ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 28ης Φεβρουαρίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑658/17

WB

παρισταμένης της

Notariusz Przemysława Bac

[αίτηση του Sąd Okręgowy w Gorzowie Wielkopolskim
(περιφερειακού δικαστηρίου Gorzów Wielkopolski, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και θʹ – Έννοιες της “αποφάσεως” και του “δημοσίου εγγράφου” σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Έννοια του “δικαστηρίου” σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής – Μη κοινοποίηση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους της ιδιότητας των συμβολαιογράφων ως δικαστηρίων – Έννοια των “δικαστικών καθηκόντων” – Νομικός χαρακτηρισμός του εθνικού πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1329/2014 – Έντυπο και βεβαίωση»

I. Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και θʹ, και παράγραφος 2, καθώς και του άρθρου 39, παράγραφος 2, του άρθρου 46, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 79 του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου ( 2 ), καθώς και την ερμηνεία των παραρτημάτων 1 και 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1329/2014 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2014, για τη σύνταξη των εντύπων που αναφέρονται στον κανονισμό 650/2012 ( 3 ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της WB και Πολωνού συμβολαιογράφου που αρνήθηκε να της χορηγήσει, ενόψει της αναγνωρίσεως αντιγράφου του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής του πατέρα της, του οποίου η WB είναι κληρονόμος, μία εκ των προβλεπόμενων στον κανονισμό 650/2012 βεβαιώσεων περί του ότι το εν λόγω πιστοποιητικό συνιστά είτε απόφαση είτε δημόσιο έγγραφο σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής.

3.

Κατά το εθνικό δίκαιο, το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής περιέχει τον κατάλογο των κληρονόμων ή κληροδόχων καθώς και χρήσιμες διευκρινίσεις σχετικά με την έκταση των κληρονομικών δικαιωμάτων τους ( 4 ) και, ως εκ τούτου, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του καθεστώτος που διέπει την κληρονομική διαδοχή.

4.

Η υπό κρίση υπόθεση δίνει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να παράσχει χρήσιμες διευκρινίσεις σχετικά με την οριοθέτηση των εννοιών «απόφαση» και «δικαστήριο» κατά τον κανονισμό 650/2012, κρίνοντας, ειδικότερα, αν ένας συμβολαιογράφος στον οποίο το εθνικό δίκαιο απονέμει την εξουσία εκδόσεως πιστοποιητικών κληρονομικής διαδοχής ασκεί «δικαστικά καθήκοντα».

5.

Στο πέρας της αναλύσεώς μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Sąd Okręgowy w Gorzowie Wielkopolskim (περιφερειακό δικαστήριο Gorzów Wielkopolski, Πολωνία) ότι ο Πολωνός συμβολαιογράφος που είναι αρμόδιος για την έκδοση πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής δεν ασκεί δικαστικά καθήκοντα. Κατά τη γνώμη μου, η πράξη που συντάσσει συνιστά δημόσιο έγγραφο, αντίγραφο του οποίου μπορεί να χορηγηθεί συνοδευόμενο από το έντυπο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 650/2012, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερομένου που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει την εν λόγω πράξη σε άλλο κράτος μέλος.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 650/2012

6.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 20 έως 22, 62, 67, 69 και 76 του κανονισμού 650/2012 έχουν ως εξής:

«(7)

Θα πρέπει να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της εξάλειψης των εμποδίων για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σήμερα δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο μιας κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις. Στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης, οι πολίτες θα πρέπει να μπορούν να οργανώσουν εκ των προτέρων την κληρονομική τους διαδοχή. Θα πρέπει να κατοχυρώνονται με αποτελεσματικότητα τα δικαιώματα των κληρονόμων και των κληροδόχων, των άλλων οικείων προσώπων που σχετίζονται με τον θανόντα, καθώς και των κληρονομικών δανειστών.

[…]

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να σέβεται τα διάφορα καθεστώτα που διέπουν θέματα κληρονομικής διαδοχής και τα οποία ισχύουν στα κράτη μέλη. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, στον όρο “δικαστήριο” θα πρέπει συνεπώς να δοθεί ευρεία έννοια έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο τα δικαστήρια κατά κυριολεξία, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα, αλλά και τους συμβολαιογράφους ή τα γραφεία μητρώων που ασκούν σε ορισμένα κράτη μέλη δικαστικά καθήκοντα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια, καθώς και τους συμβολαιογράφους και επαγγελματίες του νομικού κλάδου, οι οποίοι σε ορισμένα κράτη μέλη ασκούν δικαστικά καθήκοντα για μια συγκεκριμένη κληρονομική διαδοχή κατ’ ανάθεση εξουσιών από δικαστήριο. Όλα τα δικαστήρια, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Αντίθετα, ο όρος “δικαστήριο” δεν θα πρέπει να καλύπτει μη δικαστικές αρχές κράτους μέλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου να επιλαμβάνονται υποθέσεων κληρονομικής διαδοχής, όπως είναι οι συμβολαιογράφοι στα περισσότερα κράτη μέλη, εφόσον, κατά τη συνήθη πρακτική, δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα.

(21)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επιτρέπει σε όλους τους συμβολαιογράφους, που έχουν αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη, να μπορούν να ασκούν αυτήν την αρμοδιότητα. Το κατά πόσον οι συμβολαιογράφοι συγκεκριμένου κράτους μέλους δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να εξαρτάται από το εάν καλύπτονται ή όχι από το[ν] όρο “δικαστήριο” για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(22)

Οι πράξεις που εκδίδονται από συμβολαιογράφους σε θέματα κληρονομικής διαδοχής στα κράτη μέλη θα πρέπει να κυκλοφορούν δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Όταν οι συμβολαιογράφοι ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και οι αποφάσεις που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων. Όταν οι συμβολαιογράφοι δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεν δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και τα δημόσια έγγραφα που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημόσιων εγγράφων.

[…]

(62)

Η “γνησιότητα” δημόσιου εγγράφου θα πρέπει να αποτελεί αυτοτελή έννοια που καλύπτει στοιχεία όπως η αυθεντικότητα του εγγράφου, οι τυπικές προϋποθέσεις του εγγράφου, οι εξουσίες της αρχής που συντάσσει το έγγραφο και η διαδικασία σύνταξης του εγγράφου. Θα πρέπει να καλύπτει επίσης τα πραγματικά στοιχεία που έχουν καταχωριστεί στο δημόσιο έγγραφο από την οικεία αρχή, όπως το γεγονός ότι τα αναφερόμενα μέρη εμφανίστηκαν ενώπιον αυτής της αρχής την αναφερόμενη ημερομηνία και ότι προέβησαν στις αναφερόμενες δηλώσεις. Οποιοδήποτε μέρος επιθυμεί να αμφισβητήσει τη γνησιότητα δημόσιου εγγράφου θα πρέπει να το πράξει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου στο κράτος μέλος προέλευσης του δημόσιου εγγράφου σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

[…]

(67)

Η γρήγορη, ομαλή και αποτελεσματική διευθέτηση των διαδοχών με διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι κληρονόμοι, οι κληροδόχοι, οι εκτελεστές διαθήκης και οι διαχειριστές της κληρονομιαίας περιουσίας θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν ευχερώς την ιδιότητα ή/και τα δικαιώματα και τις εξουσίες τους σε άλλο κράτος μέλος, π.χ. στο κράτος μέλος στο οποίο υπάρχει κληρονομιαία περιουσία. Για να μπορούν να το πράξουν, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τη δημιουργία ενός ενιαίου πιστοποιητικού, του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου […] που θα εκδίδεται προς χρήση σε άλλο κράτος μέλος. Με σκοπό την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, το κληρονομητήριο δεν θα πρέπει να αντικαθιστά εσωτερικά έγγραφα που τυχόν υφίστανται για παρόμοιους σκοπούς στα κράτη μέλη.

[…]

(69)

Η χρήση του [ευρωπαϊκού] κληρονομητηρίου δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική. Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση κληρονομητηρίου δεν θα πρέπει να έχουν καμία υποχρέωση να το πράξουν, αλλά θα πρέπει να είναι ελεύθερα να χρησιμοποιήσουν τα άλλα μέσα που είναι διαθέσιμα βάσει του παρόντος κανονισμού (αποφάσεις, δημόσια έγγραφα και δικαστικούς συμβιβασμούς). Εντούτοις, καμία αρχή ή πρόσωπο ενώπιον του οποίου προσκομίζεται [ευρωπαϊκό] κληρονομητήριο που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί αντί του κληρονομητηρίου απόφαση, δημόσιο έγγραφο ή δικαστικός συμβιβασμός.

[…]

(76)

Επίσης, για να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι σύγχρονες τεχνολογίες των επικοινωνιών, θα πρέπει να προβλεφθούν τυποποιημένα έντυπα για τις βεβαιώσεις που θα προσκομίζονται στο πλαίσιο της αίτησης κήρυξης της εκτελεστότητας μιας απόφασης, ενός δημόσιου εγγράφου ή ενός δικαστικού συμβιβασμού και για την αίτηση για ευρωπαϊκό κληρονομητήριο καθώς και για το ίδιο το κληρονομητήριο.»

7.

Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

[…]

ζ)

ως “απόφαση” νοείται κάθε απόφαση σε υπόθεση διαδοχής αιτία θανάτου που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους, όποια κι αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση για τον προσδιορισμό από το[ν] γραμματέα των δικαστικών εξόδων ή δαπανών·

[…]

θ)

ως “δημόσιο έγγραφο” νοείται ένα έγγραφο σε υπόθεση διαδοχής αιτία θανάτου που έχει συνταχθεί ή καταχωρισθεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο σε κράτος μέλος και του οποίου η γνησιότητα:

i)

συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημόσιου εγγράφου, και

ii)

πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη αρχή η οποία είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο από το κράτος μέλος προέλευσης.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού με τον όρο “δικαστήριο” νοούνται οποιαδήποτε δικαστική αρχή και όλες οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου προσφέρουν τα ίδια δικονομικά εχέγγυα όσον αφορά την αμεροληψία και το δικαίωμα ακρόασης όλων των μερών και ότι οι αποφάσεις τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται:

α)

μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης από δικαστική αρχή, και

β)

έχουν ανάλογη ισχύ και αποτέλεσμα με απόφαση δικαστικής αρχής για το ίδιο θέμα.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις άλλες αρχές και επαγγελματίες του νομικού κλάδου που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 79.»

8.

Το κεφάλαιο IV του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Αναγνώριση, εκτελεστότητα και εκτέλεση αποφάσεων», περιλαμβάνει το άρθρο 39, παράγραφοι 1 και 2, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1.   Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα κράτη μέλη, χωρίς να απαιτείται καμία ειδική διαδικασία.

2.   Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση απόφασης μπορεί να ζητήσει να διαπιστωθεί, με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 45 έως 58, ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί.»

9.

Κατά το άρθρο 43 του ίδιου κανονισμού:

«Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος και οι οποίες είναι εκτελεστές στο εν λόγω κράτος, καθίστανται εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερομένου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 45 έως 58.»

10.

Το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 650/2012 ορίζει τα ακόλουθα:

«Η αίτηση [κηρύξεως της εκτελεστότητας] πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

αντίγραφο της απόφασης, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας·

β)

βεβαίωση που εκδίδεται από το δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης βάσει του εντύπου που θα καταρτιστεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 81 παράγραφος 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 47.»

11.

Το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Δημόσιο έγγραφο που καταρτίζεται σε ένα κράτος μέλος έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ σε άλλο κράτος μέλος με αυτή που έχει στο κράτος μέλος προέλευσης ή την πλησιέστερη ισχύ, υπό τον όρο ότι αυτό δεν αντιβαίνει προδήλως στη δημόσια τάξη (ordre public) του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Το πρόσωπο που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει δημόσιο έγγραφο σε άλλο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από την αρχή που εκδίδει το δημόσιο έγγραφο στο κράτος μέλος προέλευσης να συμπληρώσει το έντυπο που θα καταρτιστεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 81 παράγραφος 2, περιγράφοντας την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου στο κράτος μέλος προέλευσης.»

12.

Το άρθρο 60, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Τα δημόσια έγγραφα που είναι εκτελεστά στο κράτος μέλος προέλευσης κηρύσσονται εκτελεστά σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου μέρους σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 45 έως 58.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 46 παράγραφος 3 στοιχείο β), η αρχή που έχει εκδώσει το δημόσιο έγγραφο εκδίδει, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερόμενου μέρους, βεβαίωση βάσει του εντύπου που θα καταρτιστεί σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 81 παράγραφος 2.»

13.

Το άρθρο 62 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Με τον παρόντα κανονισμό δημιουργείται ευρωπαϊκό κληρονομητήριο […] το οποίο εκδίδεται προς χρήση σε άλλο κράτος μέλος και παράγει τα αποτελέσματα που αναφέρονται στο άρθρο 69.

2.   Η χρήση του [ευρωπαϊκού] κληρονομητηρίου δεν είναι υποχρεωτική.

3.   Το [ευρωπαϊκό] κληρονομητήριο δεν υποκαθιστά εσωτερικά έγγραφα που χρησιμοποιούνται για παρόμοιους σκοπούς στα κράτη μέλη. Ωστόσο, άπαξ και εκδόθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος, το κληρονομητήριο παράγει τα αποτελέσματα που αναφέρονται στο άρθρο 69 και στο κράτος μέλος του οποίου οι αρχές το εξέδωσαν δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.»

14.

Το άρθρο 79, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 650/2012 ορίζει τα εξής:

«1.   Η Επιτροπή, με βάση τις κοινοποιήσεις των κρατών μελών, καταρτίζει τον κατάλογο των άλλων αρχών και επαγγελματιών του νομικού κλάδου που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση στις πληροφορίες του καταλόγου αυτού. Η Επιτροπή τροποποιεί τον κατάλογο αναλόγως.»

15.

Η Επιτροπή δεν έλαβε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας καμία πληροφορία σχετικά με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων από τους συμβολαιογράφους ( 5 ).

2. Ο εκτελεστικός κανονισμός 1329/2014

16.

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014 ορίζει τα εξής:

«1.   Το έντυπο που θα χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση σχετικά με απόφαση σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής που αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού […] 650/2012 έχει τη μορφή που ορίζεται στο παράρτημα 1 ως έντυπο I.

2.   Το έντυπο που θα χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση σχετικά με δημόσιο έγγραφο σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 και στο άρθρο 60 παράγραφος 2 του κανονισμού […] 650/2012 έχει τη μορφή που ορίζεται στο παράρτημα 2 ως έντυπο IΙ.»

Β.   Το πολωνικό δίκαιο

1. Ο νόμος περί συμβολαιογράφων

17.

Η σύνταξη πιστοποιητικών κληρονομικής διαδοχής από τους Πολωνούς συμβολαιογράφους διέπεται από τα άρθρα 95a έως 95p του prawo o notariacie (νόμου για τη θέσπιση συμβολαιογραφικού κώδικα) ( 6 ), της 14ης Φεβρουαρίου 1991, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 13ης Δεκεμβρίου 2013 ( 7 ) (στο εξής: νόμος περί συμβολαιογράφων).

18.

Το άρθρο 95b του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει τα εξής:

«Πριν συντάξει το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, ο συμβολαιογράφος συντάσσει πρακτικό κληρονομικής διαδοχής με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, τηρουμένου του άρθρου 95ca.»

19.

Το άρθρο 95c, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει τα εξής:

«1.   Πριν συντάξει το πρακτικό κληρονομικής διαδοχής, ο συμβολαιογράφος ενημερώνει όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι έχουν υποχρέωση γνωστοποιήσεως όλων των στοιχείων που αφορούν το περιεχόμενό του και ότι φέρουν ποινική ευθύνη σε περίπτωση υποβολής ψευδούς δηλώσεως.

2.   Το πρακτικό κληρονομικής διαδοχής περιλαμβάνει ιδίως:

1)

κοινή αίτηση των μετεχόντων στη διαδικασία συντάξεώς του για τη σύνταξη πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής.

[…]»

20.

Το άρθρο 95ca, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει τα εξής:

«1.   Κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και με τη συμμετοχή του, ο συμβολαιογράφος συντάσσει το σχέδιο πρακτικού κληρονομικής διαδοχής.

[…]

3.   Ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει δήλωση, ενώπιον του συμβολαιογράφου που συνέταξε το σχέδιο πρακτικού κληρονομικής διαδοχής ή ενώπιον άλλου συμβολαιογράφου, με την οποία βεβαιώνει τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εν λόγω σχέδιο και δηλώνει ότι συμφωνεί με τη σύνταξη του πρακτικού κληρονομικής διαδοχής βάσει του σχεδίου αυτού.»

21.

Κατά το άρθρο 95e του νόμου περί συμβολαιογράφων:

«1.   Μετά τη σύνταξη του πρακτικού κληρονομικής διαδοχής, ο συμβολαιογράφος συντάσσει το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, εφόσον δεν έχει καμία αμφιβολία για τη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων, το περιεχόμενο του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου, την ταυτότητα του κληρονόμου, το ποσοστό συμμετοχής του στην κληρονομία και –σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος όρισε κληροδόχο– την ταυτότητα του κληροδόχου και το αντικείμενο της κληροδοσίας.

2.   Ο συμβολαιογράφος αρνείται να συντάξει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής εάν:

1)

έχει ήδη συνταχθεί πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής ή έχει εκδοθεί κληρονομητήριο για τη συγκεκριμένη κληρονομία·

2)

διαπιστωθεί ότι κατά τη σύνταξη του πρακτικού κληρονομικής διαδοχής δεν παρευρίσκονταν όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να έχουν την ιδιότητα του κληρονόμου εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης ή του κληροδόχου ή ότι υπάρχουν ή υπήρχαν διαθήκες οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ή ανακοινωθεί·

[…]

4)

ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας των εθνικών δικαστηρίων [ ( 8 )].

3.   Εάν εξ αδιαθέτου κληρονόμοι είναι ένας δήμος ή το Skarbowi Państwa [Δημόσιο Ταμείο, Πολωνία] και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος δεν επαρκούν για τη σύνταξη πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής, ο συμβολαιογράφος μπορεί να συντάξει το πιστοποιητικό αυτό μόνον αφού προηγουμένως καλέσει τους κληρονόμους με ανακοίνωση το κόστος της οποίας καλύπτει ο ενδιαφερόμενος. Οι διατάξεις των άρθρων 673 και 674 του kodeks postępowania cywilnego [Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας] εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.»

22.

Κατά το άρθρο 95j του νόμου περί συμβολαιογράφων:

«Το καταχωρισμένο πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής παράγει τα έννομα αποτελέσματα έγκυρου κληρονομητηρίου.»

23.

To άρθρο 95p του νόμου περί συμβολαιογράφων ορίζει τα εξής:

«Κάθε άλλη διάταξη περιέχουσα αναφορά στο κληρονομητήριο εφαρμόζεται και για το καταχωρισμένο πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής. Εάν ο νόμος προβλέπει την έναρξη ή τη λήξη προθεσμίας κατά την ημερομηνία που το κληρονομητήριο αποκτά ισχύ δεδικασμένου, το ίδιο ισχύει και για την ημερομηνία καταχωρίσεως του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής.»

2. Ο Αστικός Κώδικας

24.

Το άρθρο 1025, παράγραφος 2, του kodeks cywilny (Αστικού Κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Το πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί κληρονομητήριο ή πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής τεκμαίρεται ότι είναι κληρονόμος.»

25.

Το άρθρο 1027 του Αστικού Κώδικα έχει ως εξής:

«Ο κληρονόμος μπορεί να αποδείξει το κληρονομικό του δικαίωμα έναντι τρίτων που δεν εγείρουν αξιώσεις λόγω κληρονομικής διαδοχής μόνο με κληρονομητήριο ή με καταχωρισμένο πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής.»

26.

Το άρθρο 1028 του Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Εάν πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε κληρονομητήριο ή πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, το οποίο δεν έχει την ιδιότητα του κληρονόμου, διαχειρίζεται κληρονομικό δικαίωμα υπέρ τρίτου, το τρίτο αυτό πρόσωπο αποκτά το εν λόγω δικαίωμα ή απαλλάσσεται από την υποχρέωση, εκτός εάν ενήργησε κακόπιστα.»

3. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

27.

Το άρθρο 6691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει τα εξής:

«1.   Το δικαστήριο της κληρονομίας ακυρώνει το καταχωρισμένο πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής εάν έχει ήδη εκδοθεί κληρονομητήριο για την ίδια κληρονομία.

2.   Σε περίπτωση καταχωρίσεως δύο ή περισσότερων πιστοποιητικών κληρονομικής διαδοχής για την ίδια κληρονομία, το δικαστήριο της κληρονομίας ακυρώνει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, όλα τα πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής και εκδίδει κληρονομητήριο.

3.   Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η ακύρωση καταχωρισμένου πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.»

28.

Κατά το άρθρο 679 του ίδιου κώδικα:

«1.   Η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχειών για το ότι το πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε κληρονομητήριο δεν είναι κληρονόμος ή για το ότι το κληρονομικό του μερίδιο είναι διαφορετικό από το αναγραφόμενο σ’ αυτό επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας ακυρώσεως ή τροποποιήσεως του κληρονομητηρίου κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Εντούτοις, το πρόσωπο που μετείχε στη διαδικασία εκδόσεως κληρονομητηρίου μπορεί να ζητήσει την τροποποίησή του μόνο για λόγους που δεν ήταν σε θέση να προβάλει κατά τη διαδικασία εκδόσεώς του, με αίτηση η οποία υποβάλλεται εντός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη δυνατή η προβολή των λόγων αυτών.

2.   Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την έναρξη της διαδικασίας αυτής.

3.   Όταν αποδεικνύεται ότι άλλο πρόσωπο από το αναγραφόμενο στο έγκυρο κληρονομητήριο απέκτησε ολόκληρη την κληρονομία ή μέρος αυτής, το δικαστήριο της κληρονομίας, με διόρθωση του κληρονομητηρίου, εκδίδει απόφαση για την επαγωγή της κληρονομίας σύμφωνα με την πραγματική νομική κατάσταση.

4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 εφαρμόζονται και στην περίπτωση καταχωρισμένου πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής και βεβαιώσεως κτήσεως πράγματος λόγω κληροδοσίας.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

29.

Η WB, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ήταν μία από τους μετέχοντες στη διαδικασία κληρονομικής διαδοχής του πατέρα της, Πολωνού υπηκόου που απεβίωσε στις 6 Αυγούστου 2016 και είχε τον τόπο συνήθους διαμονής του στην Πολωνία, και επιθυμούσε να λάβει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής. Το πιστοποιητικό αυτό συντάχθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2016 από Πολωνό συμβολαιογράφο με βάση το πολωνικό δίκαιο.

30.

Καθώς ο κληρονομούμενος ήταν επιχειρηματίας που ασκούσε οικονομική δραστηριότητα στην πολωνογερμανική μεθόριο, η προσφεύγουσα θέλησε να πληροφορηθεί αν μία ή περισσότερες γερμανικές τράπεζες κατείχαν μέρος των κεφαλαίων του και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιο ποσό των κεφαλαίων αυτών ενδέχετο να αποτελέσει μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας.

31.

Προς τούτο, η WB, στις 7 Ιουνίου 2017, ζήτησε να της χορηγηθεί αντίγραφο του συμβολαιογραφικού πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής συνοδευόμενο από τη βεβαίωση ότι το πιστοποιητικό αυτό αποτελεί απόφαση σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012, βάσει του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014. Επικουρικώς, και σε περίπτωση απορρίψεως του κύριου αιτήματός της, η προσφεύγουσα ζήτησε να της χορηγηθεί αντίγραφο του συνταχθέντος πιστοποιητικού συνοδευόμενο από το έντυπο ΙΙ που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση σχετικά με δημόσιο έγγραφο σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012.

32.

Με πράξη που πρωτοκολλήθηκε στις 7 Ιουνίου 2017, ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος αρνήθηκε να χορηγήσει αντίγραφο του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής συνοδευόμενο από τις ζητηθείσες βεβαιώσεις. Προς αιτιολόγηση της αρνήσεώς του, υποστήριξε, στο από 12 Ιουνίου 2017 έγγραφό του, ότι το εν λόγω πιστοποιητικό αποτελεί «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 και ότι, ελλείψει κοινοποιήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας προς την Επιτροπή, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, σχετικά με την ιδιότητα των συμβολαιογράφων που εκδίδουν πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής ως ασκούντων δικαστικά καθήκοντα, ο ίδιος αδυνατούσε να προβεί στη βεβαίωση βάσει του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014. Σχετικά με το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας, ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος επισήμανε ότι ο χαρακτηρισμός του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής ως «αποφάσεως» απέκλειε τον χαρακτηρισμό του ως «δημοσίου εγγράφου» και ότι, συνεπώς, μολονότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012 πληρούνταν, δεν ήταν δυνατή η χορήγηση της σχετικής βεβαιώσεως βάσει του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014.

33.

Προς στήριξη της προσφυγής την οποία άσκησε ενώπιον του Sąd Okręgowy w Gorzowie Wielkopolskim (περιφερειακού δικαστηρίου Gorzów Wielkopolski), η WB υποστήριξε ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής πληρούσε τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012.

34.

Η WB υποστήριξε, καταρχάς, ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής παράγει τα έννομα αποτελέσματα έγκυρου κληρονομητηρίου, το οποίο αποδεικνύει την ιδιότητα του κληρονόμου. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι, σε περίπτωση χαρακτηρισμού του εν λόγω πιστοποιητικού ως «δημοσίου εγγράφου», η ίδια διέτρεχε τον κίνδυνο να της αντιταχθούν περισσότεροι λόγοι μη αναγνωρίσεως, ενώ η ύπαρξη του πιστοποιητικού αυτού παρακώλυε τη μεταγενέστερη έκδοση κληρονομητηρίου. Τέλος, εκτίμησε ότι η παράλειψη της Δημοκρατίας της Πολωνίας να ενημερώσει την Επιτροπή ότι οι συμβολαιογράφοι που συντάσσουν πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής είναι επαγγελματίες του νομικού κλάδου που εμπίπτουν στην έννοια του «δικαστηρίου» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 79 του κανονισμού αυτού, δεν προδικάζει τη νομική φύση των εν λόγω πράξεων.

35.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να αποφανθεί επί της προσφυγής της WB, πρέπει, προηγουμένως, να λάβει τη διευκρίνιση ότι η βεβαίωση του παραρτήματος 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014 μπορεί να χορηγηθεί και για μη εκτελεστές αποφάσεις.

36.

Προς δικαιολόγηση αυτού του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 650/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, συνηγορεί υπέρ της χρησιμοποιήσεως της βεβαιώσεως για κάθε απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είναι εκτελεστές ή είναι μόνον εν μέρει εκτελεστές. Η λύση αυτή επιρρωννύεται από το σημείο 5.1. του εντύπου Ι που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1349/2014.

37.

Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ορισμός των εννοιών «απόφαση» και «δικαστήριο» κατά τον κανονισμό 650/2012 χρήζει διευκρινίσεως. Αφενός, εκτιμά ότι οι Πολωνοί συμβολαιογράφοι που εκδίδουν πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής ασκούν δικαστικά καθήκοντα κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψεως 20 του κανονισμού 650/2012 και ότι η ερμηνεία της έννοιας αυτής όταν πρόκειται για «αναγνώριση των κληρονόμων» πρέπει, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού, να είναι αυτοτελής. Συναφώς, τονίζει ότι η επαλήθευση της ιδιότητας του κληρονόμου αποτελεί τον πυρήνα των διαδικασιών κληρονομικής διαδοχής.

38.

Αφετέρου, διερωτάται αν ο όρος «απόφαση» του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 προϋποθέτει έκδοση από αρχή που είναι αρμόδια για την εκδίκαση ενδεχομένως αμφισβητούμενης υποθέσεως. Εκτιμά ότι το ζήτημα αυτό είναι καθοριστικό, λαμβανομένης υπόψη της αναλύσεως του αναπληρωτή συμβολαιογράφου σχετικά με τον ρόλο του και τις συνέπειες του πιστοποιητικού που συντάσσει. Συναφώς, εκτιμά ότι καθοριστικά για τον νομικό χαρακτηρισμό πρέπει να είναι τα έννομα αποτελέσματα της διαδικασίας βεβαιώσεως της ιδιότητας του κληρονόμου και όχι το κατά πόσον η εκδίδουσα αρχή δεσμεύεται από την αίτηση των μετεχόντων στη διαδικασία ή το κατά πόσον απαιτείται κοινή αίτηση όλων.

39.

Σχετικά με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά την έλλειψη της κατά το άρθρο 79 του κανονισμού 650/2012 κοινοποιήσεως εκ μέρους των κρατών μελών, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν παρέχει σαφή απάντηση στο ερώτημα αν η εν λόγω κοινοποίηση είναι συστατικού ή απλώς ενημερωτικού χαρακτήρα. Υπογραμμίζει ότι ο ανωτέρω χαρακτηρισμός δεν πρέπει να εξαρτάται από απόφαση του κράτους μέλους.

40.

Όσον αφορά το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από Πολωνό συμβολαιογράφο, ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ως «απόφαση», πληροί αναμφιβόλως τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως «δημόσιο έγγραφο» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012.

41.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Gorzowie Wielkopolskim (περιφερειακό δικαστήριο Gorzów Wielkopolski) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 39, παράγραφος 2, του κανονισμού 650/2012, την έννοια ότι η βεβαίωση η οποία χορηγείται, για απόφαση που αφορά υπόθεση κληρονομικής διαδοχής, υπό τη μορφή του εντύπου του παραρτήματος 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014, μπορεί να χορηγηθεί και στην περίπτωση αποφάσεων που βεβαιώνουν την ιδιότητα του κληρονόμου αλλά δεν είναι (έστω και εν μέρει) εκτελεστές;

2)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 την έννοια ότι πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, συντασσόμενο από συμβολαιογράφο κατόπιν κοινής σχετικής αιτήσεως όλων των μετεχόντων στη διαδικασία για τη χορήγησή του, το οποίο παράγει τα έννομα αποτελέσματα ενός έγκυρου κληρονομητηρίου –όπως το πολωνικό πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής– αποτελεί απόφαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;

και, συνεπώς,

έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 την έννοια ότι ο συμβολαιογράφος που συντάσσει το ως άνω πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;

3)

Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 την έννοια ότι η κοινοποίηση κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 79 του κανονισμού έχει μόνον ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση του επαγγελματία του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής που ασκεί δικαστικά καθήκοντα ως δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού, εφόσον αυτός πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει η τελευταία αυτή διάταξη;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο, δεύτερο ή τρίτο ερώτημα:

έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012 την έννοια ότι η αναγνώριση εγγράφου μιας εθνικής διαδικασίας που βεβαιώνει την ιδιότητα του κληρονόμου, όπως το πολωνικό πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, ως αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 αποκλείει την αναγνώρισή του ως δημοσίου εγγράφου;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:

έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012 την έννοια ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατόπιν κοινής σχετικής αιτήσεως όλων των μετεχόντων στη διαδικασία για τη χορήγησή του –όπως το πολωνικό πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής– συνιστά δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;»

IV. Ανάλυση

42.

Αντικείμενο της διαφοράς είναι η χορήγηση μίας εκ των βεβαιώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 650/2012 σχετικά με απόφαση ή δημόσιο έγγραφο σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής.

43.

Επιβάλλεται η επισήμανση ότι η χορήγηση τέτοιων βεβαιώσεων προβλέπεται είτε, όσον αφορά τις αποφάσεις, ενόψει της αναγνωρίσεώς τους ή της κηρύξεως της εκτελεστότητάς τους [άρθρο 39, παράγραφος 2, άρθρο 43 και άρθρο 46, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού] είτε, όσον αφορά τα δημόσια έγγραφα, ενόψει της χρησιμοποιήσεώς τους σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 59, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού) ή ενόψει της κηρύξεώς τους ως εκτελεστών (άρθρο 60, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού).

44.

Από τις περιστάσεις της προκείμενης υποθέσεως προκύπτει ότι η αίτηση της WB για χορήγηση βεβαιώσεως υποβλήθηκε προκειμένου να αναγνωριστεί στη Γερμανία το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάχθηκε από Πολωνό συμβολαιογράφο ως απόδειξη της ιδιότητάς της ως κληρονόμου ( 9 ).

45.

Μολονότι το άρθρο 59, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 ορίζει ότι δημόσιο έγγραφο μπορεί να συνοδεύεται από βεβαίωση ενόψει της χρησιμοποιήσεώς του σε άλλο κράτος μέλος, αυτό δεν ισχύει για τις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος. Με βάση το άρθρο 39, παράγραφος 2, και το άρθρο 46, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, η αίτηση του ενδιαφερομένου που επικαλείται την αναγνώριση αποφάσεως ως κύριο ζήτημα ή παρεμπιπτόντως είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από βεβαίωση μόνο σε περίπτωση αμφισβητήσεως.

46.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ουδεμία αναφορά κάνει σε άρνηση αναγνωρίσεως που αντιτάχθηκε στην WB από τις γερμανικές τράπεζες στις οποίες ο αποβιώσας πατέρας της διατηρούσε λογαριασμούς και που δικαιολογεί την αίτησή της για τη χορήγηση βεβαιώσεως, ενώ η ίδια υποστηρίζει, κυρίως, ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση» κατά την έννοια του κανονισμού 650/2012.

47.

Επομένως, επιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

Α.   Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

48.

Πρώτον, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση Oberle, ο κανονισμός 650/2012 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές επιπτώσεις ( 10 ). Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά κληρονομητήρια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού ( 11 ). Ωστόσο, προκειμένου να ζητηθεί βεβαίωση ενόψει της αναγνωρίσεως αποφάσεως ή της χρησιμοποιήσεως δημοσίου εγγράφου, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι στοιχεία της κληρονομίας βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος. Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει, ειδικότερα, ότι για την εξακρίβωση της υπάρξεως κληρονομιαίων στοιχείων σε άλλο κράτος μέλος ενδέχεται να είναι απαραίτητη η απόδειξη της ιδιότητας του κληρονόμου ( 12 ).

49.

Δεύτερον, η αίτηση για χορήγηση βεβαιώσεως δεν εξαρτάται από την απόδειξη της ασκήσεως αγωγής σε άλλο κράτος μέλος προς τον σκοπό της αναγνωρίσεως αποφάσεως.

50.

Τρίτον, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, ο χαρακτηρισμός του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής ως «δημοσίου εγγράφου» ή ο χαρακτηρισμός του ως «αποφάσεως» κατά την έννοια του κανονισμού 650/2012 συνιστούν αλληλοαποκλειόμενες επιλογές.

51.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τον αμιγώς υποθετικό χαρακτήρα των ερωτημάτων και, κατ’ επέκταση, ως προς το παραδεκτό τους πρέπει να αποκλειστεί.

Β.   Επί της ουσίας

52.

Φρονώ ότι επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η από κοινού εξέταση του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, στο μέτρο που το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που χορηγείται από Πολωνό συμβολαιογράφο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση» που εκδίδεται από «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού 650/2012 και στο μέτρο που η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως και η απάντηση στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, εξαρτώνται άμεσα από τον χαρακτηρισμό αυτό.

1. Έννοιες της «αποφάσεως» και του «δικαστηρίου»

53.

Υπενθυμίζεται ότι ως «απόφαση» ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012 κάθε απόφαση σε υπόθεση διαδοχής αιτία θανάτου που εκδόθηκε από δικαστήριο κράτους μέλους, όποια και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση για τον προσδιορισμό από τον γραμματέα των δικαστικών εξόδων ή δαπανών.

54.

Επομένως, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση προς την απόφαση του γραμματέα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα που πρέπει ενδεχομένως να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος, για την οποία γίνεται λόγος στο ως άνω άρθρο ( 13 ), καμία διευκρίνιση δεν παρέχεται σχετικά με τη βεβαίωση της ιδιότητας του κληρονόμου, μολονότι αυτή αποτελεί τη βάση των πράξεων κληρονομικής διαδοχής. Συνεπώς, σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζουν το αιτούν δικαστήριο και ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος, η φύση ή η σπουδαιότητα της αποφάσεως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

55.

Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης καθιέρωσε δύο κριτήρια, ένα ουσιαστικό και ένα οργανικό.

56.

Η εξέταση του πρώτου από τα κριτήρια αυτά δεν δημιουργεί δυσχέρειες, καθώς το Δικαστήριο, στην απόφαση Oberle, έκρινε ότι τα εθνικά κληρονομητήρια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 650/2012 λόγω του αντικειμένου τους ( 14 ).

57.

Συνεπώς, απομένει να εξεταστεί το δεύτερο κριτήριο, το οποίο καθιερώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού αυτού και αφορά το όργανο που εκδίδει την απόφαση, δηλαδή δικαστήριο.

58.

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «με τον όρο “δικαστήριο” νοούνται οποιαδήποτε δικαστική αρχή και όλες οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχο δικαστικής αρχής […]».

59.

Ειδικότερα, δεν περιλαμβάνονται μόνον οι αρχές των οποίων το καθεστώς εγγυάται την ανεξαρτησία τους έναντι των λοιπών οργάνων του κράτους, αλλά και εκείνες που υπόκεινται σε αντίστοιχα εχέγγυα λόγω των καθηκόντων που ασκούν ή λόγω της συμμετοχής της δικαστικής αρχής.

60.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι έννοιες «απόφαση» και «δικαστικά καθήκοντα» συνδέονται στενά, όπερ επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού 650/2012. Σε αυτήν εκτίθεται ότι, «[ό]ταν οι συμβολαιογράφοι ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας[ ( 15 )] και οι αποφάσεις που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις για την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων» ( 16 ), ενώ στη συνέχεια, προς άρση κάθε αμφισημίας, εκτίθεται ότι, «[ό]ταν οι συμβολαιογράφοι δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα δεν δεσμεύονται από τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και τα δημόσια έγγραφα που εκδίδουν θα πρέπει να κυκλοφορούν σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημόσιων εγγράφων» ( 17 ).

61.

Εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις μη δικαστικές αρχές που ασκούν δικαστικά καθήκοντα κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια.

62.

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι πολωνικές αρχές δεν έχουν κοινοποιήσει την ιδιότητα των συμβολαιογράφων ως ασκούντων δικαστικά καθήκοντα ( 18 ).

63.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να δοθεί απάντηση στις απορίες που διατυπώνει το αιτούν δικαστήριο στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τις συνέπειες της εν λόγω ελλείψεως κοινοποιήσεως, από τις οποίες θα εξαρτηθεί η ανάγκη να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της έννοιας των «δικαστικών καθηκόντων», την οποία αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

2. Συνέπειες της ελλείψεως κοινοποιήσεως με βάση το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012

64.

Το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι τούδε την ευκαιρία να αποφανθεί επί των συνεπειών των κοινοποιήσεων τις οποίες πραγματοποιούν τα κράτη μέλη με βάση τις διατάξεις του κανονισμού 650/2012. Ωστόσο, παρόμοιος προβληματισμός ανέκυψε στον τομέα της κοινωνικής ασφάλειας. Αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας ( 19 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 ( 20 ), το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις δηλώσεις σχετικά με τις εθνικές παροχές και την έλλειψη ασφαλιστικού συστήματος, περί των οποίων γίνεται αναφορά σε διάφορες διατάξεις του κανονισμού 883/2004. Η νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτό μπορεί κατ’ εμέ να ισχύσει και για τις δηλώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό 650/2012, παρά το διαφορετικό αντικείμενο των εφαρμοστέων κειμένων, στο μέτρο που ακολουθεί πάγιες βάσεις αναλύσεως, ερειδόμενες σε θεμέλια από τα οποία δεν χωρεί απόκλιση ( 21 ).

65.

Ειδικότερα, εκ των πλέον πρόσφατων αποφάσεων, στις αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2016, Επιτροπή κατά Μάλτας ( 22 ), και της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński ( 23 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δηλώσεις των κρατών μελών δημιουργούν τεκμήριο ότι οι εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες έχουν δηλωθεί εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του επίμαχου κανονισμού 883/2004 και ότι, αντιθέτως, το γεγονός ότι ορισμένο κράτος μέλος παρέλειψε να δηλώσει κάποια εθνική νομοθετική ρύθμιση με βάση τον εν λόγω κανονισμό δεν αποδεικνύει, αυτό καθεαυτό, ότι η ρύθμιση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ( 24 ). Καθ’ όσον χρόνο οι δηλώσεις κράτους μέλους δεν τροποποιούνται ούτε ανακαλούνται, τα λοιπά κράτη μέλη οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη ( 25 ).

66.

Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την ακρίβεια των δηλώσεων άλλου κράτους μέλους, και ιδίως ως προς τον χαρακτηρισμό στον οποίο προέβη το κράτος αυτό ( 26 ), «εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς σχετικής με εθνική νομοθετική ρύθμιση, μπορεί πάντοτε να κληθεί να αποφανθεί επί του χαρακτηρισμού [αυτού] και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο» ( 27 ).

67.

Επιπλέον, εφόσον ο χαρακτηρισμός πρέπει να πραγματοποιείται από το οικείο εθνικό δικαστήριο αυτοτελώς, το δικαστήριο αυτό δεν δεσμεύεται από τη δήλωση της αρμόδιας εθνικής αρχής ( 28 ). Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο ισχύει και επί ελλείψεως δηλώσεως.

68.

Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι η έλλειψη κοινοποιήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων από τους συμβολαιογράφους, με βάση το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012, δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

69.

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, με το οποίο ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 650/2012 έχει την έννοια ότι, στην Πολωνία, οι συμβολαιογράφοι που ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει το εθνικό δίκαιο κατά τη διαδικασία συντάξεως πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής ασκούν δικαστικά καθήκοντα.

3. Έννοια των «δικαστικών καθηκόντων»

70.

Η Ισπανική και η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο όρος «δικαστήριο» που χρησιμοποιείται στον κανονισμό 650/2012 καλύπτει όχι μόνον τα δικαστήρια κατά κυριολεξία, κατά την έκφραση της αιτιολογικής σκέψεως 20, αλλά, εν γένει, και κάθε αρχή όταν αυτή ασκεί καθήκοντα υπό αντίστοιχες συνθήκες, πράγμα που ισχύει εν προκειμένω για τον συμβολαιογράφο που εκδίδει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής με βάση το πολωνικό δίκαιο. Η Επιτροπή, όπως και η Δημοκρατία της Πολωνίας, υποστηρίζει αντίθετη άποψη, ενώ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρίνισε ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού της αποφάσεως Oberle, προκειμένου για τις μη δικαστικές αρχές, ο όρος αυτός αφορά αποκλειστικά τις δικαιοδοτικές διαδικασίες.

71.

Κατά πάγια νομολογία του δικαστηρίου, ο όρος «δικαστικά καθήκοντα», ελλείψει ρητής παραπομπής στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου του, πρέπει να τυγχάνει αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας, με βάση όχι μόνον το γράμμα του άρθρου 3 του κανονισμού 650/2012, αλλά και τη γενική οικονομία και τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός αυτός ( 29 ).

α) Το γράμμα της διατάξεως

72.

Πρώτον, επιβάλλεται να τονιστεί η ιδιαιτερότητα της έννοιας «δικαστήριο» στον κανονισμό 650/2012. Πράγματι, όπως προκύπτει από το σημείο 4.1., άρθρο 2, της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως της Επιτροπής ( 30 ), «[η] έννοια του δικαστηρίου, όπως χρησιμοποιείται στον παρόντα κανονισμό, νοείται υπό την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει και άλλες αρχές οσάκις αυτές επιτελούν λειτουργία η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, παραδείγματος χάρη μέσω της εκχώρησης αρμοδιοτήτων, πράγμα που ισχύει μεταξύ άλλων για τους συμβολαιογράφους και τους γραμματείς δικαστηρίου».

73.

Ειδικότερα, σε αντίθεση, για παράδειγμα, προς τους κανονισμούς 805/2004 και 1215/2012, οι οποίοι δεν περιέχουν γενική διάταξη για το θέμα αυτό ( 31 ), ο κανονισμός 650/2012 διευκρινίζει, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «δικαστήριο» ( 32 ) δεν καλύπτει μόνον τις δικαστικές αρχές, αλλά και όλες τις άλλες αρχές με αρμοδιότητα σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, που ασκούν δικαστικά καθήκοντα και πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες απαριθμούνται στην ίδια διάταξη ( 33 ).

74.

Η ως άνω προϋπόθεση σχετικά με τα καθήκοντα που ασκούνται από μη δικαστικές αρχές πρέπει να συσχετισθεί με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, «όσον αφορά τα καθήκοντα των συμβολαιογράφων, […] [υφίστανται] θεμελι[ώδεις] διαφορ[ές] μεταξύ των δικαστικών και των συμβολαιογραφικών καθηκόντων» ( 34 ).

75.

Τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των ασκούμενων καθηκόντων απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012, και, ειδικότερα, «αυτές οι άλλες αρχές και οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου [πρέπει να] προσφέρουν τα ίδια δικονομικά εχέγγυα όσον αφορά την αμεροληψία και το δικαίωμα ακρόασης όλων των μερών και […] οι αποφάσεις τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται:

α)

[πρέπει να] μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης από δικαστική αρχή, και

β)

[πρέπει να] έχουν ανάλογη ισχύ και αποτέλεσμα με απόφαση δικαστικής αρχής για το ίδιο θέμα.»

β) Η γενική οικονομία του κανονισμού 650/2012 και ο επιδιωκόμενος από αυτόν σκοπός

76.

Οι προϋποθέσεις που καθιερώνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 διασφαλίζουν τον σεβασμό της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη της Ένωσης, η οποία διαπνέει την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού αυτού σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε άλλο κράτος μέλος, οι οποίες εμπνέονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 ( 35 ).

77.

Οι εν λόγω προϋποθέσεις διαμορφώνουν και το διαφορετικό νομικό καθεστώς που έχει εφαρμογή στην κυκλοφορία των «αποφάσεων» και των «πράξεων» στα κράτη μέλη, το οποίο διευκρινίστηκε, ειδικότερα, στο άρθρο 59 του κανονισμού 650/2012 ( 36 ).

78.

Συνεπώς, πέρα από την προϋπόθεση της αμεροληψίας, φρονώ ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το λειτουργικό κριτήριο της εξουσίας η οποία απονέμεται στην αρμόδια αρχή να επιλύει ενδεχόμενες διαφορές ( 37 ) ή να αποφαίνεται κυριαρχικώς με βάση την εκτίμησή της, και η οποία δικαιολογεί την τήρηση θεμελιωδών διαδικαστικών αρχών, όπως η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, καθώς και την ύπαρξη ενδίκων μέσων που διασφαλίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων, με βάση την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 38 ). Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι, στις υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, δεν χωρεί παρέκκλιση από την ερμηνεία αυτή, η οποία έχει εφαρμογή στις αποφάσεις αμφισβητούμενης ή εκούσιας δικαιοδοσίας ( 39 ).

79.

Επομένως, όσον αφορά τις μη δικαστικές αρχές που αναφέρονται στον κανονισμό 650/2012, μοναδικό κρίσιμο κριτήριο είναι η άσκηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων ( 40 ). Με άλλα λόγια, η αρμοδιότητα της επίμαχης μη δικαστικής αρχής δεν πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των μερών. Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, ακόμη και αν η εν λόγω αρχή οφείλει να προβαίνει σε εξακριβώσεις, ο ρόλος της είναι απλώς η αποτύπωση της συμφωνίας των μερών και, σε περίπτωση δυσχερειών, η παραπομπή των μερών ενώπιον της δικαστικής αρχής ( 41 ).

80.

Η τυχόν διαπίστωση του συναινετικού θεμελίου της διαδικασίας, επακόλουθο του οποίου είναι η έλλειψη ενδίκων μέσων, πρέπει να αποκλείει οποιαδήποτε συζήτηση περί ισοδυναμίας των αποτελεσμάτων της εκδοθείσας πράξεως με τα αποτελέσματα αποφάσεως που εκδίδεται από δικαστική αρχή κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 650/2012, δεδομένου ότι τα κριτήρια χαρακτηρισμού του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού είναι σωρευτικά.

81.

Συνεπώς, η ερμηνεία που προτείνω μπορεί να παραλληλισθεί με εκείνη που προκύπτει από την απόφαση Oberle, προσφάτως εκδοθείσα από το Δικαστήριο. Επιβάλλονται εντούτοις ορισμένες ορολογικές διευκρινίσεις.

82.

Στην υπόθεση αυτή, η οποία αφορούσε τη διεθνή δικαιοδοσία γερμανικού δικαστηρίου να εκδώσει κληρονομητήριο με αντικείμενο μόνον το ευρισκόμενο στη Γερμανία τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας, το Δικαστήριο δεν προέκρινε τη φύση ή τη σημασία των διαπιστώσεων σχετικά με την ιδιότητα του κληρονόμου για την περαιτέρω εξέλιξη των διαδικασιών της κληρονομικής διαδοχής, αλλά τη συγκέντρωση των διαδικασιών σε ένα μόνον κράτος μέλος, του οποίου ορισμένο δικαστήριο, υπό στενή έννοια, είχε επιληφθεί, «ανεξαρτήτως της φύσεως της διαδικασίας ως αμφισβητούμενης ή εκούσιας δικαιοδοσίας» ( 42 ).

83.

Έκρινε ότι «ο προβλεπόμενος στο […] άρθρο 4 [του κανονισμού 650/2012] κανόνας [διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων των κρατών μελών σχετικά με τις διαδικασίες που αφορούν μέτρα σχετικά με την υπόθεση κληρονομικής διαδοχής στο σύνολό της ( 43 )] καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες που δεν οδηγούν στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα» ( 44 ). Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση αυτή λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 650/2012, δηλαδή την αποφυγή της κατατμήσεως της κληρονομίας ( 45 ).

84.

Από τα ανωτέρω συνάγονται δύο συμπεράσματα. Αφενός, το Δικαστήριο προέκρινε το οργανικό κριτήριο, δηλαδή το κριτήριο της ιδιότητας της αρμόδιας αρχής που εξέδωσε το κληρονομητήριο, και όχι το λειτουργικό κριτήριο που ανάγεται στη φύση της διαδικασίας, δεδομένου ότι επρόκειτο για το δικαστήριο που ενδεχομένως θα ήταν αρμόδιο σε περίπτωση αμφισβητήσεως επί της κληρονομικής διαδοχής ( 46 ). Επομένως, αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση των καθηκόντων της μη δικαστικής αρχής εξακολουθεί να είναι η άσκηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων, ανεξαρτήτως της φύσεως της διαδικασίας ως αμφισβητούμενης ή εκούσιας δικαιοδοσίας.

85.

Αφετέρου, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επειδή ο κανονισμός 650/2012 καλύπτει αμφότερες τις ως άνω δικαιοδοσίες, επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά τις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως του όρου «δικαστικά καθήκοντα». Ειδικότερα, το Δικαστήριο, στη σκέψη 38 της αποφάσεως Oberle, επέλεξε να χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό σε αντιδιαστολή προς την εθνική διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. Στη σκέψη 40 της αποφάσεως αυτής, και στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έκφραση «έκδοση αποφάσεως αποκλειστικώς δικαιοδοτικού χαρακτήρα». Επιπλέον, στη σκέψη 42 της εν λόγω αποφάσεως, αφού αναφέρθηκε στην παραλαβή των δηλώσεων σχετικά με την κληρονομία από τα δικαστήρια, έκρινε ότι «ο προβλεπόμενος στο […] άρθρο 4 κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες που δεν οδηγούν στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα» ( 47 ), έκφραση που ερμηνεύεται εν γένει υπό την έννοια ότι αφορά την ύπαρξη διαφοράς, ιδίως σε περίπτωση εξετάσεως του παραδεκτού αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ( 48 ).

86.

Κατά συνέπεια, με βάση τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι ο όρος «δικαστικά καθήκοντα» καλύπτει τις διαδικασίες τόσο της αμφισβητούμενης όσο και της εκούσιας δικαιοδοσίας, στο μέτρο που οι τελευταίες δεν στηρίζονται αποκλειστικά στη βούληση των μερών.

87.

Εν πάση περιπτώσει, η εμβέλεια της αποφάσεως Oberle πρέπει να περιοριστεί μόνο στο ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, το οποίο κρίθηκε κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται πλήρως η κυριότερη συμβολή του κανονισμού 650/2012, δηλαδή η εξάλειψη των διαφορετικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής. Πράγματι, μολονότι η απόφαση αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στις δικαστικές αρχές, εντούτοις, με βάση το σκεπτικό της, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόθεση του Δικαστηρίου ήταν να τροποποιήσει την εν λόγω έννοια των «δικαστικών καθηκόντων» και να την επεκτείνει στις πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα την αποτύπωση εκδηλώσεων της ιδιωτικής βουλήσεως.

88.

Με άλλα λόγια, η απόφαση αυτή δεν σηματοδοτεί κάποια διευρυμένη αντίληψη της έννοιας της «αποφάσεως» δυνάμενη να συνδεθεί με μια ειδική στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής αντίληψη για την έννοια του «δικαστηρίου».

89.

Επομένως, από την εν λόγω απόφαση, η οποία αφορά διαδικασία μη αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να συναχθεί ότι κάθε μη δικαστική αρχή που χορηγεί πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής, ελλείψει αμφισβητήσεως, εκδίδει αποφάσεις ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 650/2012.

90.

Ομοίως, κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αντληθεί, όπως προτείνει ο Πολωνός αναπληρωτής συμβολαιογράφος, από το γεγονός ότι ο όρος «απόφαση» χρησιμοποιείται στο άρθρο 72 του κανονισμού 650/2012 σχετικά με το ένδικο μέσο που μπορεί να ασκηθεί μετά την έκδοση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, δεδομένου ότι το κληρονομητήριο αυτό υπόκειται σε αυτοτελές νομικό καθεστώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Oberle ( 49 ), και δεδομένου ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ανεξάρτητα από την εκδίδουσα αρχή του άρθρου 67 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 64 του ίδιου κανονισμού.

91.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διευκρινίσεων, πρέπει εφεξής να χαρακτηριστούν τα καθήκοντα που ασκεί ο Πολωνός συμβολαιογράφος όταν συντάσσει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής.

4. Εξέταση των καθηκόντων του Πολωνού συμβολαιογράφου υπό το πρίσμα των συναχθέντων κριτηρίων

92.

Όπως προέκυψε από την έρευνά μου, κατά το άρθρο 4 και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου περί συμβολαιογράφων, οι συμβολαιογράφοι διατηρούν γραφείο ( 50 ) για ίδιο λογαριασμό και ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους έναντι αμοιβής, βάσει συμφωνίας με τα μέρη και εντός των ορίων μιας κλίμακας αμοιβών.

93.

Όσον αφορά τις συμβολαιογραφικές δραστηριότητες σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 1027 του Αστικού Κώδικα, το κληρονομικό δικαίωμα του κληρονόμου έναντι τρίτων που δεν εγείρουν αξιώσεις λόγω κληρονομικής διαδοχής αποδεικνύεται μόνο με κληρονομητήριο ή με πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ( 51 ) ότι αυτή η εναλλακτική δυνατότητα θεσπίστηκε το 2009 για τις μη αμφισβητούμενες υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής.

94.

Ειδικότερα, ο συμβολαιογράφος μπορεί να επιληφθεί της διαδικασίας βεβαιώσεως της ιδιότητας του κληρονόμου μόνο σε περίπτωση συμφωνίας όλων των ενδιαφερομένων ( 52 ) ή ελλείψεως αμφιβολίας ( 53 ) για τη διεθνή δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων, το περιεχόμενο του εφαρμοστέου αλλοδαπού δικαίου, την ταυτότητα του κληρονόμου και τα κληρονομικά δικαιώματα. Οφείλει να αρνηθεί να συντάξει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής αν, μεταξύ άλλων, κατά τη σύνταξη του πρακτικού κληρονομικής διαδοχής δεν παρευρίσκονταν όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να έχουν την ιδιότητα του κληρονόμου ή του κληροδόχου ( 54 ). Αν έχουν εκδοθεί περισσότερα του ενός πιστοποιητικά κληρονομικής διαδοχής, το δικαστήριο της κληρονομίας τα ακυρώνει και εκδίδει κληρονομητήριο ( 55 ). Με βάση το άρθρο 6691, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αν έχει ήδη εκδοθεί κληρονομητήριο, συντρέχει λόγος ακυρώσεως του καταχωρισμένου πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής. Επιπλέον, το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, μολονότι παράγει τα έννομα αποτελέσματα έγκυρου κληρονομητηρίου ( 56 ), δεν έχει ισχύ δεδικασμένου ( 57 ) και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Μπορεί μόνο να ακυρωθεί, ιδίως στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6691 και 679 ( 58 ) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

95.

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στον συμβολαιογράφο σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής ασκούνται επί συναινετικής βάσεως και στηρίζονται σε προϋπάρχουσα συναίνεση των ενδιαφερομένων ή σε σύμπτωση της βουλήσεώς τους, ενώ δεν θίγουν τις εξουσίες του δικαστηρίου σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να θεωρηθούν, αυτά καθεαυτά, ως άμεσα και ειδικά συνδεόμενα με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων.

96.

Επιπλέον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασιών λόγω παραβάσεως ( 59 ), το ανωτέρω συμπέρασμα δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να προβεί στην εξακρίβωση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, το οποίο επικαλείται ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος, εφόσον δεν ασκεί εξουσία λήψεως αποφάσεων πλην της εξουσίας να αρνηθεί να συντάξει το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, αλλά ούτε από το γεγονός ότι οι πράξεις που συντάσσει παράγουν έννομα αποτελέσματα ισοδύναμα με αυτά των δικαστικών αποφάσεων.

97.

Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι ο συμβολαιογράφος που συντάσσει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής κατόπιν κοινής σχετικής αιτήσεως όλων των μετεχόντων στη διαδικασία, με βάση τις διατάξεις του πολωνικού δικαίου, δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, το πολωνικό πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από τον συμβολαιογράφο δεν συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού η οποία πρέπει να συνοδεύεται από τη βεβαίωση σχετικά με απόφαση σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής βάσει του εντύπου Ι που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014.

98.

Επομένως, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, τα οποία καθίστανται άνευ αντικειμένου. Απομένει να εξεταστεί το πέμπτο και τελευταίο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με τον χαρακτηρισμό της επίμαχης πράξεως ως «δημοσίου εγγράφου».

5. Χαρακτηρισμός του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής ως «δημοσίου εγγράφου»

99.

Με βάση τον ορισμό που περιέχεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012, ο χαρακτηρισμός πράξεως ως «δημοσίου εγγράφου» προκύπτει από το γεγονός ότι η γνησιότητά της συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημοσίου εγγράφου και πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη αρχή η οποία είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο από το οικείο κράτος μέλος.

100.

Ο ορισμός αυτός, που εμπνέεται από τον ορισμό τον οποίο έκανε δεκτό το Δικαστήριο στην απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Unibank ( 60 ), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 50 ( 61 ) της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπογραφείσας στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 ( 62 ), δεν επαναλαμβάνει την προϋπόθεση σχετικά με τον εκτελεστό χαρακτήρα της πράξεως ( 63 ). Περιλαμβάνεται με όμοια διατύπωση στο άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 805/2004, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής ( 64 ), στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1215/2012 και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1103 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ( 65 ).

101.

Στην αιτιολογική σκέψη 62 του κανονισμού 650/2012 διευκρινίζεται ότι η «γνησιότητα» δημοσίου εγγράφου πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια, απορρέει δε από την τήρηση διαφόρων τυπικών απαιτήσεων και απαιτήσεων σχετικά με την παράσταση των μερών και την αυθεντικότητα του εγγράφου, οι οποίες συνδέονται με τις εξουσίες τις οποίες ασκεί η αρχή που πιστοποιεί την τήρηση των απαιτήσεων αυτών.

102.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 650/2012 και, ειδικότερα, του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο ii, το πρώτο κριτήριο που πρέπει να εξακριβωθεί για την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 είναι αυτό της «συμμετοχή[ς] δημόσιας αρχής ή άλλης αρχής εξουσιοδοτημένης προς τούτο από το κράτος καταρτίσεως του εγγράφου» ( 66 ). Ο σκοπός που επιδιώκεται συνίσταται, όπως και για τις αποφάσεις, στη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των εν λόγω εγγράφων ( 67 ).

103.

Το δεύτερο κριτήριο που πρέπει να εξακριβωθεί, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, σημείο i, του κανονισμού 650/2012, αφορά τον ρόλο της δημόσιας αρχής. Η αρχή αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στην πιστοποίηση της γνησιότητας των υπογραφών. Οφείλει να πιστοποιεί και τη γνησιότητα του περιεχομένου του εγγράφου, πράγμα που σημαίνει, κατά την άποψή μου, ότι η γνησιότητα αυτή δεν μπορεί να προκύπτει από απλές δηλώσεις ή εκφράσεις βουλήσεως και ότι, κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ευθύνη της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο έγγραφο.

104.

Επομένως, οι προϋποθέσεις γνησιότητας που καθορίζονται από το πολωνικό δίκαιο πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω απαιτήσεων.

105.

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, πρώτον, στην πολωνική έννομη τάξη, οι συμβολαιογράφοι έχουν την εξουσία να συντάσσουν δημόσια έγγραφα.

106.

Δεύτερον, κατά την έκδοση του πιστοποιητικού κληρονομικής διαδοχής, ο συμβολαιογράφος δεν αρκείται στην παραλαβή των κοινών δηλώσεων των κληρονόμων, αλλά προβαίνει σε εξακριβώσεις βάσει των οποίων ενδέχεται να αρνηθεί να συντάξει το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής ( 68 ).

107.

Τρίτον, το εν λόγω πιστοποιητικό καταχωρίζεται και παράγει, με βάση το άρθρο 95j του νόμου περί συμβολαιογράφων, τα έννομα αποτελέσματα έγκυρου κληρονομητηρίου.

108.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής, με βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες συντάσσεται από τον Πολωνό συμβολαιογράφο, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «δημόσιο έγγραφο» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012.

109.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού αυτού έχει την έννοια ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από Πολωνό συμβολαιογράφο συνιστά δημόσιο έγγραφο, αντίγραφο του οποίου μπορεί να χορηγηθεί συνοδευόμενο από το έντυπο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στο έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014.

V. Πρόταση

110.

Με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Gorzowie Wielkopolskim (περιφερειακό δικαστήριο Gorzów Wielkopolski, Πολωνία) ως εξής:

1)

Η έλλειψη κοινοποιήσεως εκ μέρους της Δημοκρατίας της Πολωνίας σχετικά με την άσκηση δικαστικών καθηκόντων από τους συμβολαιογράφους, κοινοποιήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι ο συμβολαιογράφος που συντάσσει πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής κατόπιν κοινής σχετικής αιτήσεως όλων των μετεχόντων στη διαδικασία, με βάση τις διατάξεις του πολωνικού δικαίου, δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του κανονισμού αυτού. Κατά συνέπεια, το πολωνικό πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από τον συμβολαιογράφο δεν συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού η οποία πρέπει να συνοδεύεται από τη βεβαίωση σχετικά με απόφαση σε υπόθεση κληρονομικής διαδοχής βάσει του εντύπου Ι που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1329/2014 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2014, για τη σύνταξη των εντύπων που αναφέρονται στον κανονισμό 650/2012.

3)

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 650/2012 έχει την έννοια ότι το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής που συντάσσεται από Πολωνό συμβολαιογράφο συνιστά δημόσιο έγγραφο, αντίγραφο του οποίου μπορεί να χορηγηθεί συνοδευόμενο από το έντυπο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί στο έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1329/2014.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2012, L 201, σ. 107.

( 3 ) ΕΕ 2014, L 359, σ. 30.

( 4 ) Βλ., όσον αφορά την ποικιλομορφία και τον ορισμό των εθνικών κληρονομητηρίων στα διάφορα κράτη μέλη, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Oberle (C‑20/17, EU:C:2018:89, σημεία 23 έως 25). Στον κανονισμό 650/2012, στο άρθρο 62, παράγραφος 3, σχετικά με το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο, χρησιμοποιείται η φράση «εσωτερικά έγγραφα που χρησιμοποιούνται για παρόμοιους σκοπούς στα κράτη μέλη».

( 5 ) Βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) Dz. U. αριθ. 22, θέση 91.

( 7 ) Dz. U. του 2014, θέση 164.

( 8 ) Από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι η φράση αυτή, μετάφραση των όρων «jurysdykcja krajowa», χρησιμοποιείται συνήθως σχετικά με τα κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας των πολωνικών δικαστηρίων, η οποία διακρίνεται από την εσωτερική αρμοδιότητα «właściwość».

( 9 ) Σημειωτέον ότι η WB επέλεξε να μην ζητήσει τη χορήγηση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά για να ικανοποιηθεί η ανάγκη των κληρονόμων να μπορούν να αποδεικνύουν ευχερώς την ιδιότητα ή τα δικαιώματά τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 67 του κανονισμού 650/2012). Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Oberle (C‑20/17, EU:C:2018:485, σκέψη 47, στο εξής: απόφαση Oberle), η χρήση του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου δεν είναι υποχρεωτική και το κληρονομητήριο αυτό δεν υποκαθιστά τα εθνικά έγγραφα. Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε λίγο μετά την απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Mahnkopf (C‑558/16, EU:C:2018:138), ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος υποστήριξε ότι η υπόθεση αυτή αναδεικνύει τις ερμηνευτικές δυσχέρειες που ανακύπτουν ενίοτε σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων των κληρονόμων, εξ ου και η προτίμηση προς τα εθνικά έγγραφα.

( 10 ) Σκέψη 32 της αποφάσεως Oberle. Βλ., ειδικότερα, όσον αφορά τον όρο «διασυνοριακές», το γράμμα των αιτιολογικών σκέψεων 7 και 67, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη αυτή.

( 11 ) Σκέψη 30 της αποφάσεως Oberle.

( 12 ) Συναφώς, είναι και πάλι χρήσιμος ο παραλληλισμός με το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, όπως είχα προτείνει στο σημείο 32 των προτάσεών μου στην υπόθεση Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2016:654). Επιπλέον, πριν από την απόφαση Oberle, η συζήτηση που είχε αναπτυχθεί σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 650/2012 μπορούσε να δημιουργήσει εύλογους φόβους ως προς την μη αναγνώριση των αποτελεσμάτων του εθνικού κληρονομητηρίου.

( 13 ) Ο προσδιορισμός των δικαστικών εξόδων από τον γραμματέα χαρακτηρίζεται ως «απόφαση», διότι «ο γραμματέας ενεργεί […] ως όργανο του δικαστηρίου που εκδίκασε την απόφαση επί της ουσίας και αφού, σε περίπτωση αντιρρήσεων, στον προσδιορισμό των εξόδων προβαίνει ένα κατά κυριολεξία δικαιοδοτικό όργανο» [απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren,C‑414/92 (EU:C:1994:221, σκέψη 16)].

( 14 ) Σκέψη 30 της αποφάσεως Oberle.

( 15 ) Βλ., επίσης επ’ αυτού, αιτιολογική σκέψη 21.

( 16 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 17 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 18 ) Ο κατάλογος ανά χώρα των άλλων αρχών και επαγγελματιών του νομικού κλάδου που εξομοιώνονται με δικαστήριο και έχουν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή είναι διαθέσιμος στην ακολουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://e-justice.europa.eu/content_succession-380-fr.do?clang=fr. Εξάλλου, στις παρούσες προτάσεις δεν γίνεται αναφορά στην περίπτωση της αναθέσεως εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχό της, καθώς η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικλήσεως.

( 19 ) ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1.

( 20 ) ΕΕ 2012, L 149, σ. 4, στο εξής: κανονισμός 883/2004.

( 21 ) Σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει ο Wautelet, P., σε Bonomi, A., και Wautelet, P., Le droit européen des succession, Commentaire du règlement (UE) no 650/2012, du 4 juillet 2012, 2η έκδ., Bruylant, Βρυξέλλες, 2016, σημείο 71, υποσημείωση 89, σ. 173, φρονώ ότι δεν μπορεί να γίνει παραλληλισμός με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (ΕΕ 2000, L 160, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 603/2005 του Συμβουλίου, της 12ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 100, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1346/2000), ούτε με την απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2010, MG Probud Gdynia (C‑444/07, EU:C:2010:24, σκέψη 40). Ειδικότερα, το παράρτημα Α του κανονισμού 1346/2000 περιλαμβάνει κατάλογο των διαδικασιών στις οποίες έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 4, σημείο 7, του κανονισμού (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ 2004, L 143, σ. 15), καθώς και για το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, δεδομένου ότι τα άρθρα αυτά αφορούν ειδικώς τις αρχές τις οποίες μνημονεύουν ή απαριθμούν, δεν καλύπτουν τους συμβολαιογράφους στην Κροατία (βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić, C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψη 34, και της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking, C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 46).

( 22 ) C‑12/14, EU:C:2016:135.

( 23 ) C‑517/16, EU:C:2018:350.

( 24 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński (C‑517/16, EU:C:2018:350, σκέψεις 31 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) Βλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016, Επιτροπή κατά Μάλτας (C‑12/14, EU:C:2016:135, σκέψη 39).

( 26 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński (C‑517/16, EU:C:2018:350, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 27 ) Απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński (C‑517/16, EU:C:2018:350, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński (C‑517/16, EU:C:2018:350, σκέψεις 38 και 39).

( 29 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψη 32), και της 1ης Μαρτίου 2018, Mahnkopf (C‑558/16, EU:C:2018:138, σκέψη 32).

( 30 ) Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου [COM(2009) 154 τελικό]. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 650/2012.

( 31 ) Πρβλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψη 35), και Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 48). Βλ., επίσης, διευκρινίσεις σχετικά με τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις που περιλαμβάνονται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2016:825, σημεία 68 και 71).

( 32 ) Βλ., για μια διεξοδική παρουσίαση της ποικιλίας των ορισμών της έννοιας «δικαστήριο», προτάσεις μου στην υπόθεση Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2016:654, σημεία 67 επ.).

( 33 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψη 35), και Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 48), καθώς και αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 650/2012.

( 34 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 35 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1). Βλ., σχετικά με το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 650/2012, την πρόταση κανονισμού που μνημονεύεται στην υποσημείωση 30 των παρουσών προτάσεων, ιδίως σημείο 4.4. της αιτιολογικής εκθέσεως. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 59 του κανονισμού 650/2012: «Υπό το φως του γενικού στόχου του παρόντος κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στην αμοιβαία αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται στα κράτη μέλη σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής, ανεξάρτητα από το κατά πόσον αυτές οι αποφάσεις εκδόθηκαν με την αμφισβητούμενη ή την εκούσια δικαιοδοσία, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει κανόνες σχετικά με την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων, παρεμφερείς με εκείνους άλλων νομικών πράξεων της Ένωσης στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις». Συναφώς, βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψεις 40 έως 43), και Pula Parking (C‑551/15, EU:C:2017:193, σκέψη 54).

( 36 ) Βλ., συγκριτικά, γράμμα του άρθρου 46 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1): «Τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος καθώς και οι συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι εκτελεστές στο κράτος μέλος όπου συνήφθησαν, αναγνωρίζονται και καθίστανται εκτελεστοί(‑ά) υπό τους ίδιους όρους όπως και οι αποφάσεις».

( 37 ) Πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Gambazzi (C‑394/07, EU:C:2009:219, σκέψη 25). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση BUAK Bauarbeiter-Urlaubs- u. Abfertigungskasse (C‑579/17, EU:C:2018:863, σημείο 51).

( 38 ) Βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Zulfikarpašić (C‑484/15, EU:C:2017:199, σκέψη 43).

( 39 ) Πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ. (C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψεις 31 και 32). Το Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι τυχόν περιοριστική ερμηνεία της έννοιας της «αποφάσεως» θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μιας κατηγορίας πράξεων εκδιδομένων από δικαιοδοτικά όργανα τις οποίες τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών δεν θα ήσαν υποχρεωμένα να αναγνωρίσουν και ότι ο χαρακτηρισμός της αποφάσεως δεν πρέπει να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό βάσει του δικαίου άλλου κράτους μέλους.

( 40 ) Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑53/08, EU:C:2011:338, σκέψη 85), και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 41 ) Βλ. απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Solo Kleinmotoren (C‑414/92, EU:C:1994:221, σκέψη 18), προτάσεις μου στην υπόθεση Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ. (C‑456/11, EU:C:2012:554, σημείο 38) καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση Oberle (C‑20/17, EU:C:2018:89, σημείο 74 και εκεί μνημονευόμενα θεωρητικά σχόλια). Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑53/08, EU:C:2011:338, σκέψη 103), και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψη 116).

( 42 ) Σκέψη 44 της αποφάσεως Oberle. Στη σκέψη 38 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο επισήμανε ότι «από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα εθνικά κληρονομητήρια εκδίδονται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και ότι οι αποφάσεις για τη χορήγησή τους περιέχουν μόνο διαπιστώσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου» (η υπογράμμιση δική μου).

( 43 ) Φράση από τη σκέψη 44 της αποφάσεως Oberle.

( 44 ) Σκέψη 42 της αποφάσεως Oberle.

( 45 ) Βλ. σκέψη 56 της αποφάσεως Oberle.

( 46 ) Το κριτήριο αυτό δύναται να παραλληλισθεί με την προϋπόθεση που καθιερώνεται στο άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 1215/2012 για την εκτέλεση αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η λήψη ασφαλιστικού μέτρου. Η βεβαίωση που εκδίδεται προς τούτο από το δικαστήριο του κράτους προελεύσεως πρέπει να πιστοποιεί ότι το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υποθέσεως.

( 47 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 48 ) Βλ., για μια υπόμνηση της εξέλιξης της νομολογίας του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση ευρείας ερμηνείας, προτάσεις μου στην υπόθεση BUAK Bauarbeiter-Urlaubs- u. Abfertigungskasse (C‑579/17, EU:C:2018:863, σημείο 34).

( 49 ) Σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής.

( 50 ) Ο πολωνικός όρος είναι «kancelaria».

( 51 ) Υπό το σημείο 3 «Οι διατάξεις του εθνικού δικαίου» της αποφάσεως περί παραπομπής (σ. 12 της ελληνικής μεταφράσεως).

( 52 ) Άρθρο 95c, παράγραφος 2, στοιχείο 1, του νόμου περί συμβολαιογράφων. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι αίτηση για τη χορήγηση συμβολαιογραφικού πιστοποιητικού μπορούν να υποβάλουν μόνον οι κληρονόμοι, οι οποίοι πρέπει να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένο περιεχόμενο (σ. 12 της ελληνικής μεταφράσεως της αποφάσεως περί παραπομπής, δύο τελευταίες παράγραφοι).

( 53 ) Άρθρο 95e, παράγραφος 1, του νόμου περί συμβολαιογράφων.

( 54 ) Άρθρο 95e, παράγραφος 2, στοιχείο 2, του νόμου περί συμβολαιογράφων.

( 55 ) Άρθρο 6691, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

( 56 ) Άρθρο 95j του νόμου περί συμβολαιογράφων.

( 57 ) Άρθρα 363 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά τις γραπτές παρατηρήσεις της Πολωνικής Κυβερνήσεως.

( 58 ) Βλ., επίσης, κατά τη μνημονευόμενη από την Πολωνική Κυβέρνηση θεωρία («Komentarz do art. 95j Prawa o notariacie», σε Szereda, A., Czynności notarialne. Komentarz do art. 79-112 Prawa o notariacie, Legalis, Βαρσοβία, 2018), τις ακόλουθες περιπτώσεις:

– όταν έχει καταχωριστεί πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής προσώπου ο θάνατος του οποίου κηρύχθηκε ή διαπιστώθηκε με δικαστική διάταξη και η εν λόγω δικαστική διάταξη περί κηρύξεως ή διαπιστώσεως του θανάτου ακυρώθηκε (άρθρο 678 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)·

– όταν, μετά την οριστική επικύρωση από το δικαστήριο της ακυρώσεως της δηλώσεως περί αποδοχής ή αποποιήσεως της κληρονομίας, επέρχεται μεταβολή όσον αφορά τα πρόσωπα έναντι των οποίων καταχωρίστηκε το πιστοποιητικό κληρονομικής διαδοχής (άρθρο 690, παράγραφος 2, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).

( 59 ) Μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑392/15, EU:C:2017:73, σκέψεις 118 και 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 15ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (C‑575/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:186, σκέψεις 124 και 126). Στην τελευταία αυτή υπόθεση, το Δικαστήριο, στη σκέψη 90 της αποφάσεώς του, διέλαβε ότι «[τ]ο εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει, έκτον, ότι ο συμβολαιογράφος, όταν ενεργεί ως ειδικός επίτροπος σε διαδικασία κληρονομικής διαδοχής, πρέπει να θεωρείται ως “δικαστήριο” κατά την έννοια του κανονισμού 650/2012, στο μέτρο που, στην τσεχική έννομη τάξη, οι συμβολαιογράφοι, σε ορισμένα θέματα κληρονομικής διαδοχής, ασκούν δικαστικά καθήκοντα κατά τον ίδιο τρόπο με τα δικαστήρια. Η Τσεχική Δημοκρατία παρατηρεί ότι ο συμβολαιογράφος, ο οποίος υπό την ιδιότητά του ως ειδικού επιτρόπου είναι επιφορτισμένος με τη διεκπεραίωση των κληρονομικών διαδοχών, δεσμεύεται από τους κανόνες του εν λόγω κανονισμού, εφόσον ασκεί δικαστικό καθήκον. Ως εκ τούτου, ο συμβολαιογράφος πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρείται ως “δικαστήριο” κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και δύναται, με βάση τη διάταξη αυτή, να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η δραστηριότητά του πρέπει να θεωρείται ως συνδεόμενη με την άσκηση δημόσιας εξουσίας για τους σκοπούς του κανονισμού 650/2012».

( 60 ) C‑260/97 (EU:C:1999:312, σκέψεις 16 και 17).

( 61 ) Βλ., επ’ αυτού, έκθεση των Jenard και Möller σχετικά με τη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που καταρτίστηκε στο Λουγκάνο στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ 1990, C 189, σ. 57, σημείο 72).

( 62 ) ΕΕ 1988, L 319, σ. 9.

( 63 ) Βλ. Wautelet, P., σε Bonomi, A., και Wautelet, P., όπ.π., σημείο 60, σ. 168.

( 64 ) ΕΕ 2009, L 7, σ. 1.

( 65 ) ΕΕ 2016, L 183, σ. 1.

( 66 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1999, Unibank (C‑260/97, EU:C:1999:312, σκέψη 15). Βλ., επίσης, σκέψη 18 της αποφάσεως αυτής.

( 67 ) Βλ. άρθρα 59 και 60 του κανονισμού 650/2012.

( 68 ) Βλ. σημείο 94 των παρουσών προτάσεων.