ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Έντυπο του παραρτήματος Α – Ενότητα Ι – Έλλειψη ενδίκων μέσων στο κράτος μέλος έκδοσης»

Στην υπόθεση C‑324/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) με απόφαση της 23ης Μαΐου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαΐου 2017, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του

Ivan Gavanozov,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan και L. Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από την A. Brabcová,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από τη R. Kissné Berta,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. K. Bulterman και τον J. Langer,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Eberhard,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 4, του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14 της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του Ivan Gavanozov, ο οποίος κατηγορείται ότι ηγείται εγκληματικής οργάνωσης και ότι διέπραξε φορολογικές παραβάσεις.

Το νομικό πλαίσιο

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 21, 22 και 38 της οδηγίας 2014/41 έχουν ως εξής:

«(21)

Οι προθεσμίες χρειάζονται για να εξασφαλισθεί η ταχεία, αποτελεσματική και συνεπής συνεργασία των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις. Η απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση, καθώς και η ίδια η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου, θα πρέπει να διεξάγονται με την ταχύτητα και την προτεραιότητα που θα δινόταν σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Θα πρέπει να τεθούν προθεσμίες που θα εξασφαλίζουν την έκδοση απόφασης ή την εκτέλεση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή την τήρηση των διαδικαστικών περιορισμών στο κράτος έκδοσης.

(22)

Τα ένδικα μέσα που δύνανται να ασκηθούν κατά μιας [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα σε εγχώρια υπόθεση κατά του εκάστοτε ερευνητικού μέτρου. Σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης των ένδικων μέσων, μεταξύ άλλων ενημερώνοντας εγκαίρως κάθε ενδιαφερόμενο σχετικά με τις δυνατότητες και τους τρόπους αναζήτησης των ένδικων μέσων. […]

[…]

(38)

Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, ήτοι η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων που εκδίδονται για την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη […]»

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και δεν θίγει τις τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δικαστικές αρχές ως προς το θέμα αυτό.»

5

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η [ευρωπαϊκή εντολή έρευνας], όπως παρουσιάζεται στο έντυπο του παραρτήματος Α, συμπληρώνεται και υπογράφεται από την αρχή έκδοσης, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια και βεβαιώνει την ορθότητα του περιεχομένου της.»

6

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Μια [ευρωπαϊκή εντολή έρευνας] μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

η έκδοση της [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

[…]»

7

Το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι για τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην [ευρωπαϊκή εντολή έρευνας] είναι διαθέσιμα ένδικα μέσα ισοδύναμα με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.   Οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση της [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] μπορούν να προσβληθούν μόνο με ένδικο μέσο ενώπιον του κράτους έκδοσης, με την επιφύλαξη των διασφαλίσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκτέλεσης.

3.   Εφόσον δεν υπονομεύεται η ανάγκη διασφάλισης της εμπιστευτικότητας μιας έρευνας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19, παράγραφος 1, οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα, ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες άσκησης των ένδικων μέσων βάσει του εθνικού δικαίου όταν προσήκει η εφαρμογή τους και σε χρόνο κατάλληλο ώστε να είναι εφικτή η αποτελεσματική τους άσκηση.

4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα χρονικά όρια για την άσκηση ένδικου μέσου είναι ίδια με αυτά που προβλέπονται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις και εφαρμόζονται με τρόπο που εγγυάται τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης των εν λόγω ένδικων μέσων από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

5.   Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της έκδοσης ή της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας].

6.   Νομική αμφισβήτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου εκτός αν αυτό προβλέπεται σε παρόμοιες εγχώριες υποθέσεις.

7.   Επιτυχής αμφισβήτηση της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] λαμβάνεται υπόψη από το κράτος έκδοσης σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο. Με την επιφύλαξη των εθνικών δικονομικών κανόνων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε ποινικές διαδικασίες στο κράτος έκδοσης, κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν δυνάμει μιας [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας], γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η νομιμότητα της διαδικασίας.»

8

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 22 Μαΐου 2017.»

9

Η ενότητα Ι του εντύπου του παραρτήματος Α της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ένδικα μέσα», έχει ως εξής:

«1.

Να αναφερθεί κατά πόσον έχει ασκηθεί ήδη ένδικο μέσο κατά της έκδοσης [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] και, εάν ναι, να δοθούν περαιτέρω στοιχεία (περιγραφή του ένδικου μέσου, περιλαμβανομένων των απαιτούμενων ενεργειών και των προθεσμιών):

[…]

2.

Αρχή του κράτους έκδοσης που μπορεί να χορηγήσει συμπληρωματικές πληροφορίες για τις διαδικασίες άσκησης ενδίκων μέσων στο κράτος έκδοσης και ως προς το κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα νομικής συνδρομής και υπηρεσιών διερμηνείας και μετάφρασης:

Ονομασία: […]

Αρμόδιο πρόσωπο (εάν υπάρχει): […]

Διεύθυνση: […]

Αριθ. τηλεφώνου: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) […]

Αριθ. φαξ: (κωδικός χώρας) (κωδικός περιοχής/πόλης) […]

Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

Ο Ι. Gavanozov διώκεται στη Βουλγαρία για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση συσταθείσα με σκοπό τη διάπραξη φορολογικών παραβάσεων.

11

Ειδικότερα, θεωρείται ύποπτος ότι εισήγαγε στη Βουλγαρία, μέσω επιχειρήσεων-προπετασμάτων, ζάχαρη προέλευσης άλλων κρατών μελών, την οποία προμηθευόταν, μεταξύ άλλων, από εταιρία εγκατεστημένη στην Τσεχική Δημοκρατία και εκπροσωπούμενη από τον Υ, καθώς και ότι στη συνέχεια πώλησε τη ζάχαρη αυτή στη βουλγαρική αγορά χωρίς να καταβάλει ούτε να εκκαθαρίσει τον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), προσκομίζοντας ανακριβή έγγραφα κατά τα οποία η εν λόγω ζάχαρη φερόταν να είχε εξαχθεί στη Ρουμανία.

12

Στο πλαίσιο αυτό, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) αποφάσισε, στις 11 Μαΐου 2017, να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, ζητώντας από τις τσεχικές αρχές να προβούν σε έρευνες και κατασχέσεις τόσο στις εγκαταστάσεις της εν λόγω εταιρίας, με έδρα την Τσεχική Δημοκρατία, όσο και στην κατοικία του Y, καθώς και να εξετάσουν με τηλεδιάσκεψη τον τελευταίο ως μάρτυρα.

13

Μετά την έκδοση της εντολής αυτής, το εν λόγω δικαστήριο υποστηρίζει ότι αντιμετώπισε δυσχέρειες προκειμένου να συμπληρώσει την αφορώσα τα ένδικα μέσα ενότητα Ι του εντύπου του παραρτήματος A της οδηγίας 2014/41.

14

Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, συναφώς, ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται έρευνες, κατασχέσεις ή εξετάσεις μαρτύρων. Εντούτοις, το ίδιο δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τέτοια ένδικα μέσα.

15

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι, κατά το βουλγαρικό δίκαιο, οι δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν τέτοια μέτρα, εφόσον δεν αφορούν άμεσα τον κατηγορούμενο, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου σε περίπτωση ζημίας.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι συμβατές με το άρθρο 14 της οδηγίας 2014/41 εθνικές διατάξεις και δικαστικές αποφάσεις κατά τις οποίες οι ουσιαστικοί λόγοι για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας σε διαμέρισμα και σε επαγγελματικό χώρο, καθώς και την κατάσχεση συγκεκριμένων αντικειμένων και/ή την άδεια εξετάσεως μάρτυρα, δεν δύνανται να προσβληθούν απευθείας με ένδικο μέσο στρεφόμενο κατά της δικαστικής αποφάσεως ούτε με χωριστή αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως;

2)

Παρέχει το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/41 στο ενδιαφερόμενο μέρος απευθείας δικαίωμα προσβολής της δικαστικής αποφάσεως περί ευρωπαϊκής εντολής έρευνας ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει αντίστοιχη δικονομική δυνατότητα;

3)

Είναι το πρόσωπο κατά του οποίου έχει απαγγελθεί κατηγορία, λαμβανομένου υπόψη και του άρθρου 14, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 1, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/41, ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που το μέτρο συλλογής αποδεικτικών στοιχείων αφορά τρίτον;

4)

Είναι το πρόσωπο που κατοικεί ή χρησιμοποιεί τους χώρους στους οποίους πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα ή να επιβληθεί κατάσχεση ή το πρόσωπο που πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, της οδηγίας 2014/41;»

Επί του παραδεκτού της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως

17

Η Τσεχική Κυβέρνηση υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ευρωπαϊκή εντολή έρευνας εκδόθηκε πριν λήξει η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2014/41 στο εσωτερικό δίκαιο και ενόσω η οδηγία αυτή δεν είχε μεταφερθεί από το κράτος μέλος έκδοσης.

18

Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2014/41, που προβλέπεται στο άρθρο 36 της οδηγίας αυτής, είχε παρέλθει όταν το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

19

Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, η οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην Τσεχική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας.

20

Τέλος, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας με σκοπό την εκτέλεση των επίμαχων στην κύρια δίκη ερευνητικών μέτρων στην Τσεχική Δημοκρατία, το δικαστήριο αυτό δεν έχει ακόμη προβεί στην έκδοση της εν λόγω ευρωπαϊκής εντολής έρευνας λόγω των δυσχερειών που αντιμετωπίζει για τη συμπλήρωση της ενότητας Ι του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A της οδηγίας 2014/41.

21

Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο καλείται να εκδώσει, εφόσον κριθεί απαραίτητο, ευρωπαϊκή εντολή έρευνας διεπόμενη από την οδηγία αυτή.

22

Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί της ουσίας

23

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο οφείλει να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του. Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον είναι αναγκαίο, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, A κ.λπ., C‑347/17, EU:C:2019:720, σκέψη 32).

24

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπληρώσει την ενότητα Ι του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A της οδηγίας 2014/41.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41, σε συνδυασμό με την ενότητα Ι του εντύπου του παραρτήματος A της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους οφείλει, κατά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, να περιγράψει, στην ενότητα αυτή, τα ένδικα μέσα που προβλέπονται ενδεχομένως στο κράτος μέλος της αρχής αυτής κατά της έκδοσης τέτοιας εντολής.

26

Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι η έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας προϋποθέτει τη συμπλήρωση και υπογραφή του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α της οδηγίας αυτής καθώς και την πιστοποίηση της ακρίβειας και τη βεβαίωση της ορθότητας του περιεχομένου του.

27

Το σημείο 1 της ενότητας Ι του εν λόγω εντύπου προβλέπει ότι η αρχή έκδοσης αναφέρει «κατά πόσον έχει ασκηθεί ήδη ένδικο μέσο κατά της έκδοσης [ευρωπαϊκής εντολής έρευνας] και, εάν ναι, [ότι δίνει] περαιτέρω στοιχεία (περιγραφή του ένδικου μέσου, περιλαμβανομένων των απαιτούμενων ενεργειών και των προθεσμιών)».

28

Από το ίδιο το γράμμα του σημείου 1 της ενότητας Ι του εν λόγω εντύπου, ειδικότερα δε από τη χρήση των όρων «εάν ναι», προκύπτει ότι η περιγραφή των ένδικων μέσων πρέπει να περιλαμβάνεται στο σημείο αυτό μόνο στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

29

Επιπλέον, η χρήση των όρων «να δοθούν περαιτέρω στοιχεία», σε σχέση με την περιγραφή των ένδικων μέσων που πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να περιλαμβάνεται στο εν λόγω σημείο, καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να μεριμνήσει ώστε η αρχή εκτέλεσης να είναι ενήμερη για τα ένδικα μέσα που έχουν ασκηθεί κατά ευρωπαϊκής εντολής έρευνας η οποία της έχει διαβιβαστεί και όχι, γενικότερα, για τα ένδικα μέσα που προβλέπονται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος έκδοσης, κατά της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

30

Ομοίως, το σημείο 2 της ενότητας Ι του εντύπου που προβλέπεται στο παράρτημα Α της οδηγίας 2014/41 έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει ότι η αρχή εκτέλεσης ενημερώνεται για τα ένδικα μέσα που έχουν ασκηθεί κατά των ευρωπαϊκών εντολών έρευνας και δεν αποσκοπεί στην παροχή στην αρχή αυτή περιγραφής των ένδικων μέσων που υφίστανται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος έκδοσης, κατά της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

31

Πράγματι, από το γράμμα της διάταξης αυτής προκύπτει ότι μοναδική υποχρέωση της αρχής έκδοσης είναι να αναγράψει, στο σημείο αυτό της ενότητας Ι της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας που εκδίδει, το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους έκδοσης που μπορεί να χορηγήσει συμπληρωματικές πληροφορίες για τις διαδικασίες άσκησης ενδίκων μέσων, τη νομική συνδρομή και τις υπηρεσίες διερμηνείας και μετάφρασης στο εν λόγω κράτος μέλος.

32

Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά δεν θα είχαν καμία χρησιμότητα αν η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας περιείχε ήδη αφηρημένη περιγραφή των ένδικων μέσων τα οποία υφίστανται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος έκδοσης, κατά της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

33

Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, κατά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, η αρχή έκδοσης δεν οφείλει να περιγράψει, στην ενότητα Ι του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A της οδηγίας 2014/41, τα ένδικα μέσα που προβλέπονται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος της αρχής αυτής κατά της έκδοσης τέτοιας εντολής.

34

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/41, το οποίο προβλέπει ότι η αρχή έκδοσης και η αρχή εκτέλεσης ενημερώνουν η μία την άλλη σχετικά με τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της έκδοσης, της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης μιας ευρωπαϊκής εντολής έρευνας.

35

Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή είναι ικανή να διασφαλίσει την πλήρη υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την εν λόγω οδηγία σκοπού, όπως αυτός προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 38 αυτής και συνίσταται στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών βάσει των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης.

36

Πράγματι, η πρόβλεψη ενός εντύπου όπως το περιλαμβανόμενο στο παράρτημα Α της οδηγίας 2014/41, το οποίο η δικαστική αρχή κράτους μέλους που επιθυμεί να εκδώσει ευρωπαϊκή εντολή έρευνας οφείλει να συμπληρώσει αναγράφοντας τα ειδικώς απαιτούμενα πληροφοριακά στοιχεία, έχει ως σκοπό να παράσχει στην αρχή εκτέλεσης τις ελάχιστες τυπικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να δοθεί στην αρχή αυτή η δυνατότητα να εκδώσει την απόφαση για την αναγνώριση ή την εκτέλεση της σχετικής ευρωπαϊκής εντολής έρευνας και, ενδεχομένως, να εκτελέσει το ζητούμενο ερευνητικό μέτρο εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας αυτής [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2018, IK (Εκτέλεση παρεπόμενης ποινής), C‑551/18 PPU, EU:C:2018:991, σκέψεις 49 και 50 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37

Δεδομένου ότι η ενότητα Ι του εντύπου του παραρτήματος A της οδηγίας 2014/41 δεν απαιτείται να περιλαμβάνει περιγραφή των ένδικων μέσων που υφίστανται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος έκδοσης κατά της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, παρέλκει, στην υπό κρίση υπόθεση, η ερμηνεία του άρθρου 14 της οδηγίας αυτής προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθοριστεί αν η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο που να καθιστά δυνατή την προσβολή των ουσιαστικών λόγων στους οποίους στηρίζεται η έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας, την κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων και την εξέταση μάρτυρα.

38

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41, σε συνδυασμό με την ενότητα Ι του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους δεν οφείλει, κατά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, να περιγράψει, στην ενότητα αυτή, τα ένδικα μέσα που προβλέπονται ενδεχομένως στο κράτος μέλος της αρχής αυτής κατά της έκδοσης τέτοιας εντολής.

Επί των δικαστικών εξόδων

39

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, σε συνδυασμό με την ενότητα Ι του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή κράτους μέλους δεν οφείλει, κατά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, να περιγράψει, στην ενότητα αυτή, τα ένδικα μέσα που προβλέπονται ενδεχομένως στο κράτος μέλος της αρχής αυτής κατά της έκδοσης τέτοιας εντολής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.