ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 26ης Μαρτίου 2019 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως – Γλωσσικό καθεστώς – Διαδικασία επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων – Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος – Οδηγοί – Ομάδα καθηκόντων I – Γλωσσικές γνώσεις – Περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική – Γλώσσα επικοινωνίας – Κανονισμός 1 – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού – Δυσμενής διάκριση λόγω γλώσσας – Δικαιολόγηση – Συμφέρον της υπηρεσίας»

Στην υπόθεση C‑377/16,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 7 Ιουλίου 2016,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την M. J. García-Valdecasas Dorrego και τον M. A. Sampol Pucurull,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τις D. Nessaf, C. Burgos και M. Rantala,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, M. Βηλαρά, E. Regan, F. Biltgen, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász, J. Malenovský, E. Levits και L. Bay Larsen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την ακύρωση της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Ομάδα καθηκόντων I – Οδηγοί (Α/Γ), EP/CAST/S/16/2016 (ΕΕ 2016, C 131 A, σ. 1, στο εξής: πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος).

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 1/58

2

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 517/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013 (ΕΕ 2013, L 158, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1/58), ορίζει τα εξής:

«Οι επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης είναι η αγγλική, η βουλγαρική, η γαλλική, η γερμανική, η δανική, η ελληνική, η εσθονική, η ιρλανδική, η ισπανική, η ιταλική, η κροατική, η λετονική, η λιθουανική, η μαλτεζική, η ολλανδική, η ουγγρική, η πολωνική, η πορτογαλική, η ρουμανική, η σλοβακική, η σλοβενική, η σουηδική, η τσεχική και η φινλανδική.»

3

Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα της [Ένωσης] από Κράτος μέλος ή πρόσωπο που υπάγεται στην δικαιοδοσία Κράτους μέλους, συντάσσονται[, κατ’ επιλογήν του αποστέλλοντος, σε μία από τις επίσημες γλώσσες]. Η απάντηση συντάσσεται στην ίδια γλώσσα.»

4

Κατά το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού:

«Τα όργανα της [Ένωσης] δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους.»

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού

5

Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ) θεσπίσθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15).

Ο ΚΥΚ

6

Ο τίτλος I του ΚΥΚ, ο οποίος επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 10γ.

7

Το άρθρο 1δ του ΚΥΚ έχει ως εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω […] γλώσσας […].

[…]

6.   Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού. […]»

8

Ο τίτλος III του ΚΥΚ επιγράφεται «Σταδιοδρομία του υπαλλήλου».

9

Το κεφάλαιο 1 του τίτλου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Πρόσληψη», περιλαμβάνει τα άρθρα 27 έως 34 του ΚΥΚ, εκ των οποίων το άρθρο 28 προβλέπει τα εξής:

«Κανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος:

[…]

στ)

αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας της Ένωσης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.»

10

Στο κεφάλαιο 3 του εν λόγω τίτλου III, το οποίο επιγράφεται με τίτλο «Βαθμολόγηση, προαγωγή κατά κλιμάκιο και προαγωγή κατά βαθμό», το άρθρο 45, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Οι υπάλληλοι υποχρεούνται να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη μετά την πρόσληψη προαγωγή τους την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. […]»

11

Το παράρτημα III του ΚΥΚ, σχετικά με τη διαδικασία διαγωνισμών, περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη φύση και τον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, τη φύση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που αντιστοιχούν στις θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν καθώς και τις γλωσσικές γνώσεις που ενδεχομένως απαιτούνται λόγω της φύσης αυτών των θέσεων εργασίας.

Το ΚΛΠ

12

Ο τίτλος Ι του ΚΛΠ, ο οποίος επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 7α του Καθεστώτος αυτού.

13

Κατά το άρθρο 1 του ΚΛΠ, το Καθεστώς αυτό, εφαρμόζεται σε κάθε υπάλληλο ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση από την Ένωση, γεγονός που του προσδίδει, μεταξύ άλλων, την ιδιότητα του «συμβασιούχου υπαλλήλου».

14

Το άρθρο 3α του ΚΛΠ ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι” νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο, και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο ωράριο είτε με πλήρες ωράριο:

α)

σε ένα όργανο για την εκτέλεση χειρωνακτικής εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών διοικητικής υποστήριξης·

[…]».

15

Ο τίτλος IV του ΚΛΠ επιγράφεται «Συμβασιούχοι υπάλληλοι» και περιλαμβάνει τα άρθρα 79 έως 119 αυτού του Καθεστώτος.

16

Στο κεφάλαιο 1 του τίτλου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνεται το άρθρο 80 του ΚΛΠ, το οποίο έχει ως εξής:

«1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

2.   Η αντιστοιχία μεταξύ καθηκόντων-τύπων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

Ομάδα καθηκόντων

Βαθμός

Καθήκοντα

IV

13 έως 18

Διοικητικές, συμβουλευτικές, γλωσσικές και ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

ΙΙΙ

8 έως 12

Εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων, λογιστηρίου και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

II

4 έως 7

Εργασίες γραφείου και γραμματείας, διεύθυνση γραφείου και άλλες ισοδύναμες εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

I

1 έως 3

Εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων.

3   Με βάση τον πίνακα αυτό, η αρχή [που είναι αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων] κάθε οργάνου, υπηρεσίας ή οργανισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 3α, μπορεί, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, να καθορίσει λεπτομερέστερα τις αρμοδιότητες για κάθε είδος καθηκόντων.

4.   [Το άρθρο] 1δ […] του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης [εφαρμόζεται] κατ’ αναλογία.

[…]»

17

Κατά το άρθρο 82 του ΚΛΠ, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 3 του εν λόγω τίτλου IV, το οποίο επιγράφεται «Όροι πρόσληψης»:

«[…]

2.   Πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

α)

στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης·

[…]

3.   Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

[…]

ε)

προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

[…]

5.   Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού [στο εξής: EPSO], παρέχει υποστήριξη στα διάφορα όργανα, κατόπιν αιτήματός τους, για την επιλογή συμβασιούχων υπαλλήλων, ιδίως προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των δοκιμασιών και διοργανώνοντας τους διαγωνισμούς. Η [EPSO] εξασφαλίζει τη διαφάνεια των διαδικασιών επιλογής για τους συμβασιούχους υπάλληλους.

[…]»

Η επίδικη διαδικασία επιλογής

18

Στις 14 Απριλίου 2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κίνησε τη διαδικασία πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προκειμένου να καταρτίσει βάση δεδομένων με τα στοιχεία των υποψηφίων προς πρόσληψη ως συμβασιούχων υπαλλήλων για την εκτέλεση καθηκόντων οδηγού. Από το εισαγωγικό μέρος της πρόσκλησης προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των μελλοντικώς διαθέσιμων θέσεων απασχόλησης είναι περίπου 110 και θα βρίσκονται «κυρίως στις Βρυξέλλες» (Βέλγιο).

19

Ο τίτλος II της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που επιγράφεται «Φύση των καθηκόντων», προβλέπει ότι ο προσλαμβανόμενος συμβασιούχος υπάλληλος «θα έχει ως έργο, υπό την επίβλεψη ενός μόνιμου ή έκτακτου υπαλλήλου, να ασκεί καθήκοντα οδηγού» και διευκρινίζει τα εξής:

«[…] [ε]νδεικτικά, τα καθήκοντα [αυτά] μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

να μεταφέρει προσωπικότητες καθώς και μόνιμους ή άλλους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κυρίως στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο [(Λουξεμβούργο)] και στο Στρασβούργο [(Γαλλία)], καθώς και σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες,

να μεταφέρει επισκέπτες (μέλη του διπλωματικού σώματος και άλλες προσωπικότητες),

να μεταφέρει αντικείμενα και έγγραφα,

να μεταφέρει αλληλογραφία,

να εξασφαλίζει την καλή χρήση του οχήματος, ιδίως του τεχνολογικού εξοπλισμού του,

να μεριμνά για την ασφάλεια των προσώπων ή των αντικειμένων κατά τη μεταφορά τηρώντας τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας της χώρας,

να προβαίνει, ενδεχομένως, στη φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων,

να εκτελεί, ενδεχομένως, διοικητικές εργασίες ή εργασίες υλικοτεχνικής υποστήριξης.»

20

Ο τίτλος IV της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που επιγράφεται «Προϋποθέσεις συμμετοχής», ορίζει ότι η πρόσληψη ως συμβασιούχου υπαλλήλου εξαρτάται από τη συνδρομή διαφόρων προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η γνώση δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν, αφενός, «άριστη γνώση (ελάχιστο επίπεδο C1 […]) μίας από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης» ως «γλώσσα[ς] 1» της διαδικασίας επιλογής και, αφετέρου, «ικανοποιητική γνώση (επίπεδο B2) της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας» ως «γλώσσα[ς] 2» της διαδικασίας επιλογής (στο εξής: γλώσσα 2 της διαδικασία επιλογής), δεδομένου ότι «η γλώσσα 2 πρέπει να είναι διαφορετική από τη γλώσσα 1».

21

Το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες, το οποίο καταρτίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης [σύσταση του Συμβουλίου Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αριθ. R (98) 6, της 17ης Μαρτίου1998, στο εξής: ΚΕΠΑ], ορίζει έξι επίπεδα γλωσσικών γνώσεων ξεκινώντας από το επίπεδο A1 έως το επίπεδο C2. Περιλαμβάνει διάφορους πίνακες, ένας εκ των οποίων εκθέτει συνολικά τα κοινά επίπεδα γνώσεων. Το επίπεδο B2, το οποίο αντιστοιχεί στις γλωσσικές γνώσεις «ανεξάρτητου χρήστη», παρουσιάζεται στο ΚΕΠΑ ως εξής:

«Μπορεί να κατανοήσει τις κύριες ιδέες ενός σύνθετου κειμένου, τόσο για συγκεκριμένα, όσο και για αφηρημένα θέματα, συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων πάνω σε τεχνικά ζητήματα της ειδικότητάς του. Μπορεί να συνδιαλλαγεί με κάποια άνεση και αυθορμητισμό που καθιστούν δυνατή τη συνήθη επικοινωνία με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας χωρίς επιβάρυνση για κανένα από τα δύο μέρη. Μπορεί να παραγάγει σαφές, λεπτομερές κείμενο για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και να εξηγήσει μια άποψη πάνω σε ένα κεντρικό ζήτημα, δίνοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφόρων επιλογών.»

22

Ο περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική αιτιολογείται στον τίτλο IV της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ως εξής:

«Σύμφωνα με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα μείζονος συνθέσεως) [της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οφείλει, στο πλαίσιο της παρούσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, να αιτιολογήσει τον περιορισμό της επιλογής της δεύτερης γλώσσας σε έναν περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών της Ένωσης.

Συνεπώς, οι υποψήφιοι ενημερώνονται ότι οι τρεις γλώσσες 2 που προκρίνονται για τους σκοπούς της παρούσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος καθορίστηκαν συμφώνως προς το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο επιβάλλει όπως οι νεοπροσλαμβανόμενοι είναι αμέσως λειτουργικοί και ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία.

Έχοντας υπόψη τη μακρά πρακτική του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας, και συνεκτιμώντας τις ανάγκες των υπηρεσιών σε θέματα εξωτερικής επικοινωνίας και εξέτασης των φακέλων, η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική παραμένουν οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες. Επιπλέον, στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, το 92 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της αγγλικής, το 84 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της γαλλικής και το 56 % του συνόλου του προσωπικού δήλωσε ότι διαθέτει γνώση της γερμανικής. Οι υπόλοιπες επίσημες γλώσσες δεν υπερβαίνουν το όριο του 50 % του προσωπικού που δηλώνει ότι διαθέτει ικανοποιητική γνώση αυτών.

Κατά συνέπεια, σταθμίζοντας το συμφέρον της υπηρεσίας και τις ανάγκες και τις δεξιότητες των υποψηφίων και λαμβάνοντας υπόψη τον συγκεκριμένο τομέα της παρούσας διαδικασίας επιλογής, κρίνεται δικαιολογημένη η απαίτηση να γνωρίζουν μία από τις τρεις αυτές γλώσσες, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι, όποια και αν είναι η πρώτη τους επίσημη γλώσσα, όλοι οι υποψήφιοι θα γνωρίζουν τουλάχιστον μία από τις τρεις αυτές επίσημες γλώσσες σε επίπεδο γλώσσας εργασίας.

Επιπλέον, για λόγους ίσης μεταχείρισης, κάθε υποψήφιος, ακόμη και αν έχει μία από τις τρεις αυτές γλώσσες ως πρώτη επίσημη γλώσσα, υποχρεούται να κατέχει σε ικανοποιητικό βαθμό μία δεύτερη γλώσσα, η οποία θα πρέπει να επιλεγεί μεταξύ των τριών αυτών γλωσσών.

Η αξιολόγηση των ειδικών γλωσσικών ικανοτήτων δίνει, με τον τρόπο αυτό, τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να σταθμίζει την ικανότητα των υποψηφίων να είναι αμέσως λειτουργικοί σε ένα περιβάλλον παραπλήσιο αυτού στο οποίο θα κληθούν να εργασθούν.»

23

Κατά τον τίτλο VΙ της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που επιγράφεται «Διαδικασία υποβολής υποψηφιότητας και λήξη προθεσμίας για την υποβολή των υποψηφιοτήτων», οι υποψήφιοι οφείλουν να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονικό έντυπο εγγραφής που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της EPSO. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον τίτλο VII της πρόσκλησης, που επιγράφεται «Στάδια της επιλογής», πρόκειται για επιλογή βάσει τίτλων και διευκρινίζεται συναφώς ότι «[η] επιλογή πραγματοποιείται αποκλειστικά βάσει των πληροφοριών που παρέχει ο υποψήφιος στην καρτέλα “[ε]κτίμηση προσόντων” του εντύπου εγγραφής».

24

Από τον τίτλο VIII της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που επιγράφεται «Αποτελέσματα της επιλογής», προκύπτει ότι, κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής, οι 300 υποψήφιοι που, σύμφωνα με τα σχετικά κριτήρια, θα έχουν επιτύχει την υψηλότερη βαθμολογία θα εγγραφούν στη βάση δεδομένων που έχει δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό. Στον τίτλο IX της πρόσκλησης, που επιγράφεται «Πρόσληψη», υπενθυμίζεται ότι η εγγραφή σε αυτή τη βάση δεδομένων δεν συνεπάγεται πρόσληψη. Σε περίπτωση που μελετάται η πρόσληψη υποψηφίων εγγεγραμμένων στη βάση δεδομένων, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Εάν παρουσιασθεί δυνατότητα σύμβασης, οι υπηρεσίες πρόσληψης θα συμβουλευτούν τη βάση δεδομένων και θα καλέσουν τους υποψηφίους των οποίων το “προφίλ” αντιστοιχεί όσο το δυνατόν καλύτερα στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης θέσης.

Οι υποψήφιοι θα περάσουν από συνέντευξη κατά την οποία θα εκτιμηθεί εάν το “προφίλ” τους αντιστοιχεί στη διαθέσιμη θέση. Κατά τη συνέντευξη αυτή, θα αξιολογηθεί επίσης η γνώση των γλωσσών 1 και 2. Θα μπορεί επίσης να εξετασθεί η γνώση άλλων γλωσσών που θα έχουν δηλώσει οι υποψήφιοι.

[…]

Ανάλογα με το αποτέλεσμα της συνέντευξης, και των πιθανών θεωρητικών και/ή πρακτικών δοκιμασιών, δύναται να προταθεί θέση στους υποψήφιους.»

25

Οι επιτυχόντες υποψήφιοι θα προσληφθούν ως συμβασιούχοι υπάλληλοι («ομάδα καθηκόντων I») και η σύμβαση θα συναφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 3α, 84 και 85 του ΚΛΠ. Η σύμβαση θα έχει διάρκεια ενός έτους και θα μπορεί να ανανεωθεί για ένα έτος προτού ανανεωθεί ενδεχομένως για μια δεύτερη φορά για αόριστη διάρκεια.

26

Ο τίτλος X της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που επιγράφεται «[Επικοινωνία]», προβλέπει τα εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έλθει σε επαφή με τους υποψηφίους μέσω του λογαριασμού τους EPSO ή μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σε αυτούς εναπόκειται να παρακολουθούν την εξέλιξη της διαδικασίας και να επαληθεύουν τις πληροφορίες που τους αφορούν συμβουλευόμενοι τον λογαριασμό EPSO και το ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο σε τακτικά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Εάν λόγω τεχνικού προβλήματος οι υποψήφιοι δεν μπορούν να ελέγχουν αυτές τις πληροφορίες, οι ίδιοι έχουν την ευθύνη να το επισημάνουν αμέσως στην υπηρεσιακή διεύθυνση της διαδικασίας:

ACdrivers2016@ep.europa.eu

Για κάθε επικοινωνία σχετική με τη διαδικασία, μπορούν να αποστέλλουν ηλεκτρονικό μήνυμα στην ανωτέρω ηλεκτρονική διεύθυνση.»

Αιτήματα των διαδίκων

27

Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο να ακυρώσει την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα. Η ακύρωση αυτή πρέπει επίσης να επιφέρει την ακύρωση της βάσης δεδομένων που δημιουργήθηκε δυνάμει της πρόσκλησης αυτής.

28

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη και να καταδικάσει το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

Επί της προσφυγής

29

Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Ισπανίας προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

30

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράνομο περιορισμό της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επικοινωνία των υποψηφίων με την EPSO μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής.

31

Ο δεύτερος λόγος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία των γλωσσικών απαιτήσεων που προβλέπονται στο ΚΛΠ για τους συμβασιούχους υπαλλήλους.

32

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, οι οποίοι θα εξεταστούν από κοινού, αφορούν τη νομιμότητα του περιορισμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον περιορισμό της επιλογής της γλώσσας επικοινωνίας μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής

Επιχειρήματα των διαδίκων

33

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, κυρίως, ότι η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος συνιστά παράβαση των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού 1/58, του άρθρου 22 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ, περιορίζοντας μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους υποψηφίους για την επικοινωνία με τους διοργανωτές της επίμαχης διαδικασίας επιλογής. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει συναφώς ότι οι υποψηφιότητες που υποβάλλονται στο πλαίσιο της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος αποτελούν «έγγραφα τα οποία απευθύνονται προς τα όργανα […] από […] πρόσωπο που υπάγεται στην δικαιοδοσία Κράτους μέλους», κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1/58 και, κατά συνέπεια, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, να μπορούν να συντάσσονται και να υποβάλλονται στο οικείο όργανο, εν προκειμένω στο Κοινοβούλιο, κατ’ επιλογήν του αποστέλλοντος, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

34

Επικουρικώς, το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι ο περιορισμός της επιλογής των γλωσσών επικοινωνίας μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής συνιστά παράβαση του άρθρου 22 του Χάρτη, το οποίο αφορά τον σεβασμό της γλωσσικής πολυμορφίας, και του άρθρου 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ, κατά το οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε διάκριση, όπως είναι η διάκριση λόγω γλώσσας, εκτός αν είναι δικαιολογημένη σύμφωνα με τη διάταξη αυτή. Κατά την άποψη του Βασιλείου της Ισπανίας, οι υποψήφιοι οι οποίοι δεν μπορούν να συμπληρώσουν το έντυπο για την υποβολή υποψηφιότητας που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της EPSO ή να επικοινωνήσουν με το Κοινοβούλιο χρησιμοποιώντας τη μητρική τους γλώσσα περιέρχονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους υποψηφίους που έχουν ως μητρική γλώσσα την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική. Υποστηρίζει ότι δεν συντρέχει κανένας βάσιμος λόγος ο οποίος να δικαιολογεί μια τέτοια διάκριση λόγω γλώσσας.

35

Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή, επισημαίνοντας ότι η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος δεν επιβάλλει τη χρήση συγκεκριμένης γλώσσας για τη συμπλήρωση του ηλεκτρονικού εντύπου εγγραφής που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της EPSO. Η πρόσκληση δεν περιορίζει περαιτέρω τη χρήση των γλωσσών επικοινωνίας μεταξύ, αφενός, των υποψηφίων και, αφετέρου, της EPSO ή του Κοινοβουλίου. Κατά την άποψή του, το γεγονός ότι το έντυπο εγγραφής είναι, για λόγους τεχνικούς, διαθέσιμο μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα δεν συνεπάγεται υποχρέωση των υποψηφίων να το συμπληρώσουν σε μία από αυτές τις τρεις γλώσσες. Υποστηρίζει, εξάλλου, ότι έχουν συμπληρωθεί αιτήσεις υποψηφιότητας σε γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική, και ότι έχουν αξιολογηθεί από την επιτροπή επιλογής με τη βοήθεια, εν ανάγκη, γλωσσικών αξιολογητών. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Κοινοβούλιο εκτιμά ότι έχει τηρήσει πλήρως την υποχρέωση που υπέχει να επικοινωνεί με τους υποψηφίους σε γλώσσα ελεύθερα επιλεγόμενη από αυτούς.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

36

Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1/58, το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και το άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη, τα έγγραφα τα οποία απευθύνονται στα όργανα της Ένωσης από πρόσωπο το οποίο υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους, συντάσσονται, κατ’ επιλογήν του αποστέλλοντος, σε μία από τις επίσημες γλώσσες του άρθρου 1 του κανονισμού αυτού, η δε απάντηση του οργάνου πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα. Ως ουσιώδης συνιστώσα του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας της Ένωσης, της οποίας η σημασία υπενθυμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και στο άρθρο 22 του Χάρτη, το δικαίωμα που απονέμεται στα πρόσωπα αυτά να επιλέγουν, μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης, τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν κατά τις επαφές τους με τα όργανα, όπως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει θεμελιώδη σημασία.

37

Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να συναχθεί από την υποχρέωση την οποία υπέχει η Ένωση περί σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας ότι υφίσταται γενική αρχή του δικαίου η οποία εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του και σύμφωνα με την οποία τα όργανα οφείλουν, χωρίς να επιτρέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση, να χρησιμοποιούν το σύνολο των επίσημων γλωσσών σε όλες τις περιπτώσεις (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Kik κατά ΓΕΕΑ, C‑361/01 P, EU:C:2003:434, σκέψη 82, της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 88, καθώς και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 203).

38

Στο ειδικό πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, με τη σκέψη 88 της απόφασης της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), ότι μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ, στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γλώσσας. Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της υπομνησθείσας ιδίως στη σκέψη 71 της ανωτέρω απόφασης υποχρέωσης για δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος III του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του κανονισμού 1/58, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα μπορούν να προβλέπουν, εφόσον απαιτείται, περιορισμούς σχετικά με τη χρήση των επίσημων γλωσσών στο πλαίσιο αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι, σε συμμόρφωση προς το εν λόγω άρθρο 1δ, παράγραφος 6, οι περιορισμοί δικαιολογούνται αντικειμενικά και εύλογα από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού και τελούν σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

39

Προκύπτει, επομένως, από αυτή τη σκέψη 88 της απόφασης της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752), ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται στα θεσμικά όργανα υποχρεώσεις βαίνουσες πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ.

40

Κατά συνέπεια, το ζήτημα της νομιμότητας του περιορισμού των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιούν οι υποψήφιοι για την επικοινωνία τους με την EPSO και το Κοινοβούλιο μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 1δ του ΚΥΚ, το οποίο διέπει τις διαδικασίες επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 4, του ΚΛΠ.

41

Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο αμφισβητεί ότι οι γλώσσες που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ της EPSO και των υποψηφίων περιορίζονται στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική, πρέπει, πρώτον, πριν από την εξέταση του επιχειρήματος του Βασιλείου της Ισπανίας ότι ο περιορισμός αυτός εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, αντίθετη προς το άρθρο 1δ του ΚΥΚ, να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που προέβαλαν αμφότεροι οι διάδικοι, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος περιλαμβάνει πράγματι τέτοιον περιορισμό.

42

Σύμφωνα με τις περιεχόμενες στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος πληροφορίες, η περιγραφόμενη στην πρόσκληση διαδικασία επιλογής γίνεται «βάσει τίτλων», αποκλειστικά με βάση τις απαντήσεις των υποψηφίων στις ερωτήσεις του σημείου «εκτίμηση προσόντων» του ηλεκτρονικού εντύπου εγγραφής που διατίθεται στον δικτυακό τόπο της EPSO. Έτσι, από την πρόσκληση αυτή προκύπτει ότι οι υποψηφιότητες έπρεπε να υποβληθούν διαδικτυακώς, διά του εν λόγω ηλεκτρονικού εντύπου εγγραφής.

43

Συναφώς, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι το ηλεκτρονικό έντυπο εγγραφής της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος ήταν διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της EPSO μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα. Εντούτοις, μολονότι το Βασίλειο της Ισπανίας συνάγει, από τον συγκεκριμένο περιορισμό των γλωσσών στις οποίες έχει συνταχθεί το έντυπο, περιορισμό των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωσή του, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, καθόσον η πρόσκληση δεν περιείχε υποχρεωτική διάταξη ως προς τη γλώσσα στην οποία έπρεπε να συμπληρωθεί το εν λόγω έντυπο, οι υποψήφιοι παρέμεναν ελεύθεροι να το συμπληρώσουν χρησιμοποιώντας, πέραν αυτών των τριών γλωσσών, άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

44

Όμως, ελλείψει οποιασδήποτε μνείας στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος περί του ότι το ηλεκτρονικό έντυπο εγγραφής, το οποίο ήταν διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της EPSO μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική, μπορούσε να συμπληρωθεί σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, οι υποψήφιοι ευλόγως μπορούσαν να υποθέσουν ότι το έντυπο αυτό έπρεπε να συμπληρωθεί υποχρεωτικά σε μία από τις ανωτέρω γλώσσες. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι υποψήφιοι πράγματι στερήθηκαν τη δυνατότητα να επιλέξουν την επίσημη γλώσσα της Ένωσης για την υποβολή της υποψηφιότητάς τους.

45

Δεδομένου αυτού του περιορισμού της επιλογής της γλώσσας επικοινωνίας, πρέπει να εξεταστεί, δεύτερον, αν ο εν λόγω περιορισμός συνεπαγόταν διαφορετική μεταχείριση των υποψηφίων, αντίθετη προς το άρθρο 1δ του ΚΥΚ.

46

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι υποψήφιοι οι οποίοι, λόγω του ότι το έντυπο εγγραφής δεν ήταν διαθέσιμο σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, έκριναν ότι έπρεπε να συμπληρώσουν το έντυπο εγγραφής στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική και οι οποίοι, ως εκ τούτου, συνέταξαν την αίτηση υποψηφιότητάς τους σε μία από τις ως άνω γλώσσες, παρότι καμία από αυτές δεν αντιστοιχούσε στην επίσημη γλώσσα της Ένωσης που γνώριζαν εις βάθος, υπέστησαν ενδεχομένως δυσμενή μεταχείριση, όσον αφορά τόσο την πλήρη κατανόηση του εντύπου αυτού όσο και τη σύνταξη της αίτησης υποψηφιότητάς τους, σε σχέση με τους υποψηφίους των οποίων η προτιμώμενη επίσημη γλώσσα αντιστοιχούσε σε μια από τις ανωτέρω τρεις γλώσσες.

47

Επομένως, το γεγονός ότι το έντυπο εγγραφής δεν ήταν διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της EPSO σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης είχε ως συνέπεια ότι οι υποψήφιοι οι οποίοι επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν επίσημη γλώσσα διαφορετική από την αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική για τη συμπλήρωση του εν λόγω εντύπου και, κατά συνέπεια, για την υποβολή υποψηφιότητας υπέστησαν, στον βαθμό που στερήθηκαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την επίσημη γλώσσα την οποία γνωρίζουν εις βάθος, δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με εκείνη που επιφυλάχθηκε στους υποψηφίους των οποίων η προτιμώμενη επίσημη γλώσσα αντιστοιχούσε σε μία από τις ανωτέρω τρεις γλώσσες. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, η οποία κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

48

Αντιθέτως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας, δεν προκύπτει ότι οι υποψήφιοι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν, εφόσον ήταν αναγκαίο, μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το Κοινοβούλιο ή με την EPSO στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε το Βασίλειο της Ισπανίας ο οποίος αφορά τον περιορισμό της επιλογής γλώσσας επικοινωνίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει όσον αφορά αυτού του είδους την επικοινωνία. Ωστόσο, η διαφορετική μεταχείριση που διαπιστώθηκε στην προηγούμενη σκέψη, όσον αφορά τις γλώσσες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του εντύπου εγγραφής και, ως εκ τούτου, για την υποβολή υποψηφιότητας, δεν μπορεί να αντισταθμισθεί με τη δυνατότητα των υποψηφίων να επικοινωνούν με το Κοινοβούλιο ή την EPSO στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους, εφόσον χρειαζόταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όσον αφορά άλλες πτυχές της επίμαχης διαδικασίας επιλογής.

49

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, από το άρθρο 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτή η διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας κατά την εφαρμογή του ΚΥΚ, εκτός αν είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένη και ανταποκρίνεται σε θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

50

Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας απέδειξε ότι η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος εισάγει διαφορετική μεταχείριση ικανή να συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας, κατά την έννοια του άρθρου 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, εναπέκειτο στο Κοινοβούλιο να αποδείξει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του περιορισμού αυτού.

51

Ωστόσο, εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο δεν προέβαλε, ούτε με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ούτε με τα υπομνήματά του ούτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, καμία αιτιολογία ικανή να αποδείξει την ύπαρξη θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού εξαιτίας του οποίου να γεννάται η ανάγκη για διαφορετική μεταχείριση, όπως αυτή που διαπιστώθηκε με τη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, όσον αφορά τις γλώσσες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του ηλεκτρονικού εντύπου. Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε τον δικαιολογημένο χαρακτήρα του περιορισμού της επιλογής της γλώσσας επικοινωνίας που προκύπτει από την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

52

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 82 του ΚΛΠ

Επιχειρήματα των διαδίκων

53

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι η απαίτηση που προβλέπεται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος περί ικανοποιητικής γνώσης μιας δεύτερης επίσημης γλώσσας της Ένωσης συνιστά παράβαση του άρθρου 82 του ΚΛΠ, καθόσον η γνώση δεύτερης γλώσσας δεν είναι αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία καλούνται να ασκήσουν οι επιλεγόμενοι υποψήφιοι. Κατά την άποψή του, από το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ προκύπτει ότι η Διοίκηση μπορεί να απαιτήσει από υποψηφίους για θέσεις συμβασιούχου υπαλλήλου, εκτός από την εις βάθος γνώση μίας από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης, την ικανοποιητική γνώση δεύτερης γλώσσας μόνο στον βαθμό που συναρτάται με την ιδιαίτερη φύση της προς πλήρωση θέσης εργασίας. Εν προκειμένω, όμως, η ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης γλώσσας δεν δικαιολογείται από την άσκηση των καθηκόντων που θα ανατεθούν στους συμβασιούχους υπαλλήλους που θα προσληφθούν. Το Βασίλειο της Ισπανίας υπενθυμίζει συναφώς ότι το άρθρο 80 του ΚΛΠ ορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται σε συμβασιούχους υπαλλήλους της ομάδας Ι ως εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων. Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να απαιτηθεί από υποψήφιο για τέτοια καθήκοντα να διαθέτει εις βάθος γνώση μίας επίσημης γλώσσας και ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης γλώσσας, το επίπεδο γνώσεων Β2 κατά την έννοια του ΚΕΠΑ, που απαιτείται με αυτή την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη δεύτερη γλώσσα, δεν είναι δικαιολογημένο.

54

Το Κοινοβούλιο αντιτείνει ότι το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ επιβάλλει την ικανοποιητική γνώση μιας δεύτερης επίσημης γλώσσας της Ένωσης ως υποχρέωση εκ του ΚΥΚ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

55

Κατά το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ, «[σ]υμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν […] προσκομίζει αποδείξεις ότι διαθέτει εις βάθος γνώσεις μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση μιας άλλης γλώσσας της Ένωσης στον βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του». Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ότι η διάταξη αυτή απαιτεί από τους υποψηφίους για την κάλυψη θέσης συμβασιούχου υπαλλήλου τη γνώση μιας δεύτερης γλώσσας της Ένωσης μόνον εφόσον τα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν το απαιτούν, πράγμα που δεν συμβαίνει όμως εν προκειμένω.

56

Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί αν οι γλωσσικές απαιτήσεις αυτού του άρθρου 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, επιβάλλουν κατά τρόπο συστηματικό στους υποψηφίους για τις θέσεις συμβασιούχων υπαλλήλων την εις βάθος γνώση μιας από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης και την ικανοποιητική γνώση μιας άλλης επίσημης γλώσσας της Ένωσης.

57

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ ορίζει, κατ’ ανάλογο τρόπο, ότι «[κ]ανείς δεν δύναται να διορισθεί υπάλληλος αν δεν αποδεικνύει, ότι διαθέτει σε βάθος γνώση μιας από τις γλώσσες της Ένωσης και ικανοποιητική γνώση άλλης γλώσσας της Ένωσης, στο μέτρο που είναι αναγκαίο για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει». Κατά το άρθρο 45, παράγραφος 2 του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι πρέπει επίσης να αποδεικνύουν, πριν από την πρώτη προαγωγή τους μετά την πρόσληψη, την ικανότητά τους να ασκούν τα καθήκοντά τους «σε μια τρίτη γλώσσα μεταξύ εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, ΣΕΕ», ήτοι μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης. Εξ αυτού προκύπτει, κατ’ ανάγκην, ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη γνώση δεύτερης γλώσσας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί προαιρετική για τους υπαλλήλους.

58

Στον βαθμό που οι συμβασιούχοι υπάλληλοι καλούνται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι, σε πολυγλωσσικό περιβάλλον, οι γλωσσικές γνώσεις που απαιτεί το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ από τους συμβασιούχους υπαλλήλους δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο διαφορετικό από τις γνώσεις που απαιτεί, με πανομοιότυπη διατύπωση, για τους μόνιμους υπαλλήλους το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ. Το ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι, σε αντίθεση προς τους συμβασιούχους, πρέπει ενδεχομένως να αποδεικνύουν γνώσεις μιας τρίτης γλώσσας εξηγείται από τη μη εφαρμογή ως προς τους συμβασιούχους υπαλλήλους του προβλεπόμενου στον ΚΥΚ συστήματος προαγωγής. Ωστόσο, η διαφορά αυτή είναι άνευ σημασίας όσον αφορά την ερμηνεία της απαίτησης σχετικά με τη γνώση μιας δεύτερης γλώσσας την οποία προβλέπει, αφενός, το άρθρο 28, στοιχείο στʹ, του ΚΥΚ και, αφετέρου, το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ.

59

Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 111 των προτάσεών της, το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι υποψήφιοι προς πρόσληψη ως συμβασιούχοι υπάλληλοι απαιτείται να αποδεικνύουν τη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών. Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας πρέπει να απορριφθεί.

60

Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των καθηκόντων που καλούνται να ασκήσουν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι, το επίπεδο γνώσεων που απαιτείται με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής, ήτοι επίπεδο Β2 του ΚΕΠΑ, δεν είναι δικαιολογημένο. Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προς στήριξη αυτού του δευτέρου σκέλους ταυτίζεται με εκείνη που διατυπώθηκε προς στήριξη του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το εν λόγω σκέλος θα εξεταστεί από κοινού με τους λόγους ακυρώσεως αυτούς.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως καθώς και επί του τρίτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αφορούν τον περιορισμό των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική

Επιχειρήματα των διαδίκων

61

Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι ο περιορισμός, με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική είναι αυθαίρετος, αντιβαίνει στο γλωσσικό καθεστώς που θεσπίσθηκε με τα άρθρα 1 και 6 του κανονισμού 1/58 και συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γλώσσας, που απαγορεύεται από το άρθρο 22 του Χάρτη, από το άρθρο 1δ, παράγραφοι 1 και 6, του ΚΥΚ και από το άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ. Κανένας από τους λόγους που εκτίθενται στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει έναν τέτοιο περιορισμό. Επομένως, η αιτιολογία περί «συμφέροντος της υπηρεσίας», που ανάγεται στην ανάγκη το προς πρόσληψη προσωπικό να είναι λειτουργικό ήδη από την πρώτη ημέρα χρησιμοποιώντας τις σχετικές γλώσσες και να μπορεί να επικοινωνεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο της εργασίας του, έχει στερεότυπο χαρακτήρα και δεν σχετίζεται με τη φύση των προς άσκηση καθηκόντων. Εν πάση περιπτώσει, ο περιορισμός αυτός δεν είναι ανάλογος προς τις πραγματικές ανάγκες της υπηρεσίας. Ομοίως, η απαίτηση οι υποψήφιοι να διαθέτουν επίπεδο γνώσεων B2, κατά την έννοια του ΚΕΠΑ, όσον αφορά τη γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής, είναι δυσανάλογη.

62

Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζοντας ότι ο περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής είναι δεόντως αιτιολογημένος στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, μεταξύ άλλων, από τον σκοπό που συνίσταται στο να διαθέτει προσωπικό το οποίο να είναι αμέσως λειτουργικό και ικανό να επικοινωνεί αποτελεσματικά στην καθημερινή εργασία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

63

Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 36 έως 40 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα του περιορισμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική ή τη γερμανική υπό το πρίσμα του άρθρου 1δ του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, όπως ο περιορισμός της επιλογής των γλωσσών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση του ηλεκτρονικού εντύπου εγγραφής στον δικτυακό τόπο της EPSO και, ως εκ τούτου, για την υποβολή υποψηφιότητας, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας, ο περιορισμός τον οποίο αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθώς και ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, εντάσσεται στο ειδικό πλαίσιο της οργάνωσης των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης που διέπονται, ειδικότερα, από τον ΚΥΚ.

64

Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 38 και 49 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, που ισχύει για τις διαδικασίες επιλογής συμβασιούχων υπαλλήλων δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 4, του ΚΛΠ, απαγορεύει, κατά την εφαρμογή του ΚΥΚ, κάθε διάκριση, όπως τις διακρίσεις λόγω γλώσσας, εξυπακουομένου ότι, δυνάμει της παραγράφου 6 της διάταξης αυτής, μπορεί να επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας εάν δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα από θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

65

Στον βαθμό που η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προέβλεπε, κατ’ εφαρμογήν του ΚΛΠ, περιορισμό των γλωσσών που μπορούσαν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική, οι υποψήφιοι των οποίων οι γλωσσικές γνώσεις δεν επαρκούσαν για την πλήρωση της απαίτησης αυτής στερήθηκαν τη δυνατότητα συμμετοχής τους στη διαδικασία επιλογής, ακόμη και αν διέθεταν ικανοποιητική γνώση, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 82, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ΚΛΠ, τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης.

66

Έτσι, το γεγονός ότι επέβαλε στους υποψηφίους την υποχρέωση να επιλέξουν τη γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής συνιστά διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας, που κατ’ αρχήν απαγορεύεται από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

67

Όσον αφορά, στη συνέχεια, την ύπαρξη θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού, κατά την έννοια του άρθρου 1δ, παράγραφος 6, του ΚΥΚ, δυνάμενου να δικαιολογήσει αυτή τη διαφορετική μεταχείριση, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας μπορεί να συνεπάγεται την απαίτηση τα προσλαμβανόμενα άτομα να διαθέτουν ειδικές γλωσσικές γνώσεις. Ως εκ τούτου, η ιδιαίτερη φύση των προς εκπλήρωση καθηκόντων μπορεί να δικαιολογήσει πρόσληψη στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, σε εις βάθος γνώση μιας συγκεκριμένης γλώσσας (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 1975, Küster κατά Κοινοβουλίου, 79/74, EU:C:1975:85, σκέψεις 16 και 17, της 29ης Οκτωβρίου 1975, Küster κατά Κοινοβουλίου, 22/75, EU:C:1975:140, σκέψεις 13 και 14, καθώς και της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 88).

68

Συναφώς, στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας καθώς και των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 1987, Bouteiller κατά Επιτροπής, 324/85, EU:C:1987:59, σκέψη 6, της 3ης Απριλίου 2003, Κοινοβούλιο κατά Samper, C‑277/01 P, EU:C:2003:196, σκέψη 35, και της 9ης Οκτωβρίου 2008, Chetcuti κατά Επιτροπής, C‑16/07 P, EU:C:2008:549, σκέψη 77). Ως εκ τούτου, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις ειδικές γλωσσικές γνώσεις που πρέπει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να διαθέτουν οι υποψήφιοι σε διαγωνισμό (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Απριλίου 2003, Κοινοβούλιο κατά Samper, C‑277/01 P, EU:C:2003:196, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Ωστόσο, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που περιορίζει το γλωσσικό καθεστώς της διαδικασίας επιλογής σε έναν μικρό αριθμό επισήμων γλωσσών της Ένωσης να αποδεικνύει ότι ο περιορισμός αυτός όντως ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες σχετικές με τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν τα προς πρόσληψη πρόσωπα. Εξάλλου, κάθε όρος που αφορά τις ειδικές γλωσσικές γνώσεις πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το συμφέρον αυτό και να βασίζεται σε κριτήρια σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν υποψηφίους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους επελέγη ο όρος αυτός, στα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ελέγχουν τη νομιμότητά του (πρβλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψεις 90 και 92).

70

Το Κοινοβούλιο εκτιμά, συναφώς, ότι το συμφέρον της υπηρεσίας, όπως προκύπτει από την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που συνίσταται στο να διαθέτει προσωπικό το οποίο να είναι αμέσως λειτουργικό και ικανό να επικοινωνεί αποτελεσματικά στην καθημερινή εργασία, είναι δυνατό να δικαιολογήσει τον περιορισμό των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική. Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι οι λόγοι που διατυπώνονται στην εν λόγω πρόσκληση δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον εν λόγω περιορισμό.

71

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος προβλέπει, στον τίτλο IV, ότι οι τρεις γλώσσες που επελέγησαν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής, ήτοι η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική, καθορίστηκαν προς εξυπηρέτηση του «συμφέρον[τος] της υπηρεσίας», το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση του ότι οι προσλαμβανόμενοι θα «είναι αμέσως λειτουργικοί και ικανοί να επικοινωνούν αποτελεσματικά στην καθημερινή τους εργασία». Συναφώς διευκρινίστηκε ότι, λόγω της «μακρά[ς] πρακτική[ς]» του Κοινοβουλίου «όσον αφορά τις γλώσσες εσωτερικής επικοινωνίας», και λαμβανομένων υπόψη των «[αναγκών] των υπηρεσιών σε θέματα εξωτερικής επικοινωνίας και εξέτασης των φακέλων», «η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική παραμένουν οι ευρύτερα χρησιμοποιούμενες γλώσσες».

72

Παρά ταύτα, οι λόγοι αυτοί, αν και μνημονεύουν ότι συντρέχει συμφέρον της υπηρεσίας συνιστάμενο στο να μπορούν να επικοινωνούν οι νεοπροσλαμβανόμενοι αποτελεσματικά από της αναλήψεως των καθηκόντων τους, δεν επαρκούν αφ’ εαυτών ώστε να αποδείξουν ότι τα επίμαχα καθήκοντα, ήτοι αυτά του οδηγού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, απαιτούν συγκεκριμένα τη γνώση μίας από αυτές τις τρεις γλώσσες, αποκλείοντας τις άλλες επίσημες γλώσσες της Ένωσης.

73

Συναφώς, στο μέτρο που σύμφωνα με τους λόγους αυτούς η αγγλική, η γαλλική και η γερμανική είναι οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται περισσότερο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τόσο για την εσωτερική όσο και για την εξωτερική επικοινωνία, καθώς και για την επεξεργασία των φακέλων, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος αφήνει να εννοηθεί ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι, σε γενικές γραμμές, οι πιο χρήσιμες γλώσσες για την εργασία στο πλαίσιο του εν λόγω οργάνου. Ωστόσο, καθόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν εξέδωσε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 του κανονισμού 1/58, εσωτερικούς κανόνες με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος του, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συγκεκριμένα καθήκοντα τα οποία οι προσλαμβανόμενοι θα κληθούν να ασκήσουν, ότι οι τρεις αυτές γλώσσες είναι, κατ’ ανάγκην, οι πλέον χρήσιμες για όλα τα καθήκοντα στο όργανο αυτό.

74

Οι λόγοι που περιλαμβάνονται στον τίτλο IV της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την αιτιολόγηση του περιορισμού των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής ουδόλως αφορά την αιτιολόγηση του περιορισμού αυτού με γνώμονα τις γλωσσικές ανάγκες που σχετίζονται ειδικώς με τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν οι οδηγοί που θα προσληφθούν. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι συγκεκριμένοι λόγοι δεν βασίζονται σε σαφή, αντικειμενικά και προβλέψιμα κριτήρια από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι το συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί, εν προκειμένω, μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση λόγω γλώσσας.

75

Βεβαίως, τα καθήκοντα τα οποία θα κληθούν να ασκήσουν οι οδηγοί που θα προσληφθούν περιγράφονται στον τίτλο II της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Συναφώς, ο τίτλος αυτός ορίζει ότι ο συμβασιούχος υπάλληλος θα «ασκεί καθήκοντα οδηγού», τα οποία συνίστανται, μεταξύ άλλων, στο καθήκον «να μεταφέρει προσωπικότητες καθώς και μόνιμους ή άλλους υπαλλήλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κυρίως στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο, καθώς και σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες», καθώς και στο καθήκον «να μεταφέρει επισκέπτες (μέλη του διπλωματικού σώματος και άλλες προσωπικότητες)» και στο καθήκον «να εξασφαλίζει την καλή χρήση του οχήματος, ιδίως του τεχνολογικού εξοπλισμού του».

76

Ωστόσο, ούτε η προβαλλόμενη από το Κοινοβούλιο περίσταση ότι οι προσλαμβανόμενοι οδηγοί πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους κυρίως στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο και στο Στρασβούργο, δηλαδή σε τρεις πόλεις ευρισκόμενες σε κράτη μέλη στις επίσημες γλώσσες των οποίων συγκαταλέγονται η γαλλική ή η γερμανική γλώσσα, ούτε το προβληθέν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα του ιδίου θεσμικού οργάνου ότι τα πρόσωπα τα οποία θα κληθούν να μεταφέρουν οι οδηγοί χρησιμοποιούν συχνότερα την αγγλική γλώσσα, μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των γλωσσών που είναι δυνατό να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στις τρεις επίμαχες γλώσσες.

77

Πράγματι, καίτοι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το συμφέρον της υπηρεσίας μπορεί να απαιτεί την πρόσληψη ενός συνόλου οδηγών με ποικίλες γλωσσικές γνώσεις, λαμβανομένων υπόψη της ποικιλομορφίας των τοποθεσιών στις οποίες θα κληθούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ή των γλωσσικών γνώσεων των προσώπων που θα κληθούν να μεταφέρουν, γεγονός παραμένει ότι το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε για ποιο λόγο καθεμία από τις γλώσσες που συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που καθορίστηκαν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής παρουσιάζει ιδιαίτερη χρησιμότητα για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.

78

Επομένως, ακόμη και υπό το πρίσμα της περιγραφής των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στον τίτλο II της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος και των εξηγήσεων που παρείχε το Κοινοβούλιο επί του ζητήματος αυτού, οι λόγοι που παρατίθενται στον τίτλο IV της πρόσκλησης αυτής δεν είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τον περιορισμό των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι ο περιορισμός σε καθεμία από τις γλώσσες που καθορίσθηκαν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής ήταν αντικειμενικά και εύλογα δικαιολογημένος όσον αφορά τη λειτουργική ιδιομορφία των προς πλήρωση θέσεων και για ποιο λόγο, αντιθέτως, η επιλογή αυτή δεν μπορούσε να αφορά άλλες επίσημες γλώσσες ενδεχομένως χρήσιμες για τέτοιες θέσεις.

79

Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως. Στον βαθμό που το Κοινοβούλιο δεν απέδειξε ότι ο περιορισμός των γλωσσών που μπορούν να επιλεγούν ως γλώσσα 2 της διαδικασίας επιλογής μόνο στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική ήταν αντικειμενικά και εύλογα δικαιολογημένος υπό το πρίσμα ενός θεμιτού σκοπού γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού, δεν απαιτείται κατά τα λοιπά να εξεταστεί το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αυτό αφορά το απαιτούμενο επίπεδο γλωσσικών γνώσεων για τις ίδιες ως άνω γλώσσες.

80

Δεδομένου ότι ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως του Βασιλείου της Ισπανίας έγιναν δεκτοί, η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος πρέπει να ακυρωθεί.

Επί των συνεπειών της ακυρώσεως της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

81

Το Βασίλειο της Ισπανίας εκτιμά ότι η ακύρωση της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος συνεπάγεται την ακύρωση της βάσης δεδομένων που καταρτίστηκε δυνάμει αυτής. Παρότι δεν ζητεί την ακύρωση των προσλήψεων που ενδεχομένως πραγματοποιήθηκαν με βάση την εγγραφή υποψηφίου σε αυτή τη βάση δεδομένων, το Βασίλειο της Ισπανίας υπογραμμίζει συγχρόνως ότι η εγγραφή στη βάση δεν αποτελεί εγγύηση για πρόσληψη και ότι, ως εκ τούτου, η ακύρωσή της, όσον αφορά τους υποψηφίους που έχουν εγγραφεί σε αυτήν, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

82

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι δεδομένου ότι η βάση δεδομένων έχει ήδη καταρτιστεί, οι υποψήφιοι έχουν ενημερωθεί για το αποτέλεσμα της διαδικασίας επιλογής και η διαδικασία πρόσληψης έχει ξεκινήσει. Προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θα πρέπει να διατηρηθεί σε ισχύ η βάση δεδομένων, σύμφωνα με την προσέγγιση που υιοθετείται με την απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής (C‑566/10 P, EU:C:2012:752).

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

83

Όταν το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των συνεπειών που απορρέουν από την ακύρωση μέτρου αφορώντος τις διαδικασίες επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, πρέπει να επιδιώκει τον συμβιβασμό των συμφερόντων των υποψηφίων που τίθενται σε μειονεκτική θέση λόγω πλημμέλειας που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής και των συμφερόντων των λοιπών υποψηφίων, με αποτέλεσμα να οφείλει να λάβει υπόψη όχι μόνο την ανάγκη αποκατάστασης των θιγόμενων υποψηφίων στα δικαιώματά τους, αλλά και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 1993, Επιτροπή κατά Albani κ.λπ., C‑242/90 P, EU:C:1993:284, σκέψη 14).

84

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πλημμέλειες που σημειώθηκαν ως προς το εφαρμοστέο γλωσσικό καθεστώς σε διαδικασία επιλογής, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ήδη επιλεγέντων υποψηφίων πρέπει να ληφθεί υπόψη δια της σταθμίσεως των συνεπειών που απορρέουν από την ενδεχόμενη προσβολή των καταλόγων των υποψηφίων που καταρτίστηκαν με βάση τη συγκεκριμένη διαδικασία επιλογής και το συμφέρον των θιγόμενων υποψηφίων (πρβλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 103).

85

Εν προκειμένω, στο μέτρο που η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ακυρώνεται λόγω των όρων της οι οποίοι εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις ως προς τις γλωσσικές γνώσεις των υποψηφίων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη βάση δεδομένων πάσχει λόγω τον ίδιων αυτών όρων που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Συγκεκριμένα, η εγγραφή υποψηφίων στη βάση αυτή στηριζόταν στα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής διοργανωθείσας υπό άνισους όρους.

86

Συναφώς, όπως σημείωσε και το Βασίλειο της Ισπανίας, οι υποψήφιοι που έχουν εγγραφεί στην επίμαχη βάση δεδομένων δεν έχουν, στο πλαίσιο αυτό, καμία εγγύηση για πρόσληψη. Έτσι, οι υποψήφιοι αυτοί, αντιθέτως ιδίως προς εκείνους στους οποίους έχει ήδη προσφερθεί θέση συμβασιούχου υπαλλήλου δυνάμει της εγγραφής τους σε αυτή τη βάση και οι οποίοι έχουν, ως εκ τούτου, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η πρόσληψή τους, δεν έχουν λάβει καμία πρόσθετη διαβεβαίωση εκ μέρους της Διοίκησης ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά την πρόσληψή τους.

87

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι απλώς και μόνον η εγγραφή των υποψηφίων στην επίμαχη βάση δεδομένων δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που απαιτεί τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσας πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, η ακύρωση της βάσης δεδομένων δεν επηρεάζει τυχόν προσλήψεις που πραγματοποιήθηκαν ήδη.

88

Υπό τις συνθήκες αυτές, η βάση δεδομένων πρέπει να ακυρωθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

89

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

90

Επειδή το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε την καταδίκη του Κοινοβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί το εν λόγω θεσμικό όργανο στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Ομάδα καθηκόντων I – Οδηγοί (Α/Γ), EP/CAST/S/16/2016.

 

2)

Ακυρώνει τη βάση δεδομένων που καταρτίστηκε δυνάμει της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Ομάδα καθηκόντων I – Οδηγοί (Α/Γ), EP/CAST/S/16/2016.

 

3)

Καταδικάζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.