ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 4ης Οκτωβρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑493/17

Heinrich Weiss,

Jürgen Heraeus,

Patrick Adenauer,

Bernd Lucke,

Hans-Olaf Henkel,

Joachim Starbatty,

Bernd Kölmel,

Ulrike Trebesius,

Peter Gauweiler,

Johann Heinrich von Stein,

Gunnar Heinsohn,

Otto Michels,

Reinhold von Eben-Worlée,

Michael Göde,

Dagmar Metzger,

Karl-Heinz Hauptmann,

Stefan Städter,

Markus C. Kerber

[αίτηση του Bundesverfassungsgericht
(Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Απόφαση (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές – Κύρος – Άρθρα 119 και 127 ΣΛΕΕ –Αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών – Διατήρηση της σταθερότητας των τιμών – Αναλογικότητα – Άρθρο 123 ΣΛΕΕ – Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ»

Περιεχόμενα

 

I. Εισαγωγή

 

II. Το νομικό πλαίσιο

 

Α. Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

Β. Το Πρωτόκολλο περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ

 

Γ. Η απόφαση 2015/774

 

1. Το κωδικοποιημένο κείμενο της αποφάσεως 2015/774

 

2. Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/774 και των τροποποιητικών της αποφάσεων

 

α) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/774

 

β) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/2101

 

γ) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/2464

 

δ) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2016/702

 

ε) Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2017/100

 

III. Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κύριας δίκης

 

Α. Τα κύρια χαρακτηριστικά του PSPP

 

Β. Οι διαδικασίες της κύριας δίκης και η απόφαση περί παραπομπής

 

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

V. Ανάλυση

 

Α. Εισαγωγική παρατήρηση σχετικά με την απόφαση 2015/774 ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο

 

Β. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

 

Γ. Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

 

1. Το πλαίσιο αναλύσεως όπως καθορίζεται με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400)

 

2. Επί της εφαρμογής των αρχών στην περίπτωση του PSPP

 

α) Επί της ελλείψεως βεβαιότητας των φορέων

 

1) Επί της καταλληλότητας των εγγυήσεων που προβλέπονται στην απόφαση 2015/774 [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό α) και β)]

 

2) Επί του ζητήματος κατά πόσον ασκούν επιρροή η διακράτηση των ομολόγων μέχρι τη λήξη τους και η αγορά ομολόγων με αρνητική απόδοση [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό γ) και δ)]

 

i) Επί της διακρατήσεως των ομολόγων μέχρι τη λήξη τους

 

ii) Επί της αγοράς ομολόγων με αρνητική απόδοση

 

3) Επί του ζητήματος κατά πόσον ασκεί επιρροή επί του κύρους της αποφάσεως 2015/774 η φερόμενη δυνατότητα να προσδιορισθεί εκ των προτέρων ποιοι τίτλοι που θα αγορασθούν [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό α) και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα]

 

β) Επί της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής

 

3. Συμπέρασμα επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

 

Δ. Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

 

1. Το πλαίσιο αναλύσεως όπως καθορίζεται με τις αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400)

 

α) Επί του ορισμού της νομισματικής πολιτικής

 

β) Επί της αρχής της αναλογικότητας και της έκτασης του σχετικού δικαστικού ελέγχου

 

2. Επί της εφαρμογής των αρχών του PSPP

 

α) Επί της τηρήσεως της αποστολής της ΕΚΤ

 

1) Επί του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιεί το PSPP

 

2) Επί των εμμέσων συνεπειών του PSPP

 

i) Θεωρητικές σκέψεις για τη σχέση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και οικονομικής πολιτικής και την έκταση του δικαστικού ελέγχου

 

ii) Επί των εγγυήσεων του PSPP που περιορίζουν τις συνέπειες από άποψη οικονομικής πολιτικής

 

β) Επί της αναλογικότητας του PSPP

 

1) Επί της καταλληλότητας του PSPP για την επίτευξη των σκοπών του ΕΣΚΤ και της αναγκαιότητάς του

 

2) Επί της stricto sensu αναλογικότητας του PSPP

 

3. Συμπέρασμα επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

 

VI. Πρόταση

I. Εισαγωγή

1.

Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2015, σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2015/2101 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Νοεμβρίου 2015 ( 3 ), και την απόφαση (ΕΕ) 2016/702 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 18ης Απριλίου 2016 ( 4 ) (στο εξής: απόφαση 2015/774), και την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, των άρθρων 119, 123, 125 και 127 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου 4 για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ( 5 ) (στο εξής: Πρωτόκολλο περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε από το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία) στο πλαίσιο διαφόρων συνταγματικών προσφυγών σχετικά με την εφαρμογή, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, διαφόρων αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με τη συνδρομή που παρέσχε η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, Γερμανία) για την εφαρμογή των ως άνω αποφάσεων ή την προβαλλόμενη αδράνειά της έναντι αυτών, καθώς και με την προβαλλόμενη αδράνεια της Bundesregierung (Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως, Γερμανία) και της Deutscher Bundestag (Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, Γερμανία) έναντι της εν λόγω συνδρομής και των ίδιων αποφάσεων.

3.

Η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), έχει αναπόφευκτα σχέση με τη νέα αυτή υπόθεση. Συγκεκριμένα, αφενός, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται στο Δικαστήριο και πάλι από το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) στο πλαίσιο διαδικασίας όπου ζητείται να διαπιστωθεί αν μια πράξη της ΕΚΤ είναι προδήλως ultra vires και αντίθετη προς τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα. Αφετέρου, οι επίμαχες πράξεις τόσο στην παρούσα υπόθεση όσο και σε εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), είναι αμφότερες σχετικές με τα αποκαλούμενα «μη συμβατικά» προγράμματα της ΕΚΤ, τα οποία φέρονται να μην εμπίπτουν στη νομισματική πολιτική και να αντιβαίνουν στην απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ.

4.

Ωστόσο, η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), αφορούσε ανακοινωθέν Tύπου της ΕΚΤ που αναφερόταν σε απόφαση για την έγκριση προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων εκδοθέντων από τα κράτη της ζώνης του ευρώ, του επονομαζόμενου «Outright Monetary Transactions» (οριστικές νομισματικές συναλλαγές, στο εξής: ΟΜΤ), το οποίο δεν είχε –και έως σήμερα, δεν έχει– τεθεί σε εφαρμογή. Αντιθέτως, το επίμαχο εν προκειμένω πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές («public sector asset purchase programme», στο εξής: PSPP) όχι μόνον έχει θεσπισθεί, αλλά έχει τεθεί και σε εφαρμογή εδώ και περισσότερα από τρία έτη. Επιπλέον, το OMT και το PSPP παρουσιάζουν αντικειμενικές διαφορές που αφορούν τόσο τον δεδηλωμένο σκοπό και τις προβλεπόμενες τεχνικές λεπτομέρειες όσο και τα σχετικά ποσά.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5.

Οι κρίσιμες διατάξεις περιλαμβάνονται, κυρίως, στον τίτλο VIII του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος επιγράφεται «Οικονομική και νομισματική πολιτική». Έτσι, κατά το άρθρο 119 ΣΛΕΕ:

«1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η δράση των κρατών μελών και της Ένωσης περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες, τη θέσπιση μιας οικονομικής πολιτικής, που βασίζεται στο στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, στην εσωτερική αγορά, καθώς και στον καθορισμό κοινών στόχων, και ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

2.   Παράλληλα, και σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπουν οι Συνθήκες, η δράση αυτή περιλαμβάνει ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, και τον καθορισμό και την άσκηση ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, πρωταρχικός στόχος των οποίων είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και, υπό την επιφύλαξη του στόχου αυτού, η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Ένωση, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

3.   Οι δράσεις αυτές των κρατών μελών και της Ένωσης συνεπάγονται την τήρηση των ακόλουθων κατευθυντήριων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.»

6.

Το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών, με την εξής διατύπωση:

«1.   Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, οι οποίες εφεξής αποκαλούνται “εθνικές κεντρικές τράπεζες”, προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών· απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα, από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.»

7.

Οι κύριοι στόχοι και τα καθήκοντα της ΕΚΤ περιγράφονται στο άρθρο 127 ΣΛΕΕ, με την ακόλουθη διατύπωση:

«1.   Πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, εφεξής καλούμενου “ΕΣΚΤ”, είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, που ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 119.

2.   Τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι:

να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Ένωσης,

να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219,

να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών,

να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

[…]»

Β. Το Πρωτόκολλο περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ

8.

Το Πρωτόκολλο περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ απαριθμεί τα μέσα νομισματικής πολιτικής τα οποία έχει στη διάθεσή της η ΕΚΤ. Μεταξύ των εν λόγω μέσων περιλαμβάνονται οι πράξεις ανοικτής αγοράς και οι πιστωτικές πράξεις. Αυτές ορίζονται ως εξής στο άρθρο 18.1 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ:

«Για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν:

να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτελέσεως)[,] είτε με σύμφωνο επαναγοράς, είτε δανείζοντας και δανειζόμενες απαιτήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ ή άλλα νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα,

να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια.»

Γ. Η απόφαση 2015/774

1.   Το κωδικοποιημένο κείμενο της αποφάσεως 2015/774

9.

Η απόφαση της ΕΚΤ η οποία αποτελεί το αντικείμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) είναι η απόφαση 2015/774. Η απόφαση αυτή, μετά την έκδοσή της στις 4 Μαρτίου 2015, τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις 2015/2101, 2015/2464, 2016/702, καθώς και με την απόφαση 2017/100.

10.

Το άρθρο 1 της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Θέσπιση και πεδίο εφαρμογής του προγράμματος PSPP», ορίζει τα ακόλουθα:

«Με την παρούσα απόφαση το Ευρωσύστημα θεσπίζει το πρόγραμμα PSPP, βάσει του οποίου οι κεντρικές του τράπεζες, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, αγοράζουν στις δευτερογενείς αγορές από επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, κατά την έννοια του άρθρου 7, επιλέξιμα εμπορεύσιμα χρεόγραφα κατά την έννοια του άρθρου 3.»

11.

Το άρθρο 3 της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Κριτήρια καταλληλότητας εμπορεύσιμων χρεογράφων», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του παρόντος άρθρου, εμπορεύσιμα χρεόγραφα σε ευρώ που εκδίδουν κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, αναγνωρισμένοι φορείς και διεθνείς οργανισμοί εγκατεστημένοι στη ζώνη του ευρώ και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ, είναι αποδεκτά για αγορά από τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος βάσει του προγράμματος PSPP. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες το σκοπούμενο ποσό αγοράς δεν μπορεί να καλυφθεί, με απόφασή του το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αγοράζει εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδουν λοιπές οντότητες εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ […]

2.   Για να είναι επιλέξιμα για αγορά βάσει του προγράμματος PSPP, τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα πρέπει να πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας που ισχύουν για τα εμπορεύσιμα περιουσιακά στοιχεία για σκοπούς πιστοδοτικών πράξεων του Ευρωσυστήματος σύμφωνα με το τέταρτο μέρος της κατευθυντήριας γραμμής (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/60), υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο εκδότης ή ο εγγυητής τους πρέπει να διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος […]

[…]

δ)

εάν η πιστοληπτική αξιολόγηση από [εξωτερικό οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης] αποδεκτού για τον εκδότη, τον εγγυητή ή την έκδοση δεν αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος, τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα είναι επιλέξιμα μόνον εάν τα εκδίδουν ή τα εγγυώνται πλήρως κεντρικές κυβερνήσεις κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που εφαρμόζουν πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής και ως προς τα οποία αναστέλλεται η εφαρμογή των ελάχιστων ορίων πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατά το άρθρο 8 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2014/31·

ε)

σε περίπτωση αξιολόγησης προγράμματος χρηματοοικονομικής συνδρομής που βρίσκεται σε εξέλιξη, η επιλεξιμότητα για αγορές βάσει του προγράμματος PSPP αναστέλλεται και αποκαθίσταται μόνο σε περίπτωση θετικής έκβασης της αξιολόγησης

3.   Για να είναι επιλέξιμα για αγορά βάσει του προγράμματος PSPP, τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 χρεόγραφα πρέπει, κατά τον χρόνο της αγοράς τους από την οικεία κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος, να έχουν ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια ενός έτους και μέγιστη εναπομένουσα διάρκεια 30 ετών. […]

[…]

5.   Επιτρέπονται οι αγορές, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμων χρεογράφων με αρνητική απόδοση στη λήξη (ή με απόδοση «yield to worst»), εφόσον αυτή είναι ίση ή υψηλότερη του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων. Επιτρέπονται οι αγορές, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμων χρεογράφων με αρνητική απόδοση στη λήξη (ή με απόδοση «yield to worst»), όταν αυτή είναι χαμηλότερη του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, στον βαθμό του αναγκαίου.»

12.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Περιορισμοί στην εκτέλεση των αγορών», προβλέπει τα εξής:

«Για να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση της τιμής αγοράς για τους αποδεκτούς τίτλους, καθ’ όλη τη διάρκεια περιόδου οριζόμενης από το διοικητικό συμβούλιο δεν επιτρέπονται αγορές νέων εκδόσεων τίτλων ή τίτλων προσφερόμενων σε διαρκή βάση, ούτε και αγορές εμπορεύσιμων χρεογράφων με εναπομένουσα διάρκεια που λήγει λίγο πριν ή μετά τη λήξη της διάρκειας των εμπορεύσιμων χρεογράφων που πρόκειται να εκδοθούν (“περίοδος blackout”). Στην περίπτωση κοινοπρακτικών εκδόσεων πρέπει να καταβάλλεται η μέγιστη δυνατή προσπάθεια για την τήρηση της εν λόγω περιόδου πριν από την έκδοση.»

13.

Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Όρια αγορών», έχει ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, στα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 3 εφαρμόζεται, βάσει του προγράμματος PSPP, όριο εκφραζόμενο ως ποσοστό επί της έκδοσης ανά διεθνή αριθμό αναγνώρισης χρεογράφων (ISIN) [(κωδικός αναγνωρίσεως κινητών αξιών)], κατόπιν ενοποίησης των διαθεσίμων σε όλα τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος. Το όριο αγορών διαμορφώνεται ως ακολούθως:

α)

50 % επί της έκδοσης ανά ISIN προκειμένου για επιλέξιμα εμπορεύσιμα χρεόγραφα έκδοσης επιλέξιμων διεθνών οργανισμών και πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης·

β)

33 % επί της έκδοσης ανά ISIN προκειμένου για λοιπά επιλέξιμα εμπορεύσιμα χρεόγραφα· […]

2.   Στο σύνολο των εμπορεύσιμων χρεογράφων που είναι επιλέξιμα για αγορά βάσει του προγράμματος PSPP και έχουν υπολειπόμενη διάρκεια κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 3 εφαρμόζεται συνολικό όριο, κατόπιν ενοποίησης των διαθεσίμων σε όλα τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος, το οποίο διαμορφώνεται ως ακολούθως:

α)

50 % επί των ανεξόφλητων τίτλων εκδότη ο οποίος είναι επιλέξιμος διεθνής οργανισμός ή πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης· ή

β)

33 % επί των ανεξόφλητων τίτλων εκδότη πλην των επιλέξιμων διεθνών οργανισμών και των πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.»

14.

Το άρθρο 6 της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Κατανομή χαρτοφυλακίων», διευκρινίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ποσοστό 10 % επί της λογιστικής αξίας των αγορών εμπορεύσιμων χρεογράφων που είναι επιλέξιμα βάσει του προγράμματος PSPP πρέπει να αφορά τίτλους έκδοσης επιλέξιμων διεθνών οργανισμών και πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και 90 % τίτλους έκδοσης επιλέξιμων κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών ή τοπικών διοικήσεων και αναγνωρισμένων φορέων […]. Η εν λόγω κατανομή υπόκειται σε επανεξέταση από το διοικητικό συμβούλιο. Μόνο [εθνικές κεντρικές τράπεζες κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ (ΕθνΚΤ)] πραγματοποιούν αγορές χρεογράφων που εκδίδονται από επιλέξιμους διεθνείς οργανισμούς, πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις.

2.   Το μερίδιο των ΕθνΚΤ επί της λογιστικής αξίας των αγορών εμπορεύσιμων χρεογράφων που είναι επιλέξιμα βάσει του προγράμματος PSPP είναι 90 %, ενώ το υπόλοιπο 10 % αγοράζεται από την ΕΚΤ. Η κατανομή των αγορών μεταξύ χωρών πραγματοποιείται με βάση την κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ κατά το άρθρο 29 του καταστατικού του ΕΣΚΤ.

3.   Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος εφαρμόζουν σύστημα εξειδίκευσης της κατανομής των εμπορεύσιμων χρεογράφων που είναι επιλέξιμα για αγορά βάσει του προγράμματος PSPP. Το διοικητικό συμβούλιο επιτρέπει κατά περίπτωση παρεκκλίσεις από το σύστημα εξειδίκευσης σε περίπτωση που αντικειμενικοί παράγοντες δυσχεραίνουν την εφαρμογή του ή άλλως καθιστούν τις εν λόγω παρεκκλίσεις ενδεδειγμένες χάριν επίτευξης των γενικότερων στόχων νομισματικής πολιτικής του προγράμματος PSPP. Συγκεκριμένα, κάθε ΕθνΚΤ αγοράζει αποδεκτούς τίτλους εκδοτών της επικράτειάς της. Όλες οι ΕθνΚΤ μπορούν να αγοράζουν χρεόγραφα που εκδίδουν επιλέξιμοι διεθνείς οργανισμοί και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης. Η ΕΚΤ αγοράζει τίτλους που εκδίδουν κεντρικές κυβερνήσεις και αναγνωρισμένοι φορείς οποιασδήποτε επικράτειας.»

15.

Κατά το άρθρο 8 της αποφάσεως 2015/774, με τίτλο «Διαφάνεια»:

«1.   Το Ευρωσύστημα δημοσιεύει σε εβδομαδιαία βάση τη συνολική λογιστική αξία των τίτλων που διακρατούνται βάσει του προγράμματος PSPP ως μέρος των σημειώσεων που συνοδεύουν την ενοποιημένη εβδομαδιαία λογιστική του κατάσταση.

2.   Το Ευρωσύστημα δημοσιεύει σε μηνιαία βάση τη σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια των διαθεσίμων του βάσει του προγράμματος PSPP, κατά κατοικία εκδότη, διακρίνοντας τους διεθνείς οργανισμούς και τις πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης από άλλους εκδότες.

3.   Η λογιστική αξία των τίτλων που διακρατούνται βάσει του προγράμματος PSPP δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ σε εβδομαδιαία βάση, υπό την ενότητα που αφορά τις πράξεις ανοικτής αγοράς.»

2.   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/774 και των τροποποιητικών της αποφάσεων

α)   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/774

16.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 4 της αποφάσεως 2015/774 έχουν ως εξής:

«(2)

Στις 4 Σεπτεμβρίου 2014 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να εισαγάγει τρίτο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολογιών (third covered bond purchase programme, εφεξής το “πρόγραμμα CBPP3”) και πρόγραμμα αγοράς τιτλοποιημένων απαιτήσεων (asset-backed securities purchase programme, εφεξής το “πρόγραμμα ABSPP”). Τα εν λόγω προγράμματα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού, παράλληλα με τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) που εισήχθησαν τον Σεπτέμβριο του 2014, σκοπό είχαν να ενισχύσουν περαιτέρω τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, να βελτιώσουν τη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία της ζώνης του ευρώ, να χαλαρώσουν τους όρους δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και να συμβάλουν στην επαναφορά των τιμών πληθωρισμού σε επίπεδα εγγύτερα του 2 %, ακολούθως προς τον πρωταρχικό στόχο της ΕΚΤ για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών.

(3)

Στις 22 Ιανουαρίου 2015 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ότι ενδείκνυται η επέκταση των αγορών στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου στο πεδίο τους να συμπεριληφθεί και πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (secondary markets public sector asset purchase programme, εφεξής το “πρόγραμμα PSPP”). Σύμφωνα με το πρόγραμμα PSPP, οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ μπορούν να αγοράζουν με οριστικές πράξεις στις δευτερογενείς αγορές επιλέξιμα εμπορεύσιμα χρεόγραφα από επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι πρώτες μάλιστα σε ποσοστά που αντικατοπτρίζουν τα μερίδιά τους στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Η παρούσα απόφαση ελήφθη στο πλαίσιο της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, λόγω σειράς παραγόντων που έχουν αυξήσει σημαντικά τον καθοδικό κίνδυνο όσον αφορά τη μεσοπρόθεσμη προοπτική για την εξέλιξη των τιμών, υπονομεύοντας την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της ΕΚΤ για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγονται η χαμηλότερη της αναμενόμενης στήριξη της οικονομίας από τη νομισματική πολιτική βάσει των μέτρων νομισματικής πολιτικής που θεσπίστηκαν, η πτωτική πορεία προς ιστορικώς χαμηλά επίπεδα των περισσότερων δεικτών καταγραφόμενου και εκτιμώμενου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ –όχι μόνο όσον αφορά τον συνολικό δείκτη αλλά και δείκτες στους οποίους δεν συνυπολογίζεται η επίδραση μεταβλητών συνιστωσών, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα– και το αυξημένο δυναμικό των δευτερογενών επιδράσεων μιας σημαντικής πτώσης των τιμών του πετρελαίου στη διαδικασία καθορισμού των μισθών και των τιμών.

(4)

Το πρόγραμμα PSPP συνιστά αναλογικό μέτρο περιορισμού των κινδύνων όσον αφορά τις προοπτικές για τις εξελίξεις στις τιμές, καθώς θα χαλαρώσει περαιτέρω τις νομισματικές και χρηματοδοτικές συνθήκες, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του δανεισμού των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ, στηρίζοντας έτσι τη συνολική κατανάλωση και την επενδυτική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, συμβάλλοντας, εντέλει, στην επάνοδο των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται στο κατώτερο όριό τους και τα προγράμματα αγοράς κατ’ εξοχήν στοιχείων ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα κρίνεται ότι επιτρέπουν την αντιμετώπιση των κρατούντων καθοδικών κινδύνων όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε μετρήσιμη, πλην όμως ανεπαρκή βάση, είναι απαραίτητο να προστεθεί στα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το πρόγραμμα PSPP, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι οι αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης στην πραγματική οικονομία. Επιδρώντας στα χαρτοφυλάκια εξισορροπητικά, ο εκτενής όγκος αγορών βάσει του προγράμματος PSPP θα συμβάλει στην επίτευξη του υποκείμενου στόχου νομισματικής πολιτικής, ο οποίος έγκειται στην παρακίνηση των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών να αυξήσουν τη χορήγηση ρευστότητας προς τη διατραπεζική αγορά και πιστώσεων προς την οικονομία της ζώνης του ευρώ.»

β)   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/2101

17.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της αποφάσεως 2015/2101 έχουν ως εξής:

«(2)

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2015 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε καταρχήν υπέρ της αύξησης του ως άνω ορίου ανά ISIN από 25 % σε 33 %, υπό την προϋπόθεση της επαλήθευσης, κατά περίπτωση, ότι η διακράτηση χρεογράφων ύψους 33 % ανά ISIN από τις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος δεν οδηγεί στην επίτευξη ύψους διαθεσίμων κωλύουσας μειοψηφίας σε συντεταγμένες αναδιαρθρώσεις χρέους.

(3)

Η υπό θέσπιση αύξηση του ως άνω ορίου βάσει του προγράμματος PSPP σκοπό έχει να προαγάγει την πλήρη και ομαλή εφαρμογή του εν λόγω προγράμματος και, ταυτόχρονα, να καταστήσει δυνατή την ομαλή λειτουργία των αγορών επιλέξιμων εμπορεύσιμων χρεογράφων, αποσοβώντας και την παρακώλυση των συντεταγμένων αναδιαρθρώσεων χρέους.»

γ)   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/2464

18.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5 της αποφάσεως 2015/2464 έχουν ως εξής:

«(2)

Στις 3 Δεκεμβρίου 2015 το διοικητικό συμβούλιο, ευθυγραμμιζόμενο με τον ρόλο του όσον αφορά τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, αποφάσισε να αναθεωρήσει ορισμένα χαρακτηριστικά που αφορούν τον σχεδιασμό του προγράμματος PSPP, προκειμένου να εξασφαλίσει μία διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Οι αναθεωρήσεις συνάδουν με τον ρόλο του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά τη νομισματική πολιτική και αποτυπώνουν δεόντως παράγοντες διαχείρισης των κινδύνων.

(3)

Ομοίως, προς επίτευξη των στόχων του προγράμματος PSPP το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να επεκτείνει τον σκοπούμενο χρονικό ορίζοντα των αγορών βάσει του προγράμματος PSPP μέχρι το τέλος Μαρτίου 2017 ή και αργότερα, εάν χρειαστεί, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το ίδιο παρατηρήσει διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να επεκτείνει ομοίως τον σκοπούμενο χρονικό ορίζοντα των αγορών βάσει των προγραμμάτων CBPP3 και ABSPP.

(4)

Προκειμένου να ενισχυθεί η ευελιξία του προγράμματος PSPP και με τον τρόπο αυτόν η συνέχεια στην ομαλή διεκπεραίωση των αγορών τουλάχιστον μέχρι τη σκοπούμενη ημερομηνία λήξης του, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε εξάλλου ότι τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα σε ευρώ που εκδίδουν περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις της ζώνης του ευρώ θα είναι επιλέξιμα για συνήθεις αγορές βάσει του προγράμματος PSPP από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της χώρας εγκατάστασης του εκδότη.

(5)

Το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ακόμη την επανεπένδυση των πληρωμών κεφαλαίου όσον αφορά τους τίτλους που αγοράζονται βάσει του προγράμματος ΑΡΡ, καθώς οι υποκείμενοι τίτλοι φτάνουν στη λήξη τους, για όσο διάστημα χρειαστεί, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.»

δ)   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2016/702

19.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 5 της αποφάσεως 2016/702 ορίζουν:

«(2)

Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, ορισμένα χαρακτηριστικά του προγράμματος PSPP θα πρέπει να τροποποιηθούν, προκειμένου να διασφαλιστεί μία διαρκής προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού προς την κατεύθυνση επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Οι σκοπούμενες τροποποιήσεις συνάδουν με τον ρόλο του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά τη νομισματική πολιτική και αποτυπώνουν δεόντως παράγοντες διαχείρισης των κινδύνων.

(3)

Ειδικότερα, για να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος PSPP, η ρευστότητα που παρέχεται στην αγορά μέσω των συνδυασμένων μηνιαίων αγορών βάσει του εν λόγω προγράμματος θα πρέπει να αυξηθεί σε 80 δισεκατ. ευρώ.

(4)

Εξάλλου, τα όρια εκδότη και έκδοσης όσον αφορά εμπορεύσιμους τίτλους οι οποίοι εκδίδονται από επιλέξιμους διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης θα πρέπει να αυξηθούν. Το νέο κατώτατο όριο καθορίστηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι προβλεπόμενες αγορές θα συνεχίσουν να είναι ανάλογες των σκοπών του προγράμματος PSPP, λαμβανομένου επίσης υπόψη του περιορισμένου κινδύνου παρεμπόδισης των συντεταγμένων αναδιαρθρώσεων χρέους.

(5)

Αρχής γενομένης από τον Απρίλιο του 2016 θα πρέπει να τροποποιηθεί η κατανομή μεταξύ των αγορών εμπορεύσιμων χρεογράφων που εκδίδονται βάσει του προγράμματος PSPP, αφενός, από διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης και, αφετέρου, από άλλους εκδότες, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί του εν λόγω προγράμματος και να διασφαλιστεί η ομαλή εφαρμογή του καθ’ όλη τη διάρκειά του, ενόψει και του αυξημένου όγκου αγορών.»

ε)   Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2017/100

20.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 6 της αποφάσεως 2017/100 έχουν ως εξής:

«(3)

Στις 8 Δεκεμβρίου 2016 το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε, συμφώνως προς τον ρόλο του όσον αφορά τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, ότι θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές σε ορισμένες παραμέτρους του προγράμματος APP προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός του. Οι σκοπούμενες προσαρμογές συνάδουν με τον ρόλο του διοικητικού συμβουλίου όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, συμμορφώνονται πλήρως με τις υποχρεώσεις των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος βάσει των Συνθηκών και αποτυπώνουν δεόντως παράγοντες διαχείρισης κινδύνων.

(4)

Ειδικότερα, ο σκοπούμενος χρονικός ορίζοντας των αγορών βάσει του προγράμματος APP θα πρέπει να επεκταθεί έως το τέλος Δεκεμβρίου του 2017 ή και αργότερα, εάν χρειαστεί, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το διοικητικό συμβούλιο παρατηρήσει διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα.

(5)

Η ρευστότητα που παρέχεται στην αγορά μέσω των συνδυασμένων μηνιαίων αγορών βάσει του προγράμματος APP θα πρέπει να παραμείνει στο ποσό των 80 δισεκατ. ευρώ έως το τέλος Μαρτίου 2017. Από τον Απρίλιο του 2017 οι συνδυασμένες μηνιαίες αγορές βάσει του προγράμματος APP θα πρέπει να συνεχίσουν με ρυθμό 60 δισεκατ. ευρώ έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή και αργότερα, εάν χρειαστεί, και σε κάθε περίπτωση έως ότου το διοικητικό συμβούλιο παρατηρήσει διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού συνεπή προς τον στόχο του. Εάν, στο μεταξύ, οι προοπτικές καταστούν λιγότερο ευνοϊκές ή οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες παύσουν να υποστηρίζουν την περαιτέρω πρόοδο προς μια διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού, το διοικητικό συμβούλιο προτίθεται να αυξήσει το μέγεθος ή/και τη διάρκεια του προγράμματος.

(6)

Προκειμένου να διασφαλίζεται συνεχής ομαλή διεκπεραίωση των αγορών βάσει του προγράμματος APP κατά τον σκοπούμενο χρονικό ορίζοντα, το φάσμα των διαρκειών του προγράμματος PSPP θα πρέπει να διευρυνθεί με τη μείωση της ελάχιστης εναπομένουσας διάρκειας για τους αποδεκτούς τίτλους από δύο έτη σε ένα έτος. Επίσης, οι αγορές τίτλων βάσει του προγράμματος APP με απόδοση στη λήξη χαμηλότερη του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα πρέπει να επιτρέπονται στον βαθμό του αναγκαίου.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κύριας δίκης

Α. Τα κύρια χαρακτηριστικά του PSPP

21.

Formalisation juridique Η απόφαση 2015/774, στην οποία αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, συνιστά τη νομική επισημοποίηση του PSPP. Το PSPP αποτελεί ένα από τα τέσσερα επιμέρους προγράμματα του διευρυμένου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού («Expanded Asset Purchase Programme», στο εξής: APP), που ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ στις 22 Ιανουαρίου 2015.

22.

Το APP προβλέπει, πέραν των υφιστάμενων επιμέρους προγραμμάτων αγοράς ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ( 6 ), την αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές. Αυτού του είδους τα προγράμματα χαρακτηρίζονται συνήθως «ποσοτικής χαλάρωσης («quantitative easing») λόγω της αυξήσεως του όγκου του χρήματος κεντρικής τράπεζας η οποία προκαλείται από τις αγορές μεγάλου αριθμού ομολόγων. Η ΕΚΤ αποφάσισε το πρόγραμμα τον Ιανουάριο 2015, ως απάντηση στις ισχυρές πτωτικές πιέσεις στον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ.

23.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του PSPP, σύμφωνα με το ισχύον σήμερα κείμενο της αποφάσεως 2015/774, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Τα ομόλογα που είναι επιλέξιμα για αγορά στο πλαίσιο του PSPP είναι τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα σε ευρώ, που εκδίδονται από την κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση κράτους μέλους με νόμισμα το ευρώ, αναγνωρισμένους φορείς εντός της ζώνης του ευρώ, διεθνείς οργανισμούς και πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ ( 7 ). Τα επιλέξιμα ομόλογα πρέπει, κατά τον χρόνο της αγοράς στις δευτερογενείς αγορές, να έχουν ελάχιστη εναπομένουσα διάρκεια ενός έτους και μέγιστη εναπομένουσα διάρκεια 30 ετών ( 8 ).

Για κάθε έκδοση ομολόγων υφίσταται όριο αγορών που διαμορφώνεται, κατ’ αρχάς, στο 33 % επί της εκδόσεως, με την επιφύλαξη ότι το Ευρωσύστημα δεν αποκτά με τον τρόπο αυτό καθοριστική κωλύουσα μειοψηφία στο πλαίσιο των διαδικασιών αναδιαρθρώσεως του χρέους που περιλαμβάνουν «ρήτρες συλλογικής δράσεως». Επιπλέον, το Ευρωσύστημα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να κατέχει περισσότερο από το 33 % των χρεογράφων ενός εκδότη ( 9 ).

Οι εκδότες (ή οι εγγυητές) εμπορεύσιμων χρεογράφων πρέπει να διαθέτουν πιστοληπτική αξιολόγηση που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβαθμίσεως του Ευρωσυστήματος για να είναι επιλέξιμοι βάσει του PSPP ( 10 ).

Οι αγορές δυνάμει του PSPP πραγματοποιούνται με βάση ορισμένες κλείδες κατανομής που καθορίζονται στην απόφαση του PSPP. Πρώτον, οι αγορές περιλαμβάνουν 10 % ομόλογα εκδόσεως διεθνών οργανισμών ή πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης και 90 % ομόλογα εκδόσεως κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών ή τοπικών διοικήσεων και αναγνωρισμένων φορέων. Το μερίδιο των εθνικών κεντρικών τραπεζών επί της λογιστικής αξίας των αγορών των επιλέξιμων ομολόγων στο πλαίσιο του PSPP είναι 90 % (κατανεμημένα μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ με βάση την κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ), ενώ η ΕΚΤ αγοράζει το υπόλοιπο μερίδιο 10 %. Εκτός από τις αγορές ομολόγων που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς κάθε εθνική κεντρική τράπεζα αγοράζει μόνον ομόλογα εκδοτών της χώρας της ( 11 ).

Οι κίνδυνοι και οι ζημίες επιμερίζονται μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών μέχρι 20 % του συνόλου των αγορών (οι οποίες περιλαμβάνουν το 10 % των αγορών της ΕΚΤ και το 10 % των αγορών ομολόγων διεθνών οργανισμών που αγοράζουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες), ενώ δεν προβλέπεται επιμερισμός των κινδύνων και των ζημιών για το 80 % των υπόλοιπων αγορών και κάθε εθνική κεντρική τράπεζα φέρει τους δικούς της κινδύνους ( 12 ).

Τέλος, διάφορες εγγυήσεις, όπως μια ελάχιστη περίοδος κατά την οποία δεν επιτρέπονται αγορές (γνωστή και ως «περίοδος αναγκαστικής αναμονής» ή «blackout period») τίθενται με τις κατευθυντήριες γραμμές (μη δημοσιευμένες) της 4ης Μαρτίου 2015 σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (ΕΚΤ/2015/NP3) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του PSPP).

Β. Οι διαδικασίες της κύριας δίκης και η απόφαση περί παραπομπής

24.

Πολλές ομάδες ιδιωτών άσκησαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, συνταγματικές προσφυγές αναφορικά με διάφορες αποφάσεις της ΕΚΤ σε σχέση με το APP, με τη συνδρομή που παρέσχε η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) στην εφαρμογή των αποφάσεων αυτών ή την προβαλλόμενη αδράνειάς της έναντι των εν λόγω αποφάσεων, καθώς και με την προβαλλόμενη αδράνεια της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής έναντι της συνδρομής αυτής και έναντι των ιδίων αποφάσεων.

25.

Κατά τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, το PSPP παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ και την αρχή της δοτής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 119 και 127 ΣΛΕΕ. Κατά την άποψή τους, οι αποφάσεις για το PSPP παραβιάζουν επίσης τη δημοκρατική αρχή που καθιερώνεται στον Grundgesetz (γερμανικό Θεμελιώδη νόμο) και θίγουν, ως εκ τούτου, τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα.

26.

Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, σε περίπτωση που η απόφαση 2015/774 παραβιάζει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ ή βαίνει πέραν των ορίων της αποστολής της ΕΚΤ, θα πρέπει να διαπιστώσει πρόδηλη και ουσιώδη, από δομικής απόψεως, υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, και, ως εκ τούτου, να κάνει δεκτές τις προσφυγές της κύριας δίκης. Τούτο ισχύει επίσης και αν το καθεστώς επιμερισμού των ζημιών που απορρέει από την απόφαση 2015/774 θίγει τη δημοσιονομική εξουσία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής.

27.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.

Με απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Αυγούστου 2017, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει η απόφαση […] 2015/774 […] όπως τροποποιήθηκε […] με την απόφαση […] 2016/1041 […] ή ο τρόπος εφαρμογής της στο άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ;

Συντρέχει ειδικότερα παράβαση του άρθρου 123, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (PSPP)

α)

ανακοινώνονται λεπτομέρειες των αγορών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται εν τοις πράγμασι η βεβαιότητα στις χρηματαγορές ότι το Ευρωσύστημα θα αγοράσει εν μέρει από τα κράτη μέλη ομόλογα εκδόσεώς τους;

β)

δεν ανακοινώνονται ούτε εκ των υστέρων λεπτομέρειες σχετικά με την τήρηση ελάχιστων προθεσμιών μεταξύ της εκδόσεως ενός χρεογράφου στην πρωτογενή αγορά και της αγοράς του στη δευτερογενή αγορά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο συναφής δικαστικός έλεγχος;

γ)

όλα τα αγορασθέντα ομόλογα δεν επαναπωλούνται, αλλά διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους και με τον τρόπο αυτόν τίθενται εκτός αγοράς;

δ)

το Ευρωσύστημα αγοράζει, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμα χρεόγραφα με αρνητική απόδοση στη λήξη;

2)

Αντιβαίνει η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ εν πάση περιπτώσει όταν η περαιτέρω εφαρμογή της ενόψει της μεταβολής των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδίως συνεπεία της ελλείψεως χρεογράφων δυνάμενων να αποτελέσουν αντικείμενο αγοράς, απαιτεί τη διαρκή χαλάρωση των αρχικών κανόνων αγοράς και οι τεθέντες από τη νομολογία του Δικαστηρίου περιορισμοί σε προγράμματα αγοράς ομολόγων, όπως είναι το PSPP, καθίστανται αναποτελεσματικοί;

3)

Αντιβαίνει η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση […] 2015/774, ως ισχύει επί του παρόντος, στο άρθρο 119 και στο άρθρο 127, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί [του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ], εκ του λόγου ότι βαίνει πέραν της ρυθμιζόμενης στις ανωτέρω διατάξεις αποστολής της ΕΚΤ σχετικά με τη νομισματική πολιτική και ότι, και ως εκ τούτου, σφετερίζεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών;

Υπάρχει υπέρβαση της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ιδίως εκ του λόγου ότι:

α)

η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση λόγω του όγκου του PSPP, το οποίο στις 12 Μαΐου 2017 ανερχόταν σε 1534,8 δισεκατομμύρια ευρώ, επηρεάζει σημαντικά τους όρους αναχρηματοδοτήσεως των κρατών μελών;

β)

η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της υπό α) αναφερθείσας βελτιώσεως των όρων αναχρηματοδοτήσεως των κρατών μελών και των συνεπειών της επί των εμπορικών τραπεζών, δεν έχει μόνον έμμεσες συνέπειες σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, αλλά οι αντικειμενικώς διαπιστώσιμες συνέπειές της δημιουργούν την εντύπωση ότι το πρόγραμμα επιδιώκει και σκοπούς οικονομικής πολιτικής τουλάχιστον εξίσου σημαντικούς με τους επιδιωκόμενους σκοπούς νομισματικής πολιτικής;

γ)

η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση, λόγω των σημαντικών συνεπειών της από απόψεως οικονομικής πολιτικής, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας;

δ)

η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση ελλείψει ειδικής αιτιολογίας κατά την υπερδιετή εφαρμογή της δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς τη συνεχιζόμενη αναγκαιότητα και την αναλογικότητά της;

4)

Αντιβαίνει η υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση εν πάση περιπτώσει στο άρθρο 119 και το άρθρο 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ καθώς και στα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του [ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ], εκ του λόγου ότι ο όγκος της και η υπερδιετής εφαρμογή της καθώς και οι εντεύθεν απορρέουσες συνέπειες από απόψεως οικονομικής πολιτικής δίδουν λαβή για μια διαφορετική θεώρηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του PSPP και ότι, με τον τρόπο αυτόν, από ορισμένη ημερομηνία και έπειτα συνιστά υπέρβαση της αποστολής της [ΕΚΤ] σχετικά με την άσκηση νομισματικής πολιτικής;

5)

Αντιβαίνει στο άρθρο 123 και το άρθρο 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ο απεριόριστος επιμερισμός κινδύνων μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος, στις περιπτώσεις μη πληρωμής ομολόγων των κεντρικών κυβερνήσεων και των εξομοιούμενων προς αυτές εκδοτών, ο οποίος ενδεχομένως απορρέει από την υπό [το πρώτο ερώτημα] απόφαση, όταν με τον τρόπο αυτόν ενδέχεται να καθίσταται αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση των εθνικών κεντρικών τραπεζών με δημοσιονομικούς πόρους;»

29.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο Heinrich Weiss κ.λπ., o Bernd Lucke κ.λπ., o Johann Heinrich von Stein κ.λπ., η ΕΚΤ, η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα), η Γερμανική, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με εξαίρεση τη Φινλαδική Κυβέρνηση, όλοι αγόρευσαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουλίου 2018. Ο Peter Gauweiler ανέπτυξε επίσης προφορικές παρατηρήσεις κατά την ίδια επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

V. Ανάλυση

Α. Εισαγωγική παρατήρηση σχετικά με την απόφαση 2015/774 ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο

30.

Με τα ερωτήματά του, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους της αποφάσεως 2015/774. Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι πρόκειται για την απόφαση 2015/774, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/2101 και με την απόφαση 2016/702, καθώς και με την απόφαση (ΕΕ) 2016/1041 της ΕΚΤ, της 22ας Ιουνίου 2016, σχετικά με την καταλληλότητα των εμπορεύσιμων χρεογράφων έκδοσης ή πλήρους εγγύησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και την κατάργηση της απόφασης (ΕΕ) 2015/300 (ΕΚΤ/2016/18) ( 13 ).

31.

Μολονότι η απόφαση 2016/1041 βασίζεται στην απόφαση 2015/774, εντούτοις δεν την τροποποίησε. Αντιθέτως, η απόφαση 2015/774 έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2015/2464, καθώς και με την απόφαση 2017/100. Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρεται ρητώς στις δύο τελευταίες αποφάσεις, ωστόσο θεωρώ ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα.

32.

Συγκεκριμένα, με το πρώτο ερώτημά του, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) αναφέρεται στην απόφαση 2015/774 «ή τον τρόπο εφαρμογής της». Ωστόσο, κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, οι αποφάσεις 2015/2464 και 2017/100 είχαν ήδη εκδοθεί. Επομένως, η απόφαση εφαρμοζόταν, υποχρεωτικά, ως είχε κατόπιν των τεσσάρων αποφάσεων που είχαν τροποποιήσει το αρχικό κείμενο. Επιπλέον, με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με την απόφαση 2015/774 «υπό [το πρώτο ερώτημα] ως ισχύει επί του παρόντος», δηλαδή στις 18 Ιουλίου 2017. Τέλος, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία προτείνει το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως φαίνεται να στηρίζεται, σε ορισμένα σημεία, στην πιο πρόσφατη εκδοχή της αποφάσεως 2015/774.

33.

Συνεπώς, συμφωνώ με την άποψη της Επιτροπής ότι είναι σκοπιμότερο να εκτιμηθεί το κύρος της αποφάσεως 2015/774 ως ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, με τα χαρακτηριστικά της κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Β. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

34.

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει, ως προκαταρκτικό ζήτημα, ότι είναι απαράδεκτα όλα τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Εντούτοις, με εξαίρεση το πέμπτο ερώτημα, φρονώ ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

35.

Συγκεκριμένα, σημειώνω ότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αναμφισβήτητα την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο επ’ ευκαιρία της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), τούτο σημαίνει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα έχει συγκεκριμένες συνέπειες για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και ότι η απόφαση που θα εκδοθεί, όπως κάθε προδικαστική απόφαση, θα δεσμεύει το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία ή το κύρος των επίμαχων πράξεων της ΕΚΤ, κατά την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ( 14 ).

36.

Επιπλέον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου πραγματική διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας έχει ανακύψει παρεμπιπτόντως το ζήτημα του κύρους πράξεως της Ένωσης. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι, ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν παραδεκτή ( 15 ).

37.

Είναι αληθές ότι, μολονότι το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο ερώτημα αφορούν το κύρος της αποφάσεως 2015/774, υπό το πρίσμα, ιδίως, των άρθρων 119, 123 και 127 ΣΛΕΕ, εντούτοις το δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες που οφείλονται μάλλον στον τρόπο εφαρμογής της παρά στην ίδια την απόφαση. Ωστόσο, η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της και δεν μπορεί να εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από αναδρομικές εκτιμήσεις σχετικά με τον βαθμό αποτελεσματικότητας της πράξεως αυτής ( 16 ). Όπως είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει το Δικαστήριο, αυτό σημαίνει ότι, «[κ]ατ’ αναλογίαν, η εκτίμηση του κύρους πράξεως, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να στηρίζεται στην κατάσταση που υφίστατο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής» ( 17 ).

38.

Εντούτοις, από την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), καθίσταται σαφές ότι η ΕΚΤ, όταν προβαίνει στην αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, πρέπει να συνοδεύει την παρέμβασή της με επαρκείς εγγυήσεις, ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτή συμβιβάζεται με την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως που απορρέει από το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 18 ). Επιπλέον, το πρόγραμμα που επιτρέπει τέτοιες αγορές θεσπίζεται και εφαρμόζεται νομίμως μόνον εφόσον τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται είναι ανάλογα προς τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 2, και με το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 19 ).

39.

Εν προκειμένω, τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα σχετίζονται με εγγυήσεις από τις οποίες ενδέχεται να εξαρτάται το κύρος της αποφάσεως 2015/774. Κατόπιν τούτου, θεωρώ ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη. Το ίδιο άλλωστε ισχύει, κατά την άποψή μου, και για το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που αφορά τους «τεθέντες από τη νομολογία του Δικαστηρίου περιορισμο[ύς] σε προγράμματα αγοράς ομολόγων, όπως είναι το PSPP».

40.

Βεβαίως, το δεύτερο αυτό ερώτημα παρουσιάζει στοιχεία αβεβαιότητας δεδομένου ότι αναφέρεται στο ενδεχόμενο χαλάρωσης των ισχυόντων κανόνων, σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, ανταποκρίνεται σε μια αντικειμενική ανάγκη όσον αφορά την επίλυση των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο ( 20 ), καθόσον συνδέεται, κατ’ ουσίαν, με τις εγγυήσεις που πρέπει να συνοδεύουν το PSPP έτσι ώστε να μην αντιβαίνει στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ. Επομένως, καταλήγω ότι είναι παραδεκτό και μπορεί να εξεταστεί από κοινού με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

41.

Όσον αφορά το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, αυτό αφορά, κατ’ ουσίαν, τη συνάφεια του PSPP με τη νομισματική πολιτική και τον έλεγχο στον οποίο πρέπει να υποβληθεί η απόφαση 2015/774 ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Συνεπώς, εκτιμώ ότι μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτό και να δοθεί χρήσιμη απάντηση σε αυτό, αφού εξεταστεί από κοινού με το τρίτο ερώτημα που εντάσσεται στην ίδια προβληματική.

42.

Αντιθέτως, είμαι πιο επιφυλακτικός σε σχέση με το παραδεκτό του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος. Πράγματι, μολονότι τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή, το τεκμήριο αυτό πρέπει να τίθεται εκποδών «όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, επίσης, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν» ( 21 ).

43.

Όπως ήδη επισήμαναν η ΕΚΤ, η Ελληνική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Πορτογαλική, η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, διαπιστώνω και εγώ ότι το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορά εξέλιξη που είναι αβέβαιη και τούτο για δύο λόγους. Αφενός, η παραδοχή από την οποία εκκινεί το πέμπτο ερώτημα είναι ότι οι κίνδυνοι επιμερίζονται χωρίς περιορισμό μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ στις περιπτώσεις μη αποπληρωμής ομολόγων των κεντρικών κυβερνήσεων και των εξομοιουμένων προς αυτές εκδοτών, και ότι ο απεριόριστος αυτός επιμερισμός κινδύνων «ενδεχομένως απορρέει από την απόφαση [2015/774]» ( 22 ). Ωστόσο, με βάση τις νυν ισχύουσες διατάξεις, τέτοιος απεριόριστος επιμερισμός δεν υφίσταται στο πλαίσιο του PSPP. Αντιθέτως, η βούληση να περιοριστεί αυστηρά ο επιμερισμός ζημιών μεταξύ των κεντρικών τραπεζών είναι πάγια από την ανακοίνωση του προγράμματος στις 22 Μαρτίου 2015 ( 23 ) και εντεύθεν.

44.

Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποφασίζεται τέτοιος απεριόριστος επιμερισμός, το ζήτημα τυχόν συγκρούσεώς του με τα άρθρα 123 και 125 ΣΕΕ, καθώς και με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, τίθεται, όπως διευκρινίζει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο με το ερώτημά του, μόνον εφόσον «[με αυτόν τον επιμερισμό ζημιών] ενδέχεται να καθίσταται αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση των εθνικών κεντρικών τραπεζών με δημοσιονομικούς πόρους» ( 24 ). Επομένως, είναι απολύτως σαφές ότι πρόκειται για απλή υπόθεση, της οποίας η πιθανότητα επαληθεύσεως δεν έχει, μέχρι σήμερα, αποδειχθεί. Βεβαίως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κάνει λόγο για σημαντική αύξηση των προβλέψεων κινδύνων της Deutsche Bundesbank (Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας) κατά το οικονομικό έτος 2016. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η απόφαση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι ληφθείσες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους 2016 αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ σχετικά με την επέκταση του APP προκειμένου να συμπεριληφθεί το PSPP, είχαν ως αποτέλεσμα αυξημένους κινδύνους. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι καμία από τις αποφάσεις που αφορούν το PSPP δεν προβλέπει απεριόριστο επιμερισμό κινδύνων. Συνεπώς, η έλλειψη πρόσθετων στοιχείων αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν στην αύξηση των προβλέψεων κινδύνων της Deutsche Bundesbank (Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας) καθιστά αδύνατη την επαλήθευση του αμιγώς θεωρητικού ενδεχομένου ανακεφαλαιοποιήσεως των εθνικών κεντρικών τραπεζών σε περίπτωση σημαντικών οφειλών στο πλαίσιο του PSPP λόγω μη αποπληρωμής ομολόγων.

45.

Το ζήτημα που εγείρεται με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι, κατά την άποψή μου, όντως υποθετικής φύσεως δεδομένου ότι τόσο το νομικό πλαίσιο όσο και τα πραγματικά περιστατικά που θα καθιστούσαν μια απάντηση στο ερώτημα αυτό αναγκαία δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή κατάσταση και δεν αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα ότι είναι πιθανόν να επέλθουν. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αποδείχθηκε επαρκώς το ενδεχόμενο τέτοιος απεριόριστος επιμερισμός κινδύνων να αποτελεί πιθανή κατάσταση, quod non, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτός ο επιμερισμός των κινδύνων δεν έχει ακόμα μετουσιωθεί σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ούτε καν έχει ανακοινωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, πώς θα μπορούσε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους ενός κανόνα που δεν υφίσταται ακόμη;

46.

Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, εκτιμώ ότι το πέμπτο ερώτημα, στην παρούσα συγκυρία, είναι απαράδεκτο.

Γ. Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

1.   Το πλαίσιο αναλύσεως όπως καθορίζεται με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400)

47.

Τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, την τήρηση της απαγορεύσεως της νομισματικής χρηματοδοτήσεως δημόσιου χρέους, την οποία επιβάλλει το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

48.

Η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400) παρέχει το πλαίσιο της αναλύσεως του ζητήματος αυτού. Πράγματι, παρά τις διαφορές που διακρίνουν το PSPP από το OMT, πρόκειται για δύο προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές. Το Δικαστήριο έχει ήδη προσδιορίσει, με την προαναφερθείσα απόφαση, τα όρια που πρέπει να τηρεί η ΕΚΤ όταν εφαρμόζει πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Άλλωστε και οι περισσότεροι από τους μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο αναλύσεως.

49.

Εκ προοιμίου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει στο ΕΣΚΤ να παράσχει οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτος μέλος, χωρίς να αποκλείει την ευχέρειά του να αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές ( 25 ).

50.

Ωστόσο, το Δικαστήριο οριοθέτησε την ευχέρεια αυτή θέτοντας δύο περιορισμούς:

Πρώτον, «το ΕΣΚΤ δεν μπορεί εγκύρως να αγοράζει κρατικά ομόλογα στις δευτερογενείς αγορές υπό συνθήκες που θα προσέδιδαν, πρακτικώς, στην παρέμβασή του αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο της απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών» ( 26 ). Τούτο συμβαίνει αν οι φορείς οι οποίοι μπορούν να αγοράσουν κρατικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά είχαν τη βεβαιότητα ότι το ΕΣΚΤ επρόκειτο να προβεί στην επαναγορά των ομολόγων αυτών σε χρόνο και υπό όρους τέτοιους ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα να ενεργήσουν, de facto, ως ενδιάμεσοι του ΕΣΚΤ για την απευθείας αγορά των ως άνω ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου του αντίστοιχου κράτους μέλους.

Δεύτερον, το πρόγραμμα της ΕΚΤ που επιτρέπει την αγορά κρατικών ομολόγων δεν πρέπει να αφαιρεί από τα κράτη μέλη το κίνητρο να ακολουθούν υγιή δημοσιονομική πολιτική. «Συγκεκριμένα, εφόσον από τα άρθρα 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του σκοπού της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, οι δράσεις που αναλαμβάνει το ΕΣΚΤ βάσει του άρθρου 123 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να πλήττουν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών καθιστώντας ανενεργή ως προς τα οικεία κράτη μέλη την παρότρυνση να ακολουθούν υγιή δημοσιονομική πολιτική.» ( 27 ).

51.

Από τα δύο αυτά όρια συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ, όταν προβαίνει στην αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, οφείλει να συνοδεύει την παρέμβασή της με εγγυήσεις, οι οποίες πρέπει, αφενός, να είναι επαρκείς ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτή συμβιβάζεται με την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως που απορρέει από το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, να αποσκοπούν στον περιορισμό των επιπτώσεων του προγράμματος της ΕΚΤ στο κίνητρο για την εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής ( 28 ).

2.   Επί της εφαρμογής των αρχών στην περίπτωση του PSPP

52.

Η νομιμότητα πράξεων αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές από το ΕΣΚΤ, κατ’ αρχήν, δεν αμφισβητείται ( 29 ). Βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το οποίο «επιτρέπει στο ΕΣΚΤ, για την επίτευξη των σκοπών του και την εκτέλεση των καθηκόντων του, να συναλλάσσεται στις χρηματαγορές, μεταξύ άλλων, αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις διαπραγματεύσιμους τίτλους, στους οποίους συγκαταλέγονται τα κρατικά ομόλογα, χωρίς να εξαρτά την άδεια αυτή από ειδικούς όρους, καθόσον άλλως θα παραγνωριζόταν ο ίδιος ο χαρακτήρας των πράξεων ανοικτής αγοράς» ( 30 ), καθώς και στον κανονισμό (ΕΚ) 3603/93 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104 Β, παράγραφος 1, της συνθήκης [νυν άρθρα 123 και 125 ΣΛΕΕ] ( 31 ). Συγκεκριμένα, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού προβλέπεται ρητώς η ευχέρεια αγοράς κρατικών ομολόγων, καθώς αναφέρεται ότι «οι αγορές που πραγματοποιούνται στη δευτερογενή αγορά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παράκαμψη του στόχου που επιδιώκεται με το άρθρο [123 ΣΛΕΕ]».

53.

Συνεπώς, το κύρος ενός προγράμματος όπως το PSPP εξαρτάται από τις εγγυήσεις που το περιβάλλουν. Συγκεκριμένα, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον είναι κατάλληλες, αφενός, για να αποκλείσουν το ενδεχόμενο να μπορούν οι φορείς που δραστηριοποιούνται στις αγορές κρατικών ομολόγων να ενεργούν, de facto, ως ενδιάμεσοι του ΕΣΚΤ για την απευθείας αγορά ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου του αντίστοιχου κράτους μέλους και, αφετέρου, για να μην λειτουργήσουν αποπροσανατολιστικά για τα κράτη μέλη ως προς το κίνητρο εφαρμογής υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής.

α)   Επί της ελλείψεως βεβαιότητας των φορέων

54.

Με εξαίρεση τους προσφεύγοντες στις υποθέσεις της κύριας δίκης, όλα τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που διατύπωσαν παρατηρήσεις συμφωνούν ότι το PSPP παρέχει επαρκείς εγγυήσεις έτσι ώστε η αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές να μην έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο της απευθείας αγοράς τέτοιων ομολόγων στις πρωτογενείς αγορές. Συμμερίζομαι την ανάλυση αυτή.

1) Επί της καταλληλότητας των εγγυήσεων που προβλέπονται στην απόφαση 2015/774 [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό α) και β)]

55.

Πρώτον, δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για το περιεχόμενο, την έναρξη, τη συνέχιση και την αναστολή των προβλεπόμενων από το PSPP παρεμβάσεων στις δευτερογενείς αγορές. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το στοιχείο αυτό κατά την εκτίμηση του κύρους του προγράμματος OMT ( 32 ). Προκύπτει δε από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θέματα νομισματικής πολιτικής ότι το PSPP αξιολογείται και προσαρμόζεται συνεχώς, κατά τρόπο ανεξάρτητο, εντός των ορίων που απαιτούνται για την επίτευξη του ανακοινωθέντος στόχου ( 33 ).

56.

Δεύτερον, το PSPP αποτελεί ένα μόνον από τα τέσσερα επιμέρους προγράμματα του APP. Η επιτρεπόμενη βάσει του PSPP αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα άλλα τρία προγράμματα που αφορούν την αγορά ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ( 34 ). Το γεγονός ότι ο όγκος των επιτρεπόμενων αγορών κρατικών ομολόγων καθορίζεται, μηνιαίως, με βάση την προβλεψιμότητα των αγορών στο πλαίσιο των υπολοίπων τριών επιμέρους προγραμμάτων είναι ένα στοιχείο που συμβάλλει στην απαιτούμενη έλλειψη βεβαιότητας όσον αφορά την επαναγορά κρατικών ομολόγων που έχουν αγορασθεί στην πρωτογενή αγορά.

57.

Τρίτον, το γεγονός ότι το PSPP δεν εφαρμόζεται επιλεκτικά διασφαλίζει, επίσης, τη μη προβλεψιμότητα των κανόνων της εν τοις πράγμασι εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς το OMT, το PSPP δεν προβλέπει επιλεκτική, αλλά αντιπροσωπευτική αγορά ομολόγων από όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/774, η κατανομή των αγορών πραγματοποιείται μεταξύ των κρατών μελών με βάση την κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, που προβλέπεται στο άρθρο 29 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ( 35 ).

58.

Τέταρτον, δεν μπορεί να γίνει λόγος για βεβαιότητα των δραστηριοποιούμενων στις πρωτογενείς αγορές φορέων όσον αφορά την επαναγορά, δεδομένου ότι το άρθρο 5 της αποφάσεως 2015/774 εξαρτά τις αγορές κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά –κατόπιν ενοποιήσεως των διαθεσίμων σε όλα τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ– από την τήρηση δύο ορίων σχετικών αφενός, με την έκδοση τίτλων και, αφετέρου, με τον εκδότη. Κατ’ αρχήν, το πρώτο επιτρέπει την κατοχή ομολόγων μέχρι 33 % επί εκάστης εκδόσεως ( 36 )· το δεύτερο απαγορεύει στο ΕΣΚΤ να κατέχει πάνω από το 33 % των ανεξόφλητων ομολόγων του ιδίου εκδότη καθ’ όλη τη διάρκεια του PSPP ( 37 ). Εκτός από το γεγονός ότι πρόκειται για ανώτατα όρια και όχι για υποχρέωση αγοράς κρατικών ομολόγων μέχρι τα ποσοστά αυτά, τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 5 της αποφάσεως 2015/774 έχουν ως συνέπεια ότι ο κάτοχος κρατικών ομολόγων δεν μπορεί να έχει τη βεβαιότητα ότι το ΕΣΚΤ θα μπορέσει να επαναγοράσει το ομόλογό του ή ότι, αντιθέτως, η επαναγορά αυτή θα είναι αδύνατη λόγω της συμπληρώσεως ενός εκ των δύο ανωτέρω αναφερομένων ανωτάτων ορίων. Ο καθημερινός έλεγχος των ορίων αυτών από την επιτροπή διαχειρίσεως κινδύνων του ΕΣΚΤ διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης εγγυήσεως ( 38 ).

59.

Πέμπτον, η απαίτηση να μεσολαβεί ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα μεταξύ της εκδόσεως χρεογράφου στην πρωτογενή αγορά και της επαναγοράς του στις δευτερογενείς αγορές συμβάλλει και αυτή στο να αποτρέπεται η αλλοίωση των προϋποθέσεων εκδόσεως κρατικών ομολόγων εξαιτίας της βεβαιότητας ότι τα ομόλογα αυτά θα επαναγοραστούν από το ΕΣΚΤ μετά την έκδοσή τους ( 39 ). Το χρονικό αυτό διάστημα είναι απαραίτητο προκειμένου να μπορεί να διαμορφωθεί ελεύθερα η αγοραία τιμή. Τέτοια περίοδος blackout προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2015/774 και εξειδικεύεται στο άρθρο 15 των κατευθυντήριων γραμμών του PSPP.

60.

Η έλλειψη ακριβούς πληροφόρησης σχετικά με την περίοδο αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά της. Τυχόν δημοσιοποίηση της περιόδου blackout θα μπορούσε να επηρεάσει την προβλεψιμότητα των αγορών και τη διαμόρφωση των τιμών. Στον βαθμό που η επιτροπή διαχειρίσεως κινδύνων του ΕΣΚΤ ελέγχει κατά πόσον οι συναλλαγές διενεργούνται στην αγοραία τιμή ( 40 ), η πληροφορία ότι η ελάχιστη περίοδος μεταξύ της εκδόσεως κρατικών ομολόγων στην πρωτογενή αγορά και της αγοράς τους στη δευτερογενή αγορά μετράται σε ημέρες και όχι σε εβδομάδες είναι, κατά την άποψή μου, αρκετή για τη διασφάλιση του δικαστικού ελέγχου της συμβατότητας της αποφάσεως 2015/774 με το άρθρο 123 ΣΛΕΕ ( 41 ). Αφενός, η επιτροπή διαχειρίσεως κινδύνων του ΕΣΚΤ έχει, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό, τι ένα δικαστήριο, την κατάρτιση και την εξειδικευμένη γνώση που είναι απαραίτητες για να αποφασίσει ως προς τη διαμόρφωση τιμών σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς και, επομένως, ως προς το πόσο πρέπει να διαρκεί η περίοδος blackout προκειμένου να μπορεί να εγγυηθεί μια τέτοια διαμόρφωση. Αφετέρου, δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τυχόν δημοσιοποίηση πιο συγκεκριμένων πληροφοριών ως προς την περίοδο blackout, έστω και εκ των υστέρων, να δημιουργούσε στους δραστηριοποιούμενους φορείς προσδοκίες ικανές να προκαταλάβουν τη διαμόρφωση αγοραίας τιμής.

61.

Έκτον, η ισορροπία μεταξύ του είδους των πληροφοριών που γνωστοποιούνται και του βαθμού ακριβείας των στοιχείων που ανακοινώνονται εγγυάται την αποτελεσματικότητα του PSPP, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι φορείς που δραστηριοποιούνται στις πρωτογενείς αγορές δεν θα έχουν τη βεβαιότητα ότι τα κρατικά ομόλογα θα επαναγοραστούν στις δευτερογενείς αγορές.

62.

Στις 22 Ιανουαρίου 2015 ο Πρόεδρος της ΕΚΤ ανακοίνωσε τους βασικούς όρους εφαρμογής του PSPP, όπως τον μηνιαίο όγκο αγορών, την προβλεπόμενη διάρκεια του APP, ή ακόμη το κριτήριο κατανομής των αγορών κρατικών ομολόγων μεταξύ των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ και τον τρόπο επιμερισμού των κινδύνων ( 42 ). Η ανακοίνωση αυτή συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα του APP· αποσκοπεί στην ενίσχυση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων μέσω των αγορών ομολόγων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα που εφαρμόζεται με το πρόγραμμα αυτό. Με την ανακοίνωση αυτή, η ΕΚΤ επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της να αντιμετωπίσει τις αποπληθωριστικές τάσεις, αναλύοντας κατά τρόπο πειστικό τις δράσεις που ανέλαβε προς τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για μέσο με το οποίο η ΕΚΤ γνωστοποιεί στην πραγματική οικονομία τη χαλάρωση των νομισματικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών που δημιούργησε το PSPP. Αυτό είναι το αποκαλούμενο στην οικονομία «κανάλι σηματοδότησης». Ενισχύει αποτελεσματικά τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μέσω προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ( 43 ).

63.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η ΕΚΤ με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ανακοίνωση αυτή έχει σημασία μόνο σε μακροοικονομικό επίπεδο. Οι πληροφορίες δεν παρέχουν στους φορείς που μπορούν να αγοράσουν κρατικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά τη βεβαιότητα ότι το ΕΣΚΤ θα προβεί στην επαναγορά των ομολόγων αυτών σε χρόνο και υπό όρους που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν, de facto, ως ενδιάμεσοι του ΕΣΚΤ για την απευθείας αγορά των εν λόγω ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου του αντίστοιχου κράτους μέλους. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουλίου 2018, ο διευθυντής της νομικής υπηρεσίας της Deutsche Bundesbank (Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας) επιβεβαίωσε ότι, μολονότι υπήρχε σε κάποιον βαθμό ένα στοιχεία προβλεψιμότητας λόγω των ανακοινώσεων της ΕΚΤ –ιδίως όσον αφορά ότι το ένα τρίτο των κρατικών ομολόγων μπορεί να αποκτηθεί στο πλαίσιο του PSPP–, αυτό ουδεμία σημασία είχε σε μικροοικονομικό επίπεδο.

64.

Πράγματι, οι πληροφορίες που γνωστοποιεί η ΕΚΤ σχετικά με το πρόγραμμα PSPP είναι γενικής φύσεως. Το ποσό των μηνιαίων αγορών του προγράμματος APP αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο το οποίο δεν αναλύεται με περισσότερες λεπτομέρειες, είτε ως προς την ημερομηνία διενέργειας αγορών είτε ως προς τη ληκτικότητα. Επιπλέον, δεν δημοσιεύεται σε ποιο βαθμό αξιοποιούνται τα ανώτατα όρια αγορών, ανά έκδοση και εκδότη. Τέλος, μολονότι το χαρτοφυλάκιο ομολόγων του PSPP δημοσιεύεται σε εβδομαδιαία βάση, εντούτοις αυτό γίνεται μόνο σε συγκεντρωτική βάση ( 44 ), ενώ η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα διάρκεια δημοσιεύεται σε μηνιαία βάση, κατά κατοικία του εκδότη ( 45 ). Όπως διευκρινίστηκε από την ΕΚΤ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουλίου 2018, οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στον ιστότοπο της ΕΚΤ είναι επαρκείς ώστε οι φορείς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στις αγορές να είναι σε θέση να γνωρίζουν τους τίτλους που διαθέτει το ΕΣΚΤ, όχι όμως τη συγκεκριμένη πρακτική των αγορών.

65.

Οι διάφορες αυτές εγγυήσεις είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανές να αποτρέψουν την αλλοίωση των προϋποθέσεων εκδόσεως κρατικών ομολόγων λόγω της βεβαιότητας ότι τα ομόλογα αυτά θα επαναγοραστούν από το ΕΣΚΤ μετά την έκδοσή τους. Επομένως, αποκλείεται το ενδεχόμενο η εφαρμογή ενός προγράμματος όπως το PSPP να έχει, στην πράξη, αποτέλεσμα ισοδύναμο με αυτό της απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών.

2) Επί του ζητήματος κατά πόσον ασκούν επιρροή η διακράτηση των ομολόγων μέχρι τη λήξη τους και η αγορά ομολόγων με αρνητική απόδοση [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό γ) και δ)]

66.

Κατά την ανάπτυξη του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τις συνέπειες που μπορεί να έχουν επί του κύρους του PSPP, υπό το πρίσμα του άρθρου 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αφενός, η διακράτηση όλων των αγορασθέντων ομολόγων μέχρι τη λήξη τους και, αφετέρου, η αγορά, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμων χρεογράφων με αρνητική απόδοση. Δεν θεωρώ ότι τα στοιχεία αυτά είναι ικανά να επηρεάσουν το κύρος της αποφάσεως 2015/774.

i) Επί της διακρατήσεως των ομολόγων μέχρι τη λήξη τους

67.

Όσον αφορά τη διακράτηση των ομολόγων μέχρι τη λήξη τους, το Δικαστήριο έκρινε, επ’ ευκαιρία της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), ότι η δυνατότητα διακρατήσεως των αγορασθέντων ομολόγων μέχρι τη λήξη τους δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κύρους του OMT, «διότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από την αναγκαιότητα μιας τέτοιας δράσης για την επίτευξη των τιθέμενων σκοπών και δεν παρέχει, εν πάση περιπτώσει, τη δυνατότητα στους εμπλεκόμενους συναλλασσόμενους να έχουν τη βεβαιότητα ότι το ΕΣΚΤ θα κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής» ( 46 ). Εξάλλου, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ουδόλως αποκλείει μια τέτοια πρακτική, η οποία επ’ ουδενί συνεπάγεται, εκ μέρους του κράτους μέλους εκδότη, άρνηση πληρωμής του χρέους του μετά τη λήξη του ομολόγου ( 47 ).

68.

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ προβλέπει ρητώς την ευχέρεια αγοράς και πωλήσεως με οριστικές πράξεις προθεσμιακής εκτελέσεως διαπραγματεύσιμων τίτλων στις κεφαλαιαγορές, χωρίς η ευχέρεια αυτή να συνοδεύεται από κάποιον περιορισμό. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, φρονώ ότι ο εξαιρετικός χαρακτήρας της συναλλαγής δεν είναι το κριτήριο βάσει του οποίου θα γίνει δεκτό ότι η διακράτηση ομολόγου μέχρι τη λήξη του δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους ενός προγράμματος όπως το PSPP. Η διακράτηση πρέπει, αντιθέτως, να ανταποκρίνεται στον σκοπό του προγράμματος.

69.

Φρονώ ότι τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Διαπιστώνω κατ’ αρχάς ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές του PSPP προκύπτει ότι το ΕΣΚΤ μπορεί να πωλήσει τους αγορασθέντες στο πλαίσιο του προγράμματος τίτλους ανά πάσα στιγμή, για σκοπούς νομισματικής πολιτικής ( 48 ). Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2015/774 παρέχει την ευχέρεια αγοράς τίτλων με εναπομένουσα διάρκεια από 1 έτος έως 30 έτη και 364 ημέρες. Λόγω της ευελιξίας αυτής ως προς την κατανομή των τίτλων, οι οικονομικοί φορείς δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι το ΕΣΚΤ θα διακρατήσει όλα τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους.

70.

Πρωτίστως, η διακράτηση των αγορασθέντων ομολόγων έως τη λήξη τους, κατά τη γνώμη μου, εξυπηρετεί τον σκοπό του PSPP. Συγκεκριμένα, το PSPP αποσκοπεί στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2015/774 προσθέτει ότι, «[ε]πιδρώντας στα χαρτοφυλάκια εξισορροπητικά, ο εκτενής όγκος αγορών βάσει του προγράμματος PSPP θα συμβάλει στην επίτευξη του υποκείμενου στόχου νομισματικής πολιτικής, ο οποίος έγκειται στην παρακίνηση των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών να αυξήσουν τη χορήγηση ρευστότητας προς τη διατραπεζική αγορά και πιστώσεων προς την οικονομία της ζώνης του ευρώ».

71.

Λαμβανομένου υπόψη αυτού του ιδιαίτερου σκοπού, συντάσσομαι με την άποψη της Γερμανικής Κυβερνήσεως, σύμφωνα με την οποία είναι εύλογο να πραγματοποιείται η μεταπώληση των αγορασθέντων στοιχείων του ενεργητικού μόνον κατά το χρονικό σημείο όπου πλέον δεν θα διακυβεύεται το αποτέλεσμα της αγοράς τους επί της νομισματικής πολιτικής ( 49 ). Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό προϋποθέτει επαρκή αύξηση της ρευστότητας στις αγορές έτσι ώστε να επιτευχθεί εξισορρόπηση των χαρτοφυλακίων και, κατά συνέπεια, να μην μεταπωληθούν πρόωρα τα αγορασθέντα χρεόγραφα. Επομένως, κατά την άποψή μου, η διακράτηση των κρατικών ομολόγων, ή έστω της πλειονότητάς τους, έως τη λήξη τους συνάδει προς τον σκοπό που επιδιώκει το PSPP.

ii) Επί της αγοράς ομολόγων με αρνητική απόδοση

72.

Το άρθρο 3, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2015/774 επιτρέπει τις αγορές, στην ονομαστική τους αξία, εμπορεύσιμων χρεογράφων με αρνητική απόδοση στη λήξη, εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη ή ίση με το επιτόκιο της διευκολύνσεως αποδοχής καταθέσεων. Η ευχέρεια αυτή, κατά την άποψή μου, δεν οδηγεί σε καταστρατήγηση της απαγορεύσεως νομισματικής χρηματοδοτήσεως που απορρέει από το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

73.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι πράξεις ανοικτής αγοράς που αποφάσισε η ΕΚΤ ενέχουν αναπόφευκτα για αυτήν έναν κίνδυνο ζημιών και αυτό ανεξαρτήτως της αποδόσεως που έχει ανακοινωθεί ( 50 ). Επιπλέον, όσον αφορά το PSPP, η ΕΚΤ έχει δηλώσει ρητώς ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις αγορές ομολόγων με θετική απόδοση ( 51 ).

74.

Ακολούθως, δεδομένου ότι τα ομόλογα ορισμένων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, λόγω των συνθηκών της αγοράς, έχουν εκδοθεί με αρνητικό επιτόκιο, η απαγόρευση της αγοράς των τίτλων τους θα ήταν αντίθετη με την αρχή της ανοικτής αγοράς που πρέπει να διέπει τη δράση του ΕΣΚΤ στις κεφαλαιαγορές, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου επί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ( 52 ). Όπως επισημαίνουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, το να εξαιρεθεί από το PSPP η αγορά ομολόγων με αρνητική απόδοση θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της ουδετερότητας της αγοράς που εντάσσεται στην αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, στην οποία βασίζονται οι πράξεις του ΕΣΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 53 ).

75.

Τέλος, όπως ορθώς επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, αποκλεισμός οποιασδήποτε αγοράς κρατικών ομολόγων με αρνητική απόδοση έρχεται σε αντίφαση προς ένα βασικό στοιχείο του PSPP, το οποίο προβλέπει την αγορά κρατικών ομολόγων όλων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, όπερ εξασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού της νομισματικής πολιτικής.

76.

Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την άποψή μου, η αγορά κρατικών ομολόγων με αρνητική απόδοση δεν είναι αντίθετη προς το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

3) Επί του ζητήματος κατά πόσον ασκεί επιρροή επί του κύρους της αποφάσεως 2015/774 η φερόμενη δυνατότητα να προσδιορισθεί εκ των προτέρων ποιοι τίτλοι που θα αγορασθούν [πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό α) και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα]

77.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο συνδυασμός του ανακοινωθέντος συνολικού όγκου του APP και της κατανομής αυτού βάσει της κλείδας κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ καθώς και το σταθερό ποσοστό που οι αγορές κρατικών ομολόγων κατέχουν στο APP επιτρέπει τον εκ των προτέρων προσδιορισμό του όγκου των μηνιαίων αγορών των ομολόγων που εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος. Στο πλαίσιο αυτό, η περιορισμένη διαθεσιμότητα των κρατικών ομολόγων που μπορούν να αγοραστούν, λόγω του μικρού εύρους των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας αναφορικά με την εναπομένουσα διάρκεια και την απόδοση, καθώς και ο κανόνας που περιορίζει τις αγορές του ΕΣΚΤ στο 33 % του όγκου μιας εκδόσεως επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να έχουν εν τοις πράγμασι βεβαιότητα όσον αφορά τους συγκεκριμένους τίτλους που θα αποκτηθούν στο πλαίσιο του PSPP.

78.

Κατά την άποψή μου, αυτή η πιθανολογούμενη βεβαιότητα, όχι νομική, αλλά εν τοις πράγμασι, που στηρίζεται στις ανακοινωθείσες από την ΕΚΤ λεπτομέρειες σε συνδυασμό με την πρακτική κατά τη διενέργεια των αγορών χρεογράφων που έχει παρατηρηθεί από την έναρξη ισχύος του PSPP, δεν επηρεάζει το κύρος της αποφάσεως 2015/774.

79.

Κατ’ αρχάς, αν υπάρχει βεβαιότητα ως προς την αγορά κρατικών ομολόγων, αυτή είναι μακροοικονομικής και όχι μικροοικονομικής φύσεως ( 54 ). Επιπλέον, οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη, τουλάχιστον επαρκώς, το γεγονός ότι μέρος των πραγματοποιουμένων αγορών βάσει του PSPP αφορά ομόλογα που δεν έχουν εκδοθεί από τις κεντρικές κυβερνήσεις των κρατών μελών ( 55 ).

80.

Ακολούθως, δεν είναι δυνατόν να υφίσταται αυτή η προβαλλόμενη βεβαιότητα παρά μόνο αν υπάρχει έλλειψη διαθέσιμων τίτλων. Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται η εν λόγω έλλειψη ( 56 ) και αν αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να συναχθεί, με βεβαιότητα, η αγορά συγκεκριμένων κρατικών ομολόγων, εντούτοις οι διαπιστώσεις αυτές οδηγούν στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προβλεπομένων στην απόφαση 2015/774 εγγυήσεων με βάση πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της εκδόσεώς της. Όπως επισημάνθηκε κατά την εξέταση του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η νομιμότητα μιας πράξεως πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεώς της και, ειδικότερα, δεν μπορεί να εξαρτάται από αναδρομικές εκτιμήσεις σχετικά με τον βαθμό αποτελεσματικότητας της πράξεως αυτής ( 57 ).

81.

Οσάκις, τα αποτελέσματα ενός μέτρου δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, κατά τη θέσπισή τους, η εκτίμηση της αρμόδιας αρχής δεν μπορεί να επικριθεί παρά μόνον εφόσον προκύπτει ότι αυτή είναι καταφανώς εσφαλμένη ενόψει των στοιχείων που διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της οικείας ρυθμίσεως ( 58 ). Εν προκειμένω, η απόφαση 2015/774 δεν είναι, κατά την άποψή μου, το αποτέλεσμα «καταφανώς εσφαλμένης» εκτιμήσεως. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι, όπως αναφέρεται στο προοίμιο της αποφάσεως 2015/774, αυτή εκδόθηκε «σε ένα περιβάλλον στο οποίο τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ [είχαν βρεθεί] στο κατώτερο όριό τους και τα προγράμματα αγοράς[ών] κυρίως στοιχείων ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα κρίνεται ότι επιτρέπουν την αντιμετώπιση των κρατούντων καθοδικών κινδύνων όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε μετρήσιμη, πλην όμως ανεπαρκή βάση» ( 59 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί νομίμως να φαίνεται «απαραίτητο να προστεθεί στα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το πρόγραμμα PSPP, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι οι αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης στην πραγματική οικονομία» ( 60 ). Οι εγγυήσεις που συνοδεύουν το PSPP επιβεβαιώνουν την πεποίθησή μου ότι υπήρχε εμπεριστατωμένη και προσεκτική εκτίμηση της ΕΚΤ κατά την έκδοση της αποφάσεως 2015/774.

82.

Βεβαίως, κατανοώ την άποψη που υποστήριξε προσφάτως ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στην υπόθεση Confédération paysanne κ.λπ. (C‑528/16, EU:C:2018:20), σύμφωνα με την οποία κάθε εξέλιξη είναι κρίσιμη για την αξιολόγηση νομικής πράξεως της Ένωσης ( 61 ). Επομένως, υπάρχει καθήκον επικαιροποιήσεως της νομοθεσίας που μπορεί «σε ακραίες περιπτώσεις ελλείψεως ανταποκρίσεως σε τεχνικές ή κοινωνικές μεταβολές» να οδηγήσει σε κήρυξη ακυρότητας ( 62 ).

83.

Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι η απόφαση 2015/774 έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων διαδοχικών τροποποιήσεων, οι οποίες έχουν, ενδεχομένως, χαλαρώσει τους αρχικώς θεσπισθέντες κανόνες σχετικά με τη διενέργεια των αγορών, αλλά έχουν, επίσης, συμβάλει στη διατήρηση της αποτελεσματικότητας των εγγυήσεων που είναι αναγκαίες για το κύρος της. Αναφέρομαι, κυρίως, στην αύξηση του ορίου υποχρεωτικής διακρατήσεως των τίτλων ανά έκδοση ( 63 ) ή στη συμπερίληψη των ομολόγων των τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων στον κατάλογο των επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού ( 64 ). Τα μέτρα αυτά, θεωρητικώς, δύνανται να εμποδίσουν ή, τουλάχιστον, να μετριάσουν την ανεπάρκεια των διαθέσιμων τίτλων. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που ρητώς αναφέρθηκε προς στήριξη της δεύτερης αναφερομένης τροποποιήσεως. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, «[θ]εωρήθηκε ότι [η συμπερίληψη των ομολόγων των τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων στον κατάλογο των επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού] θα συνέβαλε στην αποφυγή πιέσεων που θα μπορούσαν να ασκηθούν ως προς τη διαθεσιμότητα των χρεογράφων» ( 65 ).

β)   Επί της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής

84.

Στο στάδιο αυτό της αναλύσεώς μου, φρονώ ότι οι επιτρεπόμενες από το PSPP αγορές κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές δεν έχουν αποτέλεσμα ισοδύναμο προς αυτό της απευθείας αγοράς τέτοιου είδους ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών. Ωστόσο, προκειμένου το PSPP να μην είναι αντίθετο προς την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως, όπως ορίζει το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι εγγυήσεις που το συνοδεύουν πρέπει επίσης να περιορίζουν τις συνέπειές του επί της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής.

85.

Εκτός από το γεγονός ότι οι συνέπειες ενός προγράμματος όπως το PSPP επί της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής περιορίζονται, ήδη, από την ευχέρεια του ΕΣΚΤ να επαναπωλεί τα αγορασθέντα ομόλογα ανά πάσα στιγμή ( 66 ) ή να αποφασίζει τη διακοπή του προγράμματος, τρία χαρακτηριστικά του προγράμματος είναι, κατά τη γνώμη μου, ουσιώδη.

86.

Πρώτον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2015/774 απαιτεί ο εκδότης ή ο εγγυητής των διαπραγματεύσιμων χρεωστικών τίτλων στο πλαίσιο του PSPP, να διαθέτει πιστοληπτική αξιολόγηση που να αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαθμίδα 3 της εναρμονισμένης κλίμακας πιστοληπτικής διαβαθμίσεως του Ευρωσυστήματος. Σε αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της αποφάσεως 2015/774 διευκρινίζει ότι τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα είναι επιλέξιμα μόνον εάν τα εκδίδουν ή τα εγγυώνται πλήρως κεντρικές κυβερνήσεις κρατών μελών της ζώνης του ευρώ που εφαρμόζουν πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής και ως προς τα οποία αναστέλλεται η εφαρμογή των ελάχιστων ορίων πιστοληπτικής διαβάθμισης του Ευρωσυστήματος με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου κατά το άρθρο 9 της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2014/31, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με συμπληρωματικά προσωρινά μέτρα όσον αφορά τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος και την καταλληλότητα των ασφαλειών και σχετικά με την τροποποίηση της κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2007/9 ( 67 ).

87.

Η απαίτηση αυτή αποτελεί σημαντική εγγύηση ως προς την παρότρυνση για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, αν ένας εκδότης κρατικών ομολόγων δεν εφαρμόζει πλέον υγιή δημοσιονομική πολιτική, τα εκδοθέντα ομόλογα κινδυνεύουν να απολέσουν την εν λόγω διαβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας. Η απώλεια αυτή συνεπάγεται αυτομάτως το τέλος των αγορών των εν λόγω ομολόγων ( 68 ).

88.

Δεύτερον, η κατανομή των αγορών μεταξύ των εκδοτών του δημοσίου όλων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ πραγματοποιείται με βάση αντικειμενικό και ανεξάρτητο από την οικονομική κατάσταση ή τις δημοσιονομικές τους πολιτικές κριτήριο, δηλαδή με βάση την κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Επομένως, το PSPP δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μηχανισμός παροχής συνδρομής στα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρηματοδοτήσεως. Το συνολικό όριο ανά εκδότη που επιβάλλεται με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/774 ενισχύει ακόμη περισσότερο την εγγύηση αυτή, καθόσον τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ εξαρτώνται, για τον βασικό όγκο των ομολόγων που εκδίδουν, από τη ζήτηση εκ μέρους των ιδιωτών επενδυτών.

89.

Τρίτον, ο περιορισμός του επιμερισμού των κινδύνων των αγορών που πραγματοποιούνται από την ίδια την ΕΚΤ και των αγορών ομολόγων διεθνών οργανισμών, ήτοι το 20 % του PSPP, συντελεί επίσης στη διατήρηση της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) στις γραπτές παρατηρήσεις της, ενδεχόμενες ζημίες σε σχέση με το 80 % των αγορών που πραγματοποιούνται βάσει του PSPP καθώς και η ανακεφαλαιοποίηση της εν λόγω κεντρικής τράπεζας επιβαρύνουν τους φορολογούμενους του οικείου κράτους ή άλλους πιστωτές του κρατικού δανεισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για μία «βασική παράμετρο» του προγράμματος PSPP ( 69 ).

90.

Όντως, ο επιμερισμός αυτός των κινδύνων δεν ρυθμίζεται ρητώς στην απόφαση 2015/774. Ωστόσο, αναφέρεται σαφώς στην εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015 καθώς και στα ανακοινωθέντα Τύπου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015 και της 10ης Μαρτίου 2016. Εξάλλου, κατά την ΕΚΤ, η κατανομή μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος, των ζημιών που ενδέχεται να προκύψουν από την αγορά ομολόγων διεθνών οργανισμών και πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ, αποτυπώνεται/ρυθμίζεται στη μη δημοσιευθείσα απόφαση της ΕΚΤ της 19ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με την κατανομή των ζημιών από πράξεις νομισματικής πολιτικής (αναθεωρημένη έκδοση) (ΕΚΤ/2015/NP29), η οποία βασίζεται στο άρθρο 32, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Όσον αφορά την κατανομή των ζημιών της ΕΚΤ που ενδέχεται να προκύψουν από την αγορά ομολόγων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, αυτή ρυθμίζεται σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Επομένως, ενδεχόμενες ζημίες μειώνουν το ετήσιο πλεόνασμα που η ΕΚΤ δύναται να καταβάλει στις κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος ή συνεπάγεται μεταφορά ζημιών.

91.

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι, κατά την άποψή μου, επαρκή ώστε ένα πρόγραμμα όπως το PSPP να μην αφαιρεί από τα κράτη μέλη το κίνητρο να ακολουθούν υγιή δημοσιονομική πολιτική. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2018 σχετικά με την περάτωση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος για τη Γαλλία ( 70 ), υπάρχει πλέον μόνον ένα κράτος μέλος που εμπίπτει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ενώ το 2011 υπήρχαν είκοσι τέσσερα ( 71 ). Αυτή η αντικειμενική κατάσταση αποδεικνύει ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ ασκούν υγιή δημοσιονομική πολιτική.

3.   Συμπέρασμα επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

92.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αφενός, η παρέμβαση του ΕΣΚΤ, στο πλαίσιο του PSPP, δεν έχει αποτέλεσμα ισοδύναμο προς αυτό της απευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων από τις αρχές και τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου των κρατών μελών και, αφετέρου, το PSPP δεν αφαιρεί από τα κράτη μέλη το κίνητρο για την εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η απόφαση 2015/774 δεν αντιβαίνει στο άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

Δ. Επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

93.

Το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν, κατ’ ουσίαν, τη σύνδεση του PSPP με τη νομισματική πολιτική –η οποία οριοθετεί την αποστολή της ΕΚΤ– και την εξέταση της αναλογικότητας ως προς την απόφαση 2015/774 προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον είναι σύμφωνη με το άρθρο 119 ΣΛΕΕ και το άρθρο 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ (καθώς και τα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το PSPP, λόγω του όγκου των αγορών που γίνονται στο πλαίσιό του, της διάρκειας εφαρμογής του και των συνεπειών που απορρέουν από αυτό, μπορεί ακόμη να θεωρείται ότι εμπίπτει εντός των ορίων της αποστολής της ΕΚΤ.

94.

Σύμφωνα με την απορρέουσα από το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ αρχή της δοτής αρμοδιότητας, το ΕΣΚΤ πρέπει να δρα μέσα στα όρια των εξουσιών που του ανατίθενται από το πρωτογενές δίκαιο. Επομένως, δεν μπορεί εγκύρως να υιοθετεί και να εφαρμόζει πρόγραμμα εκφεύγον του τομέα που καθορίζει για τη νομισματική πολιτική το πρωτογενές δίκαιο. Επιπροσθέτως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση της αρχής αυτής, οι πράξεις του ΕΣΚΤ υπόκεινται, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν οι Συνθήκες, στον δικαιοδοτικό έλεγχο του Δικαστηρίου ( 72 ).

95.

Οι απαραίτητες παράμετροι προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά καθορίστηκαν με τις αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400).

1.   Το πλαίσιο αναλύσεως όπως καθορίζεται με τις αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400)

α)   Επί του ορισμού της νομισματικής πολιτικής

96.

Μολονότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν περιέχει κανένα σαφή ορισμό της νομισματικής πολιτικής, ωστόσο το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ορίζει τους σκοπούς της και ότι είναι δυνατός ο προσδιορισμός των μέσων που διαθέτει το ΕΣΚΤ για να θέσει σε εφαρμογή την πολιτική αυτή ( 73 ).

97.

Συναφώς, μολονότι οι αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), εμφανίζουν κάποια διαφορά ως προς τη διατύπωση, αυτή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, σημαντική. Στην πρώτη απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Συνθήκη ΛΕΕ αναφέρεται, στις διατάξεις της σχετικά με τη νομισματική πολιτική, «μάλλον στους σκοπούς παρά στα μέσα της εν λόγω πολιτικής» ( 74 ). Ωστόσο, η ιεράρχηση αυτή δεν υφίσταται στη δεύτερη απόφαση, καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η Συνθήκη ΛΕΕ «ορίζει τόσο τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής όσο και τα μέσα που διαθέτει το ΕΣΚΤ για να θέσει σε εφαρμογή την πολιτική αυτή» ( 75 ). Εντούτοις, ανεξάρτητα από αυτή τη λεκτική διαφορά, όταν πρόκειται να καθοριστεί αν ένα μέτρο εμπίπτει στη νομισματική πολιτική, είναι βέβαιο ότι πρέπει να γίνει αναφορά στους επιδιωκόμενους σκοπούς και στα μέσα για την εφαρμογή του ( 76 ).

98.

Είναι επίσης σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι μέτρο νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μέτρο οικονομικής πολιτικής απλώς και μόνον επειδή ενδέχεται να έχει έμμεσες συνέπειες για τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ ( 77 ). Συγκεκριμένα, ενδεχόμενες έμμεσες συνέπειες δεν μπορούν να συνεπάγονται ότι πρόγραμμα της ΕΚΤ πρέπει κατ’ ανάγκη να εξομοιώνεται με μέτρο οικονομικής πολιτικής, καθόσον από την ίδια τη Συνθήκη και ειδικότερα από το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη του σκοπού της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση ( 78 ).

β)   Επί της αρχής της αναλογικότητας και της έκτασης του σχετικού δικαστικού ελέγχου

99.

Σε περίπτωση που πρόγραμμα της ΕΚΤ εμπίπτει στη νομισματική πολιτική, από το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, προκύπτει ότι πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, όπως το PSPP, μπορεί εγκύρως να θεσπίζεται και να εφαρμόζεται μόνον εφόσον τα μέτρα που περιέχει είναι αναλογικά προς τους σκοπούς της πολιτικής αυτής ( 79 ). Αυτό σημαίνει ότι το PSPP, όπως κάθε πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης, πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει, απαραίτητο και να μην υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου.

100.

Ωστόσο, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών, η επιφύλαξη που διατύπωσε το Δικαστήριο, ως προς το OMT, στη σκέψη 68 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), ισχύει και ως προς το PSPP. Συγκεκριμένα, το ΕΣΚΤ, όταν εκπονεί και θέτει σε εφαρμογή πρόγραμμα πράξεων ανοικτής αγοράς όπως το PSPP, καλείται να προβεί σε επιλογές τεχνικής φύσεως και να πραγματοποιήσει προβλέψεις και σύνθετες εκτιμήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

101.

Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων έχει θεμελιώδη σημασία και ότι μεταξύ των εγγυήσεων αυτών καταλέγεται η «υποχρέωση του ΕΣΚΤ να εξετάζει, επιμελώς και αμερολήπτως, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης καταστάσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του» ( 80 ).

2.   Επί της εφαρμογής των αρχών του PSPP

α)   Επί της τηρήσεως της αποστολής της ΕΚΤ

1) Επί του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιεί το PSPP

102.

Κατά το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κύριος σκοπός του ΕΣΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Ο σκοπός του PSPP –και γενικότερα του APP του οποίου αποτελεί ένα από τα τέσσερα επιμέρους προγράμματα– είναι να συμβάλλει σε αυτή τη σταθερότητα των τιμών αντιμετωπίζοντας τη μείωση του πληθωρισμού που παρατηρήθηκε από το 2013 και επιδεινώθηκε σημαντικά το 2014.

103.

Ο σκοπός αυτός μνημονεύεται ρητώς στην αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2015/774. Η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι «[τ]ο PSPP θα χαλαρώσει περαιτέρω τις νομισματικές και χρηματοδοτικές συνθήκες, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του δανεισμού των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ, στηρίζοντας έτσι τη συνολική κατανάλωση και την επενδυτική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, συμβάλλοντας, εντέλει, στην επάνοδο των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα» και αυτό «[σ]ε ένα περιβάλλον στο οποίο τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται στο κατώτερο όριό τους». Επίσης, αυτό αποτέλεσε τον γνώμονα για τις προσαρμογές του PSPP ( 81 ).

104.

Επιπροσθέτως, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, στην εισαγωγική δήλωσή του της 22ας Ιανουαρίου 2015, επιβεβαίωσε ότι οι αγορές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του APP θα διενεργούνται έως ότου το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ παρατηρήσει «μία σταθερή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού η οποία συνάδει με την επιδίωξή μας να διατηρούμε τους ρυθμούς πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα». Επιπλέον, καθώς ο σκοπός αυτός δεν απέχει από το να επιτευχθεί, η ΕΚΤ προέβλεψε, κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2018, ότι το ύψος των μηνιαίων καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του APP, κατ’ αρχήν, θα μειωθεί σε 15 δισεκατομμύρια ευρώ από τον Οκτώβριο 2018 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2018, μετά το οποίο θα λήξουν οι καθαρές αγορές ( 82 ).

105.

Επομένως, οι σχέσεις του PSPP με τη σταθερότητα των τιμών και, κατά συνέπεια, με την αποστολή της ΕΚΤ σε θέματα νομισματικής πολιτικής, όπως και η αναγκαιότητα αντιδράσεως έναντι των κινδύνων αποπληθωρισμού που είχαν διαπιστωθεί κατ’ αντικειμενικό τρόπο όταν θεσπίστηκε το PSPP, φαίνονται αδιαμφισβήτητες ( 83 ). Επιπλέον, όπως επισημαίνουν στις γραπτές τους παρατηρήσεις η Ιταλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, ο σκοπός του προγράμματος ως προς τη νομισματική πολιτική ενισχύεται από την έλλειψη επιλεξιμότητας του PSPP ( 84 ).

106.

Τα μέσα που χρησιμοποιούνται αποτελούν επίσης μέσα νομισματικής πολιτικής, καθώς πρόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2015/774, για την αγορά χρεογράφων του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές. Όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), «[α]πό το άρθρο 18, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, που περιέχεται στο κεφάλαιο IV αυτού, προκύπτει όμως σαφώς ότι, για την επίτευξη των σκοπών του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως αυτά προκύπτουν από το πρωτογενές δίκαιο, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν, κατ’ αρχήν, να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας με οριστικές πράξεις διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ».

107.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο σκοπός του PSPP και τα μέσα που χρησιμοποιούνται συνιστούν, κατ’ αρχήν, θεμιτή εκπλήρωση της αποστολής της ΕΚΤ, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το ποσοστό του πληθωρισμού εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την κατανάλωση των ιδιωτικών νοικοκυριών και της πραγματικής οικονομίας, η αύξηση της ρευστότητας που διαθέτουν οι εμπορικές τράπεζες και οι πελάτες τους –γεγονός στο οποίο αποβλέπει το PSPP– μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένος ενδιάμεσος σκοπός προκειμένου να επιτευχθεί η άνοδος των τιμών ( 85 ).

2) Επί των εμμέσων συνεπειών του PSPP

108.

Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος των επιτρεπόμενων βάσει της αποφάσεως 2015/774 αγορών και η διάρκεια του PSPP δημιουργούν αμφιβολίες στο Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο), το οποίο, ως εκ τούτου, διερωτάται ως προς τις συνέπειες επί του κύρους της αποφάσεως 2015/774 που ενδέχεται να έχουν τα αποτελέσματα του PSPP από απόψεως οικονομικής πολιτικής.

109.

Πρώτον, ο όγκος των αγορών στο πλαίσιο του PSPP προκαλεί, υποχρεωτικά, επαναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής. Το γεγονός ότι οι τράπεζες μπορούν, λόγω του PSPP, να πωλούν στο ΕΣΚΤ σημαντικό αριθμό επισφαλών τίτλων από τους οποίους δεν θα μπορούσαν να απαλλαγούν χωρίς το PSPP (ή μόνο με ζημίες), συνιστά άσκηση οικονομικής πολιτικής, διότι το PSPP βελτιώνει σημαντικά την οικονομική κατάσταση των τραπεζών και αυξάνει την πιστοληπτική τους ικανότητα. Δεύτερον, το PSPP βελτιώνει τους όρους αναχρηματοδοτήσεως των κρατών μελών, τα οποία δύνανται να δανείζονται από τις κεφαλαιαγορές υπό σαφώς ευνοϊκότερους όρους από ό,τι θα ήταν δυνατό χωρίς το PSPP. Λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου όγκου των αγορών στο πλαίσιο του PSPP, τούτο θα μπορούσε να σημαίνει ότι, από ποιοτικής απόψεως, το πρόγραμμα αυτό εντάσσεται πρωτίστως στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής.

i) Θεωρητικές σκέψεις για τη σχέση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και οικονομικής πολιτικής και την έκταση του δικαστικού ελέγχου

110.

Είναι αναπόφευκτο η εφαρμογή του PSPP να έχει συνέπειες στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών, και αυτό πολύ περισσότερο καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 282, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η στήριξη των οικονομικών πολιτικών της Ένωσης αποτελεί τον δευτερεύοντα σκοπό της ΕΚΤ ( 86 ). Ως εκ τούτου, όπως έκρινε το Δικαστήριο επ’ ευκαιρία της αποφάσεως της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 59), τέτοιες έμμεσες συνέπειες δεν μπορούν να συνεπάγονται ότι πρόγραμμα της ΕΚΤ που επιδιώκει σκοπό νομισματικής πολιτικής και εφαρμόζει για τοn σκοπό αυτό ίδια μέσα της πολιτικής αυτής πρέπει να εξομοιώνεται με μέτρο οικονομικής πολιτικής.

111.

Συνεπώς, η δυσκολία έγκειται στην οριοθέτηση των «έμμεσων συνεπειών» ενός μέτρου νομισματικής πολιτικής. Σύμφωνα με το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο), η έννοια αυτή δεν αφορά βέβαιες και προβλέψιμες συνέπειες του προσβαλλομένου μέτρου, αλλά μόνο τις συνέπειες που συνδέονται με άλλα ενδιάμεσα στάδια αυτού. Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

112.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνω ότι, μολονότι το Δικαστήριο δεν όρισε, επ’ ευκαιρία της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), την έννοια «έμμεσες συνέπειες», ωστόσο οι συνέπειες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής δεν ήταν συνδεδεμένες με «ενδιάμεσο» στάδιο του OMT, αλλά, αντιθέτως, με αναγκαίο όρο εφαρμογής αυτού –δηλαδή με την εξάρτηση εφαρμογής του από την πλήρη τήρηση των προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) ή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMS). Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, με τον όρο αυτόν, δεν αποκλείεται το OMT να μπορεί να ενισχύσει, «παρεμπιπτόντως», τα κίνητρα για την τήρηση των προγραμμάτων αυτών προσαρμογής και να ευνοήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε ορισμένο βαθμό, την επίτευξη των σκοπών οικονομικής πολιτικής που αυτά επιδιώκουν. Ωστόσο, οι συνέπειες αυτές, πιο πιθανές και σε άμεση σχέση με το επίμαχο πρόγραμμα, θεωρήθηκαν έμμεσες ( 87 ).

113.

Εν συνεχεία, η έννοια «έμμεσες συνέπειες» δεν μπορεί να εξομοιώνεται με συνέπειες «περιορισμένες», «επικουρικές» ή ακόμη «οριακές», εκτός αν αλλοιωθεί το νόημα του χρησιμοποιουμένου από το Δικαστήριο επιθέτου. Μια τέτοια ερμηνεία θα ήταν, εξάλλου, αντίθετη προς τη Συνθήκη ΛΕΕ. Συγκεκριμένα, αυτή συνδέει τον σκοπό της σταθερότητας των τιμών με τη στήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Ένωση χωρίς να περιορίζει την έκταση μιας τέτοιας στηρίξεως. Αντιθέτως, το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει στο ΕΣΚΤ να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθόσον, συνταχθέν στην οριστική του ενεστώτος, ορίζει ότι «το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, που ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Ο μόνος περιορισμός ως προς τη στήριξη αυτή είναι να μην τίθεται σε κίνδυνο ο στόχος της νομισματικής πολιτικής.

114.

Τέλος, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφύγει να διενεργήσει έλεγχο σκοπιμότητας, δεδομένου ότι το ΕΣΚΤ έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως «όταν εκπονεί και θέτει σε εφαρμογή πρόγραμμα πράξεων ανοικτής αγοράς» ( 88 ), και τούτο λόγω του ότι καλείται να προβεί σε επιλογές τεχνικής φύσεως και να πραγματοποιήσει προβλέψεις και σύνθετες εκτιμήσεις.

115.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι, μετά τη διαπίστωση ότι οι στόχοι του επίμαχου προγράμματος και τα μέσα που έχουν επιλεγεί εμπίπτουν στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, είναι απαραίτητο, αλλά και αρκεί, το δικαιοδοτικό όργανο να διαπιστώσει ότι υφίστανται, θεωρητικώς, επαρκείς εγγυήσεις ώστε το πρόγραμμα αυτό να μην επιδιώκει, εν τοις πράγμασι, στόχο που εμπίπτει πρωτίστως στον τομέα της οικονομικής πολιτικής ή να μην υπονομεύει τον στόχο της σταθερότητας των τιμών.

116.

Τούτο είναι, κατά την άποψή μου, το έργο του δικαστή, ο οποίος, από τη στιγμή που γίνεται δεκτό ότι ο συντάκτης της διατάξεως διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, λαμβανομένων υπόψη άκρως πολύπλοκων πραγματικών στοιχείων οικονομικής, επιστημονικής ή τεχνικής φύσεως, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η άσκηση της εξουσίας αυτής μαρτυρεί πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν ο νομοθέτης υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ( 89 ). «Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων [οικονομικής,] επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση του [του θεσμικού οργάνου στο] οποίο η Συνθήκη έχει αναθέσει την αποστολή αυτή» ( 90 ).

117.

Ο έλεγχος αυτός μπορεί να φαίνεται περιορισμένος, ή ακόμα και τυπικός. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να επικριθεί το Δικαστήριο –ή άλλο δικαστήριο– για τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί, δεδομένου ότι πιο ενδελεχής ανάλυση δεν θα ήταν πλέον νομική, αλλά, εν προκειμένω, οικονομική, και αυτή δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή ( 91 ). Ωστόσο, το ζήτημα της εμπειρογνωμοσύνης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση θεμάτων σχετικά με τον διαχωρισμό των εξουσιών και την επίλυση συγκρούσεων συνταγματικής τάξεως ( 92 ). Όπως και τα όργανα της ΕΚΤ, τα δικαστήρια που καλούνται να ελέγξουν την εγκυρότητα των αποφάσεων αυτού του θεσμικού οργάνου δεν εκλέγονται. Οι μεν και οι δε αντλούν τη νομιμότητά τους όχι μόνο από την ανεξαρτησία τους –που δεν σημαίνει ατιμωρησία– αλλά και από την εμπειρογνωμοσύνη τους, η οποία προσδιορίζει τα όρια της αποστολής τους.

ii) Επί των εγγυήσεων του PSPP που περιορίζουν τις συνέπειες από άποψη οικονομικής πολιτικής

118.

Η πρώτη συνέπεια του PSPP στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο που, ενδεχομένως, να έχει στόχο που εμπίπτει στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής είναι η βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των τραπεζών και η αύξηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας λόγω της πωλήσεως στο ΕΣΚΤ σημαντικού όγκου επισφαλών τίτλων από τους οποίους δεν θα μπορούσαν να απαλλαγούν χωρίς το PSPP (παρά μόνον με ζημίες).

119.

Συναφώς, η απαίτηση πιστοληπτικής αξιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2015/774 δεν αποτελεί μόνο εγγύηση που συμβάλλει στην τήρηση της παροτρύνσεως για εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά καταδεικνύει επίσης ότι η απαλλαγή των εμπορικών τραπεζών από τους επισφαλείς τίτλους που διαθέτουν δεν αποτελεί στόχο του PSPP.

120.

Η δεύτερη έμμεση συνέπεια που επικαλείται το αιτούν δικαστήριο είναι η βελτίωση των όρων αναχρηματοδοτήσεως των κρατών μελών που μπορούν να δανείζονται από τις κεφαλαιαγορές υπό σαφώς ευνοϊκότερους όρους από ό,τι θα ήταν δυνατό χωρίς το PSPP. Λόγω του ιδιαίτερα υψηλού όγκου του PSPP, τούτο θα μπορούσε να σημαίνει ότι, από ποιοτικής απόψεως, το πρόγραμμα αυτό εντάσσεται, πρωτίστως, στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής.

121.

Όπως ήδη διαπίστωσε, ορθώς, το Δικαστήριο, η εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής συνεπάγεται διαρκή παρέμβαση επί των επιτοκίων και των προϋποθέσεων αναχρηματοδοτήσεως των τραπεζών, πράγμα που, κατ’ ανάγκην, επηρεάζει τους όρους χρηματοδοτήσεως του δημοσίου ελλείμματος των κρατών μελών ( 93 ). Σε κάθε περίπτωση, η ενέργεια της ΕΚΤ δεν μπορεί να ισοδυναμεί με παροχή οικονομικής βοήθειας σε κράτος μέλος, καθώς ένα τέτοιο μέτρο δεν εμπίπτει προφανώς στη νομισματική πολιτική ( 94 ).

122.

Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες εγγυήσεις που νομιμοποιούν το PSPP υπό το πρίσμα του άρθρου 123 ΣΛΕΕ, διασφαλίζουν, επίσης, ότι δεν επιδιώκει πρωτίστως στόχο οικονομικής πολιτικής. Εκτός από την εξάρτηση της αγοράς κρατικών ομολόγων από την πιστοληπτική αξιολόγηση ( 95 ), τρεις εγγυήσεις είναι, κατά την άποψή μου, ουσιώδεις. Πρώτον, οι αγορές κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του PSPP είναι επικουρικές σε σχέση με τις επιτρεπόμενες αγορές βάσει των άλλων προγραμμάτων του APP, τα οποία αφορούν όλα την αγορά ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ( 96 ). Δεύτερον, οι επιτρεπόμενες βάσει του PSPP αγορές κατανέμονται μεταξύ όλων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ, σύμφωνα με κλείδα κατανομής, σταθερή και αντικειμενική, ανεξάρτητη από την οικονομική κατάσταση εκάστου των εν λόγω κρατών. Τρίτον, ο επιμερισμός των κινδύνων περιορίζεται στο 20 % των αγορών που διενεργούνται στο πλαίσιο του PSPP. Λόγω των χαρακτηριστικών αυτών, τα οποία καθορίζουν και διέπουν την εφαρμογή του PSPP, το εν λόγω πρόγραμμα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής σε κράτος μέλος.

123.

Ενόψει των προεκτεθέντων, θεωρώ, επομένως, ότι η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των στόχων του προγράμματος ούτε κατά την επιλογή των μέσων για την εφαρμογή του. Επιπλέον, δεν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας ( 97 ) ούτε υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως. Τούτων δοθέντων, μολονότι το PSPP επιδιώκει στόχο νομισματικής πολιτικής με μέσα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αυτής, ωστόσο πρέπει τα μέτρα που προβλέπει να είναι αναλογικά προς τον ανακοινωθέντα σκοπό.

β)   Επί της αναλογικότητας του PSPP

124.

Από το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, προκύπτει ότι πρόγραμμα αγορών ομολόγων που εμπίπτει στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής μπορεί εγκύρως να θεσπίζεται και να εφαρμόζεται μόνον εφόσον τα μέτρα που περιέχει είναι αναλογικά προς τους σκοπούς της πολιτικής αυτής ( 98 ).

125.

Εντούτοις, όπως επανειλημμένως ανέφερα στις παρούσες προτάσεις, το ΕΣΚΤ διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δεδομένου ότι ήταν υποχρεωμένο, όταν κλήθηκε να εκπονήσει και να θέσει σε εφαρμογή πρόγραμμα πράξεων ανοικτής αγοράς όπως το PSPP, να προβεί σε επιλογές τεχνικής φύσεως και να πραγματοποιήσει προβλέψεις και σύνθετες εκτιμήσεις ( 99 ). Στο πλαίσιο αυτό, «ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων διαδικαστικών εγγυήσεων έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών καταλέγεται η υποχρέωση του ΕΣΚΤ να εξετάζει, επιμελώς και αμερολήπτως, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης καταστάσεως και να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του» ( 100 ).

1) Επί της καταλληλότητας του PSPP για την επίτευξη των σκοπών του ΕΣΚΤ και της αναγκαιότητάς του

126.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2015/774, το PSPP συνιστά αναλογικό μέτρο περιορισμού των κινδύνων όσον αφορά τις προοπτικές για τις εξελίξεις στις τιμές, καθώς «θα χαλαρώσει περαιτέρω τις νομισματικές και χρηματοδοτικές συνθήκες, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο του δανεισμού των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ, στηρίζοντας έτσι τη συνολική κατανάλωση και την επενδυτική δαπάνη στη ζώνη του ευρώ, συμβάλλοντας εντέλει, στην επάνοδο των ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα». Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, το μέτρο δικαιολογείται, καθώς «[σ]ε ένα περιβάλλον στο οποίο τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται στο κατώτερο όριό τους και τα προγράμματα αγοράς κατ’ εξοχήν στοιχείων ενεργητικού του ιδιωτικού τομέα κρίνεται ότι επιτρέπουν την αντιμετώπιση των κρατούντων καθοδικών κινδύνων όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε μετρήσιμη, πλην όμως ανεπαρκή βάση, είναι απαραίτητο να προστεθεί στα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το πρόγραμμα PSPP, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι οι αυξημένες δυνατότητες μετάδοσης στην πραγματική οικονομία. Επιδρώντας στα χαρτοφυλάκια εξισορροπητικά, ο εκτενής όγκος αγορών βάσει του προγράμματος PSPP θα συμβάλει στην επίτευξη του υποκείμενου στόχου νομισματικής πολιτικής, ο οποίος έγκειται στην παρακίνηση των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών να αυξήσουν τη χορήγηση ρευστότητας προς τη διατραπεζική αγορά και πιστώσεων προς την οικονομία της ζώνης του ευρώ».

127.

Δεν αμφισβητείται ότι υπήρχε κίνδυνος αποπληθωρισμού όταν εκδόθηκε η απόφαση 2015/774 ( 101 ). Εξάλλου, το περιβάλλον αποπληθωρισμού στο οποίο εντάσσεται το PSPP περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2015/774. Συγκεκριμένα, κατά τη διατύπωση της συγκεκριμένης αιτιολογικής σκέψεως, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι η απόφαση ελήφθη «λόγω σειράς παραγόντων που έχουν αυξήσει σημαντικά τον καθοδικό κίνδυνο όσον αφορά τη μεσοπρόθεσμη προοπτική για την εξέλιξη των τιμών, υπονομεύοντας την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου της ΕΚΤ για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Στους παράγοντες αυτούς συγκαταλέγονται η χαμηλότερη της αναμενόμενης στήριξη της οικονομίας από τη νομισματική πολιτική βάσει των μέτρων νομισματικής πολιτικής που θεσπίστηκαν, η πτωτική πορεία προς ιστορικώς χαμηλά επίπεδα των περισσότερων δεικτών καταγραφόμενου και εκτιμώμενου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ –όχι μόνο όσον αφορά τον συνολικό δείκτη αλλά και δείκτες στους οποίους δεν συνυπολογίζεται η επίδραση μεταβλητών συνιστωσών, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα– και το αυξημένο δυναμικό των δευτερογενών επιδράσεων μιας σημαντικής πτώσης των τιμών του πετρελαίου στη διαδικασία καθορισμού των μισθών και των τιμών».

128.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι ρυθμοί πληθωρισμού εξαρτώνται κυρίως από τις ιδιωτικές δαπάνες των νοικοκυριών και της πραγματικής οικονομίας. Συναφώς, η αύξηση της ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών και των πελατών τους μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένος ενδιάμεσος σκοπός προκειμένου να επιτευχθεί η άνοδος των τιμών ( 102 ).

129.

Η οικονομική θεωρία, την οποία επικαλείται η ΕΚΤ, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών λόγω των σημαντικών και σταθερών επιπτώσεων στην οικονομία. Συγκεκριμένα, σημαντικές αγορές τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων του δημόσιου τομέα, προκαλούν χαλάρωση των νομισματικών και οικονομικών συνθηκών η οποία παρέχει, στις επιχειρήσεις και στα ιδιωτικά νοικοκυριά, δυνατότητα χρηματοδοτήσεως με ευνοϊκότερους όρους. Κατ’ αρχήν, τούτο έχει ως αποτέλεσμα την τόνωση των επενδύσεων και της καταναλώσεως, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην επιστροφή των ποσοστών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον του 2 %.

130.

Όπως εξηγεί η ΕΚΤ με πειστικό τρόπο στις γραπτές παρατηρήσεις της, η απόφαση 2015/774 είναι πρόσφορη προς επίτευξη του σκοπού της μέσω τριών διαφορετικών διαύλων επιρροής: τον δίαυλο σηματοδοτήσεως, τον δίαυλο διάρκειας και τον δίαυλο ανακατανομής χαρτοφυλακίων. Κατ’ αρχάς, το PSPP φανερώνει την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να αντιμετωπίσει τις τάσεις αποπληθωρισμού και να ενισχύσει έτσι την αξιοπιστία της ανακοινώσεως σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη των βασικών επιτοκίων. Ακολούθως, το PSPP έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των σχετιζόμενων με τη λήξη της διάρκειας ασφαλίστρων κινδύνου που απαιτούνται από τους συμμετέχοντες στην αγορά, τα οποία συνδέονται με τους κινδύνους επιτοκίου. Τέλος, η μείωση των αποδόσεων των ομολόγων του δημόσιου τομέα, που προκαλείται λόγω της μειώσεως της προσφοράς, παρέχει στους ιδιώτες επενδυτές κίνητρο να προχωρήσουν σε ανακατανομή των χαρτοφυλακίων τους προς άλλα τμήματα της αγοράς, ιδίως μέσω της αγοράς εταιρικών ομολόγων ή, στην περίπτωση των τραπεζών, μέσω αυξήσεως των χορηγήσεων πιστώσεων στα ιδιωτικά νοικοκυριά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

131.

Εξάλλου, το PSPP ήταν απαραίτητο καθόσον η ΕΚΤ είχε ήδη εξαντλήσει τα υπόλοιπα εξίσου αποτελεσματικά μέτρα νομισματικής πολιτικής. Η μόνη κατηγορία τίτλων που ήταν πρόσφορη για την εξασφάλιση του απαραίτητου όγκου αγορών ώστε να καλυφθεί η απόκλιση του πληθωρισμού, λαμβανομένου υπόψη του όγκου της υφιστάμενης αγοράς, ήταν εκείνη των ομολόγων του δημόσιου τομέα.

132.

Τα χαρακτηριστικά αυτά μέτρου ποσοτικής χαλάρωσης και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η απόφαση 2015/774 έχουν αναλυθεί από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ στην εισαγωγική δήλωσή του της 22ας Ιανουαρίου 2015 και, ακόμη περισσότερο, στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, οπότε και αποφασίσθηκε το PSPP. Ωστόσο, μολονότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που βαρύνει την ΕΚΤ είναι σημαντική, η τήρησή της πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της οικείας πράξεως, αλλά και με το πλαίσιό της, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα ( 103 ). Οι εισαγωγικές δηλώσεις του Προέδρου της ΕΚΤ και τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θέματα νομισματικής πολιτικής αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος των εγγράφων που περιγράφουν αυτό το «πλαίσιο».

133.

Η εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ αποτελεί ένα πρώτο χρήσιμο στοιχείο όσον αφορά την αιτιολόγηση. Πράγματι, σ’ αυτήν εξηγεί με σαφή και κατανοητή γλώσσα ότι «[σ]τόχος της απόφασης νομισματικής πολιτικής που λάβαμε σήμερα σχετικά με τις πρόσθετες αγορές περιουσιακών στοιχείων ήταν να αντιμετωπιστούν δύο δυσμενείς εξελίξεις. Πρώτον, η δυναμική του πληθωρισμού εξακολουθεί να είναι υποτονικότερη από ό,τι αναμενόταν. Ενώ η απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες παραμένει ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει τον τρέχοντα μετρούμενο πληθωρισμό, το ενδεχόμενο δευτερογενών επιδράσεων στον καθορισμό των μισθών και των τιμών έχει αυξηθεί και θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις στις τιμές. Η αξιολόγηση αυτή στηρίζεται, αφενός, στην περαιτέρω υποχώρηση, σε όλους τους χρονικούς ορίζοντες, των δεικτών πληθωριστικών προσδοκιών που βασίζονται στις αγορές και, αφετέρου, στο γεγονός ότι οι περισσότεροι δείκτες τρέχοντος ή αναμενόμενου πληθωρισμού βρίσκονται στα κατώτερα ιστορικά επίπεδά τους ή πλησίον αυτών. Ταυτόχρονα, η υποτονικότητα της οικονομίας στη ζώνη του ευρώ παραμένει σημαντική και οι νομισματικές και πιστωτικές εξελίξεις εξακολουθούν να είναι περιορισμένες. Δεύτερον, ενώ τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2014 είχαν ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση των τιμών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν ισχύει το ίδιο για τα ποσοτικά αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής δεν επαρκούσε για να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο οι αυξημένοι κίνδυνοι μιας υπέρμετρα παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού. Για αυτόν τον λόγο, κατέστη σήμερα αναγκαία η λήψη περαιτέρω μέτρων που αφορούν τον ισολογισμό, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος μας για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, δεδομένου ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί στο κατώτερο όριό τους».

134.

Τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής είναι ακόμη πιο πλήρη. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι προοπτικές του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ χαρακτηρίσθηκαν «υποτονικές», καθώς η ετήσια αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), τον Δεκέμβριο 2014, διαμορφώθηκε στο ‐ 0,2 % «βασικά λόγω μειώσεως του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των τιμών ενέργειας καθώς επίσης και των ειδών διατροφής» ( 104 ). Στον τίτλο που επιγράφεται «Σκέψεις και εναλλακτικές επιλογές σε θέματα νομισματικής πολιτικής» του σημείου 1 «Εξέταση των χρηματοπιστωτικών, οικονομικών και νομισματικών εξελίξεων και των εναλλακτικών επιλογών», ετέθη το ζήτημα αν «τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έχουν ήδη αναληφθεί παραμένουν κατάλληλα για την επίτευξη ρυθμών πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα ή αν ένα διευρυμένο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων είναι απαραίτητο για την επίτευξη της αποστολής της ΕΚΤ όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών», ενώ «οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι που συνδέονται με μια υπερβολικά παρατεταμένη περίοδο χαμηλού πληθωρισμού έχουν περαιτέρω ενταθεί και οι κίνδυνοι δευτερογενών επιδράσεων έχουν αυξηθεί» ( 105 ). Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι το «ποσοτικό» στοιχείο των μέτρων που είχε ήδη λάβει το διοικητικό συμβούλιο δεν είχε ανταποκριθεί στις αρχικές προσδοκίες.

135.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Peter Praet, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, διατύπωσε την άποψη ότι υπήρχαν δύο επιλογές σε θέματα νομισματικής πολιτικής, είτε η άμεση επέκταση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής –παρουσιάσθηκαν δύο εναλλακτικές– είτε η διατήρηση στάσεως αναμονής, διευκρινίζοντας ότι «θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κίνδυνοι που απορρέουν από την απόφαση να μη ληφθούν μέτρα κατά την παρούσα συνεδρίαση, οι οποίοι, ενδεχομένως, είναι πιο σοβαροί σε σχέση με τους κινδύνους που συνδέονται με τη λήψη μέτρων» ( 106 ). Στο πλαίσιο αυτό, εξετάσθηκε επίσης το ζήτημα του επιμερισμού των κινδύνων καθώς και διάφορες εναλλακτικές προτάσεις ( 107 ). Ακολούθως, ο Benoît Cœuré, επίσης μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, ανέπτυξε τις λειτουργικές λεπτομέρειες ενός πιθανού προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα.

136.

Στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής καταγράφεται πραγματική συζήτηση επί της εξελίξεως των τιμών –η οποία δεν παρουσίαζε μεν συνθήκες αποπληθωρισμού, πλην όμως εμφάνιζε κινδύνους δευτερογενών επιδράσεων που έπρεπε να αντιμετωπισθούν με σοβαρότητα. Στη βάση αυτών των συζητήσεων ελήφθησαν οι αποφάσεις σχετικά με τη νομισματική πολιτική. Στα πρακτικά αναφέρεται ρητώς ότι «κατά τη συνεδρίαση αυτή ορισμένα μέλη, τα οποία έκριναν ότι η αξιολόγηση κόστους-οφέλους των προτεινόμενων μέτρων δεν ήταν ευνοϊκή, παρουσίασαν επίσης [α]ρκετά στοιχεία υπέρ της διατηρήσεως στάσεως αναμονής» ( 108 ). Τα στοιχεία αυτά, όπως και οι προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις, περιγράφονται λεπτομερώς στη συνέχεια των πρακτικών.

137.

Ωστόσο, «θεωρήθηκε ότι, δεδομένου του σημερινού επιπέδου των αποδόσεων των ομολόγων του ιδιωτικού τομέα και του μεγέθους της αγοράς των εν λόγω ομολόγων, η πιστωτική χαλάρωση μέσω των αγορών αυτών των τίτλων ήταν σχετικά μικρή και επομένως η παροχή της απαραίτητης διευκολυντικής κατευθύνσεως στο στάδιο αυτό ήταν περιορισμένη» ( 109 ). Επομένως, μετά από ανοικτή και τεκμηριωμένη συζήτηση, «[ο]ι αγορές κρατικού χρέους προέκυψαν ως το μόνο διαθέσιμο μέσο που παρείχε επαρκή περιθώρια για την απαραίτητη τόνωση του σκοπού της ΕΚΤ στο πλαίσιο της σταθερότητας των τιμών» ( 110 ). Στη συνέχεια, συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν ο επιμερισμός των κινδύνων, ο όγκος των αγορών στο πλαίσιο του προγράμματος και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του PSPP.

138.

Από τις προηγηθείσες σκέψεις συνάγεται ότι το σκεπτικό και οι αποφάσεις του ΕΣΚΤ προκύπτουν σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας, είτε από τις ίδιες τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2015/774, όπως διευκρινίζονται με την εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015, είτε από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής. Ως εκ τούτου, η απόφαση 2015/774 πληροί τις απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ σε σχέση με την αιτιολογία, εφόσον οι μεν ενδιαφερόμενοι είναι σε θέση να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, το δε Δικαστήριο είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχό του.

139.

Εξάλλου, από τα ως άνω στοιχεία αιτιολογήσεως προκύπτει ότι το ΕΣΚΤ εξέτασε, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση στοιχεία και ότι η ανάλυσή του όσον αφορά την οικονομική κατάσταση δεν φαινόταν, κατά την ημερομηνία της ανακοινώσεως του προγράμματος και της αποφάσεως 2015/774, να πάσχει από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.

2) Επί της stricto sensu αναλογικότητας του PSPP

140.

Μολονότι το PSPP είναι πρόσφορο για την επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, εντούτοις πρέπει επιπλέον να μη βαίνει, προδήλως, πέραν του αναγκαίου.

141.

Συναφώς, οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της αποφάσεως 2015/774 διευκρινίζουν, αφενός, ότι «[τ]ο πρόγραμμα PSPP περιέχει μια σειρά από δικλίδες που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι οι αγορές που πρόκειται να πραγματοποιηθούν βάσει αυτού θα είναι ανάλογες προς τους στόχους του, ότι οι συναφείς χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη στο σχεδιασμό του και ότι αυτοί θα περιορίζονται μέσω της διαχείρισης κινδύνων» και, αφετέρου, ότι, «[α]πό άποψη μεγεθών, η ρευστότητα που πρόκειται να παρασχεθεί στην αγορά μέσω των συνδυασμένων μηνιαίων αγορών βάσει των προγραμμάτων PSPP, ABSPP και CBPP3 θα ανέλθει σε 60 δισεκατ. [ευρώ]. Εν προκειμένω επιδιώκεται η πραγματοποίηση αγορών μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 2016, ενώ αυτές, σε κάθε περίπτωση, θα πραγματοποιούνται έως ότου το διοικητικό συμβούλιο παρατηρήσει στην πορεία του πληθωρισμού διατηρήσιμη διόρθωση συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα».

142.

Πρώτον, το ποσό των 60 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν φαίνεται να βαίνει πέραν αυτού που ήταν τότε αναγκαίο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ένα πρόγραμμα «της τάξεως των 50 δισεκατ. ευρώ διάρκειας από τον Μάρτιο 2015 έως το τέλος 2016» θεωρήθηκε «αναγκαίο για να αντισταθμισθεί η εξασθένιση των προοπτικών του πληθωρισμού σε συνδυασμό με την πιο μέτρια της προβλεπομένης τόνωση της πραγματικής οικονομίας με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής». Εξάλλου, «[π]ροκειμένου να επισπευσθούν τα αποτελέσματα [του προγράμματος PSPP], η προκαταβολική αύξηση του μηνιαίου όγκου αγορών σε 60 δισεκατ. ευρώ, αρχής γενομένης από τον Μάρτιο 2015 μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2016, έτυχε ευρείας υποστηρίξεως, χωρίς ωστόσο να τροποποιείται σημαντικά ο συνολικός όγκος των προβλεπομένων αγορών» ( 111 ).

143.

Στη συνέχεια, οι αρνητικές εξελίξεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2015 και 2016 υπήρξαν ο δικαιολογητικός λόγος των τροποποιήσεων της αποφάσεως 2015/774, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια και τον όγκο του προγράμματος PSPP.

144.

Ιδίως, η παράταση του PSPP που αποφασίσθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2015, εγκρίθηκε μετά από τεκμηριωμένη συζήτηση με βάση πολλά στοιχεία που επιβεβαίωναν ότι η προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού προς τους ρυθμούς πληθωρισμού πλησίον του 2 % θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο από αυτόν που είχαν προβλέψει τον Μάρτιο του 2015 ( 112 ). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έλαβε χώρα στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Πράγματι, στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι ο κίνδυνος που προκύπτει από την αδράνεια ήταν σαφώς μεγαλύτερος από αυτόν που προκύπτει από τη δράση», αλλά, επίσης, ότι ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, «κατά τη συνεδρίαση αυτή, θεώρησαν ανεπαρκή τα στοιχεία που αποσκοπούν σε αναπροσαρμογή της νομισματικής πολιτικής», ή ακόμη «επέστησαν την προσοχή στο γεγονός ότι δεν θα πρέπει η απόφαση σχετικά με την αναγκαιότητα για δράση να μη λάβει υπόψη τα υπόλοιπα διαθέσιμα μέσα» και ότι «η αποτελεσματικότητα των συμπληρωματικών μέτρων νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να αξιολογηθεί περαιτέρω από πλευράς του κόστους τους και των πιθανών δευτερογενών επιπτώσεων». Συγκεκριμένα, αν και η πρόταση για παράταση του APP από τον Σεπτέμβριο 2016 μέχρι τον Μάρτιο 2017 έλαβε μεγάλη υποστήριξη, υπήρξε ευρεία συναίνεση όσον αφορά το ότι η συγκυρία δεν δικαιολογούσε άλλες επιλογές, όπως περαιτέρω επέκταση του προγράμματος ή την αύξηση του μηνιαίου όγκου αγορών ( 113 ).

145.

Η απόφαση να αυξηθεί ο όγκος των μηνιαίων αγορών στο πλαίσιο του APP σε 80 δισεκατομμύρια ευρώ στις 8 Δεκεμβρίου 2016 ελήφθη μετά από παρόμοια συζήτηση, και αυτό αφού είχε διαπιστωθεί περαιτέρω επιδείνωση των προοπτικών για τη σταθερή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού, κυρίως, λόγω της επιδεινώσεως των εξωτερικών συνθηκών ( 114 ). Όπως αναφέρεται –και εκτίθεται λεπτομερώς– στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, «εκφράστηκαν ποικίλες απόψεις όσον αφορά τα διάφορα στοιχεία των προτεινόμενων μέτρων» ( 115 ). Συγκεκριμένα, ορισμένοι ανέφεραν το κόστος και τους κινδύνους που απορρέουν από μεγαλύτερη δέσμευση για την αγορά περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου τομέα ( 116 ) ή ακόμη ότι η εισαγωγή καθεστώτος εξαιρέσεως από το επιτόκιο διευκολύνσεως αποδοχής καταθέσεων που εφαρμόζεται στα πλεονάζοντα αποθεματικά των τραπεζών δεν θεωρήθηκε δικαιολογημένη ( 117 ).

146.

Η απόφαση παρατάσεως του APP έως το τέλος Δεκεμβρίου 2017 ελήφθη, επίσης, μετά από σοβαρή ανάλυση των προοπτικών όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών. Έτσι, χωρίς να αποκρύψει την ανάκαμψη του πληθωρισμού ο P. Praet, κατά την παρουσίασή του σχετικά με το διεθνές περιβάλλον και τις οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ, επέστησε την προσοχή του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στο γεγονός ότι ο υποκείμενος πληθωρισμός δεν είχε ακόμα εμφανίσει ικανοποιητική ανοδική τάση. Λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων που διέθετε η ΕΚΤ εκείνη τη χρονική στιγμή, ο P. Praet έκρινε ότι η παράταση του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων πέραν του Μαρτίου 2017 ήταν δικαιολογημένη, καθώς η πρόοδος προς μια σταθερή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού δεν ήταν ακόμη ικανοποιητική ( 118 ). Στη συνέχεια πρότεινε στο διοικητικό συμβούλιο δύο επιλογές: να συνεχισθούν οι αγορές με τον μηνιαίο ρυθμό των 80 δισεκατομμυρίων ευρώ για έξι μήνες ή να παραταθεί το πρόγραμμα για εννέα μήνες με μηνιαίο ρυθμό αγορών 60 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τόσο ο P. Praet όσο και ο Benoît Coeuré –αφού εξέθεσαν τα ζητήματα που ανέκυπταν από την εφαρμογή των δύο επιλογών– τάχθηκαν υπέρ της δεύτερης ( 119 ).

147.

Οι επιλογές αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο ουσιαστικής συζητήσεως εντός του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής προκύπτει ότι διατυπώθηκαν επιχειρήματα υπέρ μίας μικρότερης ή μεγαλύτερης περιόδου διενέργειας αγορών, ενώ άλλα μέλη δεν υποστήριξαν καμία από τις προτεινόμενες επιλογές ( 120 ). Η παράταση των αγορών για περίοδο εννέα μηνών με ρυθμό 60 δισεκατομμύρια ευρώ, τελικά, θεωρήθηκε ως η επιλογή που «εξασφάλιζε τη σωστή ισορροπία μεταξύ της αποστολής σήματος εμπιστοσύνης και της ανάγκης διατηρήσεως της σταθερότητας σε ένα αβέβαιο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα είχε το πλεονέκτημα της ευελιξίας απέναντι σε δυσμενείς συνθήκες και διατηρούσε την επιχειρησιακή σκοπιμότητα» ( 121 ).

148.

Επομένως, οι διάφορες τροποποιήσεις του PSPP, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια και τον όγκο, είναι το αποτέλεσμα σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων. Συναφώς, η πρακτική της ΕΚΤ να δημοσιεύει τα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ για θέματα νομισματικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των οποίων λαμβάνονται οι σχετικές με τα PSPP αποφάσεις διασφαλίζει ειδική και επαρκή αιτιολόγηση που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι κοινοποιήθηκαν με τα ανακοινωθέντα Τύπου της ΕΚΤ και περιλήφθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις των αποφάσεων της ΕΚΤ που τροποποίησαν την απόφαση 2015/774, η υποχρεωτική ισχύς του μηνιαίου όγκου των αγορών και της διάρκειας εφαρμογής του APP στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αν μη τι άλλο λόγω της αρχής patere legem quam ipse fecisti. Κατά την ΕΚΤ, οι τροποποιήσεις αυτές είχαν, επίσης, ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του άρθρου 2, παράγραφος 2, και του άρθρου 3 των κατευθυντήριων γραμμών του PSPP, έτσι ώστε να τεθούν σε εφαρμογή οι αλλαγές όσον αφορά τον μηνιαίο όγκο των αγορών στο πλαίσιο του APP καθώς και οι παρατάσεις της διάρκειας εφαρμογής του.

149.

Εξάλλου, εκτός από το ότι η συνέχεια του PSPP εξαρτάται από τον στόχο να επιτευχθεί ρυθμός πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον στο 2 % μεσοπρόθεσμα –γεγονός το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τη διάρκειά του αλλά και τον όγκο του–, το δυνητικό εύρος του προγράμματος PSPP περιορίζεται με πολλούς τρόπους από την απόφαση 2015/774.

150.

Οι περιορισμοί αυτοί αντιστοιχούν προς ορισμένες εγγυήσεις οι οποίες αποκλείουν το ενδεχόμενο οι φορείς που δραστηριοποιούνται στις αγορές κρατικών ομολόγων να ενεργήσουν, de facto, ως ενδιάμεσοι του ΕΣΚΤ για την απευθείας αγορά ομολόγων από τις αρχές και οργανισμούς του δημόσιου τομέα του οικείου κράτους μέλους. Θα αρκεστώ, επομένως, να τις υπενθυμίσω:

πρώτον, το PSPP αποτελεί ένα μόνο από τα τέσσερα επιμέρους προγράμματα του APP και η αγορά κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές τις οποίες επιτρέπει έχουν επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα τρία άλλα προγράμματα που αφορούν την αγορά ομολόγων του ιδιωτικού τομέα ( 122 ) ·

δεύτερον, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/774 συνάγεται ότι οι επιτρεπόμενες αγορές κατανέμονται μεταξύ όλων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ βάσει της κλείδας κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ που προβλέπεται στο άρθρο 29 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, και

τρίτον, κατά το άρθρο 5 της αποφάσεως 2015/774, οι αγορές κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά υπόκεινται σε δύο όρια, όσον αφορά, αφενός, την έκδοση τίτλων και, αφετέρου, τον εκδότη.

151.

Επομένως, από τα χαρακτηριστικά του PSPP όπως έχουν καθορισθεί με την απόφαση 2015/774 καθίσταται σαφές ότι το ΕΣΚΤ στάθμισε τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα έτσι ώστε να αποτραπεί η εκδήλωση, κατά την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος, προβλημάτων προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

152.

Το συμπέρασμά μου δεν σημαίνει ότι αρνούμαι ότι υπάρχουν αμφιλεγόμενα σημεία ως προς την αποτελεσματικότητα του PSPP. Ωστόσο, όπως το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει εύστοχα, «με δεδομένα τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα που έχουν συνήθως τα ζητήματα νομισματικής πολιτικής και την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως του ΕΣΚΤ, δεν μπορεί να απαιτείται από αυτό κάτι περισσότερο από την οικονομική τεχνογνωσία του και τα αναγκαία τεχνικά μέσα που διαθέτει για την πραγματοποίηση της ίδιας αυτής αναλύσεως με κάθε επιμέλεια και ακρίβεια» ( 123 ). Τα όσα καταγράφονται σχετικά με την απόφαση 2015/774 στα πρακτικά των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ αποτελούν επαρκείς αποδείξεις αυτής της επιμέλειας.

3.   Συμπέρασμα επί του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος

153.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ΕΚΤ, εκδίδοντας την απόφαση 2015/774, δεν υπερέβη τα όρια της αποστολής της, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 119 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθώς και ότι το πρόγραμμα PSPP αποφασίστηκε και εφαρμόστηκε σύμφωνα με τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της αναλογικότητας που ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφοι 2 και 4, ΣΕΕ.

VI. Πρόταση

154.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία) ως εξής:

«Από την εξέταση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/774 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Μαρτίου 2015, σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση (ΕΕ) 2015/2101 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 5ης Νοεμβρίου 2015, με την απόφαση (ΕΕ) 2016/702 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 18ης Απριλίου 2016, με την απόφαση (ΕΕ) 2015/2464 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, καθώς και με την απόφαση (ΕΕ) 2017/100 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 11ης Ιανουαρίου 2017, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2015, L 121, σ. 20.

( 3 ) ΕΕ 2015, L 303, σ. 106.

( 4 ) ΕΕ 2016, L 121, σ. 24. Μολονότι δεν αναφέρεται από το αιτούν δικαστήριο στα ερωτήματά του, η απόφαση 2015/774 τροποποιήθηκε επίσης με την απόφαση (ΕΕ) 2015/2464 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 344, σ. 1), καθώς και με την απόφαση (ΕΕ) 2017/100 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 11ης Ιανουαρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 16, σ. 51).

( 5 ) ΕΕ 2012, C 326, σ. 230.

( 6 ) Δηλαδή, το πρόγραμμα αγοράς τιτλοποιημένων απαιτήσεων («asset-backed securities purchase programme» ή ABSPP) και το τρίτο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολογιών («covered bond purchase programme» ή CBPP 3). Το τέταρτο επιμέρους πρόγραμμα, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα («corporate sector purchase programme» ή CSPP), αποφασίστηκε στις 10 Μαρτίου 2016 [βλ. απόφαση (ΕΕ) 2016/948 της ΕΚΤ της 1ης Ιουνίου 2016, σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος αγοράς ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα (ΕΚΤ/2016/16), ΕΕ 2016, L 157, σ. 28]

( 7 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2015/774.

( 8 ) Άρθρο 3, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2015/774.

( 9 ) Άρθρο 5 της αποφάσεως 2015/774. Τα όρια της αγοράς ανέρχονται σε 50 % για τα ομόλογα διεθνών οργανισμών και πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης.

( 10 ) Άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/774. Ειδικοί κανόνες ισχύουν για τα ομόλογα κρατών μελών που υπόκεινται σε πρόγραμμα χρηματοοικονομικής συνδρομής.

( 11 ) Άρθρο 6 της αποφάσεως 2015/774.

( 12 ) Βλ. εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015 και το ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της ίδιας ημέρας, καθώς και το ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 10ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη συμπερίληψη του προγράμματος CSPP στο APP και τις τροποποιήσεις του APP.

( 13 ) ΕΕ 2016, L 169, σ. 14.

( 14 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 14 και 16).

( 15 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco (C‑491/01, EU:C:2002:741, σκέψη 40), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 29).

( 16 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, National Farmers Union (C‑241/01, EU:C:2002:604, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, SAM Schiffahrt και Stapf (C‑248/95 και C‑249/95, EU:C:1997:377, σκέψη 46). Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Gaz de France – Berliner Investissement (C‑247/08, EU:C:2009:600, σκέψη 49).

( 18 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 102).

( 19 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 66).

( 20 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 65), καθώς και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 28).

( 21 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 14). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Melloni (C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 29) και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25).

( 22 ) Η υπογράμμιση είναι δική μου.

( 23 ) Η θέση της ΕΚΤ υπέρ περιορισμένου επιμερισμού ζημιών μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο 12 % των διενεργούμενων αγορών ανακοινώθηκε με την εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015 και δημοσιεύθηκε σε ανακοινωθέν Τύπου της ίδιας ημέρας. Ο επιμερισμός αυτός μειώθηκε αργότερα σε 10 %, λόγω αλλαγής στην κατανομή των αγορών (βλ. ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 10ης Μαρτίου 2016 και την τροποποίηση του άρθρου 6 της αποφάσεως 2015/774 από το άρθρο 1 της αποφάσεως 2016/702).

( 24 ) Η υπογράμμιση είναι δική μου.

( 25 ) Βλ., υπό αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 95).

( 26 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 97).

( 27 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 109).

( 28 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 102 και 115).

( 29 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Wilsher, D., «Ready to Do Whatever it Takes? The Legal Mandate of the European Central Bank and the Economic Crisis», Cambridge Yearbook of European Legal Studies, τόμος 15, 2012-2013, σ. 510 έως 536, ιδίως, σ. 514.

( 30 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 96).

( 31 ) ΕΕ 1993, L 332, σ. 1.

( 32 ) Βλ., συναφώς, την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 106).

( 33 ) Στα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής αναφέρεται ότι το APP «θα αρχίσει τον Μάρτιο 2015 και θα αφορά μηνιαίες αγορές ύψους 60 δισεκατ. ευρώ μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2016 και, εν πάση περιπτώσεις, έως ότου το διοικητικό συμβούλιο διαπιστώσει μία σταθερή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού η οποία να συνάδει με τον στόχο του για επίτευξη ποσοστού πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 %» (σ. 21 του γαλλικού κειμένου· βλ., επίσης, ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015). Τα μεταγενέστερα πρακτικά επιβεβαιώνουν «[τη] βούληση και [τ]η διάθεση του [διοικητικού συμβουλίου] να ενεργήσει, αν παρίσταται ανάγκη, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα στο πλαίσιο της αποστολής του, ιδίως την ευελιξία των προγραμμάτων αγοράς στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά την προσαρμογή του μεγέθους τους, της συνθέσεώς τους και της διάρκειάς τους» (πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Σεπτεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 19 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας· η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 18 έως 20 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας, ή ακόμη τα πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, όπου επισημαίνεται ότι «είναι σημαντικό να ειπωθεί και πάλι ότι, δεδομένων των υφισταμένων αβεβαιοτήτων, το [δ]ιοικητικό συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη των προοπτικών όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών και ότι θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του στο πλαίσιο της αποστολής του, αν τούτο καταστεί αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου του» (σ. 15 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας· η υπογράμμιση δική μου).

( 34 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, των κατευθυντηρίων γραμμών του PSPP.

( 35 ) Πλην της Ελλάδας, καθώς δεν πληρούσε τις απαιτήσεις πιστοληπτικής διαβαθμίσεως. Λόγω των εγγυήσεων αυτών, οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος δεν αγόρασαν ελληνικά ομόλογα του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο του PSPP [βλ. απόφαση 2016/1041]. Επί των προϋποθέσεων αυτών, βλ. σημεία 86 και 87 των παρουσών προτάσεων.

( 36 ) Κατ’ εξαίρεση, το όριο αυτό ανέρχεται σε 25 % [άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2015/774]. Αυξάνεται, ωστόσο, στο 50 % για τα ομόλογα εκδόσεως διεθνών οργανισμών και πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης [άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2015/774].

( 37 ) Το ανώτατο όριο ανά εκδότη ανέρχεται σε 50 % για τους εκδότες που είναι διεθνείς οργανισμοί ή πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης [άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2015/774].

( 38 ) Άρθρο 4, παράγραφος 3, των κατευθυντηρίων γραμμών του PSPP, σε συνδυασμό με το σημείο 5 του παραρτήματός του.

( 39 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 106 και 107).

( 40 ) Άρθρο 9 των κατευθυντήριων γραμμών του PSPP, σε συνδυασμό με το σημείο 6 του παραρτήματος του.

( 41 ) Η πληροφορία δόθηκε από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής (σημείο 89 των παρατηρήσεων της ΕΚΤ). Επιπλέον, σημειώνω ότι η ΕΚΤ διευκρίνισε, επίσης, ότι η περίοδος που πραγματικά μεσολαβούσε μεταξύ της εκδόσεως ομολόγων στην πρωτογενή αγορά και της αγοράς τους στις δευτερογενείς αγορές ήταν εν γένει μεγαλύτερη από αυτήν που επιβάλλει η περίοδος blackout. Η «εν τοις πράγμασι» αυτή επέκταση της περιόδου blackout επιτείνει την αβεβαιότητα των φορέων σχετικά με τη μεταπώληση των αγορασθέντων στην πρωτογενή αγορά ομολόγων του δημόσιου τομέα και με τη διαμόρφωση μιας τιμής που να αντιστοιχεί στην αγοραία.

( 42 ) Βλ. εισαγωγική δήλωση του Προέδρου της ΕΚΤ της 22ας Ιανουαρίου 2015, καθώς και το ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της ίδιας ημέρας. Οι προσαρμογές του PSPP ανακοινώνονταν επίσης τακτικά (βλ., ιδίως, ανακοινωθέντα Τύπου της ΕΚΤ της 10ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής και σχετικά με τις τροποποιήσεις του APP, καθώς και της 8ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής).

( 43 ) Βλ., ιδίως, υπό την έννοια αυτή, Krishnamurthy A. και Vissing-Jorgensen, A., «The Effects of Quantitative Easing on Interest Rates: Channels and Implications for Policy», Brookings Papers on Economic Activity, 2011, σ. 215 έως 287· Bauer, M. D., και Rudebusch, Gl. D., «The Signaling Channel for Federal Reserve Bond Purchases», International Journal of Central Banking, 2014, σ. 233 έως 289.

( 44 ) Άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2015/774.

( 45 ) Άρθρο 8, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2015/774.

( 46 ) Σκέψη 118 της αποφάσεως εκείνης.

( 47 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 118).

( 48 ) Άρθρο 12, παράγραφος 2, των κατευθυντηρίων γραμμών του PSPP.

( 49 ) Σημείο 16 των γραπτών παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβερνήσεως.

( 50 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 125).

( 51 ) Βλ. ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 19ης Ιανουαρίου 2017 σχετικά με τις λεπτομέρειες για τις αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος APP με αποδόσεις χαμηλότερες του επιτοκίου διευκολύνσεως αποδοχής καταθέσεων.

( 52 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 96).

( 53 ) Βλ., επίσης, άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως 2015/774 αναφέρεται ρητώς στην αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

( 54 ) Βλ. σημείο 63 των παρουσών προτάσεων.

( 55 ) Κατά την ΕΚΤ, αυτό αντιπροσωπεύει το ένα όγδοο του όγκου των κυκλοφορούντων ομολόγων στο πλαίσιο του PSPP.

( 56 ) Ο ισχυρισμός έχει ρητώς αμφισβητηθεί από πολλά κράτη μέλη απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) ισχυρίστηκε, με τις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ότι, μολονότι το 2016 υπήρχαν ενδείξεις ελλείψεως γερμανικών κρατικών ομολόγων στην αγορά, εντούτοις τα γερμανικά κρατικά ομόλογα ήταν πάντοτε διαθέσιμα σε επαρκή ποσότητα.

( 57 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, National Farmers’ Union (C‑241/01, EU:C:2002:604, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 58 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, Crispoltoni κ.λπ. (C‑133/93, C‑300/93 και C‑362/93, EU:C:1994:364, σκέψη 43), και της 12ης Ιουλίου 2001, Jippes κ.λπ. (C‑189/01, EU:C:2001:420, σκέψη 84).

( 59 ) Αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2015/774.

( 60 ) Αιτιολογική σκέψη 4 της αποφάσεως 2015/774.

( 61 ) Βλ. σημεία 131 έως 142 των εν λόγω προτάσεων και βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:2, υποσημείωση 25).

( 62 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Confédération paysanne κ.λπ. (C‑528/16, EU:C:2018:20, σκέψη 140).

( 63 ) Βλ. απόφαση 2015/2101.

( 64 ) Βλ. απόφαση 2015/2464.

( 65 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 18 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 66 ) Βλ., συναφώς, σχετικά με το OMT, την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 117).

( 67 ) ΕΕ 2014, L 240, σ. 28.

( 68 ) Ο αποκλεισμός των ελληνικών ομολόγων από το PSPP επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω εγγυήσεως [βλ. απόφαση 2016/1041].

( 69 ) Βλ., συναφώς, δήλωση του Benoît Coeuré (πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 8 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας).

( 70 ) Σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2018, για την κατάργηση της απόφασης 2009/414/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στη Γαλλία [βλ. απόφαση της Επιτροπής COM(2018) 433 final].

( 71 ) Πρόκειται για την Ισπανία.

( 72 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 41).

( 73 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 53), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 42).

( 74 ) Η υπογράμμιση είναι δική μου.

( 75 ) Η υπογράμμιση είναι δική μου.

( 76 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 55), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 46).

( 77 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 56), και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 52).

( 78 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 59).

( 79 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 66).

( 80 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 69).

( 81 ) Ειδικότερα, η ΕΚΤ διευκρίνισε στην αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2015/2464 ότι «[σ]τις 3 Δεκεμβρίου 2015 το διοικητικό συμβούλιο, ευθυγραμμιζόμενο με τον ρόλο του όσον αφορά τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, αποφάσισε να αναθεωρήσει ορισμένα χαρακτηριστικά που αφορούν το[ν] σχεδιασμό του προγράμματος PSPP, προκειμένου να εξασφαλίσει μία διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού συνεπή προς τον στόχο της επίτευξης ρυθμών πληθωρισμού κάτω, αλλά πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα». Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2016/702, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της αποφάσεως 2017/100. Σύμφωνα με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ του 1998, η σταθερότητα των τιμών ορίσθηκε ως η ετήσια αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή με ρυθμό χαμηλότερο του 2 %. Στις 8 Μαΐου 2003 τo διοικητικό συμβούλιο, επιβεβαιώνοντας τον ορισμό αυτόν, αποφάσισε ότι, στο πλαίσιο της επιδιώξεως του σκοπού της σταθερότητας των τιμών, σκόπευε να διατηρήσει το ποσοστό του πληθωρισμού πλησίον του 2 % μεσοπρόθεσμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΤ θέλησε να παράσχει επαρκές περιθώριο ασφαλείας προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι λόγω αποπληθωρισμού (Βλ. ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 8ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ).

( 82 ) Βλ. ανακοινωθέν Τύπου της ΕΚΤ της 14ης Ιουνίου 2018, σχετικά με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.

( 83 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Antonin, C., Blot, Chr., Le Bayon, St., Péléraux, H., Rifflart, Chr., κ.λπ., «Banques centrales dernier rempart contre la déflation: Perspectives économique 2014-2015 pour l’économie mondiale», Revue de l’OFCE – Analyse et prévision, 2014, σ. 11 έως 51.

( 84 ) Όσον αφορά τη σχέση της νομισματικής πολιτικής και της ενιαίας εφαρμογής του PSPP σε όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, βλ. Adamski, D., «Economic Constitution of the Euro Area After the Gauweiler Preliminary Ruling», Common Market Law Review, τόμος 52, 2015, σ. 1451 έως 1490, ιδίως, σ. 1488, υποσημείωση 122. Στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι το OMT περιορίζεται ειδικώς στα κρατικά ομόλογα ορισμένων κρατών μελών δεν μπορεί να συνεπάγεται, αυτό καθαυτό, ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί το ΕΣΚΤ δεν εμπίπτουν στη νομισματική πολιτική (σκέψη 55). Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν δεν υφίσταται τέτοια επιλεκτικότητα.

( 85 ) Βλ. σημείο 117 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

( 86 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Martucci, Fr., «La Cour de justice face à la politique monétaire en temps de crise de dettes souveraines: l’arrêt Gauweiler entre droit et marché»Cahiers de droit européen, 2015, σ. 493 έως 534, ιδίως, σ. 513 και 514. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για «δυσδιάκριτη διαφορά» μεταξύ των τομέων, αφενός, αρμοδιότητας θεμάτων νομισματικής πολιτικής και, αφετέρου, αρμοδιότητας θεμάτων οικονομικής πολιτικής.

( 87 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψεις 56 έως 59).

( 88 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 68, η υπογράμμιση δική μου).

( 89 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά τον έλεγχο των πράξεων του νομοθέτη της Ένωσης στον τομέα της οικονομίας, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Συμβουλίου (C‑128/15, EU:C:2017:3, σκέψη 46), ή στον τομέα της επιστήμης, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑5/16, EU:C:2018:483, σκέψη 150).

( 90 ) Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2018, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑5/16, EU:C:2018:483, σκέψη 150). Βλ., επίσης, υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, (C‑301/97, EU:C:2001:621, σκέψη 135), και της 8ης Ιουλίου 2010, Afton Chemical, (C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 28).

( 91 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, Martucci, Fr., «La Cour de justice face à la politique monétaire en temps de crise de dettes souveraines: l’arrêt Gauweiler entre droit et marché»Cahiers de droit européen, 2015, σ. 493 έως 534, ιδίως, σ. 509· Classen, Cl D., «Funktionsadäquate checks and balances statt richterliche Vollkontrolle unter demokratischem Vorwand», Europarecht, 2015, τόμος 4, σ. 477 έως 486· Herrmann, Chr., και Dornacher, C., «Grünes Licht vom EuGH für EZB-Staatsanleihenkäufe – ein Lob der Sachlichkeit!», Europäische Zeitschrift für Wirtschaftsrecht, 2015, σ. 579 έως 583, καθώς και Hinarejos, A., «Gauweiler and the Outright Monetary Transactions Programme: The Mandate of the European Central Bank and the Changing Nature of Economic and Monetary Union», European Constitutional Law Review, τόμος 11, 2015, σ. 563-576, ιδίως, σ. 575. Ορισμένοι από τους συγγραφείς αυτούς, για να δικαιολογήσουν τον περιορισμένο χαρακτήρα του ελέγχου στον οποίο πρέπει να προβεί το Δικαστήριο, θεμελιώνουν τα επιχειρήματά τους και στην αναγκαία ανεξαρτησία της ΕΚΤ.

( 92 ) Βλ., συναφώς, Halberstam, D., «Constitutional Heterarchy: The Centrality of Conflict in the European Union and the United States», στο Dunoff, J., και Trachtman, J., (επιμ.), Ruling the World? Constitutionalism, International Law and Global Government, Cambridge University Press, 2009, σ. 326 έως 355. Βλ., επίσης, για την εφαρμογή της θεωρίας του D. Halberstam στις αποφάσεις που λαμβάνει η Ένωση για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσεως, Fabbrini, F., «The Euro-Crisis and the Courts: Judicial Review and the Political Process in Comparative Perspective», Berkeley Journal of International Law, τόμος 32:1, 2014, σ. 64 έως 123, ιδίως, σ. 116 επ.

( 93 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 110).

( 94 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 57).

( 95 ) Επί της προϋποθέσεως αυτής, βλ. σημεία 86 και 87 των παρουσών προτάσεων.

( 96 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, των κατευθυντηρίων γραμμών του PSPP.

( 97 ) Υπενθυμίζεται ότι μια πράξη έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνο «όταν εμφανίζεται, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συνεκτικών ενδείξεων, ότι εκδόθηκε με αποκλειστικούς ή, τουλάχιστον, πρωταρχικούς σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που επικαλείται το καθού όργανο ή με σκοπό την καταστρατήγηση μιας διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστάσεων» [απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Συμβουλίου (C‑301/97, EU:C:2001:621, σκέψη 153)].

( 98 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 66).

( 99 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 68).

( 100 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 69).

( 101 ) Βλ., ιδίως, Antonin, C., Blot, Chr., Le Bayon, St., Péléraux, H., Rifflart, Chr., κ.λπ. «Banques centrales, dernier rempart contre la déflation: Perspectives économiques 2014-2015 pour l’économie mondiale», Revue de l’OFCE – Analyse et prévisions, 2014, σ. 11 έως 51.

( 102 ) Βλ. σημείο 117 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

( 103 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 70).

( 104 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 4 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 105 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 7 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 106 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 8 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 107 ) Βλ. πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 9 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 108 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 16 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 109 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 17 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 110 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 17 και 18 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 111 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 21 και 22 Ιανουαρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 19 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας. Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ΕΚΤ διευκρινίζει ότι χρησιμοποίησε διάφορα οικονομετρικά μοντέλα για την εκτίμηση των κατά προσέγγιση ποσοτήτων αγορών που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπούμενου ποσοστού πληθωρισμού (βλ. σημείο 22 των εν λόγω γραπτών παρατηρήσεων).

( 112 ) Βλ., συναφώς, την εισήγηση του P. Praet και τη συζήτηση επί του θέματος αυτού εντός του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στα πρακτικά της συνεδριάσεώς του που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 6, 11 και 12 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 113 ) Βλ. πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 2015 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 15 έως 17 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 114 ) Ιδίως, η πτώση των τιμών της ενέργειας και η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Bλ. πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 12 και 22 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 115 ) Ειδικότερα, σ. 15 της εν λόγω δημόσιας αναφοράς, στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, διαθέσιμη στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 116 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 17 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 117 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Μαρτίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 19 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 118 ) Σε σχέση με το κατά πόσον ελήφθη υπόψη η πρόοδος που είχε επιτευχθεί και το γεγονός ότι δεν ήταν επαρκής, βλ., επίσης, τη συζήτηση εντός του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ (πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 9 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας).

( 119 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, ιδίως, σ. 6 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 120 ) Ειδικότερα, σ. 13 και 14 της εν λόγω δημόσιας αναφοράς, στην απόδοση στη γαλλική γλώσσα, διαθέσιμη στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 121 ) Πρακτικά της συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ που πραγματοποιήθηκε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου 2016 για θέματα νομισματικής πολιτικής, σ. 12 του γαλλικού κειμένου το οποίο διατίθεται στον ιστότοπο της Τράπεζας της Γαλλίας.

( 122 ) Άρθρο 2, παράγραφος 2, των κατευθυντηρίων γραμμών του PSPP.

( 123 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 75).