ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 20ής Φεβρουαρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑441/17

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3 – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Οδηγία 2009/147/ΕΚ –Άρθρα 4 και 5 – Διατήρηση των άγριων πτηνών – Τροποποίηση του σχεδίου δασικής διαχειρίσεως – Περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska (Πολωνία) – Ειδικές ζώνες διατηρήσεως»

1. 

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας:

καθόσον εξέδωσε παράρτημα στο σχέδιο δασικής διαχείρισης της δασικής εκτάσεως της Białowieża (Πολωνία) χωρίς να διασφαλίσει ότι το παράρτημα αυτό δεν θα είχε επιπτώσεις στην ακεραιότητα του τόπου κοινοτικής σημασίας (στο εξής: ΤΚΣ) και της ζώνης ειδικής προστασίας (στο εξής: ΖΕΠ) PLC200004 Puszcza Białowieska, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6 παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ( 2

καθόσον δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τους τύπους φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και για τα είδη του παραρτήματος II της οδηγίας περί οικοτόπων, καθώς και για τα πτηνά του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2009/147/ΕΚ ( 3 ) και για τα μη περιλαμβανόμενα στο εν λόγω παράρτημα αποδημητικά είδη των οποίων η έλευση είναι τακτική, και ως προς τους οποίους οικοτόπους και είδη η περιοχή PLC200004 Puszcza Białowieska έχει οριστεί ως ΤΚΣ και ΖΕΠ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών·

καθόσον δεν διασφάλισε την αυστηρή προστασία των σαπροξυλικών κανθάρων (Cucujus cinnaberinus, Buprestis splendens, Phryganophilus ruficollis και Pytho kolwensis ( 4 )), που αναφέρονται στο παράρτημα IV της οδηγίας περί οικοτόπων, ήτοι, συγκεκριμένα, καθόσον δεν μερίμνησε για την αποτελεσματική απαγόρευση της εκ προθέσεως θανατώσεώς τους ή της παρενοχλήσεώς τους και της βλάβης ή καταστροφής των τόπων αναπαραγωγής τους στη δασική έκταση της Białowieża, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, και

καθόσον δεν διασφάλισε την προστασία των ειδών πτηνών που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της οδηγίας περί πτηνών, ιδίως, του λευκονώτη δρυοκολάπτη (Dendrocopos leucotos), του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη (Picoides tridactylus), της σπουργιτόγλαυκας (Glaucidium passerinum) και του αιγιωλιού (Aegolius funereus), και συγκεκριμένα καθόσον δεν έλαβε μέτρα προκειμένου τα είδη αυτά να μη θανατώνονται ούτε να παρενοχλούνται κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως και προκειμένου, εντός της δασικής εκτάσεως της Białowieża, οι φωλιές και τα αυγά τους να μην καταστρέφονται, βλάπτονται ή αφαιρούνται εκ προθέσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών.

2. 

Η υπόθεση που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο θα του παράσχει, αφενός, μια νέα ευκαιρία για να υπογραμμίσει τη διάκριση μεταξύ των σχεδίων που αφορούν περιοχή του δικτύου Natura 2000, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων, και των σχεδίων που δεν είναι άμεσα συνδεόμενα ή αναγκαία για τη διαχείριση του τόπου, αλλά είναι πιθανόν να τον επηρεάζουν σημαντικά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού. Αφετέρου, θα έχει ως αποτέλεσμα να υπομνησθεί το επίπεδο αυστηρότητας που επιβάλλεται στα κράτη μέλη κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή αυτών των σχεδίων ή έργων, λόγω των ιδιαίτερα αυστηρών απαιτήσεων που απορρέουν από τις διατάξεις των οδηγιών που επικαλείται η Επιτροπή, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

3. 

Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει δεκτή.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η οδηγία περί οικοτόπων

4.

Η πρώτη, η τρίτη, η έκτη, η δέκατη και η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων έχουν ως εξής:

«[εκτιμώντας] ότι η διατήρηση, η προστασία και η βελτίωση του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, αποτελούν ουσιαστικό στόχο γενικού ενδιαφέροντος του οποίου την επίτευξη επιδιώκει η Κοινότητα, όπως ορίζεται στο άρθρο 130 Π της συνθήκης [το οποίο κατέστη άρθρο 174 ΕΚ, εν συνεχεία 191 ΣΛΕΕ]·

[…]

[εκτιμώντας] ότι η παρούσα οδηγία συμβάλλει στον γενικό στόχο μιας διαρκούς ανάπτυξης δεδομένου ότι ο κυριότερος σκοπός της είναι να ευνοήσει τη διατήρηση της βιοποικιλότητας λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και περιφερειακές απαιτήσεις· ότι η διατήρηση αυτής της βιοποικιλότητας ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να απαιτεί τη διατήρηση ή και την ενθάρρυνση ανθρώπινων δραστηριοτήτων·

[…]

[εκτιμώντας] ότι προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση ή η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών κοινοτικού ενδιαφέροντος σε ικανοποιητικό επίπεδο, πρέπει να χαρακτηριστούν ειδικές ζώνες διατήρησης ώστε να υλοποιηθεί ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο, σύμφωνα με ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα·

[…]

[εκτιμώντας] ότι κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους διατήρησης ενός τόπου που έχει χαρακτηρισθεί ή θα χαρακτηρισθεί στο μέλλον πρέπει να υπόκειται στην κατάλληλη εκτίμηση·

[…]

[εκτιμώντας] ότι, ως συμπλήρωμα της οδηγίας 79/409/ΕΟΚ [ ( 5 )], είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ένα γενικό σύστημα προστασίας για ορισμένα είδη χλωρίδας και πανίδας- ότι θα πρέπει να προβλεφθούν μέτρα διαχείρισης για ορισμένα είδη, εφόσον αυτό δικαιολογείται από την κατάσταση διατήρησής τους, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης ορισμένων τρόπων σύλληψης ή θανάτωσης, και να προβλεφθεί παράλληλα η δυνατότητα παρεκκλίσεων υπό ορισμένες προϋποθέσεις·

[…]».

5.

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

“διατήρηση”: ένα σύνολο μέτρων που απαιτούνται για να διατηρηθούν ή αποκατασταθούν οι φυσικοί οικότοποι και οι πληθυσμοί ειδών αγρίας χλωρίδας και πανίδας σε ικανοποιητική κατάσταση όπως ορίζεται στα στοιχεία ε) και θ)·

β)

“φυσικοί οικότοποι”: οι χερσαίες περιοχές ή υγρότοποι που διακρίνονται χάριν στα βιολογικά και μη βιολογικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά τους, είτε είναι εξ ολοκλήρου φυσικές είτε ημιφυσικές·

[…]

δ)

“τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας”: οι τύποι φυσικών οικοτόπων που διατρέχουν τον κίνδυνο να εξαφανιστούν από το οριζόμενο από το άρθρο 2 έδαφος, και για τη διατήρηση των οποίων η Κοινότητα φέρει ιδιαίτερη ευθύνη λόγω του μεγέθους του τμήματος της φυσικής κατανομής τους που περιλαμβάνεται στο οριζόμενο από το άρθρο 2 έδαφος. Αυτοί οι τύποι φυσικών οικοτόπων στους οποίους αποδίδεται προτεραιότητα σημειώνονται με αστερίσκο (*) στο παράρτημα I·

ε)

“κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικοτόπου”: το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που επιδρούν σε ένα φυσικό οικότοπο, καθώς και στα χαρακτηριστικά είδη που βρίσκονται σε αυτόν και οι οποίοι παράγοντες μπορούν να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την φυσική του κατανομή, τη δομή του και τις λειτουργίες του, καθώς και την μακροπρόθεσμη επιβίωση των χαρακτηριστικών ειδών του στο αναφερόμενο στο άρθρο 2 έδαφος.

Η “κατάσταση της διατήρησης” ενός φυσικού οικοτόπου θεωρείται “ικανοποιητική” όταν:

η περιοχή της φυσικής κατανομής του και οι εκτάσεις που περιέχει μένουν σταθερές ή αυξάνονται

και

η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για την μακροπρόθεσμη συντήρησή του υφίστανται και είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον

και

η κατάσταση της διατήρησης των χαρακτηριστικών ειδών κρίνεται ικανοποιητική κατά την έννοια του στοιχείου θ)·

[…]

ζ)

“είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος”: τα είδη τα οποία, στο έδαφος που αναφέρεται στο άρθρο 2:

i)

διατρέχουν κίνδυνο […]

ή

ii)

είναι ευπρόσβλητα, δηλαδή πιθανολογείται ότι στο προσεχές μέλλον ενδέχεται να περιληφθούν στην κατηγορία των ειδών που διατρέχουν κίνδυνο, εφόσον εξακολουθήσουν να υπάρχουν οι παράγοντες που δημιουργούν αυτόν τον κίνδυνο

ή

iii)

είναι σπάνια, δηλαδή οι πληθυσμοί τους είναι ολιγάριθμοι και μολονότι δεν διατρέχουν επί του παρόντος κίνδυνο ούτε είναι ευπρόσβλητα, υπάρχει κίνδυνος να καταστούν. Τα είδη αυτά ευρίσκονται σε γεωγραφικές περιοχές μικρές ή αραιά διασκορπισμένες σε μία μεγαλύτερη έκταση

ή

iv)

είναι ενδημικά και απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, λόγω της ιδιομορφίας του οικοτόπου τους ή/και των ενδεχομένων επιπτώσεων που μπορεί να έχει η εκμετάλλευσή τους στην κατάσταση της διατήρησής τους.

Τα είδη αυτά αναγράφονται ή θα ήταν δυνατό να αναγραφούν στο παράρτημα ΙΙ ή/και ΙV ή V·

η)

“είδη προτεραιότητας”: τα είδη, που αναφέρονται στο στοιχείο ζʹ [,] σημείο i, για τη διατήρηση των οποίων η Κοινότητα φέρει ιδιαίτερη ευθύνη λόγω του μεγέθους του τμήματος της περιοχής της φυσικής τους κατανομής το οποίο περιλαμβάνεται στο αναφερόμενο στο άρθρο 2 έδαφος. Αυτά τα είδη προτεραιότητας [σημειώνονται με αστερίσκο (*)] στο παράρτημα ΙΙ·

θ)

“κατάσταση διατήρησης ενός είδους”: το αποτέλεσμα του συνόλου των παραγόντων που, επιδρώντας στο οικείο είδος, είναι δυνατόν, να αλλοιώσουν μακροπρόθεσμα την κατανομή και το μέγεθος των πληθυσμών του στο αναφερόμενο στο άρθρο 2 έδαφος.

Η “κατάσταση της διατήρησης” κρίνεται ως “ικανοποιητική” όταν:

τα δεδομένα τα σχετικά με την πορεία των πληθυσμών του οικείου είδους δείχνουν ότι το είδος αυτό εξακολουθεί και μπορεί να εξακολουθεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο των φυσικών οικοτόπων στους οποίους ανήκει

και

η περιοχή της φυσικής κατανομής του είδους αυτού δεν φθίνει ούτε υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί κατά το προβλεπτό μέλλον

και

υπάρχει και θα συνεχίσει πιθανόν να υπάρχει ένας οικότοπος σε επαρκή έκταση ώστε οι πληθυσμοί του να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα·

ι)

“τόπος”: μια γεωγραφικώς καθορισμένη περιοχή, η επιφάνεια της οποίας προσδιορίζεται σαφώς·

ια)

“τόπος κοινοτικής σημασίας”: ένας τόπος ο οποίος, στη βιογεωγραφική περιοχή ή στις βιογεωγραφικές περιοχές στις οποίες ανήκει, συνεισφέρει σημαντικά στη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης και ο οποίος μπορεί επί πλέον να συνεισφέρει σημαντικά στη συνοχή της “Φύσης 2000” (Natura 2000) που αναφέρεται στο άρθρο 3 ή/και να συνεισφέρει σημαντικά στη συντήρηση της βιολογικής πολλαπλότητας στις συγκεκριμένες βιογεωγραφικές περιοχές.

Για τα ζωικά είδη που καταλαμβάνουν εκτεταμένα εδάφη, οι τόποι κοινοτικής σημασίας αντιστοιχούν στις τοποθεσίες, μέσα στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών, οι οποίες παρουσιάζουν τα ουσιώδη για τη ζωή και αναπαραγωγή τους φυσικά ή βιολογικά στοιχεία.

ιβ)

“ειδική ζώνη διατήρησης”: ένας τόπος κοινοτικής σημασίας ορισμένος από τα κράτη μέλη μέσω κανονιστικής, διοικητικής ή/και συμβατικής πράξης, στον οποίο εφαρμόζονται τα μέτρα διατήρησης που απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων ή/και των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε ο τόπος·

[…]».

6.

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η Συνθήκη.

2.   Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.

3.   Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.»

7.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει:

«1.   Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

Το δίκτυο Natura 2000 περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις [ΖΕΠ] που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 74/409 […].»

8.

Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής ορίζει, στην παράγραφο 2 αυτού, τρίτο εδάφιο, και στις παραγράφους του 4 και 5:

«2.   […]

Ο κατάλογος των τόπων των επιλεγμένων ως [ΤΚΣ], στον οποίο καταδεικνύονται οι τόποι όπου απαντώνται ένας ή περισσότεροι τύποι φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας ή ένα ή περισσότερα είδη προτεραιότητας καταρτίζεται από την Επιτροπή με την διαδικασία του άρθρου 21.

[…]

4.   Όταν ένας [ΤΚΣ], υπ’ αυτή του την ιδιότητα, επιλέχθηκε δυνάμει της διαδικασίας της παραγράφου 2, το οικείο κράτος μέλος ορίζει τον εν λόγω τόπο ως ειδική ζώνη διατήρησης το ταχύτερο δυνατόν και, το αργότερο, μέσα σε μια εξαετία, καθορίζοντας τις προτεραιότητες σε συνάρτηση με τη σημασία των τόπων για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, ενός τύπου φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I ή ενός είδους του παραρτήματος II και για τη συνεκτικότητα του Natura 2000, καθώς και σε συνάρτηση με τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που επαπειλούν τους εν λόγω τόπους.

5.   Μόλις ένας τόπος εγγραφεί στον κατάλογο του τρίτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου, υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6.»

9.

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.   Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος Ι και των ειδών του παραρτήματος ΙΙ, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.   Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.   Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί […] λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.»

10.

Το άρθρο 7 της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει:

«Οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 6 της παρούσας οδηγίας αντικαθιστούν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την πρώτη πρόταση της παραγράφου 4 του άρθρου 4 της οδηγίας 79/409 […], όσον αφορά τις ζώνες που χαρακτηρίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 4 ή αναγνωρίστηκαν με ανάλογο τρόπο δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας, τούτο δε από την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή από την ημερομηνία της ταξινόμησης ή της αναγνώρισης εκ μέρους ενός κράτους μέλους δυνάμει της οδηγίας 79/409 […], εφόσον αυτή είναι μεταγενέστερη.»

11.

Υπό τον τίτλο «Προστασία των ειδών», το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ορίζει στην παράγραφο 1:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπισθεί ένα καθεστώς αυστηρής προστασίας των ζωικών ειδών που αναφέρονται στο σημείο α) του παραρτήματος IV, στην περιοχή φυσικής κατανομής τους, που να απαγορεύει:

α)

κάθε μορφή σύλληψης ή θανάτωσης, εκ προθέσεως, δειγμάτων αυτών των ειδών λαμβανομένων στη φύση·

β)

να παρενοχλούνται εκ προθέσεως τα εν λόγω είδη, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την περίοδο κατά την οποία τα νεογνά εξαρτώνται από τη μητέρα, τη χειμερία νάρκη και τη μετανάστευση·

[…]

δ)

τη βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των τόπων ανάπαυσης.»

12.

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα κράτη μέλη, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει άλλη αποτελεσματική λύση και ότι η παρέκκλιση δεν παραβλάπτει τη διατήρηση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των πληθυσμών των συγκεκριμένων ειδών στην περιοχή της φυσικής του κατανομής, μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 και 15[,] στοιχεία α) και β):

[…]

β)

για να προλάβουν σοβαρές ζημίες, ιδίως των καλλιεργειών, της κτηνοτροφίας, των δασών, των πληθυσμών ιχθύων και των υδάτων και ιδιοκτησιών άλλης μορφής·

γ)

για λόγους δημόσιας υγείας και ασφαλείας ή για άλλους επιτακτικούς λόγους προέχοντος δημοσίου συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν λόγων κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα και ευεργετικών συνεπειών πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον·

[…]».

13.

Το παράρτημα Ι της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τύποι φυσικών οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η διατήρηση απαιτεί το χαρακτηρισμό περιοχών ως ειδικών ζωνών διατήρησης», έχει ως αντικείμενο, στο σημείο 9, σχετικά με τα «(Υπο)φυσικά δάση από ιθαγενή και αυτοφυή είδη του βιοτόπου, που σχηματίζουν σπερμοφυή δάση με χαρακτηριστικό υπώροφο και πληρούν τα εξής κριτήρια: είναι σπάνια ή υπολειμματικά και/ή φιλοξενούν είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος», και στον τίτλο 91, σχετικά με τα «Δάση εύκρατων περιοχών της Ευρώπης», τα υποηπειρωτικά δάση δρυός και καρπίνου (δάση δρυός-καρπίνου με Galio-Carpinetum, κωδικός Natura 2000 9170) καθώς και τους δασώδεις τυρφώνες (κωδικός Natura 2000 91D0) και τα αλλουβιακά δάση με ιτιές, λεύκες, κλήθρες και μελίες [αλλουβιακά δάση με Alnus glutinosa και Fraxinus excelsior (Alno-Padion, Alnion incanae, Salicion albae), κωδικός Natura 2000 91E0], τα δε δυο τελευταία αυτά δάση έχουν χαρακτηριστεί ως οικότοποι προτεραιότητας.

14.

Τα παραρτήματα II και IV της οδηγίας αυτής τιτλοφορούνται αντιστοίχως «Ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η διατήρηση επιβάλλει τον χαρακτηρισμό ειδικών ζωνών διατήρησης» και «Ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτούν αυστηρή προστασία». Στο σημείο αʹ αμφοτέρων των παραρτημάτων αυτών, το οποίο αφορά «ζώα»«ασπόνδυλα», παρατίθεται κατάλογος ειδών εντόμων, στα οποία υπάγονται τα κολεόπτερα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, ο Buprestis splendens, ο Cucujus cinnaberinus, ο Pytho kolwensis και ο Phryganophilus ruficollis, με τη διευκρίνιση, που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι το τελευταίο αυτό είδος είναι είδος προτεραιότητας. Στο ίδιο παράρτημα περιλαμβάνονται επίσης ο Rhysodes sulcatus και ο Boros schneideri ( 6 ).

Β.   Η οδηγία περί πτηνών

15.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 και 8 της οδηγίας περί πτηνών έχουν ως εξής:

«(6)

Τα προς λήψη μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται στους διάφορους παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στο επίπεδο πληθυσμού των πτηνών, δηλαδή τις επιπτώσεις των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και κυρίως την καταστροφή και τη ρύπανση των οικοτόπων τους, τη σύλληψη και τη θανάτωση από τον άνθρωπο καθώς και το εμπόριο που δημιουργούν οι δραστηριότητες αυτές και είναι σκόπιμο να προσαρμοσθεί ο βαθμός αυτών των μέτρων στην κατάσταση των διαφόρων ειδών στο πλαίσιο μιας πολιτικής διατηρήσεως.

[…]

(8)

Η διαφύλαξη, η διατήρηση ή η αποκατάσταση μιας επαρκούς ποικιλίας και εκτάσεως οικοτόπων είναι απαραίτητες για τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών. Ορισμένα είδη πτηνών πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων ειδικής διατηρήσεως σε σχέση με τον οικότοπό τους, ώστε να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή τους στην περιοχή εξαπλώσεώς τους. Αυτά τα μέτρα πρέπει ομοίως να λαμβάνουν υπόψη τα αποδημητικά είδη και να είναι συντονισμένα, με σκοπό τη δημιουργία συνεκτικού δικτύου.»

16.

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.   Η παρούσα οδηγία αφορά τη διατήρηση όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη. Έχει αντικείμενο την προστασία, τη διαχείριση και τη ρύθμιση των ειδών αυτών και κανονίζει την εκμετάλλευσή τους.

2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πτηνά, τα αυγά τις φωλιές και τους οικοτόπους τους.»

17.

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη υιοθετούν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διατηρηθεί ή να προσαρμοσθεί ο πληθυσμός όλων των ειδών των πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε επίπεδο που να ανταποκρίνεται μεταξύ άλλων στις οικολογικές, επιστημονικές και μορφωτικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις.»

18.

Το άρθρο 3 της οδηγίας περί πτηνών προβλέπει:

«1.   Λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το άρθρο 2 απαιτήσεις, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί για όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 είδη πτηνών επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων.

2.   Η διαφύλαξη, η συντήρηση και η αποκατάσταση των βιοτόπων και των οικοτόπων περιλαμβάνουν προπάντων τα ακόλουθα μέτρα:

α)

δημιουργία ζωνών προστασίας·

β)

συντήρηση και διευθέτηση σύμφωνα με τις οικολογικές απαιτήσεις των οικοτόπων που βρίσκονται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των ζωνών προστασίας·

γ)

αποκατάσταση των κατεστραμμένων βιοτόπων·

[…].»

19.

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 2 και 4, της οδηγίας περί πτηνών ορίζει:

«1.   Για τα είδη που αναφέρονται στο παράρτημα I προβλέπονται μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον οικότοπό τους, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή των ειδών αυτών στη ζώνη εξαπλώσεώς τους.

Για τον σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη:

α)

τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση·

β)

τα είδη που είναι ευπαθή σε ορισμένες μεταβολές των οικοτόπων τους·

γ)

τα είδη που θεωρούνται σπάνια διότι οι πληθυσμοί τους είναι μικροί ή η τοπική τους εξάπλωση περιορισμένη·

δ)

άλλα είδη που έχουν ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής, λόγω ιδιοτυπίας του οικοτόπου τους.

Για να πραγματοποιηθούν οι εκτιμήσεις θα ληφθούν υπόψη οι τάσεις και οι μεταβολές των επιπέδων του πληθυσμού.

Τα κράτη μέλη κατατάσσουν κυρίως σε [ΖΕΠ] τα εδάφη τα πιο κατάλληλα, σε αριθμό και επιφάνεια, για τη διατήρηση των ειδών αυτών στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία έχει εφαρμογή η παρούσα οδηγία.

2.   Ανάλογα μέτρα υιοθετούνται από τα κράτη μέλη για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I, των οποίων η έλευση είναι τακτική, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες προστασίας στη γεωγραφική θαλάσσια και χερσαία ζώνη στην οποία εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία, όσον αφορά τις περιοχές αναπαραγωγής, αλλαγής φτερώματος και διαχειμάσεως, και τις ζώνες όπου βρίσκονται οι σταθμοί κατά μήκος των οδών αποδημίας. […]

[…]

4.   Τα κράτη μέλη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για να αποφεύγουν, στις ζώνες προστασίας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, τη ρύπανση ή την υποβάθμιση των οικοτόπων, καθώς και τις επιζήμιες για τα πτηνά διαταράξεις, όταν αυτές έχουν σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς στόχους του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη θα προσπαθήσουν, επίσης, να αποφύγουν τη ρύπανση ή τη φθορά των οικοτόπων και έξω από τις ζώνες προστασίας.»

20.

Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής προβλέπει:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 9, τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα για να εγκαθιδρύσουν ένα γενικό καθεστώς προστασίας όλων των ειδών πτηνών που αναφέρονται στο άρθρο 1 και περιλαμβάνουν ειδικότερα την απαγόρευση:

[…]

β)

της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών και της αφαιρέσεως των φωλιών·

[…]

δ)

της σκόπιμης ενόχλησης των πτηνών, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, όταν αυτή έχει σημαντικές συνέπειες σε σχέση με τους αντικειμενικούς σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

[…]».

21.

Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.   Εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ικανοποιητικές λύσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 8 για τους εξής λόγους:

α)

– για λόγους υγείας και δημόσιας ασφάλειας,

[…]

για να προληφθούν σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες, στα οικιακά ζώα, στα δάση, στην αλιεία και στα ύδατα,

[…]

2.   Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να μνημονεύουν:

α)

τα είδη που αποτελούν αντικείμενο εξαιρέσεων·

[…]

γ)

τις συνθήκες κινδύνου και τις χρονικές και τοπικές περιστάσεις στις οποίες οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοσθούν·

δ)

την αρχή η οποία είναι αρμόδια να δηλώσει ότι πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και να αποφασίσει ποια μέσα, εγκαταστάσεις ή μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε ποια όρια και από ποια πρόσωπα·

ε)

τους ελέγχους που θα πραγματοποιηθούν.

3.   Τα κράτη μέλη απευθύνουν κάθε χρόνο στην Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2.

4.   Βάσει των πληροφοριών που διαθέτει και ιδιαίτερα αυτών που της έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, η Επιτροπή μεριμνά συνεχώς ώστε οι συνέπειες των εξαιρέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να μην είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα οδηγία. Η Επιτροπή παίρνει τις κατάλληλες για το σκοπό αυτόν πρωτοβουλίες.»

22.

Μεταξύ των διαφόρων ειδών που παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας περί πτηνών περιλαμβάνονται ο λευκονώτης δρυοκολάπτης, ο τριδάκτυλος δρυοκολάπτης, η σπουργιτόγλαυκα, ο αιγιωλιός, η σφηκοβαρβακίνα (Pernis apivorus), ο νανομυγοχάφτης (Ficedula parva) και ο κρικομυγοχάφτης (Ficedula albicollis).

II. Το ιστορικό της διαφοράς

Α.   Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

23.

Με την απόφαση 2008/25/ΕΚ, της 13ης Νοεμβρίου 2007, βάσει της οποίας εγκρίνεται, σύμφωνα με την οδηγία [περί οικοτόπων], ένας πρώτος ενημερωμένος κατάλογος των τόπων κοινοτικής σημασίας για την ηπειρωτική βιογεωγραφική περιοχή ( 7 ), κατόπιν προτάσεων των κρατών μελών, η Επιτροπή ενέκρινε τον χαρακτηρισμό της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska (Πολωνία), σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας περί οικοτόπων, ως ΤΚΣ, με κωδικό PLC200004, λόγω της παρουσίας φυσικών οικοτόπων και οικοτόπων ορισμένων ζωικών ειδών προτεραιότητας. Η περιοχή αυτή, η οποία δημιουργήθηκε για την προστασία δέκα τύπων φυσικών οικοτόπων και 55 φυτικών και ζωικών ειδών, αποτελεί επίσης χαρακτηρισμένη ΖΕΠ σύμφωνα με την οδηγία περί πτηνών.

24.

Η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα φυσικά δάση στην Ευρώπη και χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα νεκρά και γηραιά δέντρα, ιδίως αιωνόβια. Περιλαμβάνει, στην έκτασή της, φυσικούς οικοτόπους «προτεραιότητας», κατά την έννοια του παραρτήματος Ι της οδηγίας περί οικοτόπων, όπως δασώδεις τυρφώνες (κωδικός Natura 2000 91D0) και αλλουβιακά δάση με ιτιές, λεύκες, κλήθρες και μελίες (κωδικός Natura 2000 91E0), καθώς και άλλους οικοτόπους «κοινοτικής σημασίας», μεταξύ των οποίων υποηπειρωτικά δάση δρυός και καρπίνου (κωδικός Natura 2000 9170). Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, σύμφωνα με έκθεση της Forest Europe, το 2015, τα δάση που δεν είχαν διαταραχθεί από τον άνθρωπο αντιπροσώπευαν στην Ευρώπη μόνον το 3 % περίπου της συνολικής δασικής επιφάνειας και ότι στην Πολωνία αντιπροσώπευαν το 0,63 % της συνολικής δασικής επιφάνειας ( 8 ).

25.

Στην έκταση της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska εντοπίζονται πολλά είδη σαπροξυλικών κανθάρων, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας περί οικοτόπων, μεταξύ άλλων, ο Boros schneideri και ο Rhysodes sulcatus, ή ακόμη και οι κάνθαροι που περιλαμβάνονται επίσης στο παράρτημα IV, στοιχείο α ʹ, της οδηγίας αυτής, ως είδη που απαιτούν αυστηρή προστασία, όπως ο Cucujus cinnaberinus, ο Buprestis splendens, ο Phryganophilus ruficollis και ο Pytho kolwensis. Υπάρχουν επίσης είδη πτηνών που περιλαμβάνονται, αφενός, στο παράρτημα Ι της οδηγίας περί πτηνών, των οποίων ο οικότοπος αποτελείται από θνήσκουσες και νεκρές ερυθρελάτες, περιλαμβανομένων των δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη (Ips typographus), όπως, ιδίως, η σφηκοβαρβακίνα, ο νανομυγοχάφτης, ο κρικομυγοχάφτης, ο λευκονώτης δρυοκολάπτης, ο τριδάκτυλος δρυοκολάπτης, η σπουργιτόγλαυκα και ο αιγιωλιός, και, αφετέρου, στο παράρτημα ΙΙ, μέρος Β, της οδηγίας αυτής, όπως το φασσοπερίστερο (Columba oenas), αποδημητικό είδος που εμπίπτει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

26.

Λόγω της φυσικής του αξίας, το Puszcza Białowieska (στο εξής: δάσος της Białowieża) είναι επίσης εγγεγραμμένο στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς της Εκπαιδευτικής, Επιστημονικής και Πολιτιστικής Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών (Unesco).

27.

Η περιοχή του δικτύου Natura 2000 της Puszcza Białowieska, που καλύπτει 63147,58 εκτάρια, διοικείται από δύο διαφορετικές αρχές. Μία από αυτές είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση του Białowieski Park Narodowy (εθνικός δρυμός της Białowieża, Πολωνία), ήτοι μια έκταση που αντιπροσωπεύει το 17 % περίπου της συνολικής επιφάνειας της περιοχής αυτής του δικτύου Natura 2000, δηλαδή περίπου 10500 εκτάρια. Η έτερη αρχή, η Lasy Państwowe (Εθνική Δασική Υπηρεσία, Πολωνία) ( 9 ), διαχειρίζεται, σε επιφάνεια 52646,88 εκταρίων, τις τρεις δασικές εκτάσεις της Białowieża (12586,48 εκτάρια), του Browsk (20419,78 εκτάρια) και της Hajnówka (19640,62 εκτάρια) ( 10 ). Η δασική έκταση της Białowieża αντιπροσωπεύει το 20 % περίπου της συνολικής επιφάνειας της εν λόγω περιοχής, ήτοι επιφάνεια που ισοδυναμεί με την επιφάνεια του εθνικού δρυμού, και αντιστοιχεί σε ποσοστό 24 % περίπου του αθροίσματος της επιφάνειας των τριών δασικών εκτάσεων.

28.

Στις 17 Μαΐου 2012, ο Minister Środowiska (Υπουργός Περιβάλλοντος, Πολωνία) εξέδωσε σύσταση για την απαγόρευση των μέτρων διαχείρισης εντός των αιωνόβιων δασοσυστάδων. Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η σύσταση αυτή παρεμπόδισε στην πράξη την εκτέλεση αποτελεσματικών δραστηριοτήτων διατηρήσεως σε αυτές τις δασοσυστάδες, δραστηριότητες που συνίστανται στην έγκαιρη αφαίρεση και απομάκρυνση εκτός της απειλούμενης ζώνης, σε επαρκή όγκο, των ερυθρελατών που είχαν προσβληθεί από βόστρυχο του χαράκτη, με αποτέλεσμα να παρεμποδιστούν οι δυνατότητες ταχείας αντιδράσεως στην αυξανόμενη εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη.

29.

Στις 9 Οκτωβρίου 2012, κατόπιν αιτήματος της Regionalna Dyrekcja Lasów Państwowych w Białymstoku (περιφερειακή διεύθυνση της Δασικής Υπηρεσίας του Białystok, Πολωνία), και σε απάντηση έρευνας προ παραβάσεως EU Pilot ( 11 ) που κινήθηκε από την Επιτροπή τον Ιούνιο του 2011, ο Υπουργός Περιβάλλοντος ενέκρινε το Plan Urządzenia LASU (σχέδιο δασικής διαχειρίσεως), συνοδευόμενο από προβλέψεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (στο εξής: ΣΔΔ του 2012).

30.

Το σχέδιο αυτό περιλάμβανε, για τη δασική έκταση της Białowieża, περιγραφή των δασών και των γαιών που προορίζονται για τη δάσωση συνολικής επιφάνειας 12592,71 εκταρίων, ανάλυση της δασικής οικονομίας, πρόγραμμα προστασίας της φύσης και ορισμό των στόχων σχετικά με:

τον όγκο των δασικών προϊόντων (από κοπές που προηγήθηκαν της υλοτομίας και από κοπή των δένδρων) που ανερχόταν σε 63471 m3 ξυλείας·

την επιφάνεια που προβλέπεται για δάσωση και αναδάσωση (ήτοι 12, 77 εκτάρια)·

την επιφάνεια που προβλέπεται για τη συντήρηση του δάσους (ήτοι 2904,99 εκτάρια)·

την προστασία των δασών και ιδίως τα μέτρα προστασίας κατά των πυρκαγιών·

τη θηρευτική οικονομία, και

τις ανάγκες περί τεχνικών υποδομών.

31.

Το σχέδιο αυτό, το οποίο μείωσε τον εγκεκριμένο όγκο απολήψεως ξυλείας για τις τρεις δασικές εκτάσεις σε περίπου 470000 m3 για περίοδο δέκα ετών, σε σημαντική αναλογία σε σχέση με τα 1500000 m3 της υπό απόληψη ξυλείας μεταξύ των ετών 2003 και 2012, καθόρισε το όριο σε 63471 m3 για τη δασική έκταση της Białowieża ( 12 ).

32.

Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι, λόγω της μαζικής απολήψεως ξυλείας μεταξύ των ετών 2012 και 2015, ο μέγιστος όγκος που είχε εγκριθεί στο ΣΔΔ του 2012 για περίοδο δέκα ετών συμπληρώθηκε στη δασική έκταση της Białowieża εντός περίπου τριών ετών. Παράλληλα, η Δασική Υπηρεσία διαπίστωσε εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

33.

Στις 6 Νοεμβρίου 2015, ο Regionalny Dyrektor Ochrony Środowiska w Białymstoku (περιφερειακός διευθυντής περιβαλλοντικής προστασίας του Białystok, Πολωνία) εξέδωσε ένα Plan Zadań Ochronnych (σχέδιο διαχειρίσεως ( 13 )) (στο εξής: PZO του 2015) ( 14 ), το οποίο καθορίζει τους στόχους διατηρήσεως και θεσπίζει τα μέτρα διατηρήσεως για την περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska για τις τρεις δασικές εκτάσεις της Białowieża, του Browsk και της Hajnówka, σύμφωνα με τους στόχους του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων. Αυτό το PZO του 2015 είναι πράξη τοπικού δικαίου και πρέπει, κατά την Επιτροπή, να θεωρηθεί ως σχέδιο «αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

34.

Στο παράρτημα 3 του PZO του 2015, οι πολωνικές αρχές διευκρίνισαν, με βάση τους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους ειδών ζώων και πτηνών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας περί οικοτόπων καθώς και με βάση τους οικοτόπους ειδών ζώων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής και πτηνών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας περί πτηνών, τις πρακτικές δασικής διαχειρίσεως που αποτελούν δυνητικούς κινδύνους για τη διαφύλαξη ικανοποιητικού καθεστώτος διατηρήσεως των οικοτόπων που βρίσκονται στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώθηκαν, μεταξύ άλλων, η κοπή των δέντρων σε υπεραιωνόβιες δασοσυστάδες δύο τύπων οικοτόπων (δάση δρυός και καρπίνου και αλλουβιακά δάση), η αφαίρεση νεκρών ή θνήσκοντων δένδρων ή προσβεβλημένων από σκολύτη δένδρων (πεύκα ή ερυθρελάτες που είχαν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη) άνω των 100 ετών, καθώς και οι δασικές κοπές και η ανανέωση των δασών και των μεικτών δασών μέσω δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως.

35.

Το παράρτημα 5 του PZO του 2015 ορίζει ως ακολούθως τα μέτρα διατηρήσεως για την πρόληψη δυνητικών κινδύνων που προσδιορίζονται στο παράρτημα 3 αυτού του PZO για τους προστατευόμενους οικοτόπους και είδη που απαντώνται στις τρεις δασικές εκτάσεις:

απαγόρευση δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως (όπως η κοπή, η αναδάσωση, η συντήρηση) σε όλες τις δασοσυστάδες στους οικοτόπους τύπου 91D0 (δασώδεις τυρφώνες) και τύπου 91E0 (αλλουβιακά δάση με ιτιές, λεύκες, κλήθρες και μελίες)·

απαγόρευση δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως σε όλες τις δασοσυστάδες ενός είδους που αποτελούνται σε ποσοστό τουλάχιστον 10 % από αιωνόβια δένδρα στον οικότοπο τύπου 9170 (υποηπειρωτικά δάση δρυός και καρπίνου), στους οικοτόπους της σφηκοβαρβακίνας, του λευκονώτη δρυοκολάπτη, του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη, του νανομυγοχάφτη, του κρικομυγοχάφτη, του Buprestis splendens και του Cucujus cinnaberinus, του Boros Schneideri και του Osmoderma eremita·

απαγόρευση των δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως σε όλες τις δασοσυστάδες ενός είδους που αποτελούνται σε ποσοστό τουλάχιστον 10 % από αιωνόβια δένδρα (δασοσυστάδες ερυθρελάτης, πεύκων, ή συνδυασμού ερυθρελάτης και πεύκων) στους οικοτόπους της σπουργιτόγλαυκας και του αιγιωλιού·

για τους σκοπούς της διατηρήσεως των οικοτόπων του Pytho Kolwensis, του Phryganophilus ruficollis και του Rhysodes sulcatus, διατήρηση των νεκρών δέντρων στις υπό εκμετάλλευση δασοσυστάδες, ιδίως μέσω της διατηρήσεως όλων των υπεραιωνόβιων νεκρών ερυθρελατών, έως την πλήρη αποικοδόμησή τους σε ανόργανες ύλες, εκτός εάν αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

36.

Στις 25 Μαρτίου 2016, ο Υπουργός Περιβάλλοντος ενέκρινε, κατόπιν αιτήσεως του γενικού διευθυντή της Δασικής Υπηρεσίας, παράρτημα στο ΣΔΔ του 2012 (στο εξής: παράρτημα του 2016), καταρτισθέν από την περιφερειακή διεύθυνση της Δασικής Υπηρεσίας στο Białystok, το οποίο τροποποιεί τα μέρη του ΣΔΔ του 2012 που αφορούν, πρώτον, τη συνολική επιφάνεια δασών και γαιών που προορίζονταν για δάσωση, σε συνάρτηση με την κατάσταση που υφίστατο την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτάσεως (κατόπιν τροποποιήσεως), 12585,30 εκταρίων, δεύτερον, τον όγκο της εκμεταλλεύσεως των βασικών δασικών προϊόντων (που προκύπτουν από κοπές που προηγήθηκαν της υλοτομίας και από κοπή δένδρων), που ανέρχεται (κατόπιν τροποποιήσεως) σε 188000 m3 ξυλείας καθαρών προϊόντων και, τρίτον, την επιφάνεια που προορίζεται για δάσωση και αναδάσωση, εκτάσεως (κατόπιν τροποποιήσεως) 28, 63 εκταρίων.

37.

Η έγκριση του παραρτήματος του 2016 δικαιολογείται από «την επέλευση σοβαρών βλαβών εντός των δασοσυστάδων, κατόπιν της συνεχούς εξαπλώσεως του βόστρυχου [του χαράκτη] της ερυθρελάτης, με αποτέλεσμα (κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής του ΣΔΔ [του 2012]), την ανάγκη αυξήσεως της δασικής εκμεταλλεύσεως (προϊόντα μεμονωμένων κοπών) προκειμένου να διατηρηθούν τα δάση σε υγιή κατάσταση, να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δασικών οικοσυστημάτων, να διακοπεί η υποβάθμισή τους και να αρχίσει μια διαδικασία αναγεννήσεως των φυσικών οικοτόπων, περιλαμβανομένων των οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος».

38.

Στο εν λόγω παράρτημα αναφέρεται ότι αυτό «αφορά πρωτίστως την αφαίρεση των ερυθρελατών που έχουν προσβληθεί, με σκοπό τον περιορισμό της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη (ανάγκη πραγματοποιήσεως εξυγιαντικής υλοτομίας)».

39.

Διευκρινίζεται επίσης ότι θα ακολουθήσει «η απομάκρυνση δένδρων προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφάλεια των προσώπων που μεταβαίνουν στο δάσος της Białowieża, διότι η συσσώρευση θνησκόντων δένδρων αποτελεί δημόσιο κίνδυνο», στις «τουριστικές διαδρομές καθώς και στους τόπους αναπαύσεως και ψυχαγωγίας στο δάσος».

40.

Επισημαίνεται, τέλος, στο εν λόγω παράρτημα, ότι «η ξηρασία κατά τα τελευταία έτη αύξησε τον μαρασμό των δένδρων και των δασοσυστάδων ερυθρελάτης, με αποτέλεσμα την αύξηση του κινδύνου πυρκαγιάς στο δάσος της Białowieża».

41.

Το παράρτημα του 2016 παρέχει ως εκ τούτου τη δυνατότητα τριπλασιασμού σχεδόν της δασικής εκμεταλλεύσεως στη δασική έκταση της Białowieża, από 63471 m3 σε 188000 m3 για την περίοδο από το έτος 2012 έως το έτος 2021, και τη δυνατότητα διενέργειας δραστηριοτήτων ενεργού δασικής διαχειρίσεως, όπως δραστηριότητες εξυγιαντικής υλοτομίας, αναδασώσεως και ανανεώσεως, σε ζώνες που μέχρι τούδε είχαν αποκλειστεί από οποιαδήποτε παρέμβαση.

42.

Όπως και κατά την έκδοση του ΣΔΔ του 2012, ελήφθη υπόψη η θετική γνώμη του περιφερειακού διευθυντή περιβαλλοντικής προστασίας του Białystok. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, προκειμένου να εκδοθεί το παράρτημα του 2016, η περιφερειακή διεύθυνση της Δασικής Υπηρεσίας του Białystok προέβη, το 2015, σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων μέτρων, από όπου προέκυψε ότι «δεν έχουν καμία σημαντική επίπτωση στο περιβάλλον ούτε, ειδικότερα, στους στόχους διατηρήσεως και στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000».

43.

Με έγγραφο επίσης της 25ης Μαρτίου 2016, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και ο γενικός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας, αποσκοπώντας στην επίλυση των διαφορών που είχαν ανακύψει από τις αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με τον τρόπο διαχειρίσεως του δάσους της Białowieża «βάσει επιστημονικών γνώσεων», κατάρτισαν πρόγραμμα αποκαταστάσεως, με τίτλο «πρόγραμμα σχετικά με το δάσος της Białowieża ως πολιτιστική και φυσική κληρονομιά της U[nesco] και ως περιοχή που ανήκει στο δίκτυο Natura 2000». Το πρόγραμμα αυτό αποσκοπεί στην «ενδελεχή τεκμηρίωση των διαφορετικών απόψεων, καθώς και στον προσδιορισμό της ευθύνης συγκεκριμένων προσώπων όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται». Αποφασίστηκε προς τον σκοπό αυτό:

«να συγκεντρωθούν και να τεθούν στη διάθεση του κοινού» τα επιστημονικά και νομικά έγγραφα που αφορούν το δάσος της Bialowieża·

να υλοποιηθεί πρόγραμμα έρευνας και παρακολουθήσεως, που να περιλαμβάνει προσδιορισμό και περιγραφή των γεωτεμαχίων που αποτέλεσαν το αντικείμενο μέτρων δασικής διαχειρίσεως και εκμεταλλεύσεως από τον άνθρωπο, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών. Σε κάθε δασοσυστάδα πρέπει, αφενός, να υπολογιστεί ο αριθμός και ο όγκος των νεκρών δένδρων, και, αφετέρου, να μετρηθεί η περιεκτικότητα σε οργανικό άνθρακα της φυλλοστρωμνής καθώς και της διατομής του εδάφους, και

να δημιουργηθεί φωτογραφική τεκμηρίωση.

44.

Προβλέφθηκε επίσης στο πρόγραμμα αυτό, για να δοθεί τέλος στην επιστημονική αντιπαράθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα της ανθρώπινης παρεμβάσεως και της κοπής των δένδρων, να διεξαχθεί μακροπρόθεσμη πειραματική δοκιμή, συνιστάμενη στην επί μέρους διατήρηση του ενός τρίτου της επιφάνειας των δασικών εκτάσεων όπου θα αξιολογηθούν οι συνέπειες της μη εφαρμογής μέτρων δασικής διαχειρίσεως, με σκοπό να συγκριθούν με τις συνέπειες των «δραστηριοτήτων κοπής και εκμεταλλεύσεως των δένδρων (μεταξύ άλλων)» που προβλέπονται ήδη για το 2016 και οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στο λοιπό τμήμα των δασικών εκτάσεων. Προβλέπεται επίσης ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων.

45.

Στις 31 Μαρτίου 2016, ο γενικός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας εξέδωσε, σύμφωνα με τα καθήκοντά του και «λαμβάνοντας υπόψη τις επιταγές που συνδέονται με τη διαφοροποίηση των κινδύνων σημαντικής υποβαθμίσεως των φυσικών οικοτόπων και αφανισμού της βιοποικιλότητας, εξαιτίας μιας άνευ προηγουμένου εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη, στην περιοχή του δάσους της Białowieża», την απόφαση αριθ. 52 με την οποία καθορίστηκαν «λειτουργικές ζώνες αναφοράς» στην περιοχή των δασικών εκτάσεων της Białowieża και του Browsk. Οι ζώνες αντιπροσωπεύουν το 33 % περίπου της επιφάνειας της δασικής εκτάσεως της Białowieża, ήτοι 4137,28 εκτάρια, και η διαχείρισή τους πραγματοποιείται σύμφωνα με τα μέτρα που καθορίστηκαν στο ΣΔΔ του 2012. Η απόφαση αριθ. 52 ορίζει ότι, για αυτές τις περιοχές αναφοράς, από την 1η Απριλίου 2016 και λαμβανομένων υπόψη των ισχυόντων στις περιφέρειες αυτές σχεδίων δασικής διαχειρίσεως, θα πραγματοποιείται «δασική διαχείριση με στόχο τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων διαμορφώσεως της βιοποικιλότητας (στην πράξη) αποκλειστικά κατόπιν φυσικών διεργασιών». Διευκρινίζεται στην εν λόγω απόφαση ότι αυτή η δραστηριότητα διαχειρίσεως περιορίζεται:

«1)

στην κοπή των δένδρων που αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, καθώς και κίνδυνο για την πρόκληση πυρκαγιάς, που συνδέεται με την εγκατάλειψη των κομμένων δένδρων επιτόπου·

2)

στο να επιτρέψει στις προαναφερθείσες ζώνες να ανανεωθούν με φυσικό τρόπο, κατά την έννοια των κανόνων της δασοκομίας·

3)

στη διατήρηση των δασικών πόρων σε κατάσταση όπου θα ελαχιστοποιείται η εισχώρηση του ανθρώπου στο δάσος, προκειμένου να αποφευχθεί η αλλοίωση των προαναφερθεισών φυσικών διεργασιών, υπό την επιφύλαξη της προσβάσεως στο δάσος που αναφέρεται στο σημείο 4)·

4)

στην υλοποίηση των μη παραγωγικών λειτουργιών του δάσους, ως τόπου που διατίθεται για την πραγματοποίηση επιστημονικών μελετών και παρόμοιων ενεργειών·

5)

στη δημιουργία περιοχής προστασίας, κατά μήκος των ορίων των ζωνών αυτών, με την τοποθέτηση φερομονικών παγίδων, ήτοι λύσεων που αποσκοπούν στην αποτροπή της μεταφοράς από και προς τις ζώνες αυτές επιβλαβών οργανισμών σε βαθμό που να απειλούν την επιβίωση των δασών».

Η απόφαση αριθ. 52 ορίζει ότι οι εν λόγω ζώνες δεν περιλαμβάνουν, εντούτοις, τα πάρκα άγριας πανίδας.

46.

Στο τμήμα 2 της αποφάσεως αυτής, προβλέπεται ότι, στα δάση που ανήκουν στις δασικές εκτάσεις της Białowieża και του Browsk και βρίσκονται εκτός των ζωνών αναφοράς, η δραστηριότητα της διαχειρίσεως με βάση τα σχέδια δασικής διαχειρίσεως θα διεξάγεται σύμφωνα με τις αρχές της αειφόρου διαχειρίσεως των δασών. Διευκρινίζεται ότι, «ωστόσο, η διαχείριση αυτή θα διεξάγεται κατά τρόπο που διασφαλίζει, στην πράξη, την προστασία της φύσης, με την εφαρμογή μεθόδων δασικής διαχειρίσεως».

47.

Σύμφωνα με το τμήμα 3 της εν λόγω απόφασης, «οι δραστηριότητες στη χωρική αρμοδιότητα των δασικών εκτάσεων της Białowieża και του Browsk σχετικά με την απογραφή του φυσικού πλούτου, την παρακολούθηση της βιοποικιλότητας, της καταστάσεως των φυσικών οικοτόπων και του ισοζυγίου του άνθρακα των δασικών οικοσυστημάτων, καθώς και σχετικά με τη συλλογή πραγματικών στοιχείων, διέπονται από χωριστή διάταξη του γενικού διευθυντή της Δασικής Υπηρεσίας, σχετικά με τη φυσική απογραφή όλων των εκτάσεων που διαχειρίζεται η εν λόγω υπηρεσία». Ο περιφερειακός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας, κατά την παράγραφο 2 του τμήματος αυτού, υποβάλλει έκθεση ανά διετία (από την 31η Ιανουαρίου 2017) για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων και για την κατάσταση διατηρήσεως της βιοποικιλότητας εντός του δάσους της Białowieża.

48.

Δυνάμει του τμήματος 4, στοιχείο b, της αποφάσεως αριθ. 52, είναι δυνατή η παρέκκλιση από την εξαίρεση των εκτάσεων αυτών από τις δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχειρίσεως σε περίπτωση «εκτελέσεως εργασιών, όταν η υποχρέωση εκτελέσεως των εν λόγω εργασιών απορρέει από νομικές διατάξεις γενικής εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένου του PZO σχετικά με την περιοχή του δικτύου Natura 2000».

49.

Στις 17 Φεβρουαρίου 2017 ( 15 ), ο γενικός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας εξέδωσε, για τις τρεις δασικές εκτάσεις, την απόφαση αριθ. 51 «σχετικά με την κοπή των δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη και με την αποκομιδή των δένδρων που αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και δημιουργούν κίνδυνο πυρκαγιάς, σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των δασοσυστάδων στις δασικές εκτάσεις της Białowieża, [του] Browsk και [της] Hajnówka» ( 16 ).

50.

Το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής ορίζει ότι, «[λ]όγω της έκτακτης, καταστροφικής καταστάσεως που προκλήθηκε από την εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη στην περιοχή της Puszcza Białowieska, ο διευθυντής της περιφερειακής διευθύνσεως της Δασικής Υπηρεσίας του Białystok και οι δασικοί επιθεωρητές των δασικών εκτάσεων [της] Białowieża, [του] Browsk και της Hajnówka υποχρεούνται:

1.

να προβούν, χωρίς καθυστέρηση, στα δάση που τελούν υπό τη διαχείριση της Δασικής Υπηρεσίας, στην κοπή των δέντρων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, πρώτον κατά μήκος των οδών επικοινωνίας και των τουριστικών διαδρομών, διασφαλίζοντας ουσιαστική και κατά προτεραιότητα τήρηση των επιταγών της δημόσιας ασφάλειας·

2.

να προβούν στην απομάκρυνση των ξηρών δένδρων, καθώς και των καταλοίπων υλοτομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, μεταξύ άλλων μέσω μεταφοράς, ή μέσω πρίσεως και μεταφοράς·

3.

να προβούν στη συνεχή και έγκαιρη κοπή των δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των δασοσυστάδων, καθώς και στην αποκομιδή της ξυλείας και στην μεταφορά της σε εύθετο χρόνο (ή στην αποφλοίωση και αποθήκευσή της)·

4.

να προβούν –χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα της φυσικής απογραφής των δασών της Puszcza Białowieska που πραγματοποιήθηκε από τη Δασική Υπηρεσία το 2016– στην εφαρμογή και τη συνεχή επικαιροποίηση των στρατηγικών για την αποκατάσταση των δασοσυστάδων μετά την εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη στον δρυμό της Puszcza Białowieska, εφαρμόζοντας διαφορετικές μεθόδους ανανεώσεως (φυσική αναγέννηση, αναδάσωση διά σποράς ή φυτεύσεως) και προστασίας, με σκοπό την ανασύσταση και την αποκατάσταση των φυτικών κοινοτήτων, και ιδιαίτερα την προστασία των ιδιαίτερα σημαντικών φυσικών οικοτόπων που καλύπτονται από την προστασία της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska και, σε περίπτωση ανάγκης τεχνητής αναγεννήσεως, να χρησιμοποιήσουν δένδρα και δενδρύλλια που προέρχονται από την Puszcza Białowieska·

5.

να προβούν στην παρακολούθηση των αποτελεσμάτων που αναφέρονται στο σημείο 4, πραγματοποιώντας τακτικά την απογραφή της καταστάσεως των δασών και αξιολόγηση της βιοποικιλότητας, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, δίκτυο επιφανειών για φυσική καταγραφή μεγάλης κλίμακας·

6.

να ενσωματώσουν την ξυλεία που θα περισυλλεγεί μετά τις εργασίες υλοτομίας που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 3 στην υλοποίηση του έργου Leśne Gospodarstwa Węglowe (δασικές εκμεταλλεύσεις για τη δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα), στο οποίο αναφέρεται η απόφαση αριθ. 2 του γενικού διευθυντή, της 17ης Ιανουαρίου 2017 [έργο με στόχο την αύξηση της απορρόφησης του CO2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου μέσω των δασών]. Η ξυλεία από τα ξηρά δένδρα που δεν έχουν προσβληθεί [από τον βόστρυχο του χαράκτη] (νεκρά μη παραγωγικά δένδρα) μπορεί να εναποθηκευθεί σε μεταβατικές εγκαταστάσεις που θα δημιουργηθούν στα γεωτεμάχια που θα εκκενωθούν και σε μη κατειλημμένες εκτάσεις. Η ξυλεία από τα δένδρα που έχουν προσβληθεί (από σκολύτη) πρέπει να αποφλοιωθεί και να αποθηκευτεί σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται από τις οδηγίες περί της δασικής προστασίας. Οι ζώνες αποθήκευσης ξυλείας προστατεύονται έναντι πυρκαγιάς·

7.

να οργανώσουν ένα σύστημα πωλήσεως της περισυλλεγείσας ξυλείας κατόπιν των εργασιών υλοτομίας που αναφέρονται στα σημεία 1 έως 3 για τις ανάγκες των κατοίκων των δήμων που βρίσκονται στην περιοχή της Puszcza Białowieska».

51.

Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής προβλέπει ότι «οι εργασίες υλοτομίας που αναφέρονται στο άρθρο 1 εξαιρούνται από τους περιορισμούς σχετικά με την ηλικία των δένδρων και τη λειτουργία των δασοσυστάδων όσον αφορά τα δάση που τελούν υπό τη διαχείριση της Εθνικής Δασικής Υπηρεσίας στη ζώνη της Puszcza Białowieska».

52.

Δεν αμφισβητείται ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αριθ. 51, απομακρύνθηκαν τα ξηρά δένδρα και τα δένδρα που είχαν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη στις τρεις δασικές εκτάσεις της Białowieża, του Browsk και της Hajnówka, σε «ζώνη δασικής αποκαταστάσεως», εκτάσεως 34000 εκταρίων περίπου, η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν το 54 % της επιφάνειας της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

53.

Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η οποία στηρίζεται στα δεδομένα που προέρχονται από τη Δασική Υπηρεσία, οι κοπές δένδρων στο δάσος της Białowieża, που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του έτους 2017, αντιπροσωπεύουν συνολικά περισσότερα από 35000 m3 ξυλείας, εκ των οποίων 29000 m3 ξυλεία από ερυθρελάτη (περίπου 29000 δέντρα). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από μη κυβερνητικές οργανώσεις, που επεξεργάστηκαν τα στοιχεία της Δασικής Υπηρεσίας, οι κοπές δένδρων από υπεραιωνόβιες δασοσυστάδες που πραγματοποιήθηκαν έως το τέλος Μαΐου 2017 παρήγαγαν 2385,13 m3 ξυλείας στη δασική έκταση της Białowieża, 1874 m3 στη δασική έκταση του Browsk και 6540 m3 στη δασική έκταση της Hajnówka.

Β.   Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

54.

Η Επιτροπή, κατόπιν ενημερώσεώς της περί της εγκρίσεως του παραρτήματος του 2016, απέστειλε στις πολωνικές αρχές, στις 7 Απριλίου 2016, μέσω του συστήματος ηλεκτρονικής επικοινωνίας προ παραβάσεως EU Pilot ( 17 ), αίτημα παροχής διευκρινίσεων σχετικά με σειρά ζητημάτων που αφορούσαν την επίπτωση της αυξήσεως της απολήψεως ξυλείας επί της δασικής εκτάσεως της Białowieża στην κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και των ειδών της άγριας πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

55.

Με την από 18ης Απριλίου 2016 απάντησή τους, οι πολωνικές αρχές αιτιολόγησαν την αύξηση του όγκου της υπό απόληψη ξυλείας επικαλούμενες μια άνευ προηγουμένου εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη.

56.

Στις 9 και 10 Ιουνίου 2016, οι υπηρεσίες της Επιτροπής μετέβησαν στο δάσος της Białowieża, για να ερευνήσουν δέκα διαφορετικούς τομείς της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

57.

Στις 17 Ιουνίου 2016, η Επιτροπή απηύθυνε στις πολωνικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, προειδοποιητική επιστολή, λόγω του ότι τα εγκριθέντα στο παράρτημα του 2016 μέτρα δεν ήταν αιτιολογημένα, ότι οι αρχές αυτές είχαν παραλείψει να διασφαλίσουν ότι τα μέτρα αυτά δεν θα έθιγαν την ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska και ότι, επιτρέποντας αύξηση της απολήψεως ξυλείας, είχαν παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχαν από τις οδηγίες περί οικοτόπων και πτηνών.

58.

Με επιστολή της 27ης Ιουνίου 2016 προς τον αρμόδιο για το περιβάλλον Επίτροπο, ο Πολωνός Υπουργός Περιβάλλοντος γνωστοποίησε ότι απαιτούνταν πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τους οικοτόπους και τα είδη της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska και ότι η απογραφή τους ήταν εν εξελίξει.

59.

Οι πολωνικές αρχές απάντησαν στην προειδοποιητική επιστολή στις 18 Ιουλίου 2016, απορρίπτοντας καθ’ ολοκληρίαν τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

60.

Μεταξύ των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2017, ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ του Πολωνού Υπουργού Περιβάλλοντος και του αρμοδίου για το περιβάλλον Επιτρόπου. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος ανέφερε ότι τα πρώτα αποτελέσματα της απογραφής ήταν ήδη γνωστά και ότι είχε αποφασίσει, σε αυτήν τη βάση, να ξεκινήσει τις κοπές δένδρων που προβλέπονταν στο παράρτημα του 2016.

61.

Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2017, η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στη Δημοκρατία της Πολωνίας, προσάπτοντάς της ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, και από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών. Η Επιτροπή κάλεσε τις πολωνικές αρχές να συμμορφωθούν προς αυτήν την αιτιολογημένη γνώμη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της. Αιτιολογούσε την προθεσμία αυτή, προβάλλοντας, ιδίως, πληροφορίες περί ενάρξεως της κοπής δένδρων και τον άμεσο κίνδυνο να υποστεί, ως εκ τούτου, σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

62.

Στις 26 Μαΐου 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη, προβάλλοντας ότι οι προσαπτόμενες παραβάσεις ήταν αβάσιμες.

63.

Η Επιτροπή, κρίνοντας ανεπαρκή την απάντηση αυτή, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Γ.   Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

64.

Με χωριστό δικόγραφο, που υπέβαλε στη Γραμματεία στις 20 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή άσκησε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ και του άρθρου 160, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκειμένου να υποχρεωθεί η Δημοκρατία της Πολωνίας, εν αναμονή της αποφάσεως του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υποθέσεως, αφενός, να παύσει, πλην περιπτώσεως απειλής για τη δημόσια ασφάλεια, τις δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχειρίσεως στους οικοτόπους τύπου 91D0 (δασώδεις τυρφώνες) και 91E0 (αλλουβιακά δάση με ιτιές, λεύκες, κλήθρες και μελίες), και στις αιωνόβιες δασοσυστάδες του οικοτόπου 9170 (υποηπειρωτικά δάση δρυός και καρπίνου), καθώς και στους οικοτόπους του λευκονώτη δρυοκολάπτη, του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη, της σπουργιτόγλαυκας, του αιγιωλιού, της σφηκοβαρβακίνας, του νανομυγοχάφτη, του κρικομυγοχάφτη και του φασσοπερίστερου και στους οικοτόπους των σαπροξυλικών κανθάρων, ήτοι του Cucujus cinnaberinus, του Boros schneideri, του Phryganophilus ruficollis, του Pytho kolwensis, του Rhysodes sulcatus καθώς και του Buprestis splendens και, αφετέρου, να παύσει την απομάκρυνση αιωνόβιων νεκρών ερυθρελατών και τις δραστηριότητες υλοτομίας στο πλαίσιο της εντατικοποιήσεως της δασικής εκμεταλλεύσεως στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, δραστηριότητες οι οποίες στηρίζονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51.

65.

Η Επιτροπή ζήτησε επίσης, δυνάμει του άρθρου 160, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να χορηγηθούν τα προαναφερθέντα προσωρινά μέτρα πριν ακόμη η καθής υποβάλει τις παρατηρήσεις της λόγω του κινδύνου σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης των οικοτόπων και της ακεραιότητας της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

66.

Με διάταξη της 27ης Ιουλίου 2017 ( 18 ), ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε να δεχθεί το εν λόγω αίτημα έως της εκδόσεως της διατάξεως που θα περάτωνε τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

67.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2017, η Επιτροπή συμπλήρωσε την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας από το Δικαστήριο να διατάξει επιπλέον τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει χρηματική ποινή σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που θα της επιβληθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας.

68.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2017, η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να ανατεθεί η εκδίκαση της υποθέσεως στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 161, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο, το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της υποθέσεως αυτής, την ανάθεσε στο τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

69.

Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017 ( 19 ), το Δικαστήριο δέχτηκε το αίτημα της Επιτροπής, έως της εκδόσεως της αποφάσεως που θα περατώσει την παρούσα υπόθεση, αλλά επέτρεψε κατ’ εξαίρεση στη Δημοκρατία της Πολωνίας να υλοποιήσει τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51 καθόσον είναι απολύτως αναγκαίες, και στο μέτρο που είναι αναλογικές, προκειμένου να διαφυλάξει, ευθέως και αμέσως, τη δημόσια ασφάλεια των προσώπων, τούτο δε υπό την προϋπόθεση ότι άλλα, λιγότερο δραστικά μέτρα δεν είναι δυνατά για αντικειμενικούς λόγους. Το Δικαστήριο διέταξε επίσης την Πολωνία να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή, το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της διατάξεως αυτής, όλα τα μέτρα που θα λάμβανε προκειμένου να συμμορφωθεί πλήρως με αυτήν, διευκρινίζοντας, κατά αιτιολογημένο τρόπο, τις δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχειρίσεως που προέβλεπε να υλοποιήσει λόγω της αναγκαιότητάς τους για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί ως προς τη συμπληρωματική αίτηση της Επιτροπής με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η καταβολή χρηματικής ποινής ( 20 ).

70.

Επιπλέον, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 7 Αυγούστου 2017, η Επιτροπή ζήτησε να εκδικασθεί κατά προτεραιότητα η υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2017, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκανε δεκτό το αίτημα αυτό. Εντούτοις, με διάταξη της 11ης Οκτωβρίου 2017 ( 21 ), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε αυτεπαγγέλτως να υπαχθεί η υπό κρίση υπόθεση στην ταχεία διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 133 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

III. Επιχειρήματα των διαδίκων

Α.   Επί του παραδεκτού

71.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν τις δραστηριότητες που υλοποιήθηκαν στις δασικές εκτάσεις του Browsk και της Hajnówka, που αναφέρονται στην απόφαση αριθ. 51. Συγκεκριμένα, αφενός, οι αιτιάσεις αυτές διευρύνουν αδικαιολόγητα το περιεχόμενο των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στην αιτιολογημένη γνώμη, αφής στιγμής οι τελευταίες αυτές αιτιάσεις αναφέρονται αποκλειστικά στις συνέπειες της εκδόσεως του παραρτήματος του 2016 σχετικά με τη δασική έκταση της Białowieża. Ειδικότερα, το αντικείμενο της διαφοράς είναι ευρύτερο rationae loci αλλά και ratione materiae, διότι οι δραστηριότητες που αναφέρονται στην απόφαση αριθ. 51 είναι διαφορετικές από τις δραστηριότητες που ορίζονται στο παράρτημα του 2016. Αφετέρου, η διατύπωση των αιτιάσεων αυτών ήταν ασαφής, ιδίως ως προς το αν οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται αποκλειστικά με την έκδοση του παραρτήματος του 2016 ή αφορούν επίσης τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην απόφαση αριθ. 51.

72.

Προς στήριξη του παραδεκτού του συνόλου των αιτιάσεών της, η Επιτροπή εξέθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το αντικείμενο της διαφοράς μπορεί να διευρυνθεί μεταξύ της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και της ένδικης διαδικασίας, εφόσον τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά είναι της ίδιας φύσεως και συνθέτουν μία και την αυτή συμπεριφορά. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονται στη Δημοκρατία της Πολωνίας στην αιτιολογημένη γνώμη αφορούν αποκλειστικά τη δασική έκταση της Białowieża, καθότι τα μέτρα που είχαν λάβει οι πολωνικές αρχές, κατά την ημερομηνία αυτή, αφορούσαν μόνον αυτή την περιφέρεια. Εντούτοις, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα ίδια μέτρα είχαν επίσης ληφθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας και για τις δύο άλλες δασικές εκτάσεις που αποτελούν μέρος της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν μία και την αυτή συμπεριφορά, η Επιτροπή θεωρεί ότι δικαιολογείται το ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορά το σύνολο της εκτάσεως που καλύπτεται από τα επίμαχα μέτρα κατά την ημερομηνία της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι απόρριψη της προσφυγής της ως απαράδεκτης, με την αιτιολογία ότι η αιτιολογημένη γνώμη δεν αφορούσε πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα αυτής, θα καθιστούσε την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής της εξαιρετικά δυσχερή, αν όχι αδύνατη. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η γεωγραφική διεύρυνση που τελείται μεταξύ της αιτιολογημένης γνώμης και της προσφυγής λόγω παραβάσεως είναι απλώς η συνέπεια της επιλογής των ίδιων των πολωνικών αρχών να λάβουν αποφάσεις ίδιας φύσεως, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, και να τις δημοσιεύσουν με καθυστέρηση, γεγονός που αποκλείει τη δυνατότητα να γίνει δεκτή η διεύρυνση αυτή ως λόγος απαραδέκτου της προσφυγής της.

Β.   Επί της ουσίας

1. Η Επιτροπή

73.

Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, εγκρίνοντας το παράρτημα του 2016 και υλοποιώντας τις προβλεπόμενες σε αυτό εργασίες δασικής διαχειρίσεως, χωρίς να διασφαλίσει ότι το παράρτημα αυτό δεν θα έθιγε την ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

74.

Κατά την Επιτροπή, το παράρτημα του 2016, καθόσον τροποποιεί το ΣΔΔ του 2012, συνιστά σχέδιο ή έργο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, το οποίο όμως ενδέχεται να επηρεάζει σημαντικά την εν λόγω περιοχή λόγω του προβλεπόμενου τριπλασιασμού του εκμεταλλεύσιμου κυβισμού ξυλείας στη δασική έκταση της Białowieża. Σε αντίθεση με τα PZO, τα ΣΔΔ δεν είναι, συγκεκριμένα, σχέδια διαχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων, διότι δεν καθορίζουν τους στόχους και τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000. Τα ΣΔΔ έχουν κυρίως ως αντικείμενο τη ρύθμιση των πρακτικών δασικής διαχειρίσεως, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, τον μέγιστο όγκο της προς απόληψη ξυλείας και θεσπίζοντας μέτρα δασικής προστασίας. Πρέπει, επομένως, πριν από την έκδοση ή τροποποίησή τους, να διενεργηθεί κατάλληλη εκτίμηση των επιπτώσεών τους στην οικεία περιοχή του δικτύου Natura 2000, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεως της περιοχής αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, πράγμα που εξάλλου συνέβη εν προκειμένω, διότι η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβη το 2015 σε τέτοια εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου του παραρτήματος του 2016 στη διατήρηση της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

75.

Η Επιτροπή φρονεί, πάντως, ότι οι πολωνικές αρχές παρέλειψαν να διασφαλίσουν ότι το παράρτημα του 2016 δεν θα είχε επιπτώσεις στην ακεραιότητα αυτής της περιοχής του δικτύου Natura 2000, ακεραιότητα που συνεπάγεται την αειφόρο διαφύλαξη των χαρακτηριστικών που συνθέτουν την περιοχή αυτή και συνδέονται με την παρουσία ενός φυσικού οικοτόπου, ο σκοπός της διατηρήσεως του οποίου δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό της περιοχής αυτής ως ΤΚΣ και ΖΕΠ. Εν προκειμένω, τα χαρακτηριστικά της ακεραιότητας της εν λόγω περιοχής του δικτύου Natura 2000 είναι τα ακόλουθα: οι φυσικές οικολογικές διεργασίες που διεξάγονται εκεί (φυσική αναγέννηση των δένδρων, φυσική επιλογή των ειδών, οικολογική φυσική διαδοχή), η ποικιλότητα της συνθέσεως των ειδών και η ηλικιακή διάρθρωση των δασοσυστάδων της, οι οποίες περιλαμβάνουν σημαντική αναλογία δένδρων στο ακμαιότερο ή στο τελικό στάδιο του κύκλου ζωής τους, η αφθονία των νεκρών δένδρων και η παρουσία ειδών τυπικών για τα φυσικά δάση που δεν έχουν διαταραχθεί από τον άνθρωπο, είδη τα οποία ζουν στους προαναφερθέντες φυσικούς οικοτόπους.

76.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι πολωνικές αρχές δεν μπορούσαν να αποκλείσουν την ύπαρξη επιστημονικών αμφιβολιών σχετικά με την απουσία βλαπτικών αποτελεσμάτων στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska στηριζόμενες στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που καταρτίστηκε το 2015 για την έκδοση του παραρτήματος του 2016, επειδή η εκτίμηση αυτή βασιζόταν στην εκτίμηση που διενεργήθηκε το 2012, για την έγκρισή του ΣΔΔ του 2012, και επικεντρωνόταν στις δασοσυστάδες που είχαν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη. Υποστηρίζει, επίσης, ότι ούτε ο μεταγενέστερος καθορισμός εκτάσεων αναφοράς και εργασιών απογραφής μπορεί να παράσχει την αναγκαία διασφάλιση για την έγκριση των εργασιών δασικής διαχειρίσεως.

77.

Η Επιτροπή επισημαίνει, ειδικότερα, ότι τα μέτρα απομάκρυνσης των νεκρών και θνησκόντων δένδρων, δασικής διαχειρίσεως υπό τη μορφή εξυγιαντικής υλοτομίας, κοπής δένδρων στην περίπτωση των υπεραιωνόβιων δασοσυστάδων στα υποηπειρωτικά δάση δρυός και καρπίνου και στα αλλουβιακά δάση, καθώς και τα μέτρα απομάκρυνσης υπεραιωνόβιων θνησκουσών ή νεκρών ερυθρελατών που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη, προβλεφθέντα στο παράρτημα του 2016, συνιστούν «δυνητικό κίνδυνο» για τους επίμαχους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους των ειδών, που προσδιορίζονται στο PZO του 2015. Από την άλλη πλευρά, η δράση του βόστρυχου του χαράκτη δεν θεωρείται «δυνητικός κίνδυνος», καθόσον τέτοιον κίνδυνο αποτελεί, αντιθέτως, η απομάκρυνση των ερυθρελατών που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη, η οποία θεωρείται ρητώς, στο παράρτημα 3 του PZO του 2015, απειλή για τους οικοτόπους τριών ειδών προστατευόμενων πτηνών.

78.

Η Επιτροπή τονίζει, επιπλέον, ότι, στην παρούσα φάση της επιστημονικής έρευνας, τα στάδια της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη αποτελούν μέρος των φυσικών κύκλων που παρατηρούνται τακτικά σε αυτού του είδους τα δάση. Οι κύκλοι αυτοί δεν αποτελούν άλλωστε το αντικείμενο παρακολουθήσεως εντός του εθνικού δρυμού της Bialowieza, όπου η κατάσταση διατηρήσεως των οικοτόπων είναι καλύτερη σε σχέση με τις δασικές εκτάσεις που διαχειρίζεται η Δασική Υπηρεσία στις οποίες πραγματοποιήθηκε εξυγιαντική υλοτομία. Επιστημονικές μελέτες πιστοποιούν επίσης την καλύτερη κατάσταση διατηρήσεως των οικοτόπων του δάσος της Białowieża στους οποίους απαγορεύεται οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση. Οι επιστήμονες φοβούνται, επιπλέον, ότι η απομάκρυνση των νεκρών ή θνησκόντων δένδρων αποσταθεροποιεί την ηλικιακή δομή των δασοσυστάδων, αποδυναμώνει την ποικιλότητα των προστατευόμενων ειδών και οικοτόπων και προκαλεί τον αφανισμό σημαντικών πηγών τροφής για πολυάριθμα είδη προστατευόμενης πανίδας. Η απομάκρυνση των νεκρών δένδρων στο πλαίσιο εξυγιαντικής υλοτομίας είναι, επομένως, ασυμβίβαστη με τους στόχους διατηρήσεως των προστατευόμενων ζωνών, καθότι η παραμονή των νεκρών δένδρων στο δάσος είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας.

79.

Κατά την Επιτροπή, προκύπτει, εξάλλου, από την απάντηση των πολωνικών αρχών στο αίτημα EU Pilot ότι τα μέτρα που εγκρίθηκαν στο παράρτημα του 2016 θα υλοποιούνταν σε επιφάνεια 5100 εκταρίων, η οποία αντιπροσωπεύει το 58 % της δασικής εκτάσεως της Białowieża και το 8 % της επιφάνειας της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι, με την απάντησή τους στην αιτιολογημένη γνώμη, οι πολωνικές αρχές ανέφεραν ότι, κατόπιν της συνεκτιμήσεως των εκτάσεων αναφοράς, η ζώνη εφαρμογής του παραρτήματος του 2016 εκτείνεται σε 3401 εκτάρια, δηλαδή στο 5,4 % της επιφάνειας της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα μέτρα που εφαρμόστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο, καθότι οι ίδιες οι πολωνικές αρχές αναγνώρισαν ότι οι δραστηριότητες για την παρεμπόδιση της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη θα επεκταθούν σε συνολική επιφάνεια 34000 εκταρίων, ενώ οι εκτάσεις αναφοράς επί των οποίων δεν θα εφαρμοστούν τα μέτρα αυτά καλύπτουν 17000 εκτάρια. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στην προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως αμελητέες, πολλώ δε μάλλον διότι, καθορίζοντας, στο ΣΔΔ του 2012, τον όγκο εκμεταλλεύσιμης ξυλείας στα 63471 m3 έως το 2021, οι αρμόδιες αρχές προσδιόρισαν, κατόπιν εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, ένα ισορροπημένο επίπεδο εκμεταλλεύσεως σε σχέση με τους στόχους διατηρήσεως της εν λόγω περιοχής του δικτύου Natura 2000.

80.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, δεν είχαν λάβει υπόψη οι πολωνικές αρχές τις επιφυλάξεις και τις γνώμες που διατύπωσαν επιστημονικοί φορείς. Συναφώς, η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον του 2015 στηρίζεται, αφενός, σε εσφαλμένη μέθοδο, καθόσον δεν αναφέρεται στους ειδικούς στόχους για τη διατήρηση των οικοτόπων και των οικοτόπων των ζώων που αποτέλεσαν το αντικείμενο του PZO του 2015, αφετέρου, σε εκτίμηση από το 2012, και επικεντρώνεται στις δασοσυστάδες που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη. Η εκτίμηση αυτή ούτε προσδιορίζει τη σημασία της ακεραιότητας της επίμαχης περιοχής του δικτύου Natura 2000 ούτε αναφέρει με ποιον τρόπο οι προβλεπόμενες δραστηριότητες ενδέχεται να βλάψουν την εν λόγω περιοχή. Υπάρχει κίνδυνος οι σχεδιαζόμενες δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως να εκτελεσθούν χωρίς να ληφθούν επαρκώς υπόψη οι ανάγκες και οι στόχοι διατηρήσεως αυτών των οικοτόπων και ειδών. Εξάλλου, το παράρτημα του 2016 δεν εξεδόθη βάσει επικαιροποιημένων πληροφοριών, δεδομένου ότι οι πολωνικές αρχές, προκειμένου να αποκτήσουν περαιτέρω γνώσεις για τις περιοχές κατανομής των ειδών αυτών, προέβησαν το 2016 σε απογραφή της περιοχής, τα αποτελέσματα της οποίας δεν ήταν οριστικά κατά τον χρόνο εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης.

81.

Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δεν πρέπει να υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία βλαπτικών συνεπειών για την ακεραιότητα της οικείας περιοχής είναι ο χρόνος εκδόσεως της αποφάσεως που εγκρίνει την υλοποίηση του σχεδίου ( 22 ). Ως εκ τούτου, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, ακόμη και μόνο για τον λόγο ότι ο Υπουργός Περιβάλλοντος, εγκρίνοντας το παράρτημα του 2016, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι οι δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα αυτό δεν θα είχαν βλαπτικές συνέπειες στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Εξ αυτού προκύπτει επίσης ότι κανένα μέτρο δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράβαση της διατάξεως αυτής, ούτε καν σε περίπτωση μεταγενέστερης αποδείξεως της απουσίας βλαπτικών συνεπειών, δεδομένου ότι οι όροι της εκδόσεως θετικής αποφάσεως δεν πληρούνταν κατά τον χρόνο εγκρίσεως του παραρτήματος.

82.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι ο προσδιορισμός «εκτάσεων αναφοράς», σε ποσοστό 33 % της επιφάνειας της περιοχής αυτής του δικτύου Natura 2000, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο περιορισμού των βλαπτικών συνεπειών της υλοποιήσεως του παραρτήματος του 2016. Αφενός, οι εκτάσεις αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον που πραγματοποιήθηκε το 2015. Αφετέρου, ο καθορισμός των εν λόγω εκτάσεων δεν παρέχει τη δυνατότητα να αποφευχθούν ή να μειωθούν οι βλαπτικές συνέπειες που προκαλούνται από την υλοποίηση του παραρτήματος αυτού. Με τον καθορισμό των εκτάσεων αυτών, συγκεκριμένα, διατηρείται η προηγούμενη κατάσταση σε τμήμα της δασικής εκτάσεως της Białowieża, αλλά δεν περιορίζονται οι βλαπτικές συνέπειες που απορρέουν από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 στη λοιπή επιφάνεια της εκτάσεως αυτής, το μέγεθος της οποίας είναι μεγαλύτερο. Οι «εκτάσεις αναφοράς», επιπλέον, είχαν οριστεί αυθαίρετα. Στην πραγματικότητα, καθόσον ο προσδιορισμός των εν λόγω εκτάσεων δεν επηρεάζει τον συνολικό μέγιστο όγκο απολήψεως ξυλείας που ορίζεται στο παράρτημα, ο καθορισμός αυτών των ζωνών καταλήγει σε εντατικοποίηση την κοπής δένδρων στη λοιπή δασική έκταση της Białowieża.

83.

Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση από την εξαίρεση των εν λόγω εκτάσεων, καθόσον η απόφαση αριθ. 52 επιτρέπει, στην παράγραφο 4, στοιχείο βʹ, να παρακαμφθούν οι αποδεκτοί στις εκτάσεις αυτές αναφοράς περιορισμοί, και ότι η απόφαση αριθ. 51 προβλέπει την κοπή και την απομάκρυνση των ξηρών δένδρων καθώς και των δένδρων όλων των ηλικιών που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εν λόγω εκτάσεις.

84.

Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας περί πτηνών, υλοποιώντας τις δραστηριότητες ενεργού δασικής διαχειρίσεως που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51.

85.

Ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών, για τα είδη πτηνών του παραρτήματος I της οδηγίας αυτής που έχει ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό μιας ζώνης ως ΖΕΠ και για τα αποδημητικά είδη που δεν μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ειδικής διατηρήσεως, που αφορούν τον φυσικό οικότοπο των ειδών αυτών, για να εξασφαλισθεί η επιβίωση και η αναπαραγωγή τους στη περιοχή κατανομής τους. Η διατήρηση των οικοτόπων της περιοχής του δικτύου Natura 2000 σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως αφορά, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας περί πτηνών, ιδίως, τα ακόλουθα είδη: τη σφηκοβαρβακίνα, τον λευκονώτη δρυοκολάπτη, τον τριδάκτυλο δρυοκολάπτη, τη σπουργιτόγλαυκα, τον αιγιωλιό, τον νανομυγοχάφτη και τον κρικομυγοχάφτη. Το φασσοπερίστερο εντάσσεται στα αποδημητικά είδη που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

86.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ο σκοπός των οδηγιών περί πτηνών και οικοτόπων είναι να καταστεί δυνατή η διατήρηση ή η επαναφορά σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των οικοτόπων των ειδών αυτών και όχι μόνον να αποτραπεί ο αφανισμός τους. Το επιχείρημα ότι η εντατικοποίηση των κοπών συμμορφώνεται με τις διατάξεις σχετικά με τη διατήρηση των πτηνών, καθόσον ο ελάχιστος αριθμός ζευγών δρυοκολαπτών διατηρείται στην επίμαχη περιοχή, είναι, ως εκ τούτου, αβάσιμο.

87.

Η Επιτροπή υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι η απλή αναγραφή των μέτρων διατηρήσεως της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska στο PZO του 2015, χωρίς πραγματική δυνατότητα εφαρμογής τους, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση θεσπίσεως των αναγκαίων μέτρων διατηρήσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων. Αυτή η «θέσπιση» συνεπάγεται, πράγματι, ότι τα μέτρα αυτά μπορούν πράγματι να εφαρμοστούν και να έχουν συνεπώς πρακτική αποτελεσματικότητα. Η ερμηνεία αυτή ισχύει επίσης και για το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών.

88.

Ωστόσο, η εφαρμογή δραστηριοτήτων ενεργού δασικής διαχειρίσεως, όπως οι κοπές δένδρων, η εξυγιαντική υλοτομία και η αναδάσωση, σε οικοτόπους όπου η διαφύλαξη της καταστάσεως διατηρήσεως αποκλείει ρητώς τέτοιες ενέργειες, εξομοιώνοντάς τες με απειλές, αντιτίθεται στα μέτρα διατηρήσεως που προωθούν, ιδίως, «την απαγόρευση των δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως σε όλες τις δασοσυστάδες ενός είδους που αποτελούνται από τουλάχιστον 10 % υπεραιωνόβια δένδρα», «τη διατήρηση των νεκρών δένδρων» καθώς και «τη διατήρηση όλων των αιωνόβιων νεκρών ερυθρελατών έως την πλήρη αποικοδόμησή τους σε ανόργανες ύλες». Συναφώς, οι περιοχές όπου σχεδιάζεται η υλοποίηση των δραστηριοτήτων αυτών συμπίπτουν με τις περιοχές των αιωνόβιων δασοσυστάδων και των οικοτόπων των σαπροξυλικών κανθάρων, κυρίως του Cucujus cinnaberinus και του Boros schneideri. Επιπλέον, ο τριπλασιασμός της δασικής εκμεταλλεύσεως από τούδε μέχρι το 2021 και η συνακόλουθη απομάκρυνση των δένδρων αντιτίθενται προς τα μέτρα διατηρήσεως και παρεμποδίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Οι δραστηριότητες αυτές συνιστούν, από τη φύση τους, απειλές για τους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους ειδών πτηνών και σαπροξυλικών κανθάρων, όπως καταγράφονται στο παράρτημα 3 του PZO του 2015.

89.

Ως εκ τούτου, οι εν λόγω δραστηριότητες όχι μόνον επιτείνουν τις απειλές αυτές, αλλά επιπλέον περιπλέκουν περαιτέρω την εφαρμογή των μέτρων διατηρήσεως που θεσπίστηκαν στο PZO του 2015. Ενδέχεται επίσης να έχουν αρνητικές συνέπειες στη συνολική κατάσταση διατηρήσεως ορισμένων ειδών σαπροξυλικών κανθάρων, ιδίως του Phryganophilus ruficollis και του Buprestis splendens, στην Πολωνία και στην Ευρώπη, ενώ η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska αποτελεί μία από τις τελευταίες ή μία από τις σημαντικότερες περιοχές κατανομής τους στην Ένωση.

90.

Με την τρίτη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, υλοποιώντας τις δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51, καθόσον οι δραστηριότητες αυτές δεν επιτρέπουν να αποφευχθεί η βλάβη ή η καταστροφή των περιοχών αναπαραγωγής ή αναπαύσεως των σαπροξυλικών κανθάρων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ήτοι του Cucujus cinnaberinus, του Buprestis splendens, του Phryganophilus ruficollis και του Pytho kolwensis, και συνιστούν, κατά συνέπεια, σοβαρή απειλή για την επιβίωσή τους.

91.

Το άρθρο 12 της οδηγίας περί οικοτόπων επιβάλλει στα κράτη μέλη τόσο να θεσπίσουν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο όσο και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα μέτρα για την ανάσχεση της μειώσεως των πληθυσμών των ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό. Ένα σύστημα αυστηρής προστασίας προϋποθέτει τη θέσπιση συνεκτικών και συντονισμένων μέτρων, προληπτικού χαρακτήρα, τα οποία είναι πράγματι σε θέση να αποτρέψουν τη βλάβη ή την καταστροφή των περιοχών αναπαραγωγής ή αναπαύσεως των ειδών αυτών ( 23 ).

92.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι όλα τα είδη σαπροξυλικών κανθάρων που καλύπτονται από αυτήν την αυστηρή προστασία χρειάζονται, κατά τον κύκλο ζωής τους, θνήσκοντα ή νεκρά δένδρα, ιστάμενα ή επί του εδάφους. Διάφορες επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι νεκρές ερυθρελάτες αποτελούν τον σημαντικότερο οικότοπο του Cucujus cinnaberinus και είναι πρωταρχικό στοιχείο του κύκλου ζωής του. Δύο ή τρία έτη μετά τον θάνατο της ερυθρελάτης ή, σε μεταγενέστερο στάδιο, της αποσυνθέσεώς της, το δέντρο αποικείται από άλλα είδη σαπροξυλικών κανθάρων, μεταξύ των οποίων ο Pytho kolwensis phryganophile και ο Phryganophilus ruficollis. Επίσης, η εντατικοποίηση της κοπής των δασοσυστάδων, ιδίως της ερυθρελάτης, και η απομάκρυνση νεκρών δένδρων καθώς και των θνησκόντων δένδρων που έχουν προβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο αυτών των αυστηρά προστατευόμενων ειδών και την καταστροφή των περιοχών αναπαραγωγής και αναπαύσεώς τους. Τα εν λόγω είδη που διαβιούν στο κατώτερο μέρος του κορμού και κάτω από τον φλοιό των δέντρων δεν είναι ορατά και γι’ αυτό είναι αδύνατο να επιλέγουν αποτελεσματικά μέτρα ανασχέσεως της βλάβης που υφίστανται, όπως για παράδειγμα η επιλεκτική υλοτομία. Το μόνο λυσιτελές μέτρο, που μπορεί να προλάβει τη βλάβη των περιοχών αναπαραγωγής ή αναπαύσεως των εν λόγω ειδών, είναι η απουσία παρεμβάσεως στους οικοτόπους όπου είναι γνωστό ότι ευρίσκονται.

93.

Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας περί οικοτόπων είναι απόλυτες, ανεξαρτήτως του αριθμού και της παρουσίας των ειδών ζώων που πρέπει να καλύπτονται από αυστηρά μέτρα διατηρήσεως. Η διαδεδομένη παρουσία του Cucujus cinnaberinus δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να δικαιολογήσει την εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων δασικής διαχειρίσεως που ενδέχεται να οδηγήσουν σε παράβαση των απαγορεύσεων αυτών. Εξάλλου, ο Phryganophilus ruficollis είναι εξαιρετικά σπάνιο είδος για το οποίο υπάρχουν μόνο τέσσερις γνωστοί οικότοποι στην Πολωνία, δύο εκ των οποίων στη δασική έκταση της Białowieza, με αποτέλεσμα η απώλεια ενός μόνον οικοτόπου να έχει αξιοσημείωτες αρνητικές συνέπειες για τη διατήρησή του στην Ευρώπη. Ο Buprestis splendens απαντάται στην Πολωνία μόνο στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Τέλος, η περιοχή αυτή είναι ο τελευταίος και σημαντικότερος οικότοπος για τον Pytho kolwensis στην Πολωνία, δεδομένου ότι, εξάλλου, στην Ένωση απαντάται μόνο στη Σουηδία και τη Φινλανδία.

94.

Με την τέταρτη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών, μη θεσπίζοντας γενικό καθεστώς διατηρήσεως για την αποτροπή, μεταξύ άλλων, της εκ προθέσεως καταστροφής των φωλιών και της παρενοχλήσεώς στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska του λευκονώτη δρυοκολάπτη, του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη, της σπουργιτόγλαυκας καθώς και του αιγιωλιού, ειδών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής.

95.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως ακριβώς το άρθρο 12 της οδηγίας περί οικοτόπων, το άρθρο 5 της οδηγίας περί πτηνών επιβάλλει στα κράτη μέλη όχι μόνο να θεσπίζουν πλήρες νομοθετικό πλαίσιο αλλά και να λαμβάνουν συγκεκριμένα και λεπτομερή μέτρα διατηρήσεως, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσματικών εκτελεστικών μέτρων. Το καθεστώς αυτό απορρέει από την υποχρέωση να ανασχεθεί αποτελεσματικά η μείωση των πληθυσμών αυτών των ειδών πτηνών. Πάντως, είναι προφανές ότι η σημαντική εντατικοποίηση της απολήψεως ξυλείας σε οικοτόπους καίριας σημασίας για την αναπαραγωγή και την ανάπαυση των ειδών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση στην επίμαχη περιοχή του δικτύου Natura 2000 αυξάνει τον κίνδυνο της καταστροφής των φωλιών τους και της εκ προθέσεως παρενοχλήσεώς τους, ακόμη και κατά την περίοδο αναπαραγωγής τους.

96.

Συγκεκριμένα, η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska είναι η πιο σημαντική ζώνη παρουσίας του λευκονώτη δρυοκολάπτη και του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη στην Πολωνία. Τα θνήσκοντα και νεκρά δένδρα, ιδίως οι αιωνόβιες ερυθρελάτες, είναι τα πιο σημαντικά μέρη σιτίσεως και αναπαραγωγής για αυτά τα δύο είδη δρυοκολάπτη. Η ενδεχόμενη εξαφάνιση χιλιάδων δέντρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη συνεπάγεται εκ προθέσεως καταστροφή των οικοτόπων όπου διαβιούν αυτοί οι δρυοκολάπτες καθώς και μεγάλης κλίμακας διατάραξη των ειδών αυτών. Συναφώς, οι πολωνικές αρχές δεν προσκόμισαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτά τα δύο είδη δρυοκολάπτη ωφελούνται από την κοπή των δένδρων στους οικοτόπους τους, ενώ, αντιθέτως, η κοπή αυτή ενδέχεται να επιταχύνει τη μείωση του πληθυσμού των ειδών αυτών. Επιπλέον, δεν υπάρχουν δεδομένα για το κατά πόσον, μετά το τέλος της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη, ο πληθυσμός αυτών των ειδών δρυοκολάπτη ενδέχεται να αποκατασταθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Απαιτούνται δεκαετίες, κατόπιν της φυτεύσεως νέων ερυθρελατών, για να επανέλθει μια ευνοϊκή κατάσταση για τους οικοτόπους όπου διαβιούν οι δρυοκολάπτες, όπως είναι οι οικότοποι που αποτελούνται από τις παλαιές, ιδίως αιωνόβιες, δασοσυστάδες. Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι ίδιες οι ερυθρελάτες αναγεννώνται από μόνες τους στις ζώνες που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη, χωρίς να απαιτείται ανθρώπινη παρέμβαση.

97.

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι τα θνήσκοντα και νεκρά δένδρα είναι επιπλέον σημαντικές περιοχές φωλεοποιήσεως της σπουργιτόγλαυκας και του αιγιωλιού, που εξαρτώνται από την ύπαρξη κοιλοτήτων που δημιουργούνται από τους δρυοκολάπτες. Η μεγάλης κλίμακας εξαφάνιση των ερυθρελατών που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη αποτελεί παράγοντα μείζονος καταστροφής της περιοχής αναπαραγωγής τους. Πάντως, η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska αποτελεί μία από τις περιοχές πυκνότερης κατανομής της σπουργιτόγλαυκας και του αιγιωλιού. Το γεγονός ότι η συγκέντρωση σπουργιτόγλαυκας είναι εκεί μεγαλύτερη από τη μέση συγκέντρωση στην Πολωνία δεν δικαιολογεί την εκτέλεση δραστηριοτήτων ενεργού δασικής διαχειρίσεως που μπορούν να διαταράξουν το είδος αυτό και να καταστρέψουν τις φωλιές του.

98.

Προκύπτει επίσης από ληφθείσες πληροφορίες ότι η απομάκρυνση και η κοπή δένδρων υλοποιήθηκαν κατά την περίοδο αναπαραγωγής των τεσσάρων επίμαχων ειδών βόστρυχου και γλαυκών. Πάντως, το παράρτημα του 2016 και η απόφαση αριθ. 51 επιτρέπουν την κοπή δένδρων χωρίς χρονικό περιορισμό. Παράβαση της απαγορεύσεως της διαταράξεως των ειδών αυτών κατά την περίοδο αναπαραγωγής δεν μπορεί επομένως να αποκλειστεί.

2. Η Δημοκρατία της Πολωνίας

99.

Επί της πρώτης αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίζεται, καταρχάς, όσον αφορά το καθεστώς του παραρτήματος του 2016, ότι το ΣΔΔ του 2012, όπως και το παράρτημα αυτό, είναι «σχέδιο διαχειρίσεως», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων. Συγκεκριμένα, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, το ΣΔΔ είναι ένα τεχνικό εργαλείο εφαρμογής του PZO. Καθόσον το PZO δεν αναφέρεται σε όγκο απολήψεως ξυλείας στην επιφάνεια των διαφόρων δασικών εκτάσεων, αλλά αναφέρει μόνον τις περιοχές υλοποιήσεως των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για τις ανάγκες της διατηρήσεως ειδών και οικοτόπων, η εφαρμογή του δεν θα ήταν δυνατή ελλείψει ΣΔΔ. Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει, εν συνεχεία, ότι η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε το 2015 κατέδειξε ότι η εφαρμογή των μέτρων δασικής διαχειρίσεως του παραρτήματος του 2016 δεν έχει καμία επίπτωση στα προστατευόμενα είδη και οικοτόπους της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, καθώς και στη συνοχή και την ακεραιότητα της περιοχής αυτής.

100.

Εν προκειμένω, η ανάγκη να αυξηθεί ο όγκος της δασικής εκμεταλλεύσεως που αναφέρεται στο ΣΔΔ του 2012 προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αδυναμία πλήρους εφαρμογής των μέτρων διατηρήσεως που επιδιώκονταν την εποχή εκείνη με το σχέδιο PZO. Το παράρτημα του 2016 επιτρέπει, συνεπώς, την εκπλήρωση των στόχων διατηρήσεως που συνίστανται στον περιορισμό της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το επίπεδο της δασικής εκμεταλλεύσεως που αναφέρεται στο παράρτημα του 2016, ήτοι 188000 m3, είναι σαφώς κατώτερο από τα επίπεδα που περιλαμβάνονται στα ΣΔΔ που αφορούν τις περιόδους 1992-2001 (308000 m3) και 2002-2011 (302000 m3). Η Επιτροπή δεν διευκρινίζει για ποιον λόγο η δασική εκμετάλλευση σε σαφώς υψηλότερο επίπεδο επιτρεπόταν προηγουμένως σε σχέση με τους στόχους διατηρήσεως της περιοχής αυτής του δικτύου Natura 2000.

101.

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν εκτιμήθηκε η μη ύπαρξη επιπτώσεων του παραρτήματος του 2016 στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τον ustawa o udostępnianiu informacji o środowisku i jego ochronie, udziale społeczeństwa w ochronie środowiska oraz o ocenach oddziaływania na środowisko (νόμος περί της προσβάσεως σε πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον και την προστασία του, περί της συμμετοχής της κοινωνίας στην προστασία του περιβάλλοντος και περί των εκτιμήσεων των περιβαλλοντικών επιπτώσεων), της 3ης Οκτωβρίου 2008 ( 24 ), η στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εν λόγω παραρτήματος αποδείχθηκε αναγκαία αφής στιγμής ο περιφερειακός διευθυντής περιβαλλοντικής προστασίας του Białystok έκρινε πιθανό να έχει η εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος ενδεχόμενο αντίκτυπο στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Κατά συνέπεια, το παράρτημα του 2016 μπορούσε να εγκριθεί μόνον αφού διασφαλιζόταν ότι οι προβλεπόμενες δραστηριότητες δεν θα είχαν αρνητικές συνέπειες στην περιοχή αυτή. Επομένως, κατόπιν της εκτιμήσεως περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το πρώτο έργο του παραρτήματος, αναφορικά με τον όγκο δασικής εκμεταλλεύσεως ύψους 317894 m3, απορρίφθηκε λόγω της αρνητικής γνώμης του περιφερειακού διευθυντή περιβαλλοντικής προστασίας του Białystok. Η δασική εκμετάλλευση περιορίστηκε τελικά σε 129000 m3 στο παράρτημα του 2016, κατόπιν νέας εκτιμήσεως που απέδειξε την απουσία σημαντικών αρνητικών συνεπειών για την ακεραιότητα της συγκεκριμένης περιοχής. Κατά συνέπεια, όπως αναγνώρισε και η Επιτροπή, διενεργήθηκε εκτίμηση. Το παράρτημα του 2016 έχει τουναντίον σημαντικό θετικό αντίκτυπο, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, σε σειρά στοιχείων που διαλαμβάνονται στο PZO 2015, καθόσον η μεταβολή του όγκου εκμεταλλεύσεως είναι απαραίτητη προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα μέτρα διατηρήσεως που προβλέπονται σε αυτό το PZO. Επιπλέον, το παράρτημα αυτό δεν προβλέπει την εκ προθέσεως θανάτωση, αιχμαλωσία ή διατάραξη των ζώων. Η σημερινή κατάσταση διατηρήσεως των περιοχών αναπαραγωγής και αναπαύσεως παραμένει ως έχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του PZO του 2015.

102.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή, στην πραγματικότητα, δέχτηκε εσφαλμένως ότι τα μέτρα που περιέχονται στο παράρτημα του 2016 ενείχαν καθεαυτά κίνδυνο βλαπτικών συνεπειών για την ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Συναφώς, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη, μαζί με τη στρατηγική εκτίμηση των επιπτώσεων του παραρτήματος του 2016, που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, το σύνολο των εμπειρικών στοιχείων και των επιστημονικών και ιστορικών εγγράφων σχετικά με αυτήν την περιοχή του δικτύου Natura 2000 καθώς και το πλέον σημαντικό στοιχείο της εν λόγω περιοχής. Πρόκειται για τη διαπίστωση ότι η ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska έχει διαμορφωθεί επί αιώνες από τον άνθρωπο, ως αποτέλεσμα βιώσιμης εκμεταλλεύσεως των δασών. Ειδικότερα, η κατάσταση και το ποσοστό καλύψεως των οικοτόπων και των ειδών που απαντώνται κατά τον προσδιορισμό της περιοχής PLC200004 Puszcza Białowieska ως μέρος του δικτύου Natura 2000 είναι το αποτέλεσμα της προγενέστερης εκμεταλλεύσεως του δάσους της Białowieża, ήτοι της απολήψεως ξυλείας από τις δασοσυστάδες που φυτεύτηκαν κατά το παρελθόν. Στην πραγματικότητα, αυτή ακριβώς η δραστική μείωση, υπό την πίεση της Επιτροπής, της δασικής εκμεταλλεύσεως εντός των γηρασκουσών δασοσυστάδων στο ΣΔΔ του 2012 προκάλεσε τον μαρασμό των δασοσυστάδων, ιδίως της ερυθρελάτης. Η διακοπή βιώσιμης διαχειρίσεως των δασικών πόρων της Białowieża ευνόησε την εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη. Κατόπιν αυτού, οι προστατευόμενοι οικότοποι άρχισαν να μεταβάλλονται. Για παράδειγμα, τα δάση δρυός και καρπίνου, ήτοι ο κυρίαρχος οικότοπος, άρχισαν να μετατρέπονται σε έλη ή λειμώνες. Οι πολωνικές αρχές είχαν, ως εκ τούτου, καταρτίσει πρόγραμμα αποκαταστάσεως, για την αντιμετώπιση της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη, με αφετηρία συνολική απογραφή της καταστάσεως των οικοτόπων και των ειδών της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, τα αποτελέσματα της οποίας δεν ήταν ακόμη διαθέσιμα κατά τον χρόνο καταθέσεως του υπομνήματος αντικρούσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η έκδοση του παραρτήματος του 2016 αποτελεί απόπειρα επιστροφής στην παλαιά μέθοδο διαχειρίσεως.

103.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αυτή ακριβώς η διακοπή των μέτρων διατηρήσεως θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της περιοχής αυτής του δικτύου Natura 2000 και τη συνέχεια των οικοτόπων που βρίσκονται εκεί. Η Επιτροπή υπέπεσε, ως εκ τούτου, σε πλάνη έχοντας ως βάση ότι το δάσος της Białowieża είναι παρθένο δάσος και δηλώνοντας ότι τα είδη που απαντώνται στο δάσος αυτό είναι είδη τυπικά για τις περιοχές που δεν έχουν διαταραχθεί από τον άνθρωπο. Για παράδειγμα, ένα είδος όπως η πεταλούδα των ελών (Euphydryas aurinia), η οποία ήταν παρούσα στο παρελθόν λόγω της τακτικής βοσκής ζώων, δεν απαντά πλέον από τότε που έπαυσε αυτή η βοσκή.

104.

Η επιλογή ενεργού δασικής διαχειρίσεως είναι επίσης αποδεκτή σε άλλα κράτη μέλη. Ειδικότερα, στη Δημοκρατία της Αυστρίας τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα για τον περιορισμό της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη σε εθνικούς δρυμούς και εκτάσεις υψηλής φυσικής αξίας, στο πλαίσιο του οποίου η απαγόρευση πραγματοποιήσεως εργασιών διατηρήθηκε στα «κέντρα βιοποικιλότητας», προστατεύοντας συγχρόνως τα γειτονικά παραγωγικά δάση με τη χρήση τεχνικών δασικής διαχειρίσεως. Συνίσταται, επίσης, οι εκτάσεις όπου προστατεύονται οι φυσικές διεργασίες, όπως οι εθνικοί δρυμοί, να υποδιαιρούνται σαφώς σε μία ζώνη άνευ παρεμβάσεως και σε περιφερειακές ζώνες, όπου αναλαμβάνονται δραστηριότητες με σκοπό τον περιορισμό της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη. Καθορίζοντας ζώνες αναφοράς, η Δημοκρατία της Πολωνίας εφάρμοσε την ίδια προσέγγιση. Εξάλλου, κατά το κράτος μέλος αυτό, ακόμη και αν υφίστανται αρνητικές συνέπειες για το μέγεθος των πληθυσμών των δρυοκολαπτών που προκαλούνται από τις δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως, ο αντίκτυπός τους είναι περιορισμένος, καθόσον ο αριθμός των δρυοκολαπτών είναι πιθανόν να παραμείνει σε σχετικά υψηλό επίπεδο, σύμφωνα με το PZO για την περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η θέσπιση εκτάσεως αναφοράς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως ομολογία της υπάρξεως αρνητικών συνεπειών από τις δραστηριότητες που υλοποιήθηκαν στο περιβάλλον ή ως απόπειρα μετριασμού των αποτελεσμάτων τέτοιων συνεπειών.

105.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει επίσης ότι οι δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 συνάδουν με το PZO του 2015. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, οι δραστηριότητες διαχειρίσεως, όπως οι κοπές δένδρων και οι κοπές που προηγούνται της υλοτομίας, απαγορεύονται εντός των δασοσυστάδων ενός είδους που αποτελούνται σε ποσοστό τουλάχιστον 10 % από υπεραιωνόβια δένδρα. Σε αυτές τις δασοσυστάδες πραγματοποιείται μόνο εξυγιαντική υλοτομία προκειμένου να αφαιρεθούν τα δένδρα ερυθρελάτης που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη. Τα ξηρά δένδρα δεν απομακρύνονται. Επιπλέον, δεν πραγματοποιείται εξυγιαντική υλοτομία στα πάρκα άγριας πανίδας, στους ελώδεις οικοτόπους και στους υγροβιοτόπους. Οι περιοχές που δεν καλύπτονται από την εξυγιαντική υλοτομία αντιστοιχούν σε 7123 εκτάρια, ήτοι στο 58 % της επιφάνειας της δασικής εκτάσεως της Białowieża. Όπως υπογραμμίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 αφορούν αποκλειστικά το 5,4 % (ήτοι 3401 εκτάρια) της επιφάνειας της επίμαχης περιοχής ελήφθη υπόψη κατά την απόφαση υλοποιήσεως των δραστηριοτήτων αυτών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε το 2015, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, απέκλειε την πραγματοποίηση της ενδεχόμενης απειλής που προσδιορίζεται στο PZO του 2015 και συνδέεται με την απομάκρυνση των νεκρών και θνησκόντων δέντρων.

106.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει, επιπλέον, όσον αφορά τους σαπροξυλικούς κανθάρους, ότι δεν θα προβεί στην απομάκρυνση των νεκρών πεύκων που αποτελούν τον οικότοπο του Buprestis splendens. Όσον αφορά τους πληθυσμούς του Cucujus cinnaberinus, αυτοί συγκεντρώνονται σε λεύκες και μελίες, σύμφωνα με τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 2016 και 2017 σε 12000 περίπου δένδρα.

107.

Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η απογραφή που διενεργείται από τον Απρίλιο του 2016 αποτελεί το πρώτο έργο αυτού του είδους, στο πλαίσιο του οποίου τα διάφορα συστατικά στοιχεία της βιοποικιλότητας αξιολογήθηκαν κατά τρόπο αντικειμενικό και στατιστικώς ελεγμένο, σε 1400 περιοχές που κατανέμονται εντός τακτικού δικτύου, καλύπτοντας το σύνολο της περιοχής του δάσους της Białowieża. Όσον αφορά τον Boros schneideri, η μεγαλύτερη απειλή είναι η μείωση των πεύκων κυρίως στη ΖΕΠ του εθνικού δρυμού. Όσον αφορά τον Pytho kolwensis, τον Phryganophilus ruficollis και τον Rhysodes sulcatus, η σοβαρότερη απειλή προκύπτει από τη διακοπή της συνεχούς διαθέσεως νεκρών δένδρων μεγάλων διαστάσεων που προκαλείται από τον ταχύ μαρασμό των παλαιότερων δασοσυστάδων ερυθρελάτης λόγω της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη.

108.

Εξάλλου, η πραγματοποίηση κοπών που σχετίζονται με την απομάκρυνση των νεκρών ερυθρελατών έχει θετικό αντίκτυπο στον οικότοπο του Osmoderma eremita και του Buprestis splendens, αυξάνοντας την πρόσβαση στο φως μέσα στο δάσος. Όσον αφορά τα υπόλοιπα είδη (τον Cucujus cinnaberinus, τον Boros schneideri και τον Rhysodes sulcatus), η ερυθρελάτη δεν είναι το είδος οικοτόπου που προτιμούν. Επί του παρόντος, στο δάσος της Białowieża, καταμετρώνται κατά μέσο όρο περίπου 64 m3 νεκρών δένδρων ανά εκτάριο. Λαμβανομένης υπόψη της συνεχούς παρουσίας νεκρών δένδρων στο τοπίο, το στοιχείο αυτό εγγυάται πλήρως την ασφάλεια των οικοτόπων των επίμαχων κανθάρων. Η Δημοκρατία της Πολωνίας διευκρινίζει ότι, κατά τη διαδικασία στρατηγικής εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αξιολογήθηκε ο αντίκτυπος των προβλεφθεισών δραστηριοτήτων σε όλα τα στοιχεία που προστατεύονται εντός της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

109.

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι εκτάσεις αναφοράς που δεν αποσκοπούν στο να αντισταθμίσουν ή να μετριάσουν τις φερόμενες αρνητικές συνέπειες των επίμαχων δραστηριοτήτων ενεργού διαχειρίσεως. Οι περιοχές αυτές καθορίστηκαν σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, για λόγους συγκρίσεως με άλλες περιοχές του δάσους της Białowieża. Εξάλλου, οι εν λόγω περιοχές αναφοράς ουδόλως οριοθετήθηκαν τυχαία. Ο καθορισμός τους συνδέεται με την κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και τη μη αναγκαιότητα υλοποιήσεως των στόχων διατηρήσεως που απορρέουν από το PZO του 2015. Η Επιτροπή δεν μπορεί επίσης να προσάψει στις πολωνικές αρχές ότι δεν υπέβαλαν τις εκτάσεις αναφοράς σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συγκεκριμένα, εάν γινόταν δεκτή η συλλογιστική αυτή, θα έπρεπε να ασκηθεί η ίδια κριτική και για τη διακοπή της εκμεταλλεύσεως σε όλο το δάσος της Białowieża που ζητήθηκε από την Επιτροπή.

110.

Συναφώς, η Επιτροπή σφάλλει καθόσον θεωρεί ότι η αδράνεια έχει θετικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα. Ειδικότερα, από τα αποτελέσματα της απογραφής που πραγματοποιείται από τον Απρίλιο του 2016 προκύπτει, για παράδειγμα, ότι στην περιοχή αυστηρής προστασίας του εθνικού δρυμού της Białowieża έχει εντοπιστεί η ύπαρξη μίας μόνον αποικίας του Boros schneideri, ενώ στην επιφάνεια των δασικών εκτάσεων της Białowieża μια τέτοια παρουσία εντοπίστηκε 70 φορές. Παρόμοια κατάσταση διαπιστώνεται για μια ολόκληρη σειρά άλλων ειδών.

111.

Όσον αφορά τη συνεκτίμηση των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισημαίνει ότι, κατά την εκ μέρους της ερμηνεία της έννοιας αυτής, αναφέρθηκε στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, σημειώνοντας όλες τις θέσεις και λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που προσιδιάζουν στην οικεία περιοχή. Έλαβε επίσης υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν από την υλοποίηση των μέτρων διατηρήσεως. Καθόσον πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία, η απόκτηση γνώσεως συνεχίζεται.

112.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας διευκρινίζει, συναφώς, ότι το δάσος της Białowieża είναι ένα οικοσύστημα τόσο ιδιαίτερο και μοναδικό που τα αποτελέσματα των μελετών σχετικά με την αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαφόρων οργανισμών που πραγματοποιήθηκαν σε άλλα οικοσυστήματα δεν μπορούν απλώς να τύχουν εφαρμογής για το δάσος αυτό. Συγκεκριμένα, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δέχεται ότι ένα μέρος των επιστημονικών κύκλων εναντιώθηκε στην αντιμετώπιση της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη με την κοπή των δένδρων που έχουν προβληθεί, υπενθυμίζει ότι υπάρχει επίσης σειρά επιστημονικών εργασιών σύμφωνα με τις οποίες η μη παρέμβαση κατά του βόστρυχου του χαράκτη, στο δάσος της Białowieża, θα επιφέρει ακριβώς, κατά πάσα πιθανότητα, την επέλευση σοβαρών και ανεπανόρθωτων συνεπειών στους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους των ζωικών ειδών για τη διατήρηση των οποίων ορίστηκε η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Εξάλλου, η Επιτροπή παραθέτει δημοσίευση ( 25 ) κατά την οποία «προκύπτει σαφώς από πολυετείς μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές έρευνας του εθνικού δρυμού της Białowieża ότι η αυστηρή προστασία πρέπει να συνιστά απλώς συμπλήρωμα και όχι το κύριο στοιχείο της στρατηγικής διατηρήσεως και διαφυλάξεως ενός υψηλού επιπέδου βιοποικιλότητας».

113.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το παράρτημα του 2016 συνάδει με το PZO του 2015, το οποίο αντιστοιχεί στην εκτέλεση της υποχρεώσεως να θεσπισθούν τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων. Το παράρτημα του 2016 αποτελεί την πρακτική εφαρμογή αυτών των μέτρων διατηρήσεως. Διασφαλίζει τη διαφύλαξη ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, των φυσικών οικοτόπων ή των ειδών για τα οποία ορίστηκε η περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska. Η μη εφαρμογή των εν λόγω μέτρων θα οδηγήσει σε υποβάθμιση των εξαιρετικής σημασίας προστατευόμενων φυσικών οικοτόπων.

114.

Ειδικότερα, τα μέτρα ενεργού διατηρήσεως που προβλέπονται στο PZO του 2015 για τον οικότοπο των «υποηπειρωτικών δασών δρυός και καρπίνου» συνίστανται, ιδίως, στην προσαρμογή της συνθέσεως των δασοσυστάδων κατά τρόπο που συνάδει με τον φυσικό οικότοπο εντός των δασοσυστάδων που αποτελούνται κυρίως από λεύκες, σημύδες, πεύκα και, σπανιότερα, από ερυθρελάτες. Τα μέτρα αυτά συνίστανται επίσης στην υλοποίηση δασοκομικής επιμέλειας και διατηρήσεως, για την αποκάλυψη και τη φροντίδα των μεμονωμένων βλαστών και δένδρων που ανήκουν σε πλατύφυλλα είδη. Τα μέτρα αυτά μεταφέρθηκαν απευθείας στο ΣΔΔ του 2012. Πάντως, η εκτέλεση αυτών των μέτρων ενεργού διατηρήσεως συνδέεται με την απόληψη όγκου ξυλείας.

115.

Οι ισχυρισμοί της Επιτροπής σχετικά με το αβάσιμο του επιχειρήματος όσον αφορά τη διατήρηση του πληθυσμού του οικείου είδους στο επίπεδο που αναφέρεται στο τυποποιημένο έντυπο δεδομένων του 2007 (στο εξής: ΤΕΔ) και στο PZO του 2015 αντιβαίνουν στις θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης της οικολογίας και στην κοινή λογική. Συγκεκριμένα, εάν το ποσοτικό επίπεδο κάθε προστατευόμενου είδους σε περιοχή του δικτύου Natura 2000 αυξανόταν συνεχώς πέραν του επιπέδου που αναφέρεται στο ΤΕΔ, θα προέκυπτε απρόβλεπτη απορρύθμιση του οικολογικού συστήματος στην οικεία περιοχή. Τίθεται συνεπώς το ζήτημα του αποδεκτού επιπέδου.

116.

Οι ποσοτικές μεταβολές που παρατηρήθηκαν εντός μέρους των πληθυσμών προστατευόμενων ειδών στο δάσος της Białowieża είναι το αποτέλεσμα αυξημένης προσβάσεως στην τροφή, που συνδέεται με μια διατάραξη σύντομης διάρκειας, ήτοι μεγάλης κλίμακας εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη. Πιο μακροπρόθεσμα, η φυσική συνέπεια αυτής της καταστάσεως θα είναι η απότομη μείωση. Το μέγεθος των πληθυσμών του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη και του λευκονώτη δρυοκολάπτη διατηρείται σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Δεν υπάρχει απότομη ποσοτική μεταβολή στα όρια του εθνικού δρυμού, διότι εκεί η εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη δεν έχει μαζικό χαρακτήρα. Η κατάσταση αυτή είναι απόρροια τόσο του μικρού ποσοστού που αντιπροσωπεύουν οι ερυθρελάτες σε αυτές τις δασοσυστάδες όσο και της διαφορετικής φύσεως των δασικών οικοτόπων. Εξ αυτού προκύπτει ότι, στους οικοτόπους που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές παραμέτρους, οι οποίες επηρεάζουν το ενδεχόμενο να υποστούν μαζική εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη, η δυναμική ισορροπία μπορεί να διατηρηθεί μέσω επιλεγμένων μέτρων δασικής διαχειρίσεως.

117.

Το ενδεχόμενο το παράρτημα του 2006 και η απόφαση αριθ. 51 να έχουν αρνητικές συνέπειες στην κατάσταση διατηρήσεως ορισμένων ειδών σαπροξυλικών κανθάρων δεν είναι πιθανότερο. Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος για τα είδη όπως ο Phryganophilus ruficollis και ο Buprestis splendens προκύπτει κατ’ ουσίαν από τον περιορισμό και την εξάλειψη των αποτελεσμάτων των πυρκαγιών. Άλλα είδη, όπως για παράδειγμα ο Cucujus cinnaberinus και ο Boros schneideri, βρίσκουν στο δάσος της Białowieża ικανοποιητικές συνθήκες για την ανάπτυξή τους. Όσον αφορά τον Boros schneideri, η μακροπρόθεσμη απειλή απορρέει από τη μη ανανέωση του πεύκου στον εθνικό δρυμό της Białowieża.

118.

Επί της τρίτης αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι όλα τα είδη σαπροξυλικών κανθάρων που απαντώνται στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska χρειάζονται, κατά τον κύκλο ζωής τους, νεκρά ή θνήσκοντα δένδρα και ότι είναι αδύνατο να διαπιστωθεί η παρουσία τους κατά το στάδιο της προνύμφης χωρίς να υπάρχουν επιπτώσεις στον οικότοπο αυτόν. Για να διασφαλιστεί κατάλληλο καθεστώς προστασίας, οι πολωνικές αρχές υιοθέτησαν σύστημα μακροπρόθεσμης διατηρήσεως της συνέχειας του οικοτόπου των ειδών αυτών υπό τη μορφή ενός δικτύου νησίδων δασικών φυτειών στα πάρκα άγριας πανίδας και στις ζώνες προστασίας που περιβάλλουν τα προστατευόμενα είδη, στους υγροβιοτόπους, στη ζώνη αναφοράς και στο τμήμα όλων των δασοσυστάδων του δάσους της Białowieża όπου υπάρχουν μονίμως κατά φυσικό τρόπο νεκρά δένδρα. Η αποτελεσματικότητα της δραστηριότητας αυτής αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της απογραφής που πραγματοποιήθηκε το 2016 από το Instytut Badawczy Leśnictwa (Ινστιτούτο δασικών μελετών, Πολωνία).

119.

Από τα αποτελέσματα αυτά προκύπτει ότι ο Cucujus cinnaberinus είναι σύνηθες είδος για όλη την περιοχή του δάσους της Białowieża, ο οποίος τείνει σε μικρότερο βαθμό να διαβιοί στην ερυθρελάτη σε σχέση με άλλα είδη, και για τον οποίο τα νεκρά και θνήσκοντα δένδρα δεν συνιστούν σημαντικό οικότοπο. Όσον αφορά τον Boros schneideri, αυτά τα ίδια αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα είδος που προτιμά το πεύκο, για το οποίο οι θνήσκουσες ή νεκρές ερυθρελάτες δεν αποτελούν σημαντικό οικότοπο και το οποίο, επιπλέον, είναι διαδεδομένο στο σύνολο του δάσους της Białowieża. Η μόνη τοποθεσία στην περιοχή του δάσους της Białowieża όπου έχει ελεγχθεί η παρουσία του Rhysodes sulcatus είναι ο εθνικός δρυμός της Białowieża. Όλες οι τοποθεσίες του Phryganophilus ruficollis εντοπίζονται στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, της οποίας η κύρια επιφάνεια βρίσκεται στον εθνικό δρυμό της Białowieża. Εξάλλου, οι τοποθεσίες στα υπό εκμετάλλευση δάση, που προσδιορίστηκαν βάσει ιστορικών στοιχείων, βρίσκονται μέσα στη ζώνη αναφοράς. Επιπλέον, η βασική αιτία του αφανισμού του Phryganophilus ruficollis είναι η έλλειψη καμένων δένδρων. Ομοίως, δεν σημειώθηκε η παρουσία του Pytho kolwensis εκτός αυτού του εθνικού δρυμού. Η δράση του βόστρυχου του χαράκτη μπορεί, αντιθέτως, να απειλήσει τη συνέχεια των ενδιαιτημάτων που καταλαμβάνει το είδος αυτό, ήτοι τις νεκρές, παλαιές αποκοπείσες ερυθρελάτες στους υγροβιοτόπους. Τέλος, όσον αφορά τον Buprestis splendens, η κύρια αιτία του αφανισμού του στην Ευρώπη είναι η έλλειψη παλαιών πεύκων που νεκρώθηκαν κατόπιν πυρκαγιάς, τα οποία αποτελούν τον προτιμώμενο οικότοπό τους. Λόγω της μη ανανεώσεως του πεύκου, στον οικείο εθνικό δρυμό, το μέλλον του είδους αυτού μπορεί να διασφαλιστεί μόνο στα υπό εκμετάλλευση δάση, στα οποία το πεύκο ανανεώνεται τεχνητά.

120.

Για όλους αυτούς τους λόγους, οι δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 δεν έχουν σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τον πληθυσμό των ειδών αυτών. Η διατήρηση των εν λόγω ειδών συνδυάζεται με τη συνέχεια ορισμένων οικοτόπων που προκύπτει από διαταράξεις, όπως οι πυρκαγιές. Σε αντίθετη περίπτωση, μόνον οι παρεμβάσεις ενεργού προστασίας είναι σε θέση να διατηρήσουν τον οικότοπο των ειδών αυτών.

121.

Όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται ότι η στρατηγική εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του παραρτήματος του 2016 έδειξε ότι είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για τη θέσπιση ενός γενικού καθεστώτος προστασίας όλων των ειδών πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση, μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση της εκ προθέσεως καταστροφής ή βλάβης των φωλιών και των αυγών, της αφαιρέσεως των φωλιών και της σκόπιμης παρενοχλήσεως των πτηνών αυτών, ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής και εξαρτήσεως, στο μέτρο που η παρενόχληση αυτή έχει σημαντικές συνέπειες από την άποψη των σκοπών της οδηγίας περί οικοτόπων. Από τον αριθμό των ατόμων των πτηνών που ανήκουν σε αυτά τα τέσσερα είδη που αναφέρει η Επιτροπή, τα οποία εντοπίστηκαν στο δάσος της Białowieża, στο πλαίσιο των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο ΤΕΔ, προκύπτει ότι δεν απειλείται ούτε η παρουσία ούτε ο τρόπος ζωής των ειδών αυτών. Εξάλλου, οι πολωνικές αρχές δεσμεύονται να διατηρήσουν τουλάχιστον 60 ζεύγη εκάστου των ειδών αυτών. Επιπλέον, για το σύνολο των περιοχών του δικτύου Natura 2000 της Πολωνίας, μπορεί να διαπιστωθεί ότι ο αριθμός των ατόμων των δύο σημαντικότερων ειδών δρυοκολάπτη είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό που αναφέρεται στο ΤΕΔ.

122.

Ειδικότερα, η τιμή του συνολικού δείκτη αφθονίας των πληθυσμών δασικών πτηνών αυξήθηκε κατά 25 % κατά την περίοδο 2000-2014. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ισχύουσες αρχές της δασοκομίας και τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διατήρηση των δασών, οι αρνητικές συνέπειες των εμπορικών δραστηριοτήτων στη βιοποικιλότητα έχουν μειωθεί. Ειδικότερα, αφήνοντας δέσμες παλαιών δένδρων σε καθαρισθείσες περιοχές, διατηρώντας τα δένδρα βιοκοινοτικής σημασίας, εφαρμόζοντας σύνθετες κοπές, αφήνοντας τα φυτά που φέρουν σπόρους στις καθαρισθείσες περιοχές και χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τη φυσική αναγέννηση, υπάρχει όφελος για τα πτηνά. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται σε όλες τις δασικές εκτάσεις της Δασικής Υπηρεσίας. Από ορισμένες μελέτες προκύπτει ότι η εξυγιαντική υλοτομία δεν έχει γενικά καμία αρνητική συνέπεια για τα ζώα που ζουν στις κοιλότητες των δένδρων και για τα άλλα δασικά είδη σπονδυλωτών.

123.

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ο θετικός αντίκτυπος της εξαπλώσεως σε μεγάλη κλίμακα του βόστρυχου του χαράκτη για την επιβίωση και την αναπαραγωγή του δρυοκολάπτη είναι μόνον προσωρινός διότι, μακροπρόθεσμα, έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της στρωμνής των παλαιότερων τυρφώνων. Τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν απώλεια της βιοποικιλότητας και μείωση του αριθμού των ατόμων των ειδών που κατοικούν σε κοίλα δένδρα σε συνθήκες θνησιμότητας των δένδρων από 70 έως 100 % στα δάση κωνοφόρων. Αντιθέτως, στα μεικτά δάση, οι αρνητικές συνέπειες στη θνησιμότητα των κωνοφόρων εμφανίζονται σε μικρότερο βαθμό. Η συνεχής μείωση της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη είναι ενδεχομένως παράγοντας διατηρήσεως μιας σχετικά σταθερής καταστάσεως όσον αφορά τους πληθυσμούς του δρυοκολάπτη.

124.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το φαινόμενο της ακραίας μειώσεως των πληθυσμών των σαρκοφάγων ζώων λόγω της ελλείψεως τροφής αποτελεί γεγονός επιστημονικά διαπιστωμένο. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε επιστημονικά στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση την προβληθείσα υπόθεση της μεταβολής του περιβάλλοντος κατόπιν της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη. Είναι πάντως αδύνατον να προβλεφθεί το μέγεθος της μεταβολής, ήτοι κατά πόσον μπορεί να συναχθεί εάν η μείωση του αριθμού των ατόμων των ειδών που ωφελούνται από την αύξηση του πληθυσμού ενός συγκεκριμένου είδους εντόμων περιορίζεται στην επιστροφή στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εξάπλωση ή εάν, λαμβάνοντας υπόψη τον αφανισμό της τροφής και την αδυναμία του σκολύτη να προσβάλει άλλα δένδρα, ο αριθμός των δρυοκολαπτών κατόπιν της μειώσεως αυτής είναι μικρότερος από τον αριθμό που περιγράφεται στους στόχους διατηρήσεως της περιοχής στο σχέδιο των δραστηριοτήτων προστασίας.

125.

Η Επιτροπή παραβλέπει ότι οι φυσικές διεργασίες που εκτυλίσσονται στις περιοχές του δικτύου Natura 2000 είναι μακροχρόνιες. Πάντως, ο μόνιμος περιορισμός της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη, ήτοι ο περιορισμός της εδαφικής καλύψεως ή η διατήρηση μεγάλου μέρους ερυθρελατών στις δασοσυστάδες, μπορεί να είναι μια δραστηριότητα ενεργού προστασίας η οποία διατηρεί μια σχετικά σταθερή κατάσταση σε σχέση με τους πληθυσμούς του δρυοκολάπτη, σε μακροπρόθεσμη προοπτική. Παρά τα πιθανά αρνητικά αποτελέσματα στους πληθυσμούς του δρυοκολάπτη που προκαλούνται από τις επίμαχες δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως, το μέγεθος του πληθυσμού διατηρείται σε σχετικά υψηλό επίπεδο, σύμφωνα με το PZO του 2015, και οι ενδεχόμενες μεταβολές των περιοχών κατανομής των ειδών πτηνών, που απορρέουν από τα μοντέλα προβλέψεως της κλιματικής αλλαγής, πραγματοποιούνται σταδιακά. Κατά συνέπεια, το τελικό αποτέλεσμα των προσωρινών δραστηριοτήτων που υλοποιήθηκαν με τις μεθόδους που εφαρμόζονται στη δασική διαχείριση μπορεί ενδεχομένως να αναιρέσει τη σημαντική προηγούμενη μείωση του αριθμού των δρυοκολαπτών.

126.

Όσον αφορά τη σπουργιτόγλαυκα, η απώλεια των περιοχών αναπαραγωγής, λόγω της απομακρύνσεως της ερυθρελάτης από το 5 % της επιφάνειας της περιοχής δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, αυτό το είδος, που δημιουργεί τη φωλιά του στις κοιλότητες που έχουν ανοίξει οι δρυοκολάπτες, συνήθως ο πευκοδρυοκολάπτης (Dendrocopos major) ο οποίος είναι είδος με μεγάλο πληθυσμό, δεν εκδηλώνει προτίμηση όσον αφορά το είδος του δένδρου στο οποίο αναπαράγεται. Επιπλέον, η σπουργιτόγλαυκα εμφανίζεται συχνά σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα. Η παρουσία της είναι μάλιστα συχνότερη στο υπό διαχείριση τμήμα του δάσους της Białowieża σε σύγκριση με το πάρκο άγριας πανίδας εκτός του δασικού περιβάλλοντος, γεγονός που επιτρέπει την επίτευξη του στόχου του PZO του 2015, έστω και αν από την απογραφή του 2016 προέκυψε ότι υπάρχει άνιση κατανομή στη δασική έκταση του Browsk σε σχέση με τις δύο άλλες εκτάσεις. Ομοίως, όσον αφορά τον αιγιωλιό, το είδος αυτό καταλαμβάνει συχνά τις κοιλότητες που έχει δημιουργήσει ο μαύρος δρυοκολάπτης (Dryocopus martius). Ο ενδεχόμενος αντίκτυπος από την απομάκρυνση της ερυθρελάτης στο 5 % της επιφάνειας της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ανύπαρκτος για τον αριθμό των ατόμων των ειδών που διαβιούν στο δάσος της Białowieża.

127.

Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία από τη Φινλανδία, η δασική διαχείριση με τον καθαρισμό επιφανειών, υπό τον όρο ότι το ποσοστό των δένδρων που κόβονται δεν υπερβαίνει το 50 % της δασικής επιφάνειας με μακροπρόθεσμη προοπτική, όχι μόνο δεν έχει αρνητικές συνέπειες για τα είδη αυτά, αλλά καταλήγει, διευκολύνοντας την πρόσβαση στην τροφή, στην αύξηση της αναπαραγωγής. Επιπλέον, το μέγεθος των πληθυσμών των ειδών αυτών αυξάνεται και επεκτείνεται σε νέες περιοχές. Οι θετικές πτυχές της δασικής διαχειρίσεως αναφέρονται μεταξύ των αιτιών του φαινομένου αυτού. Τα δένδρα που χαρακτηρίζονται ως «βιοκοινοτικής» σημασίας, ιδίως τα δένδρα με κοιλότητες, αφήνονται να κλείσουν τον βιολογικό τους κύκλο με το θάνατό τους. Κατά συνέπεια, οι πιθανοί τόποι φωλεωποιήσεως της σπουργιτόγλαυκας και του αιγιωλιού παραμένουν προσβάσιμοι, κατά μείζονα λόγο διότι το PZO του 2015 προβλέπει δραστηριότητες που συνίστανται στη «διατήρηση, με διαχειριστικές παρεμβάσεις, όλων των πεύκων και των ελάτων που έχουν εμφανείς κοιλότητες, πλην της περιπτώσεως κινδύνου για το κοινό».

IV. Ανάλυση

128.

Αφού εξετάσει το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως, προτείνεται στο Δικαστήριο να εξετάσει από κοινού την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή, εν συνεχεία δε, ομοίως από κοινού, την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση οι οποίες εξαρτώνται από τις δύο πρώτες αιτιάσεις.

Α.   Επί του παραδεκτού της προσφυγής

129.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβήτησε, με τις έγγραφες παρατηρήσεις της, το παραδεκτό της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως, διότι η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της διαφοράς με το δικόγραφο της προσφυγής της σε σχέση με όσα είχε προβάλει κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, ειδικότερα, στην αιτιολογημένη γνώμη.

130.

Δεν αμφισβητείται ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία αφορούσε αποκλειστικά τη μόνη απόφαση που είχαν λάβει οι πολωνικές αρχές κατά τον χρόνο αποστολής της αιτιολογημένης γνώμης, ήτοι το παράρτημα του 2016 σχετικά με τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως που περιορίζονταν στη δασική έκταση της Białowieża, ενώ η προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορά το σύνολο της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska και αφορά, συνεπώς, και τις τρεις δασικές εκτάσεις της Białowieża, της Hajnówka και του Browsk, στις οποίες επεκτάθηκαν τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως με την απόφαση αριθ. 51 της 17ης Φεβρουαρίου 2017.

131.

Εντούτοις, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι το αντικείμενο της διαφοράς μπορεί να καλύψει περιστατικά μεταγενέστερα της αιτιολογημένης γνώμης εφόσον είναι της ίδιας φύσεως και συνιστούν την ίδια συμπεριφορά με τα περιστατικά στα οποία αναφέρεται η εν λόγω γνώμη, προκειμένου να συναγάγει το παραδεκτό της προσφυγής ( 26 ).

132.

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι τα μέτρα που έλαβαν οι πολωνικές αρχές στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51 είναι της ίδιας φύσεως, καθόσον συνίστανται στο να επιτραπεί η κοπή και απομάκρυνση δένδρων με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αποτροπή της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη στο σύνολο της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

133.

Κατά συνέπεια, αν και η αιτιολογημένη γνώμη της 28ης Απριλίου 2017 αφορά μόνον το παράρτημα του 2016, που εγκρίθηκε στις 25 Μαρτίου 2016, σχετικά με μέτρα δασικής διαχειρίσεως που περιορίζονται αποκλειστικά στη δασική έκταση της Białowieża, πρέπει να γίνει δεκτό το παραδεκτό της προσφυγής της Επιτροπής που αφορά επίσης την απόφαση αριθ. 51 της 17ης Φεβρουαρίου 2017, καθόσον επέκτεινε στις λοιπές δασικές εκτάσεις του Browsk και της Hajnówka την εφαρμογή μέτρων της ίδιας φύσεως που συνιστούν την ίδια συμπεριφορά ( 27 ).

Β.   Επί του βασίμου της προσφυγής

134.

Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση δεν μπορεί να αφορά τον παρθένο ή φυσικό χαρακτήρα των δασών της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, καθόσον δεν αμφισβητείται ότι η περιοχή αυτή χαρακτηρίστηκε, έπειτα από πρόταση της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ως ΤΚΣ, κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας περί οικοτόπων ( 28 ), με την απόφαση 2008/25, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή στις 13 Νοεμβρίου 2007, και αποτελεί επίσης ΖΕΠ των πτηνών, καθορισθείσα σύμφωνα με την οδηγία περί πτηνών. Επιπλέον, τα επίσημα ποσοτικά δεδομένα, που αποτελούν σημείο αναφοράς για τη συζήτηση που αφορά τους οικοτόπους και τα είδη που υφίστανται στις περιοχές αυτές, παρασχέθηκαν από τη Δημοκρατία της Πολωνίας στο ΤΕΔ. Ειδικότερα, οι οδηγίες περί οικοτόπων και πτηνών εφαρμόζονται στη διαφορά, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των δασών της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska και οριοθετούν υποχρεωτικά τη δασική διαχείριση αυτής της περιοχής.

135.

Η υπό κρίση προσφυγή παρέχει εκ νέου την ευκαιρία στο Δικαστήριο να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις οδηγίες αυτές και, ειδικότερα, με βάση το κριτήριο εάν τα σχέδια ή έργα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

1. Επί της πρώτης και της δεύτερης αιτιάσεως

136.

Με την πρώτη και τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας περί οικοτόπων καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών.

137.

Για να κριθεί το βάσιμο των δύο αυτών αιτιάσεων, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί επί του ζητήματος εάν οι επίμαχες δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων ή του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής και εάν, με την έκδοση και εφαρμογή των μέτρων δασικής διαχειρίσεως που περιέχονται στις επίδικες αποφάσεις, η καθής θέσπισε πράγματι τα μέτρα διατηρήσεως που επιτάσσονται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών.

138.

Συγκεκριμένα, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51 συνιστούν μέτρα διατηρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων, προτού προβάλει επίσης, επικουρικώς κατά τα φαινόμενα, ότι τα μέτρα αυτά ενδέχεται να εμπίπτουν στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

139.

Πλην όμως, η επιλογή του ενός χαρακτηρισμού για τις επίδικες αποφάσεις αποκλείει τον άλλο χαρακτηρισμό. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 6 παράγραφος 1, της οδηγίας περί πτηνών προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατηρήσεως για τις ειδικές ζώνες διατηρήσεως, η παράγραφος 3 της διατάξεως αυτής καθορίζει τις προϋποθέσεις σχετικά με τα σχέδια ή έργα που δεν συνδέονται άμεσα ή δεν είναι αναγκαία για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών αλλά μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τις περιοχές αυτές, καθεαυτά ή από κοινού με άλλα σχέδια. Επιπλέον, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του σχετικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

140.

Πρέπει, ως εκ τούτου να υπομνησθεί προκαταρκτικώς ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, η κατάσταση της διατηρήσεως ενός φυσικού οικοτόπου θεωρείται ικανοποιητική, μεταξύ άλλων, όταν η περιοχή της φυσικής κατανομής του καθώς και οι επιφάνειες που καλύπτει εντός της περιοχής αυτής μένουν σταθερές ή αυξάνονται και όταν η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη συντήρησή του υφίστανται και είναι δυνατόν να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλέψιμο μέλλον. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας περί οικοτόπων, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, προκειμένου να διατηρούνται τα οικολογικά χαρακτηριστικά των περιοχών που περιλαμβάνουν τύπους φυσικών οικοτόπων ( 29 ). Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάταξη αυτή, καθόσον δεν περιέχει λεπτομερείς κανόνες, επιβάλλει στα κράτη μέλη σειρά ειδικών υποχρεώσεων και διαδικασιών με σκοπό τη διασφάλιση της διατηρήσεως ή, ενδεχομένως, της αποκαταστάσεως σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και ιδιαίτερα των ειδικών ζωνών διατηρήσεως ( 30 ).

141.

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται ως ενιαίο σύνολο σε σχέση με τους στόχους διατηρήσεως που ορίζονται, οι δε παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου αυτού αποσκοπούν στη διασφάλιση ίδιου επιπέδου προστασίας για τους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους ειδών, ενώ η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου αποτελεί απλώς διάταξη που παρεκκλίνει από την παράγραφο 3 ( 31 ).

142.

Πρέπει, επομένως, υπό το πρίσμα των αρχών αυτών να χαρακτηριστούν τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51, τα οποία συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην κοπή και την απομάκρυνση των θνήσκοντων ή νεκρών δένδρων.

143.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι δεν αμφισβητείται ότι οι δασικές εκτάσεις τις οποίες αφορούν τα εν λόγω μέτρα συνιστούν ειδικές ζώνες διατηρήσεως και ΤΚΣ, όπως έχουν οριστεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, όπου πρέπει να εφαρμόζονται τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση, σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως, των φυσικών οικοτόπων και/ή των πληθυσμών των ειδών για τα οποία ορίστηκε η περιοχή, κατά την έννοια της οδηγίας περί οικοτόπων ( 32 ).

144.

Δεύτερον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια μέρους των δασοσυστάδων ( 33 ). Εξ αυτού προκύπτει ότι τέτοια μέτρα, από τη φύση τους και μόνο, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέτρα που διασφαλίζουν τη διατήρηση της οικείας περιοχής του δικτύου Natura 2000. Εντούτοις, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει ειδικές περιστάσεις, ήτοι μια άνευ προηγουμένου εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη, ικανή να θίξει την ακεραιότητα του τόπου αυτού του δικτύου Natura 2000, για να αιτιολογήσει τις αποφάσεις που έλαβε από το έτος 2016 και εφεξής.

145.

Όπως όμως προκύπτει από το πλαίσιο της διαφοράς, εξακολουθεί να υφίσταται επιστημονική διαφωνία σχετικά με το κατά πόσον τα ληφθέντα μέτρα, αφενός, θα έχουν αποτέλεσμα στην εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη και, αφετέρου, συνιστούν κατάλληλη μέθοδο διατηρήσεως των προστατευόμενων οικοτόπων. Συναφώς, μπορεί να επισημανθεί ότι στο πρόγραμμα αποκαταστάσεως της 25ης Μαρτίου 2016, που φέρει τον τίτλο «πρόγραμμα για το δάσος της Białowieża ως πολιτιστική και φυσική κληρονομιά της U[nesco] και ως περιοχή του δικτύου Natura 2000», γίνεται ρητή αναφορά στη διάσταση απόψεων ως προς το σημείο αυτό.

146.

Επιπλέον, μολονότι οι πολωνικές αρχές εξέδωσαν το PZO του 2015 με σκοπό να καθορίσουν τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, το παράρτημα του 2016 δεν μπορεί να αποτελέσει την πλήρη πρακτική εφαρμογή του PZO καθόσον προβλέπει μέτρα που θεωρούνται από το PZO αυτό ως πιθανοί κίνδυνοι για τη διατήρηση των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, η οποία δεν αντικρούεται από τη Δημοκρατία της Πολωνίας ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι η εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη δεν προσδιορίστηκε ως υφιστάμενος ή δυνητικός κίνδυνος για τη διαφύλαξη σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών ζώων και πτηνών που αναφέρονται στο παράρτημα 3 του PZO, αντιθέτως, η απομάκρυνση των ερυθρελατών που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη θεωρείται ρητώς, στο παράρτημα αυτό, δυνητικός κίνδυνος για τη διαφύλαξη σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των οικοτόπων και ιδίως για την προστασία της σπουργιτόγλαυκας, του αιγιωλιού και του τριδάκτυλου δρυοκολάπτη.

147.

Συνεπώς, τα μέτρα που απορρέουν από το παράρτημα του 2016 και την απόφαση αριθ. 51 δεν μπορούν να αναλυθούν ως μέτρα που εφαρμόζουν το PZO του 2015. Παραδόξως, ως ενδεχόμενη συνέπεια των μέτρων αυτών, το PZO μπορεί να στερηθεί την πρακτική του αποτελεσματικότητα ή ακόμη, μπορεί να παρασχεθεί στις πολωνικές αρχές η δυνατότητα να παραβούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν εξ αυτού ( 34 ).

148.

Ως εκ τούτου, τέτοιου είδους μέτρα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν μέτρα διατηρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων. Επομένως, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν έθεσε σε εφαρμογή τα μέτρα που απαιτούνται για τη διατήρηση της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska κατόπιν της εκδόσεως του PZO του 2015. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνεται στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει τόσο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων όσο και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών και, ως εκ τούτου, να κρίνει ότι η δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμη.

149.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή, πρέπει, εντούτοις, να εξεταστεί από το Δικαστήριο, καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστήριξε επίσης ότι τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως που προβλέπονται στο παράρτημα του 2016 αντιστοιχούν σε σχέδια ή έργα, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, για την έκδοση των οποίων προέβη σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των μέτρων αυτών το 2015.

150.

Προκειμένου να κριθεί αν τα μέτρα που παρατίθενται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51 εκδόθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, φαίνεται σκόπιμο να υπομνησθεί, πρώτον, ότι η διάταξη αυτή προβλέπει μια διαδικασία εκτιμήσεως που αποσκοπεί στο να εξασφαλίζεται ότι, χάρη στη διεξαγωγή προληπτικού ελέγχου, ένα σχέδιο ή έργο μη άμεσα συνδεόμενο με τη διαχείριση του οικείου τόπου ή μη αναγκαίο για τη διαχείρισή του, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, εγκρίνεται μόνον εφόσον δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του τόπου αυτού ( 35 ).

151.

Δεύτερον, όπως τόνισε το Δικαστήριο, η εν λόγω διάταξη προβλέπει δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να προβαίνουν σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων που έχει ένα σχέδιο ή έργο επί ενός προστατευόμενου τόπου, εφόσον είναι πιθανό ότι το σχέδιο ή έργο αυτό θα επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο ( 36 ). Ειδικότερα, εάν σχέδιο ή έργο μη άμεσα συνδεόμενο με τη διαχείριση ενός τόπου ή μη αναγκαίο για τη διαχείρισή του ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων διατηρήσεως του τόπου αυτού, πρέπει να θεωρείται ως δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτόν. Η εκτίμηση αυτού του κινδύνου πρέπει, ιδίως, να γίνεται υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και συνθηκών του εν λόγω τόπου ( 37 ).

152.

Κατά το δεύτερο στάδιο, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας περί οικοτόπων και η οποία διεξάγεται μετά τη δέουσα εκτίμηση που περιγράφεται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, το σκοπούμενο σχέδιο ή έργο μπορεί να εγκριθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του οικείου τόπου, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού ( 38 ).

153.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ειδικότερα, ότι προϋπόθεση για να μην παραβλάπτεται η ακεραιότητα ενός τόπου ως φυσικού οικοτόπου, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής, είναι η διατήρησή του σε ικανοποιητική κατάσταση, πράγμα που συνεπάγεται τη βιώσιμη διατήρηση των συστατικών χαρακτηριστικών του οικείου τόπου, που έχουν σχέση με την παρουσία ενός τύπου φυσικού οικοτόπου του οποίου ο στόχος διατηρήσεως αποτέλεσε τον λόγο καταχωρίσεως του τόπου αυτού στον κατάλογο των ΤΚΣ, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής ( 39 ).

154.

Πρέπει να υπομνησθεί, επιπλέον, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εκτίμηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπορεί να παρουσιάζει κενά και πρέπει να περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά τα αποτελέσματα των σχεδιαζόμενων εργασιών στον οικείο προστατευόμενο τόπο ( 40 ). Έχει κρίνει επίσης ότι η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων σχεδίου ή έργου στον οικείο τόπο προϋποθέτει ότι πρέπει να προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του επίμαχου σχεδίου ή έργου που θα μπορούσαν, αυτές καθεαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατηρήσεως του τόπου αυτού ( 41 ).

155.

Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, κατά κανόνα, είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι ενδεχόμενες θετικές συνέπειες της μελλοντικής δημιουργίας ενός νέου οικοτόπου, μέσω της οποίας επιδιώκεται η αντιστάθμιση της απώλειας επιφάνειας και της μειώσεως της ποιότητας του ίδιου αυτού τύπου οικοτόπου εντός προστατευόμενης περιοχής, και, εν πάση περιπτώσει, οι συνέπειες αυτές θα είναι ορατές μόνο σε βάθος χρόνου ( 42 ).

156.

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά που αιτιολογούν την προσφυγή είναι επαρκώς τεκμηριωμένα. Κατά τη γνώμη μου, από την απλή εξέταση της χρονικής αλληλουχίας των επίδικων αποφάσεων και από τη συνοχή των δικαιολογητικών εγγράφων που προσκομίστηκαν προκύπτει ότι η εκτίμηση που απαιτείται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί.

157.

Πρώτον, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι λίγο πριν από την έκδοση του παραρτήματος του 2016 για την τροποποίηση του ΣΔΔ του 2012 οι πολωνικές αρχές είχαν εκδώσει το PZO του 2015, από το οποίο προκύπτει ότι η κοπή και η απομάκρυνση δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη αποτελούσαν δυνητικό κίνδυνο για τη διατήρηση της οικείας περιοχής του δικτύου Natura 2000.

158.

Μολονότι, όπως προκύπτει από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να βρεθεί κάποια ισορροπία μεταξύ των μέτρων ενεργού διαχειρίσεως και των μέτρων παθητικής διαχειρίσεως που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη για την εκπλήρωση των στόχων διατηρήσεως που αναφέρονται στις οδηγίες περί οικοτόπων και πτηνών, η στάθμιση αυτή ουδόλως αντανακλάται στις διατάξεις της απόφασης αριθ. 51, καθόσον η απόφαση αυτή επιτρέπει την εφαρμογή των μέτρων για την κοπή και την απομάκρυνση δασοσυστάδων άνευ περιορισμών.

159.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που κοινοποίησε η Δημοκρατία της Πολωνίας, την ίδια την ημέρα της εκδόσεως του παραρτήματος του 2016, οι πολωνικές αρχές εξέδωσαν επίσης ένα πρόγραμμα αποκαταστάσεως, με τίτλο «πρόγραμμα σχετικά με το δάσος της Białowieża ως πολιτιστική και φυσική κληρονομιά της U[nesco] και ως περιοχή του δικτύου Natura 2000», που είχε κυρίως ως σκοπό, όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την αξιολόγηση, για το μέλλον, των επιπτώσεων των μέτρων που λαμβάνονται για τη διατήρηση της περιοχής, με τον καθορισμό, μεταξύ άλλων, των περιοχών αναφοράς εντός των οποίων δεν έπρεπε να υλοποιηθεί κανένα μέτρο δασικής διαχειρίσεως.

160.

Δεύτερον, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ισχυρίστηκε, με τις έγγραφες παρατηρήσεις της, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη μεταξύ των ετών 2012 και 2015 οφείλεται στη μείωση του όγκου εκμεταλλεύσεως ξυλείας που αποφασίστηκε κατά την έκδοση του ΣΔΔ του 2012, εντούτοις, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ο όγκος εκμεταλλεύσεως που διαπιστώθηκε μεταξύ των ετών 2012 και 2015 ήταν πανομοιότυπος με τον όγκο των προηγούμενων ετών και ότι ο κυβισμός της ξυλείας που προήλθε από τη δασική έκταση της Białowieża παρέμεινε στην πραγματικότητα σταθερός κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εξάπλωση του βόστρυχου του χαράκτη οφείλεται στη μείωση του υπό εκμετάλλευση όγκου ξυλείας μεταξύ των ετών 2012 και 2015.

161.

Τρίτον, μολονότι οι πολωνικές αρχές υποστηρίζουν ότι διενήργησαν δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του παραρτήματος του 2016 στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκτίμηση αυτή όντως πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 2015, αλλά αφορούσε μόνον τα μέτρα που προέβλεπε το παράρτημα του 2016, αποκλειστικά ως προς τη δασική έκταση της Białowieża και όχι, κατά συνέπεια, τα μέτρα που περιέχονται στην απόφαση αριθ. 51 που ελήφθη στις 17 Φεβρουαρίου 2017 για να διευρύνει, γεωγραφικά και ποσοτικά, τα μέτρα κοπής και απομάκρυνσης των δένδρων στο σύνολο των τριών δασικών εκτάσεων του δάσους της Białowieża. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι επιπτώσεις των μέτρων δασικής διαχειρίσεως, που ελήφθησαν με την απόφαση αριθ. 51, για τη διατήρηση και την ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska στο σύνολό της δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο καμίας εκτιμήσεως. Ομοίως, ουδόλως συνάγεται από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι οι ενδεχόμενες σωρευτικές επιπτώσεις του παραρτήματος του 2016 και της απόφασης αριθ. 51 ελήφθησαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από τις πολωνικές αρχές ( 43 ).

162.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από το ίδιο το πλαίσιο αυτής της εκτιμήσεως των επιπτώσεων του παραρτήματος του 2016 για την ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, η εν λόγω εκτίμηση πραγματοποιήθηκε με βάση τα στοιχεία του έτους 2012 και όχι με βάση τα ενημερωμένα στοιχεία που επικαιροποιήθηκαν το 2015, όπως εντούτοις επιτάσσεται από τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ( 44 ). Συγκεκριμένα, διευκρινίζεται στο σημείο 4.2 του εγγράφου αυτού ότι «οι διατάξεις σχετικά με τις επιπτώσεις στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 που αναφέρονται στην “εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον” για τα έτη 2012-2021 δεν απαιτείται, κατ’ αρχήν, να επικαιροποιηθούν. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι οι δραστηριότητες θα αφορούν κυρίως τις δασοσυστάδες που έχουν υποστεί βλάβη».

163.

Τέλος, όπως προκύπτει από τις γραπτές παρατηρήσεις της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η απογραφή της βιοποικιλότητας που υφίσταται στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο λήψεως της τελευταίας επίδικης αποφάσεως και κατά το στάδιο προ της ασκήσεως της προσφυγής.

164.

Υπό το πρίσμα όλων αυτών των στοιχείων, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πολωνικές αρχές δεν ήταν βέβαιες, ακόμη και κατά την ημέρα εκδόσεως του παραρτήματος του 2016, ότι τα μέτρα που περιέχονται στο παράρτημα αυτό δεν θα επηρεάσουν την ακεραιότητα αυτής της περιοχής του Natura 2000, γεγονός που αρκεί για να θεωρηθεί ότι η πρώτη αιτίαση είναι βάσιμη.

165.

Εντούτοις, θα διευκρινίσω, περαιτέρω, τους λόγους που, κατά την άποψή μου, δικαιολογούν την απόρριψη και των λοιπών επιχειρημάτων που προέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων των σχεδίων ή έργων στην ακεραιότητα των οικείων περιοχών πρέπει να γίνεται βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνώσεων κατά τη λήψη των αποφάσεων ( 45 ). Όπως όμως προκύπτει από τη δικογραφία καθώς και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την ημερομηνία εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων εξακολουθούσε να υφίσταται επιστημονική διαμάχη σχετικά με τις καταλληλότερες μεθόδους για την αποτροπή της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη. Πρέπει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι αυτή η απόκλιση των επιστημονικών απόψεων αφορούσε ακόμη και τη σκοπιμότητα καταπολεμήσεως της εξαπλώσεως του βόστρυχου του χαράκτη ( 46 ) και ότι, σύμφωνα με ορισμένους επιστήμονες, πρόκειται για έναν φυσικό κύκλο που αντιστοιχεί σε περιοδικές τάσεις που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά της περιοχής, ο στόχος διατηρήσεως της οποίας δικαιολόγησε την καταχώρισή της στον κατάλογο των ΤΚΣ και τον χαρακτηρισμό της ως ΖΕΠ.

166.

Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που διενεργήθηκε πριν από την έκδοση των επίδικων μέτρων ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο.

167.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής εμπεριέχει επίσης την αρχή της προφυλάξεως και παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής της βλάβης που μπορούν να προξενήσουν στην ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων τα σχέδια ή έργα που εξετάζουν οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να εγκρίνουν την εφαρμογή των μέτρων που περιέχουν. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ένα κριτήριο εγκρίσεως λιγότερο αυστηρό από το θεσπιζόμενο με τη διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει εξίσου αποτελεσματικά την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των τόπων, τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω διάταξη ( 47 ). Η εφαρμογή της αρχής αυτής στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας επιτάσσει η αρμόδια εθνική αρχή να εκτιμά τις επιπτώσεις του έργου στον οικείο τόπο, υπό το πρίσμα των στόχων διατηρήσεως και λαμβάνοντας υπόψη τα ενσωματωμένα στο έργο αυτό μέτρα προστασίας, με σκοπό την αποτροπή ή μείωση των ενδεχόμενων άμεσων αρνητικών συνεπειών που προκαλούνται από το έργο αυτό, για να διασφαλίζεται ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου αυτού ( 48 ).

168.

Εν προκειμένω, η εκτίμηση αυτή δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί λόγω της συνεχιζόμενης επιστημονικής διαμάχης, των μέτρων απογραφής που ακόμη εκκρεμούσαν κατά την ημέρα λήψεως των αποφάσεων, καθώς και του αντικείμενο της αποφάσεως αριθ. 52, που συνίσταται στον καθορισμό των εκτάσεων αναφοράς με στόχο, κατά τις προφορικές παρατηρήσεις της Δημοκρατία της Πολωνίας που διατυπώθηκαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την αξιολόγηση της εξελίξεως των χαρακτηριστικών της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska ακόμη και χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.

169.

Καθόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, το υποστατό και η σοβαρότητα των δυνητικών κινδύνων που απειλούσαν τη διατήρηση και την ακεραιότητα αυτής της περιοχής του δικτύου Natura 2000 δεν είχαν πλήρως προσδιοριστεί, εκτιμηθεί και, ενδεχομένως, αποκλεισθεί, οι πολωνικές αρχές δεν μπορούσαν να εκδώσουν ούτε το παράρτημα του 2016 ούτε την απόφαση αριθ. 51 χωρίς να παραβιάσουν ταυτόχρονα την αρχή της προφυλάξεως.

170.

Τρίτον, όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας στο πλαίσιο των ζητημάτων δημόσιας ασφάλειας που απαίτησαν την έκδοση των επίδικων πράξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ως παρέκκλιση, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά και δεν μπορεί να εφαρμόζεται παρά μόνον αφού έχει πραγματοποιηθεί η ανάλυση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή έργου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού ( 49 ).

171.

Συγκεκριμένα, προκειμένου να καθοριστεί το είδος των ενδεχόμενων αντισταθμιστικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός των βλαβών που θα προκληθούν στον οικείο τόπο. Η γνώση των επιπτώσεων ενός σχεδίου ή ενός έργου, όσον αφορά τους στόχους διατηρήσεως του επίμαχου τόπου, συνιστά προαπαιτούμενο για την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, διότι, χωρίς τα στοιχεία αυτά, καμία προϋπόθεση εφαρμογής αυτής της εξαιρετικής διατάξεως δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί. Για την εξέταση των ενδεχόμενων επιτακτικών λόγων σημαντικού δημοσίου συμφέροντος καθώς και του ζητήματος εάν υπάρχουν λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές λύσεις απαιτείται στάθμιση σε σχέση με τις βλάβες που θα προξενήσει στον τόπο αυτό το εξεταζόμενο σχέδιο ή έργο ( 50 ).

172.

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων, στην περίπτωση κατά την οποία, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτιμήσεως που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, σχέδιο ή έργο πρέπει εντούτοις να πραγματοποιηθεί για επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, και εφόσον δεν υφίστανται εναλλακτικές λύσεις, το οικείο κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να διασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του δικτύου Natura 2000. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν να παρέχουν έγκριση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, παρά μόνον εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή ( 51 ).

173.

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει τόσο από τις προηγούμενες διαπιστώσεις για τη μη τήρηση του προκαταρκτικού σταδίου εκτιμήσεως, που βασίζεται στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, όσο και από την απουσία ειδικότερων στοιχείων από τη δικογραφία, οι πολωνικές αρχές δεν αξιολόγησαν τη χρήση εναλλακτικών ή αντισταθμιστικών μέτρων ( 52 ) σε σχέση με τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως που εξέδωσαν και υλοποίησαν βάσει του παραρτήματος του 2016 καθώς και της αποφάσεως αριθ. 51. Συνεπώς, μπορεί επίσης να διαπιστωθεί ότι, μολονότι οι πολωνικές αρχές δεν επικαλέστηκαν λόγους δημοσίας ασφάλειας για να δικαιολογήσουν την έκδοση και την εφαρμογή των επίδικων μέτρων, των οποίων τις αρνητικές συνέπειες παραδέχονται εμμέσως, δεν τηρήθηκαν οι κατά παρέκκλιση επιταγές του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας περί οικοτόπων.

174.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνεται στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η πρώτη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή είναι βάσιμη, όπως ακριβώς και η δεύτερη, καθόσον οι πολωνικές αρχές, μη τηρώντας τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων και εφαρμόζοντας τα ληφθέντα μέτρα που αποφασίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα οποία δεν δύνανται να αποτελούν σχέδιο διατηρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, παρέβησαν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί πτηνών.

2. Επί της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως

175.

Με την τρίτη και τέταρτη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει, αντιστοίχως, του άρθρου 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων και του άρθρου 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών, γεγονός που θα ωθήσει το Δικαστήριο να διερωτηθεί κατά πόσον οι επίδικες δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως ενδέχεται να επιφέρουν βλάβη ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής των ειδών σαπροξυλικών κανθάρων και αγρίων πτηνών που προστατεύονται ειδικά από τις οδηγίες αυτές.

176.

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις και σκέψεις όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες δραστηριότητες δασικής διαχειρίσεως αναπόφευκτα οδηγούν σε βλάβη των τόπων αναπαραγωγής των προστατευόμενων ειδών που ζουν στην περιοχή του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska.

177.

Επομένως, προτείνεται στο Δικαστήριο να κρίνει βάσιμη την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση που προέβαλε η Επιτροπή.

178.

Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του 2016 και στην απόφαση αριθ. 51, χωρίς να διασφαλίσει ότι τα μέτρα αυτά δεν θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 Puszcza Białowieska, και παραλείποντας να διασφαλίσει τη διατήρηση καθώς και την προστασία των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών, που αναφέρονται στην προσφυγή της Επιτροπής, για τους οποίους οικοτόπους και είδη η περιοχή αυτή έχει οριστεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας και ΖΕΠ, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας περί οικοτόπων, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας περί πτηνών.

V. Επί των δικαστικών εξόδων

179.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί η Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, η Δημοκρατία της Πολωνίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

VI. Πρόταση

180.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

1)

Η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και εφαρμόζοντας τα μέτρα δασικής διαχειρίσεως που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του σχεδίου δασικής διαχειρίσεως της δασικής εκτάσεως της Białowieża, της 9ης Οκτωβρίου 2012, το οποίο εγκρίθηκε στις 25 Μαρτίου 2016 από τον Minister Środowiska (Υπουργός Περιβάλλοντος, Πολωνία), και στην απόφαση αριθ. 51 του Dyrektor Generalny Lasów Państwowych (γενικός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας, Πολωνία), της 17 Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με την κοπή των δένδρων που έχουν προσβληθεί από τον βόστρυχο του χαράκτη και με την αποκομιδή των δένδρων που αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και δημιουργούν κίνδυνο πυρκαγιάς, σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες των δασοσυστάδων των δασικών εκτάσεων της Białowieża, του Browsk και της Hajnówka, χωρίς να διασφαλίσει ότι τα μέτρα αυτά δεν θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην ακεραιότητα της περιοχής του δικτύου Natura 2000 PLC200004 Puszcza Białowieska (Πολωνία), και παραλείποντας να διασφαλίσει τη διατήρηση καθώς και την προστασία των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών που αναφέρονται στην προσφυγή της Επιτροπής, για τους οποίους οικοτόπους και είδη η περιοχή αυτή έχει οριστεί ως τόπος κοινοτικής σημασίας και ζώνη ειδικής προστασίας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 12 παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και δʹ, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 5, στοιχεία βʹ και δʹ, της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.

2)

Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2013/17/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, L 158, σ. 193) (στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/17 (στο εξής: οδηγία περί πτηνών).

( 4 ) Μετάφραση στην ελληνική γλώσσα δεν είναι διαθέσιμη.

( 5 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 2ας Απριλίου 1979, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 202).

( 6 ) Μετάφραση στην ελληνική γλώσσα δεν είναι διαθέσιμη.

( 7 ) ΕΕ 2008, L 12, σ. 383.

( 8 ) State of Europe’s forests 2015, Forest Europe, 2015, παράρτημα 8, πίνακας 28, σ. 274.

( 9 ) Στο εξής: Δασική Υπηρεσία.

( 10 ) Όπως προκύπτει από το παράρτημα 1 της αποφάσεως του Dyrektor Generalny Lasów Państwowych (γενικός διευθυντής της Δασικής Υπηρεσίας, Πολωνία), της 31ης Μαρτίου 2016 (στο εξής: απόφαση αριθ. 52).

( 11 ) Φάκελος EU Pilot 2210/11/ENVI.

( 12 ) Τα όρια αυτά καθορίστηκαν για τη δασική έκταση του Browsk σε 214218 m3 και για τη δασική έκταση της Hajnówka 192291 m3.

( 13 ) Στο εξής: PZO.

( 14 ) Ο εθνικός δρυμός της Białowieża αποτελεί το αντικείμενο ενός διαφορετικού PZO, που εγκρίθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2014 από τον Υπουργό Περιβάλλοντος.

( 15 ) Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία άρχισε στις 7 Απριλίου 2016, βλ. σημεία 54 επ. των παρουσών προτάσεων. Κατά την Επιτροπή, η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε μόλις τον Ιούνιο 2017 στο Biuletyn Informacyjny Lasów Państwowych (Δελτίο της Δασικής Υπηρεσίας) αριθ. 6 (294).

( 16 ) Στο εξής: απόφαση αριθ. 51.

( 17 ) Φάκελος EU Pilot 8460/16/ENVI.

( 18 ) Διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17 R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:622).

( 19 ) Διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17 R, EU:C:2017:877).

( 20 ) Στη σκέψη 118, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «[α]ν διαπιστωθεί μη συμμόρφωση, […] θα υποχρεώσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει στην Επιτροπή ημερήσια χρηματική ποινή ύψους τουλάχιστον 100000 ευρώ, με αφετηρία την επίδοση της […] διατάξεως [αυτής] στη Δημοκρατία της Πολωνίας και έως ότου το κράτος μέλος αυτό συμμορφωθεί προς αυτή ή έως την έκδοση της αποφάσεως με την οποία θα περατωθεί η διαδικασία στην υπόθεση».

( 21 ) Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑441/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:794).

( 22 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑142/16, EU:C:2017:301, σκέψη 42).

( 23 ) Απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑383/09, EU:C:2011:369, σκέψεις 18 έως 21).

( 24 ) Dz. U. 2008, αριθ. 199, στοιχείο 1227.

( 25 ) Β. Brzeziecki, «Dynamique pluriannuelle des peuplements forestiers de la forêt de Białowieża (dans des conditions de protection stricte)», Stan Ekosystemów leśnysh Puszczy Białowieskiej, Centrum Informacyjne Lasów Państwowych, Βαρσοβία, 2016, σ. 45 έως 58.

( 26 ) Αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Ιταλίας (113/86, EU:C:1988:59, σκέψη 11), και της 9ης Νοεμβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑236/05, EU:C:2006:707, σκέψη 12).

( 27 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας (C‑488/15, EU:C:2017:267, σκέψη 46).

( 28 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 1, 8 και 9 καθώς και παράρτημα της αποφάσεως αυτής (σ. 645), η οποία χορηγεί σε αυτήν την περιοχή τον κωδικό ΤΚΣ PLC200004 Puszcza Białowieska.

( 29 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψεις 37 και 38), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψεις 35 και 36).

( 30 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 36), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 31).

( 31 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 32 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ. ορισμούς που παρατίθενται στο άρθρο 1, στοιχεία ιαʹ και ιβʹ, της οδηγίας αυτής.

( 33 ) Βλ. σημείο 52 των παρουσών προτάσεων.

( 34 ) Μπορεί ακόμη να σημειωθεί ότι η παραδοχή του συμβατού των μέτρων που απορρέουν από το παράρτημα του 2016 και την απόφαση αριθ. 51 προς το PZO του 2015 καταλήγει στην αποδοχή της δυνατότητας των πολωνικών αρχών να τροποποιήσουν αυτό το PZO χωρίς να λάβουν υπόψη τους στόχους διατηρήσεως που πρέπει κανονικά να τηρεί μια τέτοια πράξη.

( 35 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 28), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 43).

( 36 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 29), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 44).

( 37 ) Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Briels κ.λπ. (C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 20), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 45).

( 38 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 46).

( 39 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 39), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 47).

( 40 ) Αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑404/09, EU:C:2011:768, σκέψη 100), της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 44), καθώς και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 41 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 42 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 43 ) Βλ., ως παράδειγμα για την απαίτηση αυτή, απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑142/16, EU:C:2017:301, σκέψεις 61 και 62).

( 44 ) Βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑142/16, EU:C:2017:301, σκέψη 42).

( 45 ) Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 46 ) Βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, το πρόγραμμα αποκαταστάσεως που φέρει τον τίτλο «πρόγραμμα σχετικά με το δάσος της Białowieża ως πολιτιστική και φυσική κληρονομιά της U[nesco] και ως περιοχή που ανήκει στο δίκτυο Natura 2000», που καταρτίστηκε από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και τον γενικό διευθυντή της Δασικής Υπηρεσίας, στις 25 Μαρτίου 2016.

( 47 ) Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ. (C‑258/11, EU:C:2013:220, σκέψεις 41 έως 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 48 ) Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Briels κ.λπ. (C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 28), της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 54), και της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑142/16, EU:C:2017:301, σκέψη 34).

( 49 ) Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Briels κ.λπ. (C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 35), καθώς και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 50 ) Αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αιτωλοακαρνανίας κ.λπ. (C‑43/10, EU:C:2012:560, σκέψεις 114 και 115), καθώς και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 51 ) Αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2014, Briels κ.λπ. (C‑521/12, EU:C:2014:330, σκέψη 37), και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ. (C‑387/15 και C‑388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 63).

( 52 ) Εκτός από την τοποθέτηση φερομονικών παγίδων, των οποίων η αναποτελεσματικότητα έχει επισημανθεί.