ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 7ης Νοεμβρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑659/18

VW

[αίτηση του Juzgado de Instrucción No 4 de Badalona
(4ου ανακριτή δικαστή της Μπανταλόνα, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Άρθρο 2 – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 3 – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εμφάνιση κατόπιν κλήτευσης – Εθνικό ένταλμα σύλληψης – Προσωρινές παρεκκλίσεις – Άρθρο 8 – Περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να ανασταλεί η συνδρομή δικηγόρου»

I. Εισαγωγή

1.

Οι απαρχές του δικηγορικού επαγγέλματος εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη ( 2 ). Ωστόσο, η δυνατότητα των προσώπων που διώκονται ποινικώς να επικουρούνται από δικηγόρο δυνάμει σχετικού δικαιώματος αποτελεί σχετικά σύγχρονη επινόηση, η οποία ανάγεται στον 18ο και τον 19ο αιώνα ( 3 ).

2.

Τη σημερινή εποχή, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο (το οποίο ονομάζεται επίσης, σε ορισμένες έννομες τάξεις, δικαίωμα σε συνήγορο), στις ποινικές διαδικασίες, θεωρείται βασική συνιστώσα των δικαιωμάτων υπεράσπισης και, γενικότερα, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ( 4 ). Κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ) και στο άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ( 5 ).

3.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποσαφηνίσει το πεδίο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, όπως αυτό κατοχυρώνεται στην οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας ( 6 ). Το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο συνοψίζεται ως εξής: μπορεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο να αναστέλλεται μέχρι την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του υπόπτου ενώπιον του δικαστηρίου αν, κατόπιν άκαρπης κλήτευσης του υπόπτου από το εν λόγω δικαστήριο, έχει εκδοθεί σε βάρος του (εθνικό) ένταλμα σύλληψης;

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 19 και 38 της οδηγίας 2013/48 έχουν ως εξής:

«(12)

Η παρούσα οδηγία θέτει τους ελάχιστους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και της διαδικασίας για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης […]. Με τον τρόπο αυτό, η οδηγία προωθεί την εφαρμογή του Χάρτη και ιδίως των άρθρων 4, 6, 7, 47 και 48 αυτού, βάσει των άρθρων 3, 5, 6 και 8 της ΕΣΔΑ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το [ΕΔΔΑ], το οποίο, στη νομολογία του, θέτει παγίως κανόνες για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Αυτή η νομολογία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο δίκαιος χαρακτήρας μιας διαδικασίας απαιτεί να μπορεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος να αποκτά το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών που συνδέονται ειδικότερα με το δικαίωμα για νομική συνδρομή. Στο σημείο αυτό, οι δικηγόροι υπόπτων ή κατηγορουμένων θα πρέπει να μπορούν να εξασφαλίζουν χωρίς περιορισμό τις θεμελιώδεις πτυχές της υπεράσπισης.

[…]

(19)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. […]

[…]

(38)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν σαφώς στο εθνικό τους δίκαιο τους λόγους και τα κριτήρια οποιωνδήποτε προσωρινών παρεκκλίσεων από τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και θα πρέπει να κάνουν περιορισμένη χρήση αυτών των προσωρινών παρεκκλίσεων. Οι προσωρινές αυτές παρεκκλίσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές, αυστηρά περιορισμένες χρονικά, να μη βασίζονται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του υποτιθέμενου αδικήματος και να μην προσβάλλουν το συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. […]»

5.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2013/48 («Αντικείμενο») προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και των προσώπων που υπάγονται στη διαδικασία της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ (“διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης”), όσον αφορά στην πρόσβαση σε δικηγόρο […].»

6.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας («Πεδίο εφαρμογής») ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Εφαρμόζεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.»

7.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 («Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας») έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.

2.   Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:

α)

προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β)

κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ)·

γ)

χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

δ)

όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

3.   Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:

α)

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή.

β)

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση και την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. […]

γ)

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις ακόλουθες ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:

i)

διέλευση προσώπων για αναγνώριση·

ii)

κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·

iii)

αναπαραστάσεις του εγκλήματος.

[…]

5.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο γ), όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας.

6.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

α)

όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

β)

όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.»

8.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 («Γενικοί όροι για την εφαρμογή προσωρινών παρεκκλίσεων») προβλέπει τα εξής:

«Οποιαδήποτε προσωρινή παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5 ή 6 […]:

α)

είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·

β)

είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·

γ)

δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και

δ)

δεν προσβάλλει τον συνολικότερο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.»

Β.   Το ισπανικό δίκαιο

9.

Το άρθρο 24, παράγραφοι 1 και 2, του ισπανικού Συντάγματος έχει ως εξής:

«1.   Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας από μέρους των δικαστών και των δικαστηρίων κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων του και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης των εν λόγω δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων ενώπιον των δικαστηρίων.

2.   Ομοίως, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον νόμιμο τακτικό δικαστή, στην υπεράσπιση και αρωγή από δικηγόρο, στην ενημέρωση σχετικά με τις κατηγορίες που του αποδίδονται, σε δημόσια δίκη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και με όλες τις εγγυήσεις, στη χρήση αποδεικτικών στοιχείων κατάλληλων για την υπεράσπισή του, στη μη αυτοενοχοποίηση, στη μη ομολογία της ενοχής του και στο τεκμήριο αθωότητας. […]»

10.

Το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Ley de Enjuiciamiento Criminal (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως τροποποιήθηκε το 2015 και ισχύει σήμερα, ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται αξιόποινη πράξη δύναται να ασκεί το δικαίωμα υπεράσπισης συμμετέχοντας στη διαδικασία αφ’ ης στιγμής ενημερωθεί για την ύπαρξή της ή τεθεί υπό κράτηση ή του επιβληθεί οποιοδήποτε προληπτικό μέτρο ή απαγγελθούν εις βάρος του κατηγορίες, προς τούτο δε ενημερώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για τα ακόλουθα δικαιώματα:

[…]

d)

Το δικαίωμα να διορίζει ελεύθερα δικηγόρο, με την επιφύλαξη του άρθρου 527, παράγραφος 1, στοιχείο a.

[…]»

11.

Το άρθρο 527, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Στις περιπτώσεις του άρθρου 509, ο συλληφθείς ή κρατούμενος που έχει τεθεί σε απομόνωση μπορεί, εφόσον τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, να στερηθεί των ακόλουθων δικαιωμάτων:

a)

του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εμπιστοσύνης του.

[…]

d)

του δικαιώματος να έχει ο ίδιος ή ο δικηγόρος του πρόσβαση στη δικογραφία, εξαιρουμένων των στοιχείων που είναι ουσιώδη για να μπορέσει να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.

Ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης (στο εξής: κατηγορούμενος) υποβλήθηκε σε παρόδιο έλεγχο από την αστυνομία της Μπανταλόνα (Ισπανία). Η αστυνομία, έχοντας την υποψία ότι η αλβανική άδεια οδήγησης που επέδειξε ο κατηγορούμενος δεν ήταν γνήσια, συνέταξε έκθεση κατά του κατηγορουμένου, στις 20 Απριλίου 2018, για τα φερόμενα αδικήματα της οδήγησης χωρίς άδεια και της πλαστογράφησης δημόσιου εγγράφου. Στις 19 Μαΐου 2018, έκθεση πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την επίμαχη άδεια οδήγησης επιβεβαίωσε ότι το έγγραφο ήταν πλαστό.

13.

Με διάταξη της 11ης Ιουνίου 2018, ο Juzgado de Instrucción No 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα, Ισπανία), στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί κατά του κατηγορουμένου, αποφάσισε να καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία, με τη συνδρομή δικηγόρου. Ως εκ τούτου, ορίσθηκε αυτεπαγγέλτως συνήγορος του κατηγορουμένου. Διάφορες προσπάθειες επίδοσης προς τον κατηγορούμενο απέβησαν άκαρπες, επειδή ήταν αγνώστου διαμονής. Εν τέλει, στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και προσαγωγής του ενώπιον του δικαστηρίου.

14.

Στις 16 Οκτωβρίου 2018 παρελήφθη μέσω τηλεομοιοτυπίας έγγραφο δικηγόρου, με το οποίο η εν λόγω δικηγόρος ζήτησε να παρίσταται στη διαδικασία εκ μέρους του κατηγορουμένου και να ανακοινώνονται στην ίδια οι περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις. Στο ανωτέρω έγγραφο επισυνάπτονταν η πράξη ορισμού της από τον κατηγορούμενο και η συγκατάθεση της προηγούμενης δικηγόρου που είχε ορισθεί αυτεπαγγέλτως. Επίσης, η δικηγόρος ζήτησε την αναστολή του εντάλματος σύλληψης δηλώνοντας ότι επιθυμία του πελάτη της ήταν να εμφανισθεί εκουσίως ενώπιον του δικαστηρίου.

15.

Ωστόσο, καθόσον ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε μετά την πρώτη κλήτευση και εξακολουθεί να εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, ο Juzgado de Instrucción No 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα) διερωτάται αν, βάσει του άρθρου 118 του κώδικα ποινικής δικονομίας, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι την εκτέλεση του εντάλματος.

16.

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, χωρίς τούτο να αντικρούεται από την Ισπανική Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της, οι κρίσιμες εθνικές διατάξεις έχουν ερμηνευθεί από τα εθνικά δικαστήρια υπό την έννοια ότι εξαρτούν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο από την απαίτηση ο ύποπτος να εμφανισθεί αυτοπροσώπως. Τούτο σημαίνει ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να μην επιτραπεί όταν ο ύποπτος είναι απών ή δεν μπορεί να εντοπισθεί. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η αρχή αυτή καθιερώθηκε το πρώτον με την απόφαση αριθ. 87/1984 του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Ισπανία) της 27ης Ιουλίου 1984 ( 7 ) και, παρά την τροποποίηση του άρθρου 118 του κώδικα ποινικής δικονομίας μετά τη μεταφορά της οδηγίας 2013/48 στην εθνική έννομη τάξη, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Κατά τη νομολογία αυτή, η απαίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του υπόπτου είναι εύλογη και δεν έχει σημαντικό αντίκτυπο στα δικαιώματα υπεράσπισης. Κατ’ ουσίαν, απαιτείται η παρουσία του κατηγορουμένου, καθότι μπορεί να είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η διατηρούμενη μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκρισης απουσία θα συνεπαγόταν παρεμπόδιση της δικαιοσύνης, καθόσον δεν θα ήταν δυνατές η πραγματοποίηση της επ’ ακροατηρίου συζήτησης και η έκδοση της απόφασης. Ως εκ τούτου, η συνεχής απουσία θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση της διαδικασίας.

17.

Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα των ανωτέρω εθνικών διατάξεων, όπως έχουν ερμηνευθεί από τα εθνικά δικαστήρια, με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 και με το άρθρο 47 του Χάρτη. Ως εκ τούτου, ο Juzgado de Instrucción No 4 de Badalona (4ος ανακριτής δικαστής της Μπανταλόνα) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει το άρθρο 47 του [Χάρτη] και, ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας [2013/48] να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο μπορεί δικαιολογημένα να ανασταλεί αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίζεται κατόπιν της πρώτης κλητεύσεώς του από το δικαστήριο και εκδίδεται εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές ένταλμα συλλήψεως, οπότε η πρόσβασή του σε δικηγόρο και η συμμετοχή του στη διαδικασία αναστέλλονται μέχρι το ένταλμα αυτό να εκτελεστεί και ο ύποπτος να οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου με παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων;»

18.

Γραπτές παρατηρήσεις, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, κατέθεσαν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

19.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2013/48, και ειδικότερα το άρθρο της 3, παράγραφος 2, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, αντιτίθεται σε εθνική διάταξη ή δικαστική πρακτική που ερμηνεύει τη διάταξη αυτή, κατά την οποία, αν ο ύποπτος δεν εμφανισθεί κατόπιν της πρώτης κλήτευσής του από το δικαστήριο και εκδοθεί εθνικό ένταλμα σύλληψης, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι να εκτελεσθεί το ένταλμα και ο ύποπτος να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου.

20.

Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει, κατ’ αρχάς, να καθορισθεί αν η οδηγία 2013/48 έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης (A). Εν συνεχεία, θα αναλυθεί το πεδίο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο (Β). Τέλος, θα εξετάσω τις πιθανές χρονικές παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2013/48 (Γ).

21.

Προηγουμένως όμως, απαιτούνται δύο προκαταρκτικές διευκρινίσεις.

22.

Πρώτον, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια στο Δικαστήριο θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή ( 8 ). Ως εκ τούτου, ακόμη και αν δεν είναι άμεσα προφανής ο τρόπος με τον οποίο ορισμένα νομικά ζητήματα είναι κατ’ ανάγκην κρίσιμα υπό το πρίσμα του συνόλου των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστή, το Δικαστήριο παρά ταύτα οφείλει, εκτός αν, υπό ορισμένες μάλλον εξαιρετικές περιστάσεις, το τεκμήριο λυσιτέλειας ανατραπεί ( 9 ), να δίδει, καλή τη πίστει, απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα.

23.

Δεύτερον, στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δίκαιο και η ερμηνεία του από τα εθνικά δικαστήρια εκλαμβάνονται ως πραγματικό περιστατικό, το οποίο εκτίθεται από το αιτούν δικαστήριο και ενδεχομένως διευκρινίζεται περαιτέρω από τους υποβάλλοντες παρατηρήσεις. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο επίμαχος εθνικός κανόνας φαίνεται να αποτελεί, κατά κύριο λόγο, νομολογιακό κατασκεύασμα. Στις παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση έχει περιλάβει παραπομπές σε πιο πρόσφατη σχετική νομολογία του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) ( 10 ). Μολονότι η εν λόγω κυβέρνηση τονίζει το γεγονός ότι, κατά τη δική της ερμηνεία της εν λόγω νομολογίας, η αναστολή χορήγησης του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δεν είναι αυτόματη, επιβεβαιώνει κατ’ ουσίαν ότι η αναστολή αυτή είναι πράγματι δυνατή, αλλά συνιστά αναγκαίο και αναλογικό περιορισμό του δικαιώματος υπεράσπισης ( 11 ).

Α.   Η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2013/48

24.

Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/48 ορίζεται στο άρθρο της 2, παράγραφος 1, ως εξής: «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους […]».

25.

Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην ανωτέρω διάταξη.

26.

Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και του άρθρου 15 της οδηγίας 2013/48, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι η οδηγία 2013/48 έχει εφαρμογή ratione temporis.

27.

Δεύτερον, η οδηγία 2013/48 έχει εφαρμογή ratione personae. Είναι σαφές ότι ο κατηγορούμενος θεωρείται «ύποπτος», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, ενώπιον των εθνικών αρχών. Θεωρείται ύποπτος τέλεσης δύο αδικημάτων και, για τον λόγο αυτόν, έχει κλητευθεί να εμφανισθεί ενώπιον δικαστηρίου. Σε βάρος του έχει εκδοθεί εθνικό ένταλμα σύλληψης. Το αν το εν λόγω ένταλμα έχει εν τω μεταξύ εκτελεσθεί δεν ασκεί επιρροή: οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όταν «θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους».

28.

Τρίτον, το ζήτημα είναι η δυνατότητα να έχει ratione materiae εφαρμογή η οδηγία 2013/48. Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι ποινική. Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, προκειμένου να έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τις ποινικές διαδικασίες ( 12 ), όπως η οδηγία 2013/48, δεν απαιτείται να έχει διασυνοριακή διάσταση η συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ( 13 ).

29.

Αφετέρου όμως, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το ότι ο κατηγορούμενος έχει «[λάβει] γνώση από τις αρμόδιες αρχές», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, του γεγονότος ότι θεωρείται ύποπτος για την τέλεση ορισμένων αξιόποινων πράξεων. Πράγματι, έχει κλητευθεί επισήμως, περισσότερες από μία φορές, να εμφανισθεί και να καταθέσει, με τη συνδρομή δικηγόρου. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι κλητεύσεις αυτές φέρονται να απέβησαν άκαρπες, επειδή ο κατηγορούμενος είναι άγνωστης διαμονής, η Ισπανική Κυβέρνηση εκφράζει την άποψη ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει μέχρι τούδε ενημερωθεί επισήμως από τις αρχές ότι έχει καθεστώς υπόπτου και, κατά συνέπεια, δεν έχουν αρχίσει να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της οδηγίας 2013/48.

30.

Δεν βρίσκω πειστικό το ανωτέρω επιχείρημα.

31.

Κατά την άποψή μου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 επικεντρώνεται στη φύση της ενημέρωσης και όχι στον τρόπο πραγματοποίησης της ενημέρωσης αυτής. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπήρξε, πράγματι, επίσημη απόφαση ή άλλη διαδικαστική πράξη, όπως απαιτεί το εθνικό δίκαιο, από τις αρμόδιες αρχές που απευθύνθηκε στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να τον ενημερώσει ότι είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να πραγματοποιείται με συγκεκριμένο τρόπο η ενημέρωση. Ορίζει ρητώς ότι η σχετική απόφαση, μετά την έκδοσή της από τις αρμόδιες αρχές, μπορεί να περιέλθει σε γνώση του ενδιαφερομένου «μέσω επίσημης ειδοποίησης», αλλά και «με άλλο τρόπο».

32.

Φρονώ ότι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 1, συνίσταται, επομένως, στην επίτευξη ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των δικαιωμάτων υπεράσπισης και, αφετέρου, της ανάγκης προστασίας της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας της ανάκρισης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διάταξη αυτή δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο προτού οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να λάβουν το επίσημο μέτρο ενημέρωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου σχετικά με το καθεστώς του, ακόμη και αν υπάρχει εν εξελίξει ανάκριση σχετικά με το πρόσωπο αυτό. Επομένως, σε περίπτωση που ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερωθεί σχετικά με τη διεξαγωγή ανάκρισης σε βάρος του, επί παραδείγματι, μέσω διαρροής ή ανεπίσημου διαύλου, προτού πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε επίσημη γνωστοποίηση από τις αρμόδιες αρχές, δεν θα πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48.

33.

Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής οι αρχές αναλαμβάνουν επισήμως δράση, προκειμένου να ενημερώσουν τον ενδιαφερόμενο για το γεγονός ότι θεωρείται ύποπτος ή κατηγορούμενος, ο τρόπος με τον οποίο αυτός λαμβάνει γνώση του εν λόγω γεγονότος έχει περιορισμένη σημασία όσον αφορά το αν έχει αποκτήσει αντικειμενικά το εν λόγω καθεστώς βάσει της οδηγίας. Επί παραδείγματι, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο ένας ύποπτος που λαμβάνει γνώση του καθεστώτος του μέσω του τύπου, της τηλεόρασης ή του διαδικτύου, έχοντας παρατηρήσει ή ειδοποιηθεί ότι οι αρμόδιες αρχές πραγματοποίησαν επίσημες δηλώσεις οι οποίες παρουσιάσθηκαν ή αποτυπώθηκαν σε κάποιο από τα μέσα αυτά, θα πρέπει να στερείται του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο, ακόμη και αν έχουν αποβεί άκαρπες οι επίσημες ειδοποιήσεις που απηύθυναν οι αρμόδιες αρχές στον ίδιο αυτοπροσώπως. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες η επίσημη ειδοποίηση ενδέχεται να μην περιέλθει στον αποδέκτη της. Ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές μπορεί μάλιστα να μην σχετίζονται με την προθυμία του υπόπτου να αποφύγει την επίσημη επίδοση και τη δίκη. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτές, οι αρμόδιες αρχές έχουν εκφράσει σαφώς την πρόθεσή τους να θεωρούν τον ενδιαφερόμενο ως ύποπτο ή κατηγορούμενο, πράγμα που αυτός έχει πληροφορηθεί με άλλον τρόπο από ό,τι με επίσημη ειδοποίηση.

34.

Τούτου λεχθέντος, κρίνω σκόπιμο να τονίσω ότι η ανωτέρω ερμηνεία όσον αφορά το χρονικό σημείο στο οποίο η οδηγία 2013/48 αρχίζει να έχει εφαρμογή σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει ή επιτάσσει την παράβαση των εφαρμοστέων εθνικών κανόνων ποινικής δικονομίας που διέπουν την επίδοση εγγράφων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ιδίως όσων αφορούν την υποχρεωτική επίδοση εγγράφων. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι οι σχετικοί εθνικοί κανόνες ποινικής δικονομίας ενδέχεται να διαφέρουν μεταξύ τους, είναι απολύτως φυσικό να επιλέγεται ως κριτήριο για την έναρξη εφαρμογής μιας γενικής ισχύος νομικής πράξης της Ένωσης μια πραγματική κατάσταση (ήτοι όταν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει πράγματι γνώση του νέου καθεστώτος του) και όχι η συμμόρφωση με μια τυπική απαίτηση του εθνικού δικαίου.

35.

Η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 φαίνεται επίσης να συνάδει περισσότερο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, κατά την οποία το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν εξαρτάται από επίσημη ειδοποίηση από τις αρχές, αλλά πρέπει να διασφαλίζεται από τη στιγμή που επηρεάζεται ουσιωδώς η κατάσταση ενός προσώπου ( 14 ).

36.

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι i) ο κατηγορούμενος κατέστη ύποπτος στο πλαίσιο ανάκρισης, ii) οι αρμόδιες αρχές κατέβαλαν διάφορες προσπάθειες να τον ενημερώσουν σχετικά με τη διαδικασία και iii) η επιστολή της δικηγόρου του κατηγορουμένου παρελήφθη από τις εν λόγω αρχές μετά την πραγματοποίηση της επίσημης κλήτευσης.

37.

Επομένως, φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, ο κατηγορούμενος πράγματι έλαβε γνώση της ανάκρισης με άλλον τρόπο από ό,τι με επίσημη ειδοποίηση. Επομένως, με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 1, η περίπτωση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2013/48.

Β.   Το πεδίο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο

38.

Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί είναι αν συνάδει με το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48 εθνική διάταξη ή δικαστική πρακτική που επιτρέπει στις εθνικές αρχές, σε περίπτωση που ο ύποπτος δεν εμφανίζεται κατόπιν κλήτευσής του από δικαστήριο και εκδίδεται εθνικό ένταλμα σύλληψης, να αναστέλλουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο μέχρι την εκτέλεση του εντάλματος.

39.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 θέτει τη βασική αρχή ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι πρέπει «να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά» ( 15 ).

40.

Η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται, όσον αφορά το χρονικό σημείο της διαδικασίας από το οποίο πρέπει να παρέχεται το δικαίωμα, με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48. Κατά τη διάταξη αυτή, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πρέπει να παρέχεται «χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» ( 16 ). Εν συνεχεία, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, η πρόσβαση πρέπει να παρέχεται από το προγενέστερο χρονικό σημείο μεταξύ τεσσάρων συγκεκριμένων χρονικών σημείων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή.

41.

Όσον αφορά το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, αρκεί να επισημανθεί ότι, βάσει του στοιχείου αʹ της απαρίθμησης αυτής, οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο «προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή». Επιπλέον, βάσει του στοιχείου δʹ της εν λόγω απαρίθμησης, το δικαίωμα αυτό πρέπει να παρέχεται όταν τα πρόσωπα αυτά «έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου».

42.

Φρονώ ότι μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πληροί πλήρως τις προϋποθέσεις του στοιχείου δʹ, αν όχι επίσης του στοιχείου αʹ. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε να εμφανισθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου –αν ερμηνεύω ορθώς την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία– προκειμένου να ενημερωθεί για τις σε βάρος του κατηγορίες και/ή να εξετασθεί από τις αρχές. Το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη εθνική διάταξη ή δικαστική πρακτική συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης οφείλεται ακριβώς στη μη εμφάνιση του κατηγορουμένου παρά την κλήτευσή του.

43.

Είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνει η Ισπανική Κυβέρνηση, το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο δεν καθορίζεται εξαντλητικά στην οδηγία 2013/48 και διέπεται σε μεγάλο βαθμό από το εθνικό δίκαιο. Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας απλώς απαιτεί να επιτρέπεται στους δικηγόρους να συμμετέχουν σε ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, καμία από τις οποίες όμως δεν έχει διενεργηθεί, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, στην περίπτωση του κατηγορουμένου.

44.

Ωστόσο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η κλήτευση για εμφάνιση ενώπιον δικαστηρίου με σκοπό την εξέταση και, εν συνεχεία, η έκδοση εντάλματος σύλληψης δεν εμπίπτουν, ήδη από την ημερομηνία πραγματοποίησής τους, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, κατά το οποίο «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους». Ο σκοπός αμφότερων των μέτρων συνίσταται ακριβώς στην εξέταση του ενδιαφερομένου.

45.

Είναι βεβαίως αληθές ότι η συγκεκριμένη αυτή διαδικαστική πράξη της εξέτασης ενώπιον του δικαστηρίου δεν είχε ακόμη λάβει χώρα όταν το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως όμως επίσης προκύπτει, είναι δυνατόν, βάσει της εθνικής δικαστικής πρακτικής, να μην επιτραπεί στον δικηγόρο που επέλεξε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να παραστεί εκ μέρους του κατά την εξέταση ενώπιον του δικαστηρίου ( 17 ).

46.

Όσον αφορά το διαρθρωτικής φύσεως ζήτημα που έθεσε η Ισπανική Κυβέρνηση, δεν είναι πιθανό ότι η απαρίθμηση του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 αποτυπώνει με περιοριστικό και εξαντλητικό τρόπο όλα τα στοιχεία της έννοιας του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2013/48, ο κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει, κατ’ αρχήν, να μπορεί «να αποκτά το πλήρες φάσμα των υπηρεσιών που συνδέονται ειδικότερα με το δικαίωμα για νομική συνδρομή» (αιτιολογική σκέψη 12) και «να έρχεται ελεύθερα σε επαφή, σε διαβούλευση με δικηγόρο και να δέχεται τη συνδρομή δικηγόρου» (αιτιολογική σκέψη 27). Οι δε δικηγόροι των προσώπων αυτών «θα πρέπει να μπορούν να εξασφαλίζουν χωρίς περιορισμό τις θεμελιώδεις πτυχές της υπεράσπισης» (αιτιολογική σκέψη 12) ( 18 ). Είναι σαφές ότι οι όροι αυτοί απηχούν τα οριζόμενα στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, κατά το οποίο «[κ]άθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του» ( 19 ).

47.

Στο πλαίσιο αυτό, τα στοιχεία α ʹ έως γʹ του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας φαίνεται περισσότερο να αποτελούν απλώς ενδεικτικά παραδείγματα για το τι είναι βέβαιο ότι εμπίπτει στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και όχι περιοριστική απαρίθμηση.

48.

Επιπλέον, η προβαλλόμενη από την Ισπανική Κυβέρνηση ερμηνεία της οδηγίας 2013/48 πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν συμβαδίζει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου αυτού, η μη εμφάνιση κατηγορουμένου στο δικαστήριο, παρά τη νομότυπη κλήτευσή του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει, ακόμη και αν η απουσία του είναι αδικαιολόγητη, τη στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισής του από δικηγόρο ( 20 ). Επομένως, η ερμηνεία αυτή όχι μόνον αντιβαίνει στη γενική ελάχιστη εγγύηση που προβλέπεται στο άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, αλλά είναι αντίθετη και προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αυτή έχει εκφρασθεί ρητώς με την επίμαχη νομική πράξη. Κατά την αιτιολογική της σκέψη 12, η οδηγία 2013/48 «[βασίζεται επί] των άρθρων 3, 5, 6 και 8 της ΕΣΔΑ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το [ΕΔΔΑ], το οποίο, στη νομολογία του, θέτει παγίως κανόνες για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο».

49.

Κατά συνέπεια, με βάση το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/48, ύποπτος σε περίπτωση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Τούτου λεχθέντος, απομένει να εξετασθεί αν η οδηγία 2013/48 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις εγγυήσεις αυτές υπό συνθήκες όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης.

Γ.   Οι προσωρινές παρεκκλίσεις

50.

Το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει τρεις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από τις προπαρατεθείσες αρχές.

51.

Πρόκειται για εξαντλητική απαρίθμηση. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, παρεκκλίσεις άλλες από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2013/48. Αν τα κράτη μέλη είχαν την ευχέρεια να προσθέτουν περαιτέρω παρεκκλίσεις, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, μπορεί να έμενε, εν πολλοίς, «κενό γράμμα». Συγκεκριμένα, καθόσον η οδηγία δεν προβλέπει συναφώς κριτήρια, αρχές ή περιορισμούς, τα κράτη μέλη θα είχαν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής και την εμβέλεια του άρθρου 3. Επομένως, η οδηγία 2013/48, πόρρω απέχοντας από την επίτευξη ελάχιστης εναρμόνισης ( 21 ), θα ενείχε τον κίνδυνο να επιτυγχάνει απλώς πλασματική εναρμόνιση ( 22 ).

52.

Καμία από τις τρεις παρεκκλίσεις δεν φαίνεται να έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

53.

Κατ’ αρχάς, δεν αμφισβητείται ότι η κατάσταση του κατηγορουμένου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των καταστάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ή στο άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/48. Η πρώτη παρέκκλιση αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες, «για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας», ενώ η δεύτερη παρέκκλιση αφορά τις περιπτώσεις που «υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου».

54.

Ομοίως, είναι εξαιρετικά απίθανο οι περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης να αντιστοιχούν σε εκείνες του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, το οποίο αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες «είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία».

55.

Κατ’ αρχάς, αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί η ανάληψη δράσης από τις αρχές σε μια περίπτωση όπως αυτή του κατηγορουμένου μπορεί να είναι τόσο επείγουσα, ώστε να μην μπορεί, σε καμία περίπτωση, να καθυστερήσει («είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης»). Ακόμη πιο σημαντικό, δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο το να στερούνται οι ύποπτοι την πρόσβαση σε δικηγόρο, σε περίπτωση μη εμφάνισής τους, θα μπορούσε να συμβάλει στην αποτροπή «σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία».

56.

Μολονότι η οδηγία 2013/48 δεν ορίζει την έννοια του «σημαντικού κινδύνου» για τη διαδικασία, ωστόσο παραθέτει ορισμένα παραδείγματα, στην αιτιολογική σκέψη 32, όπου γίνεται λόγος για «αποτροπή καταστροφής ή αλλοίωσης σημαντικών αποδεικτικών στοιχείων» και «παρεμβάσεων στους μάρτυρες». Υπό το πρίσμα των παραδειγμάτων αυτών, το άρθρο 3, παράγραφος 6, σημείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί την ύπαρξη βάσιμου κινδύνου ο οποίος, χωρίς την ανάληψη επείγουσας δράσης, θα απειλούσε να θίξει ανεπανόρθωτα ή σημαντικά τη διαδικασία. Ωστόσο, η απλώς και μόνο καθυστέρηση της διαδικασίας, αφ’ εαυτής, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τον κίνδυνο αυτόν. Επομένως, το γεγονός και μόνον της παρακώλυσης και της επιβράδυνσης της διαδικασίας έως ότου ο ύποπτος εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου (οικειοθελώς ή όταν εκτελεσθεί το ένταλμα σύλληψης) δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι συνιστά «σημαντικό κίνδυνο» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

57.

Προφανώς, δεν υποτιμώ τη σημασία της αποτελεσματικής διεξαγωγής των ποινικών διαδικασιών, της αποφυγής των αδικαιολόγητων καθυστερήσεων και της ολοκλήρωσης εντός εύλογου χρόνου. Ωστόσο, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή σε όλες τις ποινικές διαδικασίες και, εξ όσων μπορώ να αντιληφθώ, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την ύπαρξη συγκεκριμένης έκτακτης ανάγκης σε διαδικασία όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης. Το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει την αναστολή εφαρμογής του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο κάθε φορά που ο ύποπτος ή κατηγορούμενος παρεμποδίζει την ταχεία πρόοδο της διαδικασίας. Η ερμηνεία αυτή θα διεύρυνε σημαντικά το πεδίο της παρέκκλισης κατά τρόπο αντίθετο τόσο προς το γράμμα όσο και προς τον σκοπό της διάταξης.

58.

Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο «σημαντικός κίνδυνος» συνίσταται στο ότι η παρουσία του υπόπτου ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μπορεί, όπως υποστηρίζεται από την Ισπανική Κυβέρνηση, να είναι αναγκαία για τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών. Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης ( 23 ). Περαιτέρω, οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση όπως αυτή του κατηγορουμένου στην υπό κρίση υπόθεση να ενημερώνονται άμεσα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το δικαίωμά τους σιωπής ( 24 ).

59.

Στο πλαίσιο αυτό, το βασικό επιχείρημα της Ισπανικής Κυβέρνησης με αφήνει κάπως μπερδεμένο. Αφενός, η εν λόγω κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η αναστολή της παροχής πρόσβασης σε δικηγόρο είναι απαραίτητη για την ομαλή και ταχεία διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, επειδή μπορεί να είναι καίριας σημασίας η λήψη κατάθεσης από τον ενδιαφερόμενο και/ή η ενδεχόμενη αποσαφήνιση των πραγματικών περιστατικών. Αφετέρου, έστω και αν η εμφάνισή του είναι υποχρεωτική, ο ενδιαφερόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει το παραμικρό και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να τον ενημερώσουν σχετικά, ακόμη και εν τη απουσία του δικηγόρου του.

60.

Ως εκ τούτου, ο δεδηλωμένος σκοπός της εν λόγω εθνικής δικαστικής πρακτικής δεν φαίνεται να έχει κανένα χαρακτηριστικό που να είναι καίριας σημασίας για την (κανονική) διεξαγωγή μιας (κανονικής) ποινικής διαδικασίας. Για να το θέσω απερίφραστα, φαίνεται να έχει περισσότερο χαρακτήρα «μέσου διαπραγμάτευσης» για να εξαναγκασθούν οι ύποπτοι σε εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου ή «επιβράβευσης» για τους συνεργάσιμους υπόπτους.

61.

Κατά την άποψή μου, η λογική αυτή είναι ασύμβατη όχι μόνο με τις διατάξεις της οδηγίας που αναλύθηκαν προηγουμένως, αλλά και με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη (το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, και το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης, αντίστοιχα) ( 25 ). Ασφαλώς δεν αρνούμαι τη γενική έλξη που ασκεί η ηθική αρχή «καμία παραχώρηση στους κακούς». Ωστόσο, το ζήτημα είναι εν προκειμένω ότι η συγκεκριμένη «παραχώρηση» που είναι επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση είναι, λόγω της αρκετά σαφούς διατύπωσης του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας και των προμνησθέντων δικαιωμάτων του Χάρτη, αδιαπραγμάτευτη.

62.

Επιπλέον, τονίζω ότι οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην οδηγία 2013/48 πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 38, κατά την οποία τα κράτη μέλη θα πρέπει να κάνουν «περιορισμένη χρήση» των προσωρινών παρεκκλίσεων. Η ίδια αρχή απορρέει επίσης, με μεγάλη σαφήνεια, από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφοι 5 και 6, κατά το οποίο οι παρεκκλίσεις αυτές μπορούν να εφαρμόζονται μόνο σε «εξαιρετικές περιστάσεις» ( 26 ). Έχω σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν η μη εμφάνιση υπόπτου ενώπιον δικαστηρίου παρά την κλήτευσή του μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λόγο συνδρομής «εξαιρετικών περιστάσεων».

63.

Περαιτέρω, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 θέτει την απαίτηση ότι κάθε προσωρινή παρέκκλιση πρέπει, μεταξύ άλλων, να «είναι αναλογική και [να μην] υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου», να «είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη» και να μην «προσβάλλει τον συνολικότερο δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας» ( 27 ). Ακόμη και αν μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης θεωρηθεί επιτρεπτό βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, πράγμα που δεν συμβαίνει, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πώς θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι πληροί και τα τρία αυτά κριτήρια.

64.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, καμία από τις προσωρινές παρεκκλίσεις που προβλέπει η οδηγία 2013/48 δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης. Το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει η Ισπανική Κυβέρνηση, η επίμαχη παρέκκλιση δεν εφαρμόζεται αυτοδικαίως, αλλά μόνο κατά περίπτωση, δεν αναιρεί το γεγονός ότι, εκ πρώτης όψεως, η παρέκκλιση αυτή δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις προβλεπόμενες στην οδηγία 2013/48. Μολονότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες η επίμαχη εθνική διάταξη ή δικαστική πρακτική εφαρμόζεται σε ιδιαιτέρως σοβαρές και επείγουσες περιστάσεις, θα μπορούσαν να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, γεγονός παραμένει ότι το ιδιαιτέρως ευρύ πεδίο εφαρμογής της, όπως αποδεικνύεται στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα της οδηγίας 2013/48.

65.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, βάσει της οδηγίας 2013/48, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να αναστέλλεται μέχρι την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης και την προσαγωγή του υπόπτου στο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ο ύποπτος δεν εμφανίσθηκε όταν κλητεύθηκε από δικαστήριο.

V. Πρόταση

66.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Juzgado de Instrucción No 4 de Badalona (4ου ανακριτή δικαστή της Μπανταλόνα, Ισπανία) ως εξής:

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιτίθεται σε εθνική διάταξη ή δικαστική πρακτική κατά την οποία, αν ο ύποπτος δεν εμφανισθεί κατόπιν της πρώτης κλήτευσής του από το δικαστήριο και εκδοθεί εθνικό ένταλμα σύλληψης, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να ανασταλεί μέχρι να εκτελεσθεί το ένταλμα και ο ύποπτος να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Βλ., επί παραδείγματι, Timberlake, E. W., «Origin and Development of Advocacy as a Profession», Virginia Law Review, τόμος 9, αριθ. 1, 1922, σ. 25 έως 40.

( 3 ) Summers, S. J., Fair Trials – The European Criminal Procedural Tradition and the European Court of Human Rights, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2007, ειδικά σ. 61 έως 96.

( 4 ) Επί παραδείγματι, κατά πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), «το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να τύχει αποτελεσματικής υπεράσπισης από δικηγόρο […] καταλέγεται στα θεμελιώδη στοιχεία της δίκαιης δίκης». Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 13ης Οκτωβρίου 2009, Dayanan κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2009:1013JUD000737703, § 30), και της 23ης Μαΐου 2019, Doyle κατά Ιρλανδίας (CE:ECHR:2019:0523JUD005197917, § 67).

( 5 ) Ψηφίσθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1966 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Treaty Series, τόμος 999, σ. 171).

( 6 ) ΕΕ 2013, L 294, σ. 1.

( 7 ) ES:TC:1984:87.

( 8 ) Βλ., προσφάτως, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, XC κ.λπ. (C-234/17, EU:C:2018:853, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 9 ) Βλ., επί παραδείγματι, διάταξη της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Eli Lilly and Company (C-239/19, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:687).

( 10 ) Αποφάσεις αριθ. 149/1986 της 26ης Νοεμβρίου 1986 (ES:TC:1986:149), αριθ. 198/2003 της 10ης Νοεμβρίου 2003 (ES:TC:2003:198), αριθ. 132/2011 της 18ης Ιουλίου 2011 (ES:TC:2011:132) και αριθ. 24/2018 της 5ης Μαρτίου 2018 (ES:TC:2018:24).

( 11 ) Επιβεβαιώνοντας εμμέσως τις επισημάνσεις του αιτούντος δικαστηρίου (σημείο 16 των παρουσών προτάσεων) ότι, μολονότι ο εθνικός κώδικας ποινικής δικονομίας τροποποιήθηκε το 2015, προκύπτει ότι η δικαστική πρακτική έχει μείνει αμετάβλητη.

( 12 ) Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε προσφάτως την άποψη αυτή σε συνάρτηση με την οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1) (βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2019, Moro, C-646/17, EU:C:2019:489, σκέψεις 29 έως 37), οι κρίσιμες διατάξεις της οποίας έχουν κατ’ ουσίαν την ίδια διατύπωση όπως οι αντίστοιχες διατάξεις της οδηγίας 2013/48.

( 13 ) Για επισκόπηση των επίμαχων πράξεων του δικαίου της Ένωσης, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Moro (C-646/17, EU:C:2019:95, σημεία 27 έως 54).

( 14 ) Βλ., ειδικά, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Shabelnik κατά Ουκρανίας (CE:ECHR:2009:0219JUD001640403, § 57), και της 18ης Φεβρουαρίου 2010, Zaichenko κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2010:0218JUD003966002, § 42).

( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 16 ) Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2013/48.

( 17 ) Οφείλω να ομολογήσω ότι πρόκειται για ένα ακόμη στοιχείο που προβληματίζει στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι για ποιον λόγο δικαστής, ο οποίος ενδιαφέρεται για την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της διαδικασίας, δεν μπορεί απλώς να συγκατατεθεί στη μεταβολή της νομικής εκπροσώπησης, όταν ο κλητευθείς εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου επικουρούμενος από άλλον δικηγόρο της επιλογής του. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει το δικαίωμα να «αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του». Ωστόσο, θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί ότι, σε γενικές γραμμές, υπάρχουν διαδικαστικές πράξεις τις οποίες ένας δικηγόρος μπορεί να διενεργήσει για λογαριασμό του εντολέα του, ακόμη και προτού ο εντολέας εμφανισθεί αυτοπροσώπως για εξέταση (όπως η μελέτη της δικογραφίας, η επικοινωνία με τον εντολέα και η παροχή συμβουλών σε αυτόν ή η παρουσία του σε οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη μπορεί να διενεργηθεί στο στάδιο αυτό).

( 18 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 20 ) Πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 22ας Σεπτεμβρίου 1994, Pelladoah κατά Κάτω Χωρών, (CE:ECHR:1994:0922JUD001673790, § 40), και της 21ης Ιανουαρίου 1999, Van Geyseghem κατά Βελγίου, (CE:ECHR:1999:0121JUD002610395, § 34).

( 21 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 8 και άρθρο 1 της οδηγίας 2013/48.

( 22 ) Ο εξαντλητικός χαρακτήρας της απαρίθμησης επιβεβαιώνεται επίσης από το ιστορικό θέσπισης της οδηγίας (για επισκόπηση, βλ. Cras, S., «The Directive on the Right of Access to a Lawyer in Criminal Proceedings and in European Arrest Warrant Proceedings», Eucrim, τεύχος 1, 2014, σ. 40 και 41) και υποστηρίζεται στη νομική θεωρία [βλ., επί παραδείγματι, Flore, D., Droit Pénal Européen, 2η έκδ., Larcier, Βρυξέλλες, 2014, σ. 404, Klip, A., European Criminal LawAn Integrative Approach, 3η έκδ., Intersentia, Καίμπριτζ, 2016, σ. 263, και Covolo, V., «Judicial protection of the right to access a lawyer in the Member States», σε Allegrezza, S., Covolo, V. (επιμέλεια), Effective Defence Rights in Criminal Proceedings, Wolters Kluwer/CEDAM, Μιλάνο, 2018, σ. 487 έως 493].

( 23 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2013/48. Βλ., επίσης, άρθρο 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1).

( 24 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/13.

( 25 ) Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2013/48, η εν λόγω οδηγία «προωθεί την εφαρμογή του Χάρτη και ιδίως των άρθρων 4, 6, 7, 47 και 48 αυτού». Πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom (C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 37).

( 26 ) Το κριτήριο αυτό απαντάται επίσης στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Κατά πάγια νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο μπορεί να περιοριστεί μόνο για «επιτακτικούς λόγους». Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Νοεμβρίου 2008, Salduz κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2008:1127JUD003639102, § 55). Πρόσφατα, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι «το κριτήριο των επιτακτικών λόγων είναι αυστηρό: λαμβανομένων υπόψη του θεμελιώδους χαρακτήρα και της σημασίας της έγκαιρης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές, […] περιορισμοί της πρόσβασης σε νομικές συμβουλές επιτρέπονται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις […]». Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2016:0913JUD005054108, § 258). Η υπογράμμιση δική μου.

( 27 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2013/48.