ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 19ης Απριλίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Υποχρέωση αναθεώρησης της τιμής μετά την ανάθεση της σύμβασης – Τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στην οδηγία 2004/17/ΕΚ ούτε απορρέει από τις γενικές αρχές που διέπουν το άρθρο 56 ΣΛΕΕ και την οδηγία 2004/17/ΕΚ – Υπηρεσίες καθαρισμού και συντήρησης συνδεόμενες με τη δραστηριότητα σιδηροδρομικών μεταφορών – Άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Άρθρα 26, 57, 58 και 101 ΣΛΕΕ – Μη παροχή επαρκών διευκρινίσεων σχετικών με το πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης και με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα – Απαράδεκτο – Άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες δεν θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης – Αναρμοδιότητα»

Στην υπόθεση C‑152/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Consorzio Italian Management,

Catania Multiservizi SpA

κατά

Rete Ferroviaria Italiana SpA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Vajda (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και K. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi SpA, εκπροσωπούμενες από τους E. Giardino και A. Cariola, avvocati,

η Rete Ferroviaria Italiana SpA, εκπροσωπούμενη από τον U. Cossu, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. García‑Valdecasas Dorrego,

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους L. Visaggio και R. van de Westelaken,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις E. Moro και M. Μπαλτά,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Gattinara και P. Ondrůšek,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, των άρθρων 26, 56 έως 58 και 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011 (ΕΕ 2011, L 319, σ. 43) (στο εξής: οδηγία 2004/17), καθώς και την εκτίμηση του κύρους της οδηγίας 2004/17.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi SpA και, αφετέρου, της Rete Ferroviaria Italiana SpA (στο εξής: RFI) με αντικείμενο την απόρριψη από την τελευταία του αιτήματος των Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi περί αναθεώρησης, μετά την ανάθεση σύμβασης που αφορούσε, ιδίως, υπηρεσίες καθαρισμού των σιδηροδρομικών σταθμών, της τιμής της σύμβασης αυτής.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 2004/17 συντονίζει τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων σε ορισμένους ειδικούς τομείς, προβλεπόμενους στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας, μεταξύ των οποίων ο τομέας των υπηρεσιών μεταφορών.

4

Το άρθρο 10, που τιτλοφορείται «Αρχές για την ανάθεση των συμβάσεων» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III, επιγραφόμενο «Γενικές αρχές», του τίτλου I της οδηγίας αυτής, ορίζει τα εξής:

«Οι αναθέτοντες φορείς αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια.»

5

Το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Κατώτατα όρια των συμβάσεων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αποκλείονται με βάση τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 19 έως 26 ή δυνάμει του άρθρου 30, σχετικά με την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις, των οποίων η εκτιμώμενη αξία, χωρίς τον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), ισούται με ή υπερβαίνει τα ακόλουθα κατώτατα όρια:

α)

400000 ευρώ για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών,

[…]».

6

Το άρθρο 20 της ίδιας οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Συμβάσεις που συνάπτονται με άλλους σκοπούς από την άσκηση μιας από τις οριζόμενες δραστηριότητες ή για την άσκηση μιας τέτοιας δραστηριότητας σε τρίτη χώρα», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτουν ή στους διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνουν οι αναθέτοντες φορείς με άλλους σκοπούς από τις δραστηριότητες που ορίζονται στα άρθρα 3 έως [7] […]».

7

Το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/17 επιγράφεται «Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων» και προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικά με την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτοντες φορείς αναθέτουν συμβάσεις, είναι:

α)

όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, κατά την κρίση της αναθέτουσας αρχής, διάφορα κριτήρια που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, όπως η ημερομηνία παράδοσης ή ολοκλήρωσης, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα του κόστους, η ποιότητα, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, η τεχνική αξία, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, οι δεσμεύσεις όσον αφορά τα ανταλλακτικά, την ασφάλεια των προμηθειών και την τιμή, είτε

β)

αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή.»

8

Κατά το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου:

«Πλην του κειμένου των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο προδικαστικών ερωτημάτων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιλαμβάνει:

α)

συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα·

[…]

γ)

έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας.»

Το ιταλικό δίκαιο

9

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, του decreto legislativo n. 163 – Codice dei contratti pubblici relativi a lavori, servizi e forniture in attuazione delle direttive 2004/17/CE e 2004/18/CE (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 163 περί κώδικα δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών κατ’ εφαρμογή των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ), της 12ης Απριλίου 2006 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 100, της 2ας Μαΐου 2006, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 163/2006), προβλέπει τα εξής:

«Καθόσον δεν ρυθμίζεται ρητώς με τον παρόντα κώδικα, η συμβατική δραστηριότητα των φορέων του άρθρου 1 διέπεται επίσης από τις διατάξεις του αστικού κώδικα.»

10

Κατά το άρθρο 115 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006, το οποίο επιγράφεται «Προσαρμογή των τιμών»:

«1.   Όλες οι συμβάσεις διαδοχικής εκτέλεσης που αφορούν υπηρεσίες ή προμήθειες πρέπει να περιέχουν ρήτρα περιοδικής αναθεώρησης της τιμής. Η αναθεώρηση στηρίζεται σε έρευνα διεξαγόμενη από τα διευθυντικά στελέχη που είναι υπεύθυνα για την απόκτηση των αγαθών και υπηρεσιών βάσει των δεδομένων που μνημονεύονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο c, και παράγραφος 5.»

11

Το άρθρο 115 του νομοθετικού αυτού διατάγματος δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των διατάξεων του διατάγματος οι οποίες, δυνάμει του άρθρου του 206, είχαν εφαρμογή επί των δημόσιων συμβάσεων στους ειδικούς τομείς που αντιστοιχούν σε εκείνους των άρθρων 3 έως 7 της οδηγίας 2004/17.

12

Το άρθρο 1664 του codice civile (αστικού κώδικα), το οποίο επιγράφεται «Επαχθής χαρακτήρας ή δυσχέρειες κατά την εκτέλεση», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Όταν, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, επέρχονται αυξήσεις ή μειώσεις στο κόστος των υλικών ή του εργατικού δυναμικού οι οποίες οδηγούν σε αύξηση ή μείωση μεγαλύτερη του ενός δεκάτου της συμφωνηθείσας συνολικής τιμής, ο ανάδοχος ή ο κύριος του έργου μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση της τιμής αυτής. Η αναθεώρηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όσον αφορά τη διαφορά που υπερβαίνει το ένα δέκατο.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Η RFI ανέθεσε στις εκκαλούσες της κύριας δίκης σύμβαση με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού, συντήρησης της διακόσμησης των εγκαταστάσεων και άλλων χώρων προσιτών στο κοινό, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σε σταθμούς, εγκαταστάσεις, γραφεία και συνεργεία διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή αρμοδιότητας της Direzione Compartimentale Movimento di Cagliari (περιφερειακής διεύθυνσης κυκλοφορίας του Κάλιαρι, Ιταλία). Η σύμβαση περιείχε ειδική ρήτρα καθορίζουσα τον τρόπο αναθεώρησης της συμφωνηθείσας τιμής, ο οποίος παρεξέκλινε από το άρθρο 1664 του αστικού κώδικα.

14

Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της εν λόγω σύμβασης, οι εκκαλούσες της κύριας δίκης ζήτησαν από την RFI την αναθεώρηση της προηγουμένως συμφωνηθείσας τιμής της σύμβασης, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αύξηση του συμβατικού κόστους που οφειλόταν στην αύξηση των δαπανών προσωπικού. Με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2012, η RFI απέρριψε το εν λόγω αίτημα.

15

Κατόπιν της απόρριψης αυτής, οι εκκαλούσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου της Σαρδηνίας, Ιταλία) με αίτημα την ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

16

Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2014, το Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο της Σαρδηνίας) απέρριψε την προσφυγή. Το δικαστήριο αυτό εκτίμησε ότι το άρθρο 115 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 δεν είχε εφαρμογή επί των συμβάσεων σε ειδικούς τομείς, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι οι υπηρεσίες καθαρισμού των σταθμών, των εγκαταστάσεων, των γραφείων και των συνεργείων ήταν παρεπόμενες της άσκησης δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στους ειδικούς τομείς, καθόσον οι υπηρεσίες αυτές αφορούσαν αναγκαία στοιχεία περιλαμβανόμενα στο δίκτυο σιδηροδρομικών μεταφορών. Το εν λόγω δικαστήριο πρόσθεσε ότι η αναθεώρηση των τιμών δεν ήταν, επίσης, υποχρεωτική δυνάμει του άρθρου 1664 του αστικού κώδικα, δεδομένου ότι οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να παρεκκλίνουν από τη διάταξη αυτή εισάγοντας στη σύμβαση συμβατική ρήτρα περιορίζουσα την αναθεώρηση της τιμής, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

17

Οι εκκαλούσες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου της έφεσής τους, ότι το άρθρο 115 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 ή, εναλλακτικώς, το άρθρο 1664 του αστικού κώδικα είχε, σε αντίθεση με την κρίση του Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου της Σαρδηνίας), εφαρμογή επί της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης. Επιπλέον, οι εκκαλούσες της κύριας δίκης αμφισβήτησαν τη συμβατότητα ιδίως των άρθρων 115 και 206 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 με το δίκαιο της Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι οι διατάξεις αυτές, καθόσον τείνουν να αποκλείσουν την αναθεώρηση των τιμών στον τομέα των μεταφορών, ειδικότερα δε στις συναφείς με τον τομέα αυτό συμβάσεις καθαρισμού, αντιβαίνουν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, στα άρθρα 26, 101 επ. ΣΛΕΕ, καθώς και στην οδηγία 2004/17. Ειδικότερα, η εθνική ρύθμιση είναι υπέρμετρη και αδικαιολόγητη σε σχέση με τη νομοθεσία της Ένωσης. Η εν λόγω ρύθμιση είναι επίσης αδικαιολογήτως δυσανάλογη και ικανή να περιαγάγει την επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί σύμβαση υπηρεσιών καθαρισμού σε υποδεέστερη και ασθενέστερη θέση σε σχέση με τη δημόσια επιχείρηση, προκαλώντας άδικη και δυσανάλογη συμβατική ανισορροπία και μεταβάλλοντας, εν τέλει, τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς. Τέλος, εάν θεωρηθεί ότι ο αποκλεισμός της αναθεώρησης της τιμής σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται και εκτελούνται στους ειδικούς τομείς απορρέει απευθείας από την οδηγία 2004/17, η οδηγία αυτή είναι ανίσχυρη.

18

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο που προβάλλουν οι εκκαλούσες της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει την πρόθεσή του να τον απορρίψει, επιβεβαιώνοντας την ανάλυση του Tribunale amministrativo regionale per la Sardegna (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου της Σαρδηνίας) κατά την οποία η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση, δεδομένου ότι συνδέεται λειτουργικώς με τους ειδικούς τομείς, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 που εφαρμόζονται στους εν λόγω τομείς. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι εξετάζει επίσης την απόρριψη του δεύτερου λόγου που προβάλλουν οι εκκαλούσες της κύριας δίκης, διότι, πρώτον, οι διατάξεις αυτές, ως διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, υπερισχύουν του άρθρου 1664 του αστικού κώδικα, δεύτερον, οι διάδικοι της κύριας δίκης προέβλεψαν ειδικό κανόνα παρεκκλίνοντα από το άρθρο αυτό και, τρίτον, η κατά το εν λόγω άρθρο προϋπόθεση των «απρόβλεπτων περιστάσεων» δεν συνέτρεχε εν προκειμένω. Εκτιμά, ωστόσο, ότι, αφ’ ης στιγμής αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό και οι εκκαλούσες της κύριας δίκης έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα ενώπιόν του, εναπόκειται στο ίδιο να εξακριβώσει τη συμβατότητα ιδίως του άρθρου 206 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006 με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον το άρθρο αυτό αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 115 του διατάγματος αυτού όχι μόνον επί των συμβάσεων που εμπίπτουν στους ειδικούς τομείς, αλλά επίσης, μέσω νομολογιακής ερμηνείας, επί των συμβάσεων υπηρεσιών οι οποίες, μολονότι δεν εμπίπτουν στους ειδικούς τομείς, συνδέονται λειτουργικώς με αυτούς. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι υποχρεούται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να ζητήσει από το τελευταίο να διευκρινίσει το ζήτημα του κύρους της οδηγίας 2004/17, το οποίο ήγειραν οι εκκαλούσες της κύριας δίκης.

19

Στο πλαίσιο αυτό, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης (ιδίως με τo άρθρo 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, με τα άρθρα 26, 56 έως 58 και 101 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 16 του [Χάρτη]), καθώς και με την οδηγία 2004/17, ερμηνεία του εθνικού δικαίου που αποκλείει την αναθεώρηση των τιμών σε συμβάσεις που σχετίζονται με τους […] ειδικούς τομείς, ιδίως σε συμβάσεις με αντικείμενο διαφορετικό από εκείνα τα οποία προβλέπει η εν λόγω οδηγία, οι οποίες όμως συνδέονται λειτουργικώς με τους τομείς αυτούς;

2)

Είναι σύμφωνη με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ιδίως με τo άρθρo 3, παράγραφος 1, ΣΕΕ, με τα άρθρα 26, 56 έως 58 και 101 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 16 του [Χάρτη]) η οδηγία 2004/17 (στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι ο αποκλεισμός της αναθεωρήσεως των τιμών σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτονται και εκτελούνται στο πλαίσιο των […] ειδικών τομέων απορρέει απευθείας από την εν λόγω οδηγία), “λαμβανομένων υπόψη του μη δίκαιου και δυσανάλογου χαρακτήρα της και της διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, και, άρα, των κανόνων της αποτελεσματικής αγοράς”;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

20

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα άρθρα 26, 56 έως 58 και 101 ΣΛΕΕ, το άρθρο 16 του Χάρτη καθώς και η οδηγία 2004/17 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων στους καλυπτόμενους από την εν λόγω οδηγία τομείς.

21

Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, προϋπόθεση για να παρασχεθεί χρήσιμη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης είναι να έχει τηρήσει αυστηρά το εθνικό δικαστήριο τις σχετικές με το περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως απαιτήσεις που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, διάταξη την οποία οφείλει να γνωρίζει το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι απαιτήσεις αυτές υπενθυμίζονται, εξάλλου, με τις συστάσεις του Δικαστηρίου προς τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1).

22

Ειδικότερα, είναι απολύτως αναγκαίο, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αφενός, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων επί των οποίων στηρίζονται τα υποβαλλόμενα ερωτήματα και, αφετέρου, να εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος συγκεκριμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψεις 28 και 29 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Πρέπει να επισημανθεί, συναφώς, ότι η απόφαση περί παραπομπής ουδόλως διευκρινίζει για ποιον λόγο η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και των άρθρων 26, 57, 58 και 101 ΣΛΕΕ είναι κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, καθόσον αφορά πτυχές διαφορετικές από εκείνες τις οποίες εξετάζει το Δικαστήριο με τη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης.

24

Επομένως, το πρώτο ερώτημα είναι, κατά το μέτρο αυτό, απαράδεκτο.

25

Πρώτον, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/17 και των γενικών αρχών που τη διέπουν, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση εμπίπτει στην οδηγία αυτή, δεδομένου ότι έχει συναφθεί από αναθέτοντα φορέα κατά την έννοια της οδηγίας, εν προκειμένω την RFI, και συνδέεται λειτουργικώς με τη δραστηριότητα σιδηροδρομικών μεταφορών, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

26

Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η οδηγία 2004/17 πράγματι εφαρμόζεται όχι μόνον επί των συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται στον τομέα μιας εκ των δραστηριοτήτων που διαλαμβάνονται ρητώς στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας, αλλά και επί των συμβάσεων οι οποίες, ακόμη και εάν είναι διαφορετικής φύσεως και θα μπορούσαν επομένως, ως τέτοιες, να εμπίπτουν κανονικά στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114), εξυπηρετούν την άσκηση των δραστηριοτήτων που ορίζονται με την οδηγία 2004/17. Συνεπώς, στο μέτρο κατά το οποίο σύμβαση συναφθείσα από αναθέτοντα φορέα συνδέεται με δραστηριότητα που ο φορέας αυτός ασκεί στους τομείς των άρθρων 3 έως 7 της οδηγίας 2004/17, η σύμβαση αυτή πρέπει να υπόκειται στις προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία διαδικασίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Ing. Aigner, C‑393/06, EU:C:2008:213, σκέψεις 56 έως 59).

27

Επιπλέον, μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικό με την αξία της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης, εντούτοις από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται ότι η αξία αυτή υπερβαίνει το σχετικό κατώτατο όριο για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζεται στο ποσό των 400000 ευρώ βάσει του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας.

28

Η οδηγία 2004/17 είναι, ως εκ τούτου, κρίσιμη για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

29

Συναφώς, επισημαίνεται ότι από καμία διάταξη της εν λόγω οδηγίας δεν προκύπτει ότι αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 115 σε συνδυασμό με το άρθρο 206 του νομοθετικού διατάγματος 163/2006, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την ίδια οδηγία, αφ’ ης στιγμής η τελευταία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη καμία συγκεκριμένη υποχρέωση θέσπισης διατάξεων που απαιτούν από τον αναθέτοντα φορέα να εξασφαλίζει στον αντισυμβαλλόμενό του αναθεώρηση της τιμής προς τα άνω μετά τη σύναψη σύμβασης.

30

Ομοίως, ούτε οι γενικές αρχές που διέπουν την οδηγία 2004/17, ιδίως δε η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η απορρέουσα από αυτήν υποχρέωση διαφάνειας, τις οποίες κατοχυρώνει το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, αντιτίθενται σε τέτοιους κανόνες. Αντιθέτως, δεν θα αποκλειόταν το ενδεχόμενο να προσκρούει στην εν λόγω αρχή και την εν λόγω υποχρέωση η αναθεώρηση της τιμής μετά την ανάθεση της σύμβασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Finn Frogne, C‑549/14, EU:C:2016:634, σκέψη 40). Πράγματι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η τιμή της σύμβασης συνιστά στοιχείο ιδιαίτερης σημασίας για την αξιολόγηση των προσφορών στην οποία προβαίνει ο αναθέτων φορέας, καθώς και για την απόφαση του φορέα αυτού να αναθέσει τη σύμβαση σε οικονομικό φορέα. Εξάλλου ενδεικτική της σημασίας αυτής είναι η μνεία της τιμής στο πλαίσιο αμφότερων των κριτηρίων ανάθεσης των συμβάσεων κατά το άρθρο 55, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/17. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι κανόνες εθνικού δικαίου που δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία αυτή μάλλον ευνοούν την τήρηση των εν λόγω αρχών.

31

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η οδηγία 2004/17 και οι γενικές αρχές που τη διέπουν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία αυτή.

32

Δεύτερον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι το άρθρο αυτό κατοχυρώνει, στο πεδίο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας, η συμβατότητα δε κανόνων εθνικού δικαίου όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης με τις εν λόγω αρχές και την εν λόγω υποχρέωση εξετάστηκε στη σκέψη 30 της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, παρέλκει η εκ νέου ερμηνεία, κατά το μέτρο αυτό, του ανωτέρω άρθρου.

33

Τρίτον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου του 51, παράγραφος 1, οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Βάσει του άρθρου του 51, παράγραφος 2, ο Χάρτης δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πέραν των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και δεν θεσπίζει νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα για την Ένωση ούτε τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα όπως ορίζονται στις Συνθήκες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει, με γνώμονα τον Χάρτη, το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες έχουν απονεμηθεί σε αυτήν (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C‑198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έκφραση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού μεταξύ της πράξης του δικαίου της Ένωσης και της επίμαχης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης δεν εφαρμόζονται σε σχέση με εθνική ρύθμιση όταν οι διατάξεις της Ένωσης στον σχετικό τομέα δεν επιβάλλουν καμία συγκεκριμένη υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C‑198/13, EU:C:2014:2055, σκέψεις 34 και 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Εν προκειμένω, αφ’ ης στιγμής από τις σκέψεις 29 και 30 της παρούσας απόφασης συνάγεται ότι ούτε η οδηγία 2004/17 ούτε οι γενικές αρχές που τη διέπουν επιβάλλουν στα κράτη μέλη συγκεκριμένη υποχρέωση θέσπισης διατάξεων που απαιτούν από τον αναθέτοντα φορέα να εξασφαλίζει στον αντισυμβαλλόμενό του αναθεώρηση της τιμής προς τα άνω μετά τη σύναψη σύμβασης, οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 163/2006, καθόσον δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών των συμβάσεων που εμπίπτουν στους καλυπτόμενους από την εν λόγω οδηγία τομείς, δεν παρουσιάζουν συνδετικό στοιχείο με την εν λόγω οδηγία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως θέτουσες σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης.

36

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/17 και οι γενικές αρχές που τη διέπουν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία αυτή.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

37

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη από το εθνικό δικαστήριο ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους του κανόνα του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως, το Δικαστήριο απορρίπτει την υποβληθείσα από το εθνικό δικαστήριο αίτηση ως απαράδεκτη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το υπό κρίση ερώτημα, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κύρος της οδηγίας 2004/17, στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 163/2006, καθόσον δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών των συμβάσεων που εμπίπτουν στους καλυπτόμενους από την εν λόγω οδηγία τομείς, συνιστούν εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

39

Αφ’ ης στιγμής από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος συνάγεται ότι ούτε η οδηγία 2004/17 ούτε οι γενικές αρχές που τη διέπουν αντιτίθενται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία αυτή, το υπό κρίση ερώτημα έχει υποθετικό χαρακτήρα.

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η οδηγία 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011, και οι γενικές αρχές που τη διέπουν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε κανόνες εθνικού δικαίου, όπως είναι οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι οποίοι δεν προβλέπουν την περιοδική αναθεώρηση των τιμών μετά τη σύναψη συμβάσεων εμπιπτουσών στους τομείς που καλύπτονται από την οδηγία αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.