ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Φεβρουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμοί (ΕΚ) 44/2001 και (ΕΚ) 1346/2000 – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Πτώχευση δικαστικού επιμελητή – Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από τον σύνδικο στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση και η εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας»

Στην υπόθεση C‑535/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Σεπτεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

NK, σύνδικος πτωχεύσεως της PI Gerechtsdeurwaarderskantoor BV και του PI,

κατά

BNP Paribas Fortis NV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, A. Arabadjiev, E. Regan, C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Ιουλίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο NK, σύνδικος πτωχεύσεως της PI Gerechtsdeurwaarderskantoor BV και του PI, εκπροσωπούμενος από τους B. I. Kraaipoel, T. V. J. Bil, P. M. Veder και R. J. M. C. Rosbeek, advocaten,

η BNP Paribas Fortis NV, εκπροσωπούμενη από τους F. E. Vermeulen και R. J. van Galen, advocaten,

η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και P. Lacerda,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters καθώς και από την M. Heller,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1), καθώς και του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του NK, υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου πτωχεύσεως της PI Gerechtsdeurwaarderskantoor BV και του PI (στο εξής: σύνδικος), και της BNP Paribas Fortis NV (στο εξής: Fortis), με αντικείμενο την ανάκτηση από τον σύνδικο, στο πλαίσιο πτωχευτικών διαδικασιών που κινήθηκαν στις Κάτω Χώρες, ποσού το οποίο έλαβε αχρεωστήτως ένας από τους πτωχεύσαντες από λογαριασμό τηρούμενο στη Fortis, στο Βέλγιο.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 1346/2000

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 6, 7 και 23 του κανονισμού 1346/2000 έχουν ως εξής:

«(4)

Για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, απαιτείται να μην υπάρχουν κίνητρα για τα μέρη να μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ή τις νομικές διαφορές τους από ένα κράτος μέλος σε άλλο επιδιώκοντας να βελτιώσουν τη νομική του[ς] θέση (“forum shopping”).

[…]

(6)

Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιορίζεται σε διατάξεις που διέπουν την αρμοδιότητα για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας και τις δικαστικές αποφάσεις που απορρέουν άμεσα από τις διαδικασίες αφερεγγυότητας και έχουν στενή σχέση με αυτές. Επιπλέον, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις για την αναγνώριση αυτών των δικαστικών αποφάσεων και του εφαρμοστέου δικαίου, οι οποίες επίσης ανταποκρίνονται στην προαναφερόμενη αρχή.

(7)

Οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της σύμβασης [της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1)].

[…]

23)

Ο παρών κανονισμός, στα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, θα πρέπει να καθορίζει ενιαίους κανόνες για τη σύγκρουση των νομοθεσιών οι οποίοι να αντικαθιστούν, στα πλαίσια του πεδίου εφαρμογής τους, τις εθνικές διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Εκτός εάν υπάρχει αντίθετη διάταξη, θα πρέπει να εφαρμόζεται η νομοθεσία του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας (“lex concursus”). Ο κανόνας αυτός για τη σύγκρουση των νομοθεσιών θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στην κύρια διαδικασία όσο και στις τοπικές διαδικασίες. Ο lex concursus καθορίζει όλα τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τόσο τα διαδικαστικά όσο και τα ουσιαστικά, επί των ενεχόμενων προσώπων και εννόμων σχέσεων. Ο κανόνας αυτός διέπει όλους τους όρους έναρξης, διεξαγωγής και περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.»

4

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Αρμόδια για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη. Για τις εταιρίες και τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»

5

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.   Εάν ο παρών κανονισμός δεν ορίζει άλλως, δίκαιο εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας, κατωτέρω καλουμένου “κράτος έναρξης”.

2.   Το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα:

[…]

γ)

οι εξουσίες του οφειλέτη και οι εξουσίες του συνδίκου·

[…]

ε)

τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος·

στ)

τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών, εκτός αν υφίσταται εκκρεμοδικία·

[…]

η)

οι κανόνες αναγγελίας, εξέλεγξης και τελικής επαλήθευσης των πιστώσεων·

[…]

ιγ)

οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών.»

6

Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ιγ) δεν ισχύει, εάν αυτός ο οποίος επωφελήθη δικαιοπραξίας επιβλαβούς για το σύνολο των πιστωτών προσκομίσει απόδειξη ότι:

η δικαιοπραξία αυτή διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος έναρξης,

και ότι

το δίκαιο αυτό δεν παρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής.»

Ο κανονισμός 44/2001

7

Το άρθρο 1 του κανονισμού 44/2001, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

2.   Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

α)

η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις·

β)

οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες·

γ)

η κοινωνική ασφάλιση·

δ)

η διαιτησία.

[…]»

Ο κανονισμός 864/2007

8

Το άρθρο 17 του κανονισμού 864/2007 ορίζει τα εξής:

«Κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του φερομένου ως υπαιτίου, λαμβάνονται υπόψη, ως πραγματικό στοιχείο και στο μέτρο που είναι αναγκαίο, οι κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς που ίσχυαν στον τόπο και κατά τον χρόνο επέλευσης του γεγονότος που θεμελιώνει την ευθύνη.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Ο PI ήταν δικαστικός επιμελητής από το 2002 μέχρι την παύση του από τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο του 2008. Για τις ανάγκες του γραφείου δικαστικού επιμελητή που διατηρούσε, ο PI τηρούσε τρεχούμενο λογαριασμό στη Fortis στο Βέλγιο. Ο ως άνω λογαριασμός ήταν αυτός ο οποίος έπρεπε να πιστώνεται από τα πρόσωπα των οποίων τις οφειλές επεδίωκε να εισπράξει.

10

Κατά τη διάρκεια του 2006, ο PI προέβη στη σύσταση της PI Gerechtsdeurwaarderskantoor BV (στο εξής: PI.BV), εταιρίας ολλανδικού δικαίου, της οποίας ήταν ο μοναδικός εταίρος και διαχειριστής. Η εταιρία αυτή είχε ως αντικείμενο την εκμετάλλευση του γραφείου δικαστικού επιμελητή που διατηρούσε ο PI, ο οποίος εισέφερε στην PI.BV την περιουσία του γραφείου δικαστικού επιμελητή, συμπεριλαμβανομένου του τρεχούμενου λογαριασμού στη Fortis. Η PI.BV τηρούσε επίσης ένα λογαριασμό διαχειρίσεως σε άλλη τράπεζα των Κάτω Χωρών, στον οποίο ήταν κατατεθειμένα χρήματα που ανήκαν σε 200 περίπου πελάτες του γραφείου.

11

Κατά την περίοδο μεταξύ 23ης και 26ης Σεπτεμβρίου 2008, ο PI μεταβίβασε μέσω ηλεκτρονικού εμβάσματος συνολικό ποσό 550000 ευρώ από τον ανωτέρω λογαριασμό διαχειρίσεως προς τον λογαριασμό της Fortis. Μερικές ημέρες αργότερα, μεταξύ 1ης και 3ης Οκτωβρίου 2008, ο PI προέβη σε ανάληψη ποσού 550000 ευρώ σε μετρητά από τον τρεχούμενο λογαριασμό που τηρούνταν στη Fortis. Η πράξη αυτή χαρακτηρίστηκε ως υπεξαίρεση και ο PI καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για τον λόγο αυτό.

12

Η πτώχευση της PI.BV, ακολουθούμενη από την προσωπική πτώχευση του PI, κηρύχθηκαν αντιστοίχως στις 23 Ιουνίου 2009 και στις 2 Μαρτίου 2010.

13

Στο πλαίσιο αυτών των πτωχευτικών διαδικασιών, ο σύνδικος άσκησε ενώπιον του rechtbank Maastricht (πρωτοδικείου Μάαστριχτ, Κάτω Χώρες) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η Fortis στην καταβολή του ποσού των 550000 ευρώ. Προς στήριξη της αγωγής του, ο σύνδικος υποστήριζε ότι στοιχειοθετείτο ευθύνη της Fortis έναντι της ομάδας των πιστωτών της PI.BV και του PI, καθώς αυτή χωρίς καμία επιφύλαξη και χωρίς να τηρήσει τις νόμιμες υποχρεώσεις της συνήργησε στις αναλήψεις μετρητών από τον PI, από τις οποίες οι πτωχευτικοί πιστωτές, σε αμφότερες τις πτωχεύσεις, υπέστησαν ζημία.

14

Το rechtbank Maastricht (πρωτοδικείο Μάαστριχτ) έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής του συνδίκου. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείο ’s-Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) με παρεμπίπτουσα απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, με το σκεπτικό ότι η αγωγή του συνδίκου είχε ως έρεισμα την πτώχευση του PI και της PI.BV και, ως εκ τούτου, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000.

15

Στο πλαίσιο αυτό, με οριστική απόφαση, το rechtbank Maastricht (πρωτοδικείο Μάαστριχτ) υποχρέωσε τη Fortis στην καταβολή του ποσού των 550000 ευρώ για τη ζημία που προκλήθηκε στους πιστωτές.

16

Κατ’ έφεση, το Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείο ’s-Hertogenbosch) εξέδωσε, στις 16 Φεβρουαρίου 2016, παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία έκρινε ότι, δεδομένου ότι είχε ήδη αποφανθεί επί της διεθνούς δικαιοδοσίας των ολλανδικών δικαστηρίων με την παρεμπίπτουσα απόφασή του της 4ης Ιουνίου 2013, δεν μπορούσε, καταρχήν, να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα αυτό. Το Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείο ’s-Hertogenbosch) επισήμανε, εντούτοις, με την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2016, ότι από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Nickel & Goeldner Spedition (C‑157/13, EU:C:2014:2145), και της 11ης Ιουνίου 2015, Comité d’entreprise de Nortel Networks κ.λπ. (C‑649/13, EU:C:2015:384), προέκυπτε ότι τα επιχειρήματα της Fortis, κατά τα οποία ήταν εσφαλμένη η κρίση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των ολλανδικών δικαστηρίων που περιλαμβανόταν στην παρεμπίπτουσα απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ήταν καταρχήν βάσιμα, οπότε θα επέτρεπε την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ως προς το σημείο αυτό.

17

Επιπλέον, το Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείο ’s-Hertogenbosch) έκρινε ότι η ασκηθείσα από τον σύνδικο αγωγή κατά της Fortis ανήκε στην κατηγορία της καλούμενης αγωγής «Peeters/Gatzen», που στηρίζεται σε αρχή κατοχυρωθείσα από το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1983. Βάσει μιας αγωγής της κατηγορίας «Peeters/Gatzen», ο σύνδικος της πτωχεύσεως μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας κατά τρίτων που συμμετείχαν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η ομάδα των πιστωτών, ακόμη και εάν ο πτωχεύσας δεν είχε ο ίδιος τη δυνατότητα ασκήσεως τέτοιας αγωγής. Κατά τη νομολογία αυτή, το προϊόν της εν λόγω αγωγής, την οποία ο σύνδικος της πτωχεύσεως ασκεί προς το συμφέρον του συνόλου των πιστωτών, περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία.

18

Ο σύνδικος άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) κατά της αποφάσεως του Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείου ’s-Hertogenbosch) της 16ης Φεβρουαρίου 2016. Η Fortis άσκησε αντίθετη αναίρεση κατά της ίδιας αποφάσεως, προσάπτοντας στο Gerechtshof ’s-Hertogenbosch (εφετείο ’s‑Hertogenbosch), μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία βάσει του κανονισμού 1346/2000 για την εκδίκαση της αγωγής που άσκησε ο σύνδικος.

19

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς το ζήτημα αν η αγωγή «Peeters/Gatzen» πρέπει να θεωρηθεί ως αγωγή διεπόμενη μόνον από τις ειδικές διατάξεις της διαδικασίας αφερεγγυότητας, με συνέπεια να μην εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

20

Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει, επίσης, αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα αν ο χαρακτηρισμός της αγωγής στο πλαίσιο της εξετάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι πάντοτε καθοριστικός για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου επί της αγωγής δικαίου, με συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 1346/2000, να υφίσταται πάντοτε σύνδεσμος μεταξύ της διεθνούς δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δικαίου.

21

Τέλος, στην περίπτωση που το εφαρμοστέο επί της ουσίας της διαφοράς και, συνακόλουθα, επί της λεγόμενης αγωγής «Peeters/Gatzen» δίκαιο είναι το ολλανδικό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον, στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να εκτιμηθεί ο παράνομος χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξεως πρέπει, πάντως, να λαμβάνονται υπόψη, κατ’ αναλογία με το άρθρο 17 του κανονισμού 864/2007, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, οι ισχύοντες στον τόπο όπου συνέβη το προβαλλόμενο ζημιογόνο γεγονός κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς, όπως οι κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλονται στις τράπεζες σε χρηματοοικονομικά ζητήματα.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μήπως μια αγωγή αποζημιώσεως την οποία ο σύνδικος, κατ’ εφαρμογήν του ανατιθεμένου σε αυτόν από το άρθρο 68, παράγραφος 1, του πτωχευτικού νόμου καθήκοντος διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως της πτωχευτικής περιουσίας, άσκησε κατά τρίτου για λογαριασμό του συνόλου των πιστωτών του πτωχού για τον λόγο ότι ο τρίτος προκάλεσε βλάβη στους πιστωτές αυτούς, και της οποίας αγωγής τα έσοδα, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού [44/2001];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και, συνεπώς, αν η εν λόγω αγωγή εμπίπτει στον κανονισμό [1346/2000], διέπεται τότε η αγωγή αυτή από το δίκαιο του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά τόσο την αρμοδιότητα του συνδίκου να ασκήσει την αγωγή αυτή όσο και το εφαρμοστέο επί της αγωγής αυτής ουσιαστικό δίκαιο;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει ο δικαστής του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας να λάβει υπόψη, είτε κατ’ αναλογία είτε όχι:

α)

το άρθρο 13 του κανονισμού [1346/2000], υπό την έννοια ότι ο διάδικος του οποίου ζητείται να αναγνωριστεί η ευθύνη δύναται να αμυνθεί κατά της αγωγής που ο σύνδικος άσκησε για λογαριασμό του συνόλου των πιστωτών, αποδεικνύοντας ότι οι πράξεις του δεν στοιχειοθετούν ευθύνη του σύμφωνα με το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο επί της αγωγής αν η ευθύνη του δεν είχε προβληθεί από τον σύνδικο, αλλά από μεμονωμένο πιστωτή;

β)

το άρθρο 17 του κανονισμού [864/2007], σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του κανονισμού [1346/2000], δηλαδή τους ισχύοντες στον τόπο τελέσεως της φερόμενης αδικοπραξίας κανόνες ασφάλειας και συμπεριφοράς, όπως οι κανόνες συμπεριφοράς που επιβάλλονται στις τράπεζες σε χρηματοοικονομικά ζητήματα;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

23

Με το πρώτο πρ4οδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, την οποία ασκεί ο σύνδικος στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας και της οποίας το προϊόν, περιέρχεται, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, στην ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών, υπάγεται στην κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» και εμπίπτει, επομένως, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

24

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στις προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), νομοθέτημα το οποίο αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 44/2001, έχει κρίνει ότι ο εν λόγω κανονισμός και ο κανονισμός 1346/2000 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε επικάλυψη μεταξύ των κανόνων δικαίου που αυτοί προβλέπουν και οποιοδήποτε κενό δικαίου. Επομένως, οι αγωγές οι οποίες εξαιρούνται, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, καθόσον εμπίπτουν στην κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται «οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες», εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000. Αντιστρόφως, οι αγωγές που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000 εμπίπτουν σε εκείνο του κανονισμού 44/2001 (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau, C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 17).

25

Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 44/2001, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εκλάβει υπό ευρεία έννοια τις κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και να προσδώσει, κατά συνέπεια, σε αυτόν ευρύ πεδίο εφαρμογής. Αντιθέτως, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 6, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau, C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 18).

26

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μόνον οι αγωγές που απορρέουν άμεσα από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδέονται στενά με αυτή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, μετέπειτα, του κανονισμού 44/2001 (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Φεβρουαρίου 1979, Gourdain, 133/78, EU:C:1979:49, σκέψη 4, καθώς και της 19ης Απριλίου 2012, F-Tex, C‑213/10, EU:C:2012:215, σκέψεις 22 και 24). Κατά συνέπεια, μόνον αυτές οι αγωγές, με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1346/2000 (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau, C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Εξάλλου, ακριβώς το ίδιο κριτήριο, όπως αυτό συνάγεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, χρησιμοποιήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1346/2000 για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του εν λόγω κανονισμού και επιβεβαιώθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2015, L 141, σ. 19), ο οποίος δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση και ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 6 ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει αρχίσει η διαδικασία αφερεγγυότητας έχουν δικαιοδοσία για κάθε αγωγή που απορρέει άμεσα από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και έχει στενή σχέση με αυτήν.

28

Το καθοριστικής σημασίας κριτήριο, κατά το Δικαστήριο, για να προσδιοριστεί ο τομέας στον οποίο εμπίπτει η αγωγή δεν είναι το δικονομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, αλλά η νομική βάση της. Κατά την προσέγγιση αυτή, πρέπει να εξετάζεται αν το επίδικο δικαίωμα ή η επίδικη υποχρέωση στηρίζεται στους κοινούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου ή σε κανόνες με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις που ισχύουν ειδικώς στην περίπτωση των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Nickel & Goeldner Spedition, C‑157/13, EU:C:2014:2145, σκέψη 27, της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau, C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 22, καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Valach κ.λπ., C‑649/16, EU:C:2017:986, σκέψη 29).

29

Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας ασκείται αγωγή από τον σύνδικο ο οποίος διορίσθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και ότι ο σύνδικος αυτός ενεργεί προς το συμφέρον των πιστωτών δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη φύση της αγωγής, η οποία είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία αφερεγγυότητας και η οποία εξακολουθεί να διέπεται, επί της ουσίας, από τους κανόνες του κοινού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, German Graphics Graphische Maschinen, C‑292/08, EU:C:2009:544, σκέψεις 31 και 33, καθώς και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Nickel & Goeldner Spedition, C‑157/13, EU:C:2014:2145, σκέψη 29).

30

Αφετέρου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να κριθεί αν έχει εφαρμογή η εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 είναι το πόσο στενή είναι η σχέση μεταξύ μιας αγωγής και της διαδικασίας αφερεγγυότητας (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Tünkers France και Tünkers Maschinenbau, C‑641/16, EU:C:2017:847, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, καταρχάς, ότι η αγωγή «Peeters/Gatzen», η οποία έγινε το πρώτον δεκτή στη νομολογία του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1983, μπορεί να ασκηθεί από τον σύνδικο της πτωχεύσεως προς το συμφέρον του συνόλου των πιστωτών στο πλαίσιο του γενικού καθήκοντος διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως της πτωχευτικής περιουσίας, το οποίο του αναθέτει η σχετική εθνική νομοθετική ρύθμιση. Εν συνεχεία, το προϊόν της εν λόγω αγωγής, στην περίπτωση που η αγωγή γίνει δεκτή, περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία προς όφελος του συνόλου των πιστωτών, προκειμένου να διανεμηθεί σύμφωνα με τους κανόνες του σχεδίου εκκαθαρίσεως. Επιπλέον, για την έκδοση αποφάσεως επί μιας τέτοιας αγωγής που ασκείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αφενός, δεν απαιτείται να εξεταστεί η ατομική θέση εκάστου ενδιαφερόμενου πιστωτή και, αφετέρου, ο τρίτος κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή δεν μπορεί να αντιτάξει στον σύνδικο τα μέσα άμυνας που διαθέτει κατά εκάστου των μεμονωμένων πιστωτών.

32

Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι το σύνολο των χαρακτηριστικών της αγωγής «Peeters/Gatzen» που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αποτελούν μέρος του δικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η αγωγή αυτή. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που μια τέτοια αγωγή ασκείται κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο σύνδικος είναι αυτός ο οποίος, στο πλαίσιο του καθήκοντός του διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθετική ρύθμιση, ασκεί την εν λόγω αγωγή προς το συμφέρον του συνόλου των πιστωτών και, ως εκ τούτου, το προϊόν αυτής περιέρχεται στην πτωχευτική περιουσία.

33

Εν συνεχεία, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η αγωγή που άσκησε ο σύνδικος κατά της Fortis είναι αγωγή λόγω αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας. Κατά συνέπεια, η αγωγή αυτή αποσκοπεί στο να υποχρεωθεί η Fortis σε αποζημίωση λόγω της προβαλλόμενης παραβάσεως των υποχρεώσεων εποπτείας που υπέχει, βάσει των οποίων όφειλε να μην επιτρέψει τις αναλήψεις μετρητών ύψους 550000 ευρώ εκ μέρους του PI, δεδομένου ότι αυτές είχαν ως αποτέλεσμα, κατά τον σύνδικο, την πρόκληση ζημίας στους πιστωτές.

34

Επομένως, βάσει των στοιχείων αυτών, η ως άνω αγωγή φαίνεται να στηρίζεται στους κοινούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου και όχι σε κανόνες με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις ισχύουσες ειδικώς στη διαδικασία αφερεγγυότητας.

35

Τέλος, ακόμη και αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, υφίσταται αναμφισβήτητα σχέση με τη διαδικασία αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι πρόκειται για αγωγή ασκηθείσα από τον σύνδικο προς το συμφέρον των πιστωτών, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, όπως προκύπτει από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, η αγωγή αυτή μπορεί να ασκηθεί ατομικώς από τους πιστωτές, πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τη διαδικασία αφερεγγυότητας.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 68 των προτάσεών του, αγωγή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης η οποία, αφενός, μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο τον πιστωτή, κατά τρόπον ώστε δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του συνδίκου και, αφετέρου, είναι ανεξάρτητη από την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άμεση συνέπεια μιας τέτοιας διαδικασίας, άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή.

37

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια αγωγή ερείδεται όχι επί κανόνων με τους οποίους εισάγονται παρεκκλίσεις που ισχύουν ειδικώς στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, αλλά, αντιθέτως, επί των κοινών κανόνων του αστικού και του εμπορικού δικαίου και, ως εκ τούτου, δεν βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

38

Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, την οποία ασκεί ο σύνδικος στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας και της οποίας το προϊόν περιέρχεται, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, στην ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών, υπάγεται στην κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» και εμπίπτει, επομένως, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

39

Δεδομένου ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκαν μόνο για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι αγωγή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, την οποία ασκεί ο σύνδικος στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας και της οποίας το προϊόν περιέρχεται, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, στην ομάδα των πτωχευτικών πιστωτών, υπάγεται στην κατά την παράγραφο 1 της διατάξεως αυτής έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» και εμπίπτει, επομένως, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.