ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ρήτρα διαιτησίας – Συμβάσεις επιχορηγήσεως συναπτόμενες στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013) καθώς και του προγράμματος‑πλαισίου για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα (2007‑2013) – Έργα MARE, Senior και ECRN – Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑378/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 7 Ιουλίου 2016,

Inclusion Alliance for Europe GEIE, με έδρα το Βουκουρέστι (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους S. Famiani και A. D’Amico, στη συνέχεια από τον Α. D’Amico, avvocati,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις F. Moro, S. Delaude και L. Di Paolo, στη συνέχεια από τις F. Moro και S. Delaude, επικουρούμενες από τον D. Gullo, avvocato,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J. Malenovský, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως η Inclusion Alliance for Europe GEIE (στο εξής: IAE) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Απριλίου 2016, Inclusion (T-539/13, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2016:235), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2013) 4693 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με την ανάκτηση ποσού 212411,89 ευρώ, αντιστοιχούντος σε ένα μέρος της οικονομικής συνεισφοράς που καταβλήθηκε στην IAE σε εκτέλεση τριών συμβάσεων επιχορηγήσεως που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο των έργων MARE, Senior και ECRN (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, με τίτλο «Αιτήματα, λόγοι και επιχειρήματα της αιτήσεως αναιρέσεως», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της.»

3

Το άρθρο 170 του Κανονισμού Διαδικασίας, με τίτλο «Αιτήματα σε περίπτωση που κριθεί βάσιμη η αίτηση αναιρέσεως», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο, αν αυτή κριθεί βάσιμη, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής νέου αιτήματος. Η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης.»

Το ιστορικό της διαφοράς

4

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

5

Η IAE είναι εταιρία εγκατεστημένη στη Ρουμανία που ασκεί τη δραστηριότητά της στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής επανένταξης.

6

Στις 19 Δεκεμβρίου 2007 και στις 2 Σεπτεμβρίου 2008, κατόπιν της αποφάσεως 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 412, σ. 1, στο εξής: έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνήψε με την IAE σύμβαση επιχορηγήσεως με τίτλο «Senior – Social Ethical and Privacy Needs in ICT for Older People: a dialogue roadmap» (στο εξής: σύμβαση Senior) και σύμβαση επιχορηγήσεως με τίτλο «Market Requirements, Barriers and Cost-Benefits Aspects of Assistive Technologies» (στο εξής: σύμβαση MARE).

7

Στις 6 Οκτωβρίου 2008, στο πλαίσιο τριών ειδικών προγραμμάτων του προγράμματος-πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (CIP), που υιοθετήθηκαν με την απόφαση 1639/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2006, σχετικά με τη θέσπιση προγράμματος-πλαισίου για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (2007-2013) (ΕΕ 2006, L 310, σ. 15) (στο εξής: πρόγραμμα-πλαίσιο IC), η Επιτροπή συνήψε με την IAE μια τρίτη σύμβαση επιχορηγήσεως, με τίτλο «European Civil Registry Network» (στο εξής: σύμβαση ECRN).

8

Η IAE και οι λοιποί μετέχοντες φορείς είχαν συμμετοχή στα εν λόγω ερευνητικά έργα στο πλαίσιο κοινοπραξιών, κάθε δε σύμβαση επιχορηγήσεως περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα παράρτημα II το οποίο περιείχε τους γενικούς συμβατικούς όρους (στο εξής, όσον αφορά τις συμβάσεις Senior και MARE: γενικοί όροι του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και, όσον αφορά τη σύμβαση ECRN, γενικοί όροι του προγράμματος-πλαισίου IC).

9

Οι γενικοί όροι του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και οι γενικοί όροι του προγράμματος-πλαισίου IC προβλέπουν τη χρηματοδότηση, από την Επιτροπή, με συγκεκριμένα ποσά, των επιλεξίμων δαπανών των μετεχόντων σε αυτά τα προγράμματα-πλαίσια για την υλοποίησή των οικείων έργων.

10

Κατά το άρθρο II.22 των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και του άρθρου II.28 των γενικών όρων του προγράμματος-πλαισίου IC, η Επιτροπή είχε την εξουσία να διενεργεί, με εξωτερικούς ελεγκτές λογιστές ή με τις δικές της υπηρεσίες, λογιστικούς ελέγχους όσον αφορά «οικονομικές, συστημικές ή άλλες πτυχές (όπως οι διαχειριστικές και οι λογιστικές αρχές) σχετικά με την ορθή εκτέλεση της [σχετικής] συμβάσεως επιχορηγήσεως».

11

Η διαδικασία οικονομικού ελέγχου διεπόταν από τους γενικούς όρους του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και από τους γενικούς όρους του προγράμματος-πλαισίου IC. Ειδικότερα, προβλεπόταν, μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας οικονομικού ελέγχου, η σύνταξη και η αποστολή προσωρινής εκθέσεως στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να διατυπώσει παρατηρήσεις πριν από τη σύνταξη τελικής εκθέσεως.

12

Το άρθρο II.21 των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και το άρθρο II.30 των γενικών όρων του προγράμματος-πλαισίου IC αφορούσαν την ανάκτηση, από την Επιτροπή, των αχρεωστήτως καταβληθέντων σε κάθε δικαιούχο ποσών.

13

Εξάλλου, οι συμβάσεις Senior, MARE και ECRN όριζαν ότι αυτές διέπονταν από τους όρους των εν λόγω συμβάσεων, τις πράξεις της Ένωσης που αφορούσαν το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο ή το πρόγραμμα-πλαίσιο IC, τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1525/2007 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ 2007, L 343, σ. 9, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), τους λοιπούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης, καθώς και, επικουρικώς, το βελγικό δίκαιο.

14

Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της συμβάσεως Senior, το άρθρο 9 της συμβάσεως MARE και το άρθρο 10 της συμβάσεως ECRN προέβλεπαν την εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει αποφάσεις συνιστώσες εκτελεστό τίτλο για την εκπλήρωση «χρηματικών υποχρεώσεων», κατά την έννοια του άρθρου 256 ΕΚ (νυν άρθρο 299 ΣΛΕΕ).

15

Η εξουσία αυτή προβλεπóταν επίσης στο άρθρο II.21 των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου και στο άρθρο II.30 των γενικών όρων του προγράμματος-πλαισίου IC.

Οι συμβάσεις Senior και MARE

16

Αφού κατέβαλε διάφορες οικονομικές συνεισφορές στο πλαίσιο των συμβάσεων Senior και MARE, η Επιτροπή κατήγγειλε πρόωρα τη σύμβαση MARE και πληροφόρησε την IAE για την πρόθεσή της να προβεί σε λογιστικό έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσει την ορθή εκτέλεση των συμβάσεων αυτών.

17

Ο ως άνω έλεγχος αποκάλυψε δυσχέρειες στην οικονομική διαχείριση των εν λόγω έργων, καθόσον οι όροι των συμβάσεων αυτών και των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου δεν είχαν τηρηθεί.

18

Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι παρατηρήσεις της IAE επί της προσωρινής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου δεν προσέθεσαν κανένα νέο στοιχείο, ενημέρωσε την ενδιαφερομένη για την περάτωση του οικονομικού ελέγχου και της ανακοίνωσε την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου, κατά την οποία έπρεπε να ανακτηθούν 49677 ευρώ, όσον αφορά τη σύμβαση Senior, και 72890 ευρώ, όσον αφορά τη σύμβαση MARE. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από την IAE να εκτιμήσει σε ποιο βαθμό οι συστηματικές δυσχέρειες που διαπιστώνονταν στην έκθεση αυτή μπορούσαν να έχουν συνέπειες επί των οικονομικών λογαριασμών που αφορούσαν τις περιόδους για τις οποίες δεν είχε ακόμη διενεργηθεί οικονομικός έλεγχος.

19

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 10ης Μαρτίου 2011 προς την Επιτροπή, με το οποίο την ενημέρωνε για την υποβολή, τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, η IAE ζήτησε παράταση της προθεσμίας για να ανταποκριθεί στο ως άνω αίτημα. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της IAE για την παράταση της προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, της αποφάσεως 94/262/ΕΚΑX, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1994, σχετικά με το καθεστώς του ευρωπαϊκού διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του (ΕΕ 1994, L 113, σ. 15).

20

Στις 17 Οκτωβρίου 2011, μετά από ανταλλαγή διαφόρων μηνυμάτων μεταξύ IAE και Επιτροπής, η τελευταία συνέταξε, στο πλαίσιο του σχεδίου MARE, το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241111004, ύψους 72889,57 ευρώ, επιφυλασσομένη του δικαιώματος, σε περίπτωση μη καταβολής, να εκδώσει πράξη αποτελούσα εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

21

Στις 2 Απριλίου 2012 η Επιτροπή ανακοίνωσε στην IAE την πρόθεσή της να προβεί σε ανάκτηση των ποσών που οφείλονταν στο πλαίσιο του σχεδίου Senior. Εκτιμώντας ότι οι παρατηρήσεις της IAE επί της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου δεν προσέθεταν κανένα νέο στοιχείο, η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241203475, ύψους 49677 ευρώ.

22

Με απόφαση της 2ας Μαΐου 2012, εκδοθείσα κατόπιν διαδικασίας επί της καταγγελίας που υπέβαλε η IAE, ο Διαμεσολαβητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από την εν λόγω καταγγελία δεν προέκυπτε περίπτωση «κακοδιοίκησης» καταλογιστέα στην Επιτροπή.

23

Στις 4 Απριλίου και τις 20 Ιουλίου 2012, δεδομένου ότι η IAE δεν επέστρεψε κανένα από τα οφειλόμενα ποσά στο πλαίσιο των έργων MARE και Senior, η Επιτροπή τής απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως, ζητώντας από αυτήν, για καθένα από τα εν λόγω έργα, την καταβολή του κεφαλαίου, προσαυξημένου με τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία που μνημονεύεται αντιστοίχως στο χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241111004 και στο χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241203475. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, αν τα επίμαχα ποσά δεν καταβάλλονταν εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των ως άνω εγγράφων οχλήσεως, θα εκινείτο διαδικασία αναγκαστικής εισπράξεώς τους.

24

Στις 26 Ιουνίου 2012, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων του λογιστικού ελέγχου ως προς τα έργα MARE και Senior, η Επιτροπή έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εισπράξει από την IAE αποζημίωση υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο II.24 των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2012, ελλείψει σχετικών παρατηρήσεων εκ μέρους της IAE, η Επιτροπή εξέδωσε δύο άλλα χρεωστικά σημειώματα, αναφέροντας επίσης ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, δύναται να εκδώσει απόφαση συνιστώσα εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

Η σύμβαση ECRN

25

Στο πλαίσιο της συμβάσεως ECRN, αφού κατέβαλε οικονομική συνεισφορά ύψους 178230 ευρώ στην IAE, η Επιτροπή προέβη επίσης σε λογιστικό έλεγχο, από τον οποίο προέκυψε ότι η οικονομική διαχείριση του έργου αυτού είχε πραγματοποιηθεί χωρίς να τηρηθούν οι όροι που προέβλεπε η εν λόγω σύμβαση και σύμφωνα με τις γενικές προϋποθέσεις του προγράμματος-πλαισίου IC.

26

Στις 19 Δεκεμβρίου 2011, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις της IAE επί της προσωρινής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, η Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία οικονομικού ελέγχου και συνέταξε την τελική έκθεση, κατά την οποία η IAE έπρεπε να επιστρέψει ποσό 169365 ευρώ.

27

Στις 5 Μαρτίου 2012, παρά τις σχετικές παρατηρήσεις της IAE, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της τελικής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, πληροφορώντας την ενδιαφερομένη περί της κινήσεως διαδικασίας εισπράξεως του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων II.28.5 και II.30.1 των γενικών όρων CIP.

28

Στις 7 Μαΐου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241204669, αναφέροντας την ημερομηνία από την οποία άρχιζαν να προσμετρώνται τόκοι υπερημερίας και επισημαίνοντα, μία ακόμη φορά, ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, δύναται να εκδώσει απόφαση συνιστώσα εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

29

Στις 26 Ιουνίου 2012, δεδομένου ότι η IAE δεν προέβη σε καταβολή εμπροθέσμως, η Επιτροπή απηύθυνε στην ενδιαφερομένη ένα έγγραφο προς υπενθύμιση της καταστάσεως.

30

Στις 30 Ιουλίου, κατόπιν επεκτάσεως της αρχικώς συσταθείσας τραπεζικής εγγυήσεως, το μερικό υπόλοιπο που όφειλε ακόμη η IAE ανερχόταν σε 62427 ευρώ, ενώ, συνυπολογιζομένων των τόκων υπερημερίας ύψους 2798 ευρώ που είχαν καταστεί απαιτητοί, ανερχόταν σε 65225 ευρώ συνολικά.

Η επίδικη απόφαση

31

Στις 17 Ιουλίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε, δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, την επίδικη απόφαση.

32

Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, η IAE όφειλε στην Επιτροπή, όσον αφορά τη σύμβαση MARE, 80352,07 ευρώ, όσον αφορά τη σύμβαση Senior, 53138,40 ευρώ, και, όσον αφορά τη σύμβαση ECRN, 65225 ευρώ. Επιπλέον των ποσών αυτών οφείλονταν τόκοι υπερημερίας ανερχόμενοι σε 13696,42 ευρώ στις 15 Ιουλίου 2013, το δε συνολικό ποσό που όφειλε η IAE ανερχόταν σε 212411,89 ευρώ, προσαυξανόμενο κατά 25,42 ευρώ ανά κάθε περαιτέρω ημέρα καθυστερήσεως.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

33

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2013, η IAE άσκησε προσφυγή-αγωγή με την οποία ζήτησε, αφενός, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και, αφετέρου, την καταβολή αποζημιώσεως από την Επιτροπή λόγω της ζημίας και της ηθικής βλάβης που προέβαλε ότι υπέστη εξαιτίας της εφαρμογής της επίδικης αποφάσεως.

34

Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως, εισαγωγικώς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή καθόσον στρεφόταν κατά του γραφείου στο οποίο είχε ανατεθεί η διενέργεια των οικονομικών ελέγχων, λόγω πρόδηλης αναρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης.

35

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ως προδήλως απαράδεκτα, αφενός, την αίτηση αναστολής εκτελέσεως της επίδικης αποφάσεως, με το σκεπτικό ότι η αίτηση αυτή δεν είχε υποβληθεί «με χωριστό δικόγραφο», σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας, και, αφετέρου, το αίτημα ακυρώσεως «όλων των άλλων διαδικασιών έρευνας που διενεργήθηκαν από την Επιτροπή ή, αιτήσει της ιδίας, από άλλους φορείς», ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων ως προς το αντικείμενο του αιτήματος αυτού.

36

Προς στήριξη της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η IAE προέβαλε, κατ’ ουσίαν, οκτώ λόγους ακυρώσεως.

37

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, όταν η Επιτροπή οριστικοποιεί, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, τη διαπίστωση αξιώσεως με απόφαση συνιστώσα εκτελεστό τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, το βάσιμο της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης παρά μόνο βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στη σκέψη 90 της διατάξεώς του, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η νομιμότητα μιας τέτοιας αποφάσεως εκτιμάται υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ ή κάθε άλλου κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της, δηλαδή του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, όταν ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται αγωγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων μπορεί να προσάψει στο αντισυμβαλλόμενο θεσμικό όργανο μόνο τη μη εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων ή τη μη τήρηση του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου.

38

Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 91 της εν λόγω διατάξεως, ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν πρωτοδίκως με το δικόγραφο της προσφυγής προς στήριξη του αιτήματος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του κύρους της επίδικης αποφάσεως υπό το πρίσμα των ρητρών των ως άνω συμβάσεων και του εφαρμοστέου στις εν λόγω συμβάσεις εθνικού δικαίου έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στην εξέταση καθενός από τους λόγους που προέβαλε πρωτοδίκως η IAE στο πλαίσιο της προσφυγής προκειμένου να προσδιορίσει αν αυτοί μπορούσαν να θεωρηθούν παραδεκτοί στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

40

Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, με τον οποίο προβλήθηκε εσφαλμένη εφαρμογή των «κατευθυντήριων γραμμών επί οικονομικών ζητημάτων», το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η IAE υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι οι ρήτρες των ως άνω συμβάσεων προέβλεπαν την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών επί οικονομικών ζητημάτων του 2007 και δεν παρείχαν κατά συνέπεια τη δυνατότητα στον ελεγκτή να εφαρμόσει πλέον πρόσφατα κείμενα των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών. Εκτιμώντας ότι η ως άνω επιχειρηματολογία αφορούσε την ερμηνεία ρητρών των συμβάσεων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 97 της εν λόγω διατάξεως, τον λόγο αυτόν ως απαράδεκτο.

41

Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 98 της εν λόγω διατάξεως, ότι το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από την αναδιατύπωση του λόγου αυτού στην οποία προέβη η IAE υποστηρίζοντας ότι η προβαλλόμενη αναδρομική εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών επί οικονομικών ζητημάτων του 2010 συνιστούσε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας της δράσεως της διοικήσεως, της αρχής της αναλογικότητας, της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, της αρχής της διαφανείας και της αρχής περί του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, καθώς και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 99 της ίδιας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία προβαλλόμενη για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού.

42

Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, με τον οποίο προβλήθηκε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Γενικό Δικαστήριο, αφού έκρινε τον λόγο αυτό παραδεκτό, τον απέρριψε, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως αβάσιμο.

43

Όσον αφορά τον τρίτο λόγο, με τον οποίο προβλήθηκε η ύπαρξη σφαλμάτων στην τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου και η μη συνεκτίμηση των παρατηρήσεων της IAE επί της προσωρινής εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, το Γενικό Δικαστήριο τον απέρριψε, στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτο, με την αιτιολογία ότι η προβαλλόμενη με αυτόν επιχειρηματολογία ήταν ελάχιστα κατανοητή και, εν πάση περιπτώσει, αστήρικτη. Στις σκέψεις 116 και 117 της εν λόγω διατάξεως, προσέθεσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η πρώτη αιτίαση αφορούσε την ερμηνεία των ως άνω συμβάσεων και ότι η δεύτερη αιτίαση είχε ήδη απορριφθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου.

44

Όσον αφορά τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο, με τους οποίους προβλήθηκε παραβίαση των αρχών της συνεργασίας και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και αβεβαιότητα σχετικά με τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) προς εκτίμηση του επιλέξιμου χαρακτήρα των σχετικών με το έργο δαπανών, το Γενικό Δικαστήριο επίσης τους απέρριψε, στις σκέψεις 120 και 123 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτους, καθόσον αφορούσαν αποκλειστικά την ερμηνεία των ρητρών των ως άνω συμβάσεων και όχι την ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης.

45

Ο έκτος λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε η μη εφαρμογή των κανόνων της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (IFAC) και της ευρωπαϊκής κανονιστικής ρυθμίσεως που έχει εφαρμογή στον τομέα του οικονομικού ελέγχου των ΜΜΕ, απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτος, καθόσον ο λόγος αυτός δεν αφορούσε τους κανόνες δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα των οποίων μπορούσε να εκτιμηθεί η νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως.

46

Ο έβδομος λόγος, με τον οποίο προβλήθηκαν σφάλματα εκ μέρους του ελεγκτή όσον αφορά τον τρόπο διενέργειας των ελέγχων και τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα ορισμένων δαπανών που είχε δηλώσει η IAE, επίσης απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτος, καθόσον η προβληθείσα επιχειρηματολογία αναφερόταν στην ερμηνεία των ρητρών των ως άνω συμβάσεων.

47

Με τον όγδοο λόγο η IAE προέβαλε ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ένας τέτοιος λόγος δεν μπορούσε να προβληθεί στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 132 της διατάξεως αυτής, ότι, για να γίνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα, ο πλουτισμός πρέπει να στερείται κάθε νομικής βάσεως, πράγμα το οποίο ωστόσο δεν συμβαίνει όταν δικαιολογείται, όπως εν προκειμένω, από τις συμβατικές υποχρεώσεις.

48

Όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως, με το οποίο η IAE ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία και να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη που προέβαλε ότι υπέστη εξαιτίας της εφαρμογής της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο το απέρριψε, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτο, καθόσον δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

49

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε σε πρώτο βαθμό την προσφυγή‑αγωγή ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

50

Με την αίτηση αναιρέσεως η IAE ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

51

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την IAE στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

52

Με το υπόμνημα αντικρούσεως η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως.

53

Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι, καθόσον οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως συνιστούν απλώς επανάληψη της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής σε πρώτο βαθμό και δεν περιλαμβάνουν καμία ειδική νομική επιχειρηματολογία έναντι της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, η αίτηση αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιέχει «τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα, καθώς και συνοπτική έκθεση των λόγων αυτών».

54

Δεύτερον, η αίτηση αναιρέσεως δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 170 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο «[τ]α αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο, αν αυτή κριθεί βάσιμη, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής νέου αιτήματος». Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως ζητείται αποκλειστικά η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως στο σύνολό της, χωρίς όμως να ζητείται να γίνουν δεκτά τα πρωτοδίκως προβληθέντα αιτήματα, ήτοι, ιδίως, η ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, η IAE δεν έχει έννομο συμφέρον εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα είχε καμία πρακτική αποτελεσματικότητα, λαμβανομένης υπόψη της διατηρήσεως σε ισχύ της επίδικης αποφάσεως στην έννομη τάξη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55

Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως για τον λόγο ότι αυτή δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι από την ως άνω διάταξη καθώς και από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει συγκεκριμένα τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικά την αίτηση αυτή, διότι άλλως η αίτηση αναιρέσεως ή ο οικείος λόγος θα κριθούν απαράδεκτοι (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Staelen κατά Διαμεσολαβητή, C‑45/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:814, σκέψη 14, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Εν προκειμένω, η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει, όσον αφορά κάθε προβαλλόμενο λόγο, ένδειξη των επικρινόμενων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως καθώς και συνοπτική επιχειρηματολογία προσδιορίζουσα την πλάνη περί το δίκαιο την οποία προβάλλεται ότι πάσχει η εν λόγω διάταξη, παρέχοντας τη δυνατότητα με τον τρόπο αυτόν στο Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας. Εξάλλου, από το υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει εμμέσως ότι η Επιτροπή δεν αντιμετώπισε δυσχέρειες να αντιληφθεί τη συλλογιστική που αναπτύσσει η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο των λόγων αναιρέσεως.

57

Όσον αφορά, δεύτερον, την επιχειρηματολογία κατά την οποία η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη επειδή, με τα αιτήματά της, η IAE δεν ζητεί την αποδοχή των αιτημάτων που είχε υποβάλει σε πρώτο βαθμό, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της. Η διάταξη αυτή αφορά τη θεμελιώδη αρχή που διέπει την αναίρεση, κατά την οποία η αναίρεση πρέπει να βάλλει κατά του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου και δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την τροποποίηση ορισμένων σημείων του σκεπτικού της (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 43 έως 45, και της 14ης Νοεμβρίου 2017, British Airways κατά Επιτροπής, C‑122/16 P, EU:C:2017:861, σκέψη 51).

58

Το άρθρο 170 του Κανονισμού Διαδικασίας, που αποτελεί λογική συνέχεια του ως άνω άρθρου, αφορά, αντιθέτως, τα αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορούν τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης ακύρωσης της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, EMA κατά Επιτροπής, C‑100/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:382, σκέψη 41).

59

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός, η IAE ζητεί ρητώς από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. Αφετέρου, τα λοιπά αιτήματα της αιτήσεως αναιρέσεως, ακόμη και αν με αυτά δεν ζητείται ρητώς να γίνουν δεκτά τα προβληθέντα σε πρώτο βαθμό αιτήματα ή ακόμη και να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, δεν μπορούν να εκληφθούν άλλως παρά ως έχοντα το ίδιο αποτέλεσμα.

60

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η IAE συμμορφώθηκε προς τις απαιτήσεις των άρθρων 169 και 170 του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον η αντίθετη κρίση θα συνιστούσε υπερβολική τυπολατρία, αντίθετη προς τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας αποφάσεως.

61

Επιπλέον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία με την οποία προβλήθηκε έλλειψη εννόμου συμφέροντος της IAE, υπενθυμίζεατι ότι η ύπαρξη τέτοιου συμφέροντος προϋποθέτει ότι η αναίρεση, με το αποτέλεσμά της, μπορεί να ωφελήσει τον αναιρεσείοντα (αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑19/93 P, EU:C:1995:339, σκέψη 13, και της 3ης Απριλίου 2003, Κοινοβούλιο κατά Samper, C‑277/01 P, EU:C:2003:196, σκέψη 28).

62

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι η IAE ηττήθηκε σε πρώτο βαθμό, έχει κατά πάσα πιθανότητα συμφέρον να δεχθεί το Δικαστήριο την αίτηση αναιρέσεως και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να εξετάσει επί της ουσίας τους λόγους τους οποίους το ίδιο απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτους.

63

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ουσίας

64

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η IAE προβάλλει τέσσερις λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η IAE υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την επιχειρηματολογία που η ίδια προέβαλε με το υπόμνημα απαντήσεως και, επομένως, παραβίασε γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία του τρίτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως, καθώς και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία της αιτιάσεως περί αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης και του αιτήματος αποζημιώσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

65

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η IAE προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι χαρακτήρισε εσφαλμένα την προσφυγή σε πρώτο βαθμό, κρίνοντας, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το ένδικο βοήθημα δεν έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ αλλά στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι στηρίζονταν σε μη εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή σε παράβαση του εφαρμοστέου στις συμβάσεις αυτές δικαίου.

66

Κατά την IAE, με τους λόγους ακυρώσεως που περιελάμβανε το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης δεν προβαλλόταν μη εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, που υπενθυμίζονται τόσο στη Συνθήκη ΛΕΕ όσο και στον δημοσιονομικό κανονισμό, στο οποίο εξάλλου κάνει ρητή αναφορά το άρθρο II.25 των γενικών όρων του εβδόμου προγράμματος-πλαισίου. Η IAE υπογραμμίζει ότι οι ρήτρες των ως άνω συμβάσεων συνιστούν μόνον ένα από τα συστατικά στοιχεία του νομικού πλαισίου αναφοράς, που επιβάλλουν μια «συνεχή ερμηνεία» και απαιτούν τη συμπλήρωσή τους με ρητές αναφορές στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

67

Επιπλέον, αν γίνει δεκτή η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου αμφισβήτηση της νομικής βάσης της προσφυγής σε πρώτο βαθμό προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας, καθόσον οι αποδέκτες αποφάσεων που θίγουν αισθητά τα ως άνω συμφέροντά τους δεν θα είναι σε θέση να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους.

68

Η IAE υπογραμμίζει ότι τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης όσο και στο υπόμνημα απαντήσεως γίνεται επίκληση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι, ιδίως, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, της εκατέρωθεν ακροάσεως, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η αρχή της νομιμότητας της δράσεως της διοικήσεως και η αρχή της αναλογικότητας.

69

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος. Κατά το θεσμικό αυτό όργανο, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στις σκέψεις 82 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προσφυγή σε πρώτο βαθμό στηριζόταν στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και των ορίων του έργου του δικαστή στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, ήταν απαράδεκτοι οι λόγοι τους οποίους προέβαλε η IAE προς στήριξη του αιτήματός της να εκδοθεί απόφαση επί του κύρους της επίδικης αποφάσεως σε συνάρτηση με τους συμβατικούς όρους.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προβάλλει η IAE, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των λόγων που είχε προβάλει στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, σημειώνεται ότι, στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, χωρίς να εκφράσει καμία εκτίμηση επί του πρόσφορου ή μη χαρακτήρα της βάσεως της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί, τη νομολογία κατά την οποία ο δικαστής της Ένωσης ενώπιον του οποίου ασκείται προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ ή κάθε άλλου κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή του, δηλαδή του δικαίου της Ένωσης, και ότι, αντιθέτως, στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, ο ενάγων διάδικος μπορεί να προσάπτει στο αντισυμβαλλόμενο θεσμικό όργανο μόνο μη εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή παράβαση του εφαρμοστέου στην οικεία σύμβαση δικαίου.

71

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκείται κατά όλων των πράξεων των θεσμικών οργάνων, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 16, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 47, της 25ης Ιουνίου 2020, SATCEN κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 69, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 62).

72

Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να εκδικάσει προσφυγή ακυρώσεως όταν η νομική κατάσταση του προσφεύγοντος εντάσσεται καθ’ ολοκληρία σε ένα πλαίσιο συμβατικών σχέσεων που διέπονται από εθνική νομοθεσία την οποία έχουν ορίσει οι συμβαλλόμενοι (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 18, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 48, της 25ης Ιουνίου 2020, SATCEN κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 78, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 63).

73

Πράγματι, αν ο δικαστής της Ένωσης ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση προσφυγών ακυρώσεως πράξεων που εντάσσονται σε ένα αμιγώς συμβατικό πλαίσιο, θα υπήρχε κίνδυνος όχι μόνο να καταστεί άνευ περιεχομένου το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα απονομής αρμοδιότητας στον δικαστή της Ένωσης δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, αλλά ακόμη, στις περιπτώσεις όπου η σύμβαση δεν περιέχει τέτοια ρήτρα, να επεκτείνεται η αρμοδιότητά του πέραν των ορίων που χαράσσει το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει στα εθνικά δικαστήρια τη γενική αρμοδιότητα επίλυσης των διαφορών στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 19, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 49, της 25ης Ιουνίου 2020, SATCEN κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 79, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 64).

74

Από την ως άνω νομολογία απορρέει ότι, όταν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του προσφεύγοντος και θεσμικού οργάνου της Ένωσης, προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ μπορεί να ασκηθεί μόνο στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων εκτός των ορίων της συμβατικής σχέσης που συνδέει τους συμβαλλόμενους, αποτελεσμάτων που συναρτώνται προς την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, οι οποίες απονέμονται στο συμβαλλόμενο θεσμικό όργανο ως διοικητική αρχή (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C‑506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 20, της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 50, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 65).

75

Εντούτοις, η Επιτροπή δεν μπορεί να εκδίδει απόφαση συνιστώσα εκτελεστό τίτλο στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων που δεν περιλαμβάνουν ρήτρα διαιτησίας απονέμουσα αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης και υπάγονται, ως εκ τούτου, στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων κράτους μέλους. Πράγματι, η έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως από την Επιτροπή ελλείψει ρήτρας διαιτησίας θα οδηγούσε σε περιορισμό της αρμοδιότητας των δικαστηρίων αυτών, διότι ο δικαστής της Ένωσης θα καθίστατο αρμόδιος να κρίνει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως. Η Επιτροπή θα μπορούσε με τον τρόπο αυτόν να καταστρατηγεί συστηματικά την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το πρωτογενές δίκαιο που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 72 έως 74 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, η εξουσία της Επιτροπής να εκδίδει αποφάσεις συνιστώσες εκτελεστό τίτλο στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις συμβάσεις που περιλαμβάνουν ρήτρα διαιτησίας απονέμουσα τη σχετική αρμοδιότητα στον δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 73).

76

Κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, που παρατίθεται στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ο δικαστής της Ένωσης που έχει επιληφθεί προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ εκτιμά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και μόνον, ο δε προσφεύγων μπορεί να προβάλει μη εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή παράβαση του εφαρμοστέου στην οικεία σύμβαση δικαίου μόνο στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

77

Η νομολογία αυτή του Γενικού Δικαστηρίου έχει ως συνέπεια ότι ο δικαστής της Ένωσης, επιλαμβανόμενος προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως συνιστώσας εκτελεστό τίτλο, η οποία αποτελεί πράξη εκδιδόμενη δυνάμει ιδίας αρμοδιότητας, διακριτής από τη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, θα πρέπει να κρίνει απαράδεκτο κάθε λόγο με τον οποίο προβάλλεται μη εκτέλεση συμβατικών υποχρεώσεων ή παράβαση των διατάξεων του εφαρμοστέου στην οικεία σύμβαση εθνικού δικαίου, εκτός αν είναι δυνατόν να προβεί σε εκ νέου χαρακτηρισμό των προβληθέντων λόγων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις σχετικές όχι μόνο με τη βούληση του δικαστή αυτού, αλλά και με την απουσία ρητής αντίθεσης του προσφεύγοντος, καθώς και με την ύπαρξη λόγων αντλούμενων από παράβαση ρητρών που διέπουν τη συμβατική σχέση (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψεις 81 και 84).

78

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι έπρεπε να εξετάσει καθέναν από τους προβληθέντες λόγους, απέρριψε ως απαράδεκτους τον πρώτο λόγο, καθώς και τον τρίτο μέχρι τον έβδομο λόγο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, επειδή ιδίως η προβαλλόμενη επιχειρηματολογία αφορούσε την ερμηνεία των ρητρών των ως άνω συμβάσεων.

79

Για την εφαρμογή της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου που προβαίνει σε διάκριση αναλόγως του αν οι προβαλλόμενοι στο πλαίσιο προσφυγής λόγοι πρέπει να θεωρούνται από τον επιλαμβανόμενο της οικείας υποθέσεως δικαστή της Ένωσης ως στηριζόμενοι σε κάποια από τις παραβάσεις ή τις λοιπές περιπτώσεις του άρθρου 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ή, αντιθέτως, ως στηριζόμενοι σε μη εκτέλεση ρητρών της οικείας συμβάσεως ή σε παράβαση των διατάξεων του εφαρμοστέου στη σύμβαση αυτή εθνικού δικαίου, θα απαιτείτο ο προσφεύγων να έχει ασκήσει επίσης αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η νομολογία αυτή δεν διασφαλίζει ότι θα εξετάζονται όλα τα κρίσιμα για τη διαφορά πραγματικά και νομικά ζητήματα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία στην οποία αναφέρεται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο εξής: Χάρτης).

80

Πράγματι, για να μπορεί ένα δικαστήριο να αποφανθεί επί αμφισβητήσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης τηρουμένου του άρθρου 47 του Χάρτη, το δικαστήριο αυτό πρέπει να έχει αρμοδιότητα να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 49, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 84). Ειδικότερα, όταν ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγής ακυρώσεως στο πλαίσιο διαφοράς αφορώσας απόφαση εκδοθείσα σε εκτέλεση συμβάσεως, όπως είναι η απόφαση που αποτελεί εκτελεστό τίτλο και βεβαιώνει επισήμως μια συμβατική αξίωση, ο ως άνω δικαστής καλείται να αποφανθεί τόσο επί των λόγων που προβάλλονται κατά της ως άνω αποφάσεως λόγω της ασκήσεως από το θεσμικό όργανο των προνομίων που αυτό έχει ως δημόσια αρχή όσο και επί εκείνων που στρέφονται κατά των συμβατικών υποχρεώσεων που αποτέλεσαν το έρεισμα για την έκδοση της λόγω αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 88).

81

Εξάλλου, αν οι διάδικοι αποφασίσουν, μέσω ρήτρας διαιτησίας στη μεταξύ τους σύμβαση, να αναγνωρίσουν στον δικαστή της Ένωσης αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών σχετικών με την ως άνω σύμβαση, ο εν λόγω δικαστής θα είναι αρμόδιος να εξετάσει ενδεχόμενες παραβάσεις του Χάρτη και παραβιάσεις των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο δίκαιο που προβλέπει η σύμβαση.

82

Συναφώς, σημειώνεται ότι, κατά την εκτέλεση σύμβασης, η Επιτροπή εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του Χάρτη και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ακόμη και όταν το εφαρμοστέο στην οικεία σύμβαση δίκαιο δεν διασφαλίζει τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες τις οποίες παρέχουν ο Χάρτης και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η Επιτροπή δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση διασφαλίσεως των εγγυήσεων αυτών έναντι των αντισυμβαλλομένων της (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 86).

83

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εκτιμά τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως μόνον υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και ότι η μη εκτέλεση ρητρών της οικείας συμβάσεως ή η παράβαση του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου μπορούν να προβάλλονται μόνο στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

84

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

Επί του δευτέρου λόγου

– Επιχειρήματα των διαδίκων

85

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η IAE υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι με την παρατιθέμενη στο υπόμνημα απαντήσεως επιχειρηματολογία προβάλλονταν νέοι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αναδιατυπωνόταν ο πρώτος λόγος που είχε προβληθεί πρωτοδίκως με το δικόγραφο της προσφυγής. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την περιλαμβανόμενη στο υπόμνημα απαντήσεως επιχειρηματολογία. Συγκεκριμένα, δεν επρόκειτο για νέο αίτημα, αλλά μόνο για διευκρινίσεις των λόγων που είχαν προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης.

86

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

87

Σημειώνεται ότι, όπως υποδηλώνει και η έκφραση «κατά τα λοιπά», η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως αναπτύσσεται ως εκ περισσού σε σχέση με εκείνη που περιλαμβάνεται στη σκέψη 97 της εν λόγω διατάξεως, όπου το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο πρώτος λόγος έπρεπε να θεωρηθεί απαράδεκτος επειδή η περιλαμβανόμενη στον λόγο αυτόν επιχειρηματολογία αφορά την ερμηνεία συμβατικών ρητρών και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προβληθεί αυτή καθεαυτήν στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

88

Οι λόγοι αναιρέσεως όμως οι οποίοι στρέφονται κατά ως εκ περισσού παρατιθέμενης αιτιολογίας μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής και είναι, επομένως, αλυσιτελείς (βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2019, Μυτιληναίος Ανώνυμος Εταιρία – Όμιλος Επιχειρήσεων, C‑332/18 P, EU:C:2019:1065, σκέψη 137 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

90

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η IAE προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ότι δεν έλαβε δεόντως υπόψη, στις σκέψεις 113 επ. καθώς και στις σκέψεις 124 επ. της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την εφαρμοστέα ρύθμιση στον τομέα του οικονομικού ελέγχου, ούτε, κατά συνέπεια, τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον γιατί ο τρίτος και ο έκτος λόγος που είχαν προβληθεί προς στήριξη της προσφυγής πρωτοδίκως έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

91

Κατά την IAE, από το άρθρο 317 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει να ενεργεί επίσης σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης στον τομέα του οικονομικού ελέγχου. Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 33 και το άρθρο 124 του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί ορισμένες γενικά παραδεκτές λογιστικές αρχές, ιδίως τη σχετική με τη σταθερή εφαρμογή των λογιστικών μεθόδων αρχή. Οι ως άνω αρχές δεν ισχύουν για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μόνο στο πλαίσιο της εφαρμογής του προϋπολογισμού της Ένωσης, αλλά έχουν δεσμευτική ισχύ έναντι των οργάνων αυτών και στο πλαίσιο κάθε δράσεως, περιλαμβανομένων των συμβατικών διαφορών.

92

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η εφαρμογή των κανόνων στον τομέα του οικονομικού ελέγχου συνδέεται με την ερμηνεία των συμβατικών ρητρών και δεν μπορεί να εξετάζεται από τον δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ενώ αυτός όφειλε να λάβει υπόψη τους ως άνω κανόνες προκειμένου να διαπιστώσει παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

93

Επιπλέον, η IAE υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που είχε καταθέσει η ίδια, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε και τα έγγραφα που προσκόμισε η αναιρεσείουσα.

94

Κατά την Επιτροπή, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

95

Όσον αφορά, πρώτον, την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που ισχύει για το Γενικό Δικαστήριο επιβάλλει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική την οποία ακολούθησε, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους της αποφάσεώς του και να μπορεί το Δικαστήριο να ασκεί τον δικαστικό του έλεγχο (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 136, και της 26ης Μαΐου 2016, Rose Vision κατά Επιτροπής, C‑224/15 P, EU:C:2016:358, σκέψη 24).

96

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 114 έως 118 και 124 έως 126 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως προκύπτει ότι δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αιτιολόγησε γιατί έκρινε ότι έπρεπε να απορριφθούν ο τρίτος και ο έκτος λόγος που είχε προβάλει η IAE προς στήριξη της προσφυγή ακυρώσεως.

97

Πράγματι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι αμφισβητήσεις που είχε διατυπώσει η IAE σχετικά με την τελική έκθεση οικονομικού ελέγχου ήταν ελάχιστα κατανοητές και, εν πάση περιπτώσει, αστήρικτες, κρίνοντας, επομένως, ότι έπρεπε να τις απορρίψει ως προδήλως απαράδεκτες. Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στην εξέταση στην οποία προέβη στις σκέψεις 107 έως 122 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιχειρηματολογία που είχε προβάλει συναφώς η IAE έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη.

98

Όσον αφορά τον έκτο λόγο αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 124 και 125 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι διατάξεις στις οποίες αναφερόταν η IAE ήταν κανόνες οι οποίοι είτε προέρχονται από τρίτα ως προς την Ένωση όργανα είτε στερούνται δεσμευτικής ισχύος.

99

Όσον αφορά, δεύτερον, την επιχειρηματολογία με την οποία προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία, με την επιφύλαξη περιπτώσεως παραμορφώσεώς τους (αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2006, Rossi κατά ΓΕΕΑ, C‑214/05 P, EU:C:2006:494, σκέψη 26 και της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, C‑234/06 P, EU:C:2007:514, σκέψη 38).

100

Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι η IAE δεν υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά ή τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά διατείνεται μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

101

Όσον αφορά, τρίτον, την εφαρμογή του άρθρου 317 ΣΛΕΕ και του δημοσιονομικού κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εκτίμηση της νομικής λύσεως που έγινε δεκτή όσον αφορά τους λόγους που συζητήθηκαν πρωτοδίκως. Πράγματι, αν επιτρεπόταν στον διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από ό,τι η διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., C‑136/92 P, EU:C:1994:211, σκέψη 59).

102

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, ασφαλώς, η IAE δεν είχε αναπτύξει τέτοια επιχειρηματολογία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά προέβαλε μόνον παράβαση ορισμένων εφαρμοστέων στον τομέα του οικονομικού ελέγχου διατάξεων.

103

Εντούτοις, καθόσον από τη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, καθώς και εκείνες του δημοσιονομικού κανονισμού, είτε ενεργεί ως αντισυμβαλλόμενος σε συμβατικές σχέσεις που τη συνδέουν με ιδιώτη είτε εκδίδει, ως διοικητική αρχή, αποφάσεις που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, το γεγονός ότι η IAE αναφέρεται πλέον στην εφαρμογή του άρθρου 317 ΣΛΕΕ και των διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία έχει περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο το οποίο είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως περαιτέρω ανάπτυξη αιτιάσεως αρχικώς προβληθείσας με την προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

104

Εντούτοις, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αιτίαση με την αιτιολογία ότι, μεταξύ άλλων, η προβληθείσα συναφώς επιχειρηματολογία συνίστατο απλώς σε δυσχερώς κατανοητούς και, εν πάση περιπτώσει, αστήρικτους ισχυρισμούς ή ότι με αυτήν δεν γινόταν καμία αναφορά στους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, καθώς και λαμβανομένου υπόψη ότι τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορούν να καλύψουν τις σχετικές ελλείψεις, η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

105

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και ως εν μέρει αβάσιμος.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

106

Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως η IAE προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε αβάσιμο το αίτημά της να διαπιστωθεί ευθύνη της Ένωσης λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού απλώς και μόνον επειδή υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων, χωρίς να ληφθεί υπόψη το όφελος που αποκόμισε η Επιτροπή από τις παρασχεθείσες υπηρεσίες.

107

Με το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου αναιρέσεως η IAE υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η αγωγή αποζημιώσεως ήταν αστήρικτη, ενώ αυτή στηριζόταν κατ’ ανάγκη στις υπηρεσίες που η ίδια είχε παράσχει και στις δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί.

108

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

109

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, για να μπορεί να γίνει δεκτή αγωγή στηριζόμενη σε αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει οπωσδήποτε ο πλουτισμός να στερείται κάθε νομικής βάσεως. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν πληρούται, ιδίως, όταν ο πλουτισμός ευρίσκει δικαιολογητικό έρεισμα σε συμβατικές υποχρεώσεις [πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψη 46, και της 28ης Ιουλίου 2011, Agrana Zucker, C‑309/10, EU:C:2011:531, σκέψη 53].

110

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 109 της παρούσας αποφάσεως, ορθώς συνήγαγε, στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο προβαλλόμενος πλουτισμός της Επιτροπής είχε ως έρεισμα τις συμβάσεις MARE, Senior και ECRN, που είχε συνάψει με την IAE, οπότε ο ως άνω πλουτισμός δεν μπορούσε να θεωρηθεί «αδικαιολόγητος», κατά την έννοια της νομολογίας.

111

Επομένως, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

112

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στο όργανο της Ένωσης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου της Ένωσης και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ., ιδίως, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113

Εν προκειμένω, όμως, δεδομένου ότι το δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής δεν περιελάμβανε κανένα στοιχείο που να στηρίζει το αίτημα αποζημιώσεως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το αίτημα αυτό ως προδήλως απαράδεκτο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συναφώς, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να προβάλλει ότι μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων που εκτίθενται στις εν λόγω διατάξεις επειδή το αίτημά της στηριζόταν «κατ’ ανάγκη» στις υπηρεσίες που είχε παράσχει και στα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί.

114

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο.

115

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

116

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω παρατηρήσεων, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και, επομένως, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

117

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

118

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο πρώτος, ο τρίτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της προσφυγής σε πρώτο βαθμό απορρίφθηκαν με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη ως προδήλως απαράδεκτοι, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι αφορούσαν την ερμηνεία ή ακόμη και την προβαλλόμενη μη εκτέλεση ρητρών των ως άνω συμβάσεων και όχι από παράβαση κανόνων του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

119

Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

120

Δεδομένης της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Απριλίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (T-539/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:235).

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση T-539/13 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.