Υπόθεση C‑249/16

Saale Kareda

κατά

Stefan Benkö

(αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Διεθνής δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Άρθρο 7, σημείο 1 – Έννοια των όρων “διαφορές εκ συμβάσεως” και “σύμβαση παροχής υπηρεσιών” – Αναγωγή συνοφειλέτη κατά των εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών του από σύμβαση πιστώσεως – Καθορισμός του τόπου εκτελέσεως της συμβάσεως πιστώσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 15ης Ιουνίου 2017

  1. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις–Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις–Κανονισμός 1215/2012–Έννοια του όρου “διαφορές εκ συμβάσεως”–Αναγωγή συνοφειλέτη κατά των εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών του από σύμβαση πιστώσεως–Εμπίπτει

    (Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7, σημείο 1)

  2. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις–Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις–Κανονισμός 1215/2012–Ειδικές δικαιοδοσίες–Διεθνής δικαιοδοσία ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ–Παροχή υπηρεσιών–Έννοια–Σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει συναφθεί μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και δύο εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών–Εμπίπτει

    (Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, 2η περίπτωση)

  3. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις–Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις–Κανονισμός 1215/2012–Ειδικές δικαιοδοσίες–Διεθνής δικαιοδοσία ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ–Καθορισμός του τόπου εκπληρώσεως της συμβατικής υποχρεώσεως–Σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει συναφθεί μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και δύο εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών–Τόπος όπου έχει την έδρα του το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα–Ο τόπος αυτός είναι επίσης κρίσιμος για τον καθορισμό της ειδικής δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της αγωγής εξ αναγωγής η οποία ασκήθηκε από ένα συνοφειλέτη κατά του ετέρου

    (Κανονισμός 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, 2η περίπτωση)

  1.  Το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή εξ αναγωγής η οποία ασκείται από έναν εις ολόκληρον ευθυνόμενο συνοφειλέτη κατά των συνοφειλετών του από σύμβαση πιστώσεως εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    (βλ. σκέψη 33, διατακτ. 1)

  2.  Το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σύμβαση πιστώσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και δύο εις ολόκληρον ευθυνομένων συνοφειλετών, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των «υπηρεσιών», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001, του οποίου το γράμμα είναι πανομοιότυπο με το γράμμα του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1215/2012, προϋποθέτει, κατ’ ελάχιστον, ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες ασκεί συγκεκριμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo,C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, σε μια σύμβαση πιστώσεως συναφθείσα μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και ενός δανειολήπτη, η παροχή υπηρεσιών έγκειται στην καταβολή στον εν λόγω δανειολήπτη ενός χρηματικού ποσού από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έναντι αμοιβής καταβαλλόμενης από τον δανειολήπτη, κατ’ αρχήν, υπό τη μορφή τόκων.

    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια σύμβαση πιστώσεως πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012.

    (βλ. σκέψεις 35-38, διατακτ. 2)

  3.  Το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει χορηγήσει πίστωση σε δύο εις ολόκληρον ευθυνόμενους συνοφειλέτες, ο «τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, εκείνος όπου έχει την έδρα του το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, ακόμη και προς τον σκοπό του καθορισμού της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστηρίου που πρόκειται να επιληφθεί της εκδικάσεως της αγωγής εξ αναγωγής η οποία ασκήθηκε από ένα συνοφειλέτη κατά του ετέρου.

    (βλ. σκέψη 46, διατακτ. 3)