ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 5ης Οκτωβρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑473/16

F

κατά

Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (πρώην Bevándorlási és Állampolgársági Hivatal)

[αίτηση του Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged, Ουγγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Ελάχιστες απαιτήσεις για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Άρθρο 4 – Αξιολόγηση γεγονότων και περιστάσεων – Mέθοδοι αξιολογήσεως – Ψυχολογικά τεστ – Φόβος διώξεως λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 1 – Ανθρώπινη αξιοπρέπεια – Άρθρο 7 – Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής»

1.

Με ποιον τρόπο μπορούν οι εθνικές αρχές να ελέγχουν την αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτούντος άσυλο, ο οποίος, ως δικαιολογητικό λόγο για τη χορήγηση ασύλου, επικαλείται φόβο διώξεως στη χώρα καταγωγής του λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του; Ειδικότερα, απαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης στις εν λόγω αρχές να βασιστούν σε πραγματογνωμοσύνες ψυχολόγων;

2.

Αυτά είναι συνοπτικώς τα ζητήματα που τίθενται με την παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged, Ουγγαρία).

I. Το νομικό πλαίσιο

A.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η οδηγία 2011/95/ΕΕ ( 2 )

3.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2011/95, που φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στο στοιχείο δʹ τα ακόλουθα:

«[νοείται ως] “πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας […]»

4.

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, που φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων», έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2.   Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(-ες), τη (τις) χώρα(-ες) και το (τα) μέρος(-η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3.   Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)

όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β)

των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)

της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

[…]

5.   Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του·

β)

έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων·

γ)

οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του·

δ)

ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει· και

ε)

η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.»

2. Η οδηγία 2013/32/ΕΕ ( 3 )

5.

Το άρθρο 10 της οδηγίας 2013/32, που φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για την εξέταση των αιτήσεων», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)

οι αιτήσεις να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα·

[…]

δ)

το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, π.χ. επί ιατρικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών ζητημάτων ή ζητημάτων που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.»

2.  Η εθνική νομοθεσία

6.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του A menedékjogról szóló 2007. évi LXXX. törvény (νόμος LXXX του 2007, περί του δικαιώματος ασύλου) ορίζει τα εξής:

«Η Ουγγαρία χορηγεί το καθεστώς πρόσφυγα στους αλλοδαπούς που πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο XIV, παράγραφος 3, του Συντάγματος.»

7.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου, η αρμόδια σε θέματα ασύλου αρχή χορηγεί το καθεστώς πρόσφυγα στους αλλοδαπούς που αποδεικνύουν ή τεκμηριώνουν με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προβλεπόμενες στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Γενεύης.»

8.

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

«Στη διαδικασία ασύλου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ιδίως τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα για να αποδειχθεί ή να τεκμηριωθεί με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος άσυλο οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, του καθεστώτος επικουρικής προστασίας ή προσωρινής προστασίας:

a)

τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις που επικαλείται ο αιτών άσυλο για να δικαιολογήσει τη φυγή του, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις·

[…]

c)

κάθε σχετική επίκαιρη πληροφορία όσον αφορά τη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο, περιλαμβανομένων της νομοθεσίας και των λοιπών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου για τα υποκείμενα δικαίου, καθώς και του τρόπου εφαρμογής τους».

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

9.

Tον Απρίλιο του 2015 ο προσφεύγων (στο εξής: F), Νιγηριανός υπήκοος, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως καθεστώτος πρόσφυγα ενώπιον της (νυν) Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Ουγγρική Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Ασύλου, στο εξής: Υπηρεσία). Κατά την πρώτη του συνέντευξη, εξέφρασε φόβους ότι εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του θα υφίστατο διώξεις λόγω της ομοφυλοφιλίας του.

10.

Στο πλαίσιο της επακολουθήσασας διαδικασίας ασύλου, η Υπηρεσία έλεγξε την αξιοπιστία του αιτούντος με διάφορες προσωπικές συνεντεύξεις. Εν συνεχεία, η Υπηρεσία επίσης όρισε ψυχολόγο για να εξετάσει την προσωπικότητα του F, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό του. Κατόπιν διερευνήσεως και εξετάσεως της προσωπικότητας του αιτούντος και διεξαγωγής του τεστ Draw-a-Person-in-the-Rain, του τεστ Rorschach καθώς και του τεστ Szondi (στο εξής, από κοινού: επίμαχα τεστ) ο ψυχολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα των τεστ δεν επιβεβαίωναν τη δήλωση του αιτούντος ότι είναι ομοφυλόφιλος.

11.

Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, η Υπηρεσία απέρριψε την αίτηση ασύλου του F.

12.

Ο F προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged). Προέβαλε ιδίως ότι η διεξαγωγή των επίμαχων τεστ συνιστούσε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του και ότι, εν πάσει περιπτώσει, τα τεστ αυτά είναι ακατάλληλα για την απόδειξη του γενετήσιου προσανατολισμού. Στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας, το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από τo Ίδρυμα Δικαστικών Πραγματογνωμόνων και Ερευνητών να διενεργήσει πραγματογνωμοσύνη επί των ζητημάτων αυτών.

13.

Στην πραγματογνωμοσύνη την οποία διενήργησε το εν λόγω Ίδρυμα επισήμανε ότι, εν αντιθέσει προς τα όσα είχε υποστηρίξει ο προσφεύγων, τα επίμαχα τεστ είναι πρόσφορα για τον προσδιορισμό με επαρκή βεβαιότητα του γενετήσιου προσανατολισμού ενός προσώπου. Τόνισε επίσης ότι τα τεστ δεν διεξήχθησαν κατά τρόπο που να προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του αιτούντος.

14.

Το Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged) έκρινε ότι, εφόσον δεν διαθέτει τις απαιτούμενες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις για να επανεξετάσει το πόρισμα των πραγματογνωμόνων, δεν δύναται να αποκλίνει από το πόρισμα αυτό. Διαπίστωσε επίσης ότι τα επίμαχα τεστ δεν είναι ιατρικής φύσεως διότι η ψυχολογία ανήκει στις επιστήμες του ανθρώπου και ότι τα τεστ αυτά δεν είναι όμοια προς τα τεστ τα οποία κρίθηκαν από το Δικαστήριο ως μη συμβατά με το δίκαιο της Ένωσης στην υπόθεση A κ.λπ. ( 4 ).

15.

Υπό τις συνθήκες αυτές, έχοντας αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)

Έχει το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης], την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν σε αυτό, σε σχέση με ΛΟΑΔΜ [λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, διεμφυλικούς και μεσοφυλικούς] αιτούντες άσυλο, η διενέργεια και η συνεκτίμηση πραγματογνωμοσύνης δικαστικού ψυχολόγου βασισμένης σε προβολικά τεστ προσωπικότητας, όταν, στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης αυτής, δεν υποβάλλονται ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική ζωή του αιτούντος άσυλο ούτε ο αιτών άσυλο υποβάλλεται σε κλινική εξέταση;

(2)

Εάν η πραγματογνωμοσύνη για την οποία γίνεται λόγος στο πρώτο ερώτημα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη, έχει το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του [Χάρτη], την έννοια ότι, όταν η αίτηση ασύλου βασίζεται σε δίωξη λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, οι εθνικές διοικητικές αρχές και τα δικαστήρια δεν έχουν καμία δυνατότητα να εξετάσουν, μέσω μεθόδων πραγματογνωμοσύνης, την αλήθεια των όσων υποστηρίζει ο αιτών άσυλο, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των εν λόγω μεθόδων;»

16.

Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2017, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο για την πρόθεσή του να τροποποιήσει τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, αντικαθιστώντας την παραπομπή στο άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83 με παραπομπή στο άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95.

17.

O F, η Ουγγρική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Ο F, η Ουγγρική και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, ανέπτυξαν και προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιουλίου 2017.

III. Ανάλυση

18.

Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία θα εξετάσω από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο με ποιον τρόπο οι εθνικές αρχές θα πρέπει να επαληθεύουν την αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτούντος άσυλο ο οποίος επικαλείται, ως δικαιολογητικό λόγο για τη χορήγηση ασύλου, τον φόβο διώξεως λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Χάρτη, απαγορεύει τη χρήση από τις εν λόγω αρχές πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται από ψυχολόγο.

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

19.

Πριν εξετάσω λεπτομερέστερα τα συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ χρήσιμο να υπευνθυμίσω εν συντομία τις κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις διατάξεις αυτές. Πράγματι, σε ορισμένο αριθμό υποθέσεων, το Δικαστήριο έχει ήδη παράσχει σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη, βάσει του δικαίου της Ένωσης, όταν εξετάζουν αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας.

20.

Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας να εξετάζονται και οι αποφάσεις να λαμβάνονται «σε ατομική βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα». Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95, κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεκτιμούν, μεταξύ άλλων, τα εξής: όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψεως αποφάσεως σχετικά με την αίτηση, τις συναφείς δηλώσεις και έγγραφα που υπέβαλε ο αιτών, καθώς και την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.

21.

Η αξιολόγηση αυτή γίνεται σε δύο χωριστά στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στη διαπίστωση πραγματικών περιστάσεων που θα μπορούσαν να αποδείξουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο συνίσταται στη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και κατά συνέπεια στην κρίση περί του αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας ( 5 ).

22.

Όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα, το κρίσιμο ζήτημα για τις αρμόδιες αρχές είναι να διαπιστωθεί κατά πόσον ο αιτών έχει «βάσιμο φόβο διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» εντός της χώρας της ιθαγένειάς του (ή της συνήθους διαμονής του στην περίπτωση των ανιθαγενών) ( 6 ). Γενικώς γίνεται δεκτό ότι οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να θεωρούνται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα για τον σκοπό αυτό ( 7 ).

23.

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας. Κατόπιν αυτού, τα κράτη μέλη έχουν το καθήκον να αξιολογήσουν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αιτήσεώς του.

24.

Ωστόσο, το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95 προσθέτει ότι, οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς ορισμένοι όροι. Μεταξύ των όρων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, το γεγονός ότι οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του, καθώς και ότι η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.

25.

Ομοίως, στην υπόθεση A κ.λπ. ( 8 ) το Δικαστήριο επισήμανε ότι, εφόσον δεν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95, οι δηλώσεις των αιτούντων άσυλο όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό τους ενδέχεται να χρειάζονται επιβεβαίωση. Οι δηλώσεις αυτές συνιστούν συνεπώς, κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, «απλώς το σημείο αφετηρίας της διαδικασίας εξετάσεως των κρίσιμων γεγονότων και περιστάσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας [2011/95]» ( 9 ).

26.

Αδιαμφισβήτητα καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν θεσπίζει συγκεκριμένους κανόνες όσον αφορά τη μεθοδολογία που θα πρέπει να εφαρμόσουν οι εθνικές αρχές κατά την εκτίμηση των πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλουν οι αιτούντες και, ειδικότερα, όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των αιτούντων. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς ορισμένο περιθώριο χειρισμών ( 10 ). Παρά ταύτα, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται θα πρέπει να εναρμονίζεται προς τις διατάξεις των οδηγιών 2011/95 και 2013/32 καθώς και, όπως σαφώς προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 60, αντιστοίχως, των οδηγιών αυτών, προς τα κατοχυρωμένα στον Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Χάρτη, και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνεται στο άρθρο του 7 ( 11 ).

27.

Βάσει του πλαισίου αυτού θα αναλύσω τα νομικά ζητήματα που τίθενται στην παρούσα δίκη.

Β.   Η χρήση της πραγματογνωμοσύνης των ψυχολόγων

28.

Προκειμένου να απαντηθούν τα προδικαστικά ερωτήματα, είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί αν, και σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις οι εθνικές αρχές μπορούν να προσφύγουν στην πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγων κατά την εξέταση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας για λόγους που άπτονται του γενετήσιου προσανατολισμού.

29.

Εκ προοιμίου, ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω και πάλι ότι το βασικό ερώτημα όσον αφορά την αξιολόγηση που πρέπει να διενεργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των οδηγιών 2011/95 και 2013/32 είναι το κατά πόσον είναι βάσιμος ο προβαλλόμενος από τον αιτούντα φόβος διώξεως. Με άλλα λόγια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε ο ενδιαφερόμενος εύλογα να φοβάται, βάσει της ατομικής του καταστάσεως, ότι όντως θα υποστεί πράξεις διώξεως ( 12 ). Όπως επισημαίνουν η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο αιτών άσυλο επικαλείται φόβο διώξεως λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του, δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να αποδειχθεί ο πραγματικός γενετήσιος προσανατολισμός του.

30.

Για παράδειγμα, ενδέχεται να υπάρχουν χώρες στις οποίες –παρά την ισχύ νόμων που απαγορεύουν την ομοφυλοφιλία– ορισμένοι ομοφυλόφιλοι (λόγω, για παράδειγμα, της μη συστηματικής εφαρμογής του νόμου ( 13 ) καθώς και υπό το πρίσμα της κοινωνικής, οικονομικής και οικογενειακής τους καταστάσεως, του τόπου όπου διαβιούν και ούτω καθεξής ( 14 )) δεν αντιμετωπίζουν πραγματικό κίνδυνο διώξεως. Αντιστρόφως, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες απλώς και μόνον συμπεριφορά τέτοια που να θεωρείται, από παραδοσιακής απόψεως, μη συνάδουσα προς το φύλο ( 15 ) μπορεί να δημιουργεί πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ο ενδιαφερόμενος σωματική ή ψυχολογική βλάβη ( 16 ).

31.

Κατόπιν αυτής της παρατηρήσεως, επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, οι εθνικές αρχές που αξιολογούν αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας πρέπει να μπορούν να ζητήσουν συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που άπτονται του φύλου.

32.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσον μεταξύ των πραγματογνωμόνων που μπορούν να συμβουλευθούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνονται και οι ψυχολόγοι.

33.

Δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο, καταρχήν, οι αρμόδιες αρχές δεν θα μπορούσαν να ζητήσουν συμβουλές από άτομα που έχουν εκπαιδευθεί και εξειδικευθεί στην ψυχολογία ( 17 ), την επιστήμη που μελετά τον νου και τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Δεν θεωρώ ότι κάθε είδους ψυχολογική εξέταση, εφόσον κρίνεται χρήσιμη, είναι πάντοτε οπωσδήποτε ασυμβίβαστη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, η συνδρομή των ψυχολόγων να είναι χρήσιμη για τις διοικητικές αρχές που αποφαίνονται επί αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας ή για τα εθνικά δικαστήρια που επανεξετάζουν την απόφαση αυτή και, πιθανώς, και για τους ίδιους τους αιτούντες.

34.

Για παράδειγμα, η παρουσία ψυχολόγου κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων ενδέχεται να διευκολύνει τον αιτούντα που υποστηρίζει ότι έχει υποστεί δίωξη ή βλάβη (ή που απλώς φοβάται ότι θα διωχθεί αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του) να μιλήσει ελεύθερα για τις εμπειρίες που είχε κατά το παρελθόν ή τους φόβους του, προκειμένου οι αρχές να μπορούν να σχηματίσουν μια πληρέστερη και αληθέστερη εικόνα της καταστάσεως ( 18 ). Άλλωστε, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2013/32, στην εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων θα πρέπει «να παρέχονται τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της». Ιδίως, τα πρόσωπα που διενεργούν τη συνέντευξη του αιτούντος θα πρέπει να «διαθέτουν γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη».

35.

Επιπροσθέτως, οι αρχές επίσης ενδέχεται να θεωρήσουν ότι η συνδρομή ψυχολόγου μπορεί να είναι χρήσιμη για την εκτίμηση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος. Αυτή είναι μια σημαντική πτυχή της αξιολογήσεως που διενεργούν οι αρμόδιες αρχές δεδομένου ότι, εφόσον αποδειχθεί η αξιοπιστία του αιτούντος (και υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται σωρευτικά και οι υπόλοιποι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95), δεν χρειάζεται να επιβεβαιωθεί ο προβαλλόμενος από τον αιτούντα γενετήσιος προσανατολισμός, έστω και αν δεν τεκμηριώνεται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις.

36.

Αντιστρόφως, δεν έχω πεισθεί ότι η πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγου μπορεί, με βάση την ανάλυση της προσωπικότητας του αιτούντος, να προσδιορίσει με επαρκή βεβαιότητα κατά πόσον ο δηλωθείς από αυτόν γενετήσιος προσανατολισμός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρώτον, μια σύντομη ματιά στην επιστημονική βιβλιογραφία καταδεικνύει ότι, σύμφωνα με αρκετές μελέτες ψυχολογίας, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες δεν είναι διακριτοί, από ψυχολογικής απόψεως, από τους ετεροφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες ( 19 ).

37.

Δεύτερον, ανεξαρτήτως της επιστημονικής της βάσεως, δεν είμαι βέβαιος ότι η ανάλυση η οποία βασίζεται σε προβολικά τεστ προσωπικότητας προκειμένου να προσδιορισθεί ο γενετήσιος προσανατολισμός ενός προσώπου είναι συμβατή με τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95. Εάν αντιλαμβάνομαι ορθώς, οι κρυφές συγκρούσεις ή συναισθήματα που υποτίθεται ότι αποκαλύπτει μια τέτοια ανάλυση είτε θα επιβεβαιώσουν είτε θα θέσουν υπό αμφισβήτηση, για τους ψυχολόγους που τη διενεργούν, τον δηλωθέντα από τον αιτούντα γενετήσιο προσανατολισμό. Θεωρώ, ωστόσο, ότι μια τέτοιου είδους ανάλυση αναπόφευκτα συνεπάγεται τη χρήση στερεοτυπικών αντιλήψεων όσον αφορά τη συμπεριφορά των ομοφυλόφιλων. Πράγματι, ερωτώμενη σχετικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ουγγρική Κυβέρνηση δυσκολεύθηκε να εξηγήσει για ποιον λόγο η επίμαχη στην κύρια δίκη ανάλυση δεν συνεπαγόταν τη χρήση στερεοτυπικών αντιλήψεων. Πρόκειται, όμως, για ένα είδος αναλύσεως που το Δικαστήριο ήδη έκρινε ως προβληματικό στην υπόθεση A κ.λπ., στο μέτρο που η ανάλυση αυτή δεν παρέχει τη δυνατότητα να ληφθούν πλήρως υπόψη η ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος ( 20 ).

38.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το δεύτερο ερώτημα που ανακύπτει είναι υπό ποιες προϋποθέσεις είναι επιτρεπτή η πραγματογνωμοσύνη ψυχολόγου και, ειδικότερα, κατά πόσον η πραγματογνωμοσύνη αυτή μπορεί να βασίζεται στη διενέργεια τεστ όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη.

Γ.   Η προϋπόθεση της συναινέσεως

39.

Πρώτον, θεωρώ ότι οι ψυχολογικές εξετάσεις είναι επιτρεπτές μόνον εφόσον ο αιτών παρέσχε τη συναίνεσή του και εφόσον μπορούν να διεξαχθούν με τρόπο που να διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του αιτούντος και το δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

40.

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι «όταν η αποφαινόμενη αρχή το θεωρεί σκόπιμο για την αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας […] τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη της συναινέσεως του αιτούντος, μεριμνούν για την ιατρική εξέταση του αιτούντος όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν. Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο αιτών μεριμνά για την ιατρική εξέταση».

41.

Επιπροσθέτως, το άρθρο 25, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας –που αφορά ιατρικές εξετάσεις σε ασυνόδευτους ανήλικους– ορίζει ότι «οποιαδήποτε ιατρική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του αιτούντος, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα».

42.

Δεν υπάρχουν αντίστοιχες διατάξεις στην οδηγία 2013/32 όσον αφορά την εξέταση από ψυχολόγους. Παρά ταύτα θεωρώ ότι οι βασικές αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο 25, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 έχουν, σε ορισμένο βαθμό, εφαρμογή και όσον αφορά τις ψυχολογικές εξετάσεις ( 21 ).

43.

Οι ψυχολογικές εξετάσεις ενδέχεται να είναι στον ίδιο βαθμό παρεμβατικές για τον ψυχισμό του αιτούντος, όσο και οι ιατρικές εξετάσεις ενδέχεται να είναι για το σώμα του. Επιπλέον, συνιστούν σαφέστατη παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή ( 22 ). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητη η συναίνεση του αιτούντος να υποβληθεί σε τέτοιου είδους εξετάσεις. Έχω βεβαίως υπόψη μου ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή των αιτούντων άσυλο, μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο στην πράξη να μη δοθεί η συναίνεση αυτή. Πολλώ δε μάλλον στον βαθμό που συχνά μπορεί να είναι δύσκολο να παρασχεθούν αποδείξεις για τον γενετήσιο προσανατολισμό ενός προσώπου ( 23 ). Κατά τη γνώμη μου, για τον λόγο αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, πρώτον, το να γίνεται σεβαστή η άρνηση υποβολής σε τέτοιου είδους εξετάσεις. Προϋπόθεση της πραγματικής συναινέσεως είναι, προφανώς, ότι στον αιτούντα άσυλο πρέπει να έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να έχει επαρκή γνώση και αντίληψη όλων των δεδομένων και των συνεπειών των ψυχολογικών εξετάσεων ( 24 ). Δεύτερον, είναι υψίστης σημασίας οι εξετάσεις αυτές να διενεργούνται κατά τρόπον ώστε να διαφυλάσσεται η αξιοπρέπεια του αιτούντος καθώς και η ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή ( 25 ).

44.

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από την αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία «ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, […] γενετήσιου προσανατολισμού […] Στους εν λόγω αιτούντες θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη στήριξη, μεταξύ άλλων, αρκετός χρόνος, ούτως ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς τους διεθνούς προστασίας». Η αιτιολογική αυτή σκέψη επιβεβαιώνει τον ευαίσθητο χαρακτήρα που έχει οποιαδήποτε διερεύνηση του γενετήσιου προσανατολισμού ενός προσώπου.

45.

Προφανώς, η άρνηση του αιτούντος να υποβληθεί σε μία τέτοια εξέταση –εφόσον λαμβάνεται μέριμνα ώστε η εξέταση αυτή να διενεργείται με τρόπο που να διαφυλάσσει την αξιοπρέπεια του αιτούντος και το δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής– δεν εμποδίζει τις αρχές να λάβουν απόφαση επί της αιτήσεως ( 26 ). Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι, στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή κατά την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και εφόσον δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2011/95, η άρνηση του αιτούντος ενδέχεται να επάγεται ορισμένες συνέπειες τις οποίες θα υποστεί ο ίδιος.

46.

Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, ο F συνήνεσε στην υποβολή του σε ψυχολογική εξέταση. Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει κατά πόσον η εξέταση αυτή διενεργήθηκε με τρόπο που πράγματι σεβόταν την αξιοπρέπεια του F και την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή ( 27 ).

Δ.   Η χρήση των ψυχολογικών τεστ

47.

Δεύτερον, οι ψυχολογικές εξετάσεις που θα διενεργηθούν από τους πραγματογνώμονες που διορίζουν οι αρχές θα πρέπει να βασίζονται σε μεθόδους, αρχές και έννοιες γενικώς αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα ή εν πάση περιπτώσει αρκούντως αξιόπιστες. Επιπροσθέτως, οι μέθοδοι, αρχές και έννοιες αυτές θα πρέπει, υπό το φως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, να είναι λυσιτελείς για το είδος της εξετάσεως την οποία ζητούν οι αρχές. Επομένως, οι ψυχολογικές εξετάσεις θα πρέπει να είναι ικανές να οδηγήσουν σε επαρκώς αξιόπιστα αποτελέσματα ( 28 ).

48.

Εκτιμώ ότι οι εξετάσεις που διενεργούνται επί τη βάσει αμφισβητούμενων ή μη αναγνωρισμένων επιστημονικών μεθόδων δεν μπορούν να θεωρούνται από τις αρχές ως έχουσες αποδεικτική ισχύ. Ομοίως, οι εξετάσεις που καταρχήν βασίζονται σε γενικώς παραδεδεγμένες μεθόδους, αρχές και έννοιες οι οποίες όμως είτε έχουν εφαρμοσθεί με εσφαλμένο τρόπο είτε εντός εσφαλμένου πλαισίου δεν είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε επαρκώς αξιόπιστα αποτελέσματα.

49.

Προφανώς, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να διατυπώσει κρίση επί της αξιοπιστίας και της λυσιτέλειας των συγκεκριμένων τύπων τεστ που είναι επίμαχα στο πλαίσιο της κύριας δίκης ( 29 ). Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί συγκεκριμένα επί του κατά πόσον τα τεστ που χρησιμοποιήθηκαν στην περίπτωση του F (Draw-a-Person-in-the-Rain, Rorschach και Szondi) βασίζονται –όπως υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση– σε μεθόδους, αρχές και έννοιες γενικώς αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα ή αν αντιθέτως –όπως υποστηρίζει ο F– είναι ιδιαιτέρως διαφιλονικούμενα στην επιστημονική βιβλιογραφία.

Ε.   Επί του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής

50.

Τρίτον, στην περίπτωση που εθνικό δικαστήριο ζητεί, για τους σκοπούς της επανεξετάσεως της αποφάσεως που εξέδωσαν οι αρχές επί αιτήσεως παροχής διεθνούς προστασίας, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρήσει ότι δεσμεύεται, de lege ή de facto, από το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης (και a fortiori από το πόρισμα των πραγματογνωμόνων τους οποίους οι αρμόδιες αρχές είχαν διορίσει κατά τη διοικητική διαδικασία).

51.

Δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/32, οι αιτούντες διεθνή προστασία πρέπει να έχουν δικαίωμα «πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», μεταξύ άλλων, κατά των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους. Η εν λόγω ένδικη προσφυγή θα πρέπει να εξασφαλίζει «την πλήρη […] εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» ( 30 ).

52.

Συνεπώς, κατά το άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32 –ιδίως ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη– τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν ενδελεχή, αμερόληπτη και κριτική επανεξέταση όλων των κρίσιμων πραγματικών και νομικών ζητημάτων ( 31 ). Τούτο συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, τη δυνατότητα απορρίψεως των πορισμάτων των πραγματογνωμόνων –που συνιστούν αποδεικτικό στοιχείο το οποίο πρέπει να συνεκτιμηθεί από κοινού με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία– τα οποία μπορούν να κριθούν από τον δικαστή, για παράδειγμα, μεροληπτικά, μη τεκμηριωμένα ή ερειδόμενα σε αμφιλεγόμενες μεθόδους και θεωρίες.

53.

Συναφώς, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας και υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να καθορίσει τους κανόνες διεξαγωγής των αποδείξεων, τα παραδεκτά ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία ή τις αρχές που διέπουν την εκτίμηση, από το δικαστήριο αυτό, της αποδεικτικής ισχύος των υποβαλλόμενων στην κρίση του αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και το απαιτούμενο επίπεδο αποδείξεως ( 32 ). Ωστόσο, βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες περί αποδείξεως δεν πρέπει να εφαρμόζονται από τα εθνικά δικαστήρια κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα, στην πράξη, την επιβολή αδικαιολόγητων τεκμηρίων τα οποία ενδεχομένως θα αντέβαιναν στους κανόνες περί αποδείξεως οι οποίοι προβλέπονται από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή θα έθιγαν την αποτελεσματικότητα των ουσιαστικών κανόνων που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις ( 33 ). Αυτό θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που τα εθνικά δικαστήρια θα εφάρμοζαν τους εθνικούς κανόνες περί αποδείξεως με υπέρμετρη αυστηρότητα, κάνοντας δεκτές αλυσιτελείς ή ανεπαρκείς αποδείξεις.

54.

Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να επαληθεύουν ότι τα προσκομιζόμενα ενώπιόν τους αποδεικτικά στοιχεία είναι αρκούντως σοβαρά, ακριβή και συγκλίνοντα ώστε να δικαιολογούν το εξ αυτών συναγόμενο συμπέρασμα ( 34 ). Θα πρέπει να διασφαλίζουν την ελευθερία τους να εκτιμήσουν κατά πόσον έχουν παρασχεθεί επαρκείς τέτοιες αποδείξεις, μέχρις ότου, έχοντας εξετάσει όλα τα προσκομιθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά στοιχεία και τα επιχειρήματα που αντηλλάγησαν από αυτούς, κρίνουν ότι είναι σε θέση, βάσει όλων των κρίσιμων περιστάσεων της υποθέσεως της οποίας έχουν επιληφθεί, να καταλήξουν σε οριστικό συμπέρασμα επί του κρινόμενου ζητήματος ( 35 ).

55.

Η αντίθετη άποψη θα σήμαινε ουσιαστικώς ότι ο δικαστής απεκδύεται του ρόλου του, καθιστώντας αναποτελεσματικές τις εγγυήσεις που ρητώς προβλέπονται στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32. Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά πραγματογνωμοσύνες που διατυπώνουν κρίση επί νομικών ζητημάτων. Για παράδειγμα, επισημαίνω ότι ο πραγματογνώμονας τον οποίο διόρισε κατά την κύρια δίκη το Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged) αποφάνθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίον είχε διενεργηθεί η εξέταση του F από τους ψυχολόγους που είχαν διορίσει οι ουγγρικές διοικητικές αρχές δεν προσέβαλλε τα θεμελιώδη δικαιώματα του F. Αυτή, ωστόσο, είναι νομική κρίση την οποία είναι αρμόδιο να εκφέρει το δικάζον δικαστήριο και όχι ο πραγματογνώμονας που διορίζεται κατά τη διάρκεια της δίκης ( 36 ).

IV. Πρόταση

56.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, προτείνω το Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το Szegedi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών, Szeged, Ουγγαρία) ως εξής:

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαγορεύει τη χρήση από τις αρχές της πραγματογνωμοσύνης ψυχολόγου, προκειμένου ιδίως να αξιολογηθεί η γενική αξιοπιστία του αιτούντος διεθνή προστασία, υπό την προϋπόθεση ότι: i) η εξέταση του αιτούντος λαμβάνει χώρα με τη συναίνεσή του και διενεργείται κατά τρόπο που σέβεται την αξιοπρέπεια του αιτούντος καθώς και την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή· ii) η πραγματογνωμοσύνη βασίζεται σε μεθόδους, αρχές και έννοιες που είναι αρκούντως αξιόπιστες και λυσιτελείς υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και μπορούν να οδηγήσουν σε επαρκώς αξιόπιστα αποτελέσματα· και iii) το πόρισμα του πραγματογνώμονα δεν δεσμεύει τα εθνικά δικαστήρια τα οποία επανεξετάζουν την απόφαση επί της αιτήσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

( 4 ) Aπόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406.

( 5 ) Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 64.

( 6 ) Βλ. άρθρο 2, στοιχείο δʹ, και άρθρα 9 έως 12 της οδηγίας 2011/95.

( 7 ) Βλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95. Βλ. επίσης απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 41 έως 49.

( 8 ) Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 51.

( 9 ) Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 49.

( 10 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2111, σημείο 32.

( 11 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ.C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 53.

( 12 ) Βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 13 ) Βλ., για παράδειγμα, ΕΔΔΑ, απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, A.N. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2016:0419DEC001295615 § 41.

( 14 ) Βλ., για παράδειγμα, ΕΔΔΑ, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, Salah Sheekh κατά Κάτω Χωρών, CE:ECHR:2007:0111JUD000194804 §§ 138 έως 149.

( 15 ) Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να ανάγεται, μεταξύ άλλων, στην ενδυμασία, στην ομιλία ή στον τρόπο ενέργειας ενός προσώπου (για παράδειγμα, κοινωνική συναναστροφή και συγχρωτισμός με ομοφυλόφιλους ή ακτιβισμός υπέρ των δικαιωμάτων των ΛΟΑΔΜ).

( 16 ) Βλ., συναφώς, άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95. Βλ. επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2111, σημείο 34.

( 17 ) Περί της ανάγκης κατάλληλης εξειδικεύσεως, βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 25, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32.

( 18 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση M., C‑277/11, EU:C:2012:253, σημείο 66.

( 19 ) Βλ., για παράδειγμα, Αμερικανική Ένωση Ψυχολόγων, Report of the American Psychological Association Task Force on Appropriate Therapeutic Responses to Sexual Orientation, Ουάσιγκτον, 2009.

( 20 ) Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψεις 60 έως 62.

( 21 ) Για παράδειγμα, επισημαίνω ότι οι ιατρικές και ψυχολογικές θεραπείες και μέθοδοι αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο βάσει της αρχής 18 («Προστασία από ιατρικές καταχρήσεις») των αρχών της Yogyakarta. Η αρχή 18 έχει ως εξής: «Κανένα πρόσωπο δεν θα εξαναγκασθεί να υποβληθεί σε οποιουδήποτε είδους ιατρική ή ψυχολογική θεραπεία, μέθοδο, ανάλυση ή να εγκλεισθεί σε ιατρική μονάδα λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου. Παρά τις αντίθετες κατηγοριοποιήσεις, ο γενετήσιος προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου ενός προσώπου δεν συνιστούν καθεαυτά ιατρικές παθήσεις και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ιατρικώς, να θεραπεύονται ή να καταστέλλονται […]». Οι αρχές της Yogyakarta για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου θεσπίστηκαν το 2007 και, παρότι δεν είναι νομικώς δεσμευτικές, θεωρείται γενικώς ότι αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για την ερμηνεία των περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνθηκών ή νόμων.

( 22 ) Βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση της 5ης Ιουλίου 1999, Matter κατά Σλοβακίας, CE:ECHR:1999:0705JUD003153496, και ΕΔΔΑ, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Worwa κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2003:1127JUD002662495.

( 23 ) Βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, A.N. κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2016:0419DEC001295615 § 44.

( 24 ) Συναφώς, βλ. για παράδειγμα, Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Homophobia, transphobia and discrimination on grounds of sexual orientation and gender identity — 2010 Update, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο, 2010, σ. 60.

( 25 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 64.

( 26 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 18, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32.

( 27 ) Θα επανέλθω στο ζήτημα αυτό κατωτέρω, σημείο 55 των ανά χείρας προτάσεων.

( 28 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 25, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32.

( 29 ) Συντασσόμενος με την άποψη της Γαλλικής, Ουγγρικής και Ολλανδικής Κυβερνήσεως καθώς και της Επιτροπής, και εν αντιθέσει προς τα όσα υποστηρίζει ο F, δεν θεωρώ ότι από τη σκέψη 59 της αποφάσεως της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ. (C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406) συνάγεται πλήρης απαγόρευση των ψυχολογικών τεστ. Οι σχετικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αφορούσαν, κατ’ εμέ, μόνον τα συγκεκριμένα τεστ που ήταν επίμαχα στην υπόθεση εκείνη.

( 30 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 31 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf, C‑69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 32 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C‑621/15, EU:C:2017:484, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 33 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C‑621/15, EU:C:2017:484, σκέψη 34.

( 34 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C‑621/15, EU:C:2017:484, σκέψεις 35 και 36.

( 35 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουνίου 2017, W κ.λπ., C‑621/15, EU:C:2017:484, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 36 ) Για παράδειγμα, στις «Κατευθυντήριες Γραμμές για τον ρόλο των διορισμένων από το δικαστήριο πραγματογνωμόνων στις ένδικες διαδικασίες των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης» επισημαίνονται συναφώς τα εξής: «Ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να εντοπίσει και να παρουσιάσει στο δικαστήριο εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που μπορούν να εισφέρουν μόνον οι ειδικοί οι οποίοι διεξάγουν εξειδικευμένη και αντικειμενική εξέταση. Αυτός/ή μεταφέρει την επιστημονική και/ή τεχνική γνώση στον δικαστή, ώστε εν συνεχεία να μπορεί ο δικαστής να διεξαγάγει μια αντικειμενική και σαφή διερεύνηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Ο πραγματογνώμονας ούτε δύναται ούτε αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο καθήκον του/της να αναλάβει την ευθύνη του δικαστή όσον αφορά την εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων βασίζεται η κρίση του δικαστηρίου. […] Κατά συνέπεια, ο πραγματογνώμονας είναι απλώς βοηθός ή σύμβουλος του δικαστή και τίποτε περισσότερο. Ο ρόλος του πραγματογνώμονα διαφέρει συνεπώς από εκείνον του δικαστή, στον οποίο και μόνο εναπόκειται η κρίση επί νομικών ζητημάτων» (Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης, Συμβούλιο της Ευρώπης, 11-12 Δεκεμβρίου 2014, σημεία 16 και 17).