ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 26ης Ιουλίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑370/16

Bruno Dell’Acqua

κατά

Eurocom Srl,

Regione Lombardia,

Παρεμβαίνοντες:

Renato Quattrocchi κ.λπ.

[αίτηση του Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 343 ΣΛΕΕ – Άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας τρίτου έναντι αρχής κράτους μέλους σε σχέση με ποσά, τα οποία διατίθενται σε δικαιούχο στο πλαίσιο υποστηριζόμενου από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προγράμματος – Ζήτημα προηγούμενης άδειας από το Δικαστήριο»

I. Εισαγωγή

1.

Κατά το άρθρο 343 ΣΛΕΕ, η Ένωση απολαύει, στην επικράτεια των κρατών μελών, των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση της αποστολής της, υπό τους όρους που καθορίζονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (στο εξής Πρωτόκολλο) ( 2 ). Το άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία και τα στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο οποιουδήποτε αναγκαστικού μέτρου διοικητικής ή δικαστικής αρχής, άνευ αδείας του Δικαστηρίου.

2.

Γίνεται τακτικά χρήση της δυνατότητας προσφυγής στο Δικαστήριο για τη χορήγηση μιας τέτοιας άδειας ( 3 ). Συναφώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κατάσχεση στοιχείων ενεργητικού στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ως αναγκαστικό μέτρο κατά περιουσιακών στοιχείων της Ένωσης χρήζει αδείας του Δικαστηρίου.

3.

Δεν έχει κριθεί ακόμη αν αυτή η απαίτηση αδείας ισχύει και όταν έχουν ήδη μεταβιβασθεί δημοσιονομικές πιστώσεις στα κράτη μέλη για την υλοποίηση των στόχων της Ένωσης. Στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας καταστάσεως στηρίζεται η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορά ένα μέτρο υποστηρίξεως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.

II. Νομικό πλαίσιο των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

4.

Οι γενικές και σχετικές με την παρούσα περίπτωση διατάξεις περί των διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία συγκαταλέγεται το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (στο εξής Διαρθρωτικά Ταμεία ή Ταμεία) περιέχονταν για την προγραμματική περίοδο 2007-2013 στον κανονισμό (ΕΚ) 1083/2006 ( 4 ). Ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε για την προγραμματική περίοδο 2014-2020 από τον κανονισμό (ΕΕ) 1303/2013 ( 5 ).

5.

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006, τα Ταμεία παρέχουν συνδρομή η οποία συμπληρώνει τις εθνικές δράσεις, ενσωματώνοντας έτσι τις προτεραιότητες της Ένωσης στις εν λόγω δράσεις. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, η επίτευξη των στόχων των Ταμείων επιδιώκεται στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

6.

Κατά το άρθρο 14 του κανονισμού 1083/2006:

«(1)   Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τα Ταμεία εκτελείται στα πλαίσια επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με [τον δημοσιονομικό κανονισμό της ΕΕ ( 6 )].

(2)   Η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της για την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εξής:

α)

η Επιτροπή ελέγχει την ύπαρξη και την ορθή λειτουργία συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διαδικασίες που περιγράφονται στα άρθρα 71, 72 και 73·

β)

η Επιτροπή διακόπτει την προθεσμία πληρωμών ή αναστέλλει το σύνολο ή μέρος των πληρωμών σύμφωνα με τα άρθρα 91 και 92 στην περίπτωση που τα εθνικά συστήματα διαχείρισης και ελέγχου παρουσιάζουν ελλείψεις, και εφαρμόζει οποιαδήποτε άλλη αναγκαία δημοσιονομική διόρθωση σύμφωνα με τις διαδικασίες που περιγράφονται στα άρθρα 100 και 101·

[…]».

7.

Το άρθρο 32 του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«(1)   Οι δραστηριότητες των Ταμείων στα κράτη μέλη λαμβάνουν τη μορφή επιχειρησιακών προγραμμάτων […]

(2)   Κάθε επιχειρησιακό πρόγραμμα εκπονείται από το κράτος μέλος ή μια αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος […]

[…]

(4)   Η Επιτροπή αξιολογεί το προτεινόμενο επιχειρησιακό πρόγραμμα προκειμένου να καθορίσει κατά πόσον συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων και των προτεραιοτήτων του εθνικού στρατηγικού πλαισίου αναφοράς και στις κοινοτικές στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές για τη συνοχή […]».

8.

Το άρθρο 56, παράγραφος 3, του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«(3)   Οι δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά των Ταμείων μόνον εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί για πράξεις που έχουν αποφασιστεί από τη διαχειριστική αρχή του οικείου επιχειρησιακού προγράμματος ή υπό την ευθύνη της σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται […].»

9.

Κατά το άρθρο 60, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1083/2006, καθήκον των διαχειριστικών αρχών είναι: «β) [η] επαλήθευση της παράδοσης των συγχρηματοδοτούμενων προϊόντων και υπηρεσιών και της πραγματικής πραγματοποίησης των δαπανών που δηλώνουν οι δικαιούχοι καθώς και της συμμόρφωσής τους προς τους [σχετικούς] κανόνες […]».

10.

Το άρθρο 70 του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«(1)   Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα:

[…]

β)

προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν παρατυπίες και ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά […]

(2)   Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάκτηση ποσών καταβληθέντων αχρεωστήτως σε δικαιούχο, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την επιστροφή των απολεσθέντων ποσών στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδεικνύεται ότι η απώλεια προκλήθηκε λόγω παρατυπίας ή αμέλειάς του.»

11.

Το άρθρο 76, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006 προβλέπει σε σχέση με τις πληρωμές της Επιτροπής τα ακόλουθα:

«(2)   Οι πληρωμές λαμβάνουν τη μορφή προχρηματοδότησης, ενδιάμεσων πληρωμών και πληρωμών του τελικού υπολοίπου. Πραγματοποιούνται προς το φορέα που έχει οριστεί από το κράτος μέλος.»

12.

Το άρθρο 77, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006 έχει ως εξής:

«(1) Οι ενδιάμεσες πληρωμές και οι πληρωμές του τελικού υπολοίπου υπολογίζονται εφαρμόζοντας το ποσοστό συγχρηματοδότησης που ορίζεται στην απόφαση σχετικά με το οικείο επιχειρησιακό πρόγραμμα για κάθε άξονα προτεραιότητας, στην επιλέξιμη δαπάνη που μνημονεύεται στο πλαίσιο του εν λόγω άξονα προτεραιότητας σε κάθε δήλωση δαπανών πιστοποιημένη από την αρχή πιστοποίησης.»

13.

Το άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπεύθυνοι για τη διενέργεια των πληρωμών φορείς να διασφαλίζουν ότι οι δικαιούχοι εισπράττουν το συντομότερο δυνατόν και πλήρως το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς. Κανένα ποσό δεν αφαιρείται ούτε παρακρατείται, ούτε εισπράττεται οποιαδήποτε ειδική επιβάρυνση ή άλλο τέλος ισοδύναμου αποτελέσματος, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ποσών αυτών για τους δικαιούχους.»

14.

Το άρθρο 98 του κανονισμού 1083/2006 προβαίνει στην ακόλουθη ρύθμιση:

«(1)   Τα κράτη μέλη φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για τη διερεύνηση των παρατυπιών, ενεργώντας βάσει στοιχείων για οποιαδήποτε μείζονος σημασίας μεταβολή η οποία επηρεάζει τη φύση ή τους όρους υλοποίησης ή τον έλεγχο πράξεων ή επιχειρησιακών προγραμμάτων καθώς και για τη διενέργεια των απαιτούμενων δημοσιονομικών διορθώσεων.

(2)   Το κράτος μέλος προβαίνει στις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τις μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες που διαπιστώνονται σε πράξεις ή επιχειρησιακά προγράμματα. […]

Τα κεφάλαια από τα Ταμεία που αποδεσμεύονται με τον τρόπο αυτόν μπορούν να επαναχρησιμοποιούνται από το κράτος μέλος έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 για το σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3. […]»

15.

Τέλος, το άρθρο 99, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1083/2006 έχει ως εξής:

«(1)   Η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της κοινοτικής συνεισφοράς σε επιχειρησιακό πρόγραμμα […]

(2)   Η Επιτροπή στηρίζει τις δημοσιονομικές της διορθώσεις σε διαπιστωνόμενες επιμέρους περιπτώσεις παρατυπιών, λαμβάνοντας υπόψη τη συστημική φύση της παρατυπίας προκειμένου να καθορίσει εάν θα πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση ή διόρθωση κατά παρέκταση.

(3)   Όταν λαμβάνει απόφαση σχετικά με το ποσό της διόρθωσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παρατυπίας καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν στο σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η κύρια δίκη και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

16.

Ο B. Dell’Acqua είναι δικαιούχος απαιτήσεως έναντι της επιχειρήσεως Eurocom s.r.l. (στο εξής Eurocom), η οποία είναι δικαιούχος απαιτήσεως έναντι της ιταλικής Περιφέρειας της Λομβαρδίας. Ως εκ τούτου, ο B. Dell’Acqua προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, κίνησε ενώπιον του Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara, Ιταλία) διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας τρίτου για την κατάσχεση του σχετικού ποσού εις χείρας της Περιφέρειας της Λομβαρδίας. Στην κινηθείσα διαδικασία κατασχέσεως εις χείρας τρίτου παρενέβησαν και άλλοι πιστωτές της Eurocom.

17.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, η Περιφέρεια της Λομβαρδίας αναγνώρισε μεν την ιδιότητά της ως οφειλέτριας έναντι της Eurocom, προέβαλε όμως ότι η απαίτηση αφορά ποσά που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Επομένως, πρόκειται για δεσμευθείσες πιστώσεις προς τον σκοπό της αναπτύξεως και υποστηρίξεως της απασχολήσεως, τις οποίες η Περιφέρεια μπορεί να διαθέσει μόνο υπέρ του δικαιούχου. Επομένως, η απαίτηση του Β. Dell’Acqua είναι ακατάσχετη κατά το άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006.

18.

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω, το Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara) λαμβάνει ως βάση το προφανώς μη αμφισβητούμενο μέχρι τούδε στην εθνική δίκη γεγονός ότι τα κατά την απαίτηση του Β. Dell’Acqua ποσά είναι ποσά που ανήκουν στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο. Τα ποσά αυτά είχαν ήδη μεταφερθεί από την Ένωση στον οργανισμό πληρωμών κράτους μέλους, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής αιτήσεως για προδικαστική απόφαση στο Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara), με σκοπό τη περαιτέρω διάθεση στους δικαιούχους.

19.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, το Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara) διερωτάται αν τα σχετικά ποσά, κατά το άρθρο 132 του κανονισμού 1303/2013, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006, καθώς και κατά το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου, υπόκεινται σε «σχετικό ακατάσχετο», το οποίο προϋποθέτει προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου για την κατάσχεση. Ως εκ τούτου, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

«Είναι αναγκαία η κατ’ άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του πρωτοκόλλου σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης […], προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως με τη μορφή κατασχέσεως εις χείρας τρίτων, τα προς κατάσχεση ποσά δεν βρίσκονται πλέον στην κατοχή [των οικείων υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αλλά έχουν ήδη μεταφερθεί στους εθνικούς οργανισμούς πληρωμών;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου η Ιταλία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

21.

Με βάση όσα εξέθεσαν το αιτούν δικαστήριο, η Ιταλία και η Επιτροπή, ήταν ασαφές σε ποια περίοδο επιλεξιμότητας (2007-2013 ή 2014-2020) έπρεπε να καταλογισθεί η απαίτηση της Περιφέρειας της Λομβαρδίας. Επομένως, δεν ήταν βέβαιο αν ο σχετικός κανονισμός ήταν ο 1083/2006 ή ο 1303/2013.

22.

Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, η Ιταλία δήλωσε ότι η εν λόγω απαίτηση πρέπει να καταλογισθεί στο περιφερειακό επιχειρησιακό πρόγραμμα 2007-2013, αριθ. καταχωρήσεως 643 «συνεχής κατάρτιση, φάση 2». Η Επιτροπή, εξάλλου, απάντησε, με βάση μια πληροφορία της Περιφέρειας της Λομβαρδίας της 11ης Μαΐου 2017 ( 7 ), ότι τα πραγματοποιηθέντα από την Eurocom έργα ανήκαν στο επιχειρησιακό πρόγραμμα με την αναφορά CCI 2007 IT 052 PO 006, το οποίο με την απόφαση της Επιτροπής C(2007) 5465 της 6ης Νοεμβρίου 2007 ( 8 ) έγινε δεκτό με έρεισμα το άρθρο 32, παράγραφος 5, του κανονισμού 1083/2006.

23.

Με βάση την πληροφορία της Περιφέρειας της Λομβαρδίας, η Επιτροπή εξέθεσε πάντως ότι η Ιταλία δεν ζήτησε απολύτως καμία χρηματοδότηση από την Ένωση για τα σχετικά στην κύρια δίκη ποσά μέχρι της λήξεως της προθεσμίας για αιτήσεις πληρωμών σε σχέση με την περίοδο επιλεξιμότητας 2007-2013 στις 31 Μαρτίου 2017. Στην προσαρτηθείσα από την Επιτροπή πληροφορία, μια συνεργάτις της Περιφέρειας της Λομβαρδίας δηλώνει πράγματι ότι όλα τα ποσά που έλαβε η Eurocom στο πλαίσιο του επιχειρησιακού προγράμματος CCI 2007 IT 052 PO 006 για την περίοδο επιλεξιμότητας 2007-2013 από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο είχαν ήδη πληρωθεί και, επομένως, δεν μπορούσαν πλέον να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως κατασχέσεως εις χείρας τρίτου. Τα ποσά, τα οποία απαιτούνται στην κύρια δίκη από την Περιφέρεια της Λομβαρδίας, συνιστούν επομένως αμιγώς εθνικές δαπάνες και όχι δαπάνες που αποτέλεσαν το αντικείμενο αξιώσεως έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την περίοδο επιλεξιμότητας 2007-2013 και επομένως μπορεί να εμπεριέχουν συγχρηματαδότηση της Ένωσης.

IV. Εκτίμηση

24.

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης χρειάζεται προηγουμένως άδεια του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου, όταν ζητείται κατάσχεση στοιχείων ενεργητικού, τα οποία αρχικώς ανήκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά κατά το χρονικό σημείο της κατασχέσεως είχαν ήδη μεταφερθεί σε φορέα κράτους μέλους.

25.

Η ήδη παρατεθείσα πληροφορία της Περιφέρειας της Λομβαρδίας ( 9 ) δίνει πάντως αφορμή για αμφιβολίες για τις εκδοχές των περιστατικών, στις οποίες στηρίζεται το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η πληροφορία αυτή θέτει ιδίως υπό αμφισβήτηση την εκδοχή ότι τα στοιχεία ενεργητικού, των οποίων ζητείται η κατάσχεση στη διαδικασία της κύριας δίκης, συνιστούν ποσά τα οποία η Περιφέρεια της Λομβαρδίας οφείλει στην Eurocom στο πλαίσιο ενός προγράμματος που υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και επομένως, επίσης, με πιστώσεις της Ένωσης. Προφανώς, πράγματι, όλα τα ποσά, που συνδέονταν με έργα, τα οποία η Eurocom είχε πραγματοποιήσει στο πλαίσιο του υποστηριζόμενου από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο επιχειρησιακού προγράμματος CCI 2007 IT 052 PO 006, είχαν ήδη καταβληθεί από την Περιφέρεια της Λομβαρδίας στους δικαιούχους. Συνεπώς, δεν μπορούν αυτά να αποτελούν πλέον αντικείμενο απαιτήσεων τρίτων έναντι αυτής της Περιφέρειας.

26.

Στην περίπτωση κατά την οποία ο ακριβής καθορισμός της φύσεως των ποσών, των οποίων ζητείται η κατάσχεση στη διαδικασία της κύριας δίκης, με βάση διατάξεις του εθνικού δικαίου, θα ήταν λυσιτελής για την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό θα εναπόκειτο, επί τη βάσει των νέων γνώσεων που προέκυψαν κατά την παρούσα διαδικασία, καθώς ενδεχομένως και περαιτέρω ερευνών, να διαπιστώσει για ποιο είδος ποσών πρόκειται τελικά.

27.

Σε σχέση πάντως με το ενωσιακό δίκαιο και, επομένως, με το υποβληθέν στο Δικαστήριο ερώτημα, είναι ασαφές αν τα ποσά, τα οποία θέλει να κατάσχει ο B. Dell’Acqua, συνιστούν στοιχεία ενεργητικού, τα οποία οφείλει η Περιφέρεια στην Eurocom για την εκτέλεση έργων, που υποστηρίζονται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και, επομένως, με πιστώσεις της Ένωσης, ή αν πρόκειται για άλλες αξιώσεις της Eurocom έναντι της Περιφέρειας της Λομβαρδίας.

28.

Όπως ορθώς η Επιτροπή, ήδη με την αρχική της τοποθέτηση, εξέθεσε, δεν πρόκειται πράγματι, στην πρώτη περίπτωση επίσης, για «στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου. Αυτό προκύπτει τόσο από το γράμμα (Α) όσο και από τελολογική ερμηνεία (Β) αυτής της διατάξεως.

A.   Το γράμμα του άρθρου 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου

29.

Φαίνεται κατ’ αρχάς σχετικώς πρόδηλο ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στο γράμμα του άρθρου 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου η υποστηριζόμενη στην παρούσα διαδικασία από την Ιταλία άποψη, κατά την οποία τα ποσά που αφορά η διαδικασία της κύριας δίκης, σύμφωνα με την εκδοχή του αιτούντος δικαστηρίου και της Ιταλίας, τα οποία προέρχονται από πιστώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, συνιστούν «στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης». Πράγματι, από τη στιγμή που στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης μεταφέρονται σε τρίτους, δεν πρόκειται πλέον για «στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης» από νομικής περί κατασχέσεως απόψεως Αν, παραδείγματος χάριν, η Ένωση έχει καταβάλει σε υπάλληλο της τον μισθό του ή έχει εξοφλήσει τον λογαριασμό προμηθευτή, δύσκολα μπορεί να γίνει νοητό ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να επικαλεσθούν τη διασφαλιζόμενη σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου προστασία από κατάσχεση «στοιχείων ενεργητικού της Ένωσης», προκειμένου να αποκρούσουν αιτήσεις κατασχέσεως των πιστωτών τους ή πιστωτών αυτών.

B.   Έννοια και σκοπός του άρθρο 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου

30.

Πράγματι, όπως εκθέτει η Ιταλία, η άποψη ότι πιστώσεις, τις οποίες η Ένωση μετέφερε σε οργανισμό πληρωμών κράτους μέλους στο πλαίσιο της υποστηρίξεως από τα διαρθρωτικά ταμεία, διατηρούν την ιδιότητά τους ως «στοιχείων ενεργητικού της Ένωσης» στηρίζεται όχι στο γράμμα, αλλά στην τελολογική ερμηνεία του άρθρου 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου.

31.

Σκοπός αυτής της διατάξεως είναι πράγματι να εμποδιστεί η παρακώλυση της ικανότητας λειτουργίας και η ανεξαρτησία της Ένωσης ( 10 ). Μια τέτοια παρακώλυση θα μπορούσε ιδίως να δημιουργηθεί από αναγκαστικά μέτρα, που αφορούν τη χρηματοδότηση των κοινών πολιτικών ή την εκτέλεση προγραμμάτων δράσεως της Ένωσης ( 11 ).

32.

Πιστώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου είναι σε αυτή τη συγκυρία «δεσμευμένοι», καθόσον θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση των πολιτικών της Ένωσης. Αυτή η «δέσμευση» εξαφανίζεται μόνο με την πλήρη πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου από την Ένωση σκοπού και, επομένως, μόνον όταν τα σχετικά ποσά έχουν μεταβιβασθεί στην κυριότητα του δικαιούχου. Ως εκ τούτου, κατάσχεση ποσών που προορίζονται για δικαιούχους μπορεί να βλάψει τη χρηματοδότηση της κοινής διαρθρωτικής πολιτικής. Τέτοια ποσά πρέπει επομένως να τελούν υπό την προστασία του ενωσιακού δικαίου από κατασχέσεις, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται ακόμη στα όργανα της Ένωσης ή ήδη στους οργανισμούς πληρωμών του κράτους μέλους.

33.

Αυτό ισχύει πολλώ μάλλον, καθόσον οι οργανισμοί πληρωμών των κρατών μελών ενεργούν εξάλλου κατά την κατανομή πιστώσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου μόνον ως διαχειριστές των ευρωπαϊκών κονδυλίων και, επομένως, συμπράττουν στην άσκηση μιας αρμοδιότητας των οργάνων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, επιτελούν στο πλαίσιο αυτό, ως «προέκταση της Επιτροπής», όχι «ιδία», αλλά «ευρωπαϊκή» λειτουργία.

34.

Αυτή η με πρώτη ματιά μονοδιάστατη επιχειρηματολογία στηρίζεται κατά εγγύτερη προσέγγιση σε εσφαλμένη αντίληψη του τρόπου λειτουργίας των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, τουλάχιστον σε περίπτωση όπως της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, δεν είναι ορθό να λαμβάνεται ως βάση ότι τα κράτη μέλη και οι αρχές τους επιτελούν σε αυτό το πλαίσιο μια αμιγώς «λειτουργία διελεύσεως», η οποία συνίσταται μόνο σε μια «προώθηση» απλώς πιστώσεων που εγκρίθηκαν από την Ένωση προς τους δικαιούχους. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη έχουν σημαντικό περιθώριο δράσεως κατά την υλοποίηση της διαρθρωτικής πολιτικής της Ένωσης. Σε αντιστοιχία με αυτό, την κύρια ευθύνη για την επιτυχή εκτέλεση των έργων, τα οποία υποστηρίζονται στο πλαίσιο των διαρθρωτικών προγραμμάτων, φέρουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

1. Τρόπος λειτουργίας των προγραμμάτων διαρθρωτικών ταμείων

35.

Από το πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου για την υλοποίηση της πολιτικής των διαρθρωτικών ταμείων προκύπτει η ακόλουθη κατανομή καθηκόντων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών: Η Επιτροπή είναι αρμόδια να διασφαλίζει ότι τα προτεινόμενα από τα κράτη μέλη επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και η υλοποίηση τους, ανταποκρίνονται στους στόχους της πολιτικής των διαρθρωτικών ταμείων και ότι τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου, που πρέπει να οργανώσουν τα κράτη μέλη, λειτουργούν ορθώς ( 12 ).

36.

Η ουσιαστική υλοποίηση των υποστηριζόμενων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ένωσης επιχειρησιακών προγραμμάτων εναπόκειται αντιθέτως στις ορισθείσες προς τούτο από τα κράτη μέλη αρχές ( 13 ). Αυτές προβαίνουν όχι μόνο στην επιλογή των συγκεκριμένων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων προς εκτέλεση έργων ( 14 ), αλλά είναι επίσης αρμόδιες για τον έλεγχο της εφαρμογής τους και των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τους δικαιούχους ( 15 ).

37.

Βεβαίως, οι δαπάνες αυτές τεκμηριώνονται επίσης έναντι της Επιτροπής με αντίστοιχες αποδείξεις ( 16 ). Η Επιτροπή ελέγχει πάντως μεμονωμένα έργα μόνο δειγματοληπτικώς και μόνο στο πλαίσιο και για τον σκοπό του ελέγχου της ορθής λειτουργίας των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου των κρατών μελών. Όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις για ελλείψεις ως προς αυτά τα συστήματα, η Επιτροπή μπορεί εξάλλου να στηριχθεί στις εκθέσεις των κρατών μελών. Εξάλλου, οι έλεγχοί της είναι ανάλογοι προς την οικονομική συμμετοχή της Ένωσης και κλιμακωτοί αναλόγως του ύψους αυτής της συμμετοχής ( 17 ). Επομένως, η Επιτροπή πραγματοποιεί τις πληρωμές της όχι επί τη βάσει ελέγχου της ορθότητας των αποδείξεων δαπανών των ληπτών των πληρωμών, αλλά επί τη βάσει των εκθέσεων και δηλώσεων δαπανών των κρατών μελών ( 18 ).

38.

Αντιστοίχως, ενδεχόμενες δημοσιονομικές διορθώσεις έναντι των δικαιούχων, στους οποίους έχει ανατεθεί η εκτέλεση των συγκεκριμένων έργων, σε καμία περίπτωση δεν πραγματοποιούνται από την Επιτροπή, αλλά από τα κράτη μέλη ( 19 ). Οι διορθώσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν αλλιώς επαναχρησιμοποιηθείσες πιστώσεις στο πλαίσιο του ίδιου επιχειρηματικού προγράμματος ( 20 ), ευθύνονται όμως επίσης για απώλειες, οι οποίες οφείλονται σε αυτά ( 21 ).

39.

Οι δημοσιονομικές διορθώσεις της Επιτροπής συνίστανται αντιθέτως σε κατ’ αποκοπή ή σε κατά παρέκταση περικοπές των συνολικών πιστώσεων, τις οποίες η Ένωση έχει προς διάθεση για ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό πρόγραμμα ( 22 ). Οι διορθώσεις αυτές δεν αποσκοπούν στη βελτίωση μιας ελαττωματικής εκτελέσεως στο επίπεδο των δικαιούχων, αλλά στην επιβολή κυρώσεων λόγω προβλημάτων στον τρόπο λειτουργίας των εθνικών συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου και λόγω αδυναμίας εξαλείψεώς τους από τα κράτη μέλη.

40.

Κατά την αξιολόγησή της των επιχειρησιακών προγραμμάτων των κρατών μελών, η Επιτροπή εξετάζει εξάλλου την έκταση χρήσεως των πιστώσεων, την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του προγραμματισμού των ταμείων και τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες. Η αξιολόγηση αυτή πρέπει να αποσκοπεί στη συναγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική στους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής ( 23 ).

41.

Επομένως, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα το να νοούνται οι πληρωμές της Επιτροπής στα κράτη μέλη ως άμεση απόδοση δαπανών για την εκτέλεση μεμονωμένων, υποστηριζομένων από τα διαρθρωτικά ταμεία, έργων, την οποία τα κράτη μέλη θα δώσουν περαιτέρω αμετάβλητη στους αρμόδιους για αυτά τα έργα δικαιούχους. Αντιθέτως, οι πληρωμές από τον προϋπολογισμό της Ένωσης συνιστούν μια κατ’ αποκοπή καθορισμένη συνεισφορά στον συνολικό προϋπολογισμό των κρατών μελών για τα εκάστοτε υπηρεσιακά προγράμματα, η κατανομή των οποίων σε συγκεκριμένα έργα είναι της αρμοδιότητας των κρατών μελών ( 24 ).

2. Συμπεράσματα για το ζήτημα του χαρακτηρισμού μεταφερόμενων στα κράτη μέλη πιστώσεων διαρθρωτικών ταμείων ως «στοιχείων ενεργητικού της Ένωσης»

42.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, η οποία σε περίπτωση όπως της κύριας δίκης υποβάλλεται από πιστωτή ενός δικαιούχου σε έναν οργανισμό πληρωμών κράτους μέλους, ακόμη και με τελολογική ερμηνεία του άρθρου 1, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου, είναι εσφαλμένο σε σχέση με τα οικεία ποσά να γίνεται λόγος για «στοιχεία ενεργητικού της Ένωσης».

43.

Πράγματι, ο σκοπός αυτής της διατάξεως είναι, όπως μνημονεύθηκε ανωτέρω, να εμποδίζεται η παρακώλυση της ικανότητας λειτουργίας της Ένωσης, που μπορεί επίσης να προκληθεί από αναγκαστικά μέτρα, τα οποία αφορούν τη χρηματοδότηση των κοινών πολιτικών ή την υλοποίηση προγραμμάτων δράσεως της Ένωσης ( 25 ). Τα μεμονωμένα έργα, τα οποία επιλέγονται από τα κράτη μέλη για υποστήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία, συμμετέχουν επίσης από τη φύση τους στην εφαρμογή της διαρθρωτικής πολιτικής και στην εκτέλεση των προς τούτο εκπονηθέντων προγραμμάτων δράσεως της Ένωσης. Αυτό καθίσταται επίσης εναργές από το γεγονός ότι μια υποστήριξη από τα διαρθρωτικά ταμεία πρέπει να γνωστοποιείται από τα κράτη μέλη ( 26 ).

44.

Εντούτοις, η συνάρτηση της συγχρηματοδοτήσεως,, την οποία διατίθεται να παράσχει η Ένωση, με την εκτέλεση των επί μέρους έργων είναι υπερβολικά έμμεση, προκειμένου να ληφθεί ως βάση ότι τα ποσά, τα οποία οφείλουν οι αρχές του κράτους μέλους στους δικαιούχους για την εκτέλεση αυτών των έργων, χρήζουν της προστασίας από κατάσχεση στοιχείων ενεργητικού της Ένωσης, κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου, για να εμποδισθεί η παρακώλυση της ικανότητας λειτουργίας και η διακύβευση της ανεξαρτησίας της Ένωσης.

45.

Στο πλαίσιο του συστήματος των διαρθρωτικών ταμείων και σε συμφωνία με την αρχή της επικουρικότητας, η οποία βρίσκεται στα θεμέλια αυτού του συστήματος, η κατά την έννοια του Πρωτοκόλλου προστασία από κατάσχεση σε σχέση με ποσά, που διατίθενται σε δικαιούχο για την εκτέλεση ενός έργου ( 27 ), δηλαδή ακόμη και με ευρεία ερμηνεία της έννοιας και του σκοπού αυτής της διατάξεως, δεν θα ήταν το κατάλληλο εργαλείο για τη διασφάλιση της υλοποιήσεως των πολιτικών της Ένωσης. Στο σύστημα αυτό, εναπόκειται πρωτίστως στα κράτη μέλη να κρίνουν κατά πόσον τα μεμονωμένα έργα συμβάλλουν στην υλοποίηση των πολιτικών και των προγραμμάτων δράσεως της Ένωσης και αν για δαπάνες των δικαιούχων στο πλαίσιο αυτών των έργων πρέπει να ζητείται συγχρηματοδότηση της Ένωσης ή αν μια ήδη ζητηθείσα συγχρηματοδότηση πρέπει να διορθωθεί.

46.

Συνεπώς, σε αυτό το πλαίσιο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να ελέγχουν αν μια κατάσχεση ποσών, τα οποία είναι διαθέσιμα για τους δικαιούχους για την υλοποίηση των έργων τους, θα παρακώλυε την υλοποίηση πολιτικών και προγραμμάτων της Ένωσης. Η Επιτροπή, αντιθέτως, θα μπορούσε να ελέγξει μια τέτοια εκτίμηση των κρατών μελών μόνο στο πλαίσιο των ελέγχων της για τις εκθέσεις τους περί της εκτελέσεως των επιχειρησιακών προγραμμάτων, καθώς και ενδεχομένως στο πλαίσιο του ελέγχου της των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχων των κρατών μελών.

47.

Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στοιχεία ενεργητικού δημοσίου χαρακτήρα μπορούν και στα κράτη μέλη, ως επί το πλείστον, άνευ ετέρου να είναι αντικείμενο αναγκαστικών μέτρων ( 28 ). Επομένως, πρέπει να ληφθεί ως βάση ότι αίτηση τρίτου για κατάσχεση ποσών, τα οποία διατίθενται σε ένα δικαιούχο στο πλαίσιο έργου υποστηριζόμενου με πιστώσεις διαρθρωτικού ταμείου, προς αρχή κράτους μέλους θα πρέπει κατά κανόνα να επιτρέπεται από δικαστήριο κράτους μέλους, το οποίο πρέπει να κρίνει κατά πόσο μια κατάσχεση μπορεί να θίξει την εκτέλεση καθηκόντων δημόσιου χαρακτήρα. Εν προκειμένω πρέπει, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να σταθμισθούν επίσης μεταξύ τους το συμφέρον των κρατών μελών και της Ένωσης για την υλοποίηση του έργου και η αναγκαιότητα της προστασίας των πιστωτών του δικαιούχου.

48.

Όπως εύστοχα εκθέτει η Επιτροπή, αυτό προκύπτει επίσης από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε σχέση με τον παρατιθέμενο από την Περιφέρεια της Λομβαρδίας, το αιτούν δικαστήριο και την Ιταλία κανόνα, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι δικαιούχοι να εισπράττουν το συντομότερο δυνατόν και πλήρως το συνολικό ποσό της δημόσιας συνεισφοράς και ώστε κανένα ποσό να μην αφαιρείται ή παρακρατείται, ούτε να εισπράττεται οποιαδήποτε ειδική επιβάρυνση ή άλλο τέλος ισοδύναμου αποτελέσματος, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ποσών αυτών ( 29 ).

49.

Πράγματι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο σε σχέση με παρόμοιες διατάξεις στον τομέα της χωριστής διαχειρίσεως πιστώσεων, οι διατάξεις αυτές πρέπει να εμποδίζουν το να προβαίνουν τα κράτη μέλη σε αφαιρέσεις από τα σχετικά ποσά, οι οποίες συνδέονται άμεσα και αναπόσπαστα με τα καταβαλλόμενα ποσά, π.χ. τέλη για τις υπηρεσίες της καταβάλλουσας αρχής ( 30 ). Αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό των διαφόρων διαδικασιών που υφίστανται στις εθνικές έννομες τάξεις για την είσπραξη οφειλών. Εν πάση περιπτώσει, η σχετική πρακτική δεν επιτρέπεται να θίξει την ορθή λειτουργία της οικείας πολιτικής της Ένωσης και την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου ( 31 ).

V. Πρόταση

50.

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα ερωτήματα του Tribunale di Novara (πρωτοδικείο της Novara, Ιταλία) την ακόλουθη απάντηση:

Σε περίπτωση κατά την οποία ζητείται από αρχή κράτους μέλους, στο πλαίσιο διαδικασίας κατασχέσεως εις χείρας τρίτου, η κατάσχεση ποσών τα οποία η αρχή αυτή οφείλει σε ένα δικαιούχο για την εκτέλεση ενός έργου, το οποίο στο πλαίσιο επιχειρησιακού προγράμματος υποστηριζόταν επίσης με πιστώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι αναγκαία προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου κατά το άρθρο 3, τρίτη περίοδος, του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εναπόκειται στο δικαστήριο του κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας κατασχέσεως, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να κρίνει αν διατάξεις ενωσιακού δικαίου αντιτίθενται στην ζητούμενη κατάσχεση ή αν η κατάσχεση αυτή μπορεί να παρακωλύσει την ορθή λειτουργία της πολιτικής ενισχύσεως της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Πρωτόκολλο της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νυν Πρωτόκολλο (αριθ.) 7 της ΣΛΕΕ, προσφάτως δημοσιευθέν στην ΕΕ 2016, C 202, σ. 266.

( 3 ) Βλ., προσφάτως, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2012, Marcuccio κατά Επιτροπής (C‑1/11 SA, EU:C:2012:729), της 21ης Σεπτεμβρίου 2015, Shotef κατά Επιτροπής (C‑1/15 SA, EU:C:2015:632), και της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, ANKO κατά Επιτροπής (C‑2/15 SA, EU:C:2015:670).

( 4 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 (ΕΕ 2006, L 210, σ. 25). Οι διαδοχικές τροποποιήσεις του κανονισμού 1083/2006 δεν είχαν καμία ουσιαστική επίδραση στο περιεχόμενο των εν προκειμένω σχετικών διατάξεων.

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) 1303/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί καθορισμού κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής και Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 320).

( 6 ) Άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 59 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ.1).

( 7 ) Μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης. Μαΐου 2017, παράρτημα 1, της απαντήσεως της Επιτροπής στην ερώτηση του Δικαστηρίου.

( 8 ) Decisione della Commissione del 06-XI‑2007 che adotta il programma operativo per l’intervento comunitario del Fondo sociale europeo ai fini dell’obiettivo «Competitività regionale e occupazione» nella regione Lombardia in Italia, παράρτημα 2 της απαντήσεως της Επιτροπής στην ερώτηση του Δικαστηρίου.

( 9 ) Σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 10 ) Διατάξεις της 11ης Απριλίου 1989, SA Générale de Banque κατά Επιτροπής (1/88 SA, EU:C:1989:142, σκέψη 2), της 29ης Μαΐου 2001, Cotecna Inspection κατά Επιτροπής (C‑1/00 SA, EU:C:2001:296, σκέψη 9), καθώς και της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, ANKO κατά Επιτροπής (C‑2/15 SA, EU:C:2015:670, σκέψη 12).

( 11 ) Διατάξεις της 11ης Απριλίου 1989, SA Générale de Banque κατά Επιτροπής (1/88 SA, EU:C:1989:142, σκέψη 13), της 29ης Μαΐου 2001, Cotecna Inspection κατά Επιτροπής (C‑1/00 SA, EU:C:2001:296, σκέψη 12), της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Tertir-Terminais de Portugal κατά Επιτροπής (C‑1/04 SA, EU:C:2004:803, σκέψη 14), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2015, Shotef κατά Επιτροπής (C‑1/15 SA, EU:C:2015:632, σκέψη 14).

( 12 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 28 και 66, άρθρο 14, παράγραφος 2, άρθρα 32 επ., άρθρα 47 επ. και άρθρα 72 επ. του κανονισμού 1083/2006.

( 13 ) Βλ. άρθρο 12 του κανονισμού 1083/2006.

( 14 ) Βλ. άρθρο 56, παράγραφος 3, και άρθρο 60, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1083/2006.

( 15 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 66 και άρθρο 60 επ. του κανονισμού 1083/2006.

( 16 ) Βλ. άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 1083/2006.

( 17 ) Βλ. άρθρα 72 έως 74 του κανονισμού 1083/2006.

( 18 ) Βλ. άρθρα 61 και 62, άρθρα 67 και 68, άρθρα 71 επ., άρθρο 78, άρθρο 86 και άρθρο 89 του κανονισμού 1083/2006.

( 19 ) Βλ. άρθρο 70 και άρθρο 98 του κανονισμού 1083/2006.

( 20 ) Βλ. άρθρο 98, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1083/2006.

( 21 ) Βλ. άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006.

( 22 ) Βλ. άρθρο 99 του κανονισμού 1083/2006.

( 23 ) Βλ. άρθρο 49, παράγραφος 3, του κανονισμού 1083/2006.

( 24 ) Βλ. άρθρο 53, παράγραφος 6, και άρθρο 77 του κανονισμού 1083/2006.

( 25 ) Βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 26 ) Βλ. άρθρο 69 του κανονισμού 1083/2006.

( 27 ) Το αν σε άλλες συγκυρίες, στις οποίες υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ πιστώσεων που ενέκρινε η Επιτροπή και επί μέρους έργων, π.χ. σε μεγάλα έργα (άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, και άρθρα 39 επ. του κανονισμού 1083//2006), ή σε άλλους τομείς, στους οποίους τα κράτη μέλη διαχειρίζονται πιστώσεις της Ένωσης, ισχύει κάτι διαφορετικό, θα πρέπει να εξετάζεται κατά μεμονωμένη περίπτωση. Βλ. πάντως, κατά του υπερβολικά άμεσου συνδέσμου μεταξύ υποστηρίξεως από την Ένωση και υλοποιούμενων σε επίπεδο κρατών μελών μεγάλων επίσης έργων, παρατιθέμενες από την Επιτροπή προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Regione Siciliana κατά Επιτροπής (C‑417/04 P, EU:C:2006:28, σημείο 84), καθώς και απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (C‑417/04 P, EU:C:2006:282).

( 28 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, για τη Γερμανία, άρθρο 170, παράγραφος 3, του Verwaltungsgerichtsordnung [κώδικα διοικητικής δικονομίας], ή για τη Γαλλία, άρθρο L.2311‑1 του Code général de la propriété des personnes publiques [γενικού κώδικα στοιχείων ενεργητικού των δημοσίων οργανισμών].

( 29 ) Βλ. άρθρο 80 του κανονισμού 1083/2006.

( 30 ) Βλ. αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Σουηδία κατά Επιτροπής (C‑312/02, EU:C:2004:594, σκέψη 22), της 5ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑84/04, EU:C:2006:640, σκέψη 35), και της 25ης Οκτωβρίου 2007, Porto Antico di Genova (C‑427/05, EU:C:2007:630, σκέψη 13).

( 31 ) Απόφαση της 19ης Μαΐου 1998, Jensen και Korn- og Foderstofkompagniet (C‑132/95, EU:C:1998:237, σκέψεις 54 και 60).