ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 15ης Μαρτίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 94/62/ΕΚ – Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασίας – Ανάκτηση και ανακύκλωση των απορριμμάτων – Εισφορά σε εθνικό περιβαλλοντικό ταμείο – Διάθεση συσκευασμένων προϊόντων και συσκευασιών στην εγχώρια αγορά, χωρίς παρέμβαση στα εν λόγω προϊόντα ή συσκευασίες – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Ιδιότητα του ρυπαίνοντος»

Στην υπόθεση C-104/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Piteşti (εφετείο Piteşti, Ρουμανία) με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

SC Cali Esprou SRL

κατά

Administrația Fondului pentru Mediu,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Vajda (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R.- H. Radu καθώς και από τις O.-C. Ichim και M. Chicu,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Nicolae και E. Sanfrutos Cano,

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ 1994, L 365, σ. 10).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της SC Cali Esprou SRL και της Administraţia Fondului pentru Mediu (διοίκησης του Ταμείου Περιβάλλοντος, Ρουμανία) (στο εξής: AFE) σχετικά με τη νομιμότητα εισφοράς επιβληθείσας στην Cali Esprou από την AFE, η οποία υπολογίστηκε βάσει των συσκευασιών που διέθεσε η εταιρία αυτή στην αγορά της Ρουμανίας κατά τα έτη 2013 και 2014.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η πρώτη και η δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/62 έχουν ως ακολούθως:

«[…] πρέπει να εναρμονιστούν τα διάφορα εθνικά μέτρα για τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας προκειμένου, αφενός, να αποτραπούν ή να μειωθούν οι σχετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, επιτυγχάνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν εμπόδια στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας·

[…] ο καλύτερος τρόπος αποφυγής της δημιουργίας αποβλήτων συσκευασιών είναι η μείωση του συνολικού όγκου συσκευασιών».

4

Κατά την εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής:

«[…] έχει βασική σημασία όλοι όσοι σχετίζονται με την παραγωγή, τη χρήση, την εισαγωγή και τη διανομή συσκευασιών και συσκευασμένων προϊόντων να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση του βαθμού στον οποίο οι συσκευασίες γίνονται απορρίμματα, και […], σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”, να αποδέχονται την ευθύνη για τα απορρίμματα αυτά· […] η εκπόνηση και η εφαρμογή των προβλεπόμενων από την παρούσα οδηγία μέτρων θα πρέπει να προϋποθέτουν και να απαιτούν, όπου χρειάζεται, τη στενή συνεργασία όλων των εταίρων με πνεύμα συμμετοχής στην ευθύνη».

5

Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην εναρμόνιση των εθνικών μέτρων που αφορούν τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας, προκειμένου, αφενός, να προληφθούν και να μειωθούν οι επιπτώσεις τους επί του περιβάλλοντος όλων των κρατών μελών καθώς και των τρίτων χωρών, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν εμπόδια στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεις και περιορισμοί του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας.

2.   Για τον σκοπό αυτό η παρούσα οδηγία θεσπίζει μέτρα που αποσκοπούν, κατά πρώτη προτεραιότητα, στην πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας και, ως περαιτέρω θεμελιώδεις αρχές, στην επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, στην ανακύκλωση και σε άλλες μορφές ανάκτησης των απορριμμάτων συσκευασίας και, ως εκ τούτου, στη μείωση της τελικής διάθεσης των απορριμμάτων αυτών.»

6

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καλύπτει όλες τις συσκευασίες που διατίθενται στην αγορά της Κοινότητας και όλα τα απορρίμματα συσκευασίας, που είτε έχουν χρησιμοποιηθεί είτε προέρχονται από τις βιομηχανίες, το εμπόριο, τα γραφεία, τα καταστήματα, τις υπηρεσίες, τα νοικοκυριά η οποιαδήποτε άλλη πηγή, ανεξάρτητα από τα υλικά εκ των οποίων αποτελούνται.»

7

Το άρθρο 3, σημείο 11, της οδηγίας 94/62 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

11)

“οικονομικοί παράγοντες”: σε σχέση με τις συσκευασίες, οι προμηθευτές υλικών συσκευασίας, οι παραγωγοί και μετατροπείς συσκευασιών, τα εμφιαλωτήρια και οι χρήστες, οι εισαγωγείς, οι έμποροι και οι διανομείς, οι δημόσιες αρχές και οι δημόσιοι οργανισμοί».

8

Το άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας βάσει των σχετικών διατάξεων της συνθήκης, εγκρίνει οικονομικά μέσα προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ελλείψει τέτοιων μέτρων, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, και τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συνθήκη, μέτρα για την υλοποίηση των αυτών στόχων.»

Το ρουμανικό δίκαιο

9

Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 4, της Hotărârea Guvernului nr. 621/2005 privind gestionarea ambalajelor și a deșeurilor de ambalaje (κυβερνητικής απόφασης αριθ. 621/2005 για τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας) (Monitorul Oficial al României, μέρος Ι, αριθ. 639 της 20ής Ιουλίου 2005, στο εξής: κυβερνητική απόφαση 621/2005), όπως ισχύει στη διαφορά της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«(1)   Οι οικονομικοί παράγοντες, ρουμανικά νομικά πρόσωπα, είναι υπεύθυνοι, υπό τους κατωτέρω προβλεπόμενους όρους, για όλα τα απορρίμματα που παράγονται από τις συσκευασίες τις οποίες διαθέτουν στην εγχώρια αγορά:

a)

οι οικονομικοί παράγοντες που διαθέτουν συσκευασμένα προϊόντα στην αγορά είναι υπεύθυνοι για τα απορρίμματα που παράγονται από πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς συσκευασίες που χρησιμοποιούνται για τα δικά τους προϊόντα, εξαιρούμενων των συσκευασιών λιανικής πώλησης που χρησιμοποιούνται στο κατάστημα για τη συσκευασία των προϊόντων που αυτοί διαθέτουν στην εγχώρια αγορά·

b)

οι οικονομικοί παράγοντες που προβαίνουν στην περαιτέρω συσκευασία προϊόντων συσκευαζόμενων χωριστά με σκοπό τη μεταπώληση ή την αναδιανομή είναι υπεύθυνοι για τα απορρίμματα που παράγονται από δευτερογενείς και τριτογενείς συσκευασίες που οι ίδιοι διαθέτουν στην εγχώρια αγορά·

c)

οι οικονομικοί παράγοντες που διαθέτουν συσκευασίες λιανικής πώλησης στην αγορά ευθύνονται για τα απορρίμματα που παράγονται από τις εν λόγω συσκευασίες.

[…]

(4)   Οι οικονομικοί παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 οφείλουν να επιτυγχάνουν τουλάχιστον τους στόχους που προβλέπονται στο παράρτημα 3 της [Ordonanța de urgență a guvernului nr. 196/2005 privind Fondul pentru mediu (επείγοντος κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 196/2005 για το Ταμείο Περιβάλλοντος) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 1193 της 30ής Δεκεμβρίου 2005)], το οποίο εγκρίθηκε με τροποποιήσεις και συμπληρώσεις της [Legea nr.105/2006 (νόμου αριθ. 105/2006)], με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, και οι οποίοι έχουν εφαρμογή στα απορρίμματα συσκευασίας που παράγονται από συσκευασίες διατιθέμενες στην εγχώρια αγορά/επαναχρησιμοποιούνται βάσει σύμβασης και των οποίων η ιχνηλασιμότητα είναι εξασφαλισμένη.»

10

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο d, του επείγοντος κυβερνητικού διατάγματος αριθ. 196/2005 για το Ταμείο Περιβάλλοντος (στο εξής: διάταγμα 196/2005), όπως ισχύει στη διαφορά της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Τα έσοδα του Ταμείου Περιβάλλοντος αποτελούνται από:

[…]

d)

εισφορά 2 [ρουμανικών λέι (RON)] ανά χιλιόγραμμο, η οποία καταβάλλεται από τους οικονομικούς παράγοντες που διαθέτουν συσκευασμένα προϊόντα στην εγχώρια αγορά, που διανέμουν για πρώτη φορά στην εγχώρια αγορά συσκευασίες λιανικής πώλησης και από οικονομικούς παράγοντες που μισθώνουν κατ’ επάγγελμα συσκευασίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, για τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχούν στους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης, όπως αναφέρεται στο παράρτημα 3, και, αφετέρου, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας που πράγματι ανακτώνται ή αποτεφρώνονται σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανακτώνται μέσω ανακύκλωσης».

11

Η Ordinul nr. 578/2006 pentru aprobarea metodologiei de calcul al contribuțiilor și taxelor datorate la Fondul pentru mediu (απόφαση αριθ. 578/2006 για την έγκριση της μεθόδου υπολογισμού των εισφορών και των φόρων που οφείλονται στο Ταμείο Περιβάλλοντος) (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 516 της 14ης Ιουνίου 2006), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με την Ordinul nr. 1032 (απόφαση αριθ. 1032), της 10ης Μαρτίου 2011 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 196 της 22ας Μαρτίου 2011), προβλέπει τα εξής στο σημείο 11 του παραρτήματός της:

«Ως διάθεση στην εγχώρια αγορά ενός προϊόντος νοείται η πράξη της πρώτης διάθεσης στην εγχώρια αγορά, εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας, ενός προϊόντος με σκοπό τη διανομή ή/και χρήση, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής χρήσης/κατανάλωσης […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

12

Η Cali Esprou αποκτά διάφορα εμπορεύματα ήδη συσκευασμένα στο εξωτερικό, τα οποία πωλεί και παραδίδει, χωρίς καμία παρέμβαση εκ μέρους της, σε λιανοπωλητές στη ρουμανική αγορά.

13

Η ανωτέρω εταιρία διέθεσε στη ρουμανική αγορά εμπορεύματα που κυκλοφόρησαν στο εμπόριο μεταξύ 19ης Αυγούστου 2011 και 31ης Δεκεμβρίου 2014. Μεταξύ 30ής Μαρτίου και 2ας Απριλίου 2015, διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος στην έδρα της Cali Esprou σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων καταβολής εισφορών οφειλόμενων στην AFE, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο d), του διατάγματος 196/2005, για τις συσκευασίες συσκευασμένων προϊόντων που διατέθηκαν στη ρουμανική αγορά κατά την περίοδο 2011-2014.

14

Κατόπιν του ελέγχου αυτού, δεν επιβλήθηκε στην Cali Esprou καμία πρόσθετη υποχρέωση καταβολής εισφορών, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005, για τα έτη 2011 και 2012. Αντιθέτως, οι φορολογικές αρχές τής επέβαλαν, βάσει της διάταξης αυτής, υποχρέωση καταβολής επιπλέον ποσού ύψους 4242 RON (περίπου 909 ευρώ), για τα έτη 2013 και 2014.

15

Η Cali Esprou άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της AFE κατά της πράξης με την οποία βεβαιώθηκε η υποχρέωση καταβολής επιπλέον ποσού, υποστηρίζοντας ότι δεν δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις καταβολής εισφορών που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005, δεδομένου ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ρυπαίνων». Στις 3 Ιουλίου 2015, η AFE απέρριψε την προσφυγή αυτή. Στις 21 Δεκεμβρίου 2015, η Cali Esprou άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunalul Vâlcea (πρωτοδικείο Vâlcea, Ρουμανία), ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης της AFE. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 6ης Μαΐου 2016.

16

Η Cali Esprou προσέβαλε αυτή την απόφαση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Curtea de Apel Piteşti (εφετείου Piteşti, Ρουμανία), υποστηρίζοντας ότι, στο μέτρο που διαχειρίζεται συσκευασίες και όχι απορρίμματα συσκευασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ρυπαίνων. Επιπλέον, κατά την Cali Esprou, το άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005 αντιβαίνει προς την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 της οδηγίας 94/62, το οποίο προβλέπει τη θέσπιση εθνικών μέτρων για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας αυτής, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την περιβαλλοντική πολιτική της Ένωσης, ιδίως την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

17

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εισφορά την οποία προβλέπει το άρθρο 9 παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005 αποτελεί «μέτρο» που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 της οδηγίας 94/62. Αμφιβάλλει όμως ως προς το ζήτημα αν η εισφορά αυτή είναι συμβατή με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που κατοχυρώνεται στο άρθρο αυτό. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του οικονομικού παράγοντα που περιέχεται στο άρθρο 3, σημείο 11, της οδηγίας αυτής, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο ρυπαίνων, κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να έχει σχέση με τη μετατροπή της συσκευασίας σε απόρριμμα. Η Cali Esprou όμως αποτελεί απλώς μεσάζοντα ο οποίος δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες και, ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επιβολή στην Cali Esprou της υποχρέωσης καταβολής εισφοράς στην AFE, δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005, είναι σύμφωνη με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας.

18

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Curtea de Apel Piteşti (εφετείο Piteşti) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 […] την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία προβλέπει υποχρέωση του οικονομικού παράγοντα που διαθέτει στην εγχώρια αγορά συσκευασμένα προϊόντα και συσκευασίες, πλην όμως δεν παρεμβαίνει με κανέναν τρόπο στα προϊόντα ή στις συσκευασίες αλλά τα πωλεί με την ίδια μορφή σε οικονομικό παράγοντα ο οποίος –με τη σειρά του– τα μεταπωλεί στον τελικό καταναλωτή, να καταβάλει εισφορά της οποίας το ύψος υπολογίζεται ανά χιλιόγραμμο (kg), με βάση τη διαφορά μεταξύ, αφενός, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχούν στους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης στις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης και, αφετέρου, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας που πράγματι ανακτώνται ή αποτεφρώνονται στις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανακτώνται μέσω ανακύκλωσης;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» την οποία αυτό θέτει σε εφαρμογή αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει εισφορά σε οικονομικό παράγοντα που δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες που διαθέτει στην αγορά, το ύψος της οποίας υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη διαφορά βάρους μεταξύ, αφενός, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχεί στους ελάχιστους στόχους για την ανάκτηση ενέργειας και την ανάκτηση μέσω ανακύκλωσης και, αφετέρου, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που ανακτώνται ή ανακυκλώνονται πραγματικά.

20

Το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 προβλέπει ότι το Συμβούλιο εγκρίνει οικονομικά μέσα προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση των στόχων της εν λόγω οδηγίας και ότι, ελλείψει τέτοιων μέτρων, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», και τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη ΛΕΕ, μέτρα για την υλοποίηση των στόχων αυτών.

21

Δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν έχει εγκρίνει τέτοια οικονομικά μέσα που να επιβάλλουν εισφορά για τα απορρίμματα συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά των κρατών μελών, τα τελευταία δύνανται να θεσπίζουν μέτρα, τηρουμένων των προϋποθέσεων που θέτει η δεύτερη περίοδος του άρθρου 15.

22

Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», στην οποία παραπέμπει τόσο το άρθρο 15 όσο και η εικοστή ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/62, απαιτεί, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, «όλοι όσοι σχετίζονται με την παραγωγή, τη χρήση, την εισαγωγή και τη διανομή συσκευασιών και συσκευασμένων προϊόντων να αποκτήσουν μεγαλύτερη επίγνωση του βαθμού στον οποίο οι συσκευασίες γίνονται απορρίμματα» και «να αποδέχονται την ευθύνη για τα απορρίμματα αυτά». Η εν λόγω αρχή δεν αφορά, επομένως, μόνον τους άμεσα υπεύθυνους για την παραγωγή των απορριμμάτων, αλλά έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, αφορά και εκείνους που συμβάλλουν στην παραγωγή τέτοιων απορριμμάτων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι εισαγωγείς και οι διανομείς των συσκευασμένων προϊόντων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2017, VG Čistoća, C‑335/16, EU:C:2017:242, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Αφετέρου, όσον αφορά τους σκοπούς που καθορίζονται από την οδηγία 94/62, το άρθρο 1, που τιτλοφορείται «Αντικείμενο», ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει «ένα υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος». Επιπλέον, κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 2, η οδηγία αυτή «θεσπίζει μέτρα που αποσκοπούν, κατά πρώτη προτεραιότητα, στην πρόληψη της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας και, ως περαιτέρω θεμελιώδεις αρχές, στην επαναχρησιμοποίηση των συσκευασιών, στην ανακύκλωση και σε άλλες μορφές ανάκτησης των απορριμμάτων συσκευασίας και, ως εκ τούτου, στη μείωση της τελικής διάθεσης των απορριμμάτων αυτών». Για τους σκοπούς αυτούς, το άρθρο 2 της οδηγίας 94/62 επιβεβαιώνει το σημαντικό εύρος του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, προβλέποντας ότι αυτή καλύπτει όλες τις συσκευασίες που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης και όλα τα απορρίμματα συσκευασίας.

24

Οι στόχοι αυτοί επιβεβαιώνονται και από το γράμμα της πρώτης και της δεύτερης αιτιολογικής σκέψης της οδηγίας 94/62, κατά τις οποίες, αντιστοίχως, η οδηγία αυτή επιδιώκει, αφενός, «να αποτραπούν ή να μειωθούν» οι επιπτώσεις των απορριμμάτων συσκευασιών «στο περιβάλλον, επιτυγχάνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος» και, αφετέρου, «[να μειωθεί ο] συνολικ[ός] όγκο[ς] συσκευασιών».

25

Η συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη εισφοράς προς το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των σκοπών της οδηγίας 94/62 και της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».

26

Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος αριθ. 196/2005, η επίμαχη στην κύρια δίκη εισφορά, η οποία οφείλεται από τους οικονομικούς παράγοντες που διαθέτουν για πρώτη φορά συσκευασμένα προϊόντα στην εγχώρια αγορά, υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη διαφορά βάρους μεταξύ, αφενός, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχούν στους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης και, αφετέρου, των ποσοτήτων απορριμμάτων συσκευασίας τα οποία πραγματικά ανακτώνται ή αποτεφρώνονται σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανακτώνται μέσω ανακύκλωσης.

27

Κατά τη Ρουμανική Κυβέρνηση, η εισφορά αυτή αποσκοπεί, γενικώς, στην ευαισθητοποίηση όσων διαθέτουν συσκευασίες στη ρουμανική αγορά. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, με την επιβολή εισφοράς υπολογιζόμενης αναλόγως του βάρους των απορριμμάτων συσκευασίας που υπερβαίνουν τους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης παρέχεται κίνητρο, αφενός, για τη μείωση των συσκευασιών που διατίθενται στην εγχώρια αγορά και, αφετέρου, για την ενθάρρυνση της ανάκτησης ή της ανακύκλωσης των εν λόγω απορριμμάτων.

28

Επομένως, η εισφορά της κύριας δίκης ανταποκρίνεται στους σκοπούς της οδηγίας 94/62, στο μέτρο, ιδίως, που αφορά τη μείωση της τελικής διάθεσης των απορριμμάτων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, αφενός, προωθώντας την ανάκτηση ή την αποτέφρωση των απορριμμάτων συσκευασίας σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης και, αφετέρου, παρέχοντας αντικίνητρο, μέσω χρηματικής επιβάρυνσης, για τη μη συμμόρφωση προς τους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης.

29

Ομοίως, εισφορά όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο τήρησης της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» που κατοχυρώνει το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62. Πράγματι, η επίμαχη στην κύρια δίκη εισφορά, όπως περιγράφεται στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση εις βάρος όσων διαθέτουν συσκευασίες στην εγχώρια αγορά και υπερβαίνουν ορισμένους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης των απορριμμάτων. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο d, του διατάγματος 196/2005 και από το σημείο 11 του παραρτήματος της απόφασης 578/2006, για την έγκριση της μεθόδου υπολογισμού των εισφορών και των φόρων που οφείλονται στο Ταμείο Περιβάλλοντος, όπως τροποποιήθηκε, συνάγεται ότι η επιβάρυνση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε όσους διαθέτουν για πρώτη φορά τις εν λόγω συσκευασίες στην αγορά και όχι στους παρεμβαίνοντες σε μεταγενέστερο στάδιο. Επιπλέον, η επιβάρυνση αυτή επιβάλλεται μόνο στο μέτρο που δεν τηρούνται οι ελάχιστοι στόχοι ανάκτησης ενέργειας και ανάκτησης μέσω ανακύκλωσης των απορριμμάτων.

30

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εισφορά όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη είναι σύμφωνη τόσο με τους σκοπούς της οδηγίας 94/62 όσο και με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας.

31

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προβάλλει η Cali Esprou ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο ένας οικονομικός παράγοντας που δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες των προϊόντων που εισάγονται και διατίθενται στη ρουμανική αγορά δεν αποτελεί «ρυπαίνοντα» κατά την έννοια της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».

32

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» καταλαμβάνει τους εισαγωγείς και τους διανομείς των συσκευασμένων προϊόντων και δεν περιορίζεται στους παρεμβαίνοντες στις συσκευασίες των επίμαχων προϊόντων. Οι εισαγωγείς και οι διανομείς, ανεξαρτήτως του αν παρεμβαίνουν ή όχι στις συσκευασίες, συνέβαλαν στη διάθεση απορριμμάτων –υπό τη μορφή συσκευασίας– στην εγχώρια αγορά.

33

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 94/62. Ένας οικονομικός παράγοντας, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο οποίος δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες των προϊόντων που εισάγονται και διατίθενται στη ρουμανική αγορά εμπίπτει στην εν λόγω οδηγία, η οποία, στο άρθρο 3, σημείο 11, παραθέτει ευρύ ορισμό των «οικονομικών παραγόντων», προβλέποντας ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και «οι εισαγωγείς, οι έμποροι και οι διανομείς».

34

Επομένως, είναι θεμιτό ένα κράτος μέλος, χωρίς να παραβιάζει την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 της οδηγίας 94/62, να επιβάλλει την καταβολή εισφοράς, όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, στους οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι δεν παρεμβαίνουν στις συσκευασίες που διαθέτουν στην εγχώρια αγορά.

35

Πρέπει να προστεθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 δεν προβαίνει σε εξαντλητική εναρμόνιση των εθνικών μέτρων στους τομείς που διέπονται από την εν λόγω οδηγία, αλλά, όπως υπομνήσθηκε με τη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης, εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εγκρίνει οικονομικά μέσα προκειμένου να προωθήσει την υλοποίηση των στόχων της οδηγίας αυτής ή, διαφορετικά, τα κράτη μέλη, τα οποία ενεργούν συναφώς «τηρουμένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη». Έτσι, η διάταξη αυτή επιβάλλει επίσης την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Visnapuu, C-198/14, EU:C:2015:751, σκέψη 47).

36

Συναφώς, από το άρθρο 110 ΣΛΕΕ προκύπτει, αφενός, ότι κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους ανώτερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα και, αφετέρου, ότι κανένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει στα προϊόντα άλλων κρατών μελών εσωτερικούς φόρους των οποίων η φύση οδηγεί έμμεσα στην προστασία άλλων προϊόντων.

37

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι μια οικονομική επιβάρυνση συνιστά εσωτερικό φόρο υπό την έννοια του άρθρου 110 ΣΛΕΕ αν εντάσσεται σε γενικό καθεστώς εσωτερικών επιβαρύνσεων που πλήττουν συστηματικά διάφορες κατηγορίες προϊόντων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων εφαρμοζόμενων ανεξαρτήτως της προέλευσης ή του προορισμού των οικείων προϊόντων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2006, Koornstra, C-517/04, EU:C:2006:375, σκέψη 16, καθώς και της 8ης Νοεμβρίου 2007, Stadtgemeinde Frohnleiten και Gemeindebetriebe Frohnleiten, C-221/06, EU:C:2007:657, σκέψη 31).

38

Επιπλέον, τα απορρίμματα πρέπει να θεωρούνται ως προϊόντα υπό την έννοια του άρθρο 110 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1992, Επιτροπή κατά Βελγίου,C-2/90, EU:C:1992:310, σκέψεις 25 έως 28).

39

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και σύμφωνα με την περιγραφή της εισφοράς της κύριας δίκης που περιέχεται στη σκέψη 26 της παρούσας απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εισφορά αυτή συνιστά οικονομική επιβάρυνση η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος εσωτερικών επιβαρύνσεων που πλήττουν συστηματικά μια κατηγορία προϊόντων, ήτοι τις ποσότητες απορριμμάτων συσκευασίας που υπερβαίνουν τους ελάχιστους στόχους ανάκτησης ή αποτέφρωσης και οι οποίες δεν έχουν όντως ανακτηθεί ή αποτεφρωθεί σε εγκαταστάσεις αποτέφρωσης με ανάκτηση ενέργειας και ανακτηθεί μέσω ανακύκλωσης.

40

Ως εκ τούτου, η εισφορά της κύριας δίκης συνιστά εσωτερικό φόρο υπό την έννοια του άρθρου 110 ΣΛΕΕ.

41

Κατά πάγια νομολογία, υπάρχει παράβαση του άρθρου 110 ΣΛΕΕ όταν ο φόρος που επιβάλλεται στο εισαγόμενο προϊόν και αυτός που πλήττει το ομοειδές εγχώριο προϊόν υπολογίζονται κατά διαφορετικό τρόπο και σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, με αποτέλεσμα, έστω και σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις, τη μεγαλύτερη επιβάρυνση του εισαγόμενου προϊόντος (αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2015, Visnapuu, C-198/14, EU:C:2015:751, σκέψη 59, και της 16ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-200/15, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:453, σκέψη 24).

42

Πάντως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εισφορά πλήττει τα απορρίμματα συσκευασίας βάσει αντικειμενικών κριτηρίων εφαρμοζόμενων ανεξαρτήτως της προέλευσης ή του προορισμού των οικείων προϊόντων. Πράγματι, η εισφορά αυτή οφείλεται από τους οικονομικούς παράγοντες που διαθέτουν στην εγχώρια αγορά συσκευασμένα προϊόντα, ανεξαρτήτως της προέλευσης των τελευταίων. Επιπλέον, η απόφαση περί παραπομπής δεν παρέχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η εν λόγω εισφορά είναι ικανή να πλήξει τα απορρίμματα συσκευασίας εισαγόμενων προϊόντων βαρύτερα απ’ ό,τι τα απορρίμματα συσκευασίας εγχώριων προϊόντων.

43

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62 και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» την οποία αυτό θέτει σε εφαρμογή δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει εισφορά σε οικονομικό παράγοντα που δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες που διαθέτει στην αγορά, το ύψος της οποίας υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη διαφορά βάρους μεταξύ, αφενός, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχεί στους ελάχιστους στόχους για την ανάκτηση ενέργειας και την ανάκτηση μέσω ανακύκλωσης και, αφετέρου, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που ανακτώνται ή ανακυκλώνονται πραγματικά.

Επί των δικαστικών εξόδων

44

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 15 της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» την οποία αυτό θέτει σε εφαρμογή δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιβάλλει εισφορά σε οικονομικό παράγοντα που δεν παρεμβαίνει στις συσκευασίες που διαθέτει στην αγορά, το ύψος της οποίας υπολογίζεται σε συνάρτηση με τη διαφορά βάρους μεταξύ, αφενός, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που αντιστοιχεί στους ελάχιστους στόχους για την ανάκτηση ενέργειας και την ανάκτηση μέσω ανακύκλωσης και, αφετέρου, της ποσότητας των απορριμμάτων συσκευασίας που ανακτώνται ή ανακυκλώνονται πραγματικά.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.