ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

PAOLO MENGOZZI

της 20ής Δεκεμβρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C-647/16

Adil Hassan

κατά

Préfet du Pas-de-Calais

[αίτηση του Tribunal administratif de Lille (διοικητικού πρωτοδικείου Λίλλης), Γαλλία, για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Ερμηνεία του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 – Υποχρέωση των εθνικών αρχών που έχουν υποβάλει αίτημα αναδοχής να μην εκδίδουν απόφαση μεταφοράς εν αναμονή της αποδοχής της αναδοχής από το κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα»

1.

Μπορούν οι αρχές ενός κράτους μέλους να εκδώσουν κατά αιτούντος διεθνή προστασία, και να του κοινοποιήσουν, μια «πρώιμη απόφαση μεταφοράς», μια απόφαση δηλαδή που διατάσσει τη μεταφορά του στο κράτος μέλος το οποίο οι εν λόγω αρχές θεωρούν ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ) ( 2 ), προτού το εν λόγω κράτος μέλος, προς το οποίο αρμοδίως απευθύνεται το σχετικό αίτημα των εθνικών αρχών, αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερομένου;

2.

Αυτό είναι το περιεχόμενο του προδικαστικού ερωτήματος που υποβάλλει στο Δικαστήριο το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λίλλης, Γαλλία) με την αίτηση προδικαστικής απόφασης η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Adil Hassan, υπηκόου Ιράκ, και του préfet du Pas-de-Calais (νομάρχη του Pas-de-Calais, Γαλλία), η οποία αφορά το κύρος της απόφασης με την οποία ο τελευταίος διέταξε τη μεταφορά του Α. Hassan στη Γερμανία.

Νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Κατά το άρθρο του 1, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (στο εξής: υπεύθυνο κράτος μέλος). Τα κριτήρια αυτά καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, στα άρθρα 8 έως 15, και, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη σειρά με την οποία εκτίθενται. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, εάν δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων του ίδιου κανονισμού, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.

4.

Το κεφάλαιο V του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει τις υποχρεώσεις του υπεύθυνου κράτους μέλους. Στο εν λόγω κεφάλαιο, το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ορίζει ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος υποχρεούται «να αναλαμβάνει εκ νέου, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24, 25 και 29 [του εν λόγω κανονισμού], αιτούντα ( 3 ) η αίτηση του οποίου τελεί υπό εξέταση και ο οποίος έκανε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει τίτλο διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους». Το υπεύθυνο κράτος μέλος οφείλει επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, να εξετάζει ή να ολοκληρώνει την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του αιτούντος.

5.

Σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, «[τ]ο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε πρώτα η αίτηση διεθνούς προστασίας είναι υποχρεωμένο, υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 23, 24, 25 και 29 και έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, να αναλάβει εκ νέου τον αιτούντα ο οποίος ευρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τίτλο διαμονής ή έχει υποβάλει εκεί αίτηση διεθνούς προστασίας αφού ανακάλεσε την πρώτη αίτησή του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους.»

6.

Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, όταν κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει χωρίς τίτλο διαμονής πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, γʹ ή δʹ, του εν λόγω κανονισμού και στο οποίο δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση διεθνούς προστασίας (στο εξής: αιτούν κράτος μέλος) θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 5, και το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, γʹ ή δʹ, του ίδιου κανονισμού, δύναται να ζητήσει από το άλλο κράτος μέλος να αναλάβει εκ νέου το εν λόγω πρόσωπο.

7.

Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία παρελήφθη το αίτημα. Όταν το αίτημα βασίζεται σε στοιχεία λαμβανόμενα από το σύστημα Eurodac, το οποίο διέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 603/2013 ( 4 ), η προθεσμία αυτή μειώνεται σε δύο εβδομάδες. Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ διευκρινίζει ότι η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας του ενός μηνός ή των δύο εβδομάδων που αναφέρεται στο άρθρο 25, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος και συνεπάγεται την υποχρέωση αναδοχής του προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης για κατάλληλη διευθέτηση της άφιξης.

8.

Το άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VI του εν λόγω κανονισμού και ειδικότερα στο τμήμα IV, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις». Το ίδιο το άρθρο φέρει τον τίτλο «Κοινοποίηση της απόφασης μεταφοράς» και στις παραγράφους 1 και 2, πρώτο εδάφιο, ορίζει τα εξής:

«1.   Όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ ή δʹ, το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος και, κατά περίπτωση, για την απόφαση περί μη εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. […]

2.   Η απόφαση της παραγράφου 1 περιλαμβάνει πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος αίτησης αναστολής, κατά περίπτωση, και για τις προθεσμίες προσφυγής και μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο, και την ημερομηνία κατά την οποία, θα πρέπει να παρουσιασθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα.»

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ο αποδέκτης μιας απόφασης μεταφοράς έχει το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, εντός εύλογης προθεσμίας, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία.

10.

Το άρθρο 28, παράγραφος 2, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο VI του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και ειδικότερα στο τμήμα V που φέρει τον τίτλο «Κράτηση για τον σκοπό της μεταφοράς», έχει ως εξής:

«Όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, τα κράτη μέλη δύνανται να κρατούν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ούτως ώστε να εξασφαλίζονται οι διαδικασίες μεταφοράς σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, βάσει ατομικής αξιολόγησης και μόνον εφόσον η κράτηση είναι αναλογική, εάν δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά λιγότερο αυστηρά εναλλακτικά μέτρα.»

Το γαλλικό δίκαιο

11.

Το άρθρο L. 742-1 του code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile (κώδικα περί της εισόδου και της διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου, στο εξής: Ceseda), όπως είχε εφαρμογή επί της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«Εφόσον η διοικητική αρχή κρίνει ότι η εξέταση αιτήσεως ασύλου εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλου κράτους προς το οποίο η αρχή αυτή προτίθεται να υποβάλει αίτημα, ο αλλοδαπός απολαύει του δικαιώματος διαμονής στη γαλλική επικράτεια μέχρι την περάτωση της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου για την εξέταση της αιτήσεώς του κράτους και, κατά περίπτωση, μέχρι να συντελεσθεί πράγματι η μεταφορά του στο κράτος αυτό. […]»

12.

Το άρθρο L. 742-3 του Ceseda προβλέπει:

«Υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου L. 742-1, ο αλλοδαπός για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου του οποίου αρμόδιο είναι άλλο κράτος μπορεί να μεταφερθεί στο υπεύθυνο για την εξέταση αυτή κράτος.

Η μεταφορά διατάσσεται με έγγραφη αιτιολογημένη απόφαση της διοικητικής αρχής

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Στην απόφαση αυτή αναγράφονται οι προσφυγές και οι προθεσμίες ασκήσεώς τους καθώς και το δικαίωμα επικοινωνίας του ενδιαφερομένου με το προξενείο του, σύμβουλο ή άλλο πρόσωπο της επιλογής του. Όταν ο ενδιαφερόμενος δεν επικουρείται από σύμβουλο, του γνωστοποιούνται τα κύρια στοιχεία της αποφάσεως σε γλώσσα που κατανοεί ή ευλόγως τεκμαίρεται ότι κατανοεί.»

13.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου L. 742‑4, παράγραφος Ι, του Ceseda, ο δικαστής που ορίζεται από τον πρόεδρο του tribunal administratif (διοικητικού πρωτοδικείου) για να κρίνει τη νομιμότητα της απόφασης μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος διαθέτει προς τούτο προθεσμία δεκαπέντε ημερών, η οποία ωστόσο δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας. Η προσφυγή που ασκείται κατά της απόφασης αυτής έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

14.

Το άρθρο L. 551‑1, περί της διοικητικής κρατήσεως, ορίζει, στο πρώτο του εδάφιο, ότι στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο L. 561-2, παράγραφος Ι, σημεία 1 έως 7, του Ceseda, ο αλλοδαπός δύναται, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, να τεθεί υπό κράτηση από τη διοικητική αρχή, για διάρκεια σαράντα οκτώ ωρών, σε εγκαταστάσεις που δεν υπάγονται στις σωφρονιστικές αρχές. Κατά το άρθρο L. 561‑2, παράγραφος Ι, σημείο 1, του Ceseda, η διοικητική αρχή μπορεί να αποφασίσει την κατ’ οίκον κράτηση του αλλοδαπού ο οποίος δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, αλλά η απομάκρυνση του οποίου παραμένει εύλογη εφόσον «έχει ληφθεί απόφαση μεταφοράς [του αλλοδαπού αυτού] κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 742‑3 [του Ceseda]». Το άρθρο L. 742‑5 του Ceseda διευκρινίζει ότι το άρθρο L. 551‑1 μπορεί να έχει εφαρμογή επί του αλλοδαπού για τον οποίο έχει ληφθεί απόφαση μεταφοράς, «από την στιγμή της κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης».

Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

15.

Ο Α. Hassan, γεννηθείς στις 5 Ιανουαρίου 1991 στη Shingal (Ιράκ), συνελήφθη από τη μεθοριακή αστυνομία του Pas-de-Calais (Γαλλία) στις 26 Νοεμβρίου 2016, ενώ βρισκόταν στη ζώνη περιορισμένης προσβάσεως του τερματικού σταθμού του λιμένα του Calais. Από την έρευνα στο αρχείο Eurodac προέκυψε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα του προσφεύγοντος ως αιτούντος άσυλο είχαν ληφθεί από τις γερμανικές αρχές στις 7 Νοεμβρίου και στις 14 Δεκεμβρίου 2015 ( 5 ).

16.

Την ημέρα ακριβώς της συλλήψεως και έρευνας του αρχείου Eurodac, ο νομάρχης του Pas-de-Calais υπέβαλε στις γερμανικές αρχές αίτημα περί εκ νέου αναλήψεως. Συγχρόνως, ο εν λόγω νομάρχης αποφάσισε τη μεταφορά του Α. Hassan στη Γερμανία και τη διοικητική κράτησή του.

17.

Ο A. Hassan, στον οποίο κοινοποιήθηκε αυθημερόν η εν λόγω απόφαση, αφενός, προσέβαλε τη θέση του υπό διοικητική κράτηση ενώπιον του αρμόδιου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστή του tribunal de grande instance de Lille (πρωτοδικείου Λίλλης, Γαλλία) και, αφετέρου, ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης της 26ης Νοεμβρίου 2016 (στο εξής: προσβαλλόμενη στην κύρια δίκη απόφαση) ( 6 ), καθόσον η απόφαση αυτή διατάσσει τη μεταφορά του στη Γερμανία.

18.

Με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2016, ο αρμόδιος για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστής του tribunal de grande instance de Lille (πρωτοδικείου Λίλλης) διέταξε την άρση του μέτρου της κρατήσεως του Α. Hassan.

19.

Στo πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε, ο Α. Hassan υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη στην κύρια δίκη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, καθόσον η απόφαση αυτή εκδόθηκε και του κοινοποιήθηκε πριν ακόμη το κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, εν προκειμένω η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, απαντήσει ρητώς ή σιωπηρώς στο αίτημα των γαλλικών αρχών. Αμυνόμενος κατά της προσφυγής, ο νομάρχης του Pas-de-Calais υποστηρίζει ότι ούτε το άρθρο 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ούτε το άρθρο L. 742-3 του Ceseda του απαγορεύει την έκδοση απόφασης μεταφοράς, κατά τον χρόνο της κρατήσεως, και την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος είναι σε θέση να ασκήσει τις παρεχόμενες σε αυτόν προσφυγές, δυνάμει του άρθρου 27 του ως άνω κανονισμού. Υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η μεταφορά δεν θα είναι δυνατό να εκτελεσθεί μέχρις ότου το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το σχετικό αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερομένου.

20.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομική βάση που επιλέχθηκε από την προσβαλλόμενη στην κύρια δίκη απόφαση προκειμένου να διαταχθεί η κράτηση του Α. Hassan δεν είναι το άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, αλλά τα άρθρα L. 551-1 και L. 561-2 του Ceseda, καθώς και ότι ο νομάρχης του Pas‑de‑Calais έκρινε ότι, βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, έπρεπε κατ’ ανάγκην, προκειμένου να διαταχθεί η κράτηση του Α. Hassan, να εκδώσει προηγουμένως απόφαση μεταφοράς, χωρίς να αναμείνει την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Αυτός ο τρόπος ενέργειας αποτελούσε ευρεία πρακτική των αρμόδιων γαλλικών αρχών.

21.

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι έχουν εκδοθεί αποκλίνουσες αποφάσεις ως προς τη νομιμότητα αυτής της πρακτικής. Ορισμένα από τα διοικητικά δικαστήρια που κλήθηκαν να κρίνουν τη νομιμότητα πρώιμων αποφάσεων μεταφοράς αποφάσισαν την ακύρωσή τους για παράβαση του άρθρου 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 7 ), ενώ άλλα δικαστήρια έκριναν ότι το εν λόγω άρθρο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των γαλλικών αρχών να εκδίδουν απόφαση και να την κοινοποιούν στον ενδιαφερόμενο, προτού λάβουν την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο έχουν απευθύνει αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως ( 8 ).

22.

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αφενός μεν, τόσο η γραμματική όσο και η τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 26 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι απόφαση περί μεταφοράς μπορεί να εκδοθεί από τις αρχές του αιτούντος κράτους και να κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο μόνον αφότου το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, το αίτημα αυτό, αφετέρου δε, ότι η έκδοση και κοινοποίηση μιας τέτοιας απόφασης δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να την αμφισβητήσει λυσιτελώς ενώπιον του αρμόδιου δικαστή, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 27 του ως άνω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί πριν την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και ότι θα ακυρωθεί σε περίπτωση που το εν λόγω κράτος μέλος δεν αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη.

23.

Η διάταξη περί παραπομπής διευκρινίζει ότι ο A. Hassan δεν έχει καταθέσει αίτηση ασύλου στη Γαλλία.

24.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λίλλης) ανέστειλε τη διαδικασία επί της προσφυγής του A. Hassan και υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αποκλείουν οι διατάξεις του άρθρου 26 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] τη δυνατότητα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους που έχει απευθύνει προς άλλο κράτος μέλος, το οποίο θεωρεί ως το υπεύθυνο κράτος, κατ’ εφαρμογήν των προβλεπομένων από τον εν λόγω κανονισμό κριτηρίων, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας επί της οποίας δεν έχει ληφθεί ακόμη οριστική απόφαση ή άλλου προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1, στοιχείο γʹ ή δʹ, του εν λόγω κανονισμού, να εκδώσουν απόφαση περί μεταφοράς και να την κοινοποιήσουν στον ενδιαφερόμενο, προτού το κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη;»

25.

Η Γαλλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία και η Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις.

Ανάλυση

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

26.

Προτού εξετάσω το προδικαστικό ερώτημα, θεωρώ απαραίτητη τη διατύπωση δύο διευκρινίσεων σχετικά με το πραγματικό και το νομικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης

27.

Κατά πρώτο λόγο, παρατηρώ ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία της κύριας δίκης που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, και παρά το γεγονός ότι ο A. Hassan έχει καταχωρισθεί στη βάση Eurodac ως αιτών άσυλο στη Γερμανία, δεν έχει ολοκληρωθεί η απαραίτητη διαδικασία προκειμένου να μπορεί τυπικώς να θεωρηθεί ως αιτών άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος ( 9 ).

28.

Βέβαια, το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θέτει ένα πολύ ευρύ κριτήριο για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου στο οποίο η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται ως κατατεθείσα ενώπιον κράτους μέλους για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ( 10 ). Αρκεί λοιπόν «[οι] αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους [να έχουν παραλάβει] έντυπο που υποβάλλεται από τον αιτούντα ή πρακτικό που καταρτίζεται από τις αρχές». Εξάλλου, μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται στην περίπτωση του A. Hassan, παρά το ότι δεν έχει καταθέσει επισήμως αίτηση ασύλου στη Γερμανία ( 11 ), δεδομένου κυρίως του γεγονότος ότι έχει καταχωρισθεί στη βάση δεδομένων Eurodac ως αιτών άσυλο στο εν λόγω κράτος μέλος ( 12 ). Εντούτοις, ούτε η απόφαση περί παραπομπής ούτε η προσβαλλόμενη στο πλαίσιο της κύριας δίκης απόφαση προσδιορίζουν επί ποιου σημείου του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ βασίστηκε το αίτημα που απευθύνθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με αντικείμενο την εκ νέου ανάληψη του A. Hassan ( 13 ).

29.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, και δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν αμφιβάλλει ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του A. Hassan και δεν υποβάλλει στο Δικαστήριο σχετικό ερώτημα, θα θεωρήσω ως δεδομένο, στις παρούσες προτάσεις, ότι η περίπτωση του A. Hassan εμπίπτει στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (αιτών η αίτηση του οποίου τελεί υπό εξέταση και ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει τίτλο διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους), καθώς και ότι το αίτημα εκ νέου ανάληψης που απηύθυναν οι γαλλικές αρχές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βασίζεται στο άρθρο 24 του ως άνω κανονισμού (υποβολή αιτήματος εκ νέου ανάληψης όταν δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση στον αιτούν κράτος μέλος).

30.

Κατά δεύτερο λόγο, επισημαίνω ότι, μετά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης, το Cour d’appel de Douai (Εφετείο Douai, Γαλλία) κατόπιν εφέσεως που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του tribunal administratif de Lille (διοικητικού πρωτοδικείου Λίλλης), η οποία ακύρωσε εκδοθείσα υπό ανάλογες συνθήκες πρώιμη απόφαση μεταφοράς του νομάρχη του Pas-de-Calais, υπέβαλε στην κρίση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) σειρά ερωτημάτων τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα αυτού του είδους των αποφάσεων υπό το πρίσμα των άρθρων L. 742-2 και L. 742-3 του Ceseda. Στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 19 Ιουλίου 2017 ( 14 ), το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) διαπίστωσε, ως προς αυτό το σημείο, ότι μια απόφαση μεταφοράς ενός αιτούντος άσυλο προς το υπεύθυνο κράτος «δεν μπορεί να εκδοθεί και, κατά μείζονα λόγο, να κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο παρά μόνο μετά την αποδοχή της ανάληψης από το κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα». Η παρέμβαση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας) θα πρέπει συνεπώς να θέσει τέρμα στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης διοικητική πρακτική ( 15 ), καθώς και στις αποκλίνουσες αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο.

31.

Αξίζει να γίνει μια τελευταία εισαγωγική παρατήρηση, η οποία δεν αφορά ειδικά τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.

32.

Εάν υιοθετηθεί η μεταρρύθμιση του συστήματος του Δουβλίνου που προωθεί η Επιτροπή μέσω της πρότασης κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 16 ), τότε το προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται από το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λίλλης) θα καταστεί άνευ σημασίας όσον αφορά τις διαδικασίες εκ νέου ανάληψης. Το άρθρο 26 της εν λόγω πρότασης προβλέπει, πράγματι, την αντικατάσταση των αιτημάτων εκ νέου ανάληψης από «κοινοποιήσεις εκ νέου ανάληψης», για τις οποίες δεν θα απαιτείται απάντηση εκ μέρους του κράτους προς το οποίο αυτές απευθύνονται, αλλά μια απλή επιβεβαίωση παραλαβής. Το άρθρο 27 της εν λόγω πρότασης τροποποιεί ως εκ τούτου το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, του οποίου ο τίτλος παραμένει κατά τα άλλα κατ’ ουσίαν απαράλλακτος, περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του αποκλειστικώς στις διαδικασίες αναδοχής. Όσον αφορά, αντιθέτως, τις διαδικασίες εκ νέου ανάληψης, το άρθρο 27, παράγραφος 2, της εν λόγω πρότασης προβλέπει ότι «το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο εγγράφως χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την απόφαση μεταφοράς του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος».

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

33.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το tribunal administratif de Lille (διοικητικό πρωτοδικείο Λίλλης) ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποκλείει τη δυνατότητα της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους να εκδώσει και να κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο απόφαση μεταφοράς του στο κράτος μέλος το οποίο η εν λόγω αρχή θεωρεί, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ως υπεύθυνο για την εξέταση του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης, προτού το εν λόγω κράτος μέλος αποδεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος.

34.

Όλοι οι ενδιαφερόμενοι που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο συμφωνούν ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση μεταφοράς στο υπεύθυνο κράτος μέλος δεν μπορεί να κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο προτού το εν λόγω κράτος μέλος αποδεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερομένου

35.

Έχω και εγώ την ίδια άποψη. Η διατύπωση της διατάξεως αυτής είναι σαφής. Σε όλες πρακτικά τις γλωσσικές αποδόσεις, η χρήση ενός συνδέσμου για την εισαγωγή δευτερεύουσας επιρρηματικής πρότασης που δηλώνει προϋπόθεση ή χρόνο ( 17 ) καθιστά σαφές ότι θεσπίζεται μια διαδικαστική και χρονολογική αλληλουχία μεταξύ, αφενός, της αποδοχής εκ μέρους του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και, αφετέρου, της κοινοποίησης στον ενδιαφερόμενο της απόφασης μεταφοράς. Το κράτος μέλος που υποβάλει το αίτημα προβαίνει σε μια τέτοια κοινοποίηση μόνον εάν (και, συνεπώς, αφού) υπάρξει είτε θετική απάντηση του υπεύθυνου κράτους μέλους στο αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης, είτε εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας απάντησης, οπότε και θεμελιώνεται σιωπηρή αποδοχή του αιτήματος.

36.

Η διατύπωση του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποτυπώνει εξάλλου την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αυτή προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, η αρχική πρόταση της Επιτροπής για την αναδιατύπωση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ ( 18 ), η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 19 ) (στο εξής: πρόταση κανονισμού της Επιτροπής), αναφερόταν στην επιταγή να «διευκρινισθεί περαιτέρω» η διαδικασία κοινοποίησης της απόφασης μεταφοράς στον ενδιαφερόμενο. Το έγγραφο που συνέταξαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής και συνόδευε αυτή την πρόταση σημείωνε ότι τα σημεία που έχριζαν διευκρίνισης αφορούσαν «την προθεσμία, τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω κοινοποίησης» ( 20 ). Σύμφωνα με αυτές τις επισημάνσεις, το άρθρο 25, παράγραφος 1, της εν λόγω πρότασης κανονισμού όριζε μια ενιαία διαδικασία κοινοποίησης –ισχύουσα τόσο για τη διαδικασία αναδοχής του αιτούντος διεθνή προστασία όσο και για αυτή της εκ νέου ανάληψης ( 21 ), η οποία θα αφορούσε την «απόφαση μεταφοράς» του ενδιαφερομένου στο υπεύθυνο κράτος μέλος ( 22 ). Η διατύπωση του άρθρου αυτού ήταν πρακτικώς ίδια με αυτή του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, και οι τροποποιήσεις που υπέστη κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας ήταν ήσσονος μόνο σημασίας ( 23 ).

37.

Παρά την απουσία ασάφειας ως προς τη διατύπωση του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Επιτροπή, στις γραπτές της παρατηρήσεις, προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι η εν λόγω διάταξη δεν εμποδίζει τη λήψη και κοινοποίηση μια πρώιμης απόφασης μεταφοράς. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, μια τέτοια λύση είναι σύμφωνη με τον κύριο σκοπό του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ –ήτοι τη θέσπιση μιας αποτελεσματικής μεθόδου που καθιστό εφικτό τον ταχύ προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, εμποδίζοντας τις δευτερογενείς μετακινήσεις των αιτούντων άσυλο– και δεν θίγει τα δικαιώματα των ενδιαφερόμενων προσώπων.

38.

Συναφώς, επισημαίνω εξαρχής ότι, αν και δεν είχε κληθεί να απαντήσει επί ερωτήματος σχετικού με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, το Δικαστήριο αναγνώρισε, σε πρόσφατη απόφαση που εκδόθηκε μετά το πέρας της γραπτής διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, μια απόφαση μεταφοράς μπορεί να κοινοποιηθεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνον αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα κάνει δεκτή την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του προσώπου αυτού ( 24 ). Φαίνεται λοιπόν ότι το Δικαστήριο έχει ήδη απορρίψει την ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή.

39.

Ανεξαρτήτως αυτού, θεωρώ ότι η εν λόγω ερμηνεία είναι σε κάθε περίπτωση μη πειστική, και τούτο από μεθοδολογικής κατ’ αρχάς άποψης.

40.

Είναι ασφαλώς αληθές ότι, όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 25 ). Αμφιβάλλω ωστόσο για τον αν η χρήση επιχειρημάτων αντλούμενων από τη συστηματική ή την τελεολογική ερμηνεία μπορεί να δικαιολογήσει την απόδοση σε μια διάταξη νοήματος που είναι ριζικά διαφορετικό, αν όχι αντίθετο, από αυτό που προκύπτει από τη σαφή διατύπωσή της, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μια τέτοια ερμηνεία αποσκοπεί, εξ ορισμού, στην εύρεση μια λύσης συνεπούς προς τους σκοπούς που υπηρετεί η πράξη στην οποία εντάσσεται η επίμαχη διάταξη.

41.

Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, θεωρώ ότι η συστηματική και τελεολογική ανάλυση επιβεβαιώνει την ερμηνεία που προκύπτει από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

42.

Πρώτον, μολονότι προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφος 5, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ότι η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους ολοκληρώνεται με τη μεταφορά του αιτούντος προς το κράτος αυτό, εντούτοις το κεφάλαιο VI, τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τις διαδικασίες που εφαρμόζονται, αντιστοίχως, για τα «αιτήματα αναδοχής» και τα «αιτήματα εκ νέου ανάληψης», και οι οποίες παρουσιάζονται ως στάδια εντός της διαδικασίας προσδιορισμού. Οι διαδικασίες ωστόσο αυτές κινούνται μόλις υποβληθεί –από το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας (άρθρο 21 του εν λόγω κανονισμού) ή από το κράτος μέλος στο οποίο ένα πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, γʹ ή δʹ, έχει υποβάλει νέα αίτηση διεθνούς προστασίας (άρθρο 23 του ίδιου κανονισμού) ή στο έδαφος του οποίου διαμένει (άρθρο 24 του ίδιου κανονισμού)– αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως προς το κράτος που θεωρείται ως υπεύθυνο, ενώ ολοκληρώνονται μόνον όταν υπάρξει απάντηση, ρητή ή σιωπηρή, εκ μέρους του κράτους αυτού. Μόνον αφού οι διαδικασίες αυτές ολοκληρωθούν είναι δυνατή η μετάβαση στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας προσδιορισμού, που είναι το στάδιο της μεταφοράς του ενδιαφερόμενου προσώπου (άρθρο 29 του ίδιου κανονισμού) και το οποίο δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου ή αίτησης επανεξέτασης που έχει ασκηθεί κατά της απόφασης μεταφοράς και το οποίο έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το τμήμα IV του ως άνω κεφαλαίου VI του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στο οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 26, βρίσκεται μετά τα τμήματα που αφορούν τις προαναφερθείσες διαδικασίες και πριν το τμήμα VI. Σύμφωνα με το σύστημα που προβλέπεται από το κεφάλαιο αυτό, η κοινοποίηση της απόφασης μεταφοράς (άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού) και η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής (άρθρο 27 του ίδιου κανονισμού) αποτελούν (δυνητικά) στάδια της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους τα οποία πραγματοποιούνται μόνον αφού και εάν ολοκληρωθούν, με τη ρητή ή σιωπηρή αποδοχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, οι διαδικασίες που προβλέπονται στα τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ του ίδιου κεφαλαίου.

43.

Δεύτερον, μια τέτοια συστηματική ερμηνεία επιβεβαιώνεται από την ανάλυση των όρων που χρησιμοποιούνται από τον νομοθέτη της Ένωσης. Ενώ στα άρθρα 22 και 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ χρησιμοποιείται ο όρος «κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα» προκειμένου να γίνει αναφορά στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται ένα αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης επί του οποίου δεν έχει ακόμη απαντήσει, στο άρθρο 26 του ίδιου κανονισμού χρησιμοποιείται η έκφραση «υπεύθυνο κράτος μέλος» προκειμένου να γίνει αναφορά στο κράτος μέλος προς το οποίο πρόκειται να γίνει η μεταφορά του ενδιαφερόμενου προσώπου. Αυτή η διαφορά στην ορολογία είναι προφανώς ενδεικτική της μετάβασης σε ένα στάδιο της διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτος μέλους το οποίο είναι μεταγενέστερο σε σχέση με τα στάδια που περιγράφονται στο κεφάλαιο VI, τμήματα ΙΙ και ΙΙΙ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, και η μετάβαση αυτή πραγματοποιείται αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερόμενου προσώπου.

44.

Τρίτον, επισημαίνω ότι το άρθρο 26, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ διευκρινίζει ότι η προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου απόφαση μεταφοράς περιέχει πληροφορίες, μεταξύ άλλων, «για τις προθεσμίες […] μεταφοράς και περιλαμβάνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τις πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο, και την ημερομηνία κατά την οποία, θα πρέπει να παρουσιασθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εφόσον το εν λόγω πρόσωπο μεταβαίνει στο υπεύθυνο κράτος μέλος με δικά του μέσα». Δεδομένου ότι οι πληροφορίες αυτές εξαρτώνται, αφενός, από την ημερομηνία κατά την οποία δέχθηκε την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνθηκε το αίτημα και, αφετέρου, από το περιεχόμενο αυτής της απάντησης (όταν είναι ρητή), η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 26, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ επιβεβαιώνει την ερμηνεία της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου σύμφωνα με την οποία η κοινοποίηση της απόφασης μεταφοράς μπορεί να γίνει μόνον αφού το αιτούν κράτος μέλος έχει λάβει την αποδοχή του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα.

45.

Τέταρτον, το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ απαιτεί από τα κράτη μέλη να λάβουν ένα από τα τρία μέτρα που ορίζονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ της ίδιας διάταξης προκειμένου να κατοχυρώσουν είτε το αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου ή της επανεξέτασης που ασκείται κατά απόφασης μεταφοράς είτε τη δυνατότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου να ζητήσει την αναστολή της εφαρμογής μιας τέτοιας απόφασης. Η παράγραφος 4 του ως άνω άρθρου παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβλέψουν ότι οι αρμόδιες αρχές θα μπορούν να διατάξουν αυτεπάγγελτα μια τέτοια αναστολή. Οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν ότι η απόφαση μεταφοράς είναι άμεσα εκτελεστή, κάτι το οποίο όμως δεν ισχύει για τις πρώιμες αποφάσεις μεταφοράς ( 26 ).

46.

Πέμπτον, αν και η κοινοποίηση της απόφασης μεταφοράς προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερόμενου προσώπου δεν θα εμπόδιζε το εν λόγω πρόσωπο να προσφύγει κατά της απόφασης αυτής με ένδικο μέσο (ή αίτηση επανεξέτασης) βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τίθεται εντούτοις το ερώτημα κατά πόσον το γεγονός αυτό θα περιόριζε το περιεχόμενο που μπορεί να έχει μια τέτοια προσφυγή, όπως αυτό προσδιορίζεται από την αιτιολογική σκέψη 19 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή πρέπει να καθιστά εφικτό τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανονισμού ( 27 ).

47.

Θα πρέπει συναφώς να υπογραμμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει εκφράσει προειδοποιήσεις κατά της συσταλτικής ερμηνείας της έκτασης του δικαιώματος προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε να εμποδίσει την υλοποίηση του σκοπού που εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 9 του ως άνω κανονισμού και συνίσταται στη βελτίωση της προστασίας που χορηγείται στους αιτούντες στο πλαίσιο του συστήματος του Δουβλίνου ( 28 ). Τυχόν ωστόσο υποχρέωση του ενδιαφερομένου να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης η οποία δεν περιέχει το σύνολο των στοιχείων που θα επέτρεπαν να ελεγχθεί η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μεταφορά του ενδιαφερομένου, θα ισοδυναμούσε, εκ των πραγμάτων, με περιορισμό του δικαιώματός του για άσκηση προσφυγής.

48.

Πιο συγκεκριμένα, αν τυχόν θεωρηθεί, σε αντίθεση προς τη σαφή διατύπωση του άρθρου 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ότι η έννοια «απόφαση μεταφοράς» καταλαμβάνει, για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, και τις πρώιμες αποφάσεις μεταφοράς, τότε αυτό θα σήμαινε ότι η υποχρέωση προς κοινοποίηση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη δεν καταλαμβάνει κατ’ ανάγκη στοιχεία όπως η ημερομηνία ή το περιεχόμενο της απάντησης του κράτους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, όταν η απάντηση αυτή είναι ρητή. Τέτοιου είδους στοιχεία θα μπορούσαν λοιπόν να μη γνωστοποιηθούν ποτέ στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση που τα εν λόγω στοιχεία θα κοινοποιούνταν μετά την έκδοση απόφασης επί ένδικου μέσου ή αιτήσεως επανεξέτασης –κάτι το οποίο θα μπορούσε να συμβεί συχνά, δεδομένων των πολύ σύντομων προθεσμιών που εφαρμόζονται επί των συγκεκριμένων διαδικασιών–, ο ενδιαφερόμενος δεν θα είχε καμία δυνατότητα να αμφισβητήσει τυχόν πληροφορίες που περιέχονται στην απόφαση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και αφορούν τους λόγους για τους οποίους το κράτος αυτό έκανε δεκτό το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης ( 29 ), ούτε να ελέγξει, σε περίπτωση που δεν έχει χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα, αν η μεταφορά του πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Τέλος, θα ήταν επίσης αδύνατον για τον ενδιαφερόμενο να ελέγξει εάν η μεταφορά του πραγματοποιείται εντός των προθεσμιών που προβλέπονται, κατά περίπτωση, από το άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, ή το άρθρο 29, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 30 ) και, συνεπώς, εάν το κράτος προς το οποίο μεταφέρεται παραμένει υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία βάσει του κανόνα που τίθεται, αντιστοίχως, από το άρθρο 28, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ή το άρθρο 29, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Το Δικαστήριο, αν και αναφορικά με περιστάσεις που διαφέρουν από αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχει κρίνει με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Shiri (C-201/16, EU:C:2017:805, σκέψη 44) ότι επιβάλλεται να παρέχεται στον αιτούντα διεθνή προστασία το δικαίωμα αποτελεσματικής και ταχείας προσφυγής που θα του επιτρέπει να επικαλεστεί την παρέλευση της προθεσμίας των έξι μηνών την οποία προβλέπει το άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ( 31 ). Ένα τέτοιο όμως δικαίωμα δεν μπορεί να διασφαλιστεί υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις.

49.

Έκτον, μολονότι η δυνατότητα του αιτούντος κράτους μέλους να κοινοποιεί την απόφαση μεταφοράς χωρίς να αναμένει την απάντηση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα θα ήταν αναμφίβολα σύμφωνη, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, με την επιταγή της ταχείας εξέτασης των αιτήσεως ασύλου, η οποία εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εντούτοις θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στο πλαίσιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να θυσιάσει τη δικαστική προστασία των αιτούντων άσυλο χάριν αυτής της επιταγής ταχείας εξέτασης ( 32 ). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης ενίσχυσε σημαντικά τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στους αιτούντες άσυλο στο πλαίσιο του συστήματος του Δουβλίνου ( 33 ). Πρέπει εξάλλου να υπογραμμιστεί ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η υποχρέωση του αιτούντος κράτους να αναμείνει την αποδοχή, ρητή ή σιωπηρή, του κράτους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα θα επέφερε το πολύ μια καθυστέρηση της κοινοποίησης της απόφασης μεταφοράς διάρκειας δύο μηνών, στην περίπτωση αιτήματος αναδοχής, ή ενός μήνα, στην περίπτωση αιτήματος εκ νέου ανάληψης.

50.

Για όλους τους λόγους που εξέθεσα ανωτέρω, θεωρώ ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει στο αιτούν κράτος μέλος να κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο απόφαση για τη μεταφορά του στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προτού το εν λόγω κράτος αποδεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, τη μεταφορά αυτή.

51.

Εφόσον αποκλειστεί η δυνατότητα μια τέτοιας «πρώιμης κοινοποίησης», καθίσταται αναγκαστικά άνευ πρακτικής σημασίας το ερώτημα εάν επιτρέπεται να εκδοθεί μια απόφαση μεταφοράς προτού υπάρξει αποδοχή εκ μέρους του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Δεδομένου ότι η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής που προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ εκκινεί μόνον από τη στιγμή που κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο η εν λόγω απόφαση, η «πρώιμη» λήψη αυτής δεν θα επέφερε καμία σημαντική μείωση στη διάρκεια της διαδικασίας αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης και θα ήταν, συνεπώς, αδιάφορη από την άποψη της επιταγής της ταχείας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας την οποία επικαλείται η Επιτροπή.

52.

Σημειώνω βεβαίως ότι, αν και το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αναφέρεται ρητώς μόνο στην κοινοποίηση και όχι στη έκδοση της απόφασης μεταφοράς, εντούτοις το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ορίζει το άρθρο 26, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ως τη διάταξη βάσει της οποία λαμβάνεται η απόφαση μεταφοράς του αιτούντος στο υπεύθυνο κράτος μέλος ( 34 ). Εντούτοις, επιχειρήματα αντλούμενα από τη συστηματική ερμηνεία και ταυτόσημα κατ’ ουσίαν με αυτά που εκτίθενται στα σημεία 42 έως 45 των παρουσών προτάσεων οδηγούν στην απόρριψη της ερμηνείας κατά την οποία επιτρέπεται στα κράτη να αποφασίσουν τη μεταφορά προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερόμενου προσώπου. Θα πρέπει αντιθέτως να γίνει δεκτό, βάσει των ανωτέρω επιχειρημάτων, ότι οι όροι που είναι αναγκαίοι προκειμένου μια απόφαση μεταφοράς στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα να μπορεί να εκδοθεί από το αιτούν κράτος μέλος σύμφωνα με τις διαδικασίες που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, δεν πληρούνται όλοι προτού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη.

53.

Υποστηρίζω συνεπώς την άποψη ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν επιτρέπει ούτε την κοινοποίηση ούτε τη λήψη απόφασης μεταφοράς στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, προτού το κράτος αυτός αποδεχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του ενδιαφερόμενου προσώπου.

54.

Πριν υποβάλω την πρότασή μου, απομένει να διευκρινίσω, αναφορικά με τους λόγους που οδηγούν τις γαλλικές αρχές στην έκδοση πρόωρων αποφάσεων, ότι το άρθρο 28 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν εμποδίζει να τεθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε διοικητική κράτηση προτού αποφασιστεί η μεταφορά του, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η ανωτέρω διάταξη για τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου ( 35 ). Η απαγόρευση λήψης μέτρων κράτησης προτού ληφθεί απόφαση μεταφοράς προκύπτει συνεπώς από το γαλλικό δίκαιο αποκλειστικά, και όχι από το δίκαιο της Ένωσης ( 36 ).

Πρόταση

55.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του tribunal administratif de Lille (διοικητικού πρωτοδικείου Λίλλης, Γαλλία) ως εξής:

Το άρθρο 26, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, εμποδίζει το κράτος μέλος που έχει απευθύνει, προς το κράτος μέλος το οποίο θεωρεί ως υπεύθυνο για μια τέτοια εξέταση, αίτημα αναδοχής ή εκ νέου αναλήψεως, βασιζόμενο στα άρθρα 21, 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού, να εκδώσει και να κοινοποιήσει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο απόφαση μεταφοράς του στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, προτού το κράτος αυτό αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31). Ο κανονισμός αυτός συνιστά αναδιατύπωση του κανονισμού 343/2003 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 50, σ. 1, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ), ο οποίος, με τη σειρά του, αντικατέστησε τη σύμβαση του Δουβλίνου της 15ης Ιουνίου 1990 (ΕΕ 1997, C 254, σ. 1). Μια πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, υποβλήθηκε εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, στις 4 Μαΐου 2016 (στο εξής: πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) [COM(2016) 270 final].

( 3 ) Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III ορίζει τον αιτούντα ως τον υπήκοο τρίτης χώρας ή τον απάτριδα που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση.

( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 604/2013 και με τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ 2013, L 180, σ. 1).

( 5 ) Όπως προκύπτει από την δικογραφία, ο αριθμός αναφοράς που δόθηκε στην καρτέλα με τα δακτυλικά αποτυπώματα του A. Hassan εμφαίνει την κατηγορία στην οποία υπάγεται και η οποία εν προκειμένω είναι η κατηγορία 1, δηλαδή αυτή του «αιτούντος άσυλο».

( 6 ) Η απόφαση αυτή διευκρινίζει ότι «οι [γερμανικές] αρχές στις οποίες υποβλήθηκε σήμερα αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν έχουν γνωστοποιήσει ακόμη, κυριαρχικώς, τη συναίνεσή τους ούτε τους όρους και την ημερομηνία μιας ενδεχόμενης επανεισόδου του ενδιαφερομένου στην επικράτεια τους». Το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης αποφάσεως ορίζει τα εξής: «o A. Hassan, Ιρακινός υπήκοος και παράνομα διαμένων στην Γαλλία, θα πρέπει να μεταφερθεί στις γερμανικές αρχές». Η λήψη του μέτρου της μεταφοράς βασίστηκε στο άρθρο L. 742-3 του Ceseda. Όσον αφορά το μέτρο της διοικητικής κράτησης, η λήψη του είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με τον préfét du Pas-de-Calais, επειδή ο ενδιαφερόμενος «δεν παρουσιάζει επαρκείς εγγυήσεις εκπροσωπήσεως ικανές να αποτρέψουν τον κίνδυνο να επιχειρήσει να διαφύγει […] το μέτρο της απομάκρυνσης, ενώ δεν μπορεί να εγκαταλείψει άμεσα την γαλλική επικράτεια, καθόσον απαιτείται η αποδοχή του αιτήματος από το κράτος μέλους προς το οποίο το αίτημα απευθύνεται». Η λήψη του μέτρου αυτού βασίστηκε στο άρθρο L. 511-1, III, 3, και στο άρθρο L. 551-1 του Ceseda, αν και η απόφαση διευκρινίζει ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του ενδιαφερομένου και υπό την έννοια του άρθρου 28 του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 7 ) Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, ως παράδειγμα, την απόφαση του tribunal administratif de Rouen (διοικητικού πρωτοδικείου Ρουέν, Γαλλία) αριθ. 1603104 της 23ης Σεπτεμβρίου 2016. Αναφέρει επίσης μια διάταξη της του αρμόδιου για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κρατήσεως δικαστή του tribunal de grande instance de Lille (πρωτοδικείου Λίλλης) της 10ης Νοεμβρίου 2016.

( 8 ) Το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει ιδίως τις αποφάσεις του tribunal administratif de Rouen (διοικητικού πρωτοδικείου Ρουέν) αριθ. 1603199, της 5ης Οκτωβρίου 2016, και αριθ. 1603674, της 19ης Νοεμβρίου 2016, καθώς και τις αποφάσεις του tribunal administratif de Lille (διοικητικού πρωτοδικείου Λίλλης) αριθ. 1606297, της 26ης Αυγούστου 2016 και αριθ. 1607048, της 23ης Σεπτεμβρίου 2016.

( 9 ) Στην προσφυγή του ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο Α. Hassan υποστήριξε ότι «ήθελ[ε] να ζητήσει άσυλο στην Γερμανία, αλλά [δεν διεξήχθη] ποτέ συνέντευξη σχετική με τους λόγους της αιτήσεώς του». Σε άλλο σημείο της προσφυγής του υποστηρίζει ότι ο νομάρχης του Pas-de-Calais δεν απέδειξε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν το πρώτο κράτος μέλος από το οποίο ζητήθηκε άσυλο.

( 10 ) Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει ότι «η διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση διεθνούς προστασίας» σε ένα κράτος μέλος.

( 11 ) Συναφώς, παραπέμπω στις σκέψεις 75 έως 103 της απόφασης της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab (C‑670/16, EU:C:2017:587), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη επί της ερμηνείας του άρθρου 20 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ σε σχέση με τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων ασύλου στην Γερμανία.

( 12 ) Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 603/2013 προβλέπει ότι: «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών από την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού [Δουβλίνο III], και τα διαβιβάζει στο κεντρικό σύστημα μαζί με τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 11, στοιχεία βʹ έως ζʹ, του παρόντος κανονισμού.»

( 13 ) Το αιτούν δικαστήριο αρκείται απλώς, συναφώς, στην απόρριψη ως αβάσιμου του ισχυρισμού του A. Hassan κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη στην κύρια δίκη απόφαση στερείται αιτιολογίας, καθόσον δεν προσδιορίζει το σημείο του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ στο οποίο εμπίπτει η περίπτωσή του.

( 14 ) Γνωμοδότηση αριθ. 408919 (ECLI:FR:CECHR:2017:408919.20170719).

( 15 ) Στις γραπτές της παρατηρήσεις, η Γαλλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η εν λόγω πρακτική, αν και διαδεδομένη μεταξύ ορισμένων νομαρχιακών αρχών, δεν υιοθετείται από την κεντρική γαλλική διοίκηση.

( 16 ) Προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων.

( 17 ) Ένας τέτοιος σύνδεσμος του οποίου η σημασία στα γαλλικά αντιστοιχεί, κατά περίπτωση, στις εκφράσεις «lorsque», «quand», «dans le cas où», «si», «dans la mesure où» χρησιμοποείται στις γλωσσικές αποδόσεις στην βουλγαρική, («когато»), τσέχικη («pokud»), δανέζικη («når»), εσθονική («kui»), ιρλανδική («i gcás ina»), ελληνική («όταν»), ισπανική («cuando»), κροατική («kada»), ιταλική («quando»), λεττονική («Ja»), λιθουανική («Jei»), ουγγρική («amennyiben»), μαλτέζικη («meta»), ολλανδική («wanneer»), πολωνική («w przypadku gdy»), πορτογαλική («caso»), ρουμάνικη («atunci când»), σλοβένικη («kadar se»), σλοβακική («keď»), φινλανδική («jos»), σουηδική («om»), και αγγλική («where»). Στην γερμανική απόδοση, η χρονική αλληλουχία μεταξύ των δυο πράξεων δηλώνεται μέσω της δομής της πρότασης.

( 18 ) Προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων.

( 19 ) Βλ. πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (αναδιατύπωση) [COM(2008) 820 τελικό].

( 20 ) Έγγραφο SEC(2008) 2962, της 3ης Δεκεμβρίου 2008, διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα μόνο, βλ. χωρίο «Effective right to remedy», σημείο 1, στο οποίο γίνεται μνεία, αναφορικά με όλες τις προβλεπόμενες επιλογές, της επιταγής όπως «further specify the procedure for notification of transfer decisions to asylum-seekers, in particular as regards the time, form and content of such notifications». Βλ., υπό την έννοια αυτή, και την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 49).

( 21 ) Προς τούτο, το άρθρο 25, παράγραφος 1, της πρότασης κανονισμού της Επιτροπής είχε ως σκοπό να αντικαταστήσει το άρθρο 19, παράγραφος 1 (περί αναδοχής), και το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ (περί εκ νέου ανάληψης), του κανονισμού Δουβλίνο II.

( 22 ) Ο όρος «απόφαση μεταφοράς» δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό Δουβλίνο II ο οποίος, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, όριζε ότι, όταν το κράτος μέλος προς το οποίο είχε απευθυνθεί το αίτημα δεχόταν την αναδοχή του αιτούντος, το κράτος μέλος στο οποίο είχε υποβληθεί η αίτηση ασύλου κοινοποιούσε στον αιτούντα «την απόφασή του να μην εξετάσει την αίτηση και την υποχρέωση μεταφοράς του αιτούντος προς το υπεύθυνο κράτος μέλος». Το δε άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού προέβλεπε ότι το «κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στον αιτούντα άσυλο την απόφαση σχετικά με την εκ νέου ανάληψή του από το υπεύθυνο κράτος μέλος», χωρίς να προσδιορίζει τον χρόνο κατά τον οποίο η κοινοποίηση αυτή όφειλε να πραγματοποιηθεί.

( 23 ) Βλ. έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού της Επιτροπής, A6‑0284/2009, της 29ης Απριλίου 2009, σ. 18.

( 24 ) Απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, A.S. (C‑490/16, EU:C:2017:585, σκέψεις 33 και 60).

( 25 ) Υπό την έννοια αυτή, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Al Chodor (C‑528/15, EU:C:2017:213, σκέψη 30).

( 26 ) Αν και ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν απαγορεύει ρητώς την μεταφορά ενός υπηκόου τρίτης χώρας στο κράτος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, προτού το κράτος αυτό αποδεχθεί την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη, εντούτοις η αναγνώριση της δυνατότητας αυτής στα κράτη μέλη θα διακύβευε την σαφήνεια και την αποτελεσματικότητα του συστήματος που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο III στηρίζεται ουσιαστικά στη διεξαγωγή μιας διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, το οποίο καθορίζεται βάσει των κριτηρίων που εκτίθενται στο κεφάλαιο III του κανονισμού αυτού (αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash, C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 41, και της 7ης Ιουνίου 2016, Karim, C‑155/15, EU:C:2016:410, σκέψη 23). Στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας, οι διαδικασίες αναδοχής και εκ νέου αναλήψεως «πρέπει να διεξάγονται υποχρεωτικά σύμφωνα με τους κανόνες τους οποίους θεσπίζει, ιδίως, το κεφάλαιο VI του εν λόγω κανονισμού» (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab, C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψη 49). Οι κανόνες αυτοί, ωστόσο, ρυθμίζουν αναλυτικά μια διαδικασία που συγκροτείται από διαφορετικά διαδοχικά στάδια, με αποτέλεσμα μια μεταφορά που πραγματοποιείται πριν να ολοκληρωθούν τα προγενέστερα στάδια να είναι αντίθετη προς τους κανόνες αυτούς. Το Δικαστήριο έχει ακολουθήσει άλλωστε αυτή την κατεύθυνση με την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017 (C‑490/16, EU:C:2017:585), όπου διευκρίνισε, στη σκέψη 50, ότι το άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ «αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως περί μεταφοράς και μπορεί να εφαρμοστεί μόνον όταν έχει καταρχήν διαπιστωθεί η ανάγκη μεταφοράς, το νωρίτερο αφού το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα έχει κάνει δεκτό το αίτημα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης».

( 27 ) Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 40) και της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab (C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψη 43). Βλ., επίσης, την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Karim (C‑155/15, EU:C:2016:410, σκέψη 22).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 53).

( 29 ) Είναι αλήθεια βέβαια ότι τέτοιου είδους πληροφορίες –οι οποίες θα πρέπει να γνωστοποιούνται στον αποδέκτη της απόφασης μεταφοράς ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμά του για άσκηση πραγματικής προσφυγής– είναι πιθανότερο να περιέχονται στην απάντηση που δίδεται επί αιτήματος αναδοχής, παρά στην απάντηση η οποία, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της διαφοράς στην κύρια δίκη, δίδεται επί αιτήματος εκ νέου ανάληψης. Κατά την εξέταση της πρώτης περίπτωσης, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα οφείλει, πράγματι, να εξακριβώσει κατά τρόπο διεξοδικό και αντικειμενικό αν αποδεικνύεται η ευθύνη του για την εξέταση της αίτησης ασύλου, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πληροφορίες που του είναι άμεσα ή έμμεσα διαθέσιμες, μεταξύ των οποίων και αυτές που δεν είναι γνωστές στον αιτούν κράτος [βλ. κανονισμό (ΕΚ) 1560/2003 της Επιτροπής, της 2ας Σεπτεμβρίου 2003, για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003]. Δεν είναι εντούτοις δυνατόν, κατά την γνώμη μου, να ερμηνεύεται το άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, καθώς και η έκταση της υποχρέωσης προς κοινοποίηση που προβλέπεται από το ίδιο άρθρο, κατά τρόπο διαφορετικό, αναλόγως του εάν το αίτημα που υποβάλλεται από το κράτος μέλος το οποίο προσδιορίζει το υπεύθυνο κράτος μέλος είναι αίτημα για αναδοχή ή για εκ νέου ανάληψη.

( 30 ) Η προθεσμία αυτή είναι διάρκειας έξι εβδομάδων από τη ρητή ή τη σιωπηρή αποδοχή του αιτήματος αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου από άλλο κράτος μέλος ή από τη στιγμή κατά την οποία το ένδικο μέσο ή η αίτηση επανεξέτασης παύει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρατείται ήδη όταν επέρχεται ένα από τα δύο αυτά γεγονότα (άρθρο 28, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο III, όπως ερμηνεύτηκε από την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Khir Amayry, C‑60/16, EU:C:2017:675, σκέψεις 39 και 54). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η προθεσμία είναι διάρκειας έξι μηνών από τη στιγμή που επέρχεται κάποιο από τα προαναφερθέντα γεγονότα.

( 31 ) Επισημαίνω, παρεμπιπτόντως, ότι η πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει την κατάργηση του συστήματος μετάθεσης της ευθύνης στο αιτούν κράτος μέλος για τις περιπτώσεις όπου το κράτος αυτό δεν τηρεί τις προθεσμίες που τίθενται για την πραγματοποίηση της μεταφοράς.

( 32 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2009, Petrosian (C‑19/08, EU:C:2009:41, σκέψη 48).

( 33 ) Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 57).

( 34 ) Επισημαίνω, παρεμπιπτόντως, ότι η πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προβλέπει την τροποποίηση των προαναφερθεισών παραγράφων του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, απαλείφοντας κάθε αναφορά στην απόφαση μεταφοράς.

( 35 ) Η πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ προέβλεπε ότι η κράτηση θα μπορούσε να εκτελεστεί μόνον μετά την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απόφασης μεταφοράς (άρθρο 27, παράγραφος 4), αλλά αυτή η διάταξη τροποποιήθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκδόσεως του κανονισμού Δουβλίνο III.

( 36 ) Επισημαίνω, συναφώς, ότι στη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 19 Ιουλίου 2017, την οποία παραθέτω στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) επιβεβαίωσε ότι σύμφωνα με το άρθρο L. 742‑2 δεν επιτρέπεται να εκδοθεί απόφαση διοικητικής κράτησης επί τη βάσει του άρθρου L. 551‑1 του Ceseda, προτού εκδοθεί (και κοινοποιηθεί) απόφαση μεταφοράς.