ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Κανόνες σχετικοί με τις προϋποθέσεις αναγνώρισης των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρα 3, 4, 10 και 23 – Υποβολή χωριστών αιτήσεων διεθνούς προστασίας από μέλη της ίδιας οικογένειας – Εξατομικευμένη αξιολόγηση – Συνεκτίμηση των απειλών κατά μέλους της οικογένειας στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης άλλου μέλους της οικογένειας – Δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερους κανόνες με σκοπό την επέκταση του ασύλου ή της επικουρικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας – Αξιολόγηση των λόγων της δίωξης – Συμμετοχή υπηκόου Αζερμπαϊτζάν στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Κοινοί διαδικαστικοί κανόνες – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Άρθρο 46 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Πλήρης και ex nunc εξέταση – Λόγοι δίωξης ή πραγματικά στοιχεία που αποσιωπήθηκαν ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής, αλλά προβλήθηκαν στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απόφασης της εν λόγω αρχής»

Στην υπόθεση C‑652/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia‑grad (διοικητικό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova,

Rauf Emin Ogla Ahmedbekov

κατά

Zamestnik‑predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη M. Μιχελογιαννάκη,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Z. Fehér και G. Koós, καθώς και από την M. M. Tátrai,

η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τις R. Fadoju και C. Crane, επικουρούμενες από τον D. Blundell,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον V. Soloveytchik και τη M. Κοντού‑Durande,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), καθώς και της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

2

Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova και του υιού της Rauf Emin Ogla Ahmedbekov και, αφετέρου, του Zamestnik‑predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite (αναπληρωτή διευθυντή της εθνικής υπηρεσίας προσφύγων, Βουλγαρία), σχετικά με την απόρριψη από τον τελευταίο της αίτησης διεθνούς προστασίας που είχε υποβληθεί από την N. Ahmedbekova.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 και συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο για το καθεστώς των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).

4

Κατά το άρθρο 1, τμήμα Α, της Σύμβασης της Γενεύης, στοιχείο του ορισμού του όρου «πρόσφυγας» αποτελεί ο κίνδυνος δίωξης.

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2011/95

5

Η οδηγία 2011/95 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της [ανάπτυξης κοινής πολιτικής στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα όσον αφορά κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, στο οποίο περιλαμβάνονται:

α)

ενιαίο καθεστώς ασύλου υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών, το οποίο ισχύει σε όλη την Ένωση,

β)

ενιαίο καθεστώς επικουρικής προστασίας για τους υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας, χωρίς να τους χορηγείται ευρωπαϊκό άσυλο».

6

Οι αιτιολογικές σκέψεις 14, 16, 18, 24 και 36 της οδηγίας αυτής έχουν ως εξής:

«(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία για τους υπηκόους τρίτων χωρών ή τους ανιθαγενείς που αιτούνται διεθνή προστασία από κράτος μέλος, οσάκις το εν λόγω αίτημα νοείται ως στηριζόμενο στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1(Α) της σύμβασης της Γενεύης είτε πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία.

[…]

(16)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως.

[…]

(18)

Το “μείζον συμφέρον του παιδιού” θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού. Κατά την αξιολόγηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν ιδίως υπόψη τους την αρχή της οικογενειακής ενότητας, την ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, ζητήματα ασφάλειας και προστασίας και τις απόψεις του ανηλίκου ανάλογα με την ηλικία του και την ωριμότητά του.

[…]

(24)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια για την αναγνώριση των αιτούντων άσυλο ως προσφύγων κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης της Γενεύης.

[…]

(36)

Τα μέλη της οικογένειας, λόγω της σχέσης τους με τον πρόσφυγα και μόνο, εκτίθενται συνήθως σε διώξεις κατά τρόπον που να μπορεί να αποτελέσει βάση για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα.»

7

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α)

“διεθνής προστασία”, το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία εʹ και ζʹ·

[…]

δ)

“πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

ε)

“καθεστώς πρόσφυγα”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα·

στ)

“πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας·

ζ)

“καθεστώς επικουρικής προστασίας”, η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία·

η)

“αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας”, η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς·

θ)

“αιτών”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί τελεσίδικη απόφαση·

ι)

“μέλη της οικογένειας”, εφόσον η οικογένεια υπήρχε ήδη στη χώρα καταγωγής, τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας τα οποία ευρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος σε σχέση με την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας:

ο (η) σύζυγος του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ή ο (η) σύντροφος που διατηρεί σταθερή σχέση με το εν λόγω πρόσωπο σε ελεύθερη ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι το δίκαιο ή η πρακτική του οικείου κράτους μέλους αντιμετωπίζει τα άγαμα ζεύγη κατά τρόπο παρόμοιο με τον ισχύοντα για τα έγγαμα ζεύγη βάσει του δικαίου περί υπηκόων τρίτων χωρών·

τα ανήλικα τέκνα των ζευγών της πρώτης περίπτωσης ή του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άγαμα, ανεξαρτήτως αν γεννήθηκαν εντός ή εκτός γάμου ή αν είναι υιοθετημένα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία·

ο πατέρας, η μητέρα ή άλλος ενήλικος υπεύθυνος για τον δικαιούχο διεθνούς προστασίας βάσει νόμου ή της πρακτικής του οικείου κράτους μέλους, αν ο εν λόγω δικαιούχος είναι ανήλικος και άγαμος·

ια)

“ανήλικος”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

[…]».

8

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία.»

9

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας, με τίτλο «Αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(‑ες), τη (τις) χώρα(‑ες) και το (τα) μέρος(‑η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3.   Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)

όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)

των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)

την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

[…]

4.   Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.»

10

Κατά το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Λόγοι δίωξης» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο III αυτής, με τίτλο «Αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα»:

«1.   Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

[την] έννοια της φυλής […]

β)

[την] έννοια της θρησκείας […]

γ)

[την] έννοια της ιθαγένειας […]

δ)

[την] ομάδα [η οποία] θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και.

η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ως περιλαμβάνων πράξεις θεωρούμενες αξιόποινες κατά το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανόμενης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας·

ε)

η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει, ιδίως, την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποιθήσεως επί ζητήματος που σχετίζεται με τους ενδεχόμενους φορείς δίωξης του άρθρου 6 και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του εάν ο αιτών έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.

2.   Κατά την αξιολόγηση του βασίμου του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης.»

11

Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«1.   Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα εφόσον:

α)

εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου του άρθρου 1, τμήμα Δ, της Σύμβασης της Γενεύης […]

[…]

2.   Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα, όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι:

α)

έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά·

β)

έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι πριν από τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα· οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα·

γ)

είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

3.   Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή σε άτομα τα οποία είναι ηθικοί αυτουργοί ή συμμετέχουν άλλως στη διάπραξη των προβλεπόμενων στην εν λόγω παράγραφο εγκλημάτων ή πράξεων.»

12

Το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.»

13

Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιγράφεται «Σοβαρή βλάβη» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V της οδηγίας, με τίτλο «Αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας»:

«Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:

α)

θανατική ποινή ή εκτέλεση· ή

β)

βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του· ή

γ)

σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

14

Το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής ορίζει:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V.»

15

Το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διατήρηση της οικογενειακής ενότητα», ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

2.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα μέλη της οικογένειας του δικαιούχου διεθνούς προστασίας που δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της προστασίας αυτής να δικαιούνται να αιτηθούν τα ευεργετήματα των άρθρων 24 έως 35, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες και εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το προσωπικό νομικό καθεστώς του μέλους της οικογένειας.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή όταν το μέλος της οικογένειας αποκλείεται ή θα αποκλειόταν από τη διεθνή προστασία κατ’ εφαρμογή των κεφαλαίων ΙΙΙ και V.

4.   Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται, να περιορίζουν ή να ανακαλούν τα προαναφερόμενα ευεργετήματα για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.

[…]»

Η οδηγία 2013/32

16

Η οδηγία 2013/32 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση του ενιαίου καθεστώτος ασύλου ή επικουρικής προστασίας.

17

Οι αιτιολογικές σκέψεις 12 και 60 της εν λόγω οδηγίας έχουν ως εξής:

«(12)

Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η περαιτέρω ανάπτυξη απαιτήσεων για τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης της διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη ενόψει της δημιουργίας κοινής διαδικασίας ασύλου στην Ένωση.

[…]

(60)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ακολουθεί τις αρχές που αναγνωρίστηκαν στο Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεύει να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 4 18, 19, 21, 23, 24 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως.»

18

Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση κοινών διαδικασιών για τη χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95].»

19

Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

γ)

“αιτών”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση,

[…]

στ)

“αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις·

ζ)

“πρόσφυγας”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 στοιχείο δ) της οδηγίας [2011/95]·

[…]

ιβ)

“ανήλικος”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

[…]».

20

Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2013/32:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε ενήλικας που διαθέτει νομική ικανότητα να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αυτοπροσώπως.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εξαρτώμενοι ενήλικες να συναινούν στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους ή, εάν αυτό δεν ισχύει, να μπορούν να υποβάλουν την αίτησή τους αυτοπροσώπως.

Η συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή, το αργότερο, κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα. Πριν ζητηθεί η συναίνεση, κάθε εξαρτώμενος ενήλικας ενημερώνεται κατ’ ιδίαν σχετικά με τις συναφείς διαδικαστικές συνέπειες της αυτοπρόσωπης κατάθεσης αίτησης και σχετικά με το δικαίωμά του να υποβάλει αυτοτελή αίτηση διεθνούς προστασίας.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ένας ανήλικος να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας είτε αυτοπροσώπως, εάν είναι νομικά ικανός να συμμετέχει στις διαδικασίες σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, είτε μέσω των γονέων του ή άλλου ενήλικου μέλους της οικογένειάς του, ή ενηλίκου ο οποίος είναι υπεύθυνος γι’ αυτόν δυνάμει του δικαίου ή της πρακτικής του εν λόγω κράτους μέλους ή μέσω εκπροσώπου.

[…]»

21

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

«Στους αιτούντες επιτρέπεται να παραμείνουν στο κράτος μέλος, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες που ορίζονται στο κεφάλαιο III. Το εν λόγω δικαίωμα παραμονής δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.»

22

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

«Κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσον οι αιτούντες δικαιούνται επικουρικής προστασίας.»

23

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στους αιτούντες την υποχρέωση να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους και των λοιπών στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας [2011/95]. […]»

24

Κατά το άρθρο 31 της οδηγίας 2013/32:

«1.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο διαδικασίας εξέτασης σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του κεφαλαίου ΙΙ.

2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαδικασία εξέτασης ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό με την επιφύλαξη κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

[…]»

25

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη […] εάν:

[…]

ε)

πρόσωπο εξαρτώμενο από τον αιτούντα υποβάλει αίτηση, αφού το πρόσωπο αυτό έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του προσώπου αυτού τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης.»

26

Το άρθρο 40, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Όταν ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει τα περαιτέρω διαβήματα ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης αίτησης ή της εξέτασης της αίτησης επανεξέτασης ή του ένδικου μέσου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα ή η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο αυτό.

[…]»

27

Το άρθρο 46 της ίδιας οδηγίας ορίζει:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)

απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

i)

με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,

ii)

με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2,

[…]

3.   Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95], τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

[…]»

H οδηγία 2013/33/ΕΕ

28

Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 11 και 35 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96), έχουν ως εξής:

«9)

Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης με τις αρχές του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και της ενότητας της οικογένειας, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989 και την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αντίστοιχα.

[…]

11)

Είναι σκόπιμο να θεσπισθούν πρότυπα για την υποδοχή των αιτούντων, τα οποία, θα επαρκούν για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου και συγκρίσιμων συνθηκών διαβίωσης σε όλα τα κράτη μέλη.

[…]

35)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποβλέπει στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην προώθηση της εφαρμογής των άρθρων 1, 4, 6, 7, 18, 21, 24 και 47 του Χάρτη και πρέπει να εφαρμοσθεί αναλόγως.»

29

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εντός τριών ημερών από την πρώτη υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, χορηγείται στον αιτούντα έγγραφο το οποίο εκδίδεται στο όνομά του/της και το οποίο πιστοποιεί ότι πρόκειται για αιτούντα ή ότι του/της επιτρέπεται να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους επί όσο διάστημα εκκρεμεί ή εξετάζεται η αίτησή του/της.

[…]»

30

Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, στο μέτρο του δυνατού, τα κατάλληλα μέτρα για τη διατήρηση της ενότητας οικογενείας που ευρίσκεται στο έδαφός τους, εάν παρέχεται στους αιτούντες στέγαση από το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται με τη συμφωνία του αιτούντος.»

Το βουλγαρικό δίκαιο

31

Στη Βουλγαρία η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας διέπεται από τον Zakon za ubezhishteto i bezhantsite (νόμο περί ασύλου και προσφύγων, στο εξής: ZUB).

32

Τα άρθρα 8 και 9 του ZUB προβλέπουν κατ’ ουσίαν τις ίδιες προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας με αυτές της οδηγίας 2011/95.

33

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 9, του ZUB:

«Τα μέλη της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίον έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα, θεωρούνται πρόσφυγες, εφόσον τούτο συνάδει προς την προσωπική τους κατάσταση και εφόσον δεν συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1.»

34

Στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, του ZUB απαριθμούνται οι περιστάσεις οι οποίες αποκλείουν τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και στις οποίες συγκαταλέγεται η απειλή για την εθνική ασφάλεια.

35

Το άρθρο 32, με τίτλο «Συνένωση διαδικασιών», του Administrativnoprotsesualen kodeks (κώδικα διοικητικών διαδικασιών), ορίζει:

«Σε περίπτωση διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων απορρέουν από μία μόνο πραγματική κατάσταση και αρμόδια είναι μία μόνο διοικητική αρχή μπορεί να κινηθεί και να διεξαχθεί ενιαία διαδικασία η οποία να αφορά πλείονες ενδιαφερομένους.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

36

Η N. Ahmedbekova και ο υιός της Rauf Emin Ogla Ahmedbekov, οι οποίοι γεννήθηκαν στις 12 Μαΐου 1975 και στις 5 Οκτωβρίου 2007, είναι υπήκοοι Αζερμπαϊτζάν.

37

Στις 19 Νοεμβρίου 2014, ο Emin Ahmedbekov (στο εξής: Ε. Ahmedbekov), σύζυγος της N. Ahmedbekova και πατέρας του Rauf Emin Ogla Ahmedbekov, υπέβαλε στην Darzhavna agentsia za bezhantsite (εθνική υπηρεσία προσφύγων, Βουλγαρία) (στο εξής: DAB) αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από τον αναπληρωτή διευθυντή της υπηρεσίας αυτής με απόφαση της 12ης Μαΐου 2015. Ο E. Ahmedbekov άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Administrativen sad Sofia‑grad (διοικητικού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία), η οποία απορρίφθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2015. Εν συνεχεία, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία), το οποίο, όπως προκύπτει από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου σε αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως στις 25 Ιανουαρίου 2017.

38

Στις 25 Νοεμβρίου 2014, η Ν. Ahmedbekova υπέβαλε στην DAB αίτηση διεθνούς προστασίας για την ίδια και για τον υιό της. Η αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση του αναπληρωτή διευθυντή της DAB της 12ης Μαΐου 2015, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 8 και 9 του ZUB σχετικά με τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

39

Η N. Ahmedbekova άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Administrativen sad Sofia‑grad (διοικητικού δικαστηρίου Σόφιας).

40

Στο πλαίσιο της προσφυγής της, επικαλείται τόσο τις διώξεις που υπέστη ο σύζυγός της από τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν όσο και τις περιστάσεις που αφορούσαν την ίδια ατομικά.

41

Ως προς τις περιστάσεις αυτές, η N. Ahmedbekova έκανε λόγο για κίνδυνο διώξεως λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων, καθώς και για προβλήματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία της στο Αζερμπαϊτζάν. Η N. Ahmedbekova φρονεί ότι ο κίνδυνος δίωξης λόγω των πολιτικών της πεποιθήσεων αποδεικνύεται μεταξύ άλλων από τη συμμετοχή της στην άσκηση προσφυγής κατά του Αζερμπαϊτζάν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και από τη συμμετοχή της στην υπεράσπιση προσώπων που διώκονται από τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν λόγω των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αναφέρει ακόμη ότι δραστηριοποιούνταν στο πλαίσιο του τηλεοπτικού μέσου ενημέρωσης «Azerbaydzhanski chas», το οποίο αντιπολιτευόταν το καθεστώς που βρίσκεται στην εξουσία στο Αζερμπαϊτζάν.

42

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, μεταξύ άλλων, πώς πρέπει να εξετάζονται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί χωριστά από μέλη της ίδιας οικογένειας. Ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί εάν το γεγονός ότι ο αιτών διεθνή προστασία έχει μετάσχει στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας καταγωγής του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να αποφασιστεί εάν πρέπει να του χορηγηθεί διεθνής προστασία.

43

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad Sofia – grad (διοικητικό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνάγεται από το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία αʹ, δʹ και στʹ, [ΣΛΕΕ], καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 12 και το άρθρο 1 της οδηγίας [2013/32], ότι ο διαλαμβανόμενος στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της ως άνω οδηγίας λόγος απαραδέκτου των αιτήσεων διεθνούς προστασίας συνιστά ρύθμιση έχουσα άμεσο αποτέλεσμα, την οποία τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να μην εφαρμόζουν, εφαρμόζοντας, λόγου χάρη, ευνοϊκότερες διατάξεις του εθνικού δικαίου, βάσει των οποίων η πρώτη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ερευνάται, όπως απαιτείται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, εξεταζομένου κατ’ αρχάς κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις προκειμένου να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και εν συνεχεία κατά πόσον δικαιούται επικουρική προστασία;

2)

Συνάγεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2013/32], σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 3 και το άρθρο 2, στοιχεία αʹ, γʹ και ζʹ, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 60 της ίδιας οδηγίας, ότι, υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, αίτηση διεθνούς προστασίας υποβαλλόμενη από γονέα εξ ονόματος συνοδευόμενου ανηλίκου είναι απαράδεκτη, όταν η αίτηση βασίζεται στο ότι το τέκνο είναι μέλος της οικογένειας του προσώπου που ζήτησε διεθνή προστασία επικαλούμενο ότι είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1Α, της Συμβάσεως της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων;

3)

Συνάγεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2013/32], σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, στοιχεία αʹ, γʹ και ζʹ, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 60 της ίδιας οδηγίας, ότι, υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, αίτηση διεθνούς προστασίας υποβαλλόμενη εξ ονόματος ενηλίκου είναι απαράδεκτη, όταν, στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής, ως μόνος λόγος παροχής προστασίας προβάλλεται με αυτή ότι ο αιτών είναι μέλος της οικογένειας του προσώπου που ζήτησε διεθνή προστασία επικαλούμενο ότι είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Συμβάσεως της Γενεύης, και ο αιτών δεν έχει δικαίωμα, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα;

4)

Είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 36 της εν λόγω οδηγίας, απαραίτητο να κρίνεται η ύπαρξη βάσιμου φόβου διώξεως ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης αποκλειστικώς βάσει γεγονότων και περιστάσεων που αφορούν τον αιτούντα;

5)

Συνάδει προς το άρθρο 4 της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 36 αυτής και με το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας [2013/32], εθνική νομολογία κράτους μέλους, η οποία:

α)

υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να εξετάζει στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί από τα μέλη μίας και της αυτής οικογένειας, όταν οι λόγω αιτήσεις στηρίζονται στα ίδια γεγονότα, και συγκεκριμένα στον ισχυρισμό ότι μόνο ένα εκ των μελών της οικογένειας είναι πρόσφυγας·

β)

υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να αναστέλλει τη διαδικασία επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκαν από τα μέλη της οικογένειας που δεν πληρούν ατομικώς τις προϋποθέσεις παροχής τέτοιου είδους προστασίας, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεως του μέλους της οικογένειας, η οποία υπεβλήθη με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος είναι πρόσφυγας κατά την έννοια του άρθρου 1A της Συμβάσεως της Γενεύης·

συνάδει η νομολογία αυτή και προς εκτιμήσεις οι οποίες συνδέονται με το μείζον συμφέρον του παιδιού, τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας και τον σεβασμό του δικαιώματος στην ιδιωτική και στην οικογενειακή ζωή, καθώς και το δικαίωμα παραμονής στο κράτος μέλος έως ότου εξεταστεί η αίτηση, και συγκεκριμένα στηρίζονται στα άρθρα 7, 18 και 47 του [Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων], στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 60 και στο άρθρο 9 της οδηγίας [2013/32], στις αιτιολογικές σκέψεις 16, 18 και 36 καθώς και στο άρθρο 23 της οδηγίας [2011/95], και στις αιτιολογικές σκέψεις 9, 11 και 35 καθώς και στα άρθρα 6 και 12 της οδηγίας [2013/33];

6)

Έχουν οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 18 και 36 καθώς και το άρθρο 3 της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 24 και το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και ιʹ, το άρθρο 13 και το άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας, την έννοια ότι επιτρέπουν εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 9, του [ZUB], βάσει της οποίας τα μέλη της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίο έχει αναγνωρισθεί η ιδιότητα του πρόσφυγα νοούνται επίσης ως πρόσφυγες, εφόσον τούτο συμβιβάζεται με το προσωπικό καθεστώς τους και δεν συντρέχουν λόγοι απορρέοντες από το εθνικό δίκαιο, οι οποίοι να αποκλείουν την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα;

7)

Συνάγεται από τη σχετική με τους λόγους διώξεως διάταξη του άρθρου 10 της οδηγίας [2011/95] ότι η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά του κράτους καταγωγής του προσφεύγοντος στοιχειοθετεί τη συμμετοχή του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας ή ότι η άσκηση προσφυγής πρέπει να θεωρείται ως πολιτική πεποίθηση κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας;

8)

Συνάγεται από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας [2013/32] ότι το δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει επί της ουσίας νέους λόγους για την παροχή διεθνούς προστασίας, οι οποίοι προβάλλονται κατά τη διάρκεια της δίκης, πλην όμως δεν μνημονεύτηκαν στην προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας;

9)

Συνάγεται από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας [2013/32] ότι στο πλαίσιο δίκης για την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας το δικαστήριο υποχρεούται να κρίνει το παραδεκτό της αιτήσεως διεθνούς προστασίας με γνώμονα το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας, εφόσον, κατά την κρίση της αιτήσεως με την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε, ως απαιτείται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας, κατ’ αρχάς εξεταστεί κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και εν συνεχεία κατά πόσον δικαιούται επικουρική προστασία;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του τετάρτου ερωτήματος

44

Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, αφορά το ζήτημα εάν η αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να αξιολογείται «αποκλειστικώς βάσει γεγονότων και περιστάσεων που αφορούν τον αιτούντα».

45

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ερώτημα αυτό ανακύπτει λόγω του ότι η N. Ahmedbekova επικαλείται ως επί το πλείστον απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος του συζύγου της.

46

Επομένως, με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος.

47

Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, δέον καταρχάς υπομνησθεί ότι από τα άρθρα 13 και 18 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με τους ορισμούς των όρων «πρόσφυγας» και «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» στο άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας, προκύπτει ότι η διεθνής προστασία που αποτελεί αντικείμενο της οδηγίας αυτής πρέπει, καταρχήν, να παρέχεται σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας και ανιθαγενή ο οποίος έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα διωχθεί λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή της ιδιότητας του μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ή διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας.

48

Η οδηγία 2011/95 δεν προβλέπει τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτης χώρας ή ανιθαγενείς πέραν εκείνων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη. Εξάλλου, αποτελεί πάγια νομολογία ότι κάθε απόφαση χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας πρέπει να στηρίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), σκοπός της οποίας είναι να διαπιστωθεί εάν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης τέτοιου καθεστώτος (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Y και Z, C‑71/11 και C‑99/11, EU:C:2012:518, σκέψη 68).

49

Επομένως, από το σύστημα χορήγησης του ενιαίου καθεστώτος ασύλου ή επικουρικής προστασίας που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης προκύπτει ότι σκοπός της απαιτούμενης κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας είναι να διαπιστωθεί εάν ο αιτών –ή, ενδεχομένως, το πρόσωπο εξ ονόματος του οποίου έχει υποβάλει την αίτηση– έχει βάσιμους λόγους να φοβάται ότι θα διωχθεί προσωπικά ή αντιμετωπίζει προσωπικά πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

50

Μολονότι από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή απλώς και μόνον επειδή ένα μέλος της οικογένειας του αιτούντος έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 32 των προτάσεών του, τέτοιες απειλές σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο, απειλή δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συναφώς, όπως επισημαίνεται με την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2011/95, τα μέλη της οικογένειας ενός απειλούμενου προσώπου κατά κανόνα κινδυνεύουν επίσης να βρεθούν σε ευάλωτη θέση.

51

Επομένως, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος τέτοιες απειλές, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

52

Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 18 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και λαμβανομένου υπόψη του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπεται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί χωριστά από τα μέλη της ίδιας οικογένειας να εξετάζονται στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας ή ότι δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση μιας από τις αιτήσεις αυτές να αναστέλλεται έως την ολοκλήρωση της εξέτασης άλλης.

53

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, κάθε ενήλικας που διαθέτει νομική ικανότητα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αυτοπροσώπως. Για τους σκοπούς της διάταξης αυτής και λαμβανομένου υπόψη του ορισμού του όρου «ανήλικος» στο άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας, ο όρος «ενήλικας» καλύπτει τους υπηκόους τρίτης χώρας και τους ανιθαγενείς που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους.

54

Όσον αφορά τους ανηλίκους, το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι στα κράτη μέλη που αναγνωρίζουν στους ανηλίκους ικανότητα δικαίου συμμετοχής στις διαδικασίες οι ανήλικοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν αυτοπροσώπως αίτηση διεθνούς προστασίας, στο σύνολο δε των κρατών μελών που δεσμεύονται από την οδηγία πρέπει να έχουν το δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας μέσω ενήλικου εκπροσώπου, όπως είναι ο γονέας ή άλλο ενήλικο μέλος της οικογένειας.

55

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η νομοθεσία της Ένωσης δεν απαγορεύει να υποβάλουν πλείονα μέλη μιας οικογένειας, όπως είναι εν προκειμένω η N. Ahmedbekova και ο E. Ahmedbekov, χωριστές αιτήσεις διεθνούς προστασίας ούτε απαγορεύει να υποβάλει ένα εκ των μελών αυτών αίτηση διεθνούς προστασίας εξ ονόματός του και εξ ονόματος ανηλίκου μέλους της οικογένειας, όπως είναι εν προκειμένω ο Rauf Emin Ogla Ahmedbekov.

56

Οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 δεν διευκρινίζουν τι πρέπει να συμβαίνει σε περίπτωση ενδεχόμενης συνάφειας τέτοιων αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι οποίες μπορεί να αφορούν εν μέρει τα ίδια περιστατικά ή περιστάσεις. Ελλείψει ειδικών διατάξεων, τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς περιθώριο εκτίμησης.

57

Τούτων δοθέντων, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 επιβάλλει την εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε αίτησης, δεύτερον, ότι,κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας και, τρίτον, ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποφαινόμενη αρχή να διενεργεί και να ολοκληρώνει το ταχύτερο δυνατό μια κατάλληλη και πλήρη εξέταση.

58

Από τις απαιτήσεις για εξατομικευμένη αξιολόγηση και για πλήρη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας προκύπτει ότι μπορεί να προβλέπονται μέτρα για την εξέταση αιτήσεων που έχουν υποβληθεί χωριστά από μέλη της ίδιας οικογένειας και παρουσιάζουν ενδεχομένως συνάφεια μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι εξετάζεται η κατάσταση εκάστου ενδιαφερομένου. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αιτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης.

59

Όσον αφορά ειδικότερα το εάν οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί χωριστά από μέλη της ίδιας οικογένειας πρέπει να προχωρούν ταυτόχρονα ή εάν, αντιθέτως, επιτρέπεται η αποφαινόμενη αρχή να αναστέλλει την αξιολόγηση μιας αίτησης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης άλλης εκ των αιτήσεων αυτών, πρέπει, αφενός, να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ένα μέλος της οικογένειας επικαλείται, μεταξύ άλλων, απειλές σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να εξεταστεί πρώτα, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αίτησης του δεύτερου, εάν οι απειλές αυτές είναι βάσιμες και να εξεταστεί στη συνέχεια, εφόσον είναι αναγκαίο, εάν ο σύζυγος και το τέκνο του απειλούμενου προσώπου αντιμετωπίζουν και αυτοί, λόγω του οικογενειακού δεσμού, απειλή δίωξης ή σοβαρών βλαβών.

60

Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη του κανόνα του άρθρου 31, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, σύμφωνα με τον οποίον η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό, καθώς και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλισης της ταχύτερης δυνατής εξέτασης των αιτήσεων (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109), η εξέταση της αίτησης ενός εκ των μελών της οικογένειας δεν πρέπει να συνεπάγεται αναστολή της εξέτασης της αίτησης άλλου μέλους της οικογένειας αυτής κατά τρόπον ώστε η εξέταση της δεύτερης αίτησης να μην μπορεί να προχωρήσει προτού περατωθεί η εξέταση της πρώτης αίτησης με την έκδοση απόφασης της αποφαινόμενης αρχής. Αντιθέτως, για την επίτευξη του σκοπού της ταχύτητας και προς διευκόλυνση της διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, οι αποφάσεις επί των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί από μέλη της ίδιας οικογένειας και παρουσιάζουν κάποια συνάφεια πρέπει να εκδίδονται εντός συντόμου χρονικού διαστήματος.

61

Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώσει ότι ένα πρόσωπο έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει σε σύντομο χρόνο εάν τα μέλη της οικογένειας του εν λόγω προσώπου αντιμετωπίζουν και αυτά τέτοια απειλή, λόγω του μεταξύ τους οικογενειακού δεσμού. Η αξιολόγηση αυτή πρέπει να μπορεί να διεξαχθεί ή, έστω, να αρχίσει πριν από την έκδοση της απόφασης για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας στο εν λόγω πρόσωπο.

62

Σε περίπτωση που η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώσει ότι κανένα μέλος της οικογένειας δεν έχει βάσιμο φόβο δίωξης ή ότι δεν διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης πρέπει, καταρχήν, να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει τις απορριπτικές αποφάσεις της αυθημερόν.

63

Επομένως, εν προκειμένω, δεν μπορεί να προσαφθεί στον αναπληρωτή διευθυντή της DAB ότι εξέδωσε τις αποφάσεις του επί των αιτήσεων της N. Ahmedbekova και του E. Ahmedbekov την ίδια ημέρα, υπό την προϋπόθεση ότι οι αιτήσεις αυτές δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

64

Όσον αφορά, τέλος, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την επιρροή του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και των άρθρων 7, 18 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αρκεί η επισήμανση ότι τα διασφαλιζόμενα από τον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει βεβαίως να γίνονται σεβαστά κατά την εφαρμογή των οδηγιών 2011/95 και 2013/32, πλην όμως δεν παρέχουν κανένα επιπλέον συγκεκριμένο στοιχείο όσον αφορά την απάντηση στο εξεταζόμενο προδικαστικό ερώτημα.

65

Βάσει των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2011/95 και 2013/32 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπεται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί χωριστά από τα μέλη της ίδιας οικογένειας να εξετάζονται στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας, αλλά δεν επιτρέπεται οι αιτήσεις αυτές να αποτελούν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης. Επίσης, βάσει των οδηγιών αυτών, δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση μιας από τις εν λόγω αιτήσεις να αναστέλλεται έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης άλλης από τις αιτήσεις αυτές.

Επί του έκτου ερωτήματος

66

Με το έκτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση χορήγησης διεθνούς προστασίας σε μέλος μιας οικογένειας, η προστασία αυτή μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μέλη της οικογένειας αυτής.

67

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 9, του ZUB προβλέπει τέτοια επέκταση. Δεν μπορεί, εν προκειμένω, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής της διάταξης αυτής ως προς τον Rauf Emin Ogla Ahmedbekov, καθώς και τον E. Ahmedbekov. Συγκεκριμένα, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η N. Ahmedbekova έχει, λόγω περιστάσεων που την αφορούν ατομικά, όπως αυτές που παρατίθενται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, βάσιμους λόγους να φοβάται δίωξη, η διαπίστωση αυτή θα συνεπάγεται καταρχήν υποχρεωτικά τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα στην N. Ahmedbekova. Εν συνεχεία, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 9, του ZUB, το καθεστώς αυτό θα επεκταθεί στα μέλη της οικογένειάς της, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί εάν και αυτά έχουν βάσιμο φόβο δίωξης.

68

Επισημαίνεται ότι η οδηγία 2011/95 δεν προβλέπει τέτοια επέκταση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας του προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς αυτό. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 23 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η οδηγία υποχρεώνει απλώς τα κράτη μέλη να διαμορφώνουν την εθνική νομοθεσία κατά τρόπον ώστε τα κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας μέλη της οικογένειας του δικαιούχου τέτοιου καθεστώτος που δεν πληρούν ατομικά τις προϋποθέσεις χορήγησης του ίδιου καθεστώτος να δικαιούνται ορισμένα ευεργετήματα, όπως είναι η χορήγηση άδειας διαμονής, η πρόσβαση στην απασχόληση ή η πρόσβαση στην εκπαίδευση, σκοπός των οποίων είναι διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

69

Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί εάν μια διάταξη όπως αυτή του άρθρου 8, παράγραφος 9, του ZUB επιτρέπεται να διατηρηθεί σε ισχύ βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 2011/95, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ «ευνοϊκότερες διατάξεις για να καθορίζουν το ποιος δικαιούται να θεωρηθεί πρόσφυγας ή πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία και το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με την παρούσα οδηγία».

70

Από το γράμμα της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2011/95, προκύπτει ότι οι ευνοϊκότερες διατάξεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 3 της οδηγίας μπορούν να συνίστανται στον καθορισμό λιγότερο αυστηρών προϋποθέσεων χορήγησης σε υπήκοο τρίτης χώρας ή σε ανιθαγενή του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

71

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η διευκρίνιση στο εν λόγω άρθρο 3 σύμφωνα με την οποία τυχόν ευνοϊκότερη διάταξη πρέπει να είναι συμβατή με την οδηγία 2011/95 έχει την έννοια ότι η ευνοϊκότερη διάταξη δεν πρέπει να θίγει την όλη οικονομία ή τους σκοπούς της οδηγίας αυτής. Απαγορεύονται, ειδικότερα, διατάξεις βάσει των οποίων μπορεί να χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς ευρισκόμενους σε καταστάσεις που ουδόλως σχετίζονται με τη λογική της διεθνούς προστασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj, C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψεις 42 και 44). Το ίδιο ισχύει ιδίως όσον αφορά διατάξεις βάσει των οποίων χορηγείται τέτοιο καθεστώς σε πρόσωπα που εμπίπτουν σε λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας αυτής (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 115).

72

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, η αυτόματη αναγνώριση, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, καθεστώτος πρόσφυγα σε μέλη της οικογένειας προσώπου στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς αυτό στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας 2011/95 δεν είναι εξ ορισμού ασύμβατη με τη λογική της διεθνούς προστασίας.

73

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, εν προκειμένω, η ενδεχόμενη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας στον υιό και στον σύζυγο της N. Ahmedbekova, ως επακόλουθο της χορήγησης σε αυτήν τέτοιου καθεστώτος, θα μπορούσε να είναι συμβατή, λόγω της ανάγκης διατήρησης της οικογενειακής ενότητας των ενδιαφερομένων, με τη λογική της διεθνούς προστασίας στην οποία στηρίχθηκε η εν λόγω χορήγηση.

74

Βάσει των προεκτεθέντων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση χορήγησης διεθνούς προστασίας σε μέλος μιας οικογένειας, στο πλαίσιο του θεσπιζόμενου με την οδηγία συστήματος η προστασία αυτή μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μέλη της οικογένειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέλη αυτά δεν εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12 της ίδιας οδηγίας και ότι η κατάστασή τους σχετίζεται, λόγω της ανάγκης διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, με τη λογική της διεθνούς προστασίας.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

75

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, στα οποία πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν ο λόγος απαραδέκτου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 καλύπτει περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ένας ενήλικος υποβάλλει, εξ ονόματός του και εξ ονόματος του ανηλίκου τέκνου του, αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία στηρίζεται μεταξύ άλλων στην ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με άλλο πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει χωριστή αίτηση διεθνούς προστασίας.

76

Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 53 έως 55 της παρούσας απόφασης, από το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι επιτρέπεται τα μέλη μιας οικογένειας να υποβάλλουν χωριστές αιτήσεις διεθνούς προστασίας και να συμπεριλαμβάνουν σε μία από τις αιτήσεις αυτές ανήλικο μέλος της ίδιας οικογένειας.

77

Ο λόγος απαραδέκτου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 αφορά την ειδική περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο το οποίο εξαρτάται από άλλο πρόσωπο συναινεί αρχικώς, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας, να υποβληθεί εξ ονόματός του αίτηση διεθνούς προστασίας και, στη συνέχεια, υποβάλλει το ίδιο αίτηση διεθνούς προστασίας.

78

Με την επιφύλαξη των όσων εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο, από την περιγραφή της διαφοράς της κύριας δίκης την οποία παραθέτει το δικαστήριο αυτό προκύπτει ότι ούτε η N. Ahmedbekova ούτε ο Rauf Emin Ogla Ahmedbekov εμπίπτουν στην ειδική αυτή περίπτωση. Τούτο φαίνεται να ισχύει και για τον E. Ahmedbekov.

79

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν έχει εφαρμογή ο λόγος απαραδέκτου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32.

80

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ένα από τα μέλη της οικογένειας επικαλείται τον οικογενειακό δεσμό και παραθέτει στην αίτησή του ορισμένα περιστατικά τα οποία περιγράφονται επίσης στην αίτηση άλλου μέλους της οικογένειας αυτής. Η εν λόγω περίπτωση δεν εμπίπτει στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32, αλλά πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν και διευκρινίστηκαν με τις απαντήσεις στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα.

81

Επομένως, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι ο λόγος απαραδέκτου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν καλύπτει περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ένας ενήλικας υποβάλλει, εξ ονόματός του και εξ ονόματος του ανηλίκου τέκνου του αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία στηρίζεται μεταξύ άλλων στην ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με άλλο πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει χωριστή αίτηση διεθνούς προστασίας.

Επί του πρώτου και του ένατου ερωτήματος

82

Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που δόθηκαν στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο πρώτο και στο ένατο προδικαστικό ερώτημα.

83

Συγκεκριμένα, με το πρώτο και το ένατο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 παράγει άμεσο αποτέλεσμα και μπορεί να εφαρμοστεί από δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί προσφυγής κατά απόφασης επί αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ακόμη και σε περίπτωση που η αρχή που εξέδωσε την απόφαση δεν εξέτασε τη δυνατότητα εφαρμογής της διάταξης αυτής. Όπως, όμως, προκύπτει από την απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

Επί του εβδόμου ερωτήματος

84

Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η συμμετοχή του αιτούντος διεθνή προστασία στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας καταγωγής του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορεί να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95 αξιολόγησης των λόγων δίωξης ως στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο αιτών ανήκει σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου αυτού, ή ότι έχει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω «πολιτικών πεποιθήσεων», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω άρθρου.

85

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου. Κατά την εν λόγω παράγραφο 2, στο πλαίσιο της αξιολόγησης του εάν είναι δικαιολογημένος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτών χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο το οποίο προκαλεί τη δίωξη, εφόσον το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον δράστη της δίωξης.

86

Επομένως, ανεξαρτήτως του εάν η συμμετοχή υπηκόου του Αζερμπαϊτζάν στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας αυτής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με σκοπό να διαπιστωθεί προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών από το καθεστώς που βρίσκεται στην εξουσία στην εν λόγω χώρα, απηχεί «πολιτικές πεποιθήσεις» του υπηκόου, αυτό που πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της αξιολόγησης των λόγων δίωξης που παρατίθενται στην υποβληθείσα από αυτόν αίτηση διεθνούς προστασίας είναι εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να φοβάται ότι το καθεστώς θα θεωρήσει την προαναφερθείσα συμμετοχή ως πράξη πολιτικής διαφωνίας κατά της οποίας ενδέχεται να προβεί σε αντίποινα.

87

Εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που δικαιολογούν τον φόβο αυτόν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτών αντιμετωπίζει σοβαρή και πραγματική απειλή δίωξης, λόγω της έκφρασης των απόψεών του επί των πολιτικών αποφάσεων και μεθόδων στη χώρα καταγωγής του. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95, ο όρος «πολιτικές πεποιθήσεις» στη διάταξη αυτή καλύπτει μια τέτοια περίπτωση.

88

Αντιθέτως, η ομάδα των προσώπων στην οποία ενδεχομένως ανήκει ο αιτών διεθνή προστασία λόγω της συμμετοχής του στην άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν μπορεί καταρχήν να χαρακτηρισθεί ως «κοινωνική ομάδα» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95.

89

Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη «κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις. Αφενός, τα μέλη της ομάδας πρέπει να έχουν «κοινά εγγενή χαρακτηριστικά» ή «κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί», ή ακόμη να έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις «τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τα αποκηρύξει». Αφετέρου, η ομάδα αυτή πρέπει να έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη συγκεκριμένη χώρα, επειδή από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο γίνεται αντιληπτή ως «διαφορετική» ομάδα (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 45). Με την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν φαίνεται να πληρούνται οι εν λόγω σωρευτικές προϋποθέσεις.

90

Βάσει των προεκτεθέντων, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η συμμετοχή του αιτούντος διεθνή προστασία στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας καταγωγής του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95 αξιολόγησης των λόγων δίωξης, ως στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο αιτών ανήκει σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου αυτού, αλλά πρέπει να θεωρείται λόγος δίωξης λόγω «πολιτικών πεποιθήσεων», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω άρθρου, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν τον φόβο ότι η συγκεκριμένη χώρα θα θεωρήσει τη συμμετοχή στην άσκηση της προσφυγής ως πράξη πολιτικής διαφωνίας κατά της οποίας ενδέχεται να προβεί σε αντίποινα.

Επί του ογδόου ερωτήματος

91

Με το όγδοο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας είναι υποχρεωμένο να εξετάσει τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής.

92

Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που πρέπει, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να αναγνωρίζεται στους αιτούντες διεθνή προστασία έναντι των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 105). Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας να προβαίνει, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, σε «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, [σε] εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]».

93

Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» καταδεικνύει ότι ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Όσον αφορά το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιθέτου αυτού επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 113).

94

Μολονότι από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξέταση των προσφυγών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων βάσει των οποίων δύναται ο δικαστής να προβεί σε επικαιροποιημένη εξέταση της υπόθεσης (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 110), εντούτοις δεν προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί, χωρίς να προηγηθεί συμπληρωματικός έλεγχος της περίπτωσής του από την αποφαινόμενη αρχή, να μεταβάλει τους λόγους της αίτησής του και, συνεπώς, τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης, επικαλούμενος, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, λόγο παροχής διεθνούς προστασίας ο οποίος, καίτοι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης της εν λόγω αρχής ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, αλλά δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής.

95

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι από το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, καθώς και από τα άρθρα 10 και 15 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η διεθνής προστασία μπορεί να χορηγηθεί εάν υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης είτε για λόγους σχετικούς με τη φυλή, τη θρησκεία, την ιθαγένεια, την ιδιότητα του μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τις πολιτικές πεποιθήσεις, λόγους οι οποίοι ορίζονται, ο καθένας χωριστά, στο άρθρο 10, είτε για λόγους σχετικούς με τις περιπτώσεις σοβαρής βλάβης που απαριθμούνται στο άρθρο 15.

96

Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αποφαινόμενη αρχή, η οποία αποτελεί διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2013/32 και ότι το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα του αιτούντος σε διενέργεια πλήρους και ex nunc εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου δεν αναιρεί την υποχρέωση του εν λόγω προσώπου να συνεργάζεται με το διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 116).

97

Το ουσιώδες αυτό στάδιο ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής θα παρακάμπτονταν εάν ο αιτών μπορούσε, χωρίς καμία διαδικαστική συνέπεια, να επικαλεστεί, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση ή την αντικατάσταση από το δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης της αρχής αυτής, λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος, μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν προηγηθεί, εντούτοις δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής και, συνεπώς, δεν κατέστη δυνατόν να εξεταστεί από αυτήν.

98

Κατά συνέπεια, η προβολή για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής ενός εκ των λόγων χορήγησης διεθνούς προστασίας που παρατίθενται στη σκέψη 95 της παρούσας απόφασης, σχετιζόμενου με γεγονότα ή απειλές που συνέβησαν πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32. Όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού είναι ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο στο πλαίσιο της εξέτασης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι «αρμόδιες αρχές», στις οποίες περιλαμβάνεται όχι μόνον το δικαστήριο, αλλά και η αποφαινόμενη αρχή, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν το νέο διάβημα στο προαναφερθέν πλαίσιο.

99

Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί.

100

Εφόσον από την εξακρίβωση αυτή διαπιστωθεί ότι ο δικαστής δύναται να λάβει υπόψη του τον συγκεκριμένο λόγο κατά την εξέταση της προσφυγής, οφείλει να ζητήσει από την αποφαινόμενη αρχή να προβεί, εντός προθεσμίας σύμφωνης με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2013/32 σκοπό της ταχείας διεκπεραίωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 109), στην εξέταση του συγκεκριμένου λόγου, εξέταση της οποίας το αποτέλεσμα και το σκεπτικό στο οποίο αυτό στηρίχθηκε πρέπει να γνωστοποιηθούν στον αιτούντα και στον δικαστή πριν αυτός προβεί στην ακρόαση του αιτούντος και στην αξιολόγηση της συγκεκριμένης περίπτωσης.

101

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνάγεται ότι ο κίνδυνος δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, τον οποίον αφορά το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, είχε ήδη προβληθεί ενώπιον της DAB, πλην όμως η N. Ahmedbekova είχε παραθέσει, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, συμπληρωματικά στοιχεία προς τεκμηρίωση του κινδύνου αυτού.

102

Εφόσον, η N. Ahmedbekova δεν προέβαλε, κατά τη διαδικασία της προσφυγής, λόγο διεθνούς προστασίας, αλλά παρέθεσε πραγματικά στοιχεία με σκοπό την περαιτέρω τεκμηρίωση λόγου ο οποίος είχε προβληθεί ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής και απορρίφθηκε από αυτήν, πράγμα που μπορεί να διαπιστωθεί μόνον από το αιτούν δικαστήριο, εναπόκειται στο επιληφθέν της προσφυγής δικαστήριο να εκτιμήσει εάν τα πραγματικά στοιχεία που προβλήθηκαν για πρώτη φορά ενώπιόν του είναι σημαντικά και εάν συμπίπτουν με στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν με τις σκέψεις 97 έως 100 της παρούσας απόφασης ισχύουν mutatis mutandis.

103

Βάσει των προεκτεθέντων, στο όγδοο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.

Επί των δικαστικών εξόδων

104

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης αξιολόγησης της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι απειλές δίωξης και σοβαρών βλαβών σε βάρος μέλους της οικογένειας του αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο αιτών αντιμετωπίζει ο ίδιος τέτοιες απειλές, λόγω του οικογενειακού δεσμού με το απειλούμενο πρόσωπο.

 

2)

Η οδηγία 2011/95 και η οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπεται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί χωριστά από τα μέλη της ίδιας οικογένειας να εξετάζονται στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας, αλλά δεν επιτρέπεται οι αιτήσεις αυτές να αποτελούν αντικείμενο κοινής αξιολόγησης. Επίσης, βάσει των οδηγιών αυτών, δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση μιας από τις εν λόγω αιτήσεις να αναστέλλεται έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης άλλης από τις αιτήσεις αυτές.

 

3)

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι, σε περίπτωση χορήγησης, στο πλαίσιο του θεσπιζόμενου από την οδηγία συστήματος, διεθνούς προστασίας σε μέλος μιας οικογένειας, η προστασία αυτή μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα μέλη της οικογένειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέλη αυτά δεν εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας και ότι η κατάστασή τους σχετίζεται, λόγω της ανάγκης διατήρησης της οικογενειακής ενότητας, με τη λογική της διεθνούς προστασίας.

 

4)

Ο λόγος απαραδέκτου του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν καλύπτει περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου ένας ενήλικας υποβάλλει εξ ονόματός του και εξ ονόματος του ανηλίκου τέκνου του αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία στηρίζεται μεταξύ άλλων στην ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με άλλο πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει χωριστή αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

5)

Η συμμετοχή του αιτούντος διεθνή προστασία στην άσκηση προσφυγής κατά της χώρας καταγωγής του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95 αξιολόγησης των λόγων δίωξης ως στοιχείο που αποδεικνύει ότι ο αιτών ανήκει σε «ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου αυτού, αλλά πρέπει να θεωρείται λόγος δίωξης λόγω «πολιτικών πεποιθήσεων», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω άρθρου, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν τον φόβο ότι η συγκεκριμένη χώρα θα θεωρήσει τη συμμετοχή στην άσκηση της προσφυγής ως πράξη πολιτικής διαφωνίας κατά της οποίας ενδέχεται να προβεί σε αντίποινα.

 

6)

Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.