ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Ιουνίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2012/13/ΕΕ – Δικαίωμα ενημερώσεως στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Άρθρο 6, παράγραφος 4 – Δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με την ποινική κατηγορία – Ενημέρωση για τυχόν αλλαγές ως προς τις παρεχόμενες πληροφορίες, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας – Μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας – Μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού προβλεπόμενου στο εθνικό δίκαιο – Διαφορά σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία»

Στην υπόθεση C‑646/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Brindisi (πρωτοδικείο Brindisi, Ιταλία) με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά του

Gianluca Moro,

παρισταμένων των:

Procura della Repubblica presso il Tribunale di Brindisi,

Francesco Legrottaglie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, C. Toader, A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Νοεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο F. Legrottaglie, εκπροσωπούμενος από τον D. Vitale, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér, G. Koós και G. Tornyai,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K Bulterman και Μ. A. M. de Ree,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga, καθώς και από τους R. Troosters και C. Zadra,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), καθώς και του άρθρου 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Gianluca Moro (στο εξής: κατηγορούμενος) για την τέλεση του αδικήματος της «αποδοχής προϊόντων εγκλήματος» και δη κοσμημάτων, κατά την έννοια του ιταλικού δικαίου, κατηγορία η οποία μετατράπηκε αργότερα, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, σε «κλοπή» των εν λόγω κοσμημάτων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο Χάρτης

3

Το άρθρο 48 του Χάρτη, με τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης», ορίζει τα εξής:

«1.   Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο.

2.   Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.»

Η οδηγία 2012/13

4

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 9, 10, 14, 27 έως 29, 40 και 41 της οδηγίας 2012/13:

«(3)

Η υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα αντίστοιχα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Ο βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται κατά πολύ από μια σειρά παραμέτρων που περιλαμβάνουν μηχανισμούς προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων και τον καθορισμό κοινών ελαχίστων προτύπων, αναγκαίων για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

(4)

Η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων επί ποινικών θεμάτων μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά όλοι οι συντελεστές της ποινικής διαδικασίας να θεωρούν τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους, γεγονός που προϋποθέτει εμπιστοσύνη όχι μόνο στην επάρκεια των κανόνων άλλων κρατών μελών, αλλά και στην ορθή εφαρμογή τους.

[…]

(9)

Στο άρθρο 82 παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] προβλέπεται η θέσπιση ελάχιστων κανόνων εφαρμοστέων στα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις. Το άρθρο αυτό αναφέρεται στα “δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία” ως έναν από τους τομείς στους οποίους δύνανται να θεσπιστούν ελάχιστοι κανόνες.

(10)

Οι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να οδηγήσουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέτοιοι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να θεσπίζονται στον τομέα της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

[…]

(14)

Η παρούσα οδηγία […] [α]ποβλέποντας στην ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, ορίζει κοινούς στοιχειώδεις κανόνες όσον αφορά την απαιτούμενη ενημέρωση των υπόπτων ή των κατηγορουμένων για την τέλεση αξιόποινης πράξης σχετικά με τα δικαιώματά τους και με την ποινική κατηγορία σε βάρος τους. Η παρούσα οδηγία στηρίζεται στα δικαιώματα που ορίζει ο Χάρτης, ιδίως στα άρθρα 6, 47 και 48, βάσει των άρθρων 5 και 6 της [Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)] όπως έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ χρησιμοποιείται ο όρος “κατηγορία”. Στην παρούσα οδηγία ο όρος “ποινική κατηγορία” χρησιμοποιείται σε ολόκληρο το κείμενο για την περιγραφή της ίδιας έννοιας.

[…]

(27)

Ο κατηγορούμενος για τέλεση αξιόποινης πράξης θα πρέπει να λαμβάνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την ποινική κατηγορία προκειμένου να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών.

(28)

Η ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου για την αξιόποινη πράξη για την οποία φέρεται ως ύποπτος ή κατηγορείται ότι έχει διαπράξει, θα πρέπει να παρέχεται άμεσα και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη ανάκρισή του από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η διενέργεια των ερευνών. Η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, περιλαμβανομένων, όπου είναι γνωστοί, και του χρόνου και τόπου τέλεσης της αξιόποινης πράξης, για τη διάπραξη της οποίας το πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορείται, καθώς και του ενδεχόμενου νομικού χαρακτηρισμού της, θα πρέπει να αναφέρονται με επαρκείς λεπτομέρειες σε σχέση με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας στο οποίο η περιγραφή αυτή παρέχεται, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

(29)

Όταν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, οι λεπτομέρειες της ποινικής κατηγορίας μεταβάλλονται ώστε να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό η θέση του υπόπτου ή κατηγορουμένου, θα πρέπει αυτός να ενημερώνεται, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και εγκαίρως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

[…]

(40)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, προκειμένου να παρέχεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας και σε περιστάσεις που δεν ρυθμίζει ρητώς η παρούσα οδηγία. Το επίπεδο προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προδιαγραφών που προβλέπει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

(41)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προαγωγή του δικαιώματος στην ελευθερία, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως.»

5

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σχετικά με τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις εναντίον τους κατηγορίες. Ορίζει επίσης κανόνες για το δικαίωμα ενημέρωσης των προσώπων που υπόκεινται στο Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως σχετικά με τα δικαιώματά τους.»

6

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.»

7

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την άμεση ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορούμενου όσον αφορά τουλάχιστον τα ακόλουθα δικονομικά δικαιώματα, όπως ισχύουν δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκησή τους:

α)

το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο·

β)

τυχόν δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών δωρεάν και τις σχετικές προϋποθέσεις τέτοιας παροχής νομικών συμβουλών·

γ)

το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 6·

δ)

το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης·

ε)

το δικαίωμα σιωπής.»

8

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2012/13, με τίτλο «Δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία», έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. Η ενημέρωση αυτή είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του, συμπεριλαμβανομένης της αξιόποινης πράξης την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το αργότερο με τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο να παρέχονται λεπτομερή στοιχεία για την ποινική κατηγορία, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξης και του είδους της συμμετοχής του κατηγορουμένου.

4.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.»

Το ιταλικό δίκαιο

9

Το άρθρο 61 του codice penale (ποινικού κώδικα), με τίτλο «Γενικές επιβαρυντικές περιστάσεις», ορίζει στο σημείο 7 τα εξής:

«Όταν οι ακόλουθες περιστάσεις δεν αποτελούν στοιχεία της παραβάσεως ή ειδικές επιβαρυντικές περιστάσεις, καθιστούν το αδίκημα διακεκριμένο:

[…]

7)

στην περίπτωση αδικημάτων κατά της περιουσίας ή αδικημάτων που βλάπτουν την περιουσία και αδικημάτων που διαπράττονται με σκοπό το κέρδος, η πρόκληση στο θύμα σοβαρής περιουσιακής ζημίας».

10

Κατά το άρθρο 624 του ποινικού κώδικα, με τίτλο «Κλοπή»:

«Όποιος ιδιοποιείται κινητό περιουσιακό στοιχείο τρίτου, αφαιρώντας το από τον κάτοχό του, με σκοπό να αποκομίσει ίδιο όφελος ή να ωφελήσει τρίτο, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έξι μηνών έως τριών ετών και με χρηματική ποινή 154 έως 516 ευρώ. […]»

11

Το άρθρο 648 του ποινικού κώδικα, με τίτλο «Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος», προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από την περίπτωση συνέργειας, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ίδιο όφελος ή να ωφελήσει τρίτο, αποκτά, λαμβάνει ή αποκρύπτει ή μεσολαβεί στην αγορά, λήψη ή απόκρυψη χρημάτων ή αντικειμένων προερχόμενων από οποιοδήποτε άλλο αδίκημα τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή δύο έως οκτώ ετών και με χρηματική ποινή 516 έως 10329 ευρώ. […]»

12

Το άρθρο 444 του codice di procedura penale (κώδικα ποινικής δικονομίας), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας), με τίτλο «Επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο κατηγορούμενος και η εισαγγελική αρχή μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο την επιβολή εναλλακτικής ποινής, του ενδεδειγμένου είδους και ύψους, ή χρηματικής κυρώσεως, μειωμένης έως το ένα τρίτο, ή ποινής στερητικής της ελευθερίας όταν αυτή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και μειωμένη έως το ένα τρίτο, δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, συνοδευόμενων ενδεχομένως από χρηματική κύρωση.[…]

2.   Εάν υφίσταται διακανονισμός, έστω και με τον διάδικο που δεν υπέβαλε το σχετικό αίτημα, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει εκδοθεί απαλλακτική απόφαση δυνάμει του άρθρου 129, το δικαστήριο, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, αν δέχεται ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών, η εφαρμογή και η σύγκριση των περιστάσεων που εκθέτουν οι διάδικοι είναι ακριβείς και ότι η αναφερόμενη ποινή είναι πρόσφορη, εκδίδει απόφαση επιβολής της εν λόγω ποινής, σημειώνοντας στο διατακτικό της ότι οι διάδικοι υπέβαλαν σχετικό αίτημα. Σε περίπτωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, το δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί του αιτήματος αυτού· ο κατηγορούμενος καταδικάζεται εντούτοις στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος, εκτός αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την επιδίκαση ολικής ή μερικής αποζημιώσεως. Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 75, παράγραφος 3.

3.   Στην αίτησή του, ο διάδικος μπορεί να εξαρτήσει την ευδοκίμηση του αιτήματός του από την επιβολή ποινής με αναστολή. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα αν κρίνει ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί αναστολή.»

13

Το άρθρο 516, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας, με τίτλο «Μεταβολή της κατηγορίας», έχει στην ως εξής:

«Εάν, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας (istruzione dibattimentale), προκύψει ότι η πράξη είναι διαφορετική από την εκτιθέμενη στο κλητήριο θέσπισμα και δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου, η εισαγγελική αρχή τροποποιεί την κατηγορία και ασκεί την οικεία δίωξη.»

14

Το άρθρο 521 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με τίτλο «Σχέση μεταξύ κατηγορίας και αποφάσεως», ορίζει τα εξής:

«1.   Στην απόφαση, το δικαστήριο μπορεί να προσδώσει στην πράξη νομικό χαρακτηρισμό διαφορετικό από εκείνον που περιέχεται στο κατηγορητήριο, υπό την επιφύλαξη ότι το αδίκημα δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου ή πολυμελούς τμήματος.

2.   Το δικαστήριο διατάσσει τη διαβίβαση της δικογραφίας στην εισαγγελική αρχή, αν διαπιστώσει ότι η πράξη είναι διαφορετική από την εκτιθέμενη στο κλητήριο θέσπισμα, ή στην κατηγορία που έχει απαγγελθεί δυνάμει των άρθρων 516, 517 και 518, παράγραφος 2.

3.   Το δικαστήριο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο αν η εισαγγελική αρχή απαγγείλει νέα κατηγορία πλην των περιπτώσεων των άρθρων 516, 517 και 518, παράγραφος 2.»

15

Το άρθρο 552 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με τίτλο «Κλητήριο θέσπισμα», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το κλητήριο θέσπισμα περιέχει:

[…]

c)

σαφή και ακριβή έκθεση της πράξεως, των επιβαρυντικών περιστάσεων και των περιστάσεων που μπορούν να συνεπάγονται την εφαρμογή μέτρων ασφαλείας, με μνεία των σχετικών διατάξεων·

[…]».

16

Το άρθρο 555 του κώδικα ποινικής δικονομίας, με τίτλο «Διαδικασία στο ακροατήριο κατόπιν άμεσης κλητεύσεως», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Πριν από την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος ή η εισαγγελική αρχή μπορούν να υποβάλουν το προβλεπόμενο στο άρθρο 444, παράγραφος 1 αίτημα· ο κατηγορούμενος μπορεί, επίσης, να ζητήσει την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας ή να ζητήσει χρηματικό συμβιβασμό.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17

Στις 11 Μαρτίου 2015, ο Francesco Legrottaglie υπέβαλε έγκληση ενώπιον του αστυνομικού τμήματος του Ostuni (Ιταλία) κατά του κατηγορουμένου, προσάπτοντάς του ότι είχε λάβει, από πρόσωπο αγνώστου ταυτότητας, χρυσά κοσμήματα τα οποία είχαν κλαπεί από την οικογένεια Legrottaglie, τα οποία και παρέδωσε σε κατάστημα στο Ostuni με σκοπό να αποκομίσει κέρδος εξ αυτών.

18

Την 1η Απριλίου 2016, με κλητήριο θέσπισμα που εξέδωσε η εισαγγελική αρχή δυνάμει του άρθρου 552 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Tribunale di Brindisi (πρωτοδικείου Brindisi, Ιταλία) προκειμένου να δικαστεί για το αδίκημα της «αποδοχής προϊόντων εγκλήματος», το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 648 του ποινικού κώδικα.

19

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2016, στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη ερήμην του κατηγορουμένου, ο F. Legrottaglie δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής.

20

Στις 13 Οκτωβρίου 2017, στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη παρουσία του κατηγορουμένου, αυτός προέβη σε αυθόρμητες δηλώσεις με τις οποίες ομολόγησε ότι ήταν ο δράστης της κλοπής των επίμαχων κοσμημάτων.

21

Σε αυτό το στάδιο της υποθέσεως, το δικαστήριο ενημέρωσε τον κατηγορούμενο για το ενδεχόμενο νέου νομικού χαρακτηρισμού της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξεως ως αδικήματος προβλεπομένου από το άρθρο 624 και το άρθρο 61, σημείο 7, του ποινικού κώδικα, και δη του αδικήματος της «διακεκριμένης κλοπής» διότι το θύμα είχε υποστεί σοβαρή περιουσιακή ζημία.

22

Ο δικηγόρος του κατηγορουμένου εξουσιοδοτήθηκε από τον κατηγορούμενο να υποβάλει αίτημα για την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού (του λεγόμενου «patteggiamento»), δυνάμει του άρθρου 444 του κώδικα ποινικής δικονομίας, όσον αφορά το συγκεκριμένο αδίκημα μετά τον νομικό επαναχαρακτηρισμό του. Το αίτημα αυτό κρίθηκε απαράδεκτο διότι είχε παρέλθει η προθεσμία την οποία προέβλεπε το άρθρο 555, παράγραφος 2, του κώδικα ποινικής δικονομίας.

23

Το δικαστήριο κάλεσε την εισαγγελική αρχή να μεταβάλει την κατηγορία, δυνάμει του άρθρου 516 του κώδικα ποινικής δικονομίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιβολή στον κατηγορούμενο ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 444 του εν λόγω κώδικα. Η εισαγγελική αρχή αποφάσισε να μη μεταβάλει την κατηγορία και να παραπέμψει στο δικαστήριο, εν προκειμένω στο Tribunale di Brindisi (πρωτοδικείο Brindisi), το ζήτημα του ακριβούς νομικού χαρακτηρισμού των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

24

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) έχει κρίνει αντισυνταγματικό το άρθρο 516 του κώδικα ποινικής δικονομίας, στο μέτρο που το άρθρο αυτό δεν παρέχει στον κατηγορούμενο την ευχέρεια να ζητήσει, από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 444 του εν λόγω κώδικα, στην περίπτωση διαφορετικών πραγματικών περιστατικών τα οποία ανακύπτουν, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας και τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της νέας κατηγορίας.

25

Ειδικότερα, από τη νομολογία του Corte costituzionale (Συνταγματικού Δικαστηρίου) σχετικά με το άρθρο 516 του κώδικα ποινικής δικονομίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 444 του εν λόγω κώδικα, με την επανεκκίνηση των προθεσμιών υποβολής του αιτήματος αυτού, στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, είτε λόγω σφάλματος είτε στο πλαίσιο της συνήθους εκβάσεως της διαδικασίας, ενώ η εν λόγω δυνατότητα υποβολής αιτήματος για την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού αποκλείεται όταν η μεταβολή αφορά μόνον τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

26

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η παροχή στον κατηγορούμενο διαφορετικών δικαιωμάτων υπερασπίσεως αναλόγως του αν η μεταβολή αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κατηγορία ή τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

27

Πράγματι, όταν η μεταβολή της κατηγορίας αφορά τα πραγματικά περιστατικά, ο κατηγορούμενος απολαύει πλήρως των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να ζητήσει την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 444 του κώδικα ποινικής δικονομίας, ενώ, όταν η μεταβολή αυτή αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, διασφαλίζεται στον κατηγορούμενο μόνο το δικαίωμα προβολής επιχειρημάτων για την υπεράσπισή του.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Brindisi (πρωτοδικείο Brindisi) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, της οδηγίας [2012/13], καθώς και το άρθρο 48 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιβαίνουν σε αυτά ποινικές δικονομικές διατάξεις κράτους μέλους βάσει των οποίων οι εγγυήσεις περί υπερασπίσεως κατόπιν τροποποιήσεως της κατηγορίας διασφαλίζονται κατά τρόπο, ποιοτικά και ποσοτικά, διαφορετικό ανάλογα με το αν η τροποποίηση αφορά την αντικειμενική υπόσταση πράξεως για την οποία απαγγέλθηκε κατηγορία ή τον νομικό χαρακτηρισμό αυτής, ιδίως παρέχοντας στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να ζητήσει την εφαρμογή της εναλλακτικής ευνοϊκότερης διαδικασίας επιβολής της ποινής (ήτοι τον δικαστικό συμβιβασμό) μόνο στην πρώτη περίπτωση;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

29

Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, προβάλλοντας ότι η οδηγία 2012/13 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 82, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά μόνον τις ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακή διάσταση. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2012/13 πρέπει να περιλαμβάνει μόνον τα αδικήματα που έχουν τέτοια διάσταση.

30

Εν προκειμένω, όμως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά αδίκημα το οποίο τελέστηκε από Ιταλό υπήκοο, επί ιταλικού εδάφους, και το οποίο προξένησε ζημία σε άλλον Ιταλό υπήκοο. Το αδίκημα αυτό δεν έχει, συνεπώς, καμία διασυνοριακή διάσταση και η οδηγία 2012/13 δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε υπόθεση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

31

Ούτε το άρθρο 48 του Χάρτη μπορεί να εφαρμοστεί για τον λόγο ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη, όταν μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής και οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν, αφεαυτών, να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα αυτή.

32

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 82, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]ατά τον βαθμό που είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες. Στους ελάχιστους αυτούς κανόνες συνεκτιμώνται οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών».

33

Όσον αφορά το γράμμα της οδηγίας 2012/13, ούτε το άρθρο 1 που ορίζει το αντικείμενο της οδηγίας αυτής, ούτε το άρθρο 2 που αφορά το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, περιορίζουν την εφαρμογή της μόνο στις καταστάσεις που έχουν διασυνοριακή διάσταση.

34

Όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας 2012/13, από τις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 14 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών στα αντίστοιχα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της θεσπίσεως ελάχιστων κοινών κανόνων στον τομέα της ενημερώσεως στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών. Όπως επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, η ως άνω αιτιολογική σκέψη 14 και η αιτιολογική σκέψη 41 της εν λόγω οδηγίας, για τον σκοπό αυτό η οδηγία αυτή στηρίζεται στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται ιδίως στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη και αποσκοπεί στην προαγωγή των δικαιωμάτων αυτών (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 88).

35

Στο ίδιο πνεύμα, οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας 2012/13 στηρίζονται στην ιδέα ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως σημαίνει ότι οι αποφάσεις των δικαστικών αρχών, ακόμη και σε μια αμιγώς εσωτερική υπόθεση, βασίζονται στους ελάχιστους κοινούς κανόνες. Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, οσάκις ανακύψει ανάγκη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένου περιστατικού διασυνοριακής συνεργασίας, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές ενός κράτους μέλους θα μπορούν, συνεπώς, να θεωρούν τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών των άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους.

36

Επομένως, η οδηγία 2012/13 συμβάλλει στην ελάχιστη εναρμόνιση των ποινικών διαδικασιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εφαρμογή, σε ένα κράτος μέλος, των κανόνων που προβλέπει η οδηγία αυτή δεν εξαρτάται από την ύπαρξη διασυνοριακής καταστάσεως στο πλαίσιο μιας διαφοράς που ανακύπτει στο εν λόγω κράτος μέλος.

37

Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

38

Ο F. Legrottaglie καθώς και η Ιταλική, η Ουγγρική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατά κύριο λόγο, ότι το αντικείμενο του ερωτήματος που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2012/13 και, συνεπώς, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το ερώτημα αυτό.

39

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Πράγματι, αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν αναφέρονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, AREX CZ, C-414/17, EU:C:2018:1027, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Συνεπώς, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τα ερωτήματά του στην ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του έχει παράσχει το αιτούν δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία εκείνα του εν λόγω δικαίου που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, AREX CZ, C-414/17, EU:C:2018:1027, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Στο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει το άρθρο 2, παράγραφος 1, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2012/13 καθώς και το άρθρο 48 του Χάρτη.

42

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 της οδηγίας 2012/13 προβλέπει ότι η οδηγία αυτή ορίζει κανόνες που αφορούν το δικαίωμα ενημερώσεως των υπόπτων ή κατηγορουμένων σχετικά με τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις εναντίον τους κατηγορίες.

43

Όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 3 και 6 της οδηγίας 2012/13, το προβλεπόμενο στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής δικαίωμα αφορά τουλάχιστον δύο διακριτά δικαιώματα. Αφενός, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, να ενημερώνονται, τουλάχιστον, για ορισμένα δικονομικά δικαιώματα που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη και περιλαμβάνουν το δικαίωμα προσβάσεως σε δικηγόρο, το δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών δωρεάν και τις σχετικές προϋποθέσεις παροχής τέτοιων νομικών συμβουλών, το δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με την ποινική κατηγορία, το δικαίωμα διερμηνείας και μεταφράσεως καθώς και το δικαίωμα σιωπής. Αφετέρου, η εν λόγω οδηγία ορίζει, στο άρθρο 6, κανόνες που αφορούν το δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με την ποινική κατηγορία (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C-216/14, EU:C:2015:686, σκέψεις 54 έως 56).

44

Εν προκειμένω, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα, σε περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, να ζητηθεί η επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 444 του κώδικα ποινικής διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, με την επανεκκίνηση των προθεσμιών υποβολής του αιτήματος αυτού.

45

Συνεπώς, το εν λόγω νομικό ζήτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της οδηγίας 2012/13, το οποίο αφορά το δικαίωμα ενημερώσεως του κατηγορουμένου σχετικά με την ποινική κατηγορία.

46

Συναφώς, το εν λόγω νομικό ζήτημα δεν πρέπει να αναλυθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας αυτής. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος των διατάξεων αυτών, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε για την αξιόποινη πράξη την οποία κατηγορείται ότι έχει τελέσει, δεύτερον, ότι δεν συνελήφθη και δεν κρατείται και, τρίτον, ότι οι πληροφορίες που έλαβε σχετικά με την κατηγορία, ιδίως δε σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό της, του παρασχέθηκαν πριν από τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστήριο.

47

Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13 φαίνεται να είναι η κρίσιμη διάταξη στην περίπτωση υποθέσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

48

Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι να ενημερώνονται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση η οποία παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας.

49

Πρέπει, συνεπώς, στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, να προσδιοριστεί η έκταση του δικαιώματος ενημερώσεως του κατηγορουμένου βάσει της διατάξεως αυτής στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

50

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 48 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, και όχι στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

Η οδηγία 2012/13

51

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2012/13 δεν ρυθμίζει τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο πρέπει να παρασχεθεί στον κατηγορούμενο η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 της οδηγίας ενημέρωση σχετικά με την κατηγορία. Εντούτοις, οι λεπτομέρειες αυτές δεν μπορούν να θίγουν τον σκοπό που ειδικότερα επιδιώκεται με το ως άνω άρθρο 6, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 27 της εν λόγω οδηγίας, στην παροχή στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους για τέλεση αξιόποινης πράξεως της δυνατότητας να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους και στη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Covaci, C-216/14, EU:C:2015:686, σκέψεις 62 και 63).

52

Συναφώς, η απαίτηση παροχής στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του της δυνατότητας συμμετοχής με ουσιαστικό τρόπο στη συζήτηση, τηρουμένης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων, προκειμένου να υποστηρίξει αποτελεσματικά τη θέση του, δεν αποκλείει την εκ των υστέρων μεταβολή των πληροφοριών σχετικά με την κατηγορία που έχουν διαβιβαστεί στην υπεράσπιση, ιδίως όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των προσαπτόμενων πραγματικών περιστατικών, ούτε την προσθήκη στη δικογραφία νέων αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της συζητήσεως. Ωστόσο, τέτοιες τροποποιήσεις και τέτοια στοιχεία πρέπει να γνωστοποιούνται στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του σε χρόνο κατά τον οποίο αυτοί έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αντιδράσουν αποτελεσματικά, πριν από το στάδιο της διασκέψεως. Εξάλλου, η δυνατότητα αυτή έχει προβλεφθεί στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13, κατά το οποίο ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να ενημερώνεται άμεσα για τυχόν αλλαγές στην ενημέρωση που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι οποίες προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 95).

53

Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου κατά το οποίο παρέχονται οι λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία, ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του πρέπει ιδίως, σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων, να έχουν επαρκή χρόνο για να λάβουν γνώση των πληροφοριών αυτών και να είναι σε θέση να προετοιμάσουν αποτελεσματικά την υπεράσπιση, να υποβάλουν τυχόν παρατηρήσεις και να διατυπώσουν εν ανάγκη κάθε αίτημα, ιδίως σχετικά με την ανάκριση, το οποίο έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν δυνάμει του εθνικού δικαίου. Η απαίτηση αυτή επιβάλλει, εφόσον χρειαστεί, να χορηγείται αναβολή της υποθέσεως προς εκδίκασή της σε μεταγενέστερη δικάσιμο (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 96).

54

Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας 2012/13, η οδηγία αυτή θεσπίζει ελάχιστους κανόνες, τα δε κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν τα δικαιώματα που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, προκειμένου να παρέχεται υψηλότερο επίπεδο προστασίας και σε έννομες καταστάσεις που δεν ρυθμίζονται ρητώς από αυτή, διότι το επίπεδο προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προδιαγραφών που προβλέπει η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

55

Συναφώς, κατά τη νομολογία του ως άνω δικαστηρίου, σε ποινικές υποθέσεις, η ακριβής και πλήρης ενημέρωση του κατηγορουμένου για την κατηγορία που τον βαρύνει και, συνεπώς, για τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξεως που θα μπορούσε να του καταλογίσει ένα δικαστήριο είναι βασική προϋπόθεση μιας δίκαιης δίκης. Το δικαίωμα ενημερώσεως σχετικά με τη φύση και τον λόγο της κατηγορίας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του (απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Μαρτίου 1999, Pélissier και Sassi κατά Γαλλίας, CE:ECHR:1999:0325JUD002544494, § 52 και 54). Εάν τα δικαστήρια της ουσίας έχουν, όταν το εθνικό δίκαιο τους αναγνωρίζει τέτοιο δικαίωμα, τη δυνατότητα επαναχαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας έχουν επιληφθεί, πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν συναφώς τα δικαιώματά τους υπερασπίσεως κατά τρόπο συγκεκριμένο και αποτελεσματικό, έχοντας ενημερωθεί εγκαίρως για τον λόγο της κατηγορίας, δηλαδή για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία τους προσάπτονται και στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, αλλά και για τον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και δη λεπτομερώς (απόφαση του ΕΔΔΑ της 11ης Δεκεμβρίου 2007, Drassich κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2007:1211JUD002557504, § 34, και απόφαση του ΕΔΔΑ της 22ας Φεβρουαρίου 2018, Drassich κατά Ιταλίας, CE:ECHR:2018:0222JUD006517309, § 65).

56

Όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 51 έως 53 και 55 της παρούσας αποφάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13 ενημέρωση για κάθε τυχόν μεταβολή της κατηγορίας πρέπει να αφορά, μεταξύ άλλων, και τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας, προκειμένου ο κατηγορούμενος να είναι σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματά του υπερασπίσεως με συγκεκριμένο και αποτελεσματικό τρόπο.

57

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι με την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση γίνεται διάκριση αναλόγως του αν η μεταβολή αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κατηγορία ή τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος μπορεί μόνο στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού, με την επανεκκίνηση των προθεσμιών υποβολής του αιτήματος αυτού.

58

Εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι ήταν ο δράστης της κλοπής των κοσμημάτων, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της αξιόποινης πράξεως από «αποδοχή προϊόντων εγκλήματος» σε «κλοπή», κατά την έννοια του εθνικού δικαίου, αποτελεί μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία.

59

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, ότι ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την εν λόγω μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών.

60

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2012/13 επιβάλλει, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας, την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας να ζητήσει την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού σε μια τέτοια περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών.

61

Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 2012/13 αποτελούν έκφανση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας όσον αφορά την ενημέρωση των προσώπων που θεωρούνται ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξεως.

62

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14 και στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, σκοπός της είναι να θεσπίσει ελάχιστους κανόνες για την ενημέρωση των υπόπτων και των κατηγορουμένων (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C-612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 82).

63

Εξάλλου, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 51 έως 53 και 55 της παρούσας αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το δικαίωμα ενημερώσεως του υπόπτου ή του κατηγορουμένου σχετικά με τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας συνεπάγεται την υποχρέωση παροχής στον κατηγορούμενο του δικαιώματος να ζητήσει την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας.

64

Περαιτέρω, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση τέτοιας μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, η εθνική ρύθμιση διασφαλίζει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα προβολής επιχειρημάτων για την υπεράσπισή του.

65

Συνεπώς, σε υπόθεση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ενημερωθεί άμεσα για οποιαδήποτε αλλαγή ως προς τις παρεχόμενες πληροφορίες, όταν αυτό απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13, δεν επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση να παρέχει στο πρόσωπο αυτό το δικαίωμα να ζητήσει, μετά την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού, στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

Ο Χάρτης

66

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 17).

67

Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι δεν μπορεί να εκτιμά, με γνώμονα τον Χάρτη, τις εθνικές ρυθμίσεις που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, όταν η ρύθμιση αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω δικαίου, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, οφείλει να παρέχει όλα τα αναγκαία ερμηνευτικά στοιχεία για την εκτίμηση, εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου, της συμφωνίας της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19, και διάταξη της 23ης Νοεμβρίου 2017, Cunha Martins, C-131/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:902, σκέψη 10).

68

Στο μέτρο που η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος ενημερώσεως του κατηγορουμένου σχετικά με την ποινική κατηγορία και, ειδικότερα, τυχόν αλλαγές που αφορούν την ποινικώς κολάσιμη πράξη που κατηγορείται ότι τέλεσε, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13, διαπιστώνεται ότι η συγκεκριμένη νομική κατάσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

69

Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπερασπίσεως διασφαλίζεται σε κάθε κατηγορούμενο.

70

Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 51 έως 53 και 55 της παρούσας αποφάσεως, ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, κατά την έννοια αυτής της διατάξεως του Χάρτη, επιβάλλει ότι, στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος πρέπει να ενημερώνεται σχετικώς σε χρονικό σημείο κατά το οποίο έχει ακόμη τη δυνατότητα να αντιδράσει αποτελεσματικά, πριν από το στάδιο της διασκέψεως, ώστε να μπορέσει να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπισή του.

71

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 21 και 27 της παρούσας αποφάσεως, ότι, μετά τις αυθόρμητες δηλώσεις του κατά την προφορική διαδικασία, ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε για τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως για την οποία κατηγορείται και είχε το δικαίωμα να προβάλει επιχειρήματα για την υπεράσπισή του.

72

Αντιθέτως, τα δικαιώματα υπερασπίσεως που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, στο πλαίσιο του δικαιώματος ενημερώσεως του κατηγορουμένου, δεν επιβάλλουν να του παρέχεται η δυνατότητα να ζητήσει, μετά την έναρξη της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία ή μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

73

Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι το εθνικό δίκαιο δεν παρέχει τα ίδια δικαιώματα στον κατηγορούμενο σε σχέση με τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος για την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού, αναλόγως του αν η μεταβολή αφορά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κατηγορία ή τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας, δεν μπορεί να αποτελέσει, αφ’ εαυτού, προσβολή των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, υπό το πρίσμα του δικαιώματος των υπόπτων ή των κατηγορουμένων να ενημερώνονται για την κατηγορία που τους βαρύνει.

74

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13 και το άρθρο 48 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, και όχι στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

75

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, και το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει, κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, την επιβολή ποινής κατόπιν δικαστικού συμβιβασμού στην περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η κατηγορία, και όχι στην περίπτωση μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κατηγορίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.