Υπόθεση C-330/16

Piotr Zarski

κατά

Andrzej Stadnicki

[αίτηση του Sąd Okręgowy w Warszawie
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Συμβάσεις εμπορικής μισθώσεως αορίστου χρόνου – Καθυστέρηση καταβολής μισθώματος – Συμβάσεις συναφθείσες πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Εθνική ρύθμιση – Εξαίρεση τέτοιων συμβάσεων από το χρονικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 1ης Ιουνίου 2017

Προσέγγιση των νομοθεσιών – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Οδηγία 2011/7 – Συμβάσεις εμπορικής μισθώσεως αορίστου χρόνου συναφθείσες πριν τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο – Καθυστερήσεις καταβολής μισθώματος που προκύπτουν μετά τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο – Εθνική ρύθμιση περί εξαιρέσεως τέτοιων συμβάσεων από το χρονικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας – Επιτρέπεται

(Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2000/35, άρθρο 6 § 3, και 2011/7, άρθρο 12 § 4)

Το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις καθυστερήσεις πληρωμών κατά την εκτέλεση συμβάσεως που έχει συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, ακόμη και στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις αυτές προκύπτουν μετά την ανωτέρω ημερομηνία.

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποιεί τη φράση «συμβάσεις που έχουν συναφθεί» και όχι τη φράση «εμπορικές συναλλαγές» η οποία περιλαμβάνεται σε άλλες διατάξεις της οδηγίας. Επομένως, από την εξέταση του γράμματος της εν λόγω διατάξεως συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, χρησιμοποιώντας τη φράση «συμβάσεις που έχουν συναφθεί», θέλησε να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/7 τις συμβατικές σχέσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013, στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων που απορρέουν από τις εν λόγω συμβατικές σχέσεις και επέρχονται μετά την ημερομηνία αυτή.

Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του παρέχεται από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7, οι συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από τις 16 Μαρτίου 2013 εξακολουθούν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/35, να διέπονται από την τελευταία οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των μελλοντικών αποτελεσμάτων τους, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αυτή οδηγία, καταρχήν, καταργείται από της ίδιας αυτής ημερομηνίας. Στην περίπτωση αυτή, η οδηγία 2011/7 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα αποτελέσματα τέτοιων συμβάσεων που επέρχονται από τις 16 Μαρτίου 2013, δεδομένου ότι αυτά δεν είναι δυνατό να διέπονται ταυτόχρονα από τις διατάξεις της οδηγίας 2000/35 και εκείνες της οδηγίας 2011/7.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι διαφορές σχετικά με καταβολές που οφείλονται μετά τις 16 Μαρτίου 2013 δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της οδηγίας 2011/7, οσάκις η σύμβαση, βάσει της οποίας οι καταβολές πρέπει να πραγματοποιηθούν, είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και το οικείο κράτος μέλος έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται από το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/7.

(βλ. σκέψεις 27, 29, 32-34 και διατακτ.)