων πράξεων» ( 23 ).

71.

Επιπλέον, φρονώ (συντασσόμενος με τον Συνήγορο του Πολίτη) ότι ο αποκλεισμός αυτός είναι εντελώς αυθαίρετος, διότι εφαρμόζεται αποκλειστικά στους διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μάλιστα, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του εν λόγω μέτρου δεν δικαιολογείται από καμία αντικειμενική ή πειστική αιτιολόγηση.

72.

Κατά την άποψή μου, η κατάργηση του (δικαιώματος άσκησης) ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ήταν μέχρι τότε διαθέσιμο σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, και, ειδικότερα, η αφαίρεση του δικαιώματος αυτού από διαδίκους οι οποίοι, όπως οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, έχουν ήδη ασκήσει τέτοια προσφυγή, συνιστά (λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και της πλειάδας των λοιπών στοιχείων που επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο και συνδέονται με την κατάργηση του δικαιώματος αυτού) μέτρο που εκ φύσεως συντελεί, και μάλιστα ενισχύει, την εντύπωση ότι οι τελικώς διορισθέντες στο οικείο δικαστήριο δικαστές, καθώς και το ίδιο το δικαστήριο, στερούνται ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Αυτή η έλλειψη φαινομένης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

73.

Θα εξετάσω κατά πόσον τούτο συνεπάγεται υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να μην εφαρμόσει τη σχετική εθνική νομοθεσία.

ii) Η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ

74.

Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «κάθε αρμοδίως επιληφθέν υποθέσεως εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί» ( 24 ).

75.

Αυτό είναι το αντικείμενο του πρώτου σκέλους του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο αφορά το ζήτημα αν η υπεροχή που αναγνωρίζεται στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, παρέχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να μην εφαρμόσει τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019, κρίνοντας εαυτό αρμόδιο –παρά τον νόμο αυτό– να αποφανθεί επί των προσφυγών που ασκήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης, και να συνεχίσει την εξέτασή τους.

76.

Προτού διερευνήσω το ζήτημα της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, οφείλω να αναφερθώ εν συντομία σε δυο πρόσφατες αποφάσεις του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου και του γερμανικού ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου (BVerfG).

77.

Η πρώτη είναι διάταξη του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (ΙΙ DO 52/20), με την οποία κρίθηκε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση A.K. κ.λπ. «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δεσμευτική ισχύ στην πολωνική έννομη τάξη, επειδή σε όλες τις εκκρεμείς διαδικασίες ενώπιον του τμήματος εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των οποίων έχουν υποβληθεί προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο ([…] προδικαστικό ερώτημα που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου [στις υποθέσεις] C‑585/18, […] C‑624/18, […] [και] C‑625/18), διενεργήθηκαν πράξεις από δικαστικούς σχηματισμούς, που αντέβαιναν στις διατάξεις του νόμου». Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις αυτές υποβλήθηκαν από δικαστικούς σχηματισμούς με τριμελή σύνθεση, ενώ, κατά το πολωνικό δικαστήριο, οι εν λόγω υποθέσεις έπρεπε να έχουν εξεταστεί σε πρώτο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, ήτοι από έναν δικαστή του πειθαρχικού τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου.

78.

Κατ’ αρχάς, τα ανωτέρω περιστατικά συνέβησαν παρά το γεγονός ότι, τον Απρίλιο του 2020, το Δικαστήριο απεφάνθη, με διάταξη ασφαλιστικών μέτρων ( 25 ), ότι έπρεπε να ανασταλούν οι εργασίες του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου εν αναμονή της απόφασης στην υπόθεση C‑791/19, Επιτροπή κατά Πολωνίας.

79.

Το εν λόγω ζήτημα θα πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης, ωστόσο η απόφαση του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου έπεται μιας άλλης πρόσφατης γερμανικής απόφασης, την οποία πρέπει να εξετάσω, έστω και εν συντομία (δεδομένου ότι το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων περιορίζεται στην απάντηση των προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν υποβληθεί στην υπό κρίση υπόθεση και ότι, κατά την άποψή μου, η απόφαση του BVerfG δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στην υπόθεση αυτή ή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης ειδικότερα).

– Η απόφαση του γερμανικού ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht) στην υπόθεση Weiss

80.

Στην πρόσφατη απόφαση του BVerfG στην υπόθεση Weiss (την οποία μνημόνευσα στο σημείο 2 των παρουσών προτάσεων), το δεύτερο Senat (τμήμα) του BVerfG έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου (στην υπόθεση Weiss κ.λπ. ( 26 )), καθώς και διάφορες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα του 2015, εκδόθηκαν καθ’ υπέρβασιν εξουσίας και δεν έχουν εφαρμογή στη Γερμανία.

81.

Αντί όμως το BVerfG να θέσει σε κίνδυνο ολόκληρο το σύστημα της κοινότητας δικαίου της Ένωσης, το οποίο στηρίζεται στην αρχή του κράτους δικαίου, και να υιοθετήσει μια τέτοια καινοφανή προσέγγιση, θα μπορούσε να εκθέσει τα σημεία της νομολογίας του Δικαστηρίου τα οποία, κατά την άποψή του, επιδέχονται αμφισβήτηση και, στη συνέχεια, να υποβάλει νέα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο (όπως θα όφειλε μάλιστα να πράξει αν είχε εφαρμόσει τη δική του νομολογία επί του ζητήματος ακριβώς αυτού ( 27 )). Εξάλλου, ο δικαστικός διάλογος είναι πολύτιμος και μάλιστα ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία της έννομης τάξης της Ένωσης.

82.

Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης εθνικού με διεθνές δίκαιο, ώστε να πρέπει να κριθεί σε ποιο από τα δύο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο πλαίσιο ορισμένου εθνικού νομικού συστήματος ( 28 ): «Το δίκαιο της Ένωσης δεν αποτελεί “αλλοδαπό δίκαιο”, αλλά συνιστά, από την ίδια τη φύση του και αφ’ εαυτού, τη “legem terrae” κάθε κράτους μέλους, η δε υπεροχή συμβαδίζει με την αρχή της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον του νόμου, δεδομένου ότι αποκλείει τη δυνατότητα επιλεκτικής εφαρμογής (cherry-picking), που μπορεί να εξυπηρετεί τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα» ( 29 ).

83.

Η προσέγγιση του BVerfG περί υπέρβασης εξουσίας θίγει την αρχή του κράτους δικαίου στην Ένωση, η οποία αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την ενοποίηση. Η Ένωση δεν διαθέτει κάποιον εξειδικευμένο μηχανισμό για την επίλυση των συγκρούσεων δικαιοδοσίας, αλλά η αρχή του κράτους δικαίου χρησιμεύει ως μέσο για την επίλυση τέτοιων συγκρούσεων.

84.

Βάσει των Συνθηκών, οι οποίες αποτελούν τη μεταξύ των κρατών μελών «σύμβαση», το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο στο δίκαιο της Ένωσης είναι το Δικαστήριο. Τούτο προκύπτει σαφώς από το άρθρο 19 ΣΕΕ και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 344 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη έχουν επίσης ρητώς δεσμευτεί για τα ακόλουθα: «Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των Συνθηκών κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπουν οι Συνθήκες» ( 30 ). Pacta sunt servanda και, ως εκ τούτου, απλώς δεν είναι καθήκον ή αρμοδιότητα του BVerfG να αποφαίνεται κατά τον τρόπο που απεφάνθη στην απόφαση Weiss ( 31 ). Κανένα εθνικό δικαστήριο δεν επιτρέπεται, βάσει των Συνθηκών, να ανατρέπει απόφαση του Δικαστηρίου, διότι διαφορετικά το δίκαιο της Ένωσης δεν θα εφαρμοζόταν ισότιμα ή αποτελεσματικά στο σύνολο των 27 κρατών μελών και θα κλονίζονταν συνολικώς τα νομικά θεμέλια της Ένωσης. Αν ένα εθνικό συνταγματικό δικαστήριο κρίνει ότι πράξη της Ένωσης ή απόφαση του Δικαστηρίου αντιβαίνει στο Σύνταγμα της χώρας του, δεν μπορεί απλώς και μόνο να κρίνει ανεφάρμοστη την πράξη ή την απόφαση στην εθνική έννομη τάξη. Αυτό που μπορεί να πράξει είναι να επιδιώξει να επανορθώσει την κατάσταση, αξιώνοντας από την κυβέρνηση της χώρας του να τροποποιήσει το Σύνταγμα, να επιδιώξει την τροποποίηση του επίμαχου κανόνα δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο των πολιτικών διαδικασιών της Ένωσης ή, εν ανάγκη, να αποσυρθεί από την Ένωση ( 32 ). Αυτό είναι ο μόνος τρόπος διασφάλισης της ισότητας των κρατών μελών εντός της Ένωσης την οποία έχουν δημιουργήσει.

– Το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ

85.

Κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται σε αξίες, όπως το κράτος δικαίου, που είναι κοινές στα κράτη μέλη, εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τη δικαιοσύνη. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ( 33 ) και, ιδίως, μεταξύ των δικαστηρίων τους εδράζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι τα κράτη μέλη αποδέχονται από κοινού μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ ( 34 ).

86.

Η Ένωση συνιστά ένωση δικαίου στο πλαίσιο της οποίας οι ιδιώτες έχουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν δικαστικώς τη νομιμότητα κάθε απόφασης ή άλλης εθνικής ρύθμισης σχετικής με την έναντί τους εφαρμογή μιας πράξης της Ένωσης ( 35 ).

87.

Το άρθρο 19 ΣΕΕ, με το οποίο συγκεκριμενοποιείται η αξία του κράτους δικαίου την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 2 ΣΕΕ, αναθέτει το καθήκον άσκησης του δικαστικού ελέγχου εντός της έννομης τάξης της Ένωσης όχι μόνο στο Δικαστήριο, αλλά και στα εθνικά δικαστήρια ( 36 ).

88.

Επομένως, εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει ιδίως της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, και όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς ( 37 ).

89.

Από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ είναι κατ’ αρχήν εφαρμοστέο –χωρίς η εφαρμογή του να εξαρτάται από προϋπόθεση συνδεόμενη με την ύπαρξη συγκεκριμένης περίπτωσης εφαρμογής στην πράξη του δικαίου της Ένωσης– και δεσμεύει κάθε εθνικό δικαστήριο, εφόσον αυτό έχει μπορέσει να αποφανθεί, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτόμενων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων, επομένως, σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό ( 38 ).

90.

Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω νομολογίας, δεν υποστηρίζω πλέον την άποψη που διατύπωσα στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) ( 39 ), ότι, στο πλαίσιο της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ περιορίζεται στη διόρθωση προβλημάτων σχετικών με μια διαρθρωτική αδυναμία εντός ορισμένου κράτους μέλους (συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες, που μπορούν να «πλήξουν την ουσία» της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας των δικαστών).

91.

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει άμεσο αποτέλεσμα (απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 162). Τούτο ισχύει, σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά την απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών.

92.

Η έννοια της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του περιεχομένου του άρθρου 47 του Χάρτη και, ειδικότερα, των εγγυήσεων που είναι συμφυείς με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής το οποίο παρέχει η τελευταία αυτή διάταξη.

93.

Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, «το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει σε όλα τα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 47 του Χάρτη, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης» ( 40 ). Επομένως, το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ περιλαμβάνει την ανάγκη διαφύλαξης της ανεξαρτησίας του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

94.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει δεχθεί εμμέσως ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα. Στην υπόθεση της κύριας δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Juizes Portugueses ( 41 ) έγινε επίκληση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και το Δικαστήριο δεν διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να στηριχθούν απευθείας στη διάταξη αυτή. Ομοίως, στην απόφαση Miasto Łowicz ( 42 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι το προδικαστικό ερώτημα δεν ήταν λυσιτελές για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών, αλλά δεν ήγειρε ζήτημα όσον αφορά τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να στηριχθούν στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

95.

Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι η διάταξη αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα και ότι οι διάδικοι μπορούν να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ως αυτοτελή νομική βάση (πέραν του άρθρου 47 του Χάρτη), προς τον σκοπό της εκτίμησης του συμβατού των ενεργειών κράτους μέλους προς το δίκαιο της Ένωσης.

– Η εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση

96.

Μετά τη διαπίστωση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ μπορεί να εφαρμοστεί απευθείας από το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει ακολούθως να εξεταστεί κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί στη διάταξη αυτή, προκειμένου να κρίνει ότι οι κρίσιμοι εθνικοί κανόνες αντιβαίνουν στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

97.

Στην απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψη 167), το Δικαστήριο έκρινε ότι «βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ, το οποίο συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο ανατίθεται η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό».

98.

Επιπλέον, «[η] αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη, οπότε η πρώτη διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια ιδίως της τελευταίας αυτής διατάξεως, στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης» (απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 168).

99.

Το Δικαστήριο συμπλήρωσε ότι «δεν απαιτείται χωριστή εξέταση των άρθρων 2 και 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η οποία απλώς θα ενίσχυε την κρίση που εκτέθηκε στις σκέψεις 153 και 154 της [εν λόγω] αποφάσεως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου και να επιλυθούν οι διαφορές των οποίων αυτό έχει επιληφθεί» (A.K. κ.λπ., σκέψη 169).

100.

Με δεδομένη τη νομολογία αυτή, προκειμένου τα ως άνω δικαιοδοτικά όργανα να είναι σε θέση να παρέχουν αποτελεσματική δικαστική προστασία σύμφωνα με τις επιταγές της εν λόγω διάταξης, απαιτείται, ειδικότερα, η συμμόρφωσή τους, σε διαρθρωτικό επίπεδο, προς την απαίτηση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τα άρθρα 267 ΣΛΕΕ, 47 του Χάρτη και 19 ΣΕΕ. Επιπλέον, το Δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτές κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 118).

101.

Πρώτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «απλώς και μόνον ο διορισμός [των δικαστών] από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν δύναται να δημιουργήσει εξάρτηση των μελών αυτών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ούτε να προκαλέσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία τους, εφόσον, κατόπιν του διορισμού τους, οι ενδιαφερόμενοι δεν υπόκεινται σε καμία πίεση και δεν δέχονται εντολές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. […] Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να διασφαλισθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι όροι της διαδικασίας για την έκδοση των αποφάσεων περί διορισμού δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες, μετά τον διορισμό των ενδιαφερομένων, εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των [συγκεκριμένων] δικαστών από εξωτερικά στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων» (η υπογράμμιση δική μου, A.K. κ.λπ., σκέψεις 133 και 134).

102.

Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι οι κανόνες σχετικά με τον διορισμό των δικαστών πρέπει, σε συνδυασμό με άλλες κατηγορίες κανόνων που διέπουν τους δικαστές (όπως οι κανόνες για το πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών, την ισοβιότητά τους κ.λπ.), να συμβάλλουν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής, ιδίως προκειμένου να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τη στεγανότητα του οικείου δικαστηρίου έναντι των εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων ενώπιόν του συμφερόντων και ότι πρέπει να αποκλείεται οποιοδήποτε ενδεχόμενο να μη δίδει το εν λόγω δικαστήριο εντύπωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, έλλειψη που θα μπορούσε να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας ( 43 ).

103.

Επομένως, εφόσον οι εθνικοί κανόνες σχετικά με τον διορισμό των δικαστών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το κράτος μέλος οφείλει να ρυθμίζει την απαίτηση διεξαγωγής της διαδικασίας διορισμού κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των διοριζόμενων κατ’ αυτή τη διαδικασία δικαστών.

104.

Είναι αληθές ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξής του, το δίκαιο της Ένωσης: i) δεν περιέχει κανόνες ή αρχές που να απονέμουν στους υποψηφίους για θέση δικαστή, όπως τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση της κύριας δίκης, δικαίωμα άσκησης ενδίκου βοηθήματος ούτε καθορίζει τις προϋποθέσεις αποτελεσματικότητας τις οποίες θα πρέπει να πληροί το δικαίωμα αυτό· και ii) δεν προβλέπει, σε σχέση με ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα, δικαίωμα των υποψηφίων αυτών να μην υφίστανται διακρίσεις ανάλογα με το είδος των κενών θέσεων δικαστών περί των οποίων πρόκειται.

105.

Ωστόσο, όπως έχει ήδη κριθεί από το Δικαστήριο (απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψη 153), μολονότι ορισμένες πτυχές του εθνικού δικαίου δεν μπορούν, per se και θεωρούμενες μεμονωμένα, να προκαλέσουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία δικαστηρίου ή των μελών του, εντούτοις, μπορεί να συμβεί το αντίθετο στην περίπτωση που οι πτυχές αυτές εξεταστούν από κοινού, ως σύνολο νομικών και πραγματικών στοιχείων, των οποίων ο συνδυασμός μπορεί να προκαλέσει στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω δικαστηρίου έναντι των εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων ενώπιόν του συμφερόντων και, ως εκ τούτου, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το να μη δίδει το εν λόγω δικαστήριο εντύπωση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

106.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει (απόφαση A.K. κ.λπ., σκέψεις 131 έως 153), σε σχέση με μια πλειάδα νομικών και πραγματικών στοιχείων τα οποία προσιδιάζουν σε εκείνα της υπόθεσης της κύριας δίκης, ότι η ακόλουθη περίσταση, σε συνδυασμό με τα άλλα αυτά στοιχεία και υπό την επιφύλαξη της οριστικής εκτίμησης και επαλήθευσης στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, μπορεί να προκαλέσει τέτοιες αμφιβολίες.

107.

Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ( 44 ) ότι, «[ε]πιπλέον, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, οι αποφάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας περί διορισμού δικαστών στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν επιδέχονται δικαστικό έλεγχο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται, στο άρθρο 44, παράγραφοι 1 και 1bis, του νόμου περί του KRS, το εύρος του αντικειμένου της προσφυγής με την οποία μπορεί να προσβληθεί πόρισμα του KRS που περιέχει τις αποφάσεις του περί υποβολής προτάσεως διορισμού δικαστή του δικαστηρίου αυτού διασφαλίζει αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των πορισμάτων αυτών, όσον αφορά, τουλάχιστον, τη διακρίβωση περί του ότι δεν υφίσταται υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ, 18 Οκτωβρίου 2018, Thiam κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2018:1018JUD008001812 §§ 25 και 81)» (η υπογράμμιση δική μου).

108.

Υπό τις περιστάσεις που υφίστανται στην Πολωνία, η μη τήρηση των ελάχιστων απαιτήσεων δικαστικού ελέγχου, τις οποίες παρέθεσε το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα σκέψη, έχει άμεσο αντίκτυπο στην εκτίμηση της ανεξαρτησίας των διοριζόμενων δικαστών.

109.

Κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντικό να συνεκτιμηθεί από το Δικαστήριο εν προκειμένω ότι, μολονότι ορισμένα είδη διαδικασιών και κανόνων για τον διορισμό των δικαστών στα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης, επομένως, και της ανυπαρξίας διαθέσιμου ενδίκου βοηθήματος στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης) μπορεί να μην είναι αφ’ εαυτών επιλήψιμα υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, ωστόσο μπορούν κάλλιστα να αποδειχθούν ανεπίτρεπτα, σε περίπτωση που οι διορισμοί πραγματοποιούνται κατόπιν πρότασης οργάνου το οποίο προδήλως δεν είναι ανεξάρτητο.

110.

Πρώτον, οι εν προκειμένω επίμαχες αποφάσεις του KRS αποτελούν, κατ’ ουσίαν, διοικητικές πράξεις οι οποίες έχουν έννομα αποτελέσματα για τους ενδιαφερόμενους υποψηφίους για θέσεις δικαστών ( 45 ). Όπως συμβαίνει με κάθε άλλη κρατική παρέμβαση, η διαδικασία διορισμού δικαστών πρέπει να διέπεται από κανόνες δικαίου, η τήρηση των οποίων υπόκειται σε έλεγχο από ανεξάρτητο δικαστικό όργανο.

111.

Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης για το καθεστώς των δικαστών ( 46 ) κατοχυρώνει το «δικαίωμα άσκησης προσφυγής», το οποίο μπορεί να ασκεί κάθε δικαστής ο οποίος φρονεί ότι απειλούνται ή παραβιάζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα που αντλεί από τον νόμο ή γενικότερα η ανεξαρτησία του ή η ανεξαρτησία της νομικής διαδικασίας, οπότε μπορεί να προσφύγει σε ανεξάρτητο όργανο, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Τούτο σημαίνει ότι οι δικαστές δεν στερούνται της δυνατότητας άμυνας κατά των προσβολών της ανεξαρτησίας τους. Το δικαίωμα άσκησης προσφυγής αποτελεί αναγκαία εγγύηση, διότι θα αποτελούσε απλό ευχολόγιο η θέσπιση αρχών για την προστασία της δικαστικής εξουσίας, χωρίς οι αρχές αυτές να συνοδεύονται από αντίστοιχους μηχανισμούς διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής τους.

112.

Στην απόφαση Denisov κατά Ουκρανίας, το ΕΔΔΑ είχε την ευκαιρία να επιβεβαιώσει ότι είτε τα δικαστικά συμβούλια θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες που περιέχονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ είτε η απόφασή τους θα πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο από όργανο που συμμορφώνεται με τους κανόνες αυτούς. Το ζήτημα της συμμόρφωσης με τις θεμελιώδεις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας μπορεί να προκύψει αν αυτή καθαυτή η διάρθρωση και η λειτουργία ενός δικαστικού συμβουλίου όπως το KRS (εν προκειμένω, υπό την ιδιότητα του πειθαρχικού οργάνου) εγείρει σοβαρά ζητήματα συναφώς ( 47 ). Σε ένα νομικό άρθρο ( 48 ) διατυπώνεται το επιχείρημα ότι τα προεκτεθέντα πρέπει να ισχύουν μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο λειτουργεί ως πειθαρχικό όργανο και όχι όταν ο ρόλος του είναι «απλώς» συμβουλευτικός, όπως στο πλαίσιο των διορισμών δικαστών. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή, διότι η εν λόγω διάκριση δεν προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και, εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ευσταθεί υπό συνθήκες όπως αυτές στην περίπτωση της Πολωνίας.

113.

Δεύτερον, η άποψη που διατύπωσα στο σημείο 109 των παρουσών προτάσεων επιρρωννύεται από την αρχή κατά την οποία η απόφαση διοικητικής αρχής η οποία, αυτή καθαυτή, δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας πρέπει να υπόκειται σε μεταγενέστερο έλεγχο από δικαιοδοτικό όργανο ( 49 ).

114.

Το Δικαστήριο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να επιβεβαιώσει ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ιδίως από την εκτελεστική εξουσία, αποτελεί στοιχείο αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας ( 50 ). Η εν λόγω προστασία πρέπει καταρχήν να παρέχεται σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των υποψηφίων για θέση δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

115.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Simpson και HG ( 51 ), «από το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και προηγουμένως νομίμως συσταθέντος δικαστηρίου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, προκύπτει ότι κάθε υποκείμενο δικαίου πρέπει, καταρχήν, να έχει τη δυνατότητα να προβάλει προσβολή του δικαιώματος αυτού. Επομένως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να μπορεί να εξακριβώσει αν πλημμέλεια την οποία ενείχε η επίμαχη διαδικασία διορισμού ήταν δυνατόν να είχε ως αποτέλεσμα προσβολή του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος». Εκτιμώ ότι το ίδιο ισχύει και για τον εθνικό δικαστή (ο οποίος είναι επίσης δικαστής του δικαίου της Ένωσης). Πάντως, μολονότι η εν λόγω νομολογία αφορά ειδικώς το άρθρο 47 του Χάρτη, το Δικαστήριο διευκρινίζει, στην απόφαση A.K. κ.λπ., ότι, αν προέβαινε σε ανάλυση των άρθρων 2 και 19 ΣΕΕ, τα συμπεράσματα της ανάλυσης αυτής θα ταυτίζονταν με εκείνα της ανάλυσης του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ. σκέψεις 167 έως 169 της απόφασης αυτής).

116.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, πράγματι, ήδη αποφανθεί, με σαφήνεια, ότι το KRS δεν είναι ανεξάρτητο ( 52 ).

117.

Ειδικότερα, δεδομένων των πολλαπλών και σοβαρών νομικών πλημμελειών, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές που γίνονται από το KRS δεν είναι ανεξάρτητες από πολιτικά συμφέροντα, πράγμα που ασκεί επιρροή όσον αφορά την πλήρωση των αντικειμενικών κριτηρίων της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας στο πρόσωπο των διοριζομένων σε θέσεις δικαστή κατόπιν πρότασης του KRS (βλ. απόφαση 36 της απόφασης της 23ης Ιανουαρίου 2020). Περαιτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λόγω της πολιτικοποίησης του KRS, το αποτέλεσμα των διαγωνισμών για θέσεις δικαστών είναι πολύ πιθανό να εξαρτάται από τις πολιτικές πεποιθήσεις ή από την εκδήλωση υποστήριξης στη δικαστική μεταρρύθμιση την οποία επιδιώκει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατά παράβαση του πολωνικού Συντάγματος, και όχι βάσει ουσιαστικών κριτηρίων. Με σημείο αναφοράς το σύστημα απονομής δικαιοσύνης συνολικά, τούτο θίγει την εμπιστοσύνη στην αμεροληψία των διοριζόμενων κατ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργών. Η έλλειψη ανεξαρτησίας εντοπίζεται κυρίως στο ότι οι αποφάσεις του οργάνου αυτού εξαρτώνται από τις πολιτικές αρχές, ιδίως από την εκτελεστική εξουσία (βλ. σκέψη 38 της απόφασης της 23ης Ιανουαρίου 2020).

118.

Κατ’ αρχάς, στις προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A.K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:551), κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το KRS δεν είναι ανεξάρτητο όργανο: η λήξη της θητείας των μελών του KRS υπήρξε πρόωρη· και ο τρόπος διορισμού συνεπάγεται ότι είκοσι τρία από τα είκοσι πέντε μέλη προέρχονται από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, πράγμα που καταδεικνύει πλημμέλειες δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του KRS έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας (βλέπε ιδίως σημεία 132 και 135).

119.

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στον Ευρωπαϊκό Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών (βλ. σημείο 111 των παρουσών προτάσεων), «2.1 Οι υποψήφιοι για θέσεις δικαστών πρέπει να επιλέγονται και να προσλαμβάνονται από ανεξάρτητο όργανο ή από ανεξάρτητη επιτροπή» και «1.3 Για κάθε απόφαση που επηρεάζει την επιλογή, την πρόσληψη, τον διορισμό, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας ή την παύση δικαστή από τα καθήκοντά του, ο νόμος προβλέπει την παρέμβαση αρχής που είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και της οποίας τουλάχιστον το ήμισυ των μελών είναι δικαστές που εκλέγονται από συναδέλφους τους με μεθόδους που διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση του δικαστικού σώματος». Τούτο διότι «η απαίτηση περί ανεξαρτησίας του οργάνου αυτού δεν επιτρέπει την εκλογή ή τον διορισμό των μελών του από πολιτική αρχή ανήκουσα στην εκτελεστική ή τη νομοθετική εξουσία. Θα υπήρχε κίνδυνος κομματικής προκατάληψης που θα επηρέαζε τον διορισμό και τον ρόλο των δικαστών στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Από τους δικαστές που είναι μέλη του ανεξάρτητου οργάνου αναμένεται, ακριβώς, να απέχουν από την επιδίωξη της εύνοιας των πολιτικών κομμάτων ή των οργάνων τα οποία, τα ίδια, διορίζονται ή εκλέγονται από τα κόμματα ή μέσω αυτών».

120.

Περαιτέρω, παραπέμπω στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή (A.K. κ.λπ.) και στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz and Prokurator Generalny zastępowany przez Prokuraturę Krajową (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234).

121.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2019 το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση A.K. κ.λπ., ήτοι το Sąd Najwyższy – Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych [Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών), Πολωνία] απεφάνθη –στηριζόμενο στην ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου– ότι το KRS δεν είναι, υπό τη νυν σύνθεσή του, όργανο αμερόληπτο και ανεξάρτητο από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Επίσης, έκρινε ότι το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του πολωνικού Συντάγματος.

122.

Στην ανωτέρω απόφαση εκτίθενται επίσης τα εξής: i) το KRS ουδέποτε ήταν ανεξάρτητο από τις πολιτικές αρχές, από της συστάσεώς του το 2018· ii) το νέο KRS συστάθηκε κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων ( 53 )· και iii) στο πλαίσιο της απόφασης εξετάστηκαν περαιτέρω στοιχεία που θίγουν την ανεξαρτησία του KRS (η εκλογή των νυν μελών του KRS δεν ήταν διαφανής· η ανεξαρτησία του KRS έχει αμφισβητηθεί πολλάκις δημοσίως από μη κυβερνητικές οργανώσεις, δικηγορικούς συλλόγους και δικαστές των τακτικών δικαστηρίων· μέλη του KRS έχουν προαχθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης σε θέσεις προέδρων ή αντιπροέδρων δικαστηρίων ή σε άλλες εξέχουσες θέσεις δικαστών· και τα μέλη του KRS έχουν επίσης υποστηρίξει δημοσίως τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης) ( 54 ). Όσον αφορά την κρίση ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, η ίδια αυτή απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019 (σκέψεις 67 και 68) στηρίχθηκε επίσης στο γεγονός ότι οι υποψηφιότητες που προτάθηκαν στο εν λόγω τμήμα από το KRS δεν υποβλήθηκαν σε δικαστικό έλεγχο.

123.

Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών), στις 15 Ιανουαρίου 2020 (στις λοιπές υποθέσεις που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης A.K. κ.λπ.) και, ιδίως, στις 23 Ιανουαρίου 2020, όταν το τμήμα μείζονος συνθέσεως, που απαρτίζεται από όλους τους δικαστές τριών τμημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξέδωσε απόφαση ( 55 ), η οποία επέχει θέση νομικής αρχής. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την ανωτέρω απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2019 και έκρινε ότι το KRS δεν είναι ανεξάρτητο από την εκτελεστική εξουσία.

124.

Δεύτερον, η σοβαρότητα της κατάστασης όσον αφορά το KRS επιβεβαιώνεται από το ακόλουθο γεγονός: στις 27 Μαΐου 2020, το διοικητικό συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικών Συμβουλίων (ENCJ) εξέδωσε έγγραφο με τις απόψεις του σχετικά με τη συμμετοχή του KRS στο ENCJ. Στο έγγραφο αυτό, το διοικητικό συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους πρότεινε στη Γενική Συνέλευση να αποβάλει το KRS από το ENCJ (βλ. https://www.encj.eu/node/556). Οι λόγοι αυτοί είναι, κατ’ ουσίαν, οι εξής: i), το KRS δεν συμμορφώνεται με τον καταστατικό κανόνα του ENCJ, κατά τον οποίο τα μέλη του συμβουλίου πρέπει να είναι ανεξάρτητα από την εκτελεστική εξουσία· ii) το KRS παραβιάζει κατάφωρα τον κανόνα του ENCJ που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και στην προάσπιση της δικαστικής εξουσίας, καθώς και των επιμέρους δικαστών, κατά τρόπο σύμφωνο προς τον ρόλο της ως θεματοφύλακα, έναντι κάθε μέτρου που ενέχει κίνδυνο διακύβευσης των θεμελιωδών αξιών της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας· και iii) το KRS υπονομεύει την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικαστηρίων και, ως εκ τούτου, την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Για τους ανωτέρω λόγους, το KRS αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς τις αξίες που αυτός πρεσβεύει. Το διοικητικό συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το KRS υπέπεσε σε σοβαρές παραβιάσεις των σκοπών και του αντικειμένου του ENCJ, όπως καθορίζονται στα άρθρα 3 και 4 του καταστατικού του, και δεν είναι διατεθειμένο να άρει τις σοβαρές αυτές παραβιάσεις. Θα ήθελα να επισημάνω ότι το KRS είχε ήδη αποβληθεί από το ENCJ, στις 17 Σεπτεμβρίου 2018, επειδή έπαυσε να πληροί τις απαιτήσεις του φορέα αυτού περί ανεξαρτησίας από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία της πολωνικής δικαιοσύνης.

125.

Επιπλέον, το ENCJ στήριξε την πρότασή του περί αποβολής του KRS στα ακόλουθα στοιχεία και στις ακόλουθες τοποθετήσεις οργανισμών όπως: i) το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), το Συμβούλιο της Ευρώπης [η Greco, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του δικαίου (στο εξής: επιτροπή της Βενετίας) και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση], τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα ευρωπαϊκά δίκτυα δικαστών και δικηγόρων, που επέκριναν τις δικαστικές μεταρρυθμίσεις στην Πολωνία και τον ρόλο του KRS· ii) μια έκθεση της επιτροπής εποπτείας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 6ης Ιανουαρίου 2020, στην οποία διαπιστώθηκε ότι «[η] μεταρρύθμιση του [KRS] έθεσε το όργανο αυτό υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, πράγμα ασυμβίβαστο προς την αρχή της ανεξαρτησίας»· iii) την κοινή επείγουσα γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου (DGI) του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 16ης Ιανουαρίου 2020 ( 56 ), με την οποία προτείνεται, μεταξύ άλλων, «η αποκατάσταση των εξουσιών της δικαστικής κοινότητας στα ζητήματα διορισμού, προαγωγής και παύσης των δικαστών από τα καθήκοντά τους», υποδηλώνοντας ότι το KRS τελεί υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας· iv) την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία μνημονεύεται στο σημείο 123 των παρουσών προτάσεων· v) τη διάταξη του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2020 στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19 R, EU:C:2020:277) –με την οποία διατάχθηκαν προσωρινά μέτρα– υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι δεν διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του νέου πειθαρχικού τμήματος στην Πολωνία, επειδή οι δικαστές του επιλέγονται από το KRS, ενώ τα μέλη του KRS που είναι δικαστές επιλέγονται από την κάτω βουλή του πολωνικού Κοινοβουλίου· vi) την κίνηση από την Επιτροπή μιας περαιτέρω διαδικασίας λόγω παραβάσεως, με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στην Πολωνία σχετικά με τον νέο νόμο περί δικαστικής εξουσίας της 20ής Δεκεμβρίου 2019, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020 ( 57 )· vii) ότι, στις 13 Μαΐου 2020, η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δημοσίευσε σχέδιο ενδιάμεσης έκθεσης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ κατά της Πολωνίας. Σχετικά με τον αντίκτυπο του πολωνικού νόμου της 20ής Δεκεμβρίου 2019 επί της ανεξαρτησίας του KRS, η έκθεση αναφέρει ότι «23. […] το μέτρο αυτό οδήγησε σε εκτεταμένη πολιτικοποίηση του [KRS]· […] 26. Καλεί την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του [νόμου περί του KRS] και να ζητήσει από το [Δικαστήριο] να αναστείλει τη λειτουργία του νέου [KRS] διατάσσοντας προσωρινά μέτρα» ( 58 ).

126.

Στην κοινή επείγουσα γνώμη της 16ης Ιανουαρίου 2020 ( 59 ), η οποία μνημονεύεται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, επισημαίνεται ότι «[η] πολωνική δικαστική κοινότητα απώλεσε την εξουσία να έχει εκπροσώπους στο [KRS] και, ως εκ τούτου, να επηρεάζει την πρόσληψη και την προαγωγή των δικαστών. Πριν από τη μεταρρύθμιση του 2017, δεκαπέντε (από τα εικοσιπέντε) μέλη του [KRS] ήσαν δικαστές που εκλέγονταν από συναδέλφους τους. Μετά τη μεταρρύθμιση του 2017, τα μέλη αυτά εκλέγονται από το Κοινοβούλιο. Το εν λόγω μέτρο, σε συνδυασμό με την άμεση αντικατάσταση, στις αρχές του 2018, του συνόλου των μελών που είχαν διοριστεί υπό το κράτος των προϊσχυσάντων κανόνων, είχε ως συνέπεια την εκτεταμένη πολιτικοποίηση του [KRS]». Επιπλέον, «δύο νέα τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ιδρύθηκαν το 2017: το πειθαρχικό τμήμα και το τμήμα έκτακτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων […] Για τη στελέχωση των νέων αυτών τμημάτων διορίστηκαν νέοι δικαστές, οι οποίοι επελέγησαν από το νέο [KRS] και στους οποίους ανατέθηκαν ειδικές εξουσίες, περιλαμβανομένης της εξουσίας του τμήματος έκτακτου ελέγχου να ανατρέπει τις απρόσβλητες αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων ή και του ίδιου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο έκτακτου ελέγχου, ή της εξουσίας του πειθαρχικού τμήματος να ασκεί πειθαρχικό έλεγχο επί των λοιπών δικαστών. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν τα νέα τμήματα περίοπτη θέση σε σχέση με όλα τα λοιπά τμήματα και να δημιουργηθεί de facto ένα «Ανώτατο Δικαστήριο εντός του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Όσον αφορά το KRS, η κοινή επείγουσα γνώμη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, «[κ]ατά την άποψη της Επιτροπής της Βενετίας, πρέπει να επανεξεταστεί το ζήτημα της σύνθεσης του [KRS], προκειμένου η μέθοδος διορισμού των μελών του που είναι δικαστές να ευθυγραμμιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές. Τούτο θα εξαλείψει τον κίνδυνο νομικού χάους, καίτοι η εξέταση του ζητήματος του κύρους των εν τω μεταξύ πραγματοποιηθέντων διορισμών δικαστών απόκειται στις πολωνικές αρχές».

127.

Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει σαφώς ότι η σύνθεση του οργάνου που διορίζει τους δικαστές είναι κρίσιμη για την τήρηση της απαίτησης περί «ανεξαρτησίας» ( 60 ).

128.

Η νομολογία του Στρασβούργου επιβεβαιώνει επίσης ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αφορά όχι μόνον την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων στις συγκεκριμένες υποθέσεις, αλλά και την οργάνωση της δικαστικής εξουσίας (ήτοι τη δομική ανεξαρτησία, όπως τον τρόπο διορισμού των μελών του δικαστηρίου και τη διάρκεια της θητείας τους), καθώς και το ζήτημα αν το οικείο δικαστήριο «φαίνεται ανεξάρτητο», πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για τη διαφύλαξη της εμπιστοσύνης που πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για να προστατευθεί η εν λόγω δυνατότητα να φαίνεται ανεξάρτητο το δικαστήριο, είναι αναγκαία η πρόβλεψη επαρκών εγγυήσεων ( 61 ).

129.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, φρονώ (συντασσόμενος με τη νομική θεωρία ( 62 )) ότι, λόγω των ειδικών περιστάσεων που έχουν ανακύψει στην Πολωνία, είναι απαραίτητος, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, ο δικαστικός έλεγχος των διαδικασιών διορισμού από δικαστήριο του οποίου η ανεξαρτησία δεν επιδέχεται αμφιβολία, προκειμένου να διαφυλαχθεί η δυνατότητα των δικαστών που διορίζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών να φαίνονται ανεξάρτητοι. Λόγος γι’ αυτό είναι ιδίως οι αιφνίδιες τροποποιήσεις των πολωνικών νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διαδικασιών επιλογής και των αποφάσεων του KRS (ήτοι, ειδικότερα, στον νόμο της 26ης Απριλίου 2019), τροποποιήσεις οι οποίες προφανώς αντιβαίνουν στη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου (ζήτημα του οποίου η εξέταση απόκειται πάντως στα πολωνικά δικαστήρια). Οι τροποποιήσεις αυτές εγείρουν εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν η διαδικασία διορισμού αποβλέπει, υπό τη νυν μορφή της, στην επιλογή εσωτερικά ανεξάρτητων υποψηφίων, και όχι πολιτικά χρήσιμων, στις θέσεις δικαστή σε ένα τόσο σημαντικό και συστημικό όργανο όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, που είναι το δικαστηρίου τελευταίου βαθμού. Επιπλέον, στη νομική θεωρία επισημαίνεται επίσης ( 63 ) ότι, κατά την πάγια και προγενέστερη του 2015 νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι διαδικασίες διορισμού και οι αποφάσεις του KRS, βάσει του πολωνικού Συντάγματος, έπρεπε να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που ισχύουν στην Πολωνία, ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης του KRS συνιστούσε σημαντική εγγύηση της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας των διαδικασιών διορισμού καθώς και του συνταγματικού δικαιώματος της επί ίσοις όροις πρόσβασης σε δημόσια θέση.

130.

Το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται από μη δεσμευτικές πράξεις του διεθνούς δικαίου που έχουν ως αντικείμενο τα εθνικά δικαστικά συμβούλια. Το Συμβουλευτικό Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE) διατύπωσε γνώμη ( 64 ), στην οποία τονίζει ότι «[ο]ρισμένες αποφάσεις του Δικαστικού Συμβουλίου σχετικά με τη διοίκηση και τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, καθώς και οι αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό, την κινητικότητα, την προαγωγή, το πειθαρχικό καθεστώς και την παύση των δικαστών από τα καθήκοντά τους […] πρέπει να περιέχουν αιτιολογία, να έχουν δεσμευτική ισχύ, [να] υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Συγκεκριμένα, η ανεξαρτησία του Δικαστικού Συμβουλίου δεν σημαίνει ότι το όργανο αυτό είναι υπεράνω του νόμου και ότι εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο» (η υπογράμμιση δική μου).

131.

Όπως επισήμανε προσφάτως το Δικαστήριο, στην απόφαση Simpson και HG ( 65 ), «το [ΕΔΔΑ] είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει ότι το δικαίωμα κάθε προσώπου να εκδικάζεται η υπόθεσή του από “νομίμως [λειτουργούν]” δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, περιλαμβάνει, ως εκ της φύσεώς του, τη διαδικασία διορισμού των δικαστών (απόφαση του ΕΔΔΑ της 12ης Μαρτίου 2019, Ástráðsson κατά Ισλανδίας, CE:ECHR:2019:0312JUD002637418, μη οριστική, § 98)» ( 66 ).

132.

Ειδικότερα, «[α]πό τη νομολογία […] προκύπτει ότι πλημμέλεια κατά τον διορισμό των δικαστών εντός του οικείου δικαστικού συστήματος συνιστά παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, ιδίως όταν η πλημμέλεια αυτή είναι τέτοιας φύσεως και σοβαρότητας ώστε να δημιουργείται πραγματικός κίνδυνος να μπορούν άλλες εξουσίες, ιδίως η εκτελεστική, να ασκήσουν αδικαιολόγητη διακριτική εξουσία θέτοντας σε κίνδυνο την ακεραιότητα του αποτελέσματος στο οποίο οδηγεί η διαδικασία διορισμού και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό εύλογη αμφιβολία στους πολίτες ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του ή των οικείων δικαστών, όπερ συμβαίνει οσάκις πρόκειται για θεμελιώδεις κανόνες που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεσπίσεως και της λειτουργίας του εν λόγω δικαιοδοτικού συστήματος» (η υπογράμμιση δική μου) ( 67 ).

133.

Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει την αρμοδιότητά του να αποφανθεί επί των προσφυγών που αποτελούν αντικείμενο της κύριας δίκης.

134.

Αντιθέτως, φρονώ (συντασσόμενος με τον Συνήγορο του Πολίτη) ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου το οποίο είναι κανονικά αρμόδιο να επιλαμβάνεται υποθέσεων του είδους της υπόθεσης της κύριας δίκης, ήτοι του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι όροι και οι περιστάσεις του διορισμού δικαστών στο τμήμα αυτό εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία του, καθώς και δεδομένου ότι το τμήμα αυτό έχει ήδη κριθεί ότι δεν συνιστά ανεξάρτητο δικαστήριο, βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 68 ). Ούτε αποτελούν τα άλλα τμήματα του δικαστηρίου αυτού, τα οποία έχουν στελεχωθεί με δικαστές που διορίστηκαν βάσει αποφάσεων KRS, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατάλληλα δικαιοδοτικά όργανα για την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής, λόγω της αρχής του nemo judex in causa sua (ουδείς δύναται να δικάζει υπόθεση που τον αφορά).

135.

Επομένως, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αποτελεί τη μόνη ένδικη διαδικασία που παρέχει στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, ως υποψηφίους για θέση δικαστή, τη δυνατότητα να επιτύχουν αντικειμενικό έλεγχο της διαδικασίας διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού κατά την έννοια του άρθρου 267, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο οποίος έλεγχος θα συνοδεύεται από εγγυήσεις απορρέουσες από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

136.

Δεδομένου ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί να μην λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του νόμου της 26ης Απριλίου 2019 και να κηρύξει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί των διαφορών της κύριας δίκης με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του νόμου αυτού, πρέπει, εν συνεχεία, να εξετάσω τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά επικεντρώνονται στις πιθανές προϋποθέσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης για τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο προσφυγές όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας (πρώτο προδικαστικό ερώτημα) και της αρχής της ίσης μεταχείρισης (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα).

2.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

137.

Με το προδικαστικό ερώτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι επιδιώκεται να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, λαμβανομένων υπόψη των συνολικών εθνικών κανονιστικών και πραγματικών περιστάσεων στην Πολωνία, αντιτίθεται σε ρυθμίσεις προβλέπουσες μηχανισμό έννομης προστασίας ο οποίος πάσχει από απόψεως αποτελεσματικότητας, όπως είναι ο μηχανισμός που ήταν αρχικώς εφαρμοστέος στις υποθέσεις της κύριας δίκης ( 69 ).

α)   Συνοπτική παράθεση των επιχειρημάτων των μετεχόντων στη διαδικασία

138.

Το KRS υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις, όπως τροποποιήθηκαν με τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019, εμπίπτουν στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, όπως πράγματι συμβαίνει βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 4, του νόμου περί του KRS. Το γεγονός ότι το μέρος της απόφασης του KRS που περιέχει την πρόταση περί διορισμού καθίσταται απρόσβλητο δικαιολογείται από την ανάγκη άμεσης πλήρωσης των θέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο τρόπος εκλογής των δεκαπέντε μελών του KRS αποτελεί επιλογή η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και δεν υπόκειται σε έλεγχο από το Δικαστήριο.

139.

Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι η αναστολή εκτέλεσης των επίμαχων αποφάσεων του KRS από το αιτούν δικαστήριο ήταν παράνομη. Δεύτερον, δεν υφίσταται κοινός δεσμευτικός κανόνας του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τα εξής: i) τον διορισμό των δικαστών και τον ενδεχόμενο ρόλο άλλων εθνικών αρχών στο πλαίσιο αυτό· ή ii) τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον τομέα αυτόν, διαδικασία η οποία εξάλλου δεν υφίσταται σε πολλά κράτη μέλη.

140.

Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα δεν αποτελούν κριτήριο για τον έλεγχο των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις διαδικασίες διορισμού των δικαστών, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η αρχή του σεβασμού των συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών. Το KRS είναι εκ του Συντάγματος κρατικό όργανο, ανεξάρτητο από τη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, ο ρόλος του οποίου συνίσταται στην εναρμόνιση των εκατέρωθεν σχέσεων των τριών αυτών εξουσιών, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως την ανεξαρτησία των δικαστών. Αν ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων του KRS δεν περιοριζόταν στην τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, αλλά εκτεινόταν και στην ουσία των αποφάσεων και στην πραγματοποιηθείσα επιλογή, τούτο θα έθιγε την αποκλειστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στο KRS και την επιδιωκόμενη συνταγματική ισορροπία.

141.

Ο Συνήγορος του Πολίτη υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο τρόπος διορισμού των δικαστών αποτελεί ένα από τα στοιχεία που μπορούν να συνεκτιμηθούν προκειμένου να εξακριβωθεί αν διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικαστών και, λαμβανομένου υπόψη του καίριου ρόλου που διαδραματίζει το KRS στο πλαίσιο της διαδικασίας διορισμού των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ πρέπει να έχει εφαρμογή και επί της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου αυτού, καθώς και επί της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά των αποφάσεών του.

142.

Οι A.B., C.D., E.F. και I.J. υποστηρίζουν ότι το άρθρο 44, παράγραφοι 1b και 4, του νόμου περί του KRS προβλέπει πλασματικό μόνον έλεγχο και απλώς τυπική πρόσβαση σε ένδικο βοήθημα, προσκρούοντας, ως εκ τούτου, στον κανόνα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των επίμαχων δικαιωμάτων, κατά παράβαση του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.

143.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ δεν καθιερώνει γενική απαίτηση ότι οι αποφάσεις διορισμού δικαστών πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο ούτε προβλέπει ότι πρέπει να ισχύει τέτοια απαίτηση όσον αφορά τις γνώμες που διατυπώνονται στο πλαίσιο της επιλογής δικαστών ή ότι ο εν λόγω έλεγχος πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μόνον υπό ειδικές περιστάσεις θα ήταν δυνατό να υπάρξει παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ήτοι σε περίπτωση που η τροποποίηση των κανόνων δικαίου σχετικά με τον διορισμό των δικαστών ενός δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την τροποποίηση άλλων εφαρμοστέων επί του δικαστηρίου αυτού νομοθετικών διατάξεων, συνιστά διαρθρωτική στρέβλωση ικανή να υπονομεύσει τη δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου να φαίνεται ανεξάρτητο έναντι των υποκειμένων δικαίου. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τέτοιες περιστάσεις δεν συντρέχουν στην υπό κρίση υπόθεση.

β)   Εκτίμηση

144.

Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να αναφερθώ στις διευκρινίσεις και την ανάλυση που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο, όπως εκτίθενται στα σημεία 8 έως 10 των παρουσών προτάσεων.

145.

Οι προεκτεθείσες στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος εκτιμήσεις μπορούν να εφαρμοστούν, mutatis mutandis, και επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, προκειμένου να κριθεί ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, υπό το πρίσμα των νομικών και πραγματικών περιστάσεων που υφίστανται στην Πολωνία, αντιτίθεται σε ρυθμίσεις που προβλέπουν μηχανισμό έννομης προστασίας ο οποίος πάσχει από απόψεως αποτελεσματικότητας, όπως είναι εκείνος που ήταν αρχικώς εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης (άρθρο 44, παράγραφοι 1a, 1b και 4, του νόμου περί KRS).

146.

Φρονώ (όπως και το αιτούν δικαστήριο) ότι το ένδικο βοήθημα που διαθέτουν οι μετέχοντες στη διαδικασία επιλογής οι οποίοι δεν προτείνονται για διορισμό στερείται οιασδήποτε αποτελεσματικότητας, δεδομένου ότι δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του υποψηφίου που ασκεί προσφυγή στο πλαίσιο της διαδικασίας που καταλήγει στην έκδοση της ανασταλείσας απόφασης του KRS. Ούτε καθιστά δυνατή την επανεξέταση της υποψηφιότητάς του για κενή θέση δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο, αν η υποψηφιότητα αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο προκήρυξης διαγωνισμού για συγκεκριμένη θέση δικαστή.

147.

Προκειμένου το πλαίσιο που διέπει την άσκηση προσφυγής να είναι αποτελεσματικό, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) η άσκηση προσφυγής από οποιονδήποτε αποτυχόντα υποψήφιο για θέση δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο θα αναστέλλει το σύνολο της διαδικασίας διορισμού μέχρις ότου η προσφυγή αυτή να εξεταστεί από το αιτούν δικαστήριο· 2) η αποδοχή της προσφυγής κατά απόφασης του KRS για τη μη υποβολή πρότασης διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο θα συνεπάγεται την υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου του κράτους μέλους (του KRS) να επανεξετάσει την ατομική υπόθεση που αφορά τον διορισμό σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου· 3) η απόφαση θα τίθεται σε ισχύ μόνον αφού το αιτούν δικαστήριο απορρίψει τις προσφυγές που έχουν ασκηθεί κατά της εν λόγω απόφασης και μόνον τότε θα μπορεί η απόφαση να υποβληθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ο υποψήφιος που κατονομάζεται στην πρόταση θα μπορεί να διοριστεί σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

148.

Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι υφίσταται σαφής αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος που διατίθεται κατά των αποφάσεων του KRS εκδιδόμενες σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό στο Ανώτατο Δικαστήριο, ήτοι σε υποθέσεις που αφορούν δικαιώματα διασφαλιζόμενα από το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι αυτό που διακυβεύεται εν προκειμένω είναι η θέση δικαστή στο ανώτατο δικαστήριο κράτους μέλους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον το πλαίσιο που διέπει την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στις υποθέσεις αυτές διαφέρει από εκείνο που εφαρμόζεται στις διαδικασίες επιλογής για την πλήρωση κενών θέσεων δικαστών σε άλλα δικαστήρια πλην του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το οποίο προδήλως έχει παραμείνει αμετάβλητο και δεν περιλαμβάνει τις πρόσφατα θεσπισθείσες περιοριστικές «καινοτομίες»), πράγμα που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με μοναδικό κριτήριο το δικαστήριο στο οποίο πληρούται η κενή θέση.

149.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τούτο συνεπάγεται την εισαγωγή διάκρισης, όσον αφορά την πρόσβαση σε αρμόδιο δικαστήριο, μεταξύ δύο κατηγοριών υποψηφίων για διορισμό σε θέση δικαστή, πράγμα που ενδεχομένως αντίκειται στην αρχή της ίσης πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

150.

Υπογραμμίζω, ειδικότερα, το γεγονός ότι δεν έχει προβληθεί κανένα πειστικό επιχείρημα που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση αυτή, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος, και την «ειδική μεταχείριση» της διαδικασίας διορισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο.

151.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ορθώς το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι εν λόγω εθνικοί κανόνες δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

152.

Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει ιδίως της αρχής της ειλικρινούς συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, και όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς ( 70 ). Η προστασία αυτή αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου βάσει του άρθρου 2 ΣΛΕΕ.

153.

Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να επανεξετάσει τις επίμαχες αποφάσεις του KRS με βάση τις εθνικές διατάξεις που ίσχυαν πριν από την τροποποίηση που επήλθε με τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να είναι αποτελεσματικός και δεν θα πρέπει να δημιουργεί στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το κύρος της διαδικασίας διορισμού των δικαστών που διορίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο.

154.

Τούτο σημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβεί σε δικαστικό έλεγχο, αν μη τι άλλο τουλάχιστον στο μέτρο που επισημάνθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψη 145), ήτοι κατά τρόπο που να του παρέχει τη δυνατότητα να εξετάσει αν υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ( 71 ).

155.

Επιπλέον, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας απαιτεί η αμετάκλητη απόφαση που λαμβάνεται από το δικαστήριο, κατόπιν του ανωτέρω ελέγχου, να είναι αποτελεσματική όπως και να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα αυτή, ειδάλλως η απόφαση αυτή θα ήταν πλασματική ( 72 ).

156.

Συγκεκριμένα, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση FMS ( 73 ), «η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, επιβάλλουν στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να επιληφθεί της [επίμαχης] προσφυγής, εφόσον κανένα άλλο δικαστήριο δεν είναι, βάσει του εθνικού δικαίου, αρμόδιο προς τούτο».

157.

Τούτο συνεπάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει τις εθνικές διατάξεις που εμποδίζουν την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Επομένως, στο παρόν πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να μην εφαρμόσει i) όσες διατάξεις συνεπάγονται τον πλήρη αποκλεισμό της δυνατότητας ελέγχου κάθε τυχόν πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για θέσεις δικαστών με βάση τα κριτήρια που τους επιβάλλονται· και ii) το εν μέρει απρόσβλητο των αποφάσεων του KRS όσον αφορά τους διορισθέντες υποψηφίους. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας απόφασης θα ήταν πλασματικός σε σχέση με τον διορισθέντα υποψήφιο.

158.

Επομένως, όσον αφορά τον διορισθέντα υποψήφιο, εθνικές ρυθμίσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης συνεπάγονται την απουσία οποιουδήποτε ελέγχου, πράγμα που παρέχει στις λοιπές εξουσίες τη δυνατότητα να προβαίνουν σε πράξεις κατά διακριτική ευχέρεια και είναι ικανό να προκαλέσει εύλογες αμφιβολίες στα υποκείμενα δικαίου, κατά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.

3.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

159.

Δεδομένου ότι στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση (η οποία, κατά την πρότασή μου, είναι ότι το πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία προσφυγής κατά των αποφάσεων του KRS σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμούς σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διασφαλίζει το δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, περιλαμβανομένης της διασφάλισης του κατάλληλου εύρους της προστασίας αυτής), το αιτούν δικαστήριο θεωρεί, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, ότι δικαιολογημένα ζητεί να διευκρινιστεί ποια σημασία έχουν οι ελλείψεις αυτές που παρατηρούνται στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο εθνικό δίκαιο διαδικασίας προσφυγής κατά των επίμαχων αποφάσεων του KRS (και οι εδώ επισημαινόμενες πτυχές των ελλείψεων αυτών), και συγκεκριμένα αν συνεπάγονται επίσης προσβολή του δικαιώματος της επί ίσοις όροις πρόσβασης σε δημόσια θέση, κάτι το οποίο αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον.

160.

Οι A.B., C.D., E.F. και I.J. υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι στερήθηκαν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όσον αφορά το συνταγματικό δικαίωμά τους για πρόσβαση σε δημόσια θέση με βάση τους ίδιους κανόνες με αυτούς που ισχύουν για τα πρόσωπα των οποίων οι υποψηφιότητες προτάθηκαν από το KRS συνεπάγεται επίσης την παραβίαση διαφόρων αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως του κράτους δικαίου, της ίσης μεταχείρισης, της επί ίσοις όροις πρόσβασης σε δημόσια θέση, καθώς και της θεσμικής ισορροπίας. Επιπλέον, ο τρόπος συγκρότησης του KRS ουδόλως διασφαλίζει την ανεξαρτησία του έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.

161.

Ωστόσο, αρκεί να επισημανθεί ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή της προβλεπόμενης στο δίκαιο της Ένωσης αρχής της ίσης μεταχείρισης, περιλαμβανομένων των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη, σε μια περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης, όπως η προβαλλόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης (η οποία, όπως υποστηρίζεται, υφίσταται μεταξύ των προσφυγών τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι υποψήφιοι για θέση δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο και των προσφυγών τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι υποψήφιοι για άλλες θέσεις δικαστών) πόρρω απέχει από το να είναι προφανής, ιδίως, λόγω της ανυπαρξίας διαφορετικής μεταχείρισης στον τομέα της πρόσβασης στην απασχόληση για έναν από τους συγκεκριμένους λόγους που προβλέπονται στην οδηγία 2000/78.

162.

Εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο θα έχει επαρκή καθοδήγηση από τις απαντήσεις που θα δοθούν στο πρώτο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, προκειμένου να επιλύσει τις υποθέσεις της κύριας δίκης.

V. Πρόταση

163.

Για τους ανωτέρω λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι:

1. Λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και της πλειάδας των λοιπών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στην Πολωνία, όπως επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο [και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων: α) ότι ο Πολωνός νομοθέτης τροποποίησε το εθνικό νομικό πλαίσιο προκειμένου να καταστήσει άνευ αντικειμένου τις προσφυγές λόγω παραβάσεως και τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, β) ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την εκτέλεση των επίμαχων αποφάσεων του KRS, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε μολαταύτα σε θέσεις δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου οκτώ νέους δικαστές που προτάθηκαν από το KRS με τις εν προκειμένω επίμαχες αποφάσεις και γ) ότι ο Πολωνός νομοθέτης, θεσπίζοντας τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019, αγνόησε αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου από τις οποίες προκύπτει σαφώς ότι οι αποφάσεις του KRS, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο], το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό νόμο, όπως ο νόμος της 26ης Απριλίου 2019, καθόσον με αυτόν αποφασίστηκε η αυτοδίκαιη κατάργηση δικών όπως οι επίμαχες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ενώ ταυτόχρονα αποκλείστηκε η μεταφορά της αρμοδιότητας ελέγχου των προσφυγών σε άλλο εθνικό δικαστήριο ή η επανάληψη της εκδίκασης των προσφυγών ενώπιον άλλου εθνικού δικαστηρίου·

– η ανωτέρω εξέλιξη, η οποία σημειώθηκε σε πλαίσιο στο οποίο το αρχικώς αρμόδιο να εκδικάσει τις εν λόγω υποθέσεις εθνικό δικαστήριο έχει υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα μετά την επιτυχή έναρξη της διαδικασίας ελέγχου των αποφάσεων του [KRS], συνιστά προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη επίσης καθόσον, στην ατομική υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου που ήταν (αρχικώς) αρμόδιο να την εκδικάσει και να την κρίνει, στερεί εκ των υστέρων από το δικαστήριο αυτό τόσο τη δυνατότητα να κινήσει επιτυχώς διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και το δικαίωμα να αναμείνει την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας.

Η κατάργηση του δικαιώματος άσκησης ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ήταν μέχρι τότε διαθέσιμο σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, και, ειδικότερα, η αφαίρεση του δικαιώματος αυτού από διαδίκους οι οποίοι, όπως οι προσφεύγοντες στην υπόθεση της κύριας δίκης, έχουν ήδη ασκήσει τέτοια προσφυγή, συνιστά (λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και της πλειάδας των λοιπών στοιχείων, που επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο και συνδέονται με την κατάργηση του δικαιώματος αυτού) μέτρο που εκ φύσεως συντελεί, και μάλιστα ενισχύει, την εντύπωση ότι οι τελικώς διορισθέντες στο οικείο δικαστήριο δικαστές, καθώς και το ίδιο το δικαστήριο, στερούνται ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Αυτή η έλλειψη φαινομένης ανεξαρτησίας και αμεροληψίας συνιστά παράβαση του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να εφαρμόσει απευθείας το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, προκειμένου να αφήσει ανεφάρμοστο τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019 και να κηρύξει εαυτό αρμόδιο να αποφανθεί επί της υπόθεσης της κύριας δίκης με βάση το νομικό πλαίσιο που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του νόμου αυτού.

2.

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι:

Οι εκτιθέμενες ανωτέρω υπό 1) εκτιμήσεις είναι εφαρμοστέες mutatis mutandis και επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ –λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και της πλειάδας των λοιπών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στην Πολωνία και επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο– αντιτίθεται σε ρυθμίσεις που προβλέπουν μηχανισμό έννομης προστασίας ο οποίος πάσχει από απόψεως αποτελεσματικότητας, όπως είναι εκείνος που ήταν αρχικώς εφαρμοστέος στην υπόθεση της κύριας δίκης (άρθρο 44, παράγραφοι 1a, 1b και 4, του νόμου περί KRS).

Με βάση το πλαίσιο και την πλειάδα των λοιπών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση στην Πολωνία, όπως επισημάνθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό θα πρέπει να μην εφαρμόσει i) όσες διατάξεις συνεπάγονται τον πλήρη αποκλεισμό της δυνατότητας ελέγχου κάθε τυχόν πλάνης εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για θέσεις δικαστών με βάση τα κριτήρια που τους επιβάλλονται· και ii) το εν μέρει απρόσβλητο των αποφάσεων του KRS όσον αφορά τους διορισθέντες υποψηφίους. Στην αντίθετη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας απόφασης θα ήταν πλασματικός σε σχέση με τον διορισθέντα υποψήφιο.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Βλ. το ακόλουθο άρθρο σχετικά με τον UK Internal Market Bill [νόμο του Ηνωμένου Βασιλείου για την εσωτερική αγορά], ο οποίος παρέχει στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου τη δυνατότητα να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και εξαιρεί μέρος των εξουσιών της από τη δυνατότητα δικαστικής προσβολής: https://www.theguardian.com/law/2020/oct/07/brexit-strategy-puts-uk-on-slippery-slope-to-tyranny-lawyers-told.

( 3 ) Δεδομένου ότι η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης είναι αποκεντρωμένη, το όλο σύστημα δικαστικής προστασίας της Ένωσης εδράζεται στη βασική παραδοχή ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν και προάγουν (και μάλιστα προστατεύουν) την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης. Βλ. Lenaerts, K., «On Judicial Independence and the Quest for National, Supranational and Transnational Justice», σε Selvik, G. κ.λπ. (επιμ.), The Art of Judicial Reasoning, Springer, 2019, σ. 173.

( 4 ) Βλ., επίσης, τις προγενέστερες προτάσεις μου στις υποθέσεις Minister for Justice and Equality (Ελλείψεις του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:517), Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:325), και Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, EU:C:2019:529), καθώς και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A.K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:551), και Miasto Łowicz και Prokuratura Okręgowa w Płocku (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2019:775). Βλ., επίσης, τις πρόσφατες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Asociaţia Forumul Judecătorilor din România, Asociaţia Forumul Judecătorilor din România και Asociaţia Mişcarea pentru Apărarea Statutului Procurorilor, PJ και SO (C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19 και C‑355/19, EU:C:2020:746).

( 5 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

( 6 ) Dziennik Ustaw του 2019, θέση 914.

( 7 ) Απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A.K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)· λόγω των πολυάριθμων παραπομπών στην απόφαση αυτή, στο εξής απλώς: απόφαση A.K. κ.λπ.

( 8 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 50), καθώς και απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψεις 82 και 83).

( 9 ) Βλ. αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψεις 27 έως 31), και της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, EU:C:2019:924, σκέψεις 41 έως 46).

( 10 ) Απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier (C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ. πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας [COM(2017) 835 final], της 20ής Δεκεμβρίου 2017, αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 113. Βλ., μεταξύ άλλων, επίσης, την ενδιάμεση έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί της πρότασης απόφασης του Συμβουλίου για τη διαπίστωση της ύπαρξης σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, A9-0138/2020, της 20ής Ιουλίου 2020 (όπου επισημαίνεται η ύπαρξη «εκτεταμένων αποδεικτικών στοιχείων περί παραβιάσεων της αρχής του κράτους δικαίου στην Πολωνία»), και την «Κοινή επείγουσα γνώμη» της Επιτροπής της Βενετίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Κράτους Δικαίου (DGI) του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 16ης Ιανουαρίου 2020, γνώμη αριθ. 977/2019. Βλ. επίσης, αντί πολλών, Zoll, F., και Wortham, L., «Judicial Independence and Accountability: Withstanding Political Stress in Poland», Fordham International Law Journal, τόμος 42, τεύχος 3, και Pietrzak, M., «The Foundation for Law, Justice & Society, The Constitutional Court of Poland: The Battle for Judicial Independence», 24 Μαΐου 2017, https://www.fljs.org/content/constitutional-court-poland-battle-judicial-independence (με περιγραφή νέων νόμων σχετικά με τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, την επιτήρηση και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, καθώς και σχετικά με την «αναδιοργάνωση» των διωκτικών αρχών, οι οποίοι κατέστησαν δυνατοί λόγω της φερόμενης αποδυνάμωσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου).

( 12 ) Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Γνωμοδότηση 2/13 του Δικαστηρίου, Προσχώρηση στην ΕΣΔΑ (EU:C:2014:2454, σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363), καθώς και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, A (C‑112/13, EU:C:2014:2195).

( 15 ) Βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2010, Elchinov (C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψεις 95 και 98), και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH (C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 17 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψεις 58 και 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Οι διατάξεις του αιτούντος δικαστηρίου με τις οποίες ανεστάλη η εκτέλεση των αποφάσεων του KRS που αποτελούν αντικείμενο των διαφορών της κύριας δίκης είχαν επίσης ως συνέπεια την αναστολή της εκτέλεσης των αποφάσεων αυτών, καθόσον αφορούσαν την απόφαση υποβολής πρότασης διορισμού σε θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι διατάξεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν και δεν έχουν τροποποιηθεί ή εξαφανιστεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο. Παρά ταύτα, το KRS υπέβαλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τις αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο των διαφορών της κύριας δίκης. Στις 10 Οκτωβρίου 2018, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε επτά υποψηφίους σε θέση δικαστή του πολιτικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έναν σε θέση δικαστή του ποινικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

( 19 ) Πρβλ. μια υπόθεση η οποία επίσης αφορούσε το Ανώτατο Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο κράτους μέλους: απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψεις 62 έως 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 21 ) Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Βλ., ιδίως, Florczak-Wątor, M., Orzeczenia Trybunału Konstytucyjnego i ich skutki prawne [Οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τα έννομα αποτελέσματά τους], Poznań 2006, σ. 73 και εκεί μνημονευόμενη νομική θεωρία.

( 23 ) Βλ., επίσης, διάταξη V CSK 101/12 του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 30ής Ιανουαρίου 2013.

( 24 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) Διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277). Βλ., επίσης, τις εκκρεμείς υποθέσεις C‑487/19, W. Ż. (Τμήμα έκτακτου ελέγχου και δημόσιων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου), και C‑508/19, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός). Επισημαίνω ότι, στις 4 Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως της 29ης Απριλίου 2020 για να προστατεύσει την ανεξαρτησία των Πολωνών δικαστών απευθύνοντας συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στην Πολωνία σχετικά με τη διατήρηση της λειτουργίας του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/en/inf_20_2142).

( 26 ) Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000).

( 27 ) Ακόμη και με βάση τη δική του αντίληψη περί δικαστικού διαλόγου, την οποία εξέθεσε στην απόφαση της 6ης Ιουλίου 2010 (Honeywell), BVerfG 2 BvR 2661/06, το BVerfG όφειλε να ζητήσει διευκρινίσεις από το Δικαστήριο με δεύτερη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως (σχετικά με την ερμηνεία της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι της απαίτησης στάθμισης, η οποία ουδόλως αποτέλεσε αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος). Αυτό ακριβώς έπραξε το ιταλικό Corte costituzionale στην απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B. (C‑42/17, EU:C:2017:936), μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση Taricco (C‑105/14, EU:C:2015:555). Βλ. «Editorial Comments», Common Market Law Review, τόμος 57: σ. 965 έως 978, 2020.

( 28 ) Συγκεκριμένα, το διεθνές δίκαιο δεν μεριμνά για την ακεραιότητα του δικαίου της Ένωσης και της ίδιας της Ένωσης.

( 29 ) Lenaerts, K., «The Primacy of EU Law and the Principle of the Equality of the Member States before the Treaties», VerfBlog, 8 Οκτωβρίου 2020.

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Mayer F. C., «Auf dem Weg zur Richterfaustrecht?», VerfBlog, 7 Μαΐου 2020.

( 31 ) Ούτε είναι αναγκαίο να εξεταστούν επί της ουσίας τα νομικά ζητήματα, σε σχέση με τα οποία πάντως η συλλογιστική του BVerfG, λίαν επιεικώς, δεν είναι ακλόνητη. Βλ., μεταξύ άλλων, Timmermans, Ch., «Wie handelt er ultra vires?,»Nederlands Juristenblad, 95, 26 Ιουνίου 2020, σ. 1791, και Ziller, J., «L’insoutenable pesanteur du juge constitutionnel allemand», https://blogdroiteuropeen.com/. Βλ., επίσης, Poiares Maduro, M., «Some Preliminary Remarks on the PSPP Decision of the German Constitutional Court», VerfBlog, 6 Μαΐου 2020, και da Cruz Vilaca, J. L., «The Judgment of the German Federal Constitutional Court and the Court of Justice of the EU – Judicial Cooperation or Dialogue of the Deaf?», το πρωτότυπο διατίθεται στον δικτυακό τόπο https://www.cruzvilaca.eu/pt/noticias/2/.

( 32 ) Kelemen, D., Eeckhout, P., Fabbrini, F., Pech, L., και Uitz, R., «National Courts Cannot Override CJEU Judgments – A Joint Statement in Defense of the EU Legal Order», VerfBlog, 26 Μαΐου 2020. Βλ. το άρθρο, για τον πλήρη κατάλογο των υπογραφόντων.

( 33 ) Η σοβαρότητα του υφιστάμενου προβλήματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης, στην περίπτωση της Πολωνίας, καταδεικνύεται από τις εκκρεμείς υποθέσεις C‑354/20 PPU (Openbaar Ministerie) και C‑412/20 PPU (Openbaar Ministerie). Το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) αποφάσισε, για πρώτη φορά, ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αναστέλλεται σε όλες τις εκκρεμείς και μελλοντικές διαδικασίες, κατόπιν αίτησης των πολωνικών δικαστηρίων, μέχρις ότου το Δικαστήριο απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα. Δικαστήρια των Κάτω Χωρών, της Γερμανίας, της Σλοβακίας, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας έχουν μέχρι σήμερα αποφασίσει να αναστείλουν την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης κατόπιν αίτησης των πολωνικών δικαστηρίων, ενεργώντας κατά περίπτωση.

( 34 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 35 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 36 ) Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 37 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 38 ) Πρβλ. απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψεις 82 και 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 39 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία των τακτικών δικαστηρίων) (C‑192/18, EU:C:2019:529, σημείο 115).

( 40 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑619/18, EU:C:2019:531, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 41 ) Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117).

( 42 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny (C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234).

( 43 ) Πρβλ. απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψη 153 και σημείο 2 του διατακτικού).

( 44 ) Βλ. απόφαση A.K. κ.λπ. (σκέψη 145). Μερίδα της θεωρίας υποστηρίζει μάλιστα ότι η εν λόγω σκέψη θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο επιβάλλει ειδική υποχρέωση σχετικά με την οργάνωση των εθνικών διορισμών δικαστών, δεδομένου ότι το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να βεβαιωθεί κατά πόσον το σκέλος της διαδικασίας διορισμού δικαστών που ολοκληρώνεται με την πρόταση υποψηφίου στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μπορεί να υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο, τουλάχιστον όσον αφορά ενδεχόμενη υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί το δίκαιο ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Βλ. Krajewski, M., και Ziółkowski, M., «EU judicial independence decentralized: A.K.», Common Market Law Review 57 (2020).

( 45 ) Τούτο επιβεβαιώνεται από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση SK 57/06.

( 46 ) Συμβούλιο της Ευρώπης, DAJ/DOC (98) 23, Στρασβούργο, 8-10 Ιουλίου 1998.

( 47 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Σεπτεμβρίου 2018, Denisov κατά Ουκρανίας (τμήμα ευρείας συνθέσεως) (CE:ECHR:2018:0925JUD007663911 § 67 επ. Βλ. επίσης § 79).

( 48 ) Leloup, M., «An uncertain first step in the field of judicial self-government», E.C.L. Review 2020, 16(1), 145-169, σ. 156.

( 49 ) Βλ., σε σχέση με το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, El Hassani (C‑403/16, EU:C:2017:960, σκέψη 39). Εκτιμώ ότι η εν λόγω προσέγγιση δεν μπορεί να διαφέρει υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

( 50 ) Πρόκειται για την απόφαση A.K. κ.λπ., καθώς και για την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson και HG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232).

( 51 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson και HG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 55).

( 52 ) Βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2019 και απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως των τριών τμημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2020 (στο εξής: απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020).

( 53 ) Βλ. σκέψεις 40 και 41 της απόφασης αυτής. Ο νέος νόμος περί του KRS έπαυσε τα εκλεγέντα μέλη του KRS από τα καθήκοντά τους πριν από τη λήξη της θητείας τους και τροποποίησε τους κανόνες εκλογής. Η αρχικώς προβλεπόμενη εκλογή από δικαστές προερχόμενους από δικαστήρια διαφόρων ειδών και διαφόρων βαθμών αντικαταστάθηκε από την τελική εξουσία του Κοινοβουλίου να εκλέγει δεκαπέντε μέλη του KRS. Δεδομένου ότι η Sejm θα αποφάσιζε για την πλειοψηφία των μελών του KRS, νοθεύτηκε η συνταγματικά προβλεπόμενη στο άρθρο 187, παράγραφος 1, του Συντάγματος ισορροπία μεταξύ των τριών εξουσιών.

( 54 ) Βλ. υπόθεση III Po 7/18, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2019, ιδίως σκέψεις 40 έως 41, 46 έως 48, 49, 50 έως 51 και 56.

( 55 ) BSA I‑4110-1/20. Βλ. το αγγλικό κείμενο, που διατίθεται στον ακόλουθο δικτυακό τόπο: www.sn.pl/aktualnosci/SiteAssets/Lists/Wydarzenia/AllItems/BSA%20I‑4110-1_20_English.pdf.

( 56 ) Βλ., επίσης, το επόμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Η γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας παρατίθεται στην υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων.

( 57 ) Μεταξύ άλλων, με την αιτιολογία ότι, βάσει του νόμου αυτού, το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να θεωρηθεί πειθαρχικό παράπτωμα· ο νόμος εμποδίζει τα πολωνικά δικαστήρια να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους περί εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ή να υποβάλλουν αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως. Επίσης, εμποδίζει τα πολωνικά δικαστήρια να εκτιμούν, στο πλαίσιο των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν τους, την αρμοδιότητα εκδίκασης υποθέσεων από άλλους δικαστές. Μετά την έκδοση της απόφασης A.K. κ.λπ., στις 19 Νοεμβρίου 2019, και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 5ης Δεκεμβρίου 2019, η Πολωνία θέσπισε νομοθετικές ρυθμίσεις που εκθέτουν τους εθνικούς δικαστές στον κίνδυνο να υποστούν πειθαρχικές κυρώσεις, σε περίπτωση που αμφισβητήσουν τον θεμιτό χαρακτήρα ορισμένων πτυχών των δικαστικών μεταρρυθμίσεων στην Πολωνία (βλ. απόφαση Leloup, όπ.π.).

( 58 ) Το ENCJ μνημονεύει επίσης τα εξής: μια επιστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών, η οποία εκπροσωπεί την πλειονότητα των δικαστών στην Ευρώπη, καθώς και μια κοινή επιστολή της Ένωσης Πολωνών Δικαστών Iustitia, της Ένωσης Δικαστών Τμημάτων Οικογενειακών Υποθέσεων Pro Familia, της Πολωνικής Ένωσης Διοικητικών Δικαστών και του Μόνιμου Προεδρείου του Φόρουμ για τη Συνεργασία των Δικαστών. Αμφότερες οι επιστολές αυτές συντάσσονται δημοσίως με την πρόταση αποβολής του KRS από το ENCJ.

( 59 ) Γνώμη αριθ. 977/2019, CDL-PI(2020)002. Βλ., ιδίως, σημεία 8 και 31 επ.

( 60 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ Oleksandr Volkov κατά Ουκρανίας (προσφυγή αριθ. 21722/11), §§ 109 έως 117 και 130· Özpinar κατά Τουρκίας (προσφυγή αριθ. 20999/04), §§ 78 και 79.

( 61 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ Findlay κατά UK (προσφυγή αριθ. 22107/93), § 73, Sramek κατά Αυστρίας (προσφυγή αριθ. 8790/79), § 42, Campbell και Fell κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προσφυγή αριθ. 7819/77 και 7878/77), § 78, Cooper κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προσφυγή αριθ. 48843/99), § 104, Sacilor Lormines κατά Γαλλίας (προσφυγή αριθ. 65411/01), § 63, καθώς και Clarke κατά Ηνωμένου Βασιλείου (προσφυγή αριθ. 23695/02).

( 62 ) Krajewski και Ziolkowski, όπ.π., σ. 1128.

( 63 ) Krajewski και Ziolkowski, όπ.π., σ. 1128, με παραπομπή στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση SK 57/06.

( 64 ) Γνώμη αριθ. 10 (2007) του [CCJE] προς την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το Δικαστικό Συμβούλιο στην υπηρεσία των αναγκών της κοινωνίας, 23 Νοεμβρίου 2007, Στρασβούργο.

( 65 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson και HG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 74).

( 66 ) Επισημαίνω ότι, στις 1 Δεκεμβρίου 2020, η εν λόγω απόφαση προσωρινών μέτρων επικυρώθηκε και το τμήμα ευρείας συνθέσεως του ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρο 6 παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ λόγω σοβαρών παραβάσεων κατά τον διορισμό δικαστή στο ισλανδικό εφετείο (προσφυγή αριθ. 26374/18).

( 67 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson και HG κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑542/18 RX-II και C‑543/18 RX-II, EU:C:2020:232, σκέψη 75).

( 68 ) Βλ. σημεία 121 επ. των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, απόφαση A.K. κ.λπ. και διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑791/19 R, EU:C:2020:277).

( 69 ) Βλ. άρθρο 44, παράγραφοι 1a, 1b και 4, του νόμου περί του KRS.

( 70 ) Βλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 71 ) Το Δικαστήριο παραπέμπει εν προκειμένω, υπό την έννοια αυτή, στο ΕΔΔΑ, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, Thiam κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2018:1018JUD008001812 §§ 25 και 81).

( 72 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 57).

( 73 ) Απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 299).