ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 4ης Οκτωβρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑557/17

Y.Z.,

Z.Z.,

Y.Y.,

Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie

[αίτηση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Ανάκληση της άδειας διαμονής ή απώλεια του καθεστώτος λόγω απάτης – Έλλειψη γνώσεως»

I. Εισαγωγή

1.

Στην παρούσα υπόθεση με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ερωτά αν η άδεια διαμονής που χορηγήθηκε στο μέλος της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας σύμφωνα με την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ( 2 ), η οποία αποκτήθηκε βάσει απατηλών πληροφοριών που παρέσχε ο συντηρών ( 3 ), μπορεί να ανακληθεί όταν ο κάτοχος της άδειας δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών. Ομοίως, με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, για την απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, όπως αυτό απορρέει από την οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες ( 4 ), απαιτείται ο δικαιούχος του εν λόγω καθεστώτος να γνώριζε την απάτη, σε περίπτωση που το καθεστώς αυτό είχε αποκτηθεί βάσει απατηλών πληροφοριών.

2.

Βεβαίως, όπως έχει επισημάνει ο γενικός εισαγγελέας M. Elmer στις προτάσεις του στην υπόθεση Kol (C‑285/95, EU:C:1997:107, σημείο 19), αν επικυρωθεί η απάτη που διαπράχθηκε ώστε να ληφθεί άδεια διαμονής «είναι σαν να επιβραβεύεται το ποινικό αδίκημα, πράγμα που θα ενθάρρυνε –αντί να αποθαρρύνει– και άλλους να καταθέτουν ψευδείς δηλώσεις στις αρχές της αστυνομίας αλλοδαπών των κρατών μελών». Πάντως, στην υπόθεση της κύριας δίκης οι δικαιούχοι των αδειών διαμονής που αναφέρονται στα προδικαστικά ερωτήματα δεν γνώριζαν τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών οι οποίες προσκομίστηκαν προς στήριξη των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί για την απόκτηση των αδειών αυτών. Υφίστανται, επομένως, τις συνέπειες απάτης που διαπράχθηκε από τρίτους.

3.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί περιπτώσεως δόλιας κτήσεως από Τούρκο εργαζόμενο της αυτοτελούς άδειας διαμονής του, σχετικά με τα δικαιώματα που αντλούν τα μέλη της οικογένειας του εν λόγω εργαζομένου από το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας ( 5 ), της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, σχετικά με την προώθηση της συνδέσεως. Αντιθέτως, δεν έχει ερωτηθεί ποτέ σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον, σε περίπτωση που χρησιμοποιήθηκαν έγγραφα που συνιστούν προϊόν απάτης, προς στήριξη αιτήσεων για τη χορήγηση αδειών διαμονής, αφενός, λόγω οικογενειακής επανενώσεως και, αφετέρου, επί μακρόν διαμενόντων, οι άδειες που αποκτήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να ανακληθούν αναδρομικά λόγω απάτης σε περίπτωση που οι κάτοχοι των αδειών αυτών δεν γνώριζαν τον απατηλό χαρακτήρα των εν λόγω εγγράφων. Η παρούσα υπόθεση θα δώσει συνεπώς στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει το ζήτημα αυτό, το οποίο απαιτεί να εξεταστεί η αλληλεπίδραση μεταξύ απάτης και προθέσεως απάτης.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86:

«Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας, εφόσον καταδεικνύεται:

α)

ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα».

5.

Κατά το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση […], ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής […]».

6.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109, με τίτλο «Ανάκληση ή απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος», ορίζει ότι:

«1.   Οι επί μακρόν διαμένοντες δεν δικαιούνται πλέον να διατηρούν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

διαπίστωση δόλιας απόκτησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος».

Β.   Το δίκαιο των Κάτω Χωρών

7.

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο c, του Vreemdelingenwet 2000 (νόμου περί καταστάσεως αλλοδαπών, στο εξής: Vw 2000), σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του ίδιου νόμου, αποτελεί τη μεταφορά του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86. Το άρθρο 18, παράγραφος 1, αρχή και στοιχείο c, του Vw 2000 προβλέπει τα εξής:

«Αίτηση για την παράταση ισχύος της προβλεπόμενης στο άρθρο 14 άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου μπορεί να απορριφθεί εφόσον […] ο αλλοδαπός παρέσχε ανακριβείς πληροφορίες ή δεν παρέσχε πληροφορίες ενώ οι πληροφορίες αυτές θα συνεπάγονταν την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως για την απόκτηση ή την παράταση της άδειας διαμονής».

8.

Το άρθρο 19 του Vw 2000 ορίζει:

«Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου μπορεί να ανακληθεί για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, εκτός από τον λόγο που προβλέπεται στο στοιχείο b […]».

9.

Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, του Vw 2000 ( 6 ):

«Ο Υπουργός έχει τις εξής αρμοδιότητες:

a.

να δέχεται, να απορρίπτει ή να θέτει χωρίς εξέταση στο αρχείο αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής αορίστου χρόνου·

b.

να ανακαλεί την άδεια διαμονής αορίστου χρόνου […]».

10.

Το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 3, του Vw 2000 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2003/109], αίτηση χορηγήσεως ή τροποποιήσεως άδειας διαμονής αορίστου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 20 δύναται να απορριφθεί μόνον εάν ο αλλοδαπός:

a.

δεν είχε νόμιμη διαμονή, κατά την έννοια του άρθρου 8, επί πέντε συναπτά έτη αμέσως πριν από την υποβολή της αιτήσεως·

[…]

d.

δεν διαθέτει επαρκή μέσα επιβιώσεως κατά τρόπο ανεξάρτητο και διαρκή, από κοινού ή μη με το μέλος της οικογένειας στο οποίο κατοικεί·

[…]

h.

παρέσχε ανακριβείς πληροφορίες ή δεν παρέσχε πληροφορίες, ενώ οι πληροφορίες αυτές θα συνεπάγονταν την απόρριψη της αιτήσεως για την απόκτηση, τροποποίηση ή παράταση·

[…]».

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.

Στον αναιρεσείοντα Υ. Ζ. (στο εξής: πατέρας), υπήκοο τρίτης χώρας, χορηγήθηκαν άδειες διαμονής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στο πλαίσιο της υποτιθέμενης δραστηριότητάς του ως διαχειριστή εταιρίας, η οποία αποδείχθηκε ότι ήταν εικονική ( 7 ). Δεν αμφισβητείται ότι ο πατέρας απέκτησε τις άδειες διαμονής του με δόλιο τρόπο.

12.

Την 31η Ιανουαρίου 2002, στο πλαίσιο του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως, στον αναιρεσείοντα Ζ. Ζ. (στο εξής: γιος), γεννημένος το 1991, και στην αναιρεσείουσα Υ. Υ. (στο εξής: μητέρα), οι οποίοι είναι αμφότεροι υπήκοοι τρίτης χώρας, χορηγήθηκε κανονική άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/86 ( 8 ) (στο εξής: άδεια διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως). Με αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2007 η μητέρα και ο γιος απέκτησαν κανονική άδεια διαμονής αορίστου χρόνου, αρχομένης από την 18η Οκτωβρίου 2006, φέρουσα την ένδειξη «επί μακρόν διαμένων στην ΕΕ» (στο εξής: άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος), σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 της οδηγίας 2003/109.

13.

Με αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2014 ο Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Υφυπουργός Ασφαλείας και Δικαιοσύνης, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υφυπουργός) ανακάλεσε αναδρομικά, αφενός, τις άδειες διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως που είχαν χορηγηθεί στη μητέρα και τον γιο και, αφετέρου, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109, τις χορηγηθείσες σε αυτούς άδειες διαμονής επί μακρόν διαμένοντος (στο εξής: αποφάσεις περί ανακλήσεως της 29ης Ιανουαρίου 2014). Τους διέταξε να εγκαταλείψουν αμέσως τις Κάτω Χώρες και εξέδωσε απαγόρευση επιστροφής τους. Οι αποφάσεις περί ανακλήσεως της 29ης Ιανουαρίου 2014 αιτιολογούνταν με βάση το ότι οι άδειες διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως της μητέρας και του γιου είχαν χορηγηθεί βάσει απατηλών δηλώσεων από τον υποτιθέμενο εργοδότη του πατέρα, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ο πατέρας διέθετε σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους, όπως απαιτείται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86. Παράλληλα, οι χορηγηθείσες στη μητέρα και τον γιο άδειες διαμονής επί μακρόν διαμένοντος είχαν επίσης αποκτηθεί με δόλιο τρόπο, διότι, αφενός, είχαν χορηγηθεί βάσει της ανακριβούς παραδοχής ότι η μητέρα και ο γιος διέθεταν νόμιμη διαμονή στο πλαίσιο της διαμονής τους λόγω οικογενειακής επανενώσεως και, αφετέρου, οι ψευδείς βεβαιώσεις απασχολήσεως του πατέρα είχαν συνταχθεί ώστε να αποδείξουν ότι διέθεταν σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109. Κατά τον Υφυπουργό, το αν η μητέρα και ο γιος γνώριζαν ή όχι την απάτη που διαπράχθηκε από τον πατέρα και το αν τελούσαν ή όχι σε γνώση της απατηλής φύσεως των βεβαιώσεων δεν ασκεί επιρροή για την απάντηση στο ερώτημα αν οι άδειες διαμονής τους είχαν αποκτηθεί με δόλιο τρόπο. Ομοίως δεν ασκεί επιρροή ούτε το ότι ο γιος, ο οποίος ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων για την απόκτηση των αδειών διαμονής, δεν είχε υπογράψει ο ίδιος τις εν λόγω αιτήσεις.

14.

Με απόφαση της 4ης Μαΐου 2015 ο Υφυπουργός κήρυξε αβάσιμες τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατά των αποφάσεων της 29ης Ιανουαρίου 2014. Με απόφαση της 31ης Μαΐου 2016 το rechtbank Den Haag zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) εν μέρει ακύρωσε και εν μέρει επικύρωσε τις αποφάσεις αυτές. Ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος, καθώς και ο Υφυπουργός άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες).

15.

Κατά τον πατέρα, τη μητέρα και τον γιο, το rechtbank Den Haag zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, με τόπο συνεδριάσεως το Άμστερνταμ) δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ουδέποτε η μητέρα και ο γιος διέπραξαν οι ίδιοι δόλιες πράξεις. Επίσης θεωρούν ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης, εμποδίζει την ανάκληση της άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος. Συναφώς, παραπέμπουν στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744).

16.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το ερώτημα ως προς το ποιος διέπραξε απάτη δεν φαίνεται να ασκεί επιρροή βάσει του γράμματος του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 και του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109. Υπογραμμίζει ωστόσο, αφενός, ότι οι όροι «ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες» και «ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη» που μνημονεύονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, καθώς και ο όρος «δόλιας» που περιέχεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109, υποδηλώνουν ότι πρέπει να υφίσταται ορισμένη απαίτηση δόλου ή αμέλειας. Αφετέρου, παρατηρεί ότι στην ανακοίνωση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 2ας Ιουλίου 2009, όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών (στο εξής: οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/38) ( 9 ), η έννοια της «απάτης» ορίζεται ως «η εσκεμμένη εξαπάτηση ή το τέχνασμα που επιχειρείται για την απόκτηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής βάσει της οδηγίας». Όσον αφορά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν παρέχει, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, επαρκή στοιχεία για την ερμηνεία της έννοιας της «απάτης».

17.

Υπό τις συνθήκες αυτές το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος και στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/86] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανάκληση άδειας διαμονής που χορηγήθηκε στο πλαίσιο της οικογενειακής επανενώσεως σε περίπτωση που η απόκτηση αυτής της άδειας διαμονής βασίζεται σε απατηλές πληροφορίες, ενώ το μέλος της οικογένειας δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών;

2)

Πρέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος και στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/109] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανάκληση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε περίπτωση που η απόκτηση του καθεστώτος αυτού βασίζεται σε απατηλές πληροφορίες, ενώ ο επί μακρόν διαμένων δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών;»

IV. Ανάλυση

Α.   Επί της ερμηνείας του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86

18.

Με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν, για την ανάκληση των αδειών διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως της μητέρας και του γιου, ασκεί επιρροή, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, το κατά πόσον αυτοί γνώριζαν ότι οι βεβαιώσεις απασχολήσεως του πατέρα ήταν ψευδείς ( 10 ).

19.

Κατά πάγια νομολογία οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς ( 11 ). Η αρχή αυτή, την οποία έχει επιβεβαιώσει επανειλημμένως το Δικαστήριο ανεξαρτήτως του εκάστοτε τομέα, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλεται ανεξαρτήτως εφαρμογής της στην ευρωπαϊκή ή εθνική νομοθεσία ( 12 ). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η άρνηση αναγνωρίσεως δικαιώματος ή πλεονεκτήματος λόγω πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν κατάχρηση ή απάτη αποτελεί απλώς και μόνον τη συνέπεια της διαπιστώσεως ότι, σε περίπτωση απάτης ή καταχρήσεως δικαιώματος, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την αναγνώριση του ζητούμενου πλεονεκτήματος δεν πληρούνται πραγματικά και ότι, επομένως, τέτοια άρνηση δεν προϋποθέτει ειδική νομική βάση ( 13 ). Το Δικαστήριο δείχνει να εφαρμόζει τη νομολογία αυτή, τόσο σε περίπτωση απάτης, όσο και στις περιπτώσεις καταχρήσεως δικαιώματος ( 14 ). Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κατά περίπτωση, βασιζόμενα σε αντικειμενικά στοιχεία, την καταχρηστική ή απατηλή συμπεριφορά των ενδιαφερομένων ώστε να μην εφαρμόσουν, ενδεχομένως, υπέρ αυτών τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αυτοί επικαλούνται, οφείλουν όμως επίσης, κατά την εκτίμηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς, να λαμβάνουν υπόψη τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν οι εν λόγω διατάξεις ( 15 ).

20.

Η γενική αυτή αρχή απαγορεύσεως της απάτης και της καταχρήσεως δικαιώματος εφαρμόζεται και στον τομέα της νόμιμης μεταναστεύσεως. Από την Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86) ( 16 ) προκύπτει ότι είναι επιτακτική ανάγκη για τα κράτη μέλη να αναλάβουν «δράση κατά της απάτης ή της καταχρήσεως δικαιωμάτων που απορρέουν από την [οδηγία 2003/86]. Προς το συμφέρον της κοινωνίας και των πραγματικών αιτούντων, η Επιτροπή ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναλάβουν αποφασιστική δράση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16, παράγραφοι 2 και 4».

21.

Στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψεις 50 έως 53), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «η διαπίστωση απάτης στηρίζεται ειδικότερα σε δέσμη συγκλινόντων στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν τη συνδρομή ενός αντικειμενικού και ενός υποκειμενικού στοιχείου» ( 17 ). Το αντικειμενικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την απόκτηση του πλεονεκτήματος που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ( 18 ). Το υποκειμενικό στοιχείο αντιστοιχεί στην πρόθεση των ενδιαφερομένων να παρακάμψουν ή να αποφύγουν την εφαρμογή των προϋποθέσεων που προβλέπονται από την εφαρμοστέα ρύθμιση προκειμένου να αποκτήσουν το επίμαχο πλεονέκτημα ( 19 ). Η απόκτηση πιστοποιητικού με δόλιο τρόπο μπορεί, συνεπώς, να οφείλεται είτε σε «εκούσια ενέργεια», όπως είναι η παράσταση γεγονότων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, είτε σε «εκούσια παράλειψη», όπως είναι η απόκρυψη κρίσιμης πληροφορίας με πρόθεση να παρακαμφθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως ( 20 ).

22.

Υπό το φως αυτής της νομολογίας πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία που στοιχειοθετούν την απάτη συντρέχουν στις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.

23.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι τα πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα χρησιμοποιήθηκαν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως οικογενειακής επανενώσεως ως συνοδευτικά δικαιολογητικά ( 21 ) προκειμένου να αποδειχθεί η τήρηση της απαιτούμενης από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 προϋποθέσεως σχετικά με την υποχρέωση διαθέσεως σταθερών, τακτικών και επαρκών πόρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, σε περίπτωση που από την απουσία των δικαιολογητικών αυτών συνάγεται η μη εκπλήρωση της προβλεπόμενης από το εν λόγω άρθρο προϋποθέσεως, τότε στοιχειοθετείται το αντικειμενικό στοιχείο που είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση της απάτης, όπως αυτό ορίζεται στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63). Συναφώς, αυτό υπενθυμίζω ότι στην απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 72), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι πόροι του συντηρούντος αποτελούν, κατ’ αρχήν, το αντικείμενο του επιβληθέντος από την οδηγία 2003/86 εξατομικευμένου ελέγχου των αιτήσεων περί οικογενειακής επανενώσεως και όχι οι πόροι του υπηκόου της τρίτης χώρας για τον οποίο ζητήθηκε άδεια διαμονής. Όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86, είμαι της γνώμης ότι, με τη χρήση του όρου «κατ’ αρχήν», το Δικαστήριο υποδεικνύει ότι μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις από τον κανόνα, κατά τον οποίο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πόροι του συντηρούντος, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, εφόσον δικαιολογούνται από ειδικές περιστάσεις ( 22 ).

24.

Όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο που απαιτείται για τη διαπίστωση της απάτης, αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 52), και εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην πρόθεση του ενδιαφερομένου να παρακάμψει ή να αποφύγει την εφαρμογή των προϋποθέσεων εκδόσεως της άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως, προκειμένου να αποκτήσει το εξ αυτής απορρέον πλεονέκτημα. Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ότι το εν λόγω στοιχείο πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το πρόσωπο που ζητεί τη λήψη του απορρέοντος από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πλεονεκτήματος. Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εκτίμηση αυτή πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με το πρόσωπο που υπέβαλε την αίτηση περί οικογενειακής επανενώσεως.

25.

Υπό το πρίσμα αυτό, το γεγονός ότι το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, έχει συνταχθεί σε παθητική φωνή («χρησιμοποιήθηκαν […] πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα» και «διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη») δεν σημαίνει ότι δεν ασκεί επιρροή ποιος διέπραξε την απάτη, όπως υποδεικνύουν το αιτούν δικαστήριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Πολωνική Κυβέρνηση. Ειδικότερα, φρονώ ότι η σύνταξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/86, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η αίτηση οικογενειακής επανενώσεως υποβάλλεται είτε από τον συντηρούντα είτε από το μέλος της οικογένειας.

26.

Εν προκειμένω, στην κύρια δίκη η αίτηση περί οικογενειακής επανενώσεως φαίνεται ότι έχει κατατεθεί από τον πατέρα, υπό την ιδιότητά του ως συντηρούντος. Αν πράγματι συνέβη αυτό, τότε στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο της απάτης, δεδομένου ότι ο πατέρας γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των εγγράφων που υπέβαλε προς στήριξη της αιτήσεώς του περί οικογενειακής επανενώσεως.

27.

Ωστόσο υπενθυμίζω ότι, ακόμη και όταν θεμελιώνεται απάτη κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεώνονται, πριν αποφασίσουν την ανάκληση της άδειας διαμονής ή τη λήψη μέτρου απομακρύνσεως εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του, να προβούν σε εκτίμηση βάσει του άρθρου 17 της εν λόγω οδηγίας ( 23 ). Το άρθρο αυτό επιτάσσει ειδικότερα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν «δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του […]» ( 24 ).

28.

Πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86 επιβάλλει την εξατομικευμένη εξέταση των αιτήσεων επανενώσεως ( 25 ) και ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 και άρα και κατά την έκδοση αποφάσεως για την ανάκληση άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως, πρέπει να προβαίνουν σε ισόρροπη και εύλογη εκτίμηση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων ( 26 ). Μια τέτοια ανάκληση δεν μπορεί συνεπώς να επέρχεται αυτομάτως.

29.

Το αιτούν δικαστήριο δεν υποβάλλει ερώτημα σχετικά με την εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86 ή σχετικά με τη νομιμότητα του μέτρου της απομακρύνσεως, το οποίο έχει ως αποδέκτες τη μητέρα και τον γιο. Θα περιοριστώ επομένως στις δύο παρατηρήσεις που ακολουθούν.

30.

Πρώτον, το γεγονός ότι η μητέρα και ο γιος δεν ευθύνονται ατομικώς για την απάτη, αλλά υφίστανται τις συνέπειές της, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ληφθεί δεόντως υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο επιτάσσει τη μέριμνα ώστε τα μέτρα της ανακλήσεως και της απομακρύνσεως που λαμβάνονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν αναλογικό χαρακτήρα, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων, πραγματικών και προσωπικών, μιας συγκεκριμένης υποθέσεως ( 27 ).

31.

Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι η οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που θεσπίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο περιλαμβάνει τα δικαιώματα που αντιστοιχούν σε αυτά που διασφαλίζονται με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, αναγνωρίζει το δικαίωμα για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ( 28 ). Κατά συνέπεια, η εκτίμηση βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/86 πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό το πρίσμα του δικαιώματος αυτού, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη «διάρκεια διαμονής» ( 29 ) στο κράτος μέλος του κατόχου του δικαιώματος για οικογενειακή επανένωση και, αφετέρου, την «ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του» ( 30 ).

32.

Η διάρκεια της διαμονής ως στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εξισορρόπηση των εμπλεκομένων συμφερόντων βασίζεται στο σκεπτικό ότι όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διαμένει ένα πρόσωπο σε συγκεκριμένο κράτος, τόσο ενισχύονται οι δεσμοί του με το εν λόγω κράτος και αποδυναμώνονται οι δεσμοί του με τη χώρα καταγωγής του ( 31 ). Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει κυρίως να ληφθούν υπόψη οι συγκεκριμένες περιστάσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο οικείο κράτος μέλος, έχουν μεγαλώσει εκεί και έχουν λάβει εκεί παιδεία ( 32 ). Η ύπαρξη ή μη οικογενειακών, πολιτιστικών ή κοινωνικών δεσμών του ενδιαφερομένου με τη χώρα καταγωγής του εκτιμάται, αντίστοιχα, επί τη βάσει περιστάσεων όπως, ιδίως, ο οικογενειακός κύκλος που υπάρχει στη χώρα αυτή, τα ταξίδια ή οι περίοδοι διαμονής του σε αυτήν ή ακόμη και ο βαθμός γνώσεως της γλώσσας της εν λόγω χώρας ( 33 ).

33.

Εν προκειμένω, στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι ο συντηρών διαμένει στις Κάτω Χώρες πάνω από 17 έτη, η δε μητέρα και ο γιος πάνω από 16 έτη, ενώ ο γιος κατά την άφιξή του στις Κάτω Χώρες ήταν μόλις 11 ετών ( 34 ). Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλεισθεί ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, δημιούργησαν στενούς δεσμούς με τις Κάτω Χώρες και ότι, αντιστρόφως, οι δεσμοί με τη χώρα καταγωγής τους είναι πλέον στην πραγματικότητα ανύπαρκτοι ή τουλάχιστον πολύ αδύναμοι. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ότι οι συνέπειες της ανακλήσεως των αδειών διαμονής τους λόγω οικογενειακής επανενώσεως και μιας ενδεχόμενης απελάσεως θα είναι ιδιαιτέρως επαχθείς ή ακόμη και δυσανάλογες.

34.

Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, η απάντηση που προσήκει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανάκληση άδειας διαμονής που χορηγήθηκε ως παράγωγο δικαίωμα στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως και η οποία αποκτήθηκε βάσει απατηλών πληροφοριών, εφόσον αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που κατέθεσε την αίτηση οικογενειακής επανενώσεως είχε την πρόθεση να παρακάμψει ή να αποφύγει την εφαρμογή των προϋποθέσεων χορηγήσεως της άδειας αυτής, ακόμη και στην περίπτωση όπου ο κάτοχος της άδειας αυτής δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, πριν προβούν στην ανάκληση αυτή, πρέπει να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και κατά την εκτίμηση αυτή να λάβουν υπόψη το σύνολο των σχετικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι ο κάτοχος της άδειας διαμονής δεν ήταν υπαίτιος της απάτης η οποία οδήγησε στη χορήγηση της εν λόγω άδειας ούτε είχε γνώση αυτής.

Β.   Επί της ερμηνείας του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109

35.

Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο επί της ουσίας ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην ανάκληση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος ως προς τη μητέρα και τον γιο ( 35 ).

36.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να καθοριστεί αν το ότι ο γιος και η μητέρα δεν γνώριζαν τον απατηλό χαρακτήρα των βεβαιώσεων απασχολήσεως του πατέρα, οι οποίες υποβλήθηκαν ως συνοδευτικά δικαιολογητικά προκειμένου να αποκτήσουν το εν λόγω καθεστώς, θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση από τον Υφυπουργό των αποφάσεων περί ανακλήσεως της 29ης Ιανουαρίου 2014.

37.

Όπως παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 2, η οδηγία 2003/109 αποσκοπεί στην εφαρμογή της διακηρύξεως του Τάμπερε της 15ης και της 16ης Οκτωβρίου 1999, με την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωσε ότι «θα πρέπει να υπάρξει προσέγγιση του νομικού καθεστώτος των υπηκόων τρίτων χωρών προς εκείνο των υπηκόων των κρατών μελών και ότι στα άτομα που έχουν διαμείνει νομίμως σε κράτος μέλος επί περίοδο που θα προσδιορισθεί και τα οποία διαθέτουν άδεια επί μακρόν διαμένοντος, θα πρέπει να χορηγείται εντός του εν λόγω κράτους μέλους, σύνολο ενιαίων δικαιωμάτων κατά το δυνατόν παραπλήσιων προς τα δικαιώματα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη αποτελεί τον κύριο σκοπό της οδηγίας 2003/109, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές της σκέψεις 4, 6 και 12 ( 36 ). Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού η οδηγία 2003/109 εγγυάται στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ίση μεταχείριση με τους υπηκόους τους οικείου κράτους μέλους στους τομείς που απαριθμούνται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως ηʹ, της εν λόγω οδηγίας, εντός των ορίων της επικράτειας του κράτους μέλους υποδοχής.

38.

Εξάλλου, όπως έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 66 και 67 της αποφάσεως της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj (C‑571/10, EU:C:2012:233), το σύστημα που καθιερώνεται με την οδηγία 2003/109 υπάγει την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπει, σε ειδική διαδικασία και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Έτσι, το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος μόνο στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως ( 37 )· το άρθρο 5 της οδηγίας εξαρτά την απόκτηση του καθεστώτος αυτού από την απόδειξη ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος ζητεί την υπαγωγή του στο καθεστώς αυτό διαθέτει επαρκείς πόρους καθώς και ασφάλιση ασθένειας· τέλος, το άρθρο 7 της οδηγίας καθορίζει τις διαδικαστικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρηθούν.

39.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση ή απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος», ορίζει ότι η διαπίστωση δόλιας αποκτήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος σε αυτό το καθεστώς ( 38 ).

40.

Πουθενά στο γράμμα του εν λόγω άρθρου δεν ορίζεται ειδικώς ότι η έννοια της «δόλιας αποκτήσεως» απαιτεί πρόθεση.

41.

Ωστόσο, όπως υπενθύμισα στα σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων, η διαπίστωση απάτης, όπως προκύπτει από την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 50), συνδέεται με την εξακρίβωση της υπάρξεως μιας δέσμης συγκλινόντων στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν τη συνδρομή ενός αντικειμενικού και ενός υποκειμενικού στοιχείου. Επομένως, μόνο σε απάτη που διαπράχθηκε ουσιαστικά και με πρόθεση από τον υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις.

42.

Το γεγονός ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος έχει σημαντικές επιπτώσεις, ιδίως για τη διαμονή σε άλλα κράτη μέλη ( 39 ), δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα να στοιχειοθετείται στο πρόσωπο του αιτούντος την απόκτηση αυτού του καθεστώτος πρόθεση παρακάμψεως των εφαρμοστέων διατάξεων, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη απάτης. Σημειώνω εξάλλου ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, το οποίο στους λόγους ανακλήσεως συμπεριλαμβάνει και την περίπτωση όπου έχουν απλώς χρησιμοποιηθεί «ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες» ή «πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα», το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109 αναφέρει μόνον την περίπτωση «δόλιας απόκτησης». Με την επιφύλαξη της ερμηνείας που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, αυτό εκφράζει, κατά τη γνώμη μου, την πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει την απώλεια του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, που προβλέπεται στο ως άνω άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, μόνο στις περιπτώσεις που στοιχειοθετείται δόλια πρόθεση. Υπογραμμίζω επίσης ότι η χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος προϋποθέτει υψηλό βαθμό ενσωματώσεως ( 40 ) και προσωπικών προσπαθειών ( 41 ) του ενδιαφερομένου στο κράτος μέλος υποδοχής, πράγμα που φρονώ ότι αντιβαίνει σε μια υπερβολικά ευρεία ερμηνεία των προϋποθέσεων ανακλήσεως του εν λόγω καθεστώτος.

43.

Τέλος, ενώ τα δικαιώματα εισόδου και διαμονής των μελών της οικογένειας, τα οποία χορηγήθηκαν στο πλαίσιο οικογενειακής επανενώσεως, είναι παράγωγα του δικαιώματος του συντηρούντος, το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος της οδηγίας 2003/109 είναι προσωπικό δικαίωμα το οποίο αποκτάται κατόπιν αιτήσεως που υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο ιδίω ονόματι. Η διάκριση αυτή πρέπει να μας οδηγήσει, ιδίως όσον αφορά το καθεστώς αυτό, στην απόρριψη του επιχειρήματος που προέβαλε η Επιτροπή κατά την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνεται στο αξίωμα «fraus omnia corrumpit», το οποίο θα είχε ως συνέπεια να θεωρηθεί η απάτη που διέπραξε τρίτος ως καθοριστική για την ανάκληση του εν λόγω καθεστώτος. Σε ένα τέτοιο επιχείρημα αντιτίθεται σθεναρά η παράδοση του Δικαστηρίου στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

44.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο που απαιτείται για τη διαπίστωση της απάτης, από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι η μητέρα και ο γιος δεν διέθεταν αυτοτελώς σταθερούς, τακτικούς και επαρκείς πόρους κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109 ( 42 ). Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι οι άδειες διαμονής της μητέρας και του γιου λόγω οικογενειακής επανενώσεως αποκτήθηκαν βάσει απατηλών εγγράφων, η προϋπόθεση νόμιμης διαμονής που ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, κατ’ αρχήν δεν είχε εκπληρωθεί κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Ως εκ τούτου, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την οδηγία αυτή δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της μητέρας και του γιου και, συνεπώς, στοιχειοθετείται το αντικειμενικό στοιχείο που απαιτείται για τη διαπίστωση της απάτης, όπως ορίζεται στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 51).

45.

Όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο που απαιτείται για τη διαπίστωση απάτης, αντιστοιχεί, σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 52), και εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην πρόθεση του αιτούντος να παρακάμψει ή να αποφύγει την εφαρμογή των προϋποθέσεων χορηγήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, προκειμένου να αποκτήσει το εξ αυτού απορρέον πλεονέκτημα. Συνεπώς, μόνον η γνώση εκ μέρους της μητέρας και του γιου της απάτης που διαπράχθηκε από τον πατέρα και η πρόθεσή τους να αντλήσουν όφελος από αυτήν θα στοιχειοθετούσε δόλια απόκτηση κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η μητέρα και ο γιος δεν γνώριζαν τον απατηλό χαρακτήρα των βεβαιώσεων του εργοδότη του πατέρα που προσκόμισαν ως συνοδευτικά δικαιολογητικά, προκειμένου να αποδείξουν την εκπλήρωση της προϋποθέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109. Κατά συνέπεια, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν προκύπτει ότι η μητέρα και ο γιος προσπάθησαν εσκεμμένα να παρακάμψουν την προϋπόθεση αυτή. Πάντως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

46.

Υπό την προϋπόθεση αυτής της εξακριβώσεως, η απουσία στο πρόσωπο της μητέρας και του γιου του στοιχείου της προθέσεως να παρακάμψουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος οδηγεί στον αποκλεισμό της υπάρξεως απάτης.

47.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η διαπίστωση a posteriori της ελλείψεως των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των λόγων απώλειας ή ανακλήσεως του εν λόγω καθεστώτος, οι οποίοι προβλέπονται περιοριστικά στο άρθρο 9 της οδηγίας 2003/109. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής «το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος είναι μόνιμο, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 9», το οποίο υποδηλώνει ότι, πλην των περιπτώσεων που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 9 ( 43 ), δεν χωρεί απώλεια ή ανάκληση του εν λόγω καθεστώτος ( 44 ). Πράγματι, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2003/109, το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος πρέπει να εξασφαλίζει την ύψιστη ασφάλεια δικαίου στον κάτοχό του ( 45 ).

48.

Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε μεν στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Tahir (C‑469/13, EU:C:2014:2094, σκέψεις 30 και 34), ότι η προϋπόθεση νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, είναι αναγκαία για την υπαγωγή στο κατά την οδηγία αυτή καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Εντούτοις, η προαναφερόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά την απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Η απόφαση αυτή δεν αναφέρει ότι η μη συνδρομή της εν λόγω προϋποθέσεως, η οποία διαπιστώνεται σε μεταγενέστερο χρόνο, συνεπάγεται την απώλεια του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος.

49.

Επομένως, εφόσον δεν διαπιστωθεί απάτη, δεν υπάρχει νομικό έρεισμα στην οδηγία 2003/109 για την ανάκληση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος ως προς τη μητέρα και τον γιο.

50.

Από το σύνολο των προπαρατιθεμένων σκέψεων προκύπτει ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανάκληση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, εφόσον το πρόσωπο που απολαύει του καθεστώτος αυτού δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών που προσκόμισε προς στήριξη της αιτήσεώς του και βάσει των οποίων χορηγήθηκε το εν λόγω καθεστώς.

V. Πρόταση

51.

Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ως εξής:

1)

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ανάκληση άδειας διαμονής που αποκτήθηκε βάσει απατηλών πληροφοριών, εφόσον εξακριβώνεται, ως προς το πρόσωπο που κατέθεσε την αίτηση περί οικογενειακής επανενώσεως, η πρόθεση να παρακάμψει ή να αποφύγει την εφαρμογή των προϋποθέσεων χορηγήσεως της άδειας αυτής και αυτό, ακόμη και αν ο κάτοχος της άδειας αυτής δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των εν λόγω πληροφοριών. Στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εναπόκειται, πριν προβούν σε μια τέτοια ανάκληση, να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και κατά την εκτίμηση αυτή να λάβουν υπόψη το σύνολο των σχετικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι ο κάτοχος της άδειας διαμονής δεν ήταν υπαίτιος της απάτης η οποία οδήγησε στη χορήγηση της εν λόγω άδειας ούτε είχε γνώση αυτής.

2)

Tο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην ανάκληση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος όταν ο κάτοχος του καθεστώτος αυτού δεν γνώριζε τον απατηλό χαρακτήρα των πληροφοριών που προσκόμισε προς στήριξη της αιτήσεώς του και βάσει των οποίων χορηγήθηκε το εν λόγω καθεστώς.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2003, L 251, σ. 12.

( 3 ) Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 ορίζει τον συντηρούντα ως εξής: «υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα σε κράτος μέλος και υποβάλλει, ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του, αίτηση οικογενειακής επανένωσης προκειμένου να επανενωθούν μαζί του/της».

( 4 ) ΕΕ 2004, L 16, σ. 44.

( 5 ) Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Altun (C‑337/07, EU:C:2008:744, σκέψεις 51 έως 64). Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι η δόλια συμπεριφορά του επίμαχου Τούρκου εργαζομένου μπορούσε να έχει νομικές συνέπειες στην οικογενειακή του ζωή. Tο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, πάντως, αυτά τα έννομα αποτελέσματα πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τον χρόνο κατά τον οποίο οι αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έλαβαν απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας διαμονής του εργαζομένου αυτού. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της προαναφερθείσας αποφάσεως Altun, οι αρμόδιες αρχές πρέπει επομένως να εξακριβώσουν αν, κατά την ημερομηνία αυτή, τα μέλη της οικογένειας είχαν αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα προσβάσεως στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής και, συνακόλουθα, δικαίωμα διαμονής στο κράτος αυτό. Στη σκέψη 60 της προαναφερθείσας αποφάσεως το Δικαστήριο προσθέτει ότι τυχόν διαφορετική λύση θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

( 6 ) Ως ίσχυε την 21η Μαρτίου 2007 κατά την απόκτηση των αδειών διαμονής επί μακρόν διαμενόντων.

( 7 ) Η εταιρία ναι μεν υπήρχε στα διοικητικά μητρώα, πλην όμως ουδέποτε είχε ασκήσει πραγματική δραστηριότητα.

( 8 ) Κατά την έννοια του άρθρου 14 του Vw 2000.

( 9 ) COM(2009) 313 τελικό, της 2ας Ιουλίου 2009, τίτλος 4 «Κατάχρηση και απάτη», σ. 15.

( 10 ) Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν από το αιτούν δικαστήριο, ο γιος, γεννημένος το 1991, ήταν 11 ετών κατά την έκδοση της αποφάσεως της 31ης Ιανουαρίου 2002 από τον Υφυπουργό. Εντούτοις, μολονότι ο γιος ήταν ανήλικος, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημα κατά γενικό τρόπο.

( 11 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 49, απάτη κατά τη χρήση του πιστοποιητικού υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, το οποίο δημιουργεί τεκμήριο νομιμότητας στο ευρωπαϊκό δίκαιο), της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ. (C‑251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 27), και της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Bozkurt (C‑303/08, EU:C:2010:800, σκέψη 47, παραποίηση εγγράφων σχετικά με τις προϋποθέσεις διαμονής Τούρκου διακινούμενου εργαζομένου), της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 68, απάτη στον τομέα του ΦΠΑ), της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, Akrich (C‑109/01, EU:C:2003:491, σκέψη 57, εικονικός γάμος με πολίτη κράτους μέλους της Ένωσης), της 9ης Μαρτίου 1999, Centros (C‑212/97, EU:C:1999:126, σκέψη 24, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών), της 7ης Ιουλίου 1992, Singh (C‑370/90, EU:C:1992:296, σκέψη 24, ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), καθώς και της 3ης Δεκεμβρίου 1974, van Binsbergen (33/74, EU:C:1974:131, σκέψη 13, ελεύθερη παροχή υπηρεσιών). Βλ., επίσης, κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 [COM(2009) 313 τελικό, της 2ας Ιουλίου 2009, τίτλος 4 «Κατάχρηση και απάτη», σ. 15].

( 12 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ. (C‑251/16, EU:C:2017:881, σκέψεις 27, 28 και 30), της 5ης Ιουλίου 2007, Kofoed (C‑321/05, EU:C:2007:408, σκέψεις 38 έως 48).

( 13 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ. (C‑251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 35), της 4ης Ιουνίου 2009, Pometon (C‑158/08, EU:C:2009:349, σκέψη 28), της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke (C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 56), και της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 93).

( 14 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ. (C‑251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 34).

( 15 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Emsland-Stärke, C‑110/99, EU:C:2000:695, σκέψη 52), και της 9ης Μαρτίου 1999, Centros (C‑212/97, EU:C:1999:126, σκέψη 25).

( 16 ) Βλ., συναφώς, οδηγίες όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 [COM(2014) 210 τελικό, της 3ης Απριλίου 2014, σημείο 7, «Κατάχρηση και απάτη», σ. 27].

( 17 ) Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε τη δόλια χρήση, από επιχείρηση, πιστοποιητικού που δημιουργεί τεκμήριο νομιμότητας όσον αφορά την υπαγωγή των αποσπασμένων εργαζομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση από την οποία αποσπάστηκαν οι εργαζόμενοι αυτοί, το δε πιστοποιητικό αυτό δεσμεύει τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι αποσπασμένοι οι εργαζόμενοι και έχει ως αναγκαία συνέπεια τη μη εφαρμογή του συστήματος του τελευταίου κράτους μέλους. Παρότι κατά τον χρόνο χορηγήσεως των πιστοποιητικών η επιχείρηση πληρούσε όλες τις διοικητικές προϋποθέσεις, ήτοι ασκούσε πραγματική δραστηριότητα στη Βουλγαρία, τα πιστοποιητικά αποκτήθηκαν με δόλιο τρόπο, μέσω παραστάσεως γεγονότων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, τούτο δε με σκοπό να παρακαμφθούν οι προϋποθέσεις από τις οποίες η νομοθεσία της Ένωσης εξαρτά την απόσπαση των εργαζομένων.

( 18 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 51). Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως απαριθμούνται στο κεφάλαιο IV της οδηγίας 2003/86, που φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης».

( 19 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 52). Την αναγκαιότητα του υποκειμενικού στοιχείου υπογραμμίζει η Επιτροπή στις κατευθυντήριες γραμμές της για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/38, στις οποίες παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, όπου ως απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 35 της οδηγίας 2004/38, θεωρείται «η εσκεμμένη εξαπάτηση ή το τέχνασμα που επιχειρείται για την απόκτηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής βάσει της οδηγίας». Άλλωστε, κατά τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές, στα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκε άδεια διαμονής μόνο κατόπιν δόλιας συμπεριφοράς, για την οποία και καταδικάστηκαν, μπορεί να επιβληθεί η άρνηση, ο τερματισμός ή η ανάκληση των δικαιωμάτων που τους παρέχει η οδηγία. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, Gloszczuk (C‑63/99, EU:C:2001:488), και της 5ης Ιουνίου 1997, Kol (C‑285/95, EU:C:1997:280), στις οποίες η δόλια συμπεριφορά έχει διαπραχθεί προσωπικώς και συνεπεία της συμπεριφοράς αυτής ανακλήθηκαν οι άδειες διαμονής των ενδιαφερομένων.

( 20 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψεις 53 και 58).

( 21 ) Από τις κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 προκύπτει ότι για κάθε αίτηση τα συνοδευτικά δικαιολογητικά και η «σκοπιμότητα» και «αναγκαιότητα» των συνεντεύξεων και των λοιπών ερευνών πρέπει να αξιολογούνται για κάθε περίπτωση χωριστά, στο πλαίσιο του εξατομικευμένου ελέγχου εκάστης αιτήσεως περί οικογενειακής επανενώσεως [βλ. COM(2014) 210 τελικό, της 3ης Απριλίου 2014, σ. 10].

( 22 ) Βλ., συναφώς, κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 [COM(2014) 210 τελικό, της 3ης Απριλίου 2014, σ. 15].

( 23 ) Από τον σχετικό φάκελο προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έλαβε υπόψη το ότι η στάθμιση των συμφερόντων στο πλαίσιο του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ) αποβαίνει εις βάρος του γιου, επιβεβαιώνοντας την απόφαση του Υφυπουργού. Ο πατέρας έπρεπε να γνωρίζει ότι η ιδιωτική ζωή του γιου αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια διαμονής που ο πατέρας γνώριζε ότι είναι επισφαλής, και ως εκ τούτου το δικαίωμα διαμονής του ήταν επισφαλές. Υπό το πρίσμα αυτό ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι ο γιος είχε μείνει στην Κίνα μέχρι την ηλικία των 11 ετών, ότι είχε πάει εκεί σχολείο, ότι μιλούσε την κινεζική γλώσσα και είχε κάποιες γνώσεις γραφής, ότι πήγαινε μια φορά τον χρόνο στην Κίνα αφότου ήλθε να μείνει στις Κάτω Χώρες και ότι θα μπορούσε να ζήσει εκεί με τους γονείς του, οι οποίοι έπρεπε κι αυτοί να επιστρέψουν στην Κίνα. Εξάλλου, υπογραμμίστηκε η δυνατότητα να αιτηθεί ο γιος άδεια διαμονής λόγω συνεχίσεως των σπουδών του στις Κάτω Χώρες. Ο Υφυπουργός ορθώς θεώρησε ότι ούτε η επί μακρόν διαμονή του γιου στις Κάτω Χώρες και οι ρίζες που απέκτησε λόγω αυτής ούτε το γεγονός ότι σπουδάζει στις Κάτω Χώρες συνιστούν ειδικές περιστάσεις που επιτρέπουν να συναχθεί η ύπαρξη υποχρεώσεως, δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, να επιτραπεί η συνέχιση της ιδιωτικής ζωής των παιδιών. Αντιθέτως δεν εξετάστηκε η στάθμιση των συμφερόντων της μητέρας σχετικά με τις άδειες διαμονής της.

( 24 ) Στη Σύστασή της Rec(2002) 4, επί του νομικού καθεστώτος των προσώπων υπέρ των οποίων αναγνωρίζεται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ενότητα IV, που φέρει τον τίτλο «Αποτελεσματική προστασία κατά της απελάσεως μελών της οικογένειας», παράγραφος 1), η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης τοποθετήθηκε ως ακολούθως: «Όταν εξετάζεται η λήψη μέτρου όπως η ανάκληση ή η μη ανανέωση άδειας διαμονής ή η απέλαση εις βάρος μέλους της οικογένειας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη κριτήρια όπως ο τόπος γεννήσεώς του, η ηλικία του κατά την είσοδο στο κράτος, η διάρκεια της διαμονής του, οι οικογενειακές του σχέσεις, η ύπαρξη οικογένειας στο κράτος καταγωγής, καθώς και η σταθερότητα των κοινωνικών και πολιτιστικών δεσμών του με το κράτος καταγωγής. Ιδιαίτερο μέλημα συνιστούν το συμφέρον και η ευημερία των παιδιών».

( 25 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2016, Khachab (C‑558/14, EU:C:2016:285, σκέψη 43), της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 48), καθώς και της 9ης Ιουλίου 2015, K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 60).

( 26 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2016, Khachab (C‑558/14, EU:C:2016:285, σκέψη 43), της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 81), και προτάσεις μου στις υποθέσεις C και A (C‑257/17, EU:C:2018:503, σημείο 75), και K και B (C‑380/17, EU:C:2018:504, σημείο 70).

( 27 ) Βλ., συναφώς, κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86 [COM(2014) 210 τελικό, της 3ης Απριλίου 2014, σ. 29] που συστήνουν τον σεβασμό των ακόλουθων αρχών: να προσδιορίζονται όλες οι επιμέρους περιστάσεις μιας υποθέσεως και το βάρος που δίδεται στο ατομικό και το δημόσιο συμφέρον να είναι ανάλογο εκείνου που έχει δοθεί σε συγκρίσιμες περιπτώσεις. Επίσης, η εξισορρόπηση του σχετικού ατομικού και δημόσιου συμφέροντος πρέπει να φαίνεται εύλογη και αναλογική.

( 28 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ. (C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψεις 75 και 76), και της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 44).

( 29 ) Άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, η υπογράμμιση δική μου.

( 30 ) Άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, η υπογράμμιση δική μου.

( 31 ) Η κατάσταση προφανώς δεν είναι ίδια αν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έφθασε στη χώρα υποδοχής κατά την παιδική ή νεανική του ηλικία ή αν ήλθε ήδη ως ενήλικος. Βλ. συναφώς σχετικά με μέτρα απομακρύνσεως, απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Φεβρουαρίου 1991, Moustaquim κατά Βελγίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) (CE:ECHR:1991:0218JUD001231386, § 45): στην υπόθεση αυτή ο Moustaquim ήταν μικρότερος από δύο ετών κατά τον χρόνο αφίξεώς του στο Βέλγιο. Από τότε είχε ζήσει περίπου 20 χρόνια μαζί με τους δικούς του ή κοντά σε αυτούς στο Βέλγιο και είχε επιστρέψει στο Μαρόκο μόνο δύο φορές για διακοπές. Απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Δεκεμβρίου 2010, Gezginci κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2010:1209JUD001632705, § 69): στην υπόθεση αυτή ο προσφεύγων είχε εισέλθει στην Ελβετία το 1990 όπου είχε περάσει 18 συνεχόμενα έτη μέχρι τον χρόνο της απελάσεώς του. Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι προφανές ότι επρόκειτο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στη ζωή ενός ατόμου και, πιο συγκεκριμένα, διάστημα άνω των δύο τρίτων της ζωής του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1983.

( 32 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 18ης Οκτωβρίου 2006, Üner κατά Κάτω Χωρών (τμήμα μείζονος συνθέσεως) (CE:ECHR:2006:1018JUD004641099, § 58), της 23ης Ιουνίου 2008, Maslov (τμήμα μείζονος συνθέσεως) (CE:ECHR:2008:0623JUD000163803, § 73, 74 και 86): ο προσφεύγων είχε φθάσει στην Αυστρία το 1990, σε ηλικία έξι ετών, είχε δε ζήσει την υπόλοιπη παιδική και εφηβική του ηλικία του στη χώρα αυτή, της 23ης Σεπτεμβρίου 2010, Bousarra κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:0923JUD002567207, § 46 και 47). Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Φεβρουαρίου 1998, Dalia κατά Γαλλίας, (Recueil 1998-I, σ. 88 και 89, § 42 έως 45): η απέλαση επί μακρόν διαμενόντων μπορεί επίσης να εξετασθεί υπό το πρίσμα τόσο της «ιδιωτικής ζωής», όσο και της «οικογενειακής ζωής», ενώ προσδίδεται σημασία από την άποψη αυτή στον βαθμό της κοινωνικής εντάξεως των ενδιαφερομένων· η απόφαση αυτή μνημονεύεται και στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 9ης Οκτωβρίου 2003, Slivenko κατά Λεττονίας (CE:ECHR:2003:1009JUD004832199, § 96).

( 33 ) Βλ. παραδείγματος χάριν, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 23ης Ιουνίου 2008, Maslov (τμήμα μείζονος συνθέσεως) (CE:ECHR:2008:0623JUD000163803, § 96 και 97), όπου διαπιστώθηκε ότι οι δεσμοί του προσφεύγοντος με τη χώρα καταγωγής του, τη Βουλγαρία, ήταν αδύναμοι, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της απελάσεώς του δεν μιλούσε τη βουλγαρική γλώσσα, διότι η οικογένειά του ανήκε στην τουρκική κοινότητα της Βουλγαρίας, και δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση του κυριλλικού αλφαβήτου διότι δεν είχε πάει ποτέ σε σχολείο στη Βουλγαρία, και της 30ής Νοεμβρίου 1999, Baghli κατά Γαλλίας, CE:ECHR:1999:1130JUD003437497, § 48), όπου αντιθέτως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αφού διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει την ύπαρξη στενών δεσμών ούτε με τους γονείς του ούτε με τους αδελφούς και τις αδελφές του που έμεναν στη Γαλλία, ότι είχε διατηρήσει την αλγερινή ιθαγένειά του, ότι γνώριζε την αραβική γλώσσα, ότι είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη χώρα καταγωγής του, ότι την είχε επισκεφθεί για διακοπές επανειλημμένως και ότι ποτέ δεν είχε εκδηλώσει τη θέληση να γίνει Γάλλος, συμπέρανε ότι, ακόμη και αν οι οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί του βρίσκονταν ουσιαστικά στη Γαλλία, διαπιστώθηκε ότι ο προσφεύγων είχε διατηρήσει με τη γενέθλια χώρα του και άλλους δεσμούς πλην της ιθαγένειάς του.

( 34 ) Επ’ αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι, πάντοτε σχετικά με μέτρα απομακρύνσεως, στη Σύστασή της (2000)15 για την ασφάλεια της διαμονής μακράς διαρκείας των μεταναστών, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προβλέπει στην παράγραφο 4 «Όσον αφορά την προστασία κατά της απελάσεως», υπό στοιχείο βʹ, ότι, «σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται στην παράγραφο 4, στοιχείο αʹ, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη διάρκεια ή τη φύση της διαμονής καθώς και τη βαρύτητα του εγκλήματος που διαπράχθηκε από τον επί μακρόν διαμένοντα μετανάστη. Τα κράτη μέλη μπορούν ειδικότερα να προβλέπουν ότι ο επί μακρόν διαμένων μετανάστης δεν απελαύνεται:

– μετά από πενταετή διαμονή, εκτός αν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή μεγαλύτερη της διετούς φυλακίσεως χωρίς αναστολή·

– μετά από δεκαετή διαμονή, εκτός αν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ποινή μεγαλύτερη της πενταετούς φυλακίσεως χωρίς αναστολή· Μετά από εικοσαετή διαμονή, ο επί μακρόν διαμένων δεν υπόκειται πλέον σε απέλαση.»

( 35 ) Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο, ο γιος, γεννημένος το 1991, ήταν 16 ετών κατά την έκδοση της αποφάσεως του Υφυπουργού της 21ης Μαρτίου 2007. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε, όμως, το ερώτημα κατά τρόπο γενικό.

( 36 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2014, Tahir (C‑469/13, EU:C:2014:2094, σκέψη 32), της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, CGIL και INCA (C 309/14, EU:C:2015:523, σκέψη 21),

( 37 ) Όπως προκύπτει από την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Tahir (C‑469/13, EU:C:2014:2094, σκέψη 34), υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να υποβάλει αίτηση, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, προκειμένου να υπαχθεί στο καθεστώς αυτό μόνον αν πληροί ο ίδιος προσωπικά την προϋπόθεση της νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους κατά τη διάρκεια των πέντε ετών αμέσως πριν από την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

( 38 ) Επισημαίνω ότι, μολονότι ο τίτλος του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/109 προβλέπει το ενδεχόμενο ανακλήσεως ή απώλειας του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, το γράμμα του εν λόγω άρθρου αναφέρει μόνο περιπτώσεις απώλειας. Εξάλλου, αντιπαρατιθέμενη στη διατήρηση του δικαιώματος στο καθεστώς αυτό, η «απώλεια» φαίνεται καθ’ εαυτήν να έχει συνέπειες μόνο για το μέλλον, όπως υποστηρίζουν οι Y.Z., Z.Z. και Y.Y. Η ανάγνωση αυτή επιβεβαιώνεται από το αγγλικό («no longer be entitled to maintain»), το γερμανικό («ist nicht mehr berechtigt, die Rechtsstellung eines langfristig Aufenthaltsberechtigten zu behalten») και το ιταλικό κείμενο («I soggiornanti di lungo periodo non hanno più diritto allo status di soggiornante di lungo periodo nei casi seguenti») του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109. Καθόσον στο Δικαστήριο δεν υποβλήθηκε το ερώτημα αν οι άδειες διαμονής επί μακρόν διαμενόντων της μητέρας και του γιου μπορούν να ανακληθούν αναδρομικά, δεν θα υπεισέλθω στο ζήτημα αυτό.

( 39 ) Βλ. κεφάλαιο III της οδηγίας 2003/109.

( 40 ) Έτσι, η διακοπτόμενη παρουσία του επί μακρόν διαμένοντος στην επικράτεια του κράτους μέλους είναι λόγος απώλειας του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, βλ. άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/109.

( 41 ) Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω ιδίως ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωματώσεως, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Βλ., συναφώς, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 47): δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απόκτηση ενός βαθμού γνώσεως τόσο της γλώσσας όσο και της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής διευκολύνει κατά πολύ την επικοινωνία μεταξύ των πολιτών τρίτων χωρών και των ημεδαπών και, επιπροσθέτως, ενισχύει την αλληλεπίδραση και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ τους. Περαιτέρω, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η γνώση της γλώσσας του κράτους μέλους υποδοχής καθιστά λιγότερο δυσχερή την πρόσβαση των πολιτών τρίτων χωρών στην αγορά εργασίας και στην επαγγελματική κατάρτιση.

( 42 ) Η προϋπόθεση των σταθερών, τακτικών και επαρκών πόρων (άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109), πρέπει να εκπληρώνεται κατά την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Κατά τον χρόνο αυτόν ο αιτών προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει και θα συνεχίσει να διαθέτει πόρους ορισμένου επιπέδου και σε τακτική βάση.

( 43 ) Ο περιοριστικός χαρακτήρας της απαριθμήσεως που περιέχεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2003/109 προκύπτει σαφώς από τις προπαρασκευαστικές εργασίες, βλ., συναφώς, τον σχολιασμό του άρθρου 10 της προτάσεως της οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς κατοίκου μακράς διαρκείας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, COM(2001) 127 τελικό (ΕΕ 2001, C 240 E, σ. 79).

( 44 ) Αντιστρόφως, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα σχετικά με τη δυνατότητα ανακλήσεως της άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανενώσεως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σε περίπτωση που διαπιστώνεται a posteriori ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται από την οδηγία 2003/86, καθόσον το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η εν λόγω άδεια μπορεί να ανακληθεί «όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία».

( 45 ) Βλ. τον σχολιασμό του άρθρου 10 της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς κατοίκου μακράς διαρκείας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, COM(2001) 127 τελικό (ΕΕ 2001, C 240 E, σ. 79).