ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 31ης Οκτωβρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑715/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας

Υπόθεση C‑718/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Ουγγαρίας

Υπόθεση C‑719/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Τσεχικής Δημοκρατίας

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Παράβαση κράτους μέλους – Αποφάσεις (ΕΕ) 2015/1523 και (ΕΕ) 2015/1601 – Προσωρινά μέτρα υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας στον τομέα της διεθνούς προστασίας – Επείγουσα κατάσταση λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος ορισμένων κρατών μελών – Μετεγκατάσταση των υπηκόων αυτών στο έδαφος άλλων κρατών μελών – Διαδικασία μετεγκαταστάσεως – Υποχρέωση των κρατών μελών να υποδεικνύουν σε τακτά χρονικά διαστήματα, και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που μπορούν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός τους – Συνακόλουθες υποχρεώσεις πραγματοποιήσεως αποτελεσματικών μετεγκαταστάσεων – Άρθρο 72 ΣΛΕΕ και εσωτερική ασφάλεια»

1. 

Υπό κανονικές συνθήκες, ο κανονισμός 604/2013 (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III) ( 2 ) διέπει τη μεταξύ των κρατών μελών κατανομή των προσώπων που ζητούν διεθνή προστασία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η συνεχιζόμενη σύρραξη στη Συρία έχει προκαλέσει δραματική αύξηση του συνολικού αριθμού των προσώπων που ζητούν την εν λόγω προστασία ( 3 ). Το επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι διά της Μεσογείου ήταν, και όντως παραμένει, για τα πρόσωπα αυτά (και για άλλους δυνητικούς πρόσφυγες) η κύρια οδός για να εισέλθουν στο έδαφος της Ένωσης ( 4 ). Η εν λόγω οδός θέτει υπό τεράστια πίεση δύο κράτη μέλη της Ένωσης, την Ιταλία και την Ελλάδα (στο εξής: κράτη μέλη της πρώτης γραμμής), τα οποία αμφότερα έχουν στη Μεσόγειο μεγάλη ακτογραμμή, η αστυνόμευση της οποίας είναι, από πρακτικής απόψεως, αδύνατη. Υπό κανονικές συνθήκες τα εν λόγω κράτη μέλη θα ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 5 ), υπεύθυνα για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται από τα πρόσωπα που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του εδάφους τους ( 6 ). Αμφότερα τα ως άνω κράτη μέλη κατακλύσθηκαν από τεράστιο αριθμό δυνητικών αιτούντων ( 7 ).

2. 

Στις 14 και στις 22 Σεπτεμβρίου 2015, αντιστοίχως, το Συμβούλιο εξέδωσε δύο αποφάσεις με τις οποίες θεσπίζονταν προσωρινά μέτρα υπέρ των κρατών μελών της πρώτης γραμμής: την απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 του Συμβουλίου ( 8 ) και την απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου ( 9 ). Αμφότερες οι αποφάσεις είχαν ως νομική βάση το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Με τις δύο εν λόγω αποφάσεις θεσπίστηκαν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μετεγκατάσταση, αντιστοίχως, 40000 και 120000 αιτούντων διεθνή προστασία. Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα αποκαλώ τις δύο αυτές αποφάσεις από κοινού «αποφάσεις μετεγκαταστάσεως» και θα αναφέρομαι χωριστά σε κάθε μία από αυτές μόνον όταν είναι σκόπιμο.

3. 

Κατά της νομιμότητας της αποφάσεως 2015/1601 ασκήθηκε προσφυγή η οποία δεν ευδοκίμησε ( 10 ).

4. 

Ήδη η Επιτροπή άσκησε προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά τριών κρατών μελών: της Πολωνίας (υπόθεση C-715/17), της Ουγγαρίας (υπόθεση C-718/17) και της Τσεχικής Δημοκρατίας (υπόθεση C-719/17). Θα αποκαλώ τα εν λόγω κράτη μέλη από κοινού, όταν είναι σκόπιμο, «τα τρία καθών κράτη μέλη».

5. 

Στο πλαίσιο των τριών αυτών παράλληλων δικών, η Επιτροπή προβάλλει ότι τα τρία καθών κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν, στην περίπτωση της Πολωνίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας, με το άρθρο 5, παράγραφος 2, αμφοτέρων των αποφάσεων 2015/1523 και 2015/1601 (στο εξής: απαίτηση για την ανάληψη δεσμεύσεων), ή, στην περίπτωση της Ουγγαρίας, με το άρθρο 5, παράγραφος 2, μόνον της αποφάσεως 2015/1601, καθώς και με τις συνακόλουθες υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 4 έως 11, των εν λόγω αποφάσεων αντιστοίχως, μη παρέχοντας συνδρομή στην Ιταλία και την Ελλάδα με την πραγματοποίηση μετεγκαταστάσεων αιτούντων διεθνή προστασία στα αντίστοιχα εδάφη τους, προκειμένου να λάβει εκεί χώρα η επί της ουσίας εκτίμηση των επιμέρους αιτήσεων ( 11 ).

6. 

Η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητούν το παραδεκτό των προσφυγών. Επικουρικώς, προβάλλουν ότι δύνανται να επικαλεστούν το άρθρο 72 ΣΛΕΕ για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι δεν εφάρμοσαν τις εν λόγω αποφάσεις (το κύρος των οποίων δεν αμφισβητούν τώρα), καθόσον τα μέτρα της Ένωσης που λαμβάνονται δυνάμει του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ (στον οποίο εντάσσεται το άρθρο 78 ΣΛΕΕ, που αποτελεί τη βάση των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως) «δεν θίγ[ουν] την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας».

7. 

Οι εν λόγω τρεις υποθέσεις συνεκδικάζονται και θα αναπτύξω κοινές προτάσεις οι οποίες αφορούν και τις τρεις διαδικασίες λόγω παραβάσεως.

Το νομικό πλαίσιο

8.

Οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δεν πρέπει να εξεταστούν μεμονωμένα. Εκδόθηκαν στο πλαίσιο ενός (ιδιαιτέρως περίπλοκου) πλέγματος υποχρεώσεων και συναφών ρυθμίσεων διεθνούς δικαίου και δικαίου της Ένωσης, σε συνδυασμό με την προσεκτική και εμπεριστατωμένη κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου. Θα προσπαθήσω να εκθέσω το πλαίσιο αυτό κατά το δυνατόν συνοπτικά.

Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

9.

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( 12 ) προβλέπει κατά τρόπο ευρύ ότι «[κ]άθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά άσυλο και του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες». Ωστόσο, το άρθρο της 14, παράγραφος 2, προβλέπει ότι «[τ]ο δικαίωμα αυτό δεν μπορεί κανείς να το επικαλεστεί, σε περίπτωση δίωξης για πραγματικό αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ή για ενέργειες αντίθετες προς τους σκοπούς και τις αρχές του ΟΗΕ» ( 13 ).

Η Σύμβαση της Γενεύης

10.

Το άρθρο 1, Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων ( 14 ) ορίζει στo πρώτο εδάφιό του ότι ο όρος «πρόσφυξ» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο εξαιτίας «δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης […]». Στο δεύτερο μέρος της εν λόγω διατάξεως διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά τους ανιθαγενείς, ο όρος «της χώρας αυτής» αναφέρεται στη χώρα της συνήθους διαμονής.

11.

Ωστόσο, το άρθρο 1, ΣΤ, προβλέπει ότι η Σύμβαση της Γενεύης «[…] δεν εφαρμόζ[εται] επί προσώπων διά τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι: α) έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητος εν τη εννοία των διεθνών συμφωνιών αίτινες συνήφθησαν επί σκοπώ αντιμετωπίσεως των αδικημάτων τούτων, β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης, γ) είναι ένοχα ενεργειών αντιθέτων προς τους σκοπούς και τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών».

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

12.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, «[η] Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση. Σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».

Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

13.

Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ αποτελεί μέρος του κεφαλαίου 1 («Γενικές διατάξεις»), το οποίο εντάσσεται στον τίτλο V της ΣΛΕΕ («Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης»· στο εξής: ΧΕΑΔ). Το άρθρο αυτό ορίζει με συνοπτικό τρόπο ότι «[ο] παρών τίτλος δεν θίγει την άσκηση των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας».

14.

Το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί μέρος του κεφαλαίου 2 («Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση»), επιβάλλει στην Ένωση να «αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με [τη Σύμβαση της Γενεύης], καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις». Το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει τη νομοθετική βάση για τη θέσπιση μέτρων με σκοπό την εγκαθίδρυση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (στο εξής: ΚΕΣΑ) ( 15 ).

15.

Το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει ότι, «[ε]φόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών. Το Συμβούλιο αποφασίζει μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

16.

Κατά το άρθρο 80 ΣΛΕΕ, «[ο]ι πολιτικές της Ένωσης που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο και η εφαρμογή τους διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο. Όποτε απαιτείται, οι πράξεις της Ένωσης που θεσπίζονται βάσει του παρόντος κεφαλαίου περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής».

Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

17.

Το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 16 ) ορίζει ότι «[τ]ο δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης […] και σύμφωνα με τη [ΣΕΕ] και τη [ΣΛΕΕ]».

Σχετικά στοιχεία από το κεκτημένο στον τομέα του ασύλου

18.

Εκτενής παράγωγη νομοθεσία της Ένωσης θεσπίζει το ΚΕΣΑ και προβλέπει ενιαίους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες που τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόζουν όταν εξετάζουν και κρίνουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας.

Η οδηγία για την αναγνώριση

19.

Η οδηγία 2011/95 (στο εξής: οδηγία για την αναγνώριση) ( 17 ) περιέχει ενιαίες απαιτήσεις που πρέπει να εφαρμόζονται όταν κρίνεται αν υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς δικαιούνται να τους χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρική προστασία. Περιέχει επίσης διατάξεις που διέπουν τον αποκλεισμό από το εν λόγω καθεστώς και επιτρέπουν στο κράτος μέλος να ανακαλέσει, να παύσει ή να αρνηθεί την ανανέωση του εν λόγω καθεστώτος σε ορισμένες περιπτώσεις.

20.

Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, ορίζει τη «διεθνή προστασία» ως «το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία ε) και ζ)»· το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, ορίζει τον «πρόσφυγα» κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 1, Α, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως της Γενεύης· το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, διευκρινίζει ότι «“καθεστώς πρόσφυγα” [είναι] η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα»· και το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, παρέχει ορισμό των «προσώπων που δικαιούνται επικουρική προστασία».

21.

Στο άρθρο 2, στοιχεία ηʹ και θʹ ορίζονται, αντιστοίχως, η «αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας» ως «η αίτηση παροχής προστασίας […] που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας» και ο «αιτών» ως «ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί τελεσίδικη απόφαση».

22.

Η οδηγία για την αναγνώριση ασχολείται εν συνεχεία με την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (κεφάλαιο ΙΙ, άρθρα 4 έως 8) και με την αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα (κεφάλαιο ΙΙΙ, άρθρα 9 έως 12). Το άρθρο 12, το οποίο επιγράφεται «Αποκλεισμός από το καθεστώς πρόσφυγα», περιέχει λεπτομερή κατάλογο υποχρεωτικών λόγων για τους οποίους υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα. Στο παρόν πλαίσιο, είναι σκόπιμο να επισημανθεί το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 2, το οποίο περιέχει κατάλογο λόγων που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν σε εκείνους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1, ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης ( 18 ).

23.

Το κεφάλαιο IV, το οποίο επιγράφεται «Καθεστώς πρόσφυγα», περιέχει μια μακροσκελή διάταξη (το άρθρο 14) η οποία εκθέτει τις περιπτώσεις στις οποίες το καθεστώς πρόσφυγα, άπαξ έχει χορηγηθεί, δύναται εντούτοις να τερματισθεί ή να μην ανανεωθεί. Σε αυτές συγκαταλέγονται η περίπτωση στην οποία το πρόσωπο θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί από το εν λόγω καθεστώς σύμφωνα με το άρθρο 12 (άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ), η περίπτωση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου προηγούμενης διαστρεβλώσεως γεγονότων η οποία υπήρξε αποφασιστική για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ), η περίπτωση που για εύλογους λόγους μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά «κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται» (άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ), καθώς και η περίπτωση στην οποία το πρόσωπο αυτό, «δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού» (άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ) ( 19 ).

24.

Στο κεφάλαιο V, το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας», το άρθρο 17 περιέχει σε γενικές γραμμές παρόμοιες προβλέψεις με εκείνες του άρθρου 12 για το καθεστώς πρόσφυγα, για τον αποκλεισμό υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς από το δικαίωμα επικουρικής προστασίας. Στους υποχρεωτικούς λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη, πλέον εκείνων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 12 της οδηγίας το οποίο απηχεί το άρθρο 1, ΣΤ, της Συμβάσεως της Γενεύης, περιλαμβάνεται επίσης η περίπτωση κατά την οποία «[ο αιτών] συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται» (άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ). Το άρθρο 17, παράγραφος 2, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως περί υποχρεωτικού αποκλεισμού «στα πρόσωπα που είναι ηθικοί αυτουργοί ή συμμετέχουν άλλως στη διάπραξη των εγκλημάτων ή πράξεων που αναφέρονται [στο άρθρο 17, παράγραφος 1]». Επιπλέον, το άρθρο 17, παράγραφος 3, παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς από το δικαίωμα επικουρικής προστασίας «εάν τα πρόσωπα αυτά διέπραξαν, πριν από την εισδοχή τους στο οικείο κράτος μέλος, ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκτός του πεδίου εφαρμογής [του άρθρου 17, παράγραφος 1], τα οποία θα επέσυραν την ποινή της φυλάκισης εάν είχαν διαπραχθεί στο οικείο κράτος μέλος, και εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους αποκλειστικά και μόνο για να αποφύγουν κυρώσεις συνεπεία των εν λόγω εγκλημάτων».

25.

Το κεφάλαιο VI, το οποίο επιγράφεται «Καθεστώς επικουρικής προστασίας», περιλαμβάνει στο άρθρο 19 διάταξη αντίστοιχη εκείνης του άρθρου 14 για το καθεστώς πρόσφυγα, η οποία παραθέτει κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες καθεστώς επικουρικής προστασίας, άπαξ έχει χορηγηθεί, δύναται εντούτοις να τερματισθεί ή να μην ανανεωθεί. Τέτοιες πράξεις επιτρέπονται, μεταξύ άλλων, αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα μπορούσε να είχε αποκλεισθεί ( 20 ) από την εν λόγω προστασία σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3 (άρθρο 19, παράγραφος 2), ή θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί ή αποκλείεται σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφοι 1 ή 2 (άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ), και αν προηγούμενη διαστρέβλωση υπήρξε αποφασιστική για τη χορήγηση του εν λόγω καθεστώτος (άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ).

26.

Τέλος, στο κεφάλαιο VII, το οποίο επιγράφεται «Περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας», το άρθρο 21 αφορά την προστασία από την επαναπροώθηση. Μολονότι το εν λόγω άρθρο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να «σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις» (άρθρο 21, παράγραφος 1), το άρθρο 21, παράγραφος 2, ρητώς ορίζει ότι, «[ο]σάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις [του άρθρου 21, παράγραφος 1], ένα κράτος μέλος δύναται να επαναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν α) υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή β) δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού».

Η οδηγία για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου

27.

Η οδηγία 2013/32 (στο εξής: οδηγία για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου) ( 21 ) θεσπίζει ενιαίες διαδικασίες για την επεξεργασία των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Η αιτιολογική σκέψη 51 της εν λόγω οδηγίας ρητώς αναφέρει ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 72 της [ΣΛΕΕ], η [εν λόγω] οδηγία δεν θίγει την άσκηση των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση του νόμου και της τάξης και τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας».

28.

Ο ορισμός του «αιτούντος» στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας αντικατοπτρίζει το άρθρο 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας για την αναγνώριση.

29.

Δεδομένου ότι στους πολυάριθμους αιτούντες που επρόκειτο να μετεγκατασταθούν βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως συγκαταλέγονται ασυνόδευτοι ανήλικοι, πρέπει να γίνει μνεία του άρθρου 25, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο iii, και στοιχείο βʹ, σημείο iii, της οδηγίας για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τους άλλως εφαρμοστέους διαδικαστικούς κανόνες αν ο συγκεκριμένος ασυνόδευτος ανήλικος «μπορεί, εξαιτίας σοβαρών λόγων, να θεωρείται επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή έχει απελαθεί διά της βίας, εξαιτίας σοβαρών λόγων εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, βάσει του εθνικού δικαίου» ( 22 ).

30.

Γενικότερα, το άρθρο 31 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου, το οποίο επιγράφεται «Διαδικασία εξέτασης», ρητώς εξουσιοδοτεί τα κράτη μέλη να επιταχύνουν τη διαδικασία εξετάσεως και/ή να διενεργούν την εν λόγω διαδικασία στα σύνορα ή σε ζώνες διελεύσεως αν, μεταξύ άλλων, «ο αιτών ενδέχεται, για σοβαρούς λόγους, να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους, ή έχει απελαθεί διά της βίας για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας» (άρθρο 31, παράγραφος 8, στοιχείο ιʹ) ( 23 ).

Η οδηγία περί υποδοχής

31.

Η οδηγία 2013/33 (στο εξής: οδηγία περί υποδοχής) ( 24 ) συμπληρώνει την οδηγία για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου προβλέποντας λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μεταχείριση (στο εξής: υποδοχή) των αιτούντων διεθνή προστασία κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των αιτήσεών τους. Ο ορισμός του «αιτούντος» στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας αντικατοπτρίζει το άρθρο 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας για την αναγνώριση.

32.

Στο κεφάλαιο II, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις σχετικά με τις συνθήκες υποδοχής», το άρθρο 7, παράγραφος 1, θεσπίζει την αρχή ότι οι αιτούντες μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή στην περιοχή την οποία τους ορίζει αυτό το κράτος μέλος. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή, το άρθρο 7, παράγραφος 2, ρητώς επιτρέπει στα κράτη μέλη να «αποφασίζουν σχετικά με τη διαμονή του αιτούντος, για λόγους δημόσιου συμφέροντος, δημόσιας τάξης ή, όταν είναι αναγκαίο, για την ταχεία επεξεργασία και την αποτελεσματική παρακολούθηση της αίτησής του/της για παροχή διεθνούς προστασίας».

33.

Το άρθρο 8 ρυθμίζει την κράτηση των αιτούντων. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, «[ε]φόσον κρίνεται αναγκαίο, και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν αιτούντα υπό κράτηση, εάν δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα». Ένας εκ των λόγων που συγκαταλέγονται στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων για τους οποίους επιτρέπεται η κράτηση είναι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».

Η οδηγία περί επιστροφής

34.

Τέλος, αν αιτών στον οποίο δεν χορηγήθηκε διεθνής προστασία εξακολουθεί να διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους, η οδηγία 2008/115 (στο εξής: οδηγία περί επιστροφής) ( 25 ) προβλέπει ενιαίους κανόνες για την απομάκρυνση και τον επαναπατρισμό του.

35.

Το άρθρο 1 διευκρινίζει ότι η οδηγία «θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του [ενωσιακού] και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα».

36.

Το άρθρο 2 προβλέπει ότι η οδηγία εφαρμόζεται, με ορισμένες εξαιρέσεις ( 26 ), στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας.

37.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη μέλη να εκδίδουν απόφαση επιστροφής ( 27 ) για οποιονδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Όταν η άμεση αναχώρηση του υπηκόου τρίτης χώρας απαιτείται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξεως, η εν λόγω απόφαση μπορεί να εκδοθεί ακόμη και αν το εν λόγω πρόσωπο διαθέτει έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα διαμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος (άρθρο 6, παράγραφος 2). Συνήθως, για την οικειοθελή αναχώρηση προβλέπεται κατάλληλο χρονικό διάστημα που κυμαίνεται μεταξύ 7 και 30 ημερών (άρθρο 7, παράγραφος 1), αλλά, «[ε]άν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, […] ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών» (άρθρο 7, παράγραφος 4). Ως έσχατη λύση, μπορούν να εφαρμοσθούν αναγκαστικά μέτρα για την απομάκρυνση (άρθρο 8, παράγραφος 4).

38.

Το άρθρο 11 ρυθμίζει την επιβολή απαγορεύσεως εισόδου συνοδεύουσας την απόφαση επιστροφής. Η εν λόγω απαγόρευση είναι υποχρεωτική αν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχωρήσεως (άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ). Η διάρκεια της απαγορεύσεως εισόδου «καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και, κανονικά, δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπερβαίνει την πενταετία, αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας αντιπροσωπεύει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια» (άρθρο 11, παράγραφος 2). Υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, αν η εν λόγω αναγκαστική μεταχείριση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και δεόντως δικαιολογημένη, τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας ενόψει απομακρύνσεως (βλ. τις λεπτομερείς προβλέψεις του άρθρου 15).

Οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως

39.

Πριν από την έκδοση των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέλαβε δράση για την αντιμετώπιση του φαινομένου που είχε αναγνωρισθεί ως γενική μεταναστευτική κρίση. Κατόπιν της συστάσεως της Επιτροπής της 8ης Ιουνίου 2015 ( 28 ), 27 κράτη μέλη (στα οποία δεν περιλαμβανόταν η Ουγγαρία) μαζί με την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ελβετία (στο εξής: κράτη του συστήματος Δουβλίνου) συμφώνησαν στις 20 Ιουλίου 2015 την επανεγκατάσταση, μέσω πολυμερών και εθνικών προγραμμάτων, 22504 εκτοπισθέντων ατόμων από τρίτες χώρες τα οποία σαφώς έχρηζαν διεθνούς προστασίας ( 29 ). Οι θέσεις μετεγκαταστάσεως κατανεμήθηκαν μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών του συστήματος του Δουβλίνου σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που εκτέθηκαν στο παράρτημα του ψηφίσματος της 20ής Ιουλίου 2015 ( 30 ).

40.

Στις 14 και στις 22 Σεπτεμβρίου 2015 αντιστοίχως, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2015/1523 και την απόφαση 2015/1601, χρησιμοποιώντας ως νομική βάση το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων προκειμένου να αντιμετωπίσει την επείγουσα κατάσταση στα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής. Αμφότερες οι αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η απόφαση 2015/1523 εκδόθηκε με συναίνεση ( 31 ), ενώ η απόφαση 2015/1601 εκδόθηκε με αυξημένη πλειοψηφία ( 32 ). Το γράμμα των δύο αποφάσεων μετεγκαταστάσεως δεν ταυτίζεται πλήρως. Βάσει της αποφάσεως 2015/1523, 40000 αιτούντες διεθνή προστασία επρόκειτο να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και την Ελλάδα μετά τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των κρατών μελών με το ψήφισμα της 20ής Ιουλίου 2015. Βάσει της αποφάσεως 2015/1601, 120000 αιτούντες διεθνή προστασία επρόκειτο να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και την Ελλάδα. Στα παραρτήματα της εν λόγω αποφάσεως προβλέπονταν οι ακριβείς αριθμοί των προσώπων που επρόκειτο να μετεγκατασταθούν σε κάθε κράτος μέλος.

41.

Στις 15 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή διατύπωσε σύσταση για ένα εθελοντικό ανθρωπιστικό πρόγραμμα εισδοχής από κοινού με την Τουρκία, προτείνοντας όπως τα συμμετέχοντα κράτη δέχονται άτομα που εκτοπίσθηκαν εξαιτίας της συρράξεως στη Συρία και τα οποία έχρηζαν διεθνούς προστασίας και είχαν καταγραφεί από τις τουρκικές αρχές πριν από τις 29 Νοεμβρίου 2015. Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα αποτελούσε συνοδευτικό μέτρο σε σχέση με τις αμοιβαίες δεσμεύσεις που περιλαμβάνει το κοινό σχέδιο δράσης μεταξύ της Ένωσης και της Τουρκίας της 29ης Νοεμβρίου 2015 ( 33 ).

Η απόφαση 2015/1523

42.

Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/1523 εξέθεταν τα εξής ( 34 ):

«(1)

Σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 3 της [ΣΛΕΕ], εφόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 80 της ΣΛΕΕ, οι πολιτικές της Ένωσης στον τομέα των συνοριακών ελέγχων, του ασύλου και της μετανάστευσης και η εφαρμογή τους πρέπει να διέπονται από τις αρχές της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, ενώ οι πράξεις της Ένωσης που θεσπίζονται στον τομέα αυτό πρέπει να περιέχουν κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής.

(3)

Η πρόσφατη κατάσταση κρίσης στη Μεσόγειο ώθησε τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να αναγνωρίσουν αμέσως τις έκτακτες μεταναστευτικές ροές σε αυτή την περιοχή και να απευθύνουν έκκληση να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα αλληλεγγύης για τα κράτη μέλη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Στην κοινή συνεδρίαση των Υπουργών Εξωτερικών και Εσωτερικών που πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου 2015, η Επιτροπή παρουσίασε ειδικότερα σχέδιο δέκα σημείων όσον αφορά τις άμεσες δράσεις που επιβάλλεται να ληφθούν για την αντιμετώπιση της εν λόγω κρίσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η δέσμευση εξέτασης των επιλογών που αφορούν τον μηχανισμό επείγουσας μετεγκατάστασης.

(4)

Κατά τη σύνοδό του της 23ης Απριλίου 2015, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει την εσωτερική αλληλεγγύη και ευθύνη και δεσμεύτηκε ιδίως να αυξήσει τη βοήθεια έκτακτης ανάγκης προς τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής και να εξετάσει τις επιλογές για τη διοργάνωση της οικειοθελούς επείγουσας μετεγκατάστασης, καθώς και να προβεί σε ανάπτυξη ομάδων της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ) στα κράτη μέλη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για την κοινή επεξεργασία των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, μεταξύ άλλων, σε θέματα καταχώρισης και λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων.

(5)

Στο ψήφισμά του της 28ης Απριλίου 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπενθύμισε εκ νέου την ανάγκη η Ένωση να στηρίξει την αντίδρασή της στις πρόσφατες τραγωδίες στη Μεσόγειο στην αλληλεγγύη και τη δίκαιη κατανομή των ευθυνών και να εντείνει τις προσπάθειές της στον τομέα αυτό έναντι εκείνων των κρατών μελών που υποδέχονται τον υψηλότερο αριθμό προσφύγων και αιτούντων διεθνή προστασία είτε σε απόλυτους αριθμούς είτε αναλογικά.

[…]

(9)

Μεταξύ των κρατών μελών που γνώρισαν καταστάσεις σημαντικής πίεσης και υπό το φως των πρόσφατων τραγικών γεγονότων στη Μεσόγειο, η Ιταλία και η Ελλάδα ειδικότερα ήλθαν αντιμέτωπες με άνευ προηγουμένου ροές μεταναστών, στους οποίους ανήκουν και οι αιτούντες που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, οι οποίοι φθάνουν στα εδάφη τους ασκώντας τεράστια πίεση στα συστήματα μετανάστευσης και ασύλου τους.

(10)

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα (Frontex), οι διαδρομές της Κεντρικής και της Ανατολικής Μεσογείου αποτέλεσαν τις κύριες περιοχές παράτυπης διέλευσης των συνόρων στην Ένωση το 2014. Πάνω από 170000 μετανάστες έφτασαν παράτυπα το 2014 μόνο στην Ιταλία, αντιπροσωπεύοντας αύξηση της τάξης του 277 % σε σύγκριση με το 2013. Σταθερή ήταν επίσης η αύξηση που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα, με περισσότερους από 50000 παράτυπους μετανάστες να φθάνουν στη χώρα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 153 % σε σύγκριση με το 2013. Οι συνολικοί αριθμοί αυξήθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2015. Τους πρώτους έξι μήνες του 2015, στην Ιταλία σημειώθηκε αύξηση των παράτυπων διελεύσεων των συνόρων κατά 5 % σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους. Η Ελλάδα βρέθηκε, εξάλλου, αντιμέτωπη με απότομη αύξηση του αριθμού παράτυπων διελεύσεων των συνόρων την ίδια περίοδο, που αντιστοιχεί σε εξαπλασιασμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014 (πάνω από 76000 το διάστημα Ιανουάριος-Ιούνιος του 2015 σε σύγκριση με τους 11336 το διάστημα Ιανουάριος-Ιούνιος 2014). Σημαντικό ποσοστό, από τον συνολικό αριθμό των παράτυπων μεταναστών που εντοπίστηκαν στις δύο αυτές περιοχές, απαρτίζεται από μετανάστες με εθνικότητες για τις οποίες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα ποσοστά αναγνώρισης σε επίπεδο Ένωσης είναι υψηλά.

[…]

(13)

Λόγω της συνεχιζόμενης αστάθειας και των συγκρούσεων στις άμεσα γειτονικές χώρες της Ιταλίας και της Ελλάδας, είναι πολύ πιθανό ότι θα συνεχίσει να ασκείται σημαντική και αυξανόμενη πίεση στα συστήματα μετανάστευσης και ασύλου τους, με σημαντικό μέρος των μεταναστών να έχει ενδεχομένως ανάγκη διεθνούς προστασίας. Αυτό καταδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να επιδειχθεί αλληλεγγύη έναντι της Ιταλίας και της Ελλάδας και να συμπληρωθούν οι δράσεις που έχουν αναληφθεί μέχρι στιγμής, ώστε να τους παρασχεθεί στήριξη με προσωρινά μέτρα στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης.

[…]

(16)

Εάν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει παρόμοια επείγουσα κατάσταση λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, την αναστολή των υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση.

(17)

Σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, τα μέτρα που σχεδιάζεται να ληφθούν υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας πρέπει να έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Η περίοδος των 24 μηνών είναι λογική προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση θα έχουν πραγματικό αντίκτυπο στο θέμα της στήριξης της Ιταλίας και της Ελλάδας για την αντιμετώπιση των σημαντικών μεταναστευτικών ροών στο έδαφός τους.

(18)

Τα μέτρα για μετεγκατάσταση από την Ιταλία και την Ελλάδα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση συνεπάγονται την προσωρινή παρέκκλιση από τον κανόνα που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] κατά τον οποίον η Ιταλία και η Ελλάδα θα ήταν διαφορετικά υπεύθυνες για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, καθώς και προσωρινή παρέκκλιση από τις διαδικαστικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των χρονικών ορίων, που καθορίζονται στα άρθρα 21, 22 και 29 του εν λόγω κανονισμού. Οι λοιπές διατάξεις του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ], περιλαμβανομένων των εκτελεστικών κανόνων του κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1560/2003 [ ( 35 )] και του εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) αριθ. 118/2014 [ ( 36 )], εξακολουθούν να ισχύουν, περιλαμβανομένων των κανόνων που προβλέπονται σε αυτούς και αφορούν, αφενός, την υποχρέωση των κρατών μελών μεταφοράς να αναλαμβάνουν τα έξοδα μεταφοράς του αιτούντος στο κράτος μέλος μετεγκατάστασης και, αφετέρου, τη συνεργασία σχετικά με τις μεταφορές μεταξύ κρατών μελών, καθώς και τη διαβίβαση πληροφοριών μέσω του ηλεκτρονικού δικτύου επικοινωνίας DubliNet.

Η απόφαση συνεπάγεται επίσης παρέκκλιση από τη συγκατάθεση του αιτούντος διεθνή προστασία όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 37 ).

(19)

Τα μέτρα μετεγκατάστασης δεν απαλλάσσουν τα κράτη μέλη από την πλήρη εφαρμογή του [κανονισμού Δουβλίνο III], περιλαμβανομένων των διατάξεων για την επανένωση των οικογενειών, η ειδική προστασία ασυνόδευτων ανηλίκων, και η διακριτική ρήτρα για ανθρωπιστικούς λόγους.

[…]

(21)

Τα προσωρινά μέτρα έχουν ως στόχο να απαλλάξουν την Ιταλία και την Ελλάδα από σημαντικές πιέσεις στον τομέα του ασύλου ιδίως με τη μετεγκατάσταση σημαντικού αριθμού αιτούντων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, οι οποίοι έφθασαν στο έδαφος της Ιταλίας ή της Ελλάδας μετά την ημερομηνία κατά την οποία έχει αρχίσει να εφαρμόζεται η παρούσα απόφαση. Με βάση τον συνολικό αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν εισέλθει παράτυπα στην Ιταλία ή την Ελλάδα το 2014 και τον αριθμό των προσώπων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, συνολικά 40000 αιτούντες που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας θα πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και την Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε περίπου 40 % του συνολικού αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών με σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, οι οποίοι έχουν εισέλθει παράτυπα στην Ιταλία και την Ελλάδα το 2014. Επομένως, το μέτρο μετεγκατάστασης που προτείνεται στην παρούσα απόφαση συνιστά δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, αφενός, και των άλλων κρατών μελών, αφετέρου. Με βάση τα ίδια συνολικά διαθέσιμα στοιχεία για το 2014 και κατά το πρώτο τετράμηνο του 2015 στην Ιταλία σε σύγκριση με την Ελλάδα, το 60 % αυτών των αιτούντων θα πρέπει να μετεγκατασταθεί από την Ιταλία και το 40 % από την Ελλάδα.

[…]

(24)

Με στόχο την εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών και λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα απόφαση συνιστά περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτικής στον τομέα αυτό, είναι σκόπιμο να διασφαλίζεται ότι τα κράτη μέλη που μεταφέρουν αιτούντες οι οποίοι έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας από την Ιταλία ή την Ελλάδα, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, λαμβάνουν εφάπαξ ποσό για κάθε μετεγκατάσταση προσώπου το οποίο είναι ίσο με το κατ’ αποκοπή ποσό που προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014, δηλαδή 6000 EUR, και υλοποιείται εφαρμόζοντας τις ίδιες διαδικασίες. Αυτό συνεπάγεται περιορισμένη, προσωρινή παρέκκλιση από το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014, δεδομένου ότι το κατ’ αποκοπή ποσό θα πρέπει να καταβάλλεται για μετεγκατάσταση αιτούντων και όχι στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Αυτή η προσωρινή επέκταση του πεδίου εφαρμογής των εν δυνάμει δικαιούχων του κατ’ αποκοπήν ποσού φαίνεται όντως να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συστήματος έκτακτης ανάγκης που έχει συσταθεί με την παρούσα απόφαση.

(25)

Είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί η θέσπιση ταχύρρυθμης διαδικασίας μετεγκατάστασης και να συνοδευθεί η εφαρμογή των προσωρινών μέτρων από τη στενή διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και από την επιχειρησιακή υποστήριξη που παρέχεται από την ΕΥΥΑ.

(26)

Η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μετεγκατάστασης, έως ότου εκτελεσθεί η μεταφορά του αιτούντος. Με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος, περιλαμβανομένων των κανόνων για την προστασία των δεδομένων, όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ευλόγως ότι ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική του ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη.

[…]

(32)

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να αποφεύγονται οι δευτερογενείς μετακινήσεις των μετεγκατεστημένων προσώπων από το κράτος μέλος της μετεγκατάστασης σε άλλα κράτη μέλη, πράγμα που θα παρεμπόδιζε την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας απόφασης. Οι αιτούντες θα πρέπει ειδικότερα να ενημερώνονται για τις συνέπειες τυχόν περαιτέρω παράτυπης μετακίνησης εντός των κρατών μελών καθώς και για το γεγονός ότι, εάν το κράτος μέλος της μετεγκατάστασης τους παρέχει διεθνή προστασία, διαθέτουν, καταρχήν, μόνο τα δικαιώματα που συνδέονται με τη διεθνή προστασία στο εν λόγω κράτος μέλος.

[…]

(41)

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, η παρούσα απόφαση πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

43.

Το άρθρο της 1 όριζε ότι η απόφαση 2015/1523 «[θέσπισε] προσωρινά μέτρα στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας, προκειμένου να τους δοθεί στήριξη για να αντιμετωπίσουν καλύτερα την επείγουσα κατάσταση που έχει προκληθεί λόγω της αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω κράτη μέλη».

44.

Στο άρθρο 2 παρατέθηκαν οι ακόλουθοι ορισμοί:

«α)

“αίτηση διεθνούς προστασίας”: η αίτηση διεθνούς προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο η) της [οδηγίας για την αναγνώριση]·

β)

“αιτών”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση·

γ)

“διεθνής προστασία”: το καθεστώς του πρόσφυγα και το καθεστώς της επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχεία ε) και ζ), αντίστοιχα, της [οδηγίας για την αναγνώριση]·

δ)

“μέλη της οικογένειας”: τα μέλη της οικογένειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ζ) του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ]·

ε)

“μετεγκατάσταση”: η μεταφορά του αιτούντος από το έδαφος του κράτους μέλους το οποίο τα κριτήρια που καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] υποδεικνύουν ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του (της) για διεθνή προστασία, στο έδαφος του κράτους μέλους της μετεγκατάστασης·

στ)

“κράτος μέλος της μετεγκατάστασης”: τα κράτη μέλη τα οποία καθίστανται υπεύθυνα για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτούντος, σύμφωνα με τον [κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ], μετά τη μετεγκατάστασή του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.»

45.

Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η μετεγκατάσταση σύμφωνα με την απόφαση 2015/1523 πραγματοποιούνταν μόνο για τους αιτούντες οι οποίοι είχαν καταθέσει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας στην Ιταλία ή την Ελλάδα και για τους οποίους θα ήταν άλλως υπεύθυνες αυτές βάσει των κριτηρίων για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

46.

Το άρθρο 4 είχε ως εξής:

«Μετά τη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των κρατών μελών με το ψήφισμα της 20ής Ιουλίου 2015 των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνερχομένων στα πλαίσια του Συμβουλίου, για τη μετεγκατάσταση από την Ιταλία και την Ελλάδα 40000 προσώπων με σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας:

α)

24000 αιτούντες θα μετεγκατασταθούν από την Ιταλία στο έδαφος των άλλων κρατών μελών·

β)

16000 αιτούντες θα μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα στο έδαφος των άλλων κρατών μελών.»

47.

Η διαδικασία μετεγκαταστάσεως ρυθμιζόταν στο άρθρο 5. Το γράμμα της εν λόγω διατάξεως έμοιαζε πολύ με το άρθρο 5 της αποφάσεως 2015/1601, το οποίο παραθέτω πλήρως σε επόμενο σημείο των παρουσών προτάσεων. Επομένως, δεν θα επαναλάβω εδώ το κείμενο του εν λόγω άρθρου.

48.

Το άρθρο 10 όριζε ότι «[τ]ο κράτος μέλος της μετεγκατάστασης εισπράττει κατ’ αποκοπή ποσό 6000 ευρώ για κάθε μετεγκαθιστάμενο πρόσωπο σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Αυτή η χρηματοδοτική στήριξη υλοποιείται με την εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 516/2014».

49.

Κατά το άρθρο 12, βάσει των πληροφοριών που παρέχονταν από τα κράτη μέλη και τους αρμόδιους οργανισμούς, η Επιτροπή έπρεπε να υποβάλλει στο Συμβούλιο κάθε 6 μήνες έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως 2015/1523. Η Επιτροπή έπρεπε επίσης να υποβάλλει στο Συμβούλιο κάθε 6 μήνες έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των «οδικών χαρτών» που αναφέρει το άρθρο 8 ( 38 ).

50.

Το άρθρο 13 προέβλεπε ότι η απόφαση 2015/1523 άρχιζε να ισχύει από τις 15 Σεπτεμβρίου 2015 και θα εφαρμοζόταν έως τις 17 Σεπτεμβρίου 2017.

Η απόφαση 2015/1601

51.

Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/1601 εξέθεταν επιπροσθέτως τα εξής ( 39 ):

«(11)

Στις 20 Ιουλίου 2015, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών στα κράτη μέλη, εγκρίθηκε με συναίνεση ψήφισμα των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με τη μετεγκατάσταση από την Ελλάδα και την Ιταλία 40000 ατόμων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας. Εντός περιόδου δύο ετών, 24000 άτομα θα μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και 16000 άτομα θα μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 για τη θέσπιση προσωρινού και έκτακτου μηχανισμού μετεγκατάστασης από την Ιταλία και την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη ατόμων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας.

(12)

Κατά τους τελευταίους μήνες, η μεταναστευτική πίεση στα νότια εξωτερικά χερσαία και θαλάσσια σύνορα έχει εκ νέου αυξηθεί απότομα, ενώ η μετατόπιση των μεταναστευτικών ροών συνεχίστηκε από την κεντρική προς την ανατολική Μεσόγειο και προς την οδό των δυτικών Βαλκανίων, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου αριθμού μεταναστών που φθάνουν στην Ελλάδα και από την Ελλάδα. Δεδομένης της κατάστασης, πρέπει να διασφαλισθούν περαιτέρω προσωρινά μέτρα για την άμβλυνση της πίεσης που ασκείται στον τομέα του ασύλου από την Ιταλία και την Ελλάδα.

[…]

(18)

[…] στην απόφαση (ΕΕ) 2015/1523 ορίζεται η υποχρέωση της Ιταλίας και της Ελλάδας να διαμορφώσουν διαρθρωτικές λύσεις για την αντιμετώπιση εξαιρετικών πιέσεων στα αντίστοιχα συστήματα ασύλου και μετανάστευσης, με τη θέσπιση άρτιου και στρατηγικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της κατάστασης κρίσης και την εντατικοποίηση της εν εξελίξει διαδικασίας μεταρρύθμισης σε αυτούς τους τομείς. Οι χάρτες πορείας τους οποίους έχουν υποβάλει η Ιταλία και η Ελλάδα για τον σκοπό αυτόν πρέπει να επικαιροποιηθούν ώστε να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα απόφαση.

[…]

(20)

Από τις 26 Σεπτεμβρίου 201654 000 αιτούντες θα πρέπει να μετεγκατασταθούν κατ’ αναλογία από την Ιταλία και την Ελλάδα προς άλλα κράτη μέλη. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να παρακολουθούν διαρκώς την κατάσταση όσον αφορά τη μαζική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, κατά το δέον, προτάσεις για την τροποποίηση της παρούσας απόφασης, ώστε να αντιμετωπίζεται η εξέλιξη της κατάστασης που επικρατεί επιτόπου και ο αντίκτυπός της στο μηχανισμό μετεγκατάστασης, καθώς επίσης και η εξέλιξη της πίεσης στα κράτη μέλη, ιδίως στα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής. Κατά την υποβολή αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις του πιθανού δικαιούχου κράτους μέλους.

[…]

(26)

Τα προσωρινά μέτρα έχουν ως στόχο να απαλλάξουν την Ιταλία και την Ελλάδα από σημαντικές πιέσεις στον τομέα του ασύλου, ιδίως με τη μετεγκατάσταση σημαντικού αριθμού αιτούντων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, οι οποίοι θα φθάσουν στο έδαφος της Ιταλίας και της Ελλάδας μετά από την ημερομηνία κατά την οποία έχει αρχίσει να εφαρμόζεται η παρούσα απόφαση. Με βάση τον συνολικό αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν εισέλθει παράτυπα στην Ιταλία και την Ελλάδα το 2015 και τον αριθμό των προσώπων που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, συνολικά 120000 αιτούντες που έχουν σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας θα πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία και την Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε περίπου 43 % του συνολικού αριθμού υπηκόων τρίτων χωρών με σαφή ανάγκη διεθνούς προστασίας, οι οποίοι έχουν εισέλθει παράτυπα στην Ιταλία και την Ελλάδα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2015. Το μέτρο μετεγκατάστασης που προβλέπεται στην παρούσα απόφαση συνιστά δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας αφενός, και των υπόλοιπων κρατών μελών, αφετέρου, δεδομένων των συνολικών διαθέσιμων στοιχείων για το 2015 σχετικά με την παράτυπη διέλευση των συνόρων. Λόγω των παραπάνω αριθμών, 13 % των αιτουμένων αυτών θα πρέπει να μετεγκατασταθούν από την Ιταλία, 42 % από την Ελλάδα και 45 % θα πρέπει να μετεγκατασταθούν όπως προβλέπεται στην παρούσα απόφαση.

[…]

(44)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας απόφασης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορούν, μάλλον, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα απόφαση δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

[…]

(50)

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, η παρούσα απόφαση θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ( 40 ).

52.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1 είχε πανομοιότυπη διατύπωση με εκείνη της μοναδικής περιόδου του άρθρου 1 της αποφάσεως 2015/1523 (θέσπιση προσωρινών μέτρων). Το άρθρο 1, παράγραφος 2, υποχρέωνε την Επιτροπή να διατηρεί υπό συνεχή εξέταση την κατάσταση όσον αφορά τις μαζικές εισροές υπηκόων τρίτων χωρών και να υποβάλλει προτάσεις για την τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως ώστε να λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως που επικρατεί επιτόπου και ο αντίκτυπός της στον μηχανισμό μετεγκαταστάσεως ( 41 ).

53.

Οι ορισμοί του άρθρου 2 αντικατόπτριζαν εκείνους του άρθρου 2 της αποφάσεως 2015/1523. Δεν θα τους επαναλάβω εδώ.

54.

Το άρθρο 3 («Πεδίο εφαρμογής») ήταν διατυπωμένο με όμοιο τρόπο με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2015/1523.

55.

Το άρθρο 4 επιγραφόταν «Μετεγκατάσταση 120000 αιτούντων στα κράτη μέλη». Όριζε τα εξής:

«1.   120000 αιτούντες πρέπει να μετεγκατασταθούν στα άλλα κράτη μέλη ως εξής:

α)

15600 αιτούντες θα μετεγκατασταθούν από την Ιταλία στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με τον πίνακα που περιέχεται στο παράρτημα Ι.

β)

50400 αιτούντες θα μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με τον πίνακα που περιέχεται στο παράρτημα ΙΙ.

γ)

54000 αιτούντες θα μετεγκατασταθούν [στο] έδαφος [άλλων] κρατών μελών αναλογικά με τα στοιχεία των παραρτημάτων Ι και ΙΙ, είτε σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου είτε με τροποποίηση της παρούσας απόφασης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Από τις 26 Σεπτεμβρίου 2016, 54000 αιτούντες, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γʹ, μετεγκαθίστανται από την Ιταλία και την Ελλάδα, σε ποσοστό που προκύπτει από τις παραγράφους 1, στοιχεία [α] και β, στο έδαφος άλλων κρατών μελών και αναλογικά με τα αριθμητικά στοιχεία που καθορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ. Η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση στο Συμβούλιο σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία που πρέπει να κατανεμηθούν αναλόγως ανά κράτος μέλος.

3.   Εάν μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 2016 η Επιτροπή κρίνει ότι η εξέλιξη της κατάστασης επιτόπου δικαιολογεί μία προσαρμογή του μηχανισμού μετεγκατάστασης ή ότι ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει κατάσταση έκτακτης ανάγκης που χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών που οφείλεται σε απότομη μετατόπιση των μεταναστευτικών ροών και λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του πιθανού δικαιούχου κράτους μέλους, μπορεί να υποβάλει, αν χρειάζεται, προτάσεις στο Συμβούλιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

3α.   Σε σχέση με τη μετεγκατάσταση αιτούντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους δεχόμενα στο έδαφός τους Σύρους υπηκόους ευρισκόμενους στην Τουρκία στο πλαίσιο εθνικού ή πολυμερούς προγράμματος νόμιμης εισδοχής για πρόσωπα που χρήζουν σαφώς διεθνούς προστασίας, πλην του προγράμματος επανεγκατάστασης που αποτέλεσε το αντικείμενο των συμπερασμάτων των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, συνελθόντων στα πλαίσια του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2015. Ο αριθμός των ατόμων που γίνονται δεκτά κατ’ αυτόν τον τρόπο από κράτος μέλος επιφέρει αντίστοιχη μείωση της υποχρέωσης του οικείου κράτους μέλους.

Το άρθρο 10 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, για κάθε τέτοια νόμιμη εισδοχή η οποία επιφέρει μείωση της υποχρέωσης μετεγκατάστασης.

Τα κράτη μέλη που επιλέγουν τη δυνατότητα που προβλέπει η παρούσα παράγραφος υποβάλλουν μηνιαία αναφορά στην Επιτροπή σχετικά με τον αριθμό των προσώπων που έγιναν νομίμως δεκτά για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, αναφέροντας το είδος του προγράμματος υπό το οποίο πραγματοποιήθηκε η εισδοχή και τον τύπο της νόμιμης εισδοχής που χρησιμοποιήθηκε.» ( 42 )

56.

Το παράρτημα Ι περιείχε κατάλογο με την κατανομή ανά κράτος μέλος αιτούντων διεθνή προστασία από την Ιταλία. Το παράρτημα II περιείχε κατάλογο με την κατανομή ανά κράτος μέλος τέτοιων αιτούντων από την Ελλάδα.

57.

Το άρθρο 5 είχε ως εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της διοικητικής συνεργασίας που απαιτείται για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα εθνικό σημείο επαφής, η διεύθυνση του οποίου γνωστοποιείται στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΥΥΑ. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, σε συνεννόηση με την ΕΥΥΑ και άλλους αρμόδιους οργανισμούς, για την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, μεταξύ άλλων σχετικά με τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

2.   Τα κράτη μέλη υποδεικνύουν, σε τακτά χρονικά διαστήματα και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που μπορούν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός τους, και παρέχουν κάθε άλλη σχετική πληροφορία.

3.   Βάσει αυτών των πληροφοριών, η Ιταλία και η Ελλάδα, με τη βοήθεια της ΕΥΥΑ και, κατά περίπτωση, των αξιωματικών συνδέσμων των κρατών μελών που αναφέρονται στην παράγραφο 8, προσδιορίζουν τους συγκεκριμένους αιτούντες που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν στα άλλα κράτη μέλη και κοινοποιούν, το συντομότερο, κάθε σχετική πληροφορία στα σημεία επαφής των εν λόγω κρατών μελών. Προτεραιότητα δίδεται για τον σκοπό αυτό σε ευάλωτους αιτούντες κατά την έννοια των άρθρων 21 και 22 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ.

4.   Βάσει της έγκρισης του κράτους μέλους μετεγκατάστασης, η Ιταλία και η Ελλάδα λαμβάνουν το συντομότερο δυνατό την απόφαση μετεγκατάστασης κάθε προσδιοριζόμενου αιτούντος σε συγκεκριμένο κράτος μέλος μετεγκατάστασης, σε διαβούλευση με την ΕΥΥΑ, και ενημερώνουν τον αιτούντα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4. Το κράτος μέλος μετεγκατάστασης μπορεί να αποφασίσει να μην εγκρίνει τη μετεγκατάσταση του αιτούντος μόνον εφόσον συντρέχουν βάσιμοι λόγοι, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

5.   Οι αιτούντες, τα δακτυλικά αποτυπώματα των οποίων απαιτείται να ληφθούν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 603/2013 [ ( 43 )], προτείνονται για μετεγκατάσταση μόνο εφόσον τα δακτυλικά τους αποτυπώματα έχουν ληφθεί και διαβιβαστεί στο Κεντρικό Σύστημα της Eurodac, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού.

6.   Η μεταφορά του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους μετεγκατάστασης πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κοινοποίησης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο της απόφασης μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 4 της παρούσας απόφασης. Η Ιταλία και η Ελλάδα διαβιβάζουν στο κράτος μέλος μετεγκατάστασης την ημερομηνία και τον χρόνο της μεταφοράς μαζί με οιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία.

7.   Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν τη μετεγκατάσταση του αιτούντος μόνον εφόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ή εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για την εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού όπως ορίζεται στα άρθρα 12 και 17 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

8.   Για την εφαρμογή όλων των πτυχών της διαδικασίας μετεγκατάστασης που περιγράφονται στο παρόν άρθρο, τα κράτη μέλη, μετά από ανταλλαγή όλων των σχετικών πληροφοριών, μπορούν να αποφασίσουν να διορίσουν αξιωματικούς συνδέσμους στην Ιταλία και την Ελλάδα.

9.   Κατά το κεκτημένο της Ένωσης, τα κράτη μέλη εκπληρώνουν εις ακέραιον τις υποχρεώσεις τους. Συνεπώς η ταυτοποίηση, η καταχώριση και η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων για τη διαδικασία μετεγκατάστασης διασφαλίζονται από την Ιταλία και την Ελλάδα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία παραμένει αποτελεσματική και διαχειρίσιμη, οι εγκαταστάσεις και τα μέτρα υποδοχής οργανώνονται με σκοπό την προσωρινή στέγαση προσώπων, σύμφωνα με το κεκτημένο της Ένωσης, μέχρις ότου ληφθεί γρήγορα απόφαση σχετικά με την κατάστασή τους. Οι αιτούντες που διαφεύγουν τη διαδικασία μετεγκατάστασης αποκλείονται από τη μετεγκατάσταση [ ( 44 )].

10.   Η διαδικασία μετεγκατάστασης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο περατώνεται το συντομότερο δυνατόν και όχι πάνω από δύο μήνες από τη στιγμή της υπόδειξης εκ μέρους του κράτους μέλους μετεγκατάστασης, σύμφωνα με την παράγραφο 2, εκτός εάν η έγκριση εκ μέρους του κράτους μέλους μετεγκατάστασης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 γίνει σε διάστημα λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τη λήξη του διμήνου. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την περάτωση της διαδικασίας μετεγκατάστασης μπορεί να παραταθεί για περαιτέρω διάστημα που δεν υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες. Επιπλέον, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί για επιπλέον τέσσερις εβδομάδες, όπου αρμόζει, εάν η Ιταλία και η Ελλάδα δείξουν ότι υπάρχουν αντικειμενικά πρακτικά κωλύματα που παρεμποδίζουν τη μεταφορά.

Εάν η διαδικασία μετεγκατάστασης δεν περατωθεί εντός αυτών των χρονικών ορίων και εκτός εάν η Ιταλία και η Ελλάδα συμφωνήσουν με το κράτος μετεγκατάστασης εύλογη παράταση του χρονικού ορίου, η Ιταλία και η Ελλάδα παραμένουν υπεύθυνες για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ].

11.   Μετά τη μετεγκατάσταση του αιτούντος, το κράτος μέλος μετεγκατάστασης λαμβάνει και διαβιβάζει στο Κεντρικό Σύστημα της Eurodac τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος δυνάμει του άρθρου 9 του [κανονισμού Eurodac] και ενημερώνει τα στοιχεία δυνάμει του άρθρου 10 και, κατά περίπτωση, του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού.»

58.

Σύμφωνα με το άρθρο 10, το κράτος μέλος μετεγκαταστάσεως εισέπραξε κατ’ αποκοπήν ποσό 6000 ευρώ για κάθε μετεγκατασταθέν πρόσωπο, ενώ η Ιταλία και η Ελλάδα (κατά περίπτωση) εισέπραξαν κατ’ αποκοπήν ποσό τουλάχιστον 500 ευρώ.

59.

Σύμφωνα με το άρθρο 12, βάσει των πληροφοριών που παρέχονταν από τα κράτη μέλη η Επιτροπή έπρεπε να υποβάλλει στο Συμβούλιο κάθε έξι μήνες έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της αποφάσεως 2015/1601.

60.

Σύμφωνα με το άρθρο 13, η απόφαση 2015/1601 άρχισε να ισχύει στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 και εφαρμόστηκε έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2017.

61.

Έκτοτε η Επιτροπή έχει εκδώσει 15 εκθέσεις περί μετεγκαταστάσεως και επανεγκαταστάσεως σύμφωνα με το άρθρο 12 των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως και το σημείο 6 της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 4ης Μαρτίου 2016 [«Αποκατάσταση του χώρου Σένγκεν – Χάρτης πορείας», COM(2016) 120 τελικό] ( 45 ).

Η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου

62.

Στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 αντιστοίχως, η Σλοβακία και η Ουγγαρία άσκησαν προσφυγές κατά του Συμβουλίου ζητώντας την ακύρωση της αποφάσεως 2015/1601 ( 46 ). Η Σλοβακία προέβαλε 6 λόγους ακυρώσεως, ενώ η Ουγγαρία προέβαλε 10 λόγους.

63.

Το Δικαστήριο εξέτασε τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως, ομαδοποιώντας τους σε υποκατηγορίες. Ξεκίνησε με την εκτίμηση των λόγων ακυρώσεως με τους οποίους προβαλλόταν ακαταλληλότητα του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως της αποφάσεως 2015/1601. Η εν λόγω εκτίμηση διαιρέθηκε στην εξέταση των ακόλουθων στοιχείων: i) του νομοθετικού χαρακτήρα της εν λόγω αποφάσεως· ii) του ζητήματος αν η απόφαση είχε προσωρινό χαρακτήρα και αν η διάρκεια εφαρμογής της ήταν υπερβολική· και iii) του ζητήματος αν η προσβληθείσα απόφαση πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

64.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως 2015/1601. Στο πλαίσιο αυτό, εξέτασε: i) αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε παραβεί το άρθρο 68 ΣΛΕΕ· ii) αν συνέτρεχε παραβίαση ουσιώδους τύπου, όπως αν είχε τηρηθεί η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο· iii) αν επιτρεπόταν στο Συμβούλιο να μην αποφασίσει ομόφωνα σύμφωνα με το άρθρο 293, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· iv) αν είχαν προσβληθεί τα δικαιώματα των εθνικών κοινοβουλίων να γνωμοδοτήσουν· και v) αν το Συμβούλιο είχε τηρήσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τη χρήση των γλωσσών κατά την έκδοση της αποφάσεως 2015/1601.

65.

Η τελευταία ομάδα λόγων ακυρώσεως που εξετάστηκε από το Δικαστήριο αφορούσε τους ουσιαστικούς λόγους ακυρώσεως που είχαν προβάλει η Σλοβακία και η Ουγγαρία. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνονταν οι ακόλουθοι: i) προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· ii) προβαλλόμενη μη συνεκτίμηση των συνεπειών της εν λόγω αποφάσεως όσον αφορά την Ουγγαρία· iii) προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου καθώς και της Συμβάσεως της Γενεύης.

66.

Με τις αναλυτικές και εκτενείς προτάσεις του, οι οποίες αναπτύσσονται σε 344 σημεία, ο αείμνηστος διαπρεπής συνάδελφος και φίλος γενικός εισαγγελέας Υ. Bot πρότεινε στο Δικαστήριο να απορρίψει τις εν λόγω προσφυγές ( 47 ).

67.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2017, με εξίσου αναλυτική και εκτενή απόφαση 347 σκέψεων, το τμήμα μείζονος συνθέσεως απέρριψε τις προσφυγές απορρίπτοντας όλους τους λόγους ακυρώσεως.

68.

Η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία στις τρεις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2017, ήτοι πριν από την έκδοση της αποφάσεως Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου ( 48 ). Ωστόσο, οι προσφυγές κατατέθηκαν στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2017 (Επιτροπή κατά Πολωνίας) και στις 22 Δεκεμβρίου 2017 (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας και Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας), αντιστοίχως, ήτοι, αφότου το Δικαστήριο είχε αποφανθεί υπέρ του κύρους της αποφάσεως 2015/1601. Επομένως, κατά τον χρόνο ενάρξεως της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το κύρος της εν λόγω αποφάσεως δεν αμφισβητούνταν πλέον.

69.

Κατά συνέπεια, το βασικό ζήτημα στις τρεις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: δεδομένου ότι η απόφαση 2015/1601 είναι νόμιμη και ως εκ τούτου ήταν πάντοτε δεσμευτική για όλα τα κράτη μέλη προς τα οποία απευθύνθηκε, υφίστανται νομικά επιχειρήματα που θα μπορούσαν να προβάλουν τα τρία καθών κράτη μέλη τα οποία θα μπορούσαν να τα απαλλάξουν από τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ( 49 );

Τα πραγματικά περιστατικά

70.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2015, η Πολωνία ανέλαβε έναντι της Επιτροπής τη δέσμευση να δεχθεί τη μετεγκατάσταση 100 αιτούντων (65 αιτούντων από την Ελλάδα και 35 από την Ιταλία). Επί αυτής της βάσεως, η Ελλάδα και η Ιταλία προσδιόρισαν αντιστοίχως 73 και 36 αιτούντες προς μετεγκατάσταση στην Πολωνία. Εντούτοις, η Επιτροπή επισημαίνει (χωρίς να αντικρουστεί από την Πολωνία) ότι ουδείς από τους εν λόγω αιτούντες μετεγκαταστάθηκε στην Πολωνία, καθώς και ότι η Πολωνία δεν ανέλαβε άλλες δεσμεύσεις έναντι της Επιτροπής για την αποδοχή αιτούντων.

71.

Η Επιτροπή επισημαίνει (χωρίς να αντικρουστεί από την Ουγγαρία) ότι η Ουγγαρία δεν ανέλαβε καμία δέσμευση έναντι της Επιτροπής να δεχθεί αιτούντες βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως.

72.

Στις 8 Ιουλίου 2015 –ήτοι προ των συμπερασμάτων της συνόδου του Συμβουλίου ΔΕΥ της 20ής Ιουλίου 2015 ( 50 )– η Τσεχική Δημοκρατία εξέδωσε το ψήφισμα 556 σχετικά με τη μετεγκατάσταση από την Ελλάδα και την Ιταλία ( 51 ). Στις 5 Φεβρουαρίου 2016, η Τσεχική Δημοκρατία ανέλαβε έναντι της Επιτροπής τη δέσμευση να δεχθεί τη μετεγκατάσταση 30 αιτούντων σύμφωνα με την απόφαση 2015/1523. Στις 13 Μαΐου 2016, συμπλήρωσε την εν λόγω δέσμευση δηλώνοντας ότι θα αποδεχόταν 20 ακόμη αιτούντες σύμφωνα με την απόφαση 2015/1601. Επ’ αυτής της βάσεως, η Ελλάδα και η Ιταλία προσδιόρισαν, αντιστοίχως, 30 και 10 αιτούντες προς μετεγκατάσταση στην Τσεχική Δημοκρατία. Η Επιτροπή επισημαίνει (πάλι χωρίς να αντικρουστεί από το κράτος μέλος) ότι, από τους αιτούντες που προτάθηκαν προς μετεγκατάσταση σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία συμφώνησε να δεχθεί 15 αιτούντες από την Ελλάδα, οι 12 εκ των οποίων πράγματι μετεγκαταστάθηκαν, και ότι ουδείς αιτών από την Ιταλία έγινε δεκτός ή μετεγκαταστάθηκε.

73.

Με παράλληλες επιστολές της 10ης Φεβρουαρίου 2016 προς την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή κάλεσε τα εν λόγω κράτη μέλη να ξεκινήσουν τις μετεγκαταστάσεις μεταναστών το ταχύτερο δυνατόν και να διασφαλίσουν την ταχεία εφαρμογή της διαδικασίας μετεγκαταστάσεως.

74.

Στις 4 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση (βάσει του άρθρου 12 των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως) η οποία επιγράφεται «Αποκατάσταση του χώρου Σένγκεν – Χάρτης πορείας» ( 52 ). Οι ακόλουθες επισημάνσεις από τις διάφορες εκθέσεις της Επιτροπής για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση, μαζί με τις επισημάνσεις της στην αλληλογραφία της με τα κράτη μέλη, εξηγούν την εξέλιξη των γεγονότων.

75.

Στην πρώτη έκθεση για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση, της 16ης Μαρτίου 2016, η Επιτροπή επισήμανε ότι «μόνο 937 άτομα έχουν μετεγκατασταθεί από την Ιταλία και την Ελλάδα» καθώς και ότι «[τ]ο μη ικανοποιητικό επίπεδο εφαρμογής αμφότερων των προγραμμάτων οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η έλλειψη πολιτικής βούλησης των κρατών μελών να εκπληρώσουν πλήρως και εγκαίρως τις νομικές τους υποχρεώσεις ως προς τη μετεγκατάσταση» ( 53 ).

76.

Στην τέταρτη έκθεση σχετικά με τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση, της 15ης Ιουνίου 2016, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[π]έντε κράτη μέλη (Αυστρία, Κροατία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία) δεν έχουν μετεγκαταστήσει ούτε έναν αιτούντα» καθώς και ότι «επτά κράτη μέλη (Βέλγιο, Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Λιθουανία, Ρουμανία και Τσεχική Δημοκρατία) έχουν μετεγκαταστήσει μόλις το 1 % του ποσοστού που τους έχει κατανεμηθεί» ( 54 ).

77.

Με παράλληλες επιστολές της 5ης Αυγούστου 2016 προς την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή ζήτησε από τα εν λόγω κράτη μέλη να «τηρήσουν τις δεσμεύσεις [τις οποίες είχαν αναλάβει] βάσει [των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως] και να δώσουν επειγόντως προσήκουσα απάντηση με την περισσότερο ενεργή και σε τακτική βάση εμπλοκή τους στη μετεγκατάσταση τόσο από την Ιταλία όσο και από την Ελλάδα». Με επιστολή της 5ης Αυγούστου 2016, η Επιτροπή υπενθύμισε με αντίστοιχο τρόπο στην Ουγγαρία τις δικές της υποχρεώσεις.

78.

Κατά τη διάρκεια της εκ μέρους της Μάλτας προεδρίας του Συμβουλίου (από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2017), ο Υπουργός Εσωτερικών της Μάλτας και η Επιτροπή από κοινού απευθύνθηκαν, στις 28 Φεβρουαρίου 2017, γραπτώς στους υπουργούς εσωτερικών όλων των άλλων κρατών μελών ( 55 ). Με την εν λόγω επιστολή επισήμαναν ότι, «ιδίως, προτρέπουμε τα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ακόμη πραγματοποιήσει καμία μετεγκατάσταση ή δεν έχουν πραγματοποιήσει μετεγκαταστάσεις στο ποσοστό που τους έχει κατανεμηθεί, να εντείνουν άμεσα τις προσπάθειές τους, και παράλληλα ενθαρρύνουμε τα κράτη μέλη που τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους να εξακολουθήσουν την προσπάθειά τους».

79.

Την 1η Μαρτίου 2017, η Τσεχική Δημοκρατία απάντησε στην Επιτροπή ότι θεωρούσε επαρκή την αρχική της προσφορά σχετικά με τη μετεγκατάσταση. Στις 5 Ιουνίου 2017, η Τσεχική Δημοκρατία εξέδωσε το ψήφισμα 439 σχετικά με τη «σημαντική επιδείνωση της καταστάσεως όσον αφορά την ασφάλεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε σχέση με τη δυσλειτουργία του συστήματος μετεγκαταστάσεως», το οποίο ανέστειλε το προγενέστερό της ψήφισμα 556 σχετικά με τη μετεγκατάσταση από την Ελλάδα και την Ιταλία βάσει της αποφάσεως 2015/1523. Επιπλέον, το ψήφισμα 439 ανέστειλε τη μετεγκατάσταση βάσει της αποφάσεως 2015/1601 και κάλεσε τον Υπουργό Εσωτερικών να παύσει τις ενέργειες στους εν λόγω τομείς. Ως δικαιολογία για τα μέτρα που προέβλεψε, το ψήφισμα 439 ανέφερε τη «δυσλειτουργία του συστήματος [μετεγκαταστάσεως]».

80.

Στη δέκατη έκθεση σχετικά με τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση, της 2ας Μαρτίου 2017, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[η] Ουγγαρία, η Αυστρία και η Πολωνία εξακολουθούν να αρνούνται να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Η Τσεχική Δημοκρατία δεν έχει αναλάβει δεσμεύσεις από τον Μάιο του 2016 και δεν έχει προβεί σε καμία μετεγκατάσταση από τον Αύγουστο του 2016» ( 56 ).

81.

Στη δέκατη πέμπτη έκθεση σχετικά με τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση, της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[η] Ουγγαρία και η Πολωνία παραμένουν τα μόνα κράτη μέλη που δεν έχουν προβεί σε καμία μετεγκατάσταση, η δε Πολωνία δεν έχει αναλάβει καμία δέσμευση από τις 16 Δεκεμβρίου 2015. Επιπλέον, η Τσεχική Δημοκρατία δεν έχει αναλάβει δεσμεύσεις από τον Μάιο του 2016 και δεν έχει προβεί σε καμία μετεγκατάσταση από τον Αύγουστο του 2016. Οι χώρες αυτές θα πρέπει να αρχίσουν αμέσως να αναλαμβάνουν δεσμεύσεις και να πραγματοποιούν μετεγκαταστάσεις» ( 57 ).

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

82.

Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητικές επιστολές και στα τρία καθών κράτη μέλη ( 58 ). Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων των εν λόγω κρατών μελών, η Επιτροπή εν συνεχεία διατύπωσε αιτιολογημένες γνώμες προς τα τρία καθών κράτη μέλη στις 26 Ιουλίου 2017, ορίζοντας την 23η Αυγούστου 2017 ως την ημερομηνία κατά την οποία τα εν λόγω κράτη μέλη όφειλαν να συμμορφωθούν με τις αιτιολογημένες γνώμες. Ωστόσο, αυτά δεν συμμορφώθηκαν.

83.

Με επιστολές της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή υπενθύμισε στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία ότι «το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφάτως επικύρωσε τη νομιμότητα των μέτρων μετεγκαταστάσεως» στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου. Η Επιτροπή κάλεσε τα τρία καθών κράτη μέλη να «προβ[ούν] ταχέως στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να συμβάλ[ουν] εγκαίρως στη μετεγκατάσταση των εναπομεινάντων επιλεγέντων αιτούντων, ξεκινώντας από την υπόδειξη των προσώπων που προτίθε[νται] να μετεγκαταστήσ[ουν] στο έδαφός [τους]».

84.

Ουδέν εκ των τριών καθών κρατών μελών απάντησε στην Επιτροπή.

85.

Εν συνεχεία, η Επιτροπή άσκησε τις υπό κρίση προσφυγές στις 21 Δεκεμβρίου 2017 (όσον αφορά την υπόθεση C-715/17, Επιτροπή κατά Πολωνίας) και στις 22 Δεκεμβρίου 2017 (όσον αφορά τόσο την υπόθεση C‑718/17, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, όσο και την υπόθεση C-719/17, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας).

86.

Στην υπόθεση C-715/17, Επιτροπή κατά Πολωνίας, η Επιτροπή ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Πολωνία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως να υποδεικνύει, σε τακτά χρονικά διαστήματα και οπωσδήποτε ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που μπορούν να μετεγκατασταθούν στο έδαφός της και να παρέχει κάθε άλλη σχετική πληροφορία, καθώς και ότι, συνεπώς, παρέβη τις περαιτέρω υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, των εν λόγω δύο αποφάσεων.

87.

Στην υπόθεση C-718/17, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, η Επιτροπή ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η Ουγγαρία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601 και ότι, κατά συνέπεια, παρέβη τις περαιτέρω υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, της εν λόγω αποφάσεως.

88.

Στην υπόθεση C-719/17, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, η αναγνώριση που ζητεί η Επιτροπή εκφράζεται με τους ίδιους όρους όπως η αναγνώριση που ζητείται στην υπόθεση C-715/17, Επιτροπή κατά Πολωνίας.

89.

Για τις τρεις αυτές υποθέσεις διεξήχθη πλήρης έγγραφη διαδικασία.

90.

Κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 15 Μαΐου 2019. Η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση και ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους.

Επί του παραδεκτού

91.

Τα τρία καθών κράτη μέλη αμφισβητούν το παραδεκτό των προσφυγών λόγω παραβάσεως που ασκήθηκαν εναντίον τους. Κατ’ ουσίαν, προβάλλουν τέσσερις κατηγορίες ισχυρισμών: i) έλλειψη αντικειμένου των υπό κρίση προσφυγών, έλλειψη έννομου συμφέροντος για την άσκηση των υπό κρίση προσφυγών και παραβίαση της αρχής της ορθής απονομής της δικαιοσύνης· ii) παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως· iii) προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, στον βαθμό που δεν τους παρασχέθηκε επαρκής χρόνος για να απαντήσουν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και αοριστία των αιτιάσεων της Επιτροπής· και iv) (στην υπόθεση C-719/17, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας) αοριστία του αιτητικού (του «petitum») της προσφυγής της Επιτροπής.

92.

Επομένως, θα εξετάσω τις εν λόγω τέσσερις κατηγορίες ισχυρισμών προκειμένου να εκτιμήσω αν οι προσφυγές που η Επιτροπή άσκησε στις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως είναι παραδεκτές.

Έλλειψη αντικειμένου, έλλειψη έννομου συμφέροντος για την άσκηση των υπό κρίση προσφυγών και παραβίαση της αρχής της ορθής απονομής της δικαιοσύνης

93.

Τα τρία καθών κράτη μέλη προβάλλουν ότι οι προσφυγές που η Επιτροπή άσκησε εναντίον τους είναι απαράδεκτες καθόσον είναι άνευ αντικειμένου, επειδή η ισχύς των υποχρεώσεων τις οποίες δημιούργησε το άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 4 έως 11, της αποφάσεως 2015/1523 και της αποφάσεως 2015/1601 έπαυσε οριστικά στις 17 και στις 26 Σεπτεμβρίου 2016, αντιστοίχως.

94.

Η Πολωνία (υπόθεση C-715/17) επισημαίνει ότι η προβαλλόμενη παράβαση έπαυσε να υφίσταται από τις 18 και τις 27 Σεπτεμβρίου 2017, αντιστοίχως, όσον αφορά κάθε μία από τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως. Ενώ αναγνωρίζει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η ύπαρξη παραβάσεως υποχρεώσεων πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τη νομοθεσία της Ένωσης που ίσχυε κατά τη λήξη της προθεσμίας που η Επιτροπή έταξε στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου αυτό να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη ( 59 ) (εν προκειμένω, στις 23 Αυγούστου 2017), η Πολωνία θεωρεί ότι ο σκοπός της εν λόγω προσφυγής πρέπει να είναι να θέσει τέλος στην παράβαση. Η Πολωνία προβάλλει ότι, εφόσον η ισχύς των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως έχει λήξει και τα οικεία κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να άρουν τη μη συμμόρφωσή τους, η υπό κρίση προσφυγή στερείται αντικειμένου. Η Πολωνία διατείνεται περαιτέρω ότι, εφόσον δεν υφίσταται δυνητικός τρόπος θεραπείας της προβαλλόμενης παραβάσεως, η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί μόνο να έχει αναγνωριστικό αποτέλεσμα.

95.

Η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία υιοθέτησαν αντίστοιχη προσέγγιση στα υπομνήματά τους και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

96.

Κατά την Ουγγαρία (υπόθεση C-718/17), η εν λόγω χρήση της διαδικασίας λόγω παραβάσεως είναι απρόσφορη, καταχρηστική και αντίθετη προς την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καθόσον μπορεί μόνο να οδηγήσει σε διαπίστωση αρχής στερούμενη οποιουδήποτε πρακτικού έννομου αποτελέσματος. Η Τσεχική Δημοκρατία (υπόθεση C-719/17) προσθέτει ότι η διαδικασία λόγω παραβάσεως δεν έχει ως σκοπό την πραγματοποίηση μιας «ακαδημαϊκής συζητήσεως» επί του ζητήματος αν, στο παρελθόν, κράτος μέλος παραβίασε ή όχι το δίκαιο της Ένωσης.

97.

Στο ίδιο πνεύμα, τα καθών κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι έχει επαρκές έννομο συμφέρον για την άσκηση των υπό κρίση προσφυγών και ότι με τη σχετική ενέργειά της επιδιώκει έναν αμιγώς πολιτικό σκοπό, ήτοι να «στιγματίσει» τα κράτη μέλη που αμφισβήτησαν ανοιχτά τον μηχανισμό μετεγκαταστάσεως ο οποίος θεσπίστηκε με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως ( 60 ). Τα εν λόγω κράτη μέλη διατείνονται ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεν σεβάστηκε το πνεύμα του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

98.

Δεν δέχομαι τους εν λόγω ισχυρισμούς.

99.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία που θεσπίστηκε με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ στηρίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση της αθετήσεως εκ μέρους κράτους μέλους των υποχρεώσεων που αυτό υπέχει βάσει του δικαίου της Ένωσης ( 61 ).

100.

Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Δικαστήριο βάσει της εν λόγω διατάξεως, είναι, κατ’ ουσίαν, αναγνωριστικού χαρακτήρα ( 62 ). Κατά συνέπεια, αυτός καθ’ εαυτόν ο σκοπός της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι η θεραπεία της προβαλλόμενης παραβάσεως. Το Δικαστήριο απλώς αναγνωρίζει ότι το κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του ή απορρίπτει την προσφυγή. Άπαξ αποδειχθεί η παράβαση, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διαταγή προς το οικείο κράτος μέλος. Στο τελευταίο εναπόκειται, αναλόγως της περιπτώσεως, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

101.

Κατά πάγια επίσης νομολογία, το ζήτημα αν κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις του πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση στο κράτος μέλος κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε ακολούθως επερχόμενες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο ( 63 ). Επομένως, η Επιτροπή δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ακόμη και αν η προβαλλόμενη παράβαση έχει ουσιαστικά παύσει ( 64 ).

102.

Η νομολογία την οποία επικαλέστηκε στα υπομνήματά της η Πολωνία δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Η υπόθεση C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας ( 65 ), αφορούσε την περίπτωση κατά την οποία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής είχε επέλθει μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως έμειναν αμετάβλητες έως τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Το γεγονός ότι εν συνεχεία έληξε η ισχύς των εν λόγω αποφάσεων δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το γεγονός ότι τα τρία καθών κράτη μέλη (όπως δέχονται και τα ίδια) δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις που προέβλεπαν οι εν λόγω αποφάσεις. Στην υπόθεση C-177/03, Επιτροπή κατά Γαλλίας ( 66 ), οι μεταβολές στην επίμαχη εθνική νομοθεσία είχαν επέλθει μεταξύ της λήξεως της προθεσμίας που είχε ταχθεί προς συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη και της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως, και επομένως η απόφαση που θα εκδιδόταν συναφώς θα μπορούσε να «χάσει σημαντικό μέρος της χρησιμότητάς της». Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι σε αυτές τις περιστάσεις θα ήταν προτιμότερο για την Επιτροπή να μην ασκήσει προσφυγή αλλά να διατυπώσει «νέα αιτιολογημένη γνώμη διευκρινίζοντας τις αιτιάσεις που σκοπεύει να διατηρήσει λαμβανομένης υπόψη της αλλαγής των περιστάσεων» ( 67 ). Είναι προφανές ότι η εν λόγω κρίση δεν έχει εφαρμογή επί των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

103.

Εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η παράβαση βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως υφίστατο κατά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την αιτιολογημένη γνώμη (23 Αυγούστου 2017), η Επιτροπή νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως βάσει των εν λόγω αποφάσεων και να ζητήσει από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει την ύπαρξη της εν λόγω παραβάσεως. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως έχουν ήδη παύσει να ισχύουν, δεν είναι αναγκαία η λήψη από τα καθών κράτη μέλη συγκεκριμένων μέτρων για τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης. Τούτο ωστόσο δεν σημαίνει ότι η διαδικασία στερείται αντικειμένου.

104.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος ούτε να εξηγήσει για ποιους λόγους άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως ( 68 ). Αληθεύει ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σε περίπτωση παραβάσεως πραγματοποιηθείσας στο παρελθόν πρέπει να εξετάζει «αν η Επιτροπή εξακολουθεί να έχει επαρκές έννομο συμφέρον» να ασκήσει προσφυγή ( 69 ). Εν προκειμένω –όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή– η διαφορά μεταξύ της Επιτροπής και των τριών καθών κρατών μελών εγείρει βασικά ζητήματα, ιδίως αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 72 ΣΛΕΕ προκειμένου να απαλλαγούν τα κράτη μέλη από τις άλλως δεσμευτικές υποχρεώσεις που υπέχουν από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.

105.

Γενικότερα, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας εγείρονται εύλογα και σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τον σεβασμό του κράτους δικαίου, την αρχή της αλληλεγγύης, την κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου καθώς και τον ρόλο της Επιτροπής ως θεματοφύλακα των Συνθηκών. Η κρισιμότητα των εν λόγω ζητημάτων διατηρείται στο ακέραιο, είτε η παράβαση έλαβε χώρα στο παρελθόν είτε όχι. Τούτο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί –όπως προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία– «ακαδημαϊκή» συζήτηση. Δυστυχώς, η μελλοντική διαχείριση της μαζικής μεταναστεύσεως κάλλιστα μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα παρόμοια με εκείνα που οδήγησαν στην έκδοση των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, το συμφέρον της Επιτροπής για τη διαπίστωση των εν λόγω παραβάσεων και για τη διευκρίνιση των υποχρεώσεων των κρατών μελών είναι αναμφισβήτητο ( 70 ).

106.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι οι προσφυγές που η Επιτροπή άσκησε στις παρούσες υποθέσεις δεν είναι άνευ αντικειμένου. Η Επιτροπή έχει επαρκές έννομο συμφέρον για την άσκηση των εν λόγω προσφυγών, η δε προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

107.

Η Ουγγαρία (υπόθεση C-718/17) προβάλλει ότι με την άσκηση προσφυγών λόγω παραβάσεως μόνο κατά των τριών καθών κρατών μελών, ενώ με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δεν συμμορφώθηκε πλήρως η μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ και καταστρατήγησε τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

108.

Ειδικότερα η Ουγγαρία προβάλλει ότι η Επιτροπή επέλεξε αυθαίρετα και κατά τρόπο που εισάγει δυσμενείς διακρίσεις την ομάδα των κρατών μελών κατά των οποίων στρέφονται οι παρούσες προσφυγές λόγω παραβάσεως. Αν η Επιτροπή είχε ακολουθήσει αντικειμενική προσέγγιση, θα είχε ασκήσει τις εν λόγω προσφυγές κατά όλων των κρατών μελών που δεν είχαν συμμορφωθεί πλήρως με τις υποχρεώσεις που υπείχαν βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως, καθόσον όλα τα εν λόγω κράτη μέλη βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση. Επομένως, προβάλλοντας το εν λόγω επιχείρημα, η Ουγγαρία υιοθετεί δυαδική προσέγγιση. Μόνον δύο ομάδες έπρεπε να ληφθούν υπόψη: τα κράτη που συμμορφώθηκαν πλήρως με τις υποχρεώσεις τους και εκείνα που δεν συμμορφώθηκαν, ανεξάρτητα από το πόσο σοβαρή ή ήσσονος σημασίας μπορεί να είναι αυτή η μη συμμόρφωση ( 71 ). Στοχοποιώντας την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή επιχειρεί να καταστήσει τα εν λόγω κράτη μέλη (παραθέτω αυτολεξεί) «αποδιοπομπαίους τράγους», προκειμένου να εξιλεωθεί για το «φιάσκο» του συστήματος μετεγκαταστάσεως που θεσπίστηκε με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

109.

Η Πολωνία (υπόθεση C-715/17) υιοθετεί παρόμοια θέση με την Ουγγαρία επί των εν λόγω ζητημάτων.

110.

Δεν δέχομαι την ανωτέρω συλλογιστική.

111.

Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ: «στην Επιτροπή εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους, να προσδιορίσει τις διατάξεις που αυτό παραβιάζει και να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά του κράτους αυτού, οι δε λόγοι που προσδιορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής» ( 72 ).

112.

Επομένως, το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε κατά κάποιου κράτους μέλους προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την κρίση επί του παραδεκτού αντίστοιχης προσφυγής η οποία ασκήθηκε κατά άλλου κράτους μέλους ( 73 ).

113.

Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει σαφώς ότι «τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από τη [ΣΛΕΕ] στηριζόμενα στο γεγονός ότι και άλλα κράτη μέλη παραβαίνουν ενδεχομένως τις υποχρεώσεις τους». Στην έννομη τάξη της Ένωσης, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη δεν μπορεί να υπόκειται σε όρο αμοιβαιότητας. Τα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ προβλέπουν τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα σε περιπτώσεις παραβάσεως εκ μέρους των κρατών μελών των υποχρεώσεων που υπέχουν από τη ΣΛΕΕ ( 74 ).

114.

Τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία δήλωσαν ότι με τους ως άνω ισχυρισμούς τους δεν επικαλούνται τη μη συμμόρφωση άλλων κρατών μελών προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του δικαίου της Ένωσης ως δικαιολογία για τις δικές τους παραβάσεις των ίδιων αυτών υποχρεώσεων. Οι απλές αυτές δηλώσεις ουδόλως με πείθουν. Αμφότερα τα κράτη μέλη εκθέτουν στα υπομνήματά τους ότι επικαλούνται γενικευμένες ελλείψεις στην εφαρμογή του συστήματος μετεγκαταστάσεως με σκοπό να προσβάλουν το παραδεκτό των εναντίον τους προσφυγών και να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να εφαρμόσουν τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως. Οι εν λόγω γενικευμένες ελλείψεις, αν αποδεικνύονταν, (εξ υποθέσεως) θα επηρέαζαν την ικανότητα όλων των κρατών μελών να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως. Περαιτέρω, τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία επικαλούνται (μέσω του ισχυρισμού τους περί δυσμενών διακρίσεων) το γεγονός ότι πολλά άλλα κράτη μέλη δεν συμμορφώθηκαν πλήρως με τις υποχρεώσεις που υπείχαν βάσει των εν λόγω αποφάσεων.

115.

Καταστρατήγησε η Επιτροπή τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της; Πιο συγκεκριμένα, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι τα τρία καθών κράτη μέλη βρίσκονταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των άλλων κρατών μελών και ότι η Επιτροπή προδήλως καταστρατήγησε τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, επιφυλάσσοντας αδικαιολόγητα διαφορετική μεταχείριση εις βάρος των τριών αυτών κρατών μελών;

116.

Φρονώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική.

117.

Όπως η Επιτροπή επισήμανε με τα δικόγραφά της και με τις αγορεύσεις της, τα τρία καθών κράτη μέλη ήταν τα μοναδικά που δεν ανέλαβαν καμία επίσημη δέσμευση μετεγκαταστάσεως (η Ουγγαρία) ή δεν ανέλαβαν καμία δέσμευση μετεγκαταστάσεως επί τουλάχιστον 1 έτος (η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία) βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της Επιτροπής. Η δωδέκατη και η δέκατη τρίτη έκθεση για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση παρέχουν πληθώρα στοιχείων για την απόδειξη των εν λόγω γεγονότων.

118.

Επομένως, τα τρία καθών κράτη μέλη βρίσκονται σε κατάσταση η οποία μπορεί να διακριθεί, λόγω της σοβαρότητας και της επιμονής της μη συμμορφώσεώς τους, από την κατάσταση των άλλων κρατών μελών, τα οποία τουλάχιστον ανέλαβαν τη δέσμευση να μετεγκαταστήσουν συγκεκριμένους αριθμούς αιτούντων διεθνή προστασία, ακόμη και αν (δυστυχώς) οι εν λόγω δεσμεύσεις δεν υλοποιήθηκαν συστηματικά με την πραγματοποίηση των σχετικών μετεγκαταστάσεων ( 75 ).

119.

Επομένως, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ διακριτικής ευχέρειάς της ασκώντας προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας χωρίς να ασκήσει τέτοιες προσφυγές κατά άλλων κρατών μελών που δεν τήρησαν πλήρως τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

120.

Τέλος, στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρω έναν πρόσθετο ισχυρισμό που η Ουγγαρία προέβαλε με τα υπομνήματά της. Το εν λόγω κράτος μέλος αμφισβητεί αν είναι όντως δυνατόν να απαιτείται συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση 2015/1601 ελλείψει πλήρους συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν βάσει της αποφάσεως 2015/1523. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται από την Ουγγαρία, φρονώ ότι είναι εντελώς αλυσιτελής. Η Ουγγαρία θιγόταν μόνον από την απόφαση 2015/1601, η δε εναντίον της προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορά μόνο τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπείχε βάσει της εν λόγω αποφάσεως.

121.

Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί επί του παραδεκτού που στηρίζονται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθούν.

Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

122.

Η Ουγγαρία (υπόθεση C-718/17) υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας i) παρέχοντάς της προθεσμία 4 μόλις εβδομάδων για να απαντήσει τόσο στην προειδοποιητική επιστολή όσο και στην αιτιολογημένη γνώμη και ii) μη προσδιορίζοντας σαφώς την προβαλλόμενη παράβαση, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς τον σύνδεσμο μεταξύ της προβαλλόμενης παραβάσεως του άρθρου 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601 και των προβαλλόμενων παραβάσεων του άρθρου 5, παράγραφοι 4 και 11, της εν λόγω αποφάσεως.

Οι προθεσμίες για την απάντηση στα έγγραφα που αντάλλαξαν οι διάδικοι κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία

123.

Η Ουγγαρία αναγνωρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή αναμφισβήτητα διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις προθεσμίες που τάσσει για τα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Φρονεί, εντούτοις, ότι εν προκειμένω η Επιτροπή καταστρατήγησε την εν λόγω διακριτική ευχέρεια. Η Ουγγαρία προβάλλει ότι η Επιτροπή επέβαλε «εξαιρετικά σύντομες» προθεσμίες εν μέσω καλοκαιριού και δίχως να λάβει υπόψη το γεγονός ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η Ουγγαρία αντιμετώπιζε άλλη διαδικασία λόγω παραβάσεως. Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι ο εν λόγω χειρισμός είχε σκοπό να καταστήσει αδύνατη την άσκηση από την Ουγγαρία των δικαιωμάτων της άμυνας.

124.

Περαιτέρω, η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη επείγουσας καταστάσεως την οποία η ίδια είχε προκαλέσει μη αναλαμβάνοντας δράση νωρίτερα καθώς και ότι η Επιτροπή όρισε πιο σύντομες προθεσμίες με μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει το παραδεκτό της προσφυγής λόγω παραβάσεως, την οποία η Επιτροπή ήταν ούτως ή άλλως αποφασισμένη να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προ του τέλους του έτους ( 76 ).

125.

Τέλος, η Ουγγαρία προβάλλει ότι οι σύντομες προθεσμίες δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από το γεγονός ότι είχε πλήρη επίγνωση της προβαλλόμενης παραβάσεως.

126.

Συμφωνώ με την Επιτροπή ως προς το ότι τα δικαιώματα άμυνας της Ουγγαρίας δεν προσβλήθηκαν από τις σύντομες προθεσμίες που τάχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προ της ασκήσεως της προσφυγής.

127.

Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής έχει διττό σκοπό. Σκοπός της είναι να παρασχεθεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή ( 77 ). Η ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας αυτής συνιστά ουσιώδη εγγύηση παρεχόμενη από τη ΣΛΕΕ όχι μόνο για να προστατευθούν τα δικαιώματα του συγκεκριμένου κράτους μέλους, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι η δίκη που ενδέχεται να κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο διαφορά που έχει καθορισθεί με σαφήνεια ( 78 ). Επομένως, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (προειδοποιητική επιστολή και στη συνέχεια αιτιολογημένη γνώμη) χρησιμεύει για να οριοθετηθεί το αντικείμενο της διαφοράς και να μπορέσει το κράτος μέλος να προετοιμάσει την άμυνά του και επίσης (το σημαντικότερο) να παρασχεθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του πριν από την άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου.

128.

Επομένως, η Επιτροπή πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη εύλογη προθεσμία για να απαντούν στις προειδοποιητικές επιστολές και να συμμορφώνονται προς την αιτιολογημένη γνώμη, ή, ενδεχομένως, να προετοιμάζουν την άμυνά τους. Για να εκτιμηθεί το εύλογο της ταχθείσας προθεσμίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συναφώς, βραχύτατες προθεσμίες μπορούν να δικαιολογηθούν σε ειδικές περιστάσεις, ιδίως όταν είναι επείγον να δοθεί τέλος σε παράβαση κράτους μέλους ή όταν το σχετικό κράτος μέλος έχει πλήρη επίγνωση της απόψεως της Επιτροπής πολύ πριν από την έναρξη της διαδικασίας ( 79 ).

129.

Υπενθυμίζω επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην Επιτροπή εναπόκειται να «να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά [κράτους μέλους], οι δε λόγοι που προσδιορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής» ( 80 ).

130.

Όσον αφορά το επείγον της υποθέσεως, επισημαίνω ότι οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως εκδόθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια ιδιαιτέρως κρίσιμη και πιεστική κατάσταση μαζικής μεταναστεύσεως, η οποία δικαιολογούσε τη λήψη των προσωρινών μέτρων που προέβλεπαν οι εν λόγω αποφάσεις.

131.

Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι υιοθέτησε μια προσέγγιση συνεργασίας, η οποία σκοπούσε να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν οικειοθελώς τα μέτρα που προβλέπονταν στις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως. Η Επιτροπή επίσης θέλησε να συνυπολογίσει τον χρόνο που το κάθε κράτος μέλος θα χρειαζόταν για να προετοιμάσει τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως, η οποία περιελάμβανε –όπως ορθά επισήμανε– περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες οι οποίες απαιτούν στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών.

132.

Στις εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση εφιστάτο η προσοχή των κρατών μελών στις υποχρεώσεις που είχαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

133.

Κατά λογική συνέπεια, ακριβώς επειδή η Επιτροπή επέλεξε να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν οικειοθελώς προς τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως, δεν κίνησε τη διαδικασία λόγω παραβάσεως νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της εικοσιτετράμηνης προθεσμίας για την εφαρμογή των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως. Τον Μάιο του 2017 η κίνηση διαδικασίας λόγω παραβάσεως είχε όντως καταστεί επείγουσα. Το γεγονός αυτό δεν οφειλόταν στην Επιτροπή, αλλά στη σταθερή άρνηση των τριών καθών κρατών μελών να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι «επικαλείται μια επείγουσα κατάσταση που δημιούργησε η ίδια» μη κινώντας νωρίτερα την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία. Για τον λόγο αυτόν, η από την Ουγγαρία επίκληση της αποφάσεως 293/85, Επιτροπή κατά Βελγίου ( 81 ), δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

134.

Υπενθυμίζω επίσης ότι στην απόφαση C-20/09, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή έχει ως αποστολή να μεριμνά αυτεπαγγέλτως και προς το γενικό συμφέρον για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, του δικαίου της Ένωσης και να διαπιστώνει τυχόν παραβάσεις των εντεύθεν υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους ( 82 ). Επομένως, θεμιτά η Επιτροπή φρόντισε –εν προκειμένω, τάσσοντας κατάλληλες (σύντομες) προθεσμίες κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία– για να κληθούν τα τρία καθών κράτη μέλη ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να λογοδοτήσουν για τη σκόπιμη επιλογή τους να μην εφαρμόσουν τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως ( 83 ).

135.

Επιπλέον, οι σύντομες προθεσμίες που έταξε η Επιτροπή είναι δικαιολογημένες στον βαθμό που τα οικεία τρία καθών κράτη μέλη είχαν πλήρη επίγνωση των θέσεων της Επιτροπής πολύ πριν από την επίσημη έναρξη της διαδικασίας λόγω παραβάσεως ( 84 ). Η Επιτροπή είχε καλέσει την Ουγγαρία να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της βάσει της αποφάσεως 2015/1601 με διάφορες χωριστές επιστολές αλλά και με τη σειρά των μηνιαίων εκθέσεών της, πριν της αποστείλει την προειδοποιητική επιστολή. Στη δωδέκατη έκθεση για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση (η οποία εκδόθηκε στις 16 Μαΐου 2017) καθίσταται απολύτως σαφές σε όλα τα κράτη μέλη ότι η Επιτροπή σκόπευε να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως σε περίπτωση συνεχιζόμενης μη συμμορφώσεως ( 85 ).

136.

Τέλος, ο ισχυρισμός ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου κατά την οποία η Ουγγαρία έπρεπε να αμυνθεί στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας λόγω παραβάσεως, φρονώ ότι δεν ασκεί επιρροή. Τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν τον αναγκαίο διοικητικό μηχανισμό ώστε να μπορούν να αμύνονται οποτεδήποτε του έτους, εφόσον αυτό απαιτηθεί, στο πλαίσιο των διαδικασιών προ της ασκήσεως προσφυγής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγω εν προκειμένω, όπου η πρόθεση της Επιτροπής να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως ήταν ήδη γνωστή εβδομάδες πριν.

137.

Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι προθεσμίες που τάχθηκαν από την Επιτροπή κατά το προ της ασκήσεως προσφυγής στάδιο της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως δεν ήταν υπερβολικά σύντομες ούτε ήταν ικανές να εμποδίσουν την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της Ουγγαρίας.

Ο προσδιορισμός της προβαλλόμενης παραβάσεως

138.

Η Ουγγαρία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προσδιόρισε εγκαίρως την προβαλλόμενη παράβαση και, ιδίως, ότι δεν εξήγησε γιατί, πλέον του ισχυρισμού ότι παραβιάστηκε το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601, η Επιτροπή προβάλλει επίσης παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 4 έως 11, της εν λόγω αποφάσεως.

139.

Συγκεκριμένα, η Ουγγαρία προβάλλει ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τον σύνδεσμο μεταξύ της μη συμμορφώσεως προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601 (ανάληψη δεσμεύσεων ως προς τον αριθμό των αιτούντων που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν) και της μη συμμορφώσεως προς το άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, της εν λόγω αποφάσεως (εν συνεχεία, πραγματοποίηση της μετεγκαταστάσεως). Η Ουγγαρία προσάπτει στην Επιτροπή ότι με την αιτιολογημένη γνώμη της δεν εξήγησε λεπτομερώς το πώς συνδέονται οι δύο αυτές διατάξεις και, επομένως, δεν προσδιόρισε με σαφήνεια την παράβαση που προσήπτε στην Ουγγαρία. Η εν λόγω έλλειψη σαφήνειας προβάλλεται ότι επιτάθηκε εξαιτίας του γεγονότος ότι η αιτιολογημένη γνώμη που απεστάλη στην Ουγγαρία περιείχε εσφαλμένες αναφορές στην απόφαση 2015/1523, την οποία η Ουγγαρία θεωρεί ως μη ασκούσα επιρροή (Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συνέβη επειδή οι αιτιολογημένες γνώμες που αφορούσαν την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία συντάχθηκαν ταυτόχρονα και κατά των εν λόγω δύο κρατών μελών προβάλλονταν παραβάσεις τόσο της αποφάσεως 2015/1523 όσο και της αποφάσεως 2015/1601).

140.

Επισημαίνω ότι το τελευταίο μέρος τόσο της προειδοποιητικής επιστολής όσο και της αιτιολογημένης γνώμης που απευθύνθηκαν προς την Ουγγαρία αναφερόταν στο άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, της αποφάσεως 2015/1601 καθώς και στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως. Με κίνδυνο να πω κάτι που είναι προφανές, επισημαίνω ότι ο σκοπός των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ήταν να καταστήσουν δυνατή την πραγματοποίηση της μετεγκαταστάσεως αιτούντων που είχαν αφιχθεί στο έδαφος της Ιταλίας και της Ελλάδας. Η ανάληψη δεσμεύσεως για την αποδοχή ορισμένου αριθμού αιτούντων ήταν ασφαλώς υποχρεωτική, αλλά αποτελούσε μόνον ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία μετεγκαταστάσεως· δεν αρκούσε από μόνη της. Τούτο προκύπτει με μεγάλη σαφήνεια επίσης από τη σειρά των εκθέσεων για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι η παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601 συνεπαγόταν εκ των πραγμάτων επίσης παράβαση του άρθρου 5, παράγραφοι 4 έως 11, της εν λόγω αποφάσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κάτι αυτονόητο από έναν καλόπιστο αναγνώστη ( 86 ).

141.

Τα τρία καθών κράτη μέλη ρητώς προέβαλαν –ιδίως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– ότι θεωρήθηκαν «στασιαστές», που θέλησαν να εναντιωθούν και αντιταχθούν στην εφαρμογή του μηχανισμού μετεγκαταστάσεως. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί αυτή την παρουσίαση των γεγονότων που οδήγησαν στην παρούσα δίκη. Ωστόσο, από τη στάση που επέλεξαν να ακολουθήσουν τα εν λόγω κράτη μέλη προκύπτει επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Ουγγαρίας ότι κατά κάποιον τρόπο δεν γνώριζε την έκταση της παραβάσεως της αποφάσεως 2015/1601 που θα μπορούσε να προβληθεί εναντίον της.

142.

Τέλος, ασφαλώς είναι ατυχές το γεγονός ότι στην απευθυνθείσα προς την Ουγγαρία αιτιολογημένη γνώμη παρεισέφρησαν εκτενείς αναφορές στην απόφαση 2015/1523. Είναι πιθανό ότι τα σφάλματα αυτά ανέκυψαν από τη χρήση της εντολής «αντιγραφή/επικόλληση» κατά την ταυτόχρονη σύνταξη των τριών αιτιολογημένων γνωμών που θα αποστέλλονταν στην Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχική Δημοκρατία. Δεν θεωρώ ότι τα εν λόγω σφάλματα είναι ικανά να καταστήσουν ακατανόητες τις κατά της Ουγγαρίας αιτιάσεις που περιείχε η αιτιολογημένη γνώμη. Επομένως, εκτιμώ ότι δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ουγγαρίας.

143.

Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός της Ουγγαρίας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του κατά το μέρος που αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

Αοριστία του αιτητικού (του «petitum») στην υπόθεση C-719/17

144.

Τόσο στην προειδοποιητική επιστολή όσο και στην αιτιολογημένη γνώμη που απέστειλε προς την Τσεχική Δημοκρατία, η Επιτροπή προσδιόρισε ως ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως την 13η Αυγούστου 2016. Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή επισήμανε ότι, μετά τη γνωστοποίησή της στις 13 Μαΐου 2016, η Τσεχική Δημοκρατία δεν προέβη σε καμία περαιτέρω αναφορά ως προς τον αριθμό των αιτούντων που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν, μολονότι ήταν υποχρεωμένη να το πράττει τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο. Η Επιτροπή συνήγαγε ότι, ως εκ τούτου, η Τσεχική Δημοκρατία δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της από τις 13 Αυγούστου 2016 ( 87 ). Εντούτοις, στο αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής δεν προσδιορίζει την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η παράβαση ( 88 ). Σε μεταγενέστερο δικόγραφο, η Επιτροπή αναφέρει πάλι την 13η Αυγούστου 2016 ως την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η παράβαση.

145.

Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διατύπωση του αιτητικού καθιστά αδύνατο τον προσδιορισμό της εκτάσεως της παραβάσεως που προβάλλεται εναντίον της ( 89 ). Υποστηρίζει επίσης ότι τα δικόγραφα της Επιτροπής είναι διφορούμενα ως προς το αν η παράβαση άρχισε στις 13 Μαΐου 2016 ή στις 13 Αυγούστου 2016.

146.

Κατά την άποψή μου, οι αντιρρήσεις που προέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία είναι αβάσιμες.

147.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, «το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, περιλαμβάνοντας συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών. Οι σχετικές αναφορές πρέπει να είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς, προκειμένου ο μεν καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί ορισμένης αιτιάσεως» ( 90 ).

148.

Κατά την άποψή μου, από το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει σαφώς ότι η τελευταία γνωστοποίηση από την Τσεχική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαΐου 2016. Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη επέβαλλε στα κράτη μέλη να πραγματοποιούν τις εν λόγω γνωστοποιήσεις τουλάχιστον ανά τρίμηνο, δύναται κατά λογική ακολουθία να συναχθεί ότι η παράβαση άρχισε τρεις μήνες μετά την εν λόγω ημερομηνία –ήτοι στις 13 Αυγούστου 2016. Η Επιτροπή όντως προσδιόρισε αυτήν ακριβώς την ημερομηνία τόσο στην προειδοποιητική επιστολή όσο και στην αιτιολογημένη γνώμη, επιβεβαίωσε δε την εν λόγω ημερομηνία στα μετέπειτα δικόγραφα που κατέθεσε στο Δικαστήριο. Ο λογικός σύνδεσμος μεταξύ της 13ης Μαΐου 2016 και της 13ης Αυγούστου 2016 προκύπτει με σαφήνεια από το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής ( 91 ).

149.

Είναι προφανώς ατυχές το γεγονός ότι το ίδιο το αιτητικό δεν αναφέρει ρητώς τις 13 Αυγούστου 2016. Εντούτοις, το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής περιλαμβάνει τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία για τη στήριξη της προσφυγής. Τα εν λόγω στοιχεία εκτίθενται με συνεκτικό και κατανοητό τρόπο και δεν αμφισβητήθηκαν από τις επιστολές που αντάλλαξαν οι διάδικοι κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία ( 92 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, παρά την παράλειψη που σημειώθηκε στο αιτητικό, δεν διακρίνω οποιονδήποτε πραγματικό κίνδυνο είτε το Δικαστήριο να αποφανθεί ultra petita είτε να μην αποφανθεί επί συγκεκριμένης αιτιάσεως.

150.

Επιπλέον, δεν συμμερίζομαι την άποψη της Τσεχικής Δημοκρατίας ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η παράβαση διατυπώθηκαν κατά τρόπο διφορούμενο ή αντιφατικό. Οι ημερομηνίες που αναφέρει η Επιτροπή στα δικόγραφά της είναι σταθερές και δεν μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση στον προσεκτικό και καλόπιστο αναγνώστη.

151.

Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός της Τσεχικής Δημοκρατίας (υπόθεση C-719/17) ο οποίος στηρίζεται σε αοριστία του αιτητικού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Συμπέρασμα επί του παραδεκτού

152.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσφυγές λόγω παραβάσεως που ασκήθηκαν κατά των τριών καθών κρατών μελών είναι παραδεκτές.

Επί της ουσίας

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

153.

Η εξαντλητική ανάλυση της αποφάσεως 2015/1601 που το Δικαστήριο πραγματοποίησε στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως του εν λόγω μέτρου. Δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα προσφυγή κατά της προγενέστερης αποφάσεως 2015/1523. Από την εξέταση της αποφάσεως 2015/1601 που πραγματοποίησε το τμήμα μείζονος συνθέσεως προκύπτει κατ’ ανάγκη ότι, αν είχε ασκηθεί προσφυγή με ανάλογες αιτιάσεις κατά της αποφάσεως 2015/1523, η προσφυγή αυτή θα είχε την ίδια τύχη.

154.

Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως αναμφισβήτητα ελήφθησαν εντός του οικείου πεδίου αρμοδιοτήτων και είναι ισχυρές. Τα τρία καθών κράτη μέλη δέχονται τούτο εν προκειμένω ( 93 ).

155.

Αμφότερες οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως ήταν προσωρινά μέτρα τα οποία εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, «τα μέτρα που είναι δυνατόν να θεσπιστούν βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να χαρακτηρισθούν ως “μη νομοθετικές πράξεις”, διότι για τη θέσπισή τους δεν ακολουθείται νομοθετική διαδικασία» ( 94 ).

156.

Στο άρθρο 288 ΣΛΕΕ διαλαμβάνεται ότι «[η] απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς». Οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δεν ορίζουν αποδέκτες. Ήταν δεσμευτικές στο σύνολό τους και σαφώς δημιούργησαν νομικές υποχρεώσεις για τα τρία καθών κράτη μέλη.

157.

Η εκ μέρους οποιουδήποτε κράτους μέλους μη συμμόρφωση (ή, κατά μείζονα λόγο, άρνηση συμμορφώσεως) προς τις νομικές υποχρεώσεις που υπείχε βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως έχει κατ’ ανάγκη δυσμενείς συνέπειες για την όλη αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος επείγουσας μετεγκαταστάσεως που προβλέφθηκε με τις εν λόγω δύο αποφάσεις για την αντιμετώπιση της αιφνίδιας εισροής μεταναστών. Η εν λόγω μη συμμόρφωση αφήνει μόνα τους τα κράτη μέλη δικαιούχους (την Ιταλία και την Ελλάδα) στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τους τεράστιους αριθμούς των αιτούντων διεθνή προστασία οι οποίοι φθάνουν νυχθημερόν στο έδαφός τους. Εμποδίζει και/ή δεν επιτρέπει στα εν λόγω κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως.

Το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής

158.

Το Δικαστήριο δέχεται κατά πάγια νομολογία ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, «οι αιτιάσεις πρέπει να εκτίθενται στην προσφυγή κατά τρόπο συνεπή και ακριβή, ούτως ώστε να παρέχουν στο κράτος μέλος και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς τη σημασία της προσαπτόμενης παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το εν λόγω κράτος να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και το Δικαστήριο να μπορέσει να διαπιστώσει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως» ( 95 ).

159.

Η Επιτροπή προσδιόρισε την προβαλλόμενη παράβαση ως, κατ’ ουσίαν, τη μη ανάληψη δεσμεύσεων βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως και, εν συνεχεία, ως τη μη πραγματοποίηση μετεγκαταστάσεων βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 4 και 11, των αποφάσεων αυτών ( 96 ).

160.

Εκ των τριών καθών κρατών μελών, η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία επιχείρησαν σε περιορισμένο βαθμό να αμφισβητήσουν (ή, ακριβέστερα, να παρουσιάσουν με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο) τους πραγματικούς ισχυρισμούς της Επιτροπής. Η Ουγγαρία, κατ’ ουσίαν, δεν αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει η Επιτροπή.

161.

Συναφώς, η Πολωνία υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν, βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως, να εξακριβωθεί αν τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να μεταφερθούν είχαν δεσμούς με εξτρεμιστικές ή εγκληματικές οργανώσεις, ώστε να συνιστούν ενδεχομένως κίνδυνο για την ασφάλεια. Η Πολωνία αναφέρεται γενικώς σε περιστατικά σε άλλα κράτη μέλη, όπου ορισμένοι αιτούντες στους οποίους χορηγήθηκε καθεστώς πρόσφυγα στη συνέχεια είχαν ενεπλάκησαν σε επιθέσεις και εγκληματικές ενέργειες. Η Πολωνία προβάλλει ότι η έλλειψη αξιόπιστης τεκμηριώσεως, το γεγονός ότι τα προς μεταφορά πρόσωπα βρίσκονταν στο εξωτερικό και όχι στην Πολωνία, το σύντομο χρονικό διάστημα που παρεχόταν στον αξιωματικό σύνδεσμο και (όσον αφορά ορισμένα πρόσωπα που θα μπορούσαν να μεταφερθούν) η αδυναμία διεξαγωγής, προ της μεταφοράς, συνεντεύξεων σχετικών με την ασφάλεια κατέστησαν πρακτικώς αδύνατον να εκπληρώσει η Πολωνία τα καθήκοντα που έχει από το άρθρο 72 ΣΛΕΕ και ταυτόχρονα να εφαρμόσει τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

162.

Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει ότι πολλά πρόσωπα εκ των δυναμένων να μεταφερθούν προσώπων που επελέγησαν από την Ελλάδα και την Ιταλία δεν διέθεταν κατάλληλα έγγραφα ταυτότητας και ότι η βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως συνεργασία από την πλευρά των εν λόγω δύο κρατών μελών υπήρξε ανεπαρκής. Επομένως, αποδίδει στην Ιταλία και στην Ελλάδα την ευθύνη για το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε μεταφορά μικρού μόνον αριθμού αιτούντων.

163.

Κανένα από τα πραγματικά στοιχεία που επικαλέστηκαν η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία, ακόμα και αν αποδειχθεί, δεν μπορεί να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι και τα τρία καθών κράτη μέλη δεν τήρησαν τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως υποχρέωσή τους για την ανάληψη δεσμεύσεων ανά τρίμηνο. Από εννοιολογικής απόψεως, η υπόδειξη του αριθμού των αιτούντων που κάποιο κράτος μπορεί να δεχθεί εντός συγκεκριμένης περιόδου είναι διαφορετική από το ζήτημα αν υπάρχει βάσιμος λόγος να μην γίνει δεκτό συγκεκριμένο πρόσωπο που η Ιταλία ή η Ελλάδα πρότεινε να μεταφερθεί.

164.

Με την ίδια λογική, τα συγκεκριμένα προβλήματα που επισημάνθηκαν από την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία μπορούν να εξηγήσουν, σε ατομική βάση, γιατί συγκεκριμένος αιτών δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτός προς μεταφορά παρά τις λεπτομερείς ρυθμίσεις σχετικά με τη διασύνδεση και τη συνεργασία που προβλέπονται στις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως. Εντούτοις, τα προβλήματα αυτά ουδόλως μπορούν να δικαιολογήσουν τη σχεδόν πλήρη (και από τα τρία καθών κράτη μέλη) μη τήρηση των υποχρεώσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, των εν λόγω αποφάσεων.

165.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η Επιτροπή επαρκώς εξέθεσε την πραγματική βάση των αιτιάσεων που προβάλλει κατά των τριών καθών κρατών μελών.

166.

Οι δύο αποφάσεις μετεγκαταστάσεως διαφέρουν όσον αφορά τις προβλέψεις τους σχετικά με τον τρόπο συμμετοχής των κρατών μελών στη διαδικασία μετεγκαταστάσεως. Συναφώς, το άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1523 απλώς ανέφερε τον συνολικό αριθμό των μετεγκαταστάσεων που επρόκειτο να πραγματοποιηθούν (24000 από την Ιταλία, 16000 από την Ελλάδα), χωρίς να προσδιορίζει πόσους αιτούντες κάθε κράτος μέλος έπρεπε να δεχθεί προς μετεγκατάσταση. Αντιθέτως, το άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1601, σε συνδυασμό με τα παραρτήματα Ι και ΙΙ της εν λόγω αποφάσεως, προέβλεπε έναν μηχανισμό οργανωμένο με μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, διευκρίνιζε με ποιον τρόπο, εκ των 120000 αιτούντων που επρόκειτο να μετεγκατασταθούν, ένας αρχικός αριθμός 66000 αιτούντων θα κατανεμόταν μεταξύ άλλων κρατών μελών (το παράρτημα Ι κάλυπτε τις 15600 μετεγκαταστάσεις από την Ιταλία· το παράρτημα ΙΙ κάλυπτε τις 50400 μετεγκαταστάσεις από την Ελλάδα). Το άρθρο 4, παράγραφος 2, εν συνεχεία διευκρίνιζε ότι οι υπόλοιποι 54000 αιτούντες επρόκειτο να μετεγκατασταθούν «αναλογικά με τα αριθμητικά στοιχεία που καθορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ» ( 97 ).

167.

Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ρητώς προέβλεπε την ανάληψη δεσμεύσεων τουλάχιστον ανά τρίμηνο, ενώ το άρθρο 5, παράγραφοι 4 έως 11, επέβαλλε υποχρέωση (σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονταν εκεί) αποδοχής των μετεγκαταστάσεων, εκτός από τις περιπτώσεις που ισχύουν συγκεκριμένες εξαιρέσεις, όπως αυτές που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφος 7, όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία θέτουν σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια.

168.

Παρά το προαναφερθέν (διαφορετικό) περιθώριο που κατ’ αυτόν τον τρόπο έδωσαν στα κράτη μέλη οι δύο αποφάσεις μετεγκαταστάσεως, δεν διστάζω να συναγάγω ότι η ανάληψη δεσμεύσεως αποδοχής 100 αιτούντων (Πολωνία) ( 98 ), 50 αιτούντων (Τσεχική Δημοκρατία) ( 99 ) ή η μη ανάληψη καμίας δεσμεύσεως (Ουγγαρία) ( 100 ) δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συμμόρφωση ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

169.

Ποια απάντηση πρέπει να δοθεί όσον αφορά την πρόσθετη αιτίαση της Επιτροπής ότι τα τρία καθών κράτη μέλη παρέβησαν επίσης τις υποχρεώσεις που υπείχαν βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 4 έως 11, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως;

170.

Φρονώ ότι, με βάση τη λογική, η Επιτροπή ορθώς ισχυρίζεται ότι, αν κράτος μέλος δεν αναλαμβάνει δέσμευση ως προς τον αριθμό των αιτούντων που είναι προετοιμασμένο να δεχθεί, τότε κατ’ ανάγκη δεν δέχεται ούτε τις, βάσει των εν λόγω δεσμεύσεων, μετεγκαταστάσεις και συνεπώς παραβαίνει επίσης τις συνακόλουθες υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 4 και 11, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως. Πράγματι, ούτε τα τρία καθών κράτη μέλη φαίνεται να υποστηρίζουν σοβαρά το αντίθετο· τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι και τα τρία αυτά κράτη μέλη εντέλει δεν δέχθηκαν κανένα πρόσωπο που θα μπορούσε να μεταφερθεί (η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία) ή εξαρχής δεν δέχθηκαν κανένα πρόσωπο που θα μπορούσε να μεταφερθεί (η Ουγγαρία).

171.

Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή τεκμηρίωσε τις υπό κρίση προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά τρόπο σύμφωνο με τις προβλέψεις του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Επομένως, το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν τα στοιχεία τα οποία επικαλούνται τα τρία καθών κράτη μέλη συνιστούν βάσιμους αμυντικούς ισχυρισμούς κατά των προσφυγών λόγω παραβάσεως. Εν προκειμένω, το βάρος αποδείξεως των εν λόγω αμυντικών ισχυρισμών φέρουν κατ’ ανάγκη στα εν λόγω κράτη μέλη.

Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

172.

Η Πολωνία προβάλλει ότι η συμμόρφωση με τις οδηγίες μετεγκαταστάσεως θα την εμπόδιζε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, σχετικά με τη διατήρηση της δημόσιας τάξεως και την προστασία της εσωτερικής ασφάλειας, τομείς ως προς τους οποίους διατηρεί αποκλειστική αρμοδιότητα ( 101 ). Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, ως διάταξη του πρωτογενούς δικαίου, υπερισχύει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως και εγγυάται τον εκ μέρους των κρατών μελών πλήρη έλεγχο επί της εσωτερικής τους ασφάλειας και δημόσιας τάξεως. Δεν πρόκειται για απλώς και μόνον έλεγχο νομιμότητας κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, αλλά αντιθέτως για κανόνα άρσεως συγκρούσεων δικαίων, ο οποίος δίνει προτεραιότητα στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στο κράτος μέλος εναπόκειται να εκτιμήσει αν, υπό τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις, υφίσταται τέτοια σύγκρουση. Συναφώς, τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 72 ΣΛΕΕ για την αντίκρουση ισχυρισμών περί στερήσεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ή επικλήσεων της αλληλεγγύης –δεν υφίσταται υποχρέωση διακινδυνεύσεως της εσωτερικής ασφάλειας με την επίδειξη αλληλεγγύης προς άλλα κράτη μέλη. Η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου δεν αίρει (ούτε θα μπορούσε να άρει) το αναφαίρετο δικαίωμα κράτους μέλους να επικαλεστεί το άρθρο 72 ΣΛΕΕ προκειμένου να παρακάμψει άλλες προβαλλόμενες υποχρεώσεις απορρέουσες από μέτρα του παράγωγου δικαίου της Ένωσης που έχουν εκδοθεί βάσει του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ. Για τον λόγο αυτόν, η Πολωνία ρητώς δεν προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

173.

Η Ουγγαρία ομοίως επικαλείται το άρθρο 72 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι της παρέχει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει απόφαση βασιζόμενη στο άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αν εκτιμά ότι η εν λόγω απόφαση δεν εγγυάται επαρκώς την εσωτερική της ασφάλεια. Η Ουγγαρία προβάλλει ότι το γεγονός ότι τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να μεταφερθούν βάσει της αποφάσεως 2015/1601 πρέπει να είναι πρόσωπα που ανήκουν σε ιθαγένειες για τις οποίες το ποσοστό χορηγήσεως διεθνούς προστασίας ανέρχεται στο 75 % ή και παραπάνω (άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2015/1601) περιορίζει τη δυνατότητά της να επικαλεστεί λόγους αποκλεισμού από το προστατευόμενο καθεστώς (πρόσφυγα ή προσώπου που απολαύει επικουρικής προστασίας) που αφορούν την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη. Το γεγονός ότι η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου επιβεβαίωσε το κύρος της αποφάσεως 2015/1601 δεν ασκεί επιρροή. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι διαφορετικό και διακριτό: δύνανται τα κράτη μέλη να επικαλεστούν το άρθρο 72 ΣΛΕΕ για να αποκλείσουν ή να περιορίσουν την πραγματοποίηση μετεγκαταστάσεων βάσει της αποφάσεως 2015/1601 όταν έχουν επιφυλάξεις όσον αφορά τον αντίκτυπο που οι εν λόγω μετεγκαταστάσεις θα έχουν επί της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξεως στην επικράτειά τους;

174.

Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι ο μηχανισμός μετεγκαταστάσεως που θεσπίστηκε με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δεν είναι λειτουργικός και ότι η ίδια έχει λάβει άλλα, πιο αποτελεσματικά, μέτρα για να βοηθήσει για την καταπολέμηση της μεταναστευτικής κρίσεως. Συγκεκριμένα, έχει παράσχει σημαντική συνδρομή στις τρίτες χώρες από τις οποίες σημειώνεται η μεγαλύτερη έξοδος και έχει αποσπάσει σημαντικό μέρος αστυνομικών δυνάμεων για να εργαστούν για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.

175.

Η Επιτροπή κατ’ ουσίαν επικαλείται την απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, την αναγκαιότητα να έχουν οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως πρακτική αποτελεσματικότητα και την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Επιμένει ότι στις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως προβλέπονταν κατάλληλοι μηχανισμοί ώστε τα κράτη μέλη μετεγκαταστάσεως ( 102 ) να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξεως στην επικράτειά τους, όσον αφορά οποιονδήποτε επιμέρους αιτούντα.

176.

Για τους σκοπούς της αναλύσεως που ακολουθεί, θα ομαδοποιήσω τους ισχυρισμούς των τριών καθών κρατών μελών ως εξής: i) το γεγονός ότι η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου επιβεβαίωσε το κύρος της αποφάσεως 2015/1601 δεν ασκεί επιρροή (Πολωνία και Ουγγαρία)· ii) τα κράτη μέλη νομιμοποιούνταν να μην εφαρμόσουν τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως (ακόμη και αν αυτές είναι ισχυρές) λόγω των εξουσιών που διατηρούν βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (Πολωνία και Ουγγαρία)· και iii) οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δημιούργησαν ένα δυσλειτουργικό σύστημα (Τσεχική Δημοκρατία).

i) Το γεγονός ότι η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου επιβεβαίωσε το κύρος της αποφάσεως 2015/1601 δεν ασκεί επιρροή

177.

Η Πολωνία και η Ουγγαρία, απαντώντας στις προειδοποιητικές επιστολές και στις αιτιολογημένες γνώμες, προέβαλαν ότι οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως είναι ανίσχυρες. Οι εν λόγω ισχυρισμοί προβλήθηκαν πριν από την έκδοση της αποφάσεως Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το κύρος της αποφάσεως 2015/1601. Περαιτέρω αμφισβήτηση του κύρους των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ είναι πλέον εκπρόθεσμη.

178.

Λαμβάνοντας ως βάση τα δικόγραφά τους, το Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να απαντήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην ερώτηση αν κράτος μέλος στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ δύναται να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν εφάρμοσε πράξη της Ένωσης, όταν η προσφυγή κατά του κύρους της εν λόγω πράξεως (εν προκειμένω, οι προσφυγές που είχαν ασκήσει η Σλοβακία και η Ουγγαρία επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου) δεν προκάλεσε αυτοδικαίως την αναστολή της εν λόγω πράξεως σύμφωνα με το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, και το Δικαστήριο δεν διέταξε τέτοια αναστολή. Το Δικαστήριο έθεσε επίσης την ερώτηση αν, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, κράτος μέλος δύναται να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή πράξεως της Ένωσης χωρίς να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, και αν οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως μπορούν να θεωρηθούν πράξεις γενικής ισχύος βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

179.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα τρία καθών κράτη μέλη ρητώς δήλωσαν ότι δεν αμφισβητούν το κύρος των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ούτε προέβαλαν ισχυρισμό περί παρεμπίπτουσας ελλείψεως νομιμότητας βάσει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Η Ουγγαρία άφησε ανοικτό για το Δικαστήριο να αξιολογήσει την άμυνά της βάσει του εν λόγω άρθρου, αν το Δικαστήριο το έκρινε σκόπιμο.

180.

Φρονώ ότι, κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, τα επιχειρήματα που προβάλλονται σε σχέση με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν είναι πλέον «ζωντανά». Όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι, σε θεωρητικό επίπεδο, η διερεύνηση των απώτατων ορίων του εν λόγω άρθρου, δεν θα την επιχειρήσω τώρα. Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος μπορεί να αναμείνει να πραγματοποιηθεί σε άλλη υπόθεση και σε άλλη ημερομηνία.

181.

Το επιχείρημα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στο πλαίσιο της παρούσας δίκης είναι ότι η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου δεν ασκεί επιρροή επί των αμυντικών ισχυρισμών που τα εν λόγω κράτη μέλη προέβαλαν εν προκειμένω.

182.

Για να εκτιμηθεί το επιχείρημα αυτό είναι αναγκαίο να εξετασθεί τι είπε η απόφαση εκείνη σχετικά με το άρθρο 72 ΣΛΕΕ και σχετικά με τον τρόπο που η απόφαση 2015/1601 αντιμετώπισε την αρμοδιότητα που έχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την ανταπόκριση στις ευθύνες τους ως προς την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη εντός της επικράτειάς τους. Ο ευχερέστερος τρόπος να γίνει αυτό είναι στο πλαίσιο της εξετάσεως του αμυντικού ισχυρισμού που η Πολωνία και η Ουγγαρία προέβαλαν βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ. Προχωρώ στην εν λόγω εξέταση.

ii) Τα κράτη μέλη νομιμοποιούνταν να μην εφαρμόσουν τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως (ακόμη και αν αυτές είναι ισχυρές) λόγω των εξουσιών που διατηρούν βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ

183.

Με τις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε στους διαδίκους πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο προετοίμασε το έδαφος για την εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού, ερωτώντας την Επιτροπή αν οι έννοιες «δημόσια τάξη» και «εσωτερική ασφάλεια» πρέπει να ερμηνευθούν με τον ίδιο τρόπο όπως οι αντίστοιχες έννοιες που ισχύουν σε σχέση με τις θεμελιώδεις ελευθερίες και αν χρησιμοποιήθηκαν σε διατάξεις όπως το άρθρο 346 ΣΛΕΕ.

184.

Η Επιτροπή υποστήριζε ότι το άρθρο 346 ΣΛΕΕ αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα παροχής πληροφοριών και την εμπορία όπλων, και ότι η έννοια της ασφάλειας που χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

185.

Επίσης, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να διευκρινίσει αν κράτος μέλος δύναται να επικαλεστεί το άρθρο 72 ΣΛΕΕ για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή πράξεως της Ένωσης που εκδόθηκε βάσει του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, όταν η εν λόγω πράξη δεν προέβλεπε επαρκή μέτρα για την προστασία της «δημόσιας τάξεως» και της «εσωτερικής ασφάλειας», και επίσης αν είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 72 ΣΛΕΕ σε ευρύτερο πλαίσιο.

186.

Η Επιτροπή προέβαλε ότι το άρθρο 72 ΣΛΕΕ αποτελεί έκφραση μιας αρχής του δικαίου την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης οφείλει να λαμβάνει υπόψη σε όλες του τις ενέργειες. Αν ο νομοθέτης δεν λάβει υπόψη την εν λόγω αρχή, τότε τα κράτη μέλη δύνανται να προσφύγουν κατά της οικείας νομικής πράξεως της Ένωσης βάσει των διατάξεων των Συνθηκών που αφορούν τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου.

187.

Περαιτέρω, η Επιτροπή προέβαλε ότι ως προς το άρθρο 72 ΣΛΕΕ ισχύουν περιορισμοί παρόμοιοι με εκείνους που ισχύουν ως προς τα άρθρα 36, 45, παράγραφος 3, και 52, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της εσωτερικής αγοράς. Ενώ οι εν λόγω διατάξεις όντως επιτρέπουν στα κράτη μέλη να θέτουν όρια στην ελεύθερη κυκλοφορία, οι όποιοι περιορισμοί που επιβάλλονται υπόκεινται στον έλεγχο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, και ιδίως του Δικαστηρίου.

188.

Στο πλαίσιο αυτό, προχωρώ στην εξέταση των τεθέντων ζητημάτων.

– Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 72 ΣΛΕΕ

189.

Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο μέχρι τώρα έχει εξετάσει το άρθρο 72 ΣΛΕΕ σε τρεις περιπτώσεις.

190.

Πρώτον, στην απόφαση Adil ( 103 ), το Δικαστήριο ανέλυσε την ορθή ερμηνεία του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν ( 104 ) υπό το πρίσμα του άρθρου 72 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι «το άρθρο 21, στοιχείο αʹ, του [κώδικα συνόρων του Σένγκεν] ορίζει ότι η κατάργηση του ελέγχου των εσωτερικών συνόρων δεν θίγει την άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων εκ μέρους των αρμόδιων αρχών δυνάμει της νομοθεσίας κάθε κράτους μέλους, εφόσον η άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών δεν έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους, και ότι αυτό ισχύει και στις παραμεθόριες περιοχές. Στη διάταξη αυτή του [κώδικα συνόρων του Σένγκεν] διευκρινίζεται ότι η άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων δεν μπορεί, ειδικότερα, να θεωρηθεί ισοδύναμη με τους συνοριακούς ελέγχους όταν τα αστυνομικά μέτρα δεν έχουν ως στόχο τον έλεγχο των συνόρων, βασίζονται σε γενικές πληροφορίες και την πείρα της αστυνομίας όσον αφορά ενδεχόμενες απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και αποσκοπούν συγκεκριμένα στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος, σχεδιάζονται και εκτελούνται κατά τρόπο σαφώς διαφορετικό από τους συστηματικούς ελέγχους προσώπων στα εξωτερικά σύνορα και, τέλος, διενεργούνται βάσει δειγματοληπτικών ελέγχων» ( 105 ).

191.

Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι επίμαχοι στην εν λόγω υπόθεση κινητοί έλεγχοι ασφαλείας δεν ήταν «συνοριακοί έλεγχοι» τους οποίους απαγορεύει το άρθρο 20 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, αλλά έλεγχοι στο εσωτερικό της επικράτειας κράτους μέλους, που εμπίπτουν στο άρθρο 21 του εν λόγω κώδικα ( 106 ). Στη συνέχεια της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «οι διατάξεις του άρθρου 21, στοιχεία αʹ έως δʹ, του [κώδικα συνόρων του Σένγκεν] καθώς και το γράμμα του άρθρου 72 ΣΛΕΕ επιβεβαιώνουν ότι η κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα δεν περιόρισε τις ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση της δημόσιας τάξεως και τη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας» ( 107 ).

192.

Ακολούθως, στην απόφαση A ( 108 ), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε κατ’ ουσίαν την κρίση του στην απόφαση Adil (αυτή τη φορά, όσον αφορά παρόμοιο σύστημα κινητών ελέγχων ασφαλείας που εφαρμοζόταν στη Γερμανία).

193.

Τέλος, στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό της Πολωνίας στην εν λόγω υπόθεση σύμφωνα με τον οποίο «η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των ευθυνών τις οποίες φέρουν για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας κατά το άρθρο 72 ΣΛΕΕ» ( 109 ).

194.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι στην αιτιολογική σκέψη 32 της αποφάσεως 2015/1601 ρητώς εκτίθεται ότι «[η] εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μετεγκατάστασης, έως ότου εκτελεσθεί η μεταφορά του αιτούντος» και ότι στο άρθρο 5, παράγραφος 7, ρητώς προβλεπόταν ότι τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν τη μετεγκατάσταση του αιτούντος, αλλά μόνον αν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι ο αιτών να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στο έδαφός τους. Αν ο εν λόγω μηχανισμός «είναι αναποτελεσματικός, καθόσον υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ελέγχουν πολυάριθμα άτομα εντός μικρού χρονικού διαστήματος, τέτοιες πρακτικής φύσεως δυσχέρειες δεν φαίνεται να είναι εγγενείς στον εν λόγω μηχανισμό και πρέπει, εφόσον παραστεί ανάγκη, να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών των δικαιούχων της μετεγκαταστάσεως κρατών μελών και των αρχών των κρατών μελών μετεγκαταστάσεως, που πρέπει να διέπει την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της [αποφάσεως 2015/1601] διαδικασίας μετεγκαταστάσεως» ( 110 ).

195.

Κατά συνέπεια, σε κάποιον βαθμό, η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου προκαταλαμβάνει τους ισχυρισμούς που τα τρία καθών κράτη μέλη προβάλλουν εν προκειμένω. Εντούτοις, εφόσον η επίκληση της βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ διατηρούμενης αρμοδιότητας αποτελεί το κεντρικό σημείο της άμυνάς τους, οφείλω τώρα να εξετάσω τον εν λόγω ισχυρισμό με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

– Οι έννοιες της δημόσιας τάξεως και της ασφάλειας

196.

Η έννοια της δημόσιας τάξεως εξετάσθηκε στην απόφαση N. ( 111 ), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «η έννοια “δημόσια τάξη” προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας».

197.

Νωρίτερα, στην απόφαση Zh. και O. ( 112 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα των υπηκόων τρίτων χωρών, έννοιες όπως η ασφάλεια«δεν μπορ[ούν] να καθορίζ[ονται] μονομερώς από κάθε κράτος μέλος χωρίς τον έλεγχο των οργάνων της Ένωσης».

198.

Θα λάβω τα δύο αυτά παραθέματα ως σημείο αφετηρίας στην ανάλυση που ακολουθεί.

199.

Σε γενικές γραμμές, φρονώ ότι η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες –ιδίως σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων– όντως παρέχει ασφαλή βάση για την προσέγγιση των εννοιών της δημόσιας τάξεως και της ασφάλειας εν προκειμένω. Υπενθυμίζω ότι το κεκτημένο στον τομέα του ασύλου –ιδίως ο κανονισμός Δουβλίνο III ( 113 ) και η οδηγία για την αναγνώριση ( 114 )– αντιμετωπίζει τα ζητήματα σε συνάρτηση με τονσυγκεκριμένο αιτούντα. Ακριβώς όπως το Δικαστήριο έχει προ πολλού διευκρινίσει στην απόφαση Bouchereau, πρέπει να αξιολογείται η προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου ατόμου προκειμένου να διαπιστώνεται αν υφίσταται απειλή για την κοινωνία του συγκεκριμένου κράτους μέλους ( 115 ).

200.

Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής ότι το άρθρο 346 ΣΛΕΕ αποτελεί συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης διέπουσα συγκεκριμένη κατάσταση. Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι δεν μπορεί να επεκταθεί για να βοηθήσει εν προκειμένω.

201.

Ωστόσο, υπενθυμίζω επίσης ότι σκοπός του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι συγκεκριμένα η παροχή στο Συμβούλιο της δυνατότητας να εκδίδει προσωρινά μέτρα υπέρ κράτους μέλους το οποίο «αντιμετωπίζ[ει] επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών». Στον βαθμό που ο τεράστιος αριθμός προσώπων που εισέρχονται σε κράτος μέλος δύναται να δημιουργήσει επείγουσα κατάσταση (θεωρώ δε ότι ο εν λόγω όρος περιλαμβάνει επίσης την περίπτωση απειλής για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια), το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέχει την απαραίτητη νομική βάση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων τα οποία σέβονται τόσο τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης όσο και όλες τις εφαρμοστέες θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης. Στις τελευταίες αυτές αρχές συγκαταλέγονται τόσο η αλληλεγγύη όσο και ο σεβασμός του κράτους δικαίου, στις οποίες θα επανέλθω στο τέλος των παρουσών προτάσεων.

– Ο ρόλος του άρθρου 72 ΣΛΕΕ

202.

Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ αποτελεί μέρος του κεφαλαίου 1, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», του τίτλου V της ΣΛΕΕ («Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»). Το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, αναγνωρίζοντας σαφώς τις εξουσίες και τις ευθύνες των κρατών μελών όσον αφορά την τήρηση της δημόσιας τάξεως και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας, προφανέστατα λειτουργεί ως υπενθύμιση προς τον νομοθέτη της Ένωσης της ανάγκης να μεριμνά, στο πλαίσιο της παράγωγης νομοθεσίας που θεσπίζεται βάσει του τίτλου V, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις εν λόγω ευθύνες. Αν ο νομοθέτης της Ένωσης δεν τηρεί την εν λόγω υποχρέωση κατά την κατάρτιση νομικών πράξεων, το άρθρο 72 ΣΛΕΕ σαφώς νομιμοποιεί τα κράτη μέλη να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως (ως προς το σημείο αυτό, συντάσσομαι με την αιτίαση της Επιτροπής). Ωστόσο, εν προκειμένω δεν υπήρξε τέτοια παράλειψη.

203.

Άμεση απάντηση στον βασικό ισχυρισμό που προέβαλαν η Πολωνία και η Ουγγαρία δύναται να βρεθεί σε δύο κύριες διατάξεις των ίδιων των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως. Η τελευταία περίοδος του άρθρου 5, παράγραφος 4, των εν λόγω αποφάσεων όριζε ότι «[τ]ο κράτος μέλος μετεγκατάστασης μπορεί να αποφασίσει να μην εγκρίνει τη μετεγκατάσταση του αιτούντος μόνον εφόσον συντρέχουν βάσιμοι λόγοι, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου». Εν συνεχεία, το άρθρο 5, παράγραφος 7, των εν λόγω αποφάσεων όριζε ότι «[τ]α κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν τη μετεγκατάσταση του αιτούντος μόνον εφόσον συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ή εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για την εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού όπως ορίζεται στα άρθρα 12 και 17 της [οδηγίας για την αναγνώριση]».

204.

Σημειώνω παρενθετικά ότι τόσο η αιτιολογική σκέψη 26 της αποφάσεως 2015/1523 όσο και η αιτιολογική σκέψη 32 της αποφάσεως 2015/1601 αναφέρουν ότι «[η] εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας μετεγκατάστασης, έως ότου εκτελεσθεί η μεταφορά του αιτούντος», και ότι, «όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ευλόγως ότι ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική του ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη». Με τον τρόπο αυτόν, το πιθανό κράτος μέλος μετεγκαταστάσεως αποδεικνύει την αλληλεγγύη του προς τα άλλα κράτη μέλη, τα οποία –ακριβώς όπως αυτό– φέρουν ευθύνη για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και την τήρηση της δημόσιας τάξεως εντός των αντίστοιχων επικρατειών τους.

205.

Από κοινού θεωρούμενες, οι εν λόγω δύο ουσιαστικού χαρακτήρα παράγραφοι των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ρητώς αναγνώριζαν ότι το κράτος μέλος μετεγκαταστάσεως διατηρούσε το δικαίωμα να αρνηθεί τη μετεγκατάσταση συγκεκριμένου αιτούντος σε περιπτώσεις i) υπάρξεως εύλογων λόγων να θεωρηθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την εθνική του ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη· ή ii) υπάρξεως σοβαρών λόγων βάσει των οποίων νομίμως θα μπορούσε να αποκλεισθεί η χορήγηση της επιδιωκόμενης διεθνούς προστασίας στο εν λόγω πρόσωπο.

206.

Επομένως, στον βαθμό που το κράτος μέλος μετεγκαταστάσεως είχε εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν θα έπρεπε να δεχθεί τη μετεγκατάσταση του Χ αιτούντος, οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως παρείχαν στο εν λόγω κράτος μέλος σαφή, προφανή και νόμιμη βάση προκειμένου αυτό να αρνηθεί την πραγματοποίηση της μετεγκαταστάσεως του συγκεκριμένου αυτού αιτούντος.

207.

Στο πλαίσιο μιας αυστηρής θεωρήσεως των ζητημάτων που εγείρονται στις παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως, η παραπάνω διαπίστωση θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για την απόρριψη του βασικού αμυντικού ισχυρισμού των τριών καθών κρατών μελών όσον αφορά τη συμπεριφορά τους. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούσαν κάλλιστα να διαφυλάξουν την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών τους αρνούμενα (με βάση τις ίδιες τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως) να αναλάβουν τον Χ αιτούντα, ασκουμένων με τον τρόπο αυτόν «των ευθυνών που εμπίπτουν στα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας» (άρθρο 72 ΣΛΕΕ).

208.

Ωστόσο, για λόγους δικαιοσύνης προς τα τρία ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, δεν πρέπει να σταματήσω την ανάλυσή μου στο σημείο αυτό. Η γενομένη στο άρθρο 5, παράγραφος 7, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως παραπομπή στην οδηγία για την αναγνώριση αναδεικνύει το πιο θεμελιώδες ζήτημα που είναι κρίσιμο εν προκειμένω. Οι εξουσίες τις οποίες διατηρούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 72 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο της εκτενούς και ομοιόμορφης παράγωγης νομοθεσίας της Ένωσης η οποία ρυθμίζει τη διαδικασία εξετάσεως αιτήσεων διεθνούς προστασίας και τα ουσιαστικά κριτήρια για τη λήψη αποφάσεων επί των εν λόγω αιτήσεων (το κεκτημένο στον τομέα του ασύλου). Στο πλαίσιο αυτό, δύναται κράτος μέλος να επικαλεστεί το άρθρο 72 ΣΛΕΕ (σε συνδυασμό, όπως προβάλλει η Ουγγαρία, με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ) προκειμένου να μην εφαρμόσει έγκυρο μέτρο της Ένωσης ( 116 ), το οποίο ελήφθη βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, με το οποίο διαφωνεί;

209.

Κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος, σκοπίμως δεν θα ασχοληθώ με οποιοδήποτε δικονομικό ζήτημα (επί παραδείγματι, όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγών, ή τις παραμέτρους ενός παρεμπίπτοντος ισχυρισμού περί ελλείψεως νομιμότητας) προκειμένου να επικεντρωθώ στο θεμελιώδες ζήτημα που είναι κρίσιμο εν προκειμένω.

210.

Στο επίπεδο της Ένωσης, οι διεθνείς υποχρεώσεις των επί μέρους κρατών μελών βάσει της Συμβάσεως της Γενεύης έχουν αποτυπωθεί με ενιαίο τρόπο στο περίπλοκο δίκτυο των οδηγιών που αφορούν την επεξεργασία και την ουσιαστική εκτίμηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, και ειδικότερα στην οδηγία για την αναγνώριση, στην οδηγία για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου και στην οδηγία περί υποδοχής. Η νομική βάση των εν λόγω μέτρων είναι το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση» κεφάλαιο 2 του τίτλου V. Επομένως εν προκειμένω εξετάζουμε ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται λεπτομερώς τόσο από την ίδια τη ΣΛΕΕ όσο και από το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, το οποίο στηρίζεται στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.

211.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, όταν οι Συνθήκες αναγνωρίζουν ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν αρμοδιότητα, καθήκον ή υποχρέωση, τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τις εξουσίες τους κατά τρόπο ο οποίος δεν αντίκειται στις σχετικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

212.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 72 ΣΛΕΕ δεν συνιστά –όπως προβάλλουν η Πολωνία και η Ουγγαρία– κανόνα άρσεως συγκρούσεων ο οποίος δίνει προτεραιότητα στην αρμοδιότητα των κρατών μελών έναντι μέτρων που θεσπίζονται από τον νομοθέτη της Ένωσης ή από τα αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων θεσμικά της όργανα· αντιθέτως, είναι κανόνας συνυπάρξεως. Την αρμοδιότητα για την ανάληψη δράσεως στον συγκεκριμένο τομέα εξακολουθεί να έχει το κράτος μέλος (δεν έχει μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Εντούτοις, οι δράσεις που αναλαμβάνονται πρέπει να σέβονται τις πρωταρχικές αρχές τις οποίες το κράτος μέλος προσυπέγραψε όταν κατέστη κράτος μέλος καθώς και κάθε σχετικό κανόνα ο οποίος περιλαμβάνεται στις Συνθήκες ή στην παράγωγη νομοθεσία της Ένωσης.

213.

Για τη στήριξη της ανωτέρω εκτιμήσεως αρκεί να αναφερθούν δύο παραδείγματα.

214.

Στο πλαίσιο των περιστατικών που οδήγησαν στην «αντιδικία Factortame» ( 117 ), το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε τον Merchant Shipping Act 1988 (νόμο του 1988 περί εμπορικής ναυτιλίας). Με τον εν λόγω νόμο επήλθαν ριζικές μεταβολές στο βρετανικό νηολόγιο, καθόσον καταργήθηκε το δικαίωμα των ισπανικής ιδιοκτησίας αλιευτικών σκαφών να εγγράφονται στο εν λόγω νηολόγιο, να φέρουν («wear») ( 118 ) το βρετανικό ναυτικό έμβλημα και κατά συνέπεια να αλιεύουν βάσει των ποσοστώσεων αλιευμάτων που ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο ( 119 ). Με τον τρόπο αυτόν, το Ηνωμένο Βασίλειο (το οποίο εν συνεχεία υποστήριξαν ενώπιον του Δικαστηρίου το Βέλγιο και η Ελλάδα) επικαλέστηκε την κατά το διεθνές δίκαιο ελευθερία κάθε κράτους να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί σε πλοίο το δικαίωμα να φέρει τη σημαία του ( 120 ).

215.

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) ήταν ακριβώς το εξής: «Ασκεί το [ενωσιακό] δίκαιο επιρροή επί των προϋποθέσεων που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για να ορίσουν ποια σκάφη έχουν το δικαίωμα να εγγράφονται στα νηολόγιά τους, να πλέουν υπό τη σημαία τους και να έχουν την εθνικότητα τους;»

216.

Απαντώντας στο ανωτέρω ερώτημα, το Δικαστήριο ρητώς αναγνώρισε ότι, «κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του [ενωσιακού] δικαίου, η αρμοδιότητα καθορισμού των προϋποθέσεων νηολογήσεως των πλοίων ανήκει στα κράτη μέλη» ( 121 ), αλλά ότι, «[ε]ντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν το [ενωσιακό] δίκαιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εξακολουθούν να έχουν» ( 122 ). Η επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου βάσει του διεθνούς δικαίου «θα είχε αξία μόνο εάν οι επιταγές του [ενωσιακού] δικαίου, σε σχέση με την εκ μέρους των κρατών μελών άσκηση της αρμοδιότητας που εξακολουθούν να έχουν σχετικά με τη νηολόγηση των πλοίων, αντέβαιναν προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου» ( 123 ). Είναι σαφές ότι το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι στην εν λόγω περίπτωση υπήρχε τέτοια σύγκρουση, καθόσον στην αμέσως επόμενη σκέψη της εν λόγω αποφάσεως έκρινε ότι, «[κ]ατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το παρόν στάδιο της εξελίξεως του [ενωσιακού] δικαίου, στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίζουν, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, τις αναγκαίες προϋποθέσεις εγγραφής των σκαφών στα νηολόγιά τους και παροχής στα σκάφη αυτά του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία τους, αλλ’ ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας τους αυτής, να τηρούν τους κανόνες του [ενωσιακού] δικαίου» ( 124 ).

217.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις περί ιθαγένειας που προέβλεπε ο Merchant Shipping Act 1988 προσέκρουαν στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων καθώς και στη γενική απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

218.

Πιο πρόσφατα, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με ορισμένες υποθέσεις οι οποίες αφορούσαν την άσκηση της (αναμφισβήτητης) εξουσίας των κρατών μελών να νομοθετούν σχετικά με την άμεση φορολογία –ζήτημα το οποίο δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προβλεπόμενοι εθνικοί κανόνες έχουν ως αποτέλεσμα να τίθενται σε μειονεκτική θέση φορολογούμενοι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Δεν είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί ανάλυση των τεχνικών λεπτομερειών των εν λόγω υποθέσεων. Κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο δέχεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη έχουν την εξουσία να επιβάλλουν άμεσους φόρους, η εν λόγω εξουσία πρέπει να ασκείται εντός των παραμέτρων που ορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 125 ).

219.

Φρονώ ότι στην περίπτωση την οποία αφορούν οι παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως, τα κράτη μέλη καλούνται ομοίως να ασκήσουν την αρμοδιότητά τους βάσει του άρθρου 72 ΣΛΕΕ όσον αφορά την ανταπόκρισή τους στις ευθύνες που έχουν «για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας»κατά τρόπο που να σέβεται τις άλλες σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Οι εν λόγω διατάξεις είναι, αφενός, οι ίδιες οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως (οι οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, συνιστούσαν επαρκή νομική βάση για τυχόν δράση που έπρεπε να αναληφθεί από κράτος μέλος στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση) και, αφετέρου, το ήδη υφιστάμενο στο δίκαιο της Ένωσης συνολικό πλαίσιο το οποίο διέπει την επεξεργασία κάθε επιμέρους αιτήσεως διεθνούς προστασίας καθώς και την επί της ουσίας απόφαση που πρόκειται να ληφθεί από το κράτος μέλος σχετικά με την τύχη της εν λόγω αιτήσεως.

220.

Επομένως, τα άρθρα 12 και 17 της οδηγίας για την αναγνώριση απηχούν τη Σύμβαση της Γενεύης και προβλέπουν λεπτομερείς λόγους για τους οποίους αιτών μπορεί να αποκλεισθεί από το καθεστώς πρόσφυγα ή από την επικουρική προστασία. Οι εν λόγω διατάξεις ενισχύονται από τα άρθρα 14 και 19 της εν λόγω οδηγίας ( 126 ), τα οποία παρέχουν στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να τερματίσει το καθεστώς προστασίας αν το συγκεκριμένο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται. Κατά την οδηγία για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου, οι αιτούντες μπορούν να υποβληθούν σε εξέταση στα σύνορα ή σε ζώνες διελεύσεως αν, για σοβαρούς λόγους, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους (άρθρο 31, παράγραφος 8, στοιχείο ιʹ) ( 127 ) και μάλιστα αυστηρότερες διαδικασίες μπορούν, επί της ίδιας βάσεως, να εφαρμοστούν ακόμη και επί ασυνόδευτων ανηλίκων (άρθρο 25, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο iii, και στοιχείο βʹ, σημείο iii) ( 128 ). Η οδηγία περί υποδοχής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποφασίζουν σχετικά με τη διαμονή του αιτούντος (κατά παρέκκλιση από την ελευθερία κυκλοφορίας που κανονικά διαθέτει) για λόγους, μεταξύ άλλων, δημόσιου συμφέροντος και δημόσιας τάξεως (άρθρο 7, παράγραφος 2) ( 129 ). Αιτών μπορεί να τεθεί υπό κράτηση όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως (άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ) ( 130 ). Επίσης, η οδηγία περί επιστροφής επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχωρήσεως, να θέτουν υπό κράτηση αιτούντα του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και να επιβάλλουν εκτεταμένης διάρκειας απαγόρευση εισόδου όταν τα ως άνω (αυστηρότερα) μέτρα δικαιολογούνται από λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημοσίας τάξεως (βλ. άρθρα 7, παράγραφος 4, 8, παράγραφος 4, 11, παράγραφος 2, και 15).

221.

Επομένως, εν ολίγοις, η εμπίπτουσα στο κεκτημένο στον τομέα του ασύλου παράγωγη νομοθεσία της Ένωσης παρέχει επαρκές νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου οι δικαιολογημένες ανησυχίες των κρατών μελών όσον αφορά την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και την προστασία της κοινωνίας μπορούν να αντιμετωπίζονται σε σχέση με τον συγκεκριμένο αιτούντα διεθνή προστασία. Εν προκειμένω, φρονώ ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι το άρθρο 72 ΣΛΕΕ παρέχει στα κράτη μέλη εν λευκώ εξουσιοδότηση να μην εφαρμόζουν έγκυρα μέτρα παράγωγου δικαίου της Ένωσης με τα οποία ενδέχεται να μην συμφωνούν απολύτως.

222.

Συναφώς, η από την Πολωνία επίκληση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) στην υπόθεση N. κατά Φινλανδίας (38885/02) ( 131 ) δεν ενισχύει τον ισχυρισμό της. Στην εν λόγω απόφαση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «[τ]α συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, δυνάμει παγιωμένης αρχής του διεθνούς δικαίου και με την επιφύλαξη των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από διεθνείς συμβάσεις, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεών τους από τη Σύμβαση, να ελέγχουν την είσοδο, τη διαμονή και την απέλαση των αλλοδαπών». Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο κράτος μέλος ασκεί το εν λόγω δικαίωμα περιορίζεται από τις υποχρεώσεις τις οποίες αυτό ελεύθερα ανέλαβε βάσει του διεθνούς δικαίου όταν προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήτοι, να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

223.

Όπως εξέθεσα ανωτέρω, το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στο κράτος μέλος άφθονα μέσα προστασίας όσον αφορά τις θεμιτές ανησυχίες του σχετικά με την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη σε σχέση με συγκεκριμένο αιτούντα στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ωστόσο, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να αγνοεί με τρόπο απόλυτο τις εν λόγω υποχρεώσεις, σαν να αναρτά μια πινακίδα στην οποία αναγράφεται «chasse gardée» (το οποίο θα μπορούσε σε αδρές γραμμές να μεταφραστεί ως «ιδιωτική κυνηγετική περιοχή – απαγορεύεται η είσοδος»).

– Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ

224.

Η Πολωνία και η Ουγγαρία υπενθύμισαν αμφότερες ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ αναφέρεται στην «εθνική ταυτότητα» και ορίζει ότι «[η] Ένωση […] [σ]έβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες [των κρατών μελών], ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους». Σε διαφορετικό βαθμό το κάθε ένα, τα εν λόγω κράτη μέλη επικαλέστηκαν την εν λόγω διάταξη σε συνδυασμό με το άρθρο 72 ΣΛΕΕ, υπό την έννοια ότι τους παρέχει το δικαίωμα να μην εφαρμόσουν τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως προκειμένου να διασφαλίσουν την κοινωνική και πολιτισμική συνοχή, καθώς και για να αποτρέψουν ενδεχόμενες συγκρούσεις εθνοτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα.

225.

Στην ανωτέρω θέση μπορώ να δώσω τη συνοπτική απάντηση που ακολουθεί.

226.

Στην απόφαση Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου ( 132 ) προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου παρόμοιος ισχυρισμός σχετικά με την εφαρμογή προϋποθέσεως ιθαγένειας στους συμβολαιογράφους. Το Λουξεμβούργο υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω προϋπόθεση δικαιολογούνταν από την ανάγκη να διασφαλισθεί η χρήση της λουξεμβουργιανής γλώσσας κατά την άσκηση των καθηκόντων των συμβολαιογράφων. Απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[μ]ολονότι η διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών αποτελεί θεμιτό στόχο εντός της έννομης τάξεως, όπως εξάλλου αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ΣΕΕ, εντούτοις η προάσπιση του συμφέροντος που επικαλείται το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μπορεί να επιτευχθεί θεμιτώς με άλλα μέσα, πέραν του γενικού αποκλεισμού».

227.

Για τον ίδιο λόγο, το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άνευ ετέρου άρνηση μετεγκαταστάσεως αιτούντων βάσει των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως. Η προάσπιση του θεμιτού συμφέροντος των κρατών μελών για διατήρηση της κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής μπορεί να επιτευχθεί με αποτελεσματικό τρόπο με άλλα και λιγότερο περιοριστικά μέσα από ό,τι η μονομερής και πλήρης άρνηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που αυτά υπέχουν βάσει του δικαίου της Ένωσης.

iii) Οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δημιούργησαν ένα δυσλειτουργικό σύστημα

228.

Η Πολωνία και η Ουγγαρία τόνισαν ιδιαιτέρως τους κινδύνους ασφάλειας που ενέχει η επεξεργασία των αιτήσεων μεγάλου αριθμού αιτούντων διεθνή προστασία, κάποιοι εκ των οποίων όντως ενδέχεται να συνδέονται με τη διεθνή τρομοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό, η Πολωνία επικαλείται την ετήσια έκθεση του 2016 για την ανάλυση των κινδύνων που εκπονήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Frontex), στην οποία επισημαίνεται ότι: «η κατοχύρωση της διασώσεως, της ασφάλειας, της καταχωρίσεως και της ταυτοποιήσεως χιλιάδων ευάλωτων ατόμων συνιστά εξαιρετικά επαχθές έργο το οποίο συνεπάγεται ορισμένο επίπεδο εγγενούς κινδύνου και τρωτότητας στα εξωτερικά σύνορα» ( 133 ).

229.

Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τον ίδιο ισχυρισμό. Υποστηρίζει ότι η Ελλάδα και η Ιταλία προόριζαν προς μετεγκατάσταση αιτούντες οι οποίοι δεν διέθεταν προσωπικά έγγραφα. Η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσε να αξιολογήσει τον κίνδυνο που θα μπορούσαν να συνιστούν για την εθνική ασφάλεια τα εν λόγω πρόσωπα τα οποία δεν διέθεταν επίσημα έγγραφα. Επομένως, δεν θα είχε νόημα να υποδείξει η Τσεχική Δημοκρατία στην Επιτροπή τους αριθμούς αιτούντων που θα ήταν προετοιμασμένη να δεχθεί. Διατείνεται ότι το σύστημα που θεσπίστηκε με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως ήταν «δυσλειτουργικό».

230.

Απορρίπτω τον ισχυρισμό ότι οι κίνδυνοι που ενέχει η επεξεργασία των αιτήσεων μεγάλου αριθμού αιτούντων απάλλαξε τα τρία καθών κράτη μέλη από τη νομική υποχρέωσή τους να μετάσχουν στις ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

231.

Οι αιτιολογικές σκέψεις των εν λόγω αποφάσεων ρητώς αναφέρουν ότι, «όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ευλόγως ότι ο αιτών αποτελεί κίνδυνο για την εθνική του ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη» ( 134 ). Εν συνεχεία, οι ουσιαστικές διατάξεις των αποφάσεων αυτών επέβαλαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις ελληνικές και στις ιταλικές αρχές όσον αφορά την ταυτοποίηση και την κατεύθυνση των δυνητικών αιτούντων προς μετεγκατάσταση ( 135 ).

232.

Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 7, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως ρητώς προέβλεπε το δικαίωμα των κρατών μελών να αρνηθούν τη μετεγκατάσταση συγκεκριμένου αιτούντος όταν συνέτρεχαν «εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, ή εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για την εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού όπως ορίζεται στα άρθρα 12 και 17 της [οδηγίας για την αναγνώριση]».

233.

Στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρακτικής φύσεως δυσχέρειες πρέπει «να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των αρχών των δικαιούχων της μετεγκαταστάσεως κρατών μελών και των αρχών των κρατών μελών μετεγκαταστάσεως, που πρέπει να διέπει την εφαρμογή της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της αποφάσεως [2015/1601] διαδικασίας μετεγκαταστάσεως» ( 136 ).

234.

Φρονώ ότι η ανωτέρω κρίση απαντά πλήρως στον ισχυρισμό που προβάλλεται εν προκειμένω. Το εφαρμοστέο δίκαιο (οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως) όντως προέβλεπε κατάλληλο μηχανισμό για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων ζητημάτων και τεχνικών πτυχών της μετεγκαταστάσεως πολύ μεγάλου αριθμού αιτούντων διεθνή προστασία από τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, οι ίδιες οι αποφάσεις δικαιολογημένα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δυσλειτουργικές». Στο πλαίσιο μιας σαφώς επείγουσας καταστάσεως, ήταν ευθύνη τόσο των κρατών μελών της πρώτης γραμμής όσο και των δυνητικών κρατών μελών μετεγκαταστάσεως να κάνουν αυτόν τον μηχανισμό να λειτουργήσει ικανοποιητικά, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιηθεί μετεγκατάσταση επαρκούς αριθμού αιτούντων, για να μειωθεί η δυσβάσταχτη πίεση που υφίσταντο τα κράτη μέλη της πρώτης γραμμής. Αυτό σημαίνει αλληλεγγύη.

235.

Χάριν πληρότητας, προσθέτω ότι επίσης από ορισμένες από τις εκθέσεις για την εφαρμογή των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως προκύπτει σαφώς ότι άλλα κράτη μέλη τα οποία αντιμετώπιζαν προβλήματα με τις σχετικές με τη μετεγκατάσταση υποχρεώσεις τους, όπως η Αυστρία και η Σουηδία, ζήτησαν και τους χορηγήθηκαν προσωρινές αναστολές εκτελέσεως των υποχρεώσεων που υπείχαν βάσει των εν λόγω αποφάσεων, όπως προέβλεπε το άρθρο τους 4, παράγραφοι 5 και 6 ( 137 ). Αν τα τρία καθών κράτη μέλη πράγματι αντιμετώπιζαν σημαντικές δυσχέρειες, αυτός ήταν σαφώς ο ενδεδειγμένος τρόπος να ενεργήσουν –και όχι να αποφασίσουν μονομερώς να μην συμμορφωθούν με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως– προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της αλληλεγγύης. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω στο τέλος των προτάσεών μου.

236.

Σημειώνω επίσης τους διάφορους ισχυρισμούς των καθών κρατών μελών ότι επιδίωξαν να παράσχουν συνδρομή στην Ελλάδα και την Ιταλία με άλλους τρόπους εκτός της μετεγκαταστάσεως. Η εν λόγω επιχειρηματολογία δεν ασκεί καμία επιρροή. Οι αποφάσεις μετεγκαταστάσεως δεν περιέχουν τη νομική βάση για την υποκατάσταση της απαιτήσεως δεσμεύσεως και των συνακόλουθων υποχρεώσεων μετεγκαταστάσεως με άλλα μέτρα.

237.

Επομένως, απορρίπτω τον ισχυρισμό ότι το γεγονός ότι το σύστημα μετεγκαταστάσεως (προβάλλεται ότι) ήταν δυσλειτουργικό παρείχε σε κράτος μέλος το δικαίωμα να αναστείλει μονομερώς τη συμμόρφωσή του προς την απαίτηση για την ανάληψη δεσμεύσεων και προς τις υποχρεώσεις μετεγκαταστάσεως που επιβλήθηκαν με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

Καταληκτικές παρατηρήσεις

238.

Πέραν των συγκεκριμένων ζητημάτων που εξέτασα μέχρι τώρα (ιδίως, του πεδίου εφαρμογής και της ερμηνείας του άρθρου 72 ΣΛΕΕ), οι παρούσες διαδικασίες λόγω παραβάσεως εγείρουν θεμελιώδη ζητήματα σχετικά με τις παραμέτρους της έννομης τάξεως της Ένωσης και με τα καθήκοντα που έχουν τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, στις καταληκτικές αυτές παρατηρήσεις θα εξετάσω τρεις σημαντικές συνιστώσες της εν λόγω έννομης τάξεως: το «κράτος δικαίου», το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας και την αρχή της αλληλεγγύης.

Το κράτος δικαίου

239.

Στο προοίμιο της ΣΕΕ επισημαίνεται ότι το κράτος δικαίου συνιστά «παγκόσμια αξία» η οποία αποτελεί μέρος «τη[ς] πολιτιστική[ς], τη[ς] θρησκευτική[ς] και τη[ς] ανθρωπιστική[ς] κληρονομιά[ς] της Ευρώπης» ( 138 ) –αξία στην οποία τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους ( 139 ). Το άρθρο 2 ΣΕΕ αποτελεί την ουσιαστική έκφραση των δύο αυτών αιτιολογικών σκέψεων, διευκρινίζοντας ότι «[η] Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού […] του κράτους δικαίου […]. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη».

240.

Το Δικαστήριο, στη θεμελιώδη απόφασή του Les Verts κατά Κοινοβουλίου, επιβεβαίωσε για πρώτη φορά την αρχή ότι η (τότε) ΕΟΚ «συνιστά κοινότητα δικαίου υπό την έννοια ότι ούτε τα κράτη μέλη της ούτε τα θεσμικά της όργανα διαφεύγουν τον έλεγχο της συμφωνίας των πράξεων τους προς τον βασικό καταστατικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη» ( 140 ).

241.

Το κράτος δικαίου διαθέτει πολλά σημαντικά στοιχεία, όπως ο σεβασμός της ορθής ισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών εξουσιών του κράτους ( 141 ) και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος με την προστασία της ασκήσεως των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών ( 142 ). Ακόμη βαθύτερα, ο σεβασμός του κράτους δικαίου σημαίνει συμμόρφωση προς τις νομικές υποχρεώσεις. Η αθέτηση των εν λόγω υποχρεώσεων, επειδή, σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ευπρόσδεκτες ή δεν είναι αρεστές, συνιστά ένα επικίνδυνο πρώτο βήμα προς την κατάλυση μιας ευνομούμενης και οργανωμένης κοινωνίας που διέπεται από το κράτος δικαίου, την οποία, ως πολίτες, απολαμβάνουμε τόσο λόγω της ανέσεως όσο και λόγω της ασφάλειας που εγγυάται. Αν το κακό παράδειγμα δίνεται από κράτος μέλος, τότε έχει ακόμη πιο επιζήμιο αποτέλεσμα.

Το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας

242.

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης.»

243.

Το τμήμα μείζονος συνθέσεως στην απόφαση Achmea κατέστησε σαφέστατο τι σημαίνει αυτό: «Το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη, και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό, μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν, εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους, την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν, προς τον σκοπό αυτό, κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» ( 143 ).

244.

Επίσης, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι το γεγονός ότι κράτος μέλος έχει αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος μέτρου της Ένωσης ή φρονεί ότι έχει ενδεχομένως βάσιμους λόγους να προβεί σε ενέργειες που αντίκεινται στο εν λόγω μέτρο δεν απαλλάσσει το εν λόγω κράτος μέλος από το καθήκον του να σέβεται την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας ( 144 ).

245.

Επιπλέον, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, κάθε κράτος μέλος έχει νόμιμη προσδοκία ότι τα άλλα κράτη μέλη θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους με τη δέουσα επιμέλεια ( 145 ). Πάντως, εν προκειμένω είναι πρόδηλο ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Αλληλεγγύη

246.

Οι πατέρες του «ευρωπαϊκού εγχειρήματος» –Robert Schuman, Jean Monnet, και Konrad Adenauer– ήταν πολιτικοί άνδρες από χώρες οι οποίες είχαν προσφάτως εμπλακεί (αδιακρίτως ως θύτες και θύματα, νικητές και ηττημένοι) επί έξι χρόνια σε μια ολέθρια και καταστροφική σύρραξη. Δίχως το αρχικό τους όραμα και την ευρύτητα του πνεύματός τους, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και (έξι χρόνια αργότερα) η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και η Ευρατόμ δεν θα είχαν δημιουργηθεί.

247.

Η Διακήρυξη Schuman της 9ης Μαΐου 1950 αναγνώρισε πανηγυρικά ότι «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί διά μιας, ούτε σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο. Θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που πρώτα θα δημιουργήσουν μια εκ των πραγμάτων αλληλεγγύη» ( 146 ). Την εν λόγω δήλωση απηχεί η τρίτη αιτιολογική σκέψη της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος (στο εξής: Συνθήκη ΕΚΑΧ) (προδρόμου της Συνθήκης ΕΟΚ, της οποίας απόγονοι κατ’ ευθεία γραμμή είναι οι ήδη ισχύουσες ΣΕΕ και ΣΛΕΕ), στην οποία αναγραφόταν ρητώς ότι «[έ]χοντας συνείδηση ότι η Ευρώπη δε θα οικοδομηθεί παρά μόνο με συγκεκριμένα επιτεύγματα διά της δημιουργίας αρχικώς μιας πραγματικής αλληλεγγύης και διά της εγκαθιδρύσεως κοινών βάσεων οικονομικής αναπτύξεως» ( 147 ).

248.

Το άρθρο 2 ΣΕΕ συνεχίζει να μας υπενθυμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται σε κοινές αξίες και ότι «[ο]ι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών» (η υπογράμμιση δική μου).

249.

Στο πέρασμα των ετών, η νομολογία του Δικαστηρίου απηχεί αυτή την κλήση προς αλληλεγγύη. Συναφώς, ήδη από το 1983, στο πλαίσιο των ποσοστώσεων σιδήρου και χάλυβα, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η έννοια της καταστάσεως ανάγκης πρέπει ν’ αποκλειστεί από τον ειδικό τομέα του συστήματος των ποσοστώσεων που προβλέπει το άρθρο 58 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οποίο στηρίζεται στην αλληλεγγύη όλων των επιχειρήσεων σιδήρου και χάλυβα της Κοινότητας ενώπιον της κρίσεως και αποβλέπει στη δίκαιη κατανομή των θυσιών που προκύπτουν από αναπόφευκτες οικονομικές περιστάσεις» ( 148 ). Τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια φρασεολογία κάλλιστα θα μπορούσε να μεταφερθεί στις υπό κρίση υποθέσεις.

250.

Λίγο αργότερα, στο πλαίσιο των ειδικών ρυθμίσεων για τη διάθεση πλεονάσματος ζάχαρης ( 149 ), το Δικαστήριο κλήθηκε στην υπόθεση Eridania zuccherifici nazionali κ.λπ. ( 150 ) να κρίνει αν σύστημα ποσοστώσεων το οποίο προβαλλόταν ότι επιβάρυνε περισσότερο, από οικονομικής απόψεως, τους Ιταλούς παραγωγούς από ό,τι τους παραγωγούς από άλλα κράτη μέλη ήταν παράνομο. Η Επιτροπή, υπερασπιζόμενη το σύστημα, υποστήριξε ότι ο καθορισμός ποσοστώσεων βάσει της πραγματικής παραγωγής των επιχειρήσεων συνάδει με την αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των παραγωγών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι «ορθώς το Συμβούλιο κατένειμε τις καθορισθείσες ποσοστώσεις μεταξύ των κατ’ ιδίαν επιχειρήσεων βάσει της πραγματικής τους παραγωγής. […] αυτή η κατανομή των επιβαρύνσεων […] είναι άλλωστε σύμφωνη προς την αρχή της αλληλεγγύης των παραγωγών, δεδομένου ότι είναι θεμιτό να λαμβάνεται ως κριτήριο η παραγωγή για να εκτιμηθούν τόσο η οικονομική ισχύς των παραγωγών όσο και τα οφέλη που αποκομίζουν από το σύστημα» ( 151 ).

251.

Με την κρίση του αυτή, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αρχή της αλληλεγγύης κατ’ ανάγκη σημαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις αποδοχή του καταμερισμού των επιβαρύνσεων.

252.

Πιο πρόσφατα, στην απόφαση Grzelczyk ( 152 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι η ιθαγένεια της Ένωσης σε συνδυασμό με την αλληλεγγύη αποτελεί τη βάση της υποχρεώσεως του Βελγίου να παράσχει στον R. Grzelczyk πρόσβαση στο ίδιο ευεργέτημα (το minimex) όπως στους Βέλγους συμφοιτητές του στο τελευταίο έτος των σπουδών του. Στην απόφαση Bidar ( 153 ), το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απόφαση εκείνη για να κρίνει ότι, μολονότι ένα κράτος μέλος μπορούσε να απαιτεί την ύπαρξη «ορισμένου βαθμού εντάξεως» στο κράτος μέλος υποδοχής πριν επιδείξει οικονομική αλληλεγγύη, εντούτοις δεν μπορούσε να επιβάλλει πρόσθετους όρους οι οποίοι καθιστούσαν αδύνατον σε πολίτες της Ένωσης από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι πράγματι πληρούσαν τις εν λόγω προϋποθέσεις διαμονής, να λάβουν φοιτητικά δάνεια.

253.

Η αλληλεγγύη αποτελεί τη ζωογόνο δύναμη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Μέσω της συμμετοχής τους στο εν λόγω εγχείρημα και της ιθαγένειας της Ένωσης, τα κράτη μέλη και οι υπήκοοί τους αποκτούν υποχρεώσεις αλλά και ωφελήματα, καθήκοντα αλλά και δικαιώματα. Το να μετέχει κανείς στον ευρωπαϊκό «δήμο» δεν σημαίνει μόνο να ανατρέχει στις Συνθήκες και στην παράγωγη νομοθεσία για να δει τι μπορεί να αξιώσει. Απαιτεί επίσης να αναλαμβάνει συλλογικές ευθύνες και (ναι) επιβαρύνσεις για την προαγωγή του κοινού συμφέροντος.

254.

Ο σεβασμός των «κανόνων της λέσχης» και η εκτέλεση, με πνεύμα αλληλεγγύης προς τους Ευρωπαίους συμπολίτες, του ρόλου που αναλογεί στον κάθε ένα δεν πρέπει να βασίζονται σε «μπακαλίστικη» ανάλυση κόστους-οφέλους (οικεία, δυστυχώς, λόγω της ρητορικής των υποστηρικτών του Brexit) του είδους «τι ακριβώς μού στοιχίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε εβδομάδα και τι ακριβώς κερδίζω εγώ προσωπικά από αυτήν;» Αυτός ο εγωκεντρισμός συνιστά προδοσία του οράματος των ιδρυτών της Ένωσης για μια ήπειρο ειρήνης και ευημερίας. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο του να είναι ένα κράτος μέλος καλόπιστο και να αξίζει ένα άτομο να έχει την κοινή ιθαγένεια της Ένωσης. Για να ευδοκιμήσει και να προχωρήσει το ευρωπαϊκό εγχείρημα, πρέπει όλοι να κάνουμε κάτι καλύτερο από αυτόν.

255.

Ας μου επιτραπεί να κλείσω παραθέτοντας μια παλαιά ιστορία από την εβραϊκή παράδοση, η οποία αξίζει να γίνει ευρύτερα γνωστή. Μια ομάδα ανθρώπων ταξιδεύει μέσα σε μια βάρκα. Ξαφνικά, ένας από αυτούς βγάζει ένα τρυπάνι και αρχίζει να τρυπά το σκαρί κάτω από τα πόδια του. Οι σύντροφοί του διαμαρτύρονται. «Γιατί το κάνεις αυτό;» του φωνάζουν. «Γιατί διαμαρτύρεστε;», τους λέει εκείνος. «Δεν βλέπετε ότι τρυπάω μόνο κάτω από τη δική μου θέση;»«Ναι,» του απαντούν, «αλλά τα νερά θα μπουν και η βάρκα θα πλημμυρίσει για όλους μας» ( 154 ).

Επί των δικαστικών εξόδων

256.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή υπέβαλε σχετικό αίτημα, όσον αφορά τις προσφυγές λόγω παραβάσεως, κατά κάθε ενός εκ των τριών καθών κρατών μελών και τα εν λόγω κράτη μέλη ηττήθηκαν, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

257.

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Πρόταση

258.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, είμαι της γνώμης ότι το Δικαστήριο πρέπει:

Στην υπόθεση C-715/17, Επιτροπή κατά Πολωνίας

1)

Να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μην αναφέροντας κατά τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός της καθώς και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1523 του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας, καθώς και με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5 των εν λόγω αποφάσεων.

Επομένως, η μετεγκατάσταση αιτούντων όπως προβλεπόταν τόσο στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1523 όσο και στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1601 δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως κατά το άρθρο 5 των εν λόγω αποφάσεων. Η παράβαση του άρθρου 5 εμπόδισε ειδικά την Ιταλία και την Ελλάδα να προσδιορίσουν τους συγκεκριμένους αιτούντες που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν στην Πολωνία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, και να λάβουν αποφάσεις μετεγκαταστάσεως των αιτούντων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Κατά συνέπεια, η Πολωνία παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 5 έως 11, της αποφάσεως 2015/1523 και της αποφάσεως 2015/1601, ήτοι να περατώσει τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως το συντομότερο δυνατόν, όπως ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 10, των εν λόγω αποφάσεων.

2)

Να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

3)

Να ορίσει ότι η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Στην υπόθεση C-718/17, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας

1)

Να αναγνωρίσει ότι η Ουγγαρία, μην αναφέροντας κατά τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ταχέως στο έδαφός της καθώς και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1601, παρέβη τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5 της εν λόγω αποφάσεως.

Επομένως, η μετεγκατάσταση αιτούντων όπως προβλεπόταν στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1601 δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως κατά το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως. Η παράβαση του άρθρου 5 εμπόδισε ειδικά την Ιταλία και την Ελλάδα να προσδιορίσουν τους συγκεκριμένους αιτούντες που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν στην Ουγγαρία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, και να λάβουν αποφάσεις μετεγκαταστάσεως των αιτούντων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Κατά συνέπεια, η Ουγγαρία παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 5 έως 11, της αποφάσεως 2015/1601, ήτοι να περατώσει τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως το συντομότερο δυνατόν, όπως ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 10, της εν λόγω αποφάσεως.

2)

Να καταδικάσει την Ουγγαρία στα δικαστικά έξοδα.

3)

Να ορίσει ότι η Τσεχική Δημοκρατία και η Πολωνία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Στην υπόθεση C-719/17, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας

1)

Να αναγνωρίσει ότι η Τσεχική Δημοκρατία, μην αναφέροντας κατά τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον ανά τρίμηνο, τον αριθμό των αιτούντων που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν ταχέως στην Τσεχική Δημοκρατία καθώς και οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/1523 και με το άρθρο 5, παράγραφος 2 της αποφάσεως 2015/1601, παρέβη τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5 των εν λόγω αποφάσεων.

Επομένως, η μετεγκατάσταση αιτούντων όπως προβλεπόταν τόσο στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1523 όσο και στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2015/1601 δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως κατά το άρθρο 5 των εν λόγω αποφάσεων. Η παράβαση του άρθρου 5 εμπόδισε ειδικά την Ιταλία και την Ελλάδα να προσδιορίσουν τους συγκεκριμένους αιτούντες που θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν στην Τσεχική Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, και να λάβουν αποφάσεις μετεγκαταστάσεως των αιτούντων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Κατά συνέπεια, η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις της βάσει του άρθρου 5, παράγραφοι 5 έως 11, της αποφάσεως 2015/1523 και της αποφάσεως 2015/1601, ήτοι να περατώσει τη διαδικασία μετεγκαταστάσεως το συντομότερο δυνατόν, όπως ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 10, των εν λόγω αποφάσεων.

2)

Να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

3)

Να ορίσει ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31). Ο κανονισμός Δουβλίνο III είναι το τρίτο μέτρο αυτού του είδους με το οποίο σκοπείται ο προσδιορισμός του κράτους μέλους που πρέπει να είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, μετά τη Σύμβαση περί καθορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1997, C 254, σ. 1) (στο εξής: Σύμβαση του Δουβλίνου), η οποία αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ).

( 3 ) Για πιο λεπτομερή περιγραφή των εν λόγω γεγονότων, βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση A.S. και Jafari (C-490/16 και C-646/16, EU:C:2017:443, σημεία 1 έως 18).

( 4 ) Σημαντική είσοδος πραγματοποιήθηκε επίσης μέσω της «οδού των Δυτικών Βαλκανίων», όπως περιγράφεται στις προτάσεις μου στην υπόθεση A.S. και Jafari (C-490/16 και C-646/16, EU:C:2017:443, σημεία 7 έως 18).

( 5 ) Το άρθρο 13 του κανονισμού Δουβλίνο III ορίζει ότι, «[ό]ταν […] ο αιτών διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας». Σε γενικές γραμμές, από τη διάταξη αυτή καλύπτονταν οι περισσότεροι από τους αιτούντες διεθνή προστασία που εισήλθαν στην Ιταλία και την Ελλάδα.

( 6 ) Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Mengesteab (C-670/16, EU:C:2017:480, σημεία 69 έως 73) επισήμανα κάποια από τα βασικά προβλήματα που συνδέονται με την κατά το άρθρο 13 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αυτόματη απόδοση ευθύνης σε «παράκτιο» κράτος μέλος το οποίο υποδέχεται πρόσωπα που αποβιβάζονται μετά από επιχείρηση ναυτικής έρευνας και διασώσεως (search and rescue, στο εξής: SAR). Τα εν λόγω (δύσκολα) ζητήματα παραμένουν άλυτα.

( 7 ) Ήδη από το 2011 το Δικαστήριο είχε αναγνωρίσει, στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N.S. κ.λπ. (C-411/10 και C-493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 81 έως 94), ότι ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κράτος μέλος (εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο) να μην μπορεί να επιστρέψει αιτούντα άσυλο στην Ελλάδα, επειδή το σύστημα επεξεργασίας αιτήσεων διεθνούς προστασίας στο εν λόγω κράτος μέλος βρισκόταν στα όρια της κατάρρευσης.

( 8 ) Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2015 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας (ΕΕ 2015, L 239, σ. 146).

( 9 ) Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2015 για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας (ΕΕ 2015, L 248, σ. 80).

( 10 ) Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C-643/15 και C-647/15, EU:C:2017:631) (στο εξής: απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου). Βλ., περαιτέρω, σημεία 62 έως 69 των παρουσών προτάσεων.

( 11 ) Βλ., περαιτέρω, σημεία 86 έως 88 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τα αιτήματα κάθε προσφυγής.

( 12 ) Διακηρύχθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι στις 10 Δεκεμβρίου 1948, ψήφισμα 217 Α της Γενικής Συνελεύσεως.

( 13 ) Μολονότι η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι νομικά δεσμευτική, συνιστά εντούτοις σημείο αναφοράς τόσο για το διεθνές δίκαιο όσο και για το δίκαιο της Ένωσης. Βλ. Zamfir, I., The Universal Declaration of Human Rights and its relevance for the European Union, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2018, EPRS_ATA (2018)628295_EN.

( 14 ) Υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 (United Nations, Treaty Series, τόμος 189, σ. 137), όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 (United Nations, Treaty Series, τόμος 606, σ. 267) και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής, από κοινού: Σύμβαση της Γενεύης).

( 15 ) Η αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού Δουβλίνο III περιγράφει την κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου, η oποία περιλαμβάνει το ΚΕΣΑ, ως «αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως προστασία στην Ένωση».

( 16 ) ΕΕ 2012, C 326, σ. 391.

( 17 ) Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9). Η οδηγία για την αναγνώριση κατήργησε την προγενέστερη οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12). Η οδηγία 2004/83 περιείχε ομοίως διατάξεις για τον αποκλεισμό από το καθεστώς πρόσφυγα (άρθρο 12) ή από την επικουρική προστασία (άρθρο 17) καθώς και διατάξεις για τον τερματισμό ή την ανάκληση του εν λόγω καθεστώτος [άρθρο 14 (πρόσφυγες) και άρθρο 19 (πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί επικουρική προστασία)] όταν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρισκόταν.

( 18 ) Οι κύριες διαφορές είναι ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, αναφέρεται σε «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα», επισημαίνοντας ότι «οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα», και ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ρητώς αναφέρει ως λόγο αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα την τέλεση «πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

( 19 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 37, όπου διευκρινίζεται ότι «[η] έννοια της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης καλύπτει επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας ανήκει σε οργάνωση που υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία ή υποστηρίζει οργάνωση αυτού του είδους».

( 20 ) Το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, είναι όντως το εξής: «θα έπρεπε να είχε αποκλεισθεί από το δικαίωμα […] σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3» (η υπογράμμιση δική μου). Εντούτοις, επειδή η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αποκλείουν αιτούντα, και δεν τους επιβάλλει να το πράττουν, χρησιμοποίησα τις λέξεις «θα μπορούσε» –οι οποίες φαίνεται να είναι μια πιο λογική επιλογή– στο κείμενο των προτάσεών μου.

( 21 ) Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

( 22 ) Η διατύπωση του άρθρου 25 είναι, αν μη τι άλλο, δαιδαλώδης· παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, που επιθυμεί να εξετάσει περαιτέρω το σημείο αυτό, να ανατρέξει στο πλήρες κείμενο της οδηγίας για τις διαδικασίες χορηγήσεως ασύλου.

( 23 ) Πρβλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 20: «Σε αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις, […] όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία εξέτασης, ιδίως με την πρόβλεψη μικρότερων αλλά εύλογων προθεσμιών για ορισμένα διαδικαστικά βήματα, με την επιφύλαξη διεξαγωγής επαρκούς και πλήρους εξέτασης και εφόσον ο αιτών έχει πραγματικά πρόσβαση σε βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία».

( 24 ) Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96).

( 25 ) Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).

( 26 ) Τα κράτη μέλη δικαιούνται να μην εφαρμόζουν την εν λόγω οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι εμπίπτουν σε μία από τις δύο εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ήτοι στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι «α) υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος» ή «β) υπόκεινται σε απόφαση επιστροφής ως ποινική κύρωση ή ως συνέπεια ποινικής κύρωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ή υπόκεινται σε διαδικασίες έκδοσης». Επιπλέον, η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε «πρόσωπα που απολαύουν του [ενωσιακού] δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν» (εξαίρεση η οποία είναι απίθανο να ασκεί επιρροή εν προκειμένω).

( 27 ) Η εν λόγω απόφαση ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ως «διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής» (η τελευταία λέξη ορίζεται λεπτομερώς στο άρθρο 3, παράγραφος 3).

( 28 ) Σύσταση της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2015, σχετικά με ένα ευρωπαϊκό σύστημα επανεγκατάστασης [C(2015) 3560 τελικό].

( 29 ) Βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως της Επιτροπής για απόφαση του Συμβουλίου για την τροποποίηση της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας [COM(2016) 171 τελικό, σ. 2]. Τα κράτη του συστήματος του Δουβλίνου έλαβαν μέρος μαζί με τα κράτη μέλη της Ένωσης στην πρωτοβουλία που ακολούθησε.

( 30 ) Έγγραφο 11130/15 του Συμβουλίου: «Συμπεράσματα των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με την επανεγκατάσταση, μέσω πολυμερών και εθνικών προγραμμάτων, 20000 ατόμων τα οποία σαφώς χρήζουν διεθνούς προστασίας» (στο εξής: ψήφισμα της 20ής Ιουλίου 2015).

( 31 ) Βλ. έγγραφο 11969/15 του Συμβουλίου, PRESSE 53, PR CO 45 επί της συνεδριάσεως 3498 του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα αριθ. 21 και 22 που είναι προσαρτημένα στις Συνθήκες της Ένωσης, η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβαν μέρος στην έκδοση της αποφάσεως 2015/1523.

( 32 ) Βλ. απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, σκέψη 11. Η αρχική πρόταση της Επιτροπής όσον αφορά την εν λόγω απόφαση τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήματος της Ουγγαρίας, κατά το ότι απαλείφθηκε κάθε μνεία της Ουγγαρίας ως δικαιούχου κράτους μέλους. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακία καταψήφισαν την τροποποιηθείσα πρόταση. Η Φινλανδία απέσχε. Όπως συνέβη με την απόφαση 2015/1523, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα αριθ. 21 και 22 που είναι προσαρτημένα στις Συνθήκες της Ένωσης, η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβαν μέρος στην έκδοση της αποφάσεως 2015/1601.

( 33 ) COM(2016) 171 τελικό, σημείο 1.2, σ. 2.

( 34 ) Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της αποφάσεως 2015/1601 αντικατοπτρίζουν τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της αποφάσεως 2015/1523. Ως εκ τούτου, δεν θα τις επαναλάβω στο σημείο 51 των παρουσών προτάσεων. Μετά τις επισημάνσεις που γίνονται στις πέντε πρώτες αιτιολογικές σκέψεις, διαφοροποιείται η αρίθμηση αλλά το περιεχόμενο συχνά παραμένει στην ουσία το ίδιο.

( 35 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 343/2003 (ΕΕ 2003, L 222, σ. 3).

( 36 ) Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 118/2014 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού 1560/2003 (ΕΕ 2014, L 39, σ. 1).

( 37 ) Κανονισμός της 16ης Απριλίου 2014 για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, την τροποποίηση της απόφασης 2008/381/ΕΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθ. 573/2007/ΕΚ και αριθ. 575/2007/ΕΚ και της απόφασης 2007/435/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 150, σ. 168).

( 38 ) Το άρθρο 8 περιέγραφε τα συμπληρωματικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν από την Ιταλία και την Ελλάδα, τα οποία έπρεπε να υποβληθούν από κάθε ένα από τα δύο κράτη μέλη στην Επιτροπή έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2015 υπό μορφή «οδικού χάρτη».

( 39 ) Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της αποφάσεως 2015/1601 αποτελούσαν επανάληψη των αιτιολογικών σκέψεων 1 έως 5 της αποφάσεως 2015/1523, οι οποίες παρατίθενται στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/1601 που αντιστοιχούν σε αυτές που όσον αφορά την απόφαση 2015/1523 παρατέθηκαν στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων είναι οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 16, 21, 22, 23, 24, 30, 31, 32 και 38. Προς αποφυγή επαναλήψεων, δεν τις παρέθεσα για δεύτερη φορά.

( 41 ) Η απόφαση 2015/1601 τροποποιήθηκε δεόντως με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1754 του Συμβουλίου: βλ. σημείο 55 και υποσημείωση 42 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Το άρθρο 4, παράγραφος 3α, παρεμβλήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1754 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2015/1601 (ΕΕ 2016, L 268, σ. 82). Σκοπός της εν λόγω τροποποιήσεως ήταν οι προσπάθειες τις οποίες τα κράτη μέλη κατέβαλαν με την αποδοχή, μέσω επανεγκαταστάσεως, Σύρων που διαμένουν στην Τουρκία και η εισδοχή για ανθρωπιστικούς λόγους ή άλλες μορφές νόμιμης εισόδου να συνυπολογισθούν για την επίτευξη του συνολικού αριθμού των αιτούντων διεθνή προστασία που έπρεπε να μετεγκατασταθούν στο έδαφός τους βάσει της αποφάσεως 2015/1601. Όσον αφορά τους 54000 αιτούντες που αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως 2015/1601, η τροποποίηση παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αφαιρέσουν, από τον αριθμό των προς μετεγκατάσταση αιτούντων που τους αναλογεί, τον αριθμό των Σύρων που βρίσκονταν στην Τουρκία και έγιναν δεκτοί στο έδαφός τους μέσω επανεγκαταστάσεως, εισδοχής για ανθρωπιστικούς λόγους ή άλλων μορφών νόμιμης εισόδου βάσει εθνικών ή πολυμερών προγραμμάτων πλην του συστήματος επανεγκαταστάσεως σύμφωνα με τα συμπεράσματα της 20ής Ιουλίου 2015 των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου. Το άρθρο 10 της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου εφαρμόστηκε, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη που έκαναν χρήση αυτής της διευκολύνσεως έλαβαν το ποσό των 6500 ευρώ ανά μετεγκατασταθέντα αιτούντα. Βλ. COM(2016) 171 τελικό, σημείο 2.1.

( 43 ) Κανονισμός (ΕΕ) 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 604/2013 και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ 2013, L 180, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός Eurodac). Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών […]».

( 44 ) Το άρθρο 5, παράγραφος 9, της αποφάσεως 2015/1601 αποτελούσε κατ’ ουσίαν πιο λεπτομερή έκδοση του άρθρου 5, παράγραφος 9, της αποφάσεως 2015/1523.

( 45 ) Βλ., περαιτέρω, σημείο 74 των παρουσών προτάσεων. Παραθέτω, για λόγους παραπομπής, τις εκθέσεις αυτές: πρώτη έκθεση της 16ης Μαρτίου 2016, COM(2016) 165 τελικό· δεύτερη έκθεση της 12ης Απριλίου 2016, COM(2016) 222 τελικό· τρίτη έκθεση της 18ης Μαΐου 2016, COM(2016) 360 τελικό· τέταρτη έκθεση της 15ης Ιουνίου 2016, COM(2016) 416 τελικό· πέμπτη έκθεση της 13ης Ιουλίου 2016, COM(2016) 480 τελικό· έκτη έκθεση της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, COM(2016) 636 τελικό· έβδομη έκθεση της 9ης Νοεμβρίου 2016, COM(2016) 720 τελικό· όγδοη έκθεση της 8ης Δεκεμβρίου 2016, COM(2016)791 τελικό· ένατη έκθεση της 8ης Φεβρουαρίου 2017, COM(2017) 74 τελικό· δέκατη έκθεση της 2ας Μαρτίου 2017, COM(2017) 202 τελικό· ενδέκατη έκθεση της 12ης Απριλίου 2017, COM(2017) 212 τελικό· δωδέκατη έκθεση της 16ης Μαΐου 2017, COM(2017) 260 τελικό· δέκατη τρίτη έκθεση της 13ης Ιουνίου 2017, COM(2017) 330 τελικό· δέκατη τέταρτη έκθεση της 26ης Ιουλίου 2017, COM(2017) 405 τελικό, και δέκατη πέμπτη έκθεση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017 COM(2017) 465 τελικό. Εν συνεχεία, βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2015, για το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για τη Μετανάστευση, COM(2015) 240 τελικό, η Επιτροπή εξέδωσε μια πρώτη έκθεση προόδου στις 15 Νοεμβρίου 2017, COM(2017) 669 τελικό, μια δεύτερη έκθεση προόδου στις 14 Μαρτίου 2018, COM(2018) 250 τελικό, μια τρίτη έκθεση προόδου στις 16 Μαΐου 2018, COM(2018) 301 τελικό, και μια τέταρτη έκθεση προόδου στις 6 Μαρτίου 2019, COM(2019) 126 τελικό.

( 46 ) Η Πολωνία άσκησε παρέμβαση υπέρ της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Ουγγαρίας. Το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Σουηδία και η Επιτροπή άσκησαν παρέμβαση υπέρ του Συμβουλίου προς στήριξη της αποφάσεως 2015/1601.

( 47 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Σλοβακική Δημοκρατία κατά Συμβουλίου και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C-643/15 και C-647/15, EU:C:2017:618).

( 48 ) Σχετικά με τη διαδικασία προ της ασκήσεως προσφυγής, βλ. σημεία 82 έως 90 των παρουσών προτάσεων.

( 49 ) Χάριν ακριβείας, υπενθυμίζω ότι η απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου αφορούσε μόνον την απόφαση 2015/1601. Η προθεσμία προσβολής της προϊσχύσασας αποφάσεως, της αποφάσεως 2015/1523, έχει παρέλθει προ πολλού, όσον αφορά δε τον βασικό μηχανισμό που προέβλεπαν, οι δύο αποφάσεις είναι όμοιες. Η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία είναι τα μοναδικά κράτη μέλη των οποίων η μη συμμόρφωση με την απόφαση 2015/1523 είναι τώρα το επίδικο ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου. Με κίνδυνο να επιδείξω πραγματισμό αλλά όχι τυπολατρία, δεν μπορώ να δω με ποιον τρόπο θα είναι ρεαλιστικό να υποτεθεί –με υπόβαθρο την αναλυτική και εκτενή απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου– ότι από οποιοδήποτε από τα κράτη αυτά θα μπορούσαν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί κατά του κύρους της αποφάσεως 2015/1523 οι οποίοι θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν (και πράγματι, κανένα από τα δύο αυτά κράτη μέλη δεν προσπάθησε να το πράξει).

( 50 ) Βλ. σημείο 39 και υποσημείωση 29 των παρουσών προτάσεων.

( 51 ) Δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω ψηφίσματος. Βλ., περαιτέρω, σημείο 79 των παρουσών προτάσεων.

( 52 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο [COM(2016) 120 τελικό]. Η ανακοίνωση αυτή αποτέλεσε τη βάση των εκθέσεων που εκτίθενται στην υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων και μνημονεύονται στα σημεία 75, 76, 80 και 81 του κυρίως κειμένου των παρουσών προτάσεων.

( 53 ) Βλ. υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων, τμήμα 1, σ. 2, της εν λόγω εκθέσεως.

( 54 ) Βλ. υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων, τμήμα 2, σ. 3, της εν λόγω εκθέσεως.

( 55 ) Στοιχεία αναφοράς Ares(2017)2738421-31/05/2017.

( 56 ) Βλ. υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων, τμήμα 2, σ. 4 της εν λόγω εκθέσεως.

( 57 ) Βλ. υποσημείωση 45 των παρουσών προτάσεων, τμήμα 2, σ. 3 της εν λόγω εκθέσεως.

( 58 ) Οι ημερομηνίες των αντίστοιχων επιστολών ήταν η 15η Ιουνίου 2017 (για αμφότερες τις υποθέσεις C-718/17, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, και C-719/17, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας) και η 16η Ιουνίου 2017 (για την υπόθεση C-715/17, Επιτροπή κατά Πολωνίας).

( 59 ) Βλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C-61/08, EU:C:2011:340, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 60 ) Βλ., επίσης, σημεία 107 έως 110 των παρουσών προτάσεων, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

( 61 ) Απόφαση της 24ης Απριλίου 2007, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-523/04, EU:C:2007:244, σκέψη 28).

( 62 ) Βλ. von Bardeleben, Ε., Donnat, F., και Siritzky, D., La Cour de justice de l’Union européenne et le droit du contentieux européen, La Documentation française, Παρίσι, 2012, σ. 196.

( 63 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 64 ) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας (26/69, EU:C:1970:67, σκέψεις 9 και 10).

( 65 ) Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-365/97, EU:C:1999:544).

( 66 ) Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-177/03, EU:C:2004:784).

( 67 ) Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑177/03, EU:C:2004:784, σκέψη 21).

( 68 ) Αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2016, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-12/14, EU:C:2016:135, σκέψη 26), και της 6ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-562/07, EU:C:2009:614, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 69 ) Απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας (26/69, EU:C:1970:67, σκέψη 10, η υπογράμμιση δική μου).

( 70 ) Κατά τη χρησιμοποιηθείσα από το Δικαστήριο διατύπωση στην απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-34/11, EU:C:2012:712, σκέψη 36), την οποία μνημονεύει η Πολωνία στα υπομνήματά της, η Επιτροπή αντλεί όφελος από την εν λόγω διευκρίνιση, ακόμη και αν αυτή αφορά παρελθούσα κατάσταση.

( 71 ) Η Ουγγαρία προβάλλει ένα περαιτέρω τεχνικού χαρακτήρα επιχείρημα, ειδικό για την κατάστασή της, το οποίο εξετάζω εν συντομία στο σημείο 120 των παρουσών προτάσεων.

( 72 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 73 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-12/14, EU:C:2016:135, σκέψη 25).

( 74 ) Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Βελγίου (C-356/15, EU:C:2018:555, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 75 ) Συναφώς, επί παραδείγματι, η δέκατη τρίτη έκθεση για τη μετεγκατάσταση και την επανεγκατάσταση αναφέρει ότι η Αυστρία πραγματοποίησε την πρώτη και τελευταία της επίσημη ανάληψη δεσμεύσεως για μετεγκατάσταση τον Μάιο του 2017. Η εν λόγω δέσμευση αφορούσε όπως προκύπτει 50 άτομα από την Ιταλία, 15 εκ των οποίων πράγματι μετεγκαταστάθηκαν στο αυστριακό έδαφος (βλ. παράρτημα 2 της δέκατης τρίτης εκθέσεως).

( 76 ) Στα υπομνήματά της, η Πολωνία παραπονείται επίσης σχετικά με τις σύντομες προθεσμίες που της παρασχέθηκαν για να απαντά στο πλαίσιο της ανταλλαγής επιστολών μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προ της ασκήσεως προσφυγής, δίχως ωστόσο να υποστηρίζει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας. Θεωρώ ότι με αυτό το μέρος των υπομνημάτων της Πολωνίας επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε σκοπό να αποδείξει τη διάπραξη παραβάσεων από τα τρία καθών κράτη μέλη προκειμένου να τα στιγματίσει λόγω της αντιδράσεώς τους στον μηχανισμό μετεγκαταστάσεως που επιβλήθηκε με τις αποφάσεις μετεγκαταστάσεως.

( 77 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 78 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 79 ) Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-1/00, EU:C:2001:687, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, η υπογράμμιση δική μου).

( 80 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 81 ) Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Βελγίου (293/85, EU:C:1988:40).

( 82 ) Απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C-20/09, EU:C:2011:214, σκέψη 41).

( 83 ) Υπενθυμίζω ότι στην περίπτωση της Ουγγαρίας εξετάζεται μόνον η απόφαση 2015/1601.

( 84 ) Βλ., επίσης, σημεία 138 έως 143 των παρουσών προτάσεων όσον αφορά τον προσδιορισμό της προβαλλόμενης παραβάσεως.

( 85 ) Χάριν πληρότητας, επισημαίνω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα τρία καθών κράτη μέλη (στα υπομνήματά τους αντικρούσεως, ανταπαντήσεως και παρεμβάσεως) είναι παρόμοιοι με εκείνους που διατύπωσαν στις απαντήσεις τους προς τις προειδοποιητικές επιστολές και τις αιτιολογημένες γνώμες. Τούτο επιβεβαιώνει το συμπέρασμά μου ότι, παρά τις σχετικώς σύντομες προθεσμίες που τάχθηκαν για την απάντηση στα έγγραφα που η Επιτροπή απέστειλε κατά την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία, δεν σημειώθηκε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των κρατών μελών.

( 86 ) Βλ., περαιτέρω, σημεία 169 έως 171 των παρουσών προτάσεων.

( 87 ) Στο σημείο 21 του δικογράφου της προσφυγής της Επιτροπής διευκρινίζεται ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο σχετικών ημερομηνιών (της 13ης Μαΐου και της 13ης Αυγούστου 2016).

( 88 ) Ανακοίνωση δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2018, C 112, σ. 19).

( 89 ) Η Τσεχική Δημοκρατία επισήμανε ότι το αιτητικό του δικογράφου της προσφυγής κατά της Ουγγαρίας (υπόθεση C-718/17) ομοίως δεν αναφέρει την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η παράβαση. Η Ουγγαρία δεν προέβαλε το ζήτημα αυτό στην άμυνά της. Σημειώνω ότι, ενώ αμφότερες η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία υπέδειξαν περιορισμένο αριθμό αιτούντων βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, των αποφάσεων μετεγκαταστάσεως, η Ουγγαρία ουδέποτε εκπλήρωσε, ούτε καν εν μέρει, τις υποχρεώσεις που υπείχε βάσει της αποφάσεως 2015/1601. Κατά συνέπεια, δεν ήταν αναγκαίος (εκτός αν έπρεπε να υπάρχει μόνο για τους τύπους) ο προσδιορισμός ημερομηνίας ενάρξεως της παραβάσεως όσον αφορά την Ουγγαρία.

( 90 ) Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 91 ) Στα σημεία 21 και 33 του εν λόγω δικογράφου.

( 92 ) Επαναλαμβάνω ότι «το αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως […] οριοθετείται επίσης από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία […] οπότε η προσφυγή πρέπει να στηρίζεται στους ίδιους με την αιτιολογημένη γνώμη λόγους και ισχυρισμούς» (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-33/04, EU:C:2005:750, σκέψη 36).

( 93 ) Βλ. σημεία 172 έως 176 των παρουσών προτάσεων.

( 94 ) Στη σκέψη 66. Στη συνέχεια, στις σκέψεις 70 έως 74, το Δικαστήριο εξέτασε εγγύτερα τη φύση των «προσωρινών μέτρων» που εκδίδονται βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και διευκρίνισε ότι οι διατάξεις του άρθρου 78, παράγραφοι 2 και 3, αποτελούν δύο διακριτές διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, οι οποίες επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς. Τα μέτρα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι «προσωριν[ά] μέτρ[α] μη νομοθετικού χαρακτήρα για την ταχεία ανταπόκριση σε συγκεκριμένη επείγουσα κατάσταση την οποία αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη» (σκέψη 73). Βλ., επίσης, σημεία 64 έως 68 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στις εν λόγω υποθέσεις (EU:C:2017:618).

( 95 ) Βλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C-252/13, EU:C:2014:2312, σκέψη 34), της 16ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-67/12, EU:C:2014:5, σκέψη 42), και της 16ης Ιουλίου 2009, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-165/08, EU:C:2009:473, σκέψη 43).

( 96 ) Για τους ακριβείς ισχυρισμούς και το αιτητικό σε κάθε μία εκ των τριών διαδικασιών λόγω παραβάσεως, βλ. σημεία 86 έως 88 των παρουσών προτάσεων.

( 97 ) Για τον αντίκτυπο του άρθρου 4, παράγραφος 3α, της αποφάσεως 2015/1601, το οποίο παρεμβλήθηκε με την απόφαση 2015/1754, βλ. υποσημείωση 42 των παρουσών προτάσεων.

( 98 ) Βλ. σημείο 70 των παρουσών προτάσεων.

( 99 ) Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.

( 100 ) Βλ. σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.

( 101 ) Συναφώς, η Πολωνία παραπέμπει στην απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1997, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-265/95, EU:C:1997:595, σκέψη 33).

( 102 ) «Κράτος μέλος μετεγκαταστάσεως» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου για να περιγράψει το κράτος μέλος προς το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η μετεγκατάσταση από κράτος μέλος της πρώτης γραμμής. Βλ., επί παραδείγματι, σκέψη 290.

( 103 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Adil (C-278/12 PPU, EU:C:2012:508).

( 104 ) Κανονισμός (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1).

( 105 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Adil (C-278/12 PPU, EU:C:2012:508, σκέψεις 53 και 54).

( 106 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Adil (C-278/12 PPU, EU:C:2012:508, σκέψη 56).

( 107 ) Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Adil (C-278/12 PPU, EU:C:2012:508, σκέψη 66).

( 108 ) Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, Α (C-9/16, EU:C:2017:483).

( 109 ) Το επιχείρημα της Πολωνίας αποτυπώνεται στη σκέψη 306 της εν λόγω αποφάσεως.

( 110 ) Σκέψη 309 της αποφάσεως Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου.

( 111 ) Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Ν. (C-601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65).

( 112 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O. (C-554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 48).

( 113 ) Βλ. σημείο 4 των προτάσεών μου στην υπόθεση A.S. και Jafari (C-490/16 και C-646/16, EU:C:2017:443).

( 114 ) Βλ. σημείο 19 των παρουσών προτάσεων.

( 115 ) Βλ. (σε διάφορα σημεία) απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau (30/77, EU:C:1977:172) (η υπόθεση αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ). Βλ. ήδη, στο ίδιο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77) (οδηγία για τα δικαιώματα των πολιτών).

( 116 ) Το κύρος της αποφάσεως 2015/1601 φυσικά επιβεβαιώθηκε από το τμήμα μείζονος συνθέσεως στην απόφαση Σλοβακική Δημοκρατία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου.

( 117 ) Οι προδικαστικές παραπομπές προς το Δικαστήριο που ανέκυψαν από την εν λόγω αντιδικία οδήγησαν στις αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ. (C-213/89, EU:C:1990:257) (ασφαλιστικά μέτρα), της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320) (η υπόθεση επί της ουσίας), και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C-48/93, EU:C:1996:79) (αγωγή αποζημιώσεως). Οι εμπεριστατωμένες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo στην υπόθεση Factortame κ.λπ. (C-221/89, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1991:113) αξίζουν οπωσδήποτε να μελετηθούν. Επίσης, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C-246/89, EU:C:1991:375) και, παράλληλα, υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (η οποία ευδοκίμησε) (διάταξη της 10ης Οκτωβρίου 1989, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 246/89 R, EU:C:1989:368).

( 118 ) Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα ενός (παλαιάς κοπής) ναυτικού: από τεχνικής απόψεως ένα πλοίο «φέρει» («wears») σημαία, και δεν «πλέει υπό» («fly») τη σημαία. Εντούτοις, η επίσημη αγγλική μετάφραση της νομολογίας του Δικαστηρίου καθιέρωσε το ρήμα «fly» («πλέει υπό») ως το ρήμα που πρέπει να χρησιμοποιείται, οπότε θα διατηρήσω αυτόν τον όρο στα παραθέματα.

( 119 ) Η δίκη αφορούσε 95 πλοία που μέχρι τότε ήταν νηολογημένα στο βρετανικό νηολόγιο βάσει του Merchant Shipping Act 1894 (νόμου του 1894 περί εμπορικής ναυτιλίας). Από τα πλοία αυτά, τα 53 ήταν αρχικώς νηολογημένα στην Ισπανία και έφεραν ισπανική σημαία, αλλά σε διάφορες ημερομηνίες από το 1980 νηολογήθηκαν στο βρετανικό νηολόγιο. Τα λοιπά 42 πλοία ήταν ανέκαθεν νηολογημένα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά αγοράσθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες από ισπανικές εταιρίες. Μια εταιρία, η Rawlings Trawling –την οποία ο Nicholas Forwood QC (τότε εκπρόσωπός της) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων (υπόθεση C-213/89) χαρακτήρισε προσφυώς ως «παραλίευμα»– δεν ήταν ισπανική, αλλά είχε κατά κάποιον τρόπο εμπλακεί στη νομική σύγχυση που επακολούθησε. Βλ., περαιτέρω, απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320, σκέψεις 3 έως 10).

( 120 ) Τα κράτη μέλη παρέπεμψαν στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης, της 29ης Απριλίου 1958, για την ανοικτή θάλασσα (United Nations, Treaty Series, τόμος 450, σ. 11): «Κάθε κράτος καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί σε πλοία την εθνικότητά του, καθώς και τις προϋποθέσεις νηολογήσεως πλοίων στην επικράτειά του και παροχής του δικαιώματος να πλέουν υπό τη σημαία του. Τα πλοία έχουν την εθνικότητα του κράτους που τους έχει επιτρέψει να πλέουν υπό τη σημαία του. Μεταξύ του κράτους και του πλοίου πρέπει να υφίσταται ουσιαστικός σύνδεσμος: το κράτος πρέπει, μεταξύ άλλων, να ασκεί πράγματι επί των πλοίων που πλέουν υπό τη σημαία του τη δικαιοδοσία του και τον έλεγχό του στον τεχνικό, διοικητικό και εργασιακό τομέα.»

( 121 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320, σκέψη 13). Το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει στην απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1988, Pesca Valentia κατά Minister for Fisheries and Forestry (223/86, EU:C:1988:14, σκέψη 13), ότι βάσει του κανονισμού του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινής διαρθρωτικής πολιτικής στον τομέα της αλιείας ο ορισμός των όρων «υπό σημαία ενός των κρατών μελών» ή «νηολογημένο» που περιέχονται στον εν λόγω κανονισμό επαφίεται στους εθνικούς νομοθέτες των κρατών μελών.

( 122 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 123 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320, σκέψη 16).

( 124 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 1991, Factortame κ.λπ. (C-221/89, EU:C:1991:320, σκέψη 17 και πρώτο σημείο του διατακτικού, η υπογράμμιση δική μου).

( 125 ) Βλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, NN (L) International (C-48/15, EU:C:2016:356, σκέψη 43), και της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C-179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 171 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 126 ) Επισημαίνω ιδίως το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ (βλ. σημείο 23 των παρουσών προτάσεων) και το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ (βλ. σημείο 25 των παρουσών προτάσεων).

( 127 ) Βλ. σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.

( 128 ) Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

( 129 ) Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.

( 130 ) Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

( 131 ) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2005 (CE:ECHR:2005:0726JUD003888502, § 158).

( 132 ) Απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C-51/08, EU:C:2011:336, σκέψη 124).

( 133 ) Risk Analysis for 2016, Frontex, 2016, ISBN 978-92-95205-47-5, σ. 5.

( 134 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 της αποφάσεως 2015/1523 και αιτιολογική σκέψη 32 της αποφάσεως 2015/1601.

( 135 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 5, παράγραφοι 4, 5 και 9, των εν λόγω αποφάσεων. Επιπροσθέτως, το άρθρο 5, παράγραφος 8, προβλέπει τη δυνατότητα διορισμού αξιωματικών συνδέσμων για τη διευκόλυνση της διαδικασίας μετεγκαταστάσεως.

( 136 ) Σκέψη 309. Η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης έχει πλέον καταστεί αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης και ενισχύει σημαντικά τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών εντός του ΧΕΑΔ. Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ) της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 191). Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι αμοιβαία εμπιστοσύνη δεν σημαίνει τυφλή εμπιστοσύνη: βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 78 έως 82).

( 137 ) Βλ. εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/408 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2016, σχετικά με την προσωρινή αναστολή της μετεγκατάστασης ποσοστού 30 % των αιτούντων που έχουν κατανεμηθεί στην Αυστρία σύμφωνα με την απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 (ΕΕ 2016, L 74, σ. 36), και απόφαση (ΕΕ) 2016/946 του Συμβουλίου, της 9ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Σουηδίας σύμφωνα με το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1523 και το άρθρο 9 της απόφασης (ΕΕ) 2015/1601 (ΕΕ 2016, L 157, σ. 23).

( 138 ) Δεύτερη αιτιολογική σκέψη.

( 139 ) Τέταρτη αιτιολογική σκέψη.

( 140 ) Απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23).

( 141 ) Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα από το κράτος μέλος καταγωγής μου παρέχει η απόφαση του UK Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου) στην υπόθεση R (Miller) v The Prime Minister και Cherry v Advocate General for Scotland [2019] UKSC 41.

( 142 ) Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-619/18, EU:C:2019:531).

( 143 ) Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C-284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, η υπογράμμιση δική μου). Βλ., ομοίως, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, The Trustees of the BT Pension Scheme (C-628/15, EU:C:2017:687, σκέψη 47).

( 144 ) Βλ. εκτενή και αναλυτική απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑620/16, EU:C:2019:256, και, ιδίως το συμπέρασμα που εκτίθεται στις σκέψεις 98 έως 100).

( 145 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C-359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 42), και της 3ης Μαρτίου 2016, Επιτροπή κατά Μάλτας (C-12/14, EU:C:2016:135, σκέψη 37).

( 146 ) Το πλήρες κείμενο της Διακηρύξεως είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://europa.eu/european-union/about-eu/symbols/europe-day/schuman-declaration_en.

( 147 ) CELEX:11951K.

( 148 ) Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1983, Klöckner-Werke κατά Επιτροπής (263/82, EU:C:1983:373, σκέψη 17, η υπογράμμιση δική μου). Άξιες μελέτης είναι επίσης οι σκέψεις 18 έως 20.

( 149 ) Από το 2006 που παρέχω τις υπηρεσίες μου στο Δικαστήριο, είχα το αμφίβολο προνόμιο να εξετάσω διάφορες πτυχές των εν λόγω ρυθμίσεων στο πλαίσιο σειράς προτάσεων, στα κείμενα των οποίων παραπέμπω τον αναγνώστη που έχει την περιέργεια να ανακαλύψει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης. Βλ., επί παραδείγματι, προτάσεις μου στην υπόθεση Zuckerfabrik Jülich (C-5/06 και C-23/06 έως C‑36/06, EU:C:1007:346) και στην υπόθεση Zuckerfabrik Jülich κ.λπ. (C-113/10, C-147/10 και C-234/10, EU:C:2011:701).

( 150 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, Eridania zuccherificio nazionali κ.λπ. (250/84, EU:C:1986:22).

( 151 ) Απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, Eridania zuccherifici nazionali κ.λπ. (250/84, EU:C:1986:22, σκέψη 20).

( 152 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk (C-184/99, EU:C:2001:458). Βλ. εκτενή και αναλυτική εξέταση του ζητήματος στις σκέψεις 31 έως 46 και τη συγκεκριμένη αναφορά στην «ύπαρξη ορισμένου βαθμού οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των υπηκόων του κράτους [υποδοχής] και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών» στη σκέψη 44.

( 153 ) Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar (C-209/03, EU:C:2005:169). Βλ., ιδίως, σκέψεις 56 έως 63.

( 154 ) Από τις διδαχές του ραβίνου Shimon bar Yochai («Rashbi»: 2ος αιώνας Κ.Χ.), παρατίθεται στο Midrash, Vayikra Rabbah 4:6. Βλ. https://www.sefaria.org/Vayikra_Rabbah.1.1?lang=bi&with=all&lang2=en. Προσάρμοσα τη μετάφραση με σκοπό τη λίγο καλύτερη ροή του λόγου.