ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 23ης Νοεμβρίου 2017 ( *1 )
«Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Εμπορικές σχέσεις μεταξύ πρατηριούχων και επιχειρήσεων πετρελαίων – Μακροπρόθεσμη συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων – Απόφαση με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κηρύσσει υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει μια επιχείρηση – Έκταση της υποχρεώσεως των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων που έχει εκδώσει η Επιτροπή – Άρθρο 9, παράγραφος 1, και άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003»
Στην υπόθεση C-547/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Gasorba SL,
Josefa Rico Gil,
Antonio Ferrándiz González
κατά
Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský, M. Safjan, D. Šváby (εισηγητή) και Μ. Βηλαρά, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
οι Gasorba SL, J. R. Gil και A. Ferrándiz González, εκπροσωπούμενοι από τον D. García Riquelme, procurador, τον A. Hernández Pardo, abogado, και την L. Ruiz Ezquerra, abogada, |
– |
η Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA, εκπροσωπούμενη από τους A. Requeijo Pascua και P. Arévalo Nieto, abogados, καθώς και από την M. Villarrubia García, abogada, |
– |
η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis, |
– |
η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την F. Castilla Contreras καθώς και από τους F. Jimeno Fernández και C. Urraca Caviedes, |
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), καθώς και του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Gasorba SL, Josefa Rico Gil και Antonio Ferrándiz González (στο εξής από κοινού: Gasorba κ.λπ.) και της Repsol Comercial de Productos Petrolíferos SA (στο εξής: Repsol), η οποία έχει ως αντικείμενο το κύρος, βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, συμβάσεως εκμισθώσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων με παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεως αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων. |
Το νομικό πλαίσιο
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 και 22 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως εξής:
[…]
|
4 |
Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τις «[α]ρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων»: «Τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν την αρμοδιότητα να εφαρμόζουν τα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ].» |
5 |
Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, με αντικείμενο τις «[α]ναλήψεις δεσμεύσεων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή.» |
6 |
Το άρθρο 15 του κανονισμού 1/2003, που αφορά τη «[σ]υνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει πληροφορίες που κατέχει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.» |
7 |
Η παράγραφος 1 του άρθρου 16 του κανονισμού 1/2003, το οποίο επιγράφεται «[ο]μοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού», έχει ως εξής: «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου [267 ΣΛΕΕ].» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 |
Στις 15 Φεβρουαρίου 1993, η Josefa Rico Gil και ο Antonio Ferrándiz González συνήψαν δύο συμβάσεις με τη Repsol. |
9 |
Με την πρώτη από τις ως άνω δύο συμβάσεις, η οποία επιγράφεται «Πράξη συστάσεως επικαρπίας», η J. R. Gil και ο A. Ferrándiz González συνέστησαν, υπέρ της Repsol, εμπράγματο δικαίωμα επικαρπίας, διάρκειας 25 ετών, σχετικά με ακίνητο ευρισκόμενο στην Orba (Ισπανία) και με το επ’ αυτού κείμενο πρατήριο υγρών καυσίμων, καθώς και με τη διοικητική άδεια εκμεταλλεύσεως του συγκεκριμένου πρατηρίου υγρών καυσίμων. |
10 |
Με τη δεύτερη εκ των ως άνω συμβάσεων, η οποία επιγράφεται «σύμβαση παραχωρήσεως της εκμεταλλεύσεως πρατηρίου υγρών καυσίμων, επαγγελματικής μισθώσεως και αποκλειστικής προμήθειας» (στο εξής: σύμβαση μισθώσεως), η Repsol εκμίσθωσε στον A. Ferrándiz González το ακίνητο και το πρατήριο υγρών καυσίμων για 25 έτη έναντι μηνιαίου μισθώματος 10000 ισπανικών πεσέτας (ESP) (περίπου 60 ευρώ). |
11 |
Στις 12 Νοεμβρίου 1994, η J. R. Gil, ο A. Ferrándiz González και τα δύο τέκνα τους ίδρυσαν την εταιρία Gasorba, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα των J. R. Gil και A. Ferrándiz González από τις συμβάσεις που είχαν συνάψει με τη Repsol, με τη συναίνεση της εταιρίας αυτής. |
12 |
Η σύμβαση μισθώσεως επέβαλλε στους μισθωτές, καθ’ όλη τη συμβατική διάρκεια της μισθώσεως, την υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων από τη Repsol, η οποία γνωστοποιούσε τακτικά τις μέγιστες τιμές πωλήσεως καυσίμων στο κοινό και επέτρεπε στους μισθωτές να παρέχουν εκπτώσεις σε βάρος της δικής τους προμήθειας, χωρίς να μειώνονται τα έσοδα του προμηθευτή. |
13 |
Η Επιτροπή κίνησε κατά της Repsol διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Κατόπιν προκαταρκτικής εκτιμήσεως έκρινε ότι οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που δεσμεύουν τους διαδίκους στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήγειραν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά τους προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που ήταν δυνατό να προκαλέσουν σημαντικό «αποτέλεσμα στεγανοποιήσεως» στην ισπανική αγορά του λιανικού εμπορίου καυσίμων. |
14 |
Απαντώντας στην προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής, η Repsol πρότεινε να αναλάβει ορισμένες δεσμεύσεις έναντι της Επιτροπής, όπως, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση να μη συνάπτει στο μέλλον μακροπρόθεσμες συμφωνίες αποκλειστικότητας, να παρέχει οικονομικό κίνητρο στους ενδιαφερόμενους μισθωτές πρατηρίων υγρών καυσίμων ώστε αυτοί να τερματίζουν πρόωρα τις υφιστάμενες μακροπρόθεσμες συμφωνίες προμήθειας που είχαν συνάψει με τη Repsol, καθώς και να μην αγοράζει, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, κανένα ανεξάρτητο και μη ήδη εφοδιαζόμενο αποκλειστικά από αυτήν πρατήριο υγρών καυσίμων. |
15 |
Οι εν λόγω αναλήψεις δεσμεύσεων κατέστησαν υποχρεωτικές με την απόφαση 2006/446/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (Υπόθεση COMP/B-1/38.348 – Repsol CPP) (ΕΕ 2006, L 176, σ. 104, στο εξής: απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων). |
16 |
Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής έχει ως εξής: «Άρθρο πρώτο Οι δεσμεύσεις […] είναι υποχρεωτικές για τη [Repsol]. Άρθρο 2 Κηρύσσεται περατωθείσα η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση. Άρθρο 3 Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται από την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς της στη [Repsol] έως και την 31η Δεκεμβρίου 2011. Άρθρο 4 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη: [Repsol]». |
17 |
Μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, οι Gasorba κ.λπ. άσκησαν αγωγή κατά της Repsol, ενώπιον του Juzgado de lo Mercantil nο 4 de Madrid (εμποροδικείου αριθ. 4 Μαδρίτης, Ισπανία), στις 17 Απριλίου 2008, ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της συμβάσεως μισθώσεως διότι αντέβαινε στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί από την εφαρμογή της εν λόγω συμβάσεως. |
18 |
Τα αιτήματά τους όμως απορρίφθηκαν, καταρχάς, με απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό στις 8 Ιουλίου 2011, στη συνέχεια δε, κατ’ έφεση, με επικυρωτική απόφαση του Audiencia Provincial de Madrid (εφετείου Μαδρίτης, Ισπανία) της 27ης Ιανουαρίου 2014. |
19 |
Εκτιμώντας ότι η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να ακυρώσει σύμβαση, η οποία αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως αυτής, λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οι Gasorba κ.λπ. άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία). |
20 |
Αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο εκτιμά ότι υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την έκταση της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων βάσει των άρθρων 9 και 16 του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, επισημαίνει ότι η Επιτροπή φαίνεται να έχει ελαχιστοποιήσει τα αποτελέσματα της αποφάσεως περί αναλήψεως δεσμεύσεων επισημαίνοντας, στη γνωμοδότηση της 8ης Ιουλίου 2009, την οποία ζήτησε βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού 1/2003 το Juzgado de lo Mercantil no 2 de Barcelona (εμποροδικείο αριθ. 2 Βαρκελώνης, Ισπανία) στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 27ης Μαρτίου 2014, Bright Service (C‑142/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:204), ότι η απόφαση αυτή δεν αποκλείει ενδεχόμενη ανάλυση της Επιτροπής βάσει μεταγενέστερων ερευνών και πρόσθετων πραγματικών στοιχείων. Η εν λόγω απόφαση δεν θίγει ούτε την ανάλυση στην οποία πρέπει να προβεί το εθνικό δικαστήριο. Κατά την Επιτροπή, οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως μοναδικό σκοπό να καθιστούν υποχρεωτικές, για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, τις προτεινόμενες δεσμεύσεις για την επανόρθωση των διαπιστωθέντων προβλημάτων που άπτονται του ανταγωνισμού, αλλά δεν αποφαίνονται σχετικά με την ύπαρξη προγενέστερης ή υφιστάμενης παραβάσεως των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ. |
21 |
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
22 |
Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει την ακυρότητα συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή έχει προηγουμένως αποδεχθεί αναλήψεις δεσμεύσεων που αφορούν την ίδια συμφωνία, τις οποίες και κατέστησε υποχρεωτικές με απόφαση που έλαβε δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. |
23 |
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού αυτού, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού στηρίζεται σε ένα σύστημα παράλληλων αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του οποίου τόσο η Επιτροπή όσο και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. |
24 |
Η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού διασφαλίζεται ιδίως με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το οποίο υποχρεώνει τα εθνικά δικαστήρια να μη λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του κανονισμού 1/2003. |
25 |
Από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι απόφαση ληφθείσα βάσει του άρθρου αυτού έχει, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα να καθίστανται υποχρεωτικές οι προτεινόμενες από τις επιχειρήσεις αναλήψεις δεσμεύσεων, οι οποίες είναι σε θέση να άρουν τις ανακύπτουσες κατά την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής αντιρρήσεις της που άπτονται του ανταγωνισμού. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση δεν βεβαιώνει τη συμβατότητα προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ της πρακτικής επί της οποίας διατυπώθηκαν αντιρρήσεις. |
26 |
Πράγματι, καθόσον, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή μπορεί να προβεί απλώς σε «προκαταρκτική εκτίμηση» της καταστάσεως όσον αφορά τον ανταγωνισμό, δίχως με την απόφαση που θα ληφθεί ακολούθως σχετικά με τις αναλήψεις δεσμεύσεων βάσει του άρθρου αυτού να κρίνεται αν υπήρχε ή εξακολουθεί να υπάρχει παράβαση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ένα εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί ότι η πρακτική που αποτελεί αντικείμενο της αποφάσεως περί αναλήψεως δεσμεύσεων παραβαίνει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να διαπιστώσει, αντιθέτως προς την Επιτροπή, παράβαση του άρθρου αυτού. |
27 |
Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 13 σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού 1/2003 διευκρινίζουν ρητώς ότι οι αποφάσεις περί αναλήψεως δεσμεύσεων δεν θίγουν την αρμοδιότητα των αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών να αποφασίζουν επί της υποθέσεως και δεν θίγουν την εξουσία των δικαστηρίων και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών να εφαρμόζουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ. |
28 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι απόφαση ληφθείσα βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να δημιουργεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η συμπεριφορά τους συνάδει προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 39 των προτάσεών της, η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων δεν μπορεί να «νομιμοποιεί» τη συμπεριφορά της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως στην αγορά, πολλώ δε μάλλον αναδρομικώς. |
29 |
Πάντως, τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να αγνοούν τις αποφάσεις αυτού του είδους. Πράγματι, οι πράξεις αυτές έχουν εν πάση περιπτώσει χαρακτήρα αποφάσεως. Περαιτέρω, τόσο η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας όσο και ο σκοπός της αποτελεσματικής και ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περί ανταγωνισμού επιβάλλουν στο εθνικό δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής και να τη θεωρεί ως ένδειξη ή ακόμη και ως αρχή αποδείξεως ότι η εξεταζόμενη συμφωνία αντίκειται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. |
30 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 έχει την έννοια ότι η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων που εκδίδει η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σχετικά με συγκεκριμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων δεν κωλύει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι εν λόγω συμφωνίες συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και να διαπιστώνουν, ενδεχομένως, την ακυρότητά τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. |
Επί του δευτέρου ερωτήματος
31 |
Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. |
Επί των δικαστικών εξόδων
32 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ], έχει την έννοια ότι η απόφαση περί αναλήψεως δεσμεύσεων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σχετικά με συγκεκριμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων δεν κωλύει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι εν λόγω συμφωνίες συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και να διαπιστώνουν, ενδεχομένως, την ακυρότητά τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.