ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων στον τομέα των μεταφορών – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 5 – Δραστηριότητες αποσκοπούσες στη διάθεση ή στην εκμετάλλευση δικτύων για την παροχή υπηρεσιών στο κοινό στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών – Ανάθεση, από δημόσια εθνική σιδηροδρομική επιχείρηση παρέχουσα υπηρεσίες μεταφορών, συμβάσεων υπηρεσιών καθαρισμού συρμών που ανήκουν στην εν λόγω εταιρία – Έλλειψη προηγούμενης δημοσίευσης»

Στην υπόθεση C‑388/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Σουηδία) με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Konkurrensverket

κατά

SJ AB,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του δέκατου τμήματος, προεδρεύοντα του ένατου τμήματος, E. Juhász (εισηγητή) και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: V. Giacobbo-Peyronnel, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Konkurrensverket, εκπροσωπούμενη από την N. Otte Widgren καθώς και από τους P. Karlsson και K. Sällfors,

η SJ AB, εκπροσωπούμενη από τον A. Ulfsdotter Forssell, advokat, και τον M. Bogg, νομικό,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Ljung Rasmussen και G. Tolstoy καθώς και από τους P. Ondrůšek και K. Simonsson,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Konkurrensverket (αρχής ανταγωνισμού, Σουηδία) και της SJ AB, σχετικά με την προβαλλόμενη μη τήρηση από την εταιρία αυτή των κανόνων για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων κατά την ανάθεση συμβάσεων υπηρεσιών καθαρισμού.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2004/17

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/17, με τίτλο «Αναθέτοντες φορείς», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι:

α)

είναι αναθέτουσες αρχές ή δημόσιες επιχειρήσεις και ασκούν μια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7·

β)

εάν δεν είναι αναθέτουσες αρχές ή δημόσιες επιχειρήσεις, ασκούν, μεταξύ των δραστηριοτήτων τους, μία ή περισσότερες από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7 και απολαύουν ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων χορηγουμένων από αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους.»

4

Το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/17, με τίτλο «Υπηρεσίες μεταφορών», προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο.

Όσον αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται με όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, όπως εκείνοι που αφορούν τις ακολουθητέες διαδρομές, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο, οι οποίοι είχαν αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1993, L 199, σ. 84)] δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 4 αυτής.»

Η οδηγία 2012/34/ΕΕ

5

Η οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ 2012, L 343, σ. 32), ενσωματώνει σε ενιαία πράξη διάφορες οδηγίες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών που έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναδιατύπωσης. Μεταξύ των οδηγιών αυτών περιλαμβάνεται η οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση της σιδηροδρομικής υποδομής (ΕΕ 2001, L 75, σ. 29), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 315, σ. 44). Η οδηγία 2012/34 τέθηκε σε ισχύ στις 15 Δεκεμβρίου 2012, σύμφωνα με το άρθρο 66.

6

Το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“σιδηροδρομική επιχείρηση”: κάθε δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η εκτέλεση σιδηροδρομικής μεταφοράς εμπορευμάτων ή/και επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση αυτή εξασφαλίζει και την έλξη. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει επίσης και τις επιχειρήσεις που παρέχουν μόνον έλξη·

2)

“διαχειριστής της υποδομής”: κάθε φορέας ή επιχείρηση που ευθύνεται κυρίως για την εγκατάσταση, τη διαχείριση και τη συντήρηση της σιδηροδρομικής υποδομής συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της κυκλοφορίας και του ελέγχου-χειρισμού και της σηματοδότησης. Τα καθήκοντα του διαχειριστή της υποδομής δικτύου ή μέρους δικτύου είναι δυνατόν να ανατίθενται σε διαφορετικούς φορείς ή επιχειρήσεις·

[…]

18)

“κατανομή”: η κατανομή της χωρητικότητας σιδηροδρομικής υποδομής από διαχειριστή υποδομής·

[…]

20)

“κορεσμένη υποδομή”: στοιχείο υποδομής για το οποίο η ζήτηση χωρητικότητας υποδομής δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων, ακόμη και μετά από συντονισμό διαφορετικών αιτημάτων χωρητικότητας·

[…]

22)

“συντονισμός”: η διαδικασία μέσω της οποίας ο διαχειριστής υποδομής και οι αιτούντες επιχειρούν να επιλύουν τις περιπτώσεις αντικρουόμενων αιτήσεων για χωρητικότητα υποδομής·

[…]

25)

“δίκτυο”: το σύνολο της σιδηροδρομικής υποδομής το οποίο διαχειρίζεται ένας διαχειριστής υποδομής·

26)

“δήλωση δικτύου”: η δήλωση που ορίζει λεπτομερώς τους γενικούς κανόνες, τις προθεσμίες, τις διαδικασίες και τα κριτήρια για τα συστήματα χρέωσης και κατανομής χωρητικότητας η οποία περιέχει όσες πληροφορίες απαιτούνται ώστε να είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεων χωρητικότητας υποδομής·

27)

“σιδηροδρομική διαδρομή”: η χωρητικότητα υποδομής που απαιτείται για να κινηθεί ένας συρμός μεταξύ δύο τόπων σε δεδομένο χρονικό διάστημα·

[…]».

7

Κατά το άρθρο 27 της οδηγίας 2012/34, με τίτλο «Δήλωση δικτύου», το οποίο επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τις διατάξεις του άρθρου 3 της οδηγίας 2001/14, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/58:

«1.   Ο διαχειριστής υποδομής, ύστερα από διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, συντάσσει και δημοσιεύει δήλωση δικτύου, η οποία λαμβάνεται έναντι καταβολής τέλους το οποίο δεν υπερβαίνει το κόστος δημοσίευσης της εν λόγω δήλωσης. Η δήλωση δικτύου δημοσιεύεται σε τουλάχιστον δύο επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Το περιεχόμενο της δήλωσης δικτύου διατίθεται δωρεάν υπό ηλεκτρονική μορφή στη διαδικτυακή πύλη του διαχειριστή υποδομής και είναι προσβάσιμο μέσω κοινής διαδικτυακής πύλης την οποία δημιουργούν οι διαχειριστές υποδομής στο πλαίσιο της συνεργασίας τους σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 40.

2.   Η δήλωση δικτύου ορίζει τη φύση της υποδομής που διατίθεται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις. Περιέχει πληροφορίες που καθορίζουν τους όρους πρόσβασης στη σχετική σιδηροδρομική υποδομή. Περιέχει επίσης πληροφορίες για τον καθορισμό των όρων για την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις για την παροχή υπηρεσιών που είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο του διαχειριστή υποδομής και την παροχή υπηρεσιών στις εν λόγω εγκαταστάσεις ή αναφέρει δικτυακό τόπο όπου οι εν λόγω πληροφορίες διατίθενται δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή. Το περιεχόμενο της δήλωσης δικτύου ορίζεται στο παράρτημα ΙV.

3.   Η δήλωση δικτύου ενημερώνεται και τροποποιείται, εφόσον απαιτείται.

4.   Η δήλωση δικτύου δημοσιεύεται το αργότερο τέσσερις μήνες πριν από την καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή αιτήματος χορήγησης μεταφορικής ικανότητα[ς] υποδομής.»

8

Το άρθρο 44 της οδηγίας 2012/34, με τίτλο «Αιτήσεις», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Οι αιτούντες μπορούν, δυνάμει του δημόσιου ή του ιδιωτικού δικαίου, να υποβάλλουν αίτηση στο διαχειριστή υποδομής για να ζητούν έγκριση του δικαιώματος χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής έναντι τέλους κατά τα οριζόμενα στο τμήμα 2 του κεφαλαίου IV.

2.   Στις αιτήσεις που σχετίζονται με τον τακτικό πίνακα δρομολογίων τηρούνται οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παράρτημα VII.»

9

Το άρθρο 45 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Προγραμματισμός», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Ο διαχειριστής υποδομής ικανοποιεί, στο μέτρο του δυνατού, όλα τα αιτήματα για χωρητικότητα υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων για σιδηροδρομικές διαδρομές που διέρχονται από περισσότερα από ένα δίκτυα, και λαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, υπόψη όλους τους περιορισμούς στους αιτούντες, καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις τους.

2.   Κατά τις διαδικασίες προγραμματισμού και συντονισμού, ο διαχειριστής υποδομής μπορεί να αποδίδει προτεραιότητα σε συγκεκριμένα δρομολόγια αλλά μόνον όπως ορίζεται στα άρθρα 47 και 49.»

10

Το άρθρο 46 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διαδικασία συντονισμού», προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατά τη διαδικασία προγραμματισμού που αναφέρεται στο άρθρο 45, όταν ο διαχειριστής υποδομής αντιμετωπίζει αντικρουόμενα αιτήματα, προσπαθεί, μέσω συντονισμού των αιτημάτων, να εξασφαλίζει τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό όλων των αιτημάτων.

2.   Όταν προκύπτει περίπτωση όπου απαιτείται συντονισμός, τότε ο διαχειριστής υποδομής έχει το δικαίωμα, εντός εύλογων ορίων, να προτείνει χωρητικότητα υποδομής διαφορετική από εκείνη που έχει ζητηθεί.

3.   Ο διαχειριστής υποδομής επιχειρεί, ζητώντας τη γνώμη των κατάλληλων αιτούντων, να επιλύσει τυχόν διαφορές. Η διαβούλευση αυτή βασίζεται στην κοινοποίηση των ακόλουθων πληροφοριών εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, δωρεάν και εγγράφως ή ηλεκτρονικώς:

[…]».

11

Το άρθρο 47 της ίδιας αυτής οδηγίας, με τίτλο «Κορεσμένη χωρητικότητα», ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν, μετά τον συντονισμό των σιδηροδρομικών διαδρομών που ζητήθηκαν και τη συνεννόηση με τους αιτούντες, δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν δεόντως τα αιτήματα για χωρητικότητα υποδομής, ο διαχειριστής υποδομής πρέπει αμέσως να χαρακτηρίζει το εν λόγω τμήμα της υποδομής ως κορεσμένο. Αυτό γίνεται επίσης για την υποδομή που αναμένεται ότι θα πληγεί από ανεπαρκή χωρητικότητα, στο εγγύς μέλλον.

2.   Όταν η υποδομή έχει χαρακτηρισθεί ως κορεσμένη, ο διαχειριστής υποδομής πραγματοποιεί ανάλυση χωρητικότητας όπως προβλέπεται στο άρθρο 50, εκτός εάν εφαρμόζεται ήδη σχέδιο βελτίωσης της χωρητικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 51.

[…]

4.   Στα κριτήρια προτεραιότητας λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική σημασία της υπηρεσίας, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία που πρόκειται συνεπεία τούτου να αποκλειστεί.

Προκειμένου να εξασφαλιστεί, στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη κατάλληλων υπηρεσιών μεταφορών, ιδίως για να γίνουν σεβαστές οι επιταγές δημόσιας υπηρεσίας ή για να ευνοηθεί η ανάπτυξη των εθνικών και διεθνών σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν, υπό αμερόληπτους όρους, τα απαιτούμενα μέτρα, ώστε οι μεταφορές αυτές να έχουν προτεραιότητα κατά την κατανομή της χωρητικότητας υποδομής.

Τα κράτη μέλη μπορούν, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγούν στον διαχειριστή της υποδομής αποζημίωση αντίστοιχη με την ενδεχόμενη απώλεια εισοδήματος που συνδέεται με την ανάγκη να κατανέμεται, σε ορισμένες υπηρεσίες, καθορισμένη χωρητικότητα, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου.

Τα εν λόγω μέτρα και η εν λόγω αποζημίωση συμπεριλαμβάνουν τον συνυπολογισμό των επιπτώσεων, από τον αποκλεισμό αυτό, σε άλλα κράτη μέλη.

[…]»

12

Το παράρτημα IV της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Περιεχόμενο της δήλωσης δικτύου», προβλέπει τα εξής:

«Η δήλωση δικτύου που αναφέρεται στο άρθρο 27 περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

1)

Τμήμα όπου περιγράφεται το είδος της υποδομής που διατίθεται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι όροι πρόσβασης σ’ αυτήν. Οι πληροφορίες αυτού του τμήματος αντιστοιχούν σε ετήσια βάση, ή αναφέρονται, στα μητρώα σιδηροδρομικής υποδομής, τα οποία δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 35 της οδηγίας 2008/57/ΕΚ.

2)

Τμήμα που αφορά τις αρχές χρέωσης και τα τιμολόγια. Το τμήμα αυτό περιέχει τις δέουσες λεπτομέρειες του συστήματος χρέωσης καθώς και επαρκείς πληροφορίες για τα τέλη και άλλες συναφείς πληροφορίες σχετικά με την πρόσβαση για τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και οι οποίες παρέχονται από ένα μόνο πάροχο. Περιγράφει επίσης αναλυτικά τη μεθοδολογία, τους κανόνες και, όπου συντρέχει η περίπτωση, τα τιμολόγια που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των άρθρων 31 έως 36, σχετικά τόσο με τις δαπάνες όσο και με τις χρεώσεις. Περιλαμβάνει πληροφορίες για τα τέλη τα οποία έχουν ήδη αποφασισθεί ή προβλέπονται για τα επόμενα πέντε έτη, εάν διατίθενται.

3)

Τμήμα για τις αρχές και τα κριτήρια κατανομής της χωρητικότητας. Στο τμήμα αυτό, εκτίθενται τα γενικά χαρακτηριστικά της χωρητικότητας της υποδομής που διατίθεται στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις και οι τυχόν περιορισμοί που τίθενται στη χρήση της, καθώς και πιθανές απαιτήσεις που επιβάλλει η συντήρηση της χωρητικότητας. Στο τμήμα αυτό, καθορίζονται επίσης οι διαδικασίες και οι προθεσμίες που σχετίζονται με τη διαδικασία κατανομής της χωρητικότητας και περιέχονται συγκεκριμένα κριτήρια που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία αυτήν, ιδίως δε:

α)

διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι αιτούντες δύνανται να ζητούν χωρητικότητα από τον διαχειριστή υποδομής·

β)

απαιτήσεις που επιβάλλονται στους αιτούντες·

γ)

χρονοδιάγραμμα για τις διαδικασίες αίτησης και κατανομής και ακολουθητέες διαδικασίες για αιτήματα παροχής πληροφοριών σχετικά με τον προγραμματισμό και διαδικασίες για τον προγραμματισμό προβλεπόμενων και μη εργασιών συντήρησης·

δ)

αρχές που διέπουν τη διαδικασία συντονισμού και το σύστημα επίλυσης των διαφορών που διατίθεται ως μέρος της εν λόγω διαδικασίας·

ε)

διαδικασίες που ακολουθούνται και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται όταν η υποδομή είναι κορεσμένη·

στ)

λεπτομέρειες περιορισμών για τη χρήση της υποδομής·

ζ)

όροι με τους οποίους λαμβάνονται υπόψη προηγούμενα επίπεδα χρησιμοποίησης της χωρητικότητας κατά τον καθορισμό προτεραιοτήτων της διαδικασίας κατανομής.

[…]»

Το σουηδικό δίκαιο

13

Ο Lagen (2007:1092) om upphandling inom områdena vatten, energi, transporter och posttjänster [νόμος (2007:1092) περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, στο εξής: LUF] μεταφέρει στο σουηδικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας 2004/17.

14

Κατά το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του κεφαλαίου 1 του LUF, ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή σε δραστηριότητες οι οποίες συνίστανται στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δημόσιων δικτύων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρομικών δικτύων. Από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 8 προκύπτει ότι δίκτυο για την παροχή υπηρεσίας στο κοινό στον τομέα των μεταφορών υφίσταται όταν η υπηρεσία παρέχεται με τους όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή όσον αφορά τις ακολουθητέες διαδρομές, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα, τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας και παρόμοιους όρους.

15

Το άρθρο 1 του κεφαλαίου 7 του LUF ορίζει ότι ο αναθέτων φορέας ο οποίος προτίθεται να αναθέσει σύμβαση ή να συνάψει συμφωνία-πλαίσιο πρέπει, πλην εξαιρέσεων, να προβαίνει σε σχετική δημοσίευση.

16

Κατά τα άρθρα 1 και 2 του κεφαλαίου 17 του LUF, η εποπτική αρχή μπορεί να προσφύγει στο διοικητικό δικαστήριο ζητώντας να επιβληθεί πρόστιμο στον αναθέτοντα φορέα ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με προμηθευτή χωρίς να έχει προβεί σε προηγούμενη δημοσίευση.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Η SJ είναι ανώνυμη εταιρία που ελέγχεται πλήρως από το Σουηδικό Δημόσιο και ασκεί δραστηριότητα σιδηροδρομικών μεταφορών. Τον Ιανουάριο του 2012, η SJ συνήψε δύο συμβάσεις, ποσού 56 και 60 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών (SEK) (περίπου 5502306 και 5895328 ευρώ) αντιστοίχως, με τις οποίες ανέθεσε τις συμβάσεις υπηρεσιών καθαρισμού των συρμών που εκμεταλλεύεται, χωρίς να κινήσει διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών για τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων.

18

Τον Ιανουάριο του 2013, η αρχή ανταγωνισμού προσέφυγε ενώπιον του Förvaltningsrätten i Stockholm (διοικητικού πρωτοδικείου Στοκχόλμης, Σουηδία) με αίτημα την επιβολή προστίμου στην SJ με την αιτιολογία ότι η επιχείρηση αυτή ήταν υποχρεωμένη να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις δημοσιότητας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων δεδομένου ότι ασκούσε δραστηριότητα συνιστάμενη στη διάθεση ή εκμετάλλευση δημόσιων δικτύων μεταφορών κατά την έννοια του άρθρου 8 του κεφαλαίου 1 του LUF. Η SJ, θεωρώντας ότι η δραστηριότητά της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 8, εναντιώθηκε στο αίτημα της αρχής ανταγωνισμού. Το επιληφθέν δικαστήριο δέχθηκε τα επιχειρήματα της SJ.

19

Η αρχή ανταγωνισμού άσκησε έφεση ενώπιον του Kammarrätten i Stockholm (διοικητικού εφετείου Στοκχόλμης, Σουηδία) η οποία επίσης απορρίφθηκε.

20

Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι, εφόσον η Trafikverket (διοικητική αρχή μεταφορών, Σουηδία), ως διαχειριστής της υποδομής μεταφοράς, παρείχε τις σιδηροδρομικές διαδρομές που είναι αναγκαίες για την καθαυτή υλοποίηση της δραστηριότητας των σιδηροδρομικών μεταφορών, διαθέτοντας μόνον περιορισμένα μέσα για την ενεργό άσκηση επιρροής στον τρόπο με τον οποίο η SJ παρέχει τις υπηρεσίες μεταφοράς, η εν λόγω διοικητική αρχή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αρχή επιβάλλουσα στην εταιρία αυτή όρους ασκήσεως της δραστηριότητάς της. Ως εκ τούτου, το εφετείο έκρινε ότι οι υπηρεσίες που παρέχει η SJ δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως παρεχόμενες υπό όρους καθοριζόμενους από αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 8 του κεφαλαίου 1 του LUF. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η εταιρία αυτή δεν ήταν, επομένως, υποχρεωμένη να τηρεί τον LUF κατά τη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων.

21

Η αρχή ανταγωνισμού άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Σουηδία), ζητώντας από το δικαστήριο αυτό να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Högsta förvaltningsdomstolen (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 την έννοια ότι υφίσταται δίκτυο για την παροχή υπηρεσιών μεταφορών όταν υπηρεσίες μεταφορών, σε σιδηροδρομικό δίκτυο εσωτερικών και διεθνών σιδηροδρομικών μεταφορών που υπόκειται σε κρατική διαχείριση, παρέχονται σύμφωνα με διατάξεις εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2012/34 στο εσωτερικό δίκαιο, οι οποίες συνεπάγονται ότι η κατανομή της χωρητικότητας της σιδηροδρομικής υποδομής βασίζεται στα αιτήματα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και επιβάλλουν την ικανοποίηση όλων των αιτημάτων στο μέτρο του δυνατού;

2)

Έχει το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 την έννοια ότι δραστηριότητα η οποία ασκείται από σιδηροδρομική επιχείρηση, όπως αυτή την οποία αφορά η οδηγία 2012/34, και η οποία συνεπάγεται την παροχή υπηρεσιών μεταφορών προς το κοινό σε σιδηροδρομικό δίκτυο συνιστά διάθεση ή εκμετάλλευση δικτύου κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας;»

Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

23

Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η SJ, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2017, ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας με την αιτιολογία ότι τα σημεία 81 και 82 των προτάσεων βασίστηκαν σε ορισμένες πτυχές που δεν εξετάσθηκαν κατά την έγγραφη και προφορική φάση της διαδικασίας της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και, ειδικότερα, στο άρθρο 30 της οδηγίας 2004/17.

24

Συναφώς, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

25

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που του έχει υποβληθεί και ότι, προς επίλυση της διαφοράς, δεν χρειάζεται να στηριχθεί στο επιχείρημα που προβλήθηκε με την αίτηση για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 30 της οδηγίας 2004/17.

26

Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η SJ ήταν υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία υποβολής προσφορών για τη σύναψη συμβάσεων υπηρεσιών καθαρισμού των συρμών που εκμεταλλεύεται.

28

Συναφώς, όπως υπενθυμίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, δεν αμφισβητείται ότι η SJ, ως εταιρία ανήκουσα εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, είναι δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/17. Αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η SJ ασκεί μια από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, η εταιρία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αναθέτων φορέας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.

29

Η SJ υποστηρίζει ότι δεν ασκεί τέτοια δραστηριότητα. Αφενός, υποστηρίζει ότι δεν δραστηριοποιείται σε «δίκτυο» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας. Αφετέρου, διατείνεται ότι οι δραστηριότητές της παροχής υπηρεσιών μεταφοράς δεν αποτελούν «διάθεση» ή «εκμετάλλευση» δικτύου υπό την έννοια του άρθρου αυτού.

Επί του πρώτου ερωτήματος

30

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δίκτυο υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, κατά τη διάταξη αυτή, υφίσταται όταν υπηρεσίες μεταφοράς διατίθενται, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρυθμίσεως περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2012/34, επί σιδηροδρομικής υποδομής την οποία διαχειρίζεται εθνική αρχή που κατανέμει τη χωρητικότητα της υποδομής αυτής και είναι υποχρεωμένη να ικανοποιεί τα αιτήματα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων εντός των ορίων της εν λόγω χωρητικότητας.

31

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17, «[ό]σον αφορά τις υπηρεσίες μεταφορών, θεωρείται ότι υφίσταται δίκτυο όταν η υπηρεσία παρέχεται με τους όρους που ορίζονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους, όπως εκείνοι που αφορούν τις ακολουθητέες διαδρομές, τη διαθέσιμη μεταφορική ικανότητα ή τη συχνότητα παροχής της υπηρεσίας».

32

Για να εκτιμήσει αν στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του υφίστανται τέτοιου είδους όροι, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την επίπτωση της υποχρέωσης που υπέχει η διοικητική αρχή μεταφορών, ως αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/17, να ικανοποιεί όλα τα αιτήματα για κατανομή της χωρητικότητας υποδομής που υποβάλλονται από σιδηροδρομικές επιχειρήσεις εντός των ορίων της εν λόγω χωρητικότητας.

33

Η SJ παρατηρεί ότι παρέχει υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών σε συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού στην αγορά και δεν λαμβάνει καμία χρηματοδότηση από το Δημόσιο, πραγματοποιεί τα έσοδά της από την πώληση εισιτηρίων, δεν τυγχάνει καμίας προνομιακής μεταχειρίσεως κατά την εξέταση των αιτήσεων κατανομής σιδηροδρομικής χωρητικότητας και ότι κάθε μεταφορά την οποία πραγματοποιεί βασίζεται σε δική της απόφαση.

34

Ωστόσο, βάσει των στοιχείων αυτών και μόνον, αν υποτεθεί ότι έχουν αποδειχθεί, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διαπιστωθεί ότι οι όροι υπό τους οποίους σιδηροδρομική επιχείρηση, όπως η SJ, παρέχει τις υπηρεσίες της έχουν καθοριστεί από αρμόδια αρχή.

35

Πράγματι, από την εξέταση της εφαρμοστέας νομοθεσίας προκύπτει ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

36

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2012/34 προβλέπει ότι ο διαχειριστής υποδομής, εν προκειμένω η διοικητική αρχή μεταφορών, συντάσσει και δημοσιεύει δήλωση δικτύου που ορίζει τη φύση της υποδομής και περιέχει πληροφορίες που καθορίζουν τους όρους πρόσβασης στη σιδηροδρομική υποδομή. Το περιεχόμενο της δήλωσης δικτύου ορίζεται στο παράρτημα IV της οδηγίας αυτής.

37

Σύμφωνα με το ως άνω παράρτημα IV, η δήλωση αυτή περιέχει τις αρχές και τα κριτήρια κατανομής της χωρητικότητας, ιδίως τις απαιτήσεις που επιβάλλονται στους αιτούντες, τις ακολουθητέες διαδικασίες και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται όταν η υποδομή είναι κορεσμένη ή τις λεπτομέρειες περιορισμών για τη χρήση της υποδομής.

38

Επομένως, οποιοδήποτε αίτημα για χωρητικότητα υποδομής πρέπει, δυνάμει της οδηγίας 2012/34, να υποβάλλεται στον διαχειριστή της υποδομής από σιδηροδρομική επιχείρηση σύμφωνα με τη δήλωση δικτύου που καταρτίζεται από αυτόν και πρέπει να τηρεί τις αρχές και να πληροί τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στη δήλωση αυτή. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η απονομή των δικαιωμάτων χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής εξαρτάται από την τήρηση εκ μέρους των υποψήφιων επιχειρήσεων των απαιτήσεων που αφορούν τόσο την ικανότητά τους περί υποβολής του αιτήματος όσο και τους όρους υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις αυτές θα εκμεταλλευτούν την εν λόγω υποδομή. Συνεπώς, οι ως άνω απαιτήσεις μειώνουν σημαντικά την εμπορική ελευθερία των υποψήφιων επιχειρήσεων.

39

Όσον αφορά την καθαυτή διαδικασία για την εξέταση των αιτήσεων, καίτοι ο διαχειριστής της σιδηροδρομικής υποδομής πρέπει, κατά το άρθρο 45 της οδηγίας 2012/34, να επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού να ικανοποιεί όλα τα αιτήματα για χωρητικότητα υποδομής, υποχρεούται, σε περίπτωση αντικρουόμενων αιτημάτων, να προσπαθεί, σύμφωνα με το άρθρο 46 της εν λόγω οδηγίας, μέσω συντονισμού των αιτημάτων, να εξασφαλίζει τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό τους. Επομένως, μπορεί, εντός εύλογων ορίων, να προτείνει διαφορετική χωρητικότητα από τη ζητηθείσα ή ακόμη και να μην δύναται να απαντήσει ευνοϊκά σε ορισμένα αιτήματα.

40

Το άρθρο 47 της οδηγίας 2012/34 προβλέπει κανόνες σε περίπτωση κορεσμού της σιδηροδρομικής υποδομής, στο πλαίσιο των οποίων ο διαχειριστής της υποδομής μπορεί να καθορίζει κριτήρια προτεραιότητας.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η σιδηροδρομική επιχείρηση έχει ορισμένη ευχέρεια να καθορίζει τους όρους άσκησης της δραστηριότητας μεταφοράς, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των υποχρεώσεων και των περιορισμών που υπέχει, ειδικότερα, της υποχρέωσης να εξασφαλίζει σιδηροδρομικές διαδρομές και να τηρεί τους αντιστοιχούντες σε αυτές όρους, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι όροι υπό τους οποίους παρέχει την υπηρεσία μεταφορών ορίζονται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, εν προκειμένω τη διοικητική αρχή μεταφορών στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ενεργεί ως διαχειριστής της υποδομής.

42

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από την ανάλυση του ιστορικού της θεσπίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17.

43

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1990, L 297, σ. 1), το οποίο επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17, εισήχθη για να υπαχθεί η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων στον τομέα των υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία στις διατάξεις της οδηγίας 90/531 και με αυτό διευκρινίστηκε ότι δίκτυο μεταφοράς δεν υφίσταται μόνον όταν αυτό αποτελείται από υλική υποδομή, όπως οι σιδηροδρομικές γραμμές, αλλά και όταν αποτελείται από ένα συντονισμένο σύστημα γραμμών υπό συγκεκριμένους όρους, όπως στον τομέα των μεταφορών με λεωφορεία. Αντιθέτως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να περιορίσει, με τη διάταξη αυτή, το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων στον τομέα των μεταφορών που πραγματοποιούνται σε δίκτυο με υλική υποδομή.

44

Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 έχει την έννοια ότι υφίσταται δίκτυο υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, κατά τη διάταξη αυτή, όταν διατίθενται, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρυθμίσεως περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2012/34, υπηρεσίες μεταφοράς επί σιδηροδρομικής υποδομής την οποία διαχειρίζεται εθνική αρχή που κατανέμει τη χωρητικότητα της υποδομής αυτής, ακόμη και αν η αρχή αυτή οφείλει να ικανοποιεί τα αιτήματα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων εντός των ορίων της εν λόγω χωρητικότητας.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

45

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 έχει την έννοια ότι η δραστηριότητα που ασκείται από σιδηροδρομική επιχείρηση, η οποία συνίσταται στην παροχή στο κοινό υπηρεσιών μεταφοράς με χρήση του σιδηροδρομικού δικτύου, αποτελεί «διάθεση» ή «εκμετάλλευση δικτύων» για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

46

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις δραστηριότητες που αποσκοπούν στη διάθεση ή την εκμετάλλευση δικτύων που παρέχουν υπηρεσίες στο κοινό στους τομείς των μεταφορών με σιδηρόδρομο, αυτόματα συστήματα, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία ή καλώδιο.

47

Η διάταξη αυτή αφορά, επομένως, δύο είδη δραστηριοτήτων, ήτοι τη διάθεση δικτύων, αφενός, και την εκμετάλλευση δικτύων, αφετέρου.

48

Κατά πάγια νομολογία, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων ως προς τους οποίους το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθομιλουμένη, λαμβανομένου ταυτοχρόνως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (απόφαση της 12ης Ιουνίου 2018, Louboutin και Christian Louboutin, C‑163/16, EU:C:2018:423, σκέψη 20).

49

Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «εκμετάλλευση» πρέπει να νοείται, σύμφωνα με τη συνήθη έννοιά του, ως παραπέμπων στη χρήση ενός αντικειμένου ή στην άσκηση ενός δικαιώματος με σκοπό την άντληση εισοδήματος. Επομένως, η εκμετάλλευση δικτύων από σιδηροδρομική επιχείρηση συνίσταται στην εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματος χρήσης της σιδηροδρομικής υποδομής με σκοπό την άντληση εισοδημάτων.

50

Ο ορισμός αυτός διαφέρει από εκείνον που πρέπει να δοθεί στον όρο «διάθεση δικτύων».

51

Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, η «διάθεση δικτύων» αποτελεί προνομία του διαχειριστή της υποδομής και όχι της σιδηροδρομικής επιχείρησης.

52

Όπως επισήμανε η Επιτροπή, ο όρος «διάθεση δικτύων» δεν περιλαμβανόταν στις προγενέστερες της οδηγίας 2004/17 οδηγίες, ήτοι στην οδηγία 90/531 και στην οδηγία 93/38, δεδομένου ότι προστέθηκε στην οδηγία 2004/17 ώστε οι διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων που προβλέπει να εφαρμόζονται και στη διαχείριση δικτύων με υλική υποδομή, όπως οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, οι σήραγγες, οι γέφυρες και οι ισόπεδες διαβάσεις.

53

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα «εκμετάλλευσης δικτύων» αφορά την άσκηση του δικαιώματος χρήσης του σιδηροδρομικού δικτύου για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, ενώ η δραστηριότητα «διάθεσης δικτύων» αφορά τη διαχείριση του δικτύου.

54

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 έχει την έννοια ότι η δραστηριότητα που ασκεί σιδηροδρομική επιχείρηση, η οποία συνίσταται στην παροχή στο κοινό υπηρεσιών μεταφοράς ασκώντας δικαίωμα χρήσης του σιδηροδρομικού δικτύου, αποτελεί «εκμετάλλευση δικτύων» για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

Επί των δικαστικών εξόδων

55

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι υφίσταται δίκτυο υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, κατά τη διάταξη αυτή, όταν διατίθενται, κατ’ εφαρμογήν εθνικής ρυθμίσεως περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου, υπηρεσίες μεταφοράς επί σιδηροδρομικής υποδομής την οποία διαχειρίζεται εθνική αρχή που κατανέμει τη χωρητικότητα της υποδομής αυτής, ακόμη και αν η αρχή αυτή οφείλει να ικανοποιεί τα αιτήματα των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων εντός των ορίων της εν λόγω χωρητικότητας.

 

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2004/17 έχει την έννοια ότι η δραστηριότητα που ασκεί σιδηροδρομική επιχείρηση, η οποία συνίσταται στην παροχή στο κοινό υπηρεσιών μεταφοράς ασκώντας δικαίωμα χρήσης του σιδηροδρομικού δικτύου, αποτελεί «εκμετάλλευση δικτύων» για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η σουηδική.