ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 2ας Μαρτίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑54/16

Vinyls Italia SpA, κηρυχθείσα σε πτώχευση,

κατά

Mediterranea di Navigazione SpA

[αίτηση του Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείου Βενετίας, Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Δικαιοπραξίες επιβλαβείς για το σύνολο των πιστωτών — Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να προσβληθεί η επίμαχη δικαιοπραξία — Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη I) — Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές — Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I»

I. Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως της οποίας έχει επιληφθεί το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση του παρέχει τη δυνατότητα να αναπτύξει περαιτέρω τη νομολογία του όσον αφορά τις συνέπειες της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας ως προς τις επιβλαβείς δικαιοπραξίες για το σύνολο των πιστωτών. Στο δίκαιο της Ένωσης το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται από το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας ( 2 ). Εξακολουθεί να εγείρει πολλές αμφιβολίες –όπως καταδεικνύει η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή– παρά την έκδοση πλειόνων πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου ( 3 ). Επιπλέον, οι απαντήσεις του Δικαστηρίου θα έχουν μετά βεβαιότητος αντίκτυπο στη μελλοντική εφαρμογή του νέου κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας ( 4 ), ο οποίος καθορίζει με τον ίδιο τρόπο, στο άρθρο του 16, το εφαρμοστέο δίκαιο επί των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών.

2.

Το Δικαστήριο θα έχει επίσης τη δυνατότητα να διευκρινίσει ζητήματα ουσιώδους σημασίας, όχι μόνο στο πλαίσιο των διεθνών διαδικασιών αφερεγγυότητας, αλλά και σε αυτό των γενικότερου ενδιαφέροντος προβλημάτων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Πρώτον, θα απαιτηθεί η ερμηνεία της έννοιας της φράσεως «περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων», βάσει της οποίας καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) ( 5 ). Δεύτερον, η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή θα αποτελέσει επίσης την ευκαιρία προκειμένου να εξετασθούν οι συνέπειες της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, οσάκις αυτή πραγματοποιείται στο πλαίσιο αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων, δηλαδή αυτών που δεν συνδέονται με το δίκαιο πλειόνων κρατών.

II. Το νομικό πλαίσιο

A. Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 1346/2000 ορίζει τα εξής:

«2.   Το δίκαιο του κράτους έναρξης ρυθμίζει τις προϋποθέσεις έναρξης, τη διεξαγωγή και την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Βάσει του δικαίου αυτού, ορίζονται συγκεκριμένα:

[…]

ιγ)

οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών».

4.

Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, δεν ισχύει, εάν αυτός ο οποίος επωφελήθη δικαιοπραξίας επιβλαβούς για το σύνολο των πιστωτών προσκομίσει απόδειξη ότι:

η δικαιοπραξία αυτή διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος έναρξης, και ότι

το δίκαιο αυτό δεν παρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής.»

5.

Το άρθρο 1 του κανονισμού Ρώμη I, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων. […]»

6.

Αντιθέτως, το άρθρο 3 του κανονισμού Ρώμη I, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελευθερία επιλογής», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 3, τα ακόλουθα:

«1.   Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της συμβάσ[εώς τους].

[…]

3.   Όταν, κατά το χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτής της άλλης χώρας από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία».

B. Το ιταλικό δίκαιο

7.

Η εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του ιταλικού δικαίου, δηλαδή το άρθρο 67, παράγραφος 2, του legge fallimentare (νόμου περί πτωχεύσεως), προβλέπει τα εξής:

«Ανακαλούνται επίσης, εφόσον ο σύνδικος της πτωχεύσεως αποδείξει ότι ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την κατάσταση αφερεγγυότητας του οφειλέτη, οι καταβολές εκκαθαρισμένων και απαιτητών οφειλών, οι δικαιοπραξίες εξ επαχθούς αιτίας και οι δικαιοπραξίες που παρέχουν δικαίωμα προαιρέσεως για την καταβολή οφειλών, έστω και τρίτων, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, εάν πραγματοποιήθηκαν εντός του εξαμήνου που προηγήθηκε της κηρύξεως της πτωχεύσεως.»

8.

Το άρθρο 167 του codice di procedura civile (ιταλικού κώδικα πολιτικής δικονομίας) ορίζει τα ακόλουθα:

«Με το υπόμνημα αντικρούσεως, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί όλους τους αμυντικούς ισχυρισμούς του, διατυπώνοντας τις παρατηρήσεις του επί των πραγματικών περιστατικών που προβάλλει ο ενάγων, να παράσχει τα στοιχεία επικοινωνίας του και τον αριθμό του φορολογικού μητρώου, να επισημάνει τα αποδεικτικά μέσα στα οποία προτίθεται να στηριχθεί και τα έγγραφα τα οποία προσκομίζει προκειμένου να περιληφθούν στη δικογραφία και να διατυπώσει τα αιτήματά του.

Επί ποινή απωλείας του σχετικού δικαιώματος, ο ενάγων οφείλει να προβάλει ενδεχόμενα ανταγωγικά αιτήματα και τις δικονομικές και επί της ουσίας ενστάσεις που δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως.»

Γ. Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

9.

Το άρθρο 239, παράγραφοι 2 και 3, του Insolvency Act 1986 (πτωχευτικού νόμου του 1986), ο οποίος ισχύει στην Αγγλία και την Ουαλία, προβλέπει τα εξής:

«2.   Εάν η εταιρία επεφύλαξε, κατά την κρίσιμη ημερομηνία [όπως αυτή ορίζεται από τον πτωχευτικό νόμο], ευνοϊκή μεταχείριση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ο σύνδικος της πτωχεύσεως μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη μέτρου επί τη βάσει του παρόντος κεφαλαίου.

3.   Συμφώνως προς τις ακόλουθες διατάξεις, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του αιτήματος αυτού λαμβάνει το μέτρο που κρίνει ενδεδειγμένο προκειμένου να επανέλθει η κατάσταση που θα υπήρχε εάν η εταιρία δεν είχε επιφυλάξει την εν λόγω ευνοϊκή μεταχείριση.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης

10.

Η Vinyls Italia SpA (στο εξής: Vinyls Italia), εταιρία ιταλικού δικαίου εδρεύουσα στη Βενετία, ασκεί δραστηριότητες στον τομέα της χημικής βιομηχανίας.

11.

Για τη μεταφορά χημικών ουσιών, η Vinyls Italia σύναψε με την εδρεύουσα στη Ραβέννα (Ιταλία) εταιρία Mediterranea di Navigazione SpA (στο εξής: Mediterranea), στις 11 Μαρτίου 2008, σύμβαση ναυλώσεως πλοίου υπό ιταλική σημαία.

12.

Προς εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, η Vinyls Italia κατέβαλε στη Mediterranea δύο πληρωμές συνολικού ποσού ύψους 447740,27 ευρώ, 17 και 9 ημέρες, αντιστοίχως, μετά την εκπνοή των προθεσμιών που προέβλεπε προς τούτο η σύμβαση και οι οποίες έληγαν στις 24 Φεβρουαρίου και στις 24 Μαρτίου 2009.

13.

Μερικούς μήνες μετά τις ως άνω πληρωμές, η Vinyls Italia τέθηκε υπό ειδική διαχείριση, η οποία είχε ως τελικό αποτέλεσμα την κήρυξη της εταιρίας σε πτώχευση.

14.

Εν συνεχεία, η Vinyls Italia άσκησε κατά της Mediterranea, βάσει του άρθρου 67, παράγραφος 2, του ιταλικού νόμου περί πτωχεύσεως, αγωγή πτωχευτικής ανακλήσεως με αίτημα την ανάκληση των πληρωμών προς την εναγόμενη εταιρία και την επιστροφή του ποσού των 447740,27 ευρώ, προσαυξημένου με τόκους. Η ενάγουσα Vinyls Italia διατεινόταν ότι οι πληρωμές είχαν διενεργηθεί σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κατάστασή της αφερεγγυότητας ήταν παγκοίνως γνωστή.

15.

Η Mediterranea επικαλέσθηκε την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 για τον λόγο ότι οι επίμαχες πληρωμές είχαν διενεργηθεί σε εκτέλεση συμβάσεως ναυλώσεως διεπόμενη, κατ’ επιλογήν των συμβαλλομένων μερών, από το αγγλικό δίκαιο. Βάσει του αγγλικού δικαίου, εφαρμοστέο σε ό,τι αφορά την εκτίμηση περί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση (στο εξής: lex contractus ή δίκαιο που διέπει τη σύμβαση) ( 6 ), οι προς αυτήν πληρωμές –κατά τα όσα διατεινόταν η Mediterranea– δεν μπορούσαν να τεθούν εν αμφιβόλω. Προς απόδειξη του επιχειρήματος αυτού, η Mediterranea προσκόμισε έγγραφο που είχε καταρτίσει Άγγλος δικηγόρος και με το οποίο επισημαινόταν ότι το αγγλικό δίκαιο δεν επιτρέπει την ανάκληση των επίμαχων πληρωμών.

16.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του ιταλικού δικαίου, βάσει των οποίων θα καθίστατο δυνατό να προσβληθούν οι επίμαχες πληρωμές, ενδέχεται να μην τύχει τελικώς εφαρμογής, εφόσον η Mediterranea επικαλείται βασίμως τη ρήτρα παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

17.

Με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού αυτού διευκρινίζεται ότι το ζήτημα της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών διέπεται από το εφαρμοστέο στη διαδικασία αφερεγγυότητας δίκαιο (στο εξής: lex fori concursus). Ωστόσο, βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, καθίσταται δυνατή η παρέκκλιση από την εφαρμογή της lex fori concursus, οσάκις ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι εφαρμοστέο στη δικαιοπραξία δίκαιο είναι το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας και ότι το δίκαιο αυτό δεν παρέχει κανένα μέσο προσβολής της επίμαχης δικαιοπραξίας.

18.

Το Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείο Βενετίας, Ιταλία) επισημαίνει ότι η Mediterranea επικαλέσθηκε την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 κατόπιν της εκπνοής της προθεσμίας που προβλέπει το ιταλικό δίκαιο για την προβολή δικονομικών ενστάσεων.

19.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, εξάλλου, ότι το αγγλικό δίκαιο δεν αποκλείει, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, οποιαδήποτε δυνατότητα προσβολής των δικαιοπραξιών που συνάφθηκαν μικρό χρονικό διάστημα πριν από την κήρυξη της αφερεγγυότητας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από το έγγραφο που προσκόμισε η Mediterranea προκύπτει ότι, κατά το αγγλικό δίκαιο, είναι δυνατή η ανάκληση δικαιοπραξίας που συνάφθηκε βάσει «προνομιακής» μεταχειρίσεως ειδικώς ορισμένου πιστωτή.

20.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί επίσης αμφιβολίες ως προς το αν έχει καταρχήν εφαρμογή εν προκειμένω ο κανονισμός Ρώμη I, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή «στις συμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων».

21.

Κατά το Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείο Βενετίας), πρέπει επίσης να διευκρινισθεί το ζήτημα των συνεπειών της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, όσον αφορά τη δυνατότητα συμβαλλομένου μέρους να επικαλεσθεί βασίμως το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

IV. Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείο Βενετίας), αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μήπως η “απόδειξη” την οποία το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 επιβάλλει στον ωφεληθέντα από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των πιστωτών, προκειμένου αυτός να αντιταχθεί στην προσβολή της δικαιοπραξίας σύμφωνα με τις διατάξεις της lex fori concursus, συνεπάγεται την υποχρέωσή του να προβάλει δικονομική ένσταση εν στενή εννοία, εντός των προθεσμιών που δικονομικού δικαίου του επιληφθέντος δικαστηρίου, επικαλούμενος την εξαιρετική διάταξη του κανονισμού και αποδεικνύοντας τη συνδρομή των δύο προϋποθέσεων που απαιτούνται από τη διάταξη αυτή;

ή

έχει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 εφαρμογή όταν ο ενδιαφερόμενος διάδικος ζήτησε την εφαρμογή του κατά τη διάρκεια της δίκης, έστω και καθ’ υπέρβαση των προθεσμιών που ορίζονται από το δικονομικό δίκαιο του επιληφθέντος δικαστηρίου για την προβολή δικονομικών ενστάσεων ή ακόμη και αυτεπαγγέλτως, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος έχει αποδείξει ότι η επιβλαβής δικαιοπραξία διέπεται από τη lex causae άλλου κράτους μέλους, του οποίου το δίκαιο δεν προβλέπει εν προκειμένω κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής;

2)

Μήπως η επίκληση του κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 κανόνα της lex causae, προκειμένου να αποδειχθεί ότι “το δίκαιο αυτό δεν παρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής”, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διάδικος που φέρει το βάρος αποδείξεως πρέπει να αποδείξει ότι εν προκειμένω η lex causae δεν προβλέπει, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, κανένα μέσο προσβολής δικαιοπραξίας, όπως αυτή που στην παρούσα υπόθεση θεωρήθηκε επιβλαβής –δηλαδή η πληρωμή συμβατικής οφειλής– ή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διάδικος που φέρει το βάρος αποδείξεως πρέπει να αποδείξει ότι, αν η lex causae επιτρέπει την προσβολή μιας τέτοιας δικαιοπραξίας, δεν πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να μπορέσει εν προκειμένω μια τέτοια προσβολή να τελεσφορήσει και που είναι διαφορετικές από εκείνες της lex fori concursus;

3)

Έχει εφαρμογή το κατά παρέκκλιση καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 –λαμβανομένης υπόψη της ratio του καθεστώτος αυτού που είναι η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των συμβαλλομένων ως προς τη σταθερότητα της δικαιοπραξίας σύμφωνα με τη lex causae– ακόμη και όταν οι συμβαλλόμενοι εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος, οπότε είναι προβλέψιμο ότι το δίκαιο του κράτους αυτού θα αποτελεί τη lex fori concursus, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ενός εξ αυτών, και οι συμβαλλόμενοι, μέσω συμβατικής ρήτρας ορίζουσας ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους, εξαιρούν την ανάκληση των πράξεων εκτελέσεως της πιο πάνω συμβάσεως από την εφαρμογή των κανόνων της lex fori concursus, από τους οποίους δεν επιτρέπεται παρέκκλιση και οι οποίοι θεσπίστηκαν για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των πιστωτών, και τούτο εις βάρος του συνόλου των πιστωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας;

4)

Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού [593/2008] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού αυτού, στις “περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων” περιλαμβάνεται η περίπτωση όπου σύμβαση ναυλώσεως συνήφθη σε κράτος μέλος μεταξύ εταιριών που εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος και περιέχει ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού [593/2008], σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η επιλογή των συμβαλλομένων να υπαγάγουν σύμβαση στο δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο εντοπίζονται “όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα” δεν θίγει την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου του τελευταίου κράτους μέλους, από τους οποίους δεν επιτρέπεται παρέκκλιση και οι οποίοι έχουν εφαρμογή, ως lex fori concursus, για να είναι δυνατό να προσβληθούν δικαιοπραξίες που πραγματοποιήθηκαν πριν από την κατάσταση αφερεγγυότητας, [τούτο δε σε βάρος της ομάδας των πιστωτών], με αποτέλεσμα να υπερισχύουν της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000;»

23.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιανουαρίου 2016.

24.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ιταλική και η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή μετείχαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 1ης Δεκεμβρίου 2016.

V. Ανάλυση

Α. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25.

Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα εναλλακτικώς: πρόκειται, επομένως, για δύο ερωτήματα τα οποία εμφανίζονται ως τα δύο σκέλη αυτής της εναλλακτικής επιλογής.

26.

Ως προς το αρχικό μέρος του, το πρώτο ερώτημα υποδηλώνει κατά τα φαινόμενα ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών υποχρεούται, προκειμένου να εφαρμοσθεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, να προβάλει προς τούτο δικονομική ένσταση και να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή. Ωστόσο, το ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι το πρόσωπο αυτό επικαλείται πράγματι την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000. Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να ερμηνευθεί η χρησιμοποιούμενη στη συνέχεια του ερωτήματος διατύπωση «επικαλούμενος την εξαιρετική διάταξη του κανονισμού».

27.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών υποχρεούται –προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής βάσει της lex fori concursus– να επικαλεσθεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 εντός των προθεσμιών που τάσσει το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υποθέσεως.

28.

Το δεύτερο σκέλος της εναλλακτικής υποθέσεως θέτει αφεαυτού διττό ζήτημα. Πρέπει, πρώτον, να καθορισθεί αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος δύναται να επικαλεσθεί την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 ανεξαρτήτως των περιορισμών ως προς τις προθεσμίες που τάσσει η lex fori processualis. Το πρώτο σκέλος της εναλλακτικής υποθέσεως και το πρώτο πρόβλημα που εγείρεται με το δεύτερο σκέλος της εναλλακτικής υποθέσεως αφορούν, επομένως, το ίδιο και το αυτό ζήτημα.

29.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού.

30.

Εάν το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται πράγματι να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, δεν τίθεται πλέον το ζήτημα της υποχρεώσεως του ενδιαφερομένου διαδίκου να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή τηρουμένων των προθεσμιών που τάσσει το δικονομικό δίκαιο του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου. Κατά συνέπεια –και αντιθέτως προς τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν τα ερωτήματα από το αιτούν δικαστήριο– θα εξετάσω καταρχάς το ζήτημα της ενδεχόμενης υποχρεώσεως αυτεπάγγελτης εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000.

31.

Εάν αποδειχθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στα εθνικά δικαστήρια, τότε μόνον θα πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποχρεούται να προβάλει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 εντός των προθεσμιών που τάσσει το δικονομικό δίκαιο του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου.

32.

Επομένως, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να καθορισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο προσβολής δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών βάσει της lex fori concursus, σε περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διάδικος απέδειξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

33.

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξετασθεί το εξής ζήτημα: προβλέπει το δικονομικό δίκαιο του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου, ενδεχομένως δε υπό ποιους όρους, ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος –ο οποίος αποδεικνύει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000– πρέπει να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή για να αποτρέψει το ενδεχόμενο προσβολής της δικαιοπραξίας βάσει της lex fori concursus;

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη ρήτρα παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000

34.

Βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 1346/2000, εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδικασία αφερεγγυότητας και στα αποτελέσματά της είναι το δίκαιο του κράτους μέλους ενάρξεως της διαδικασίας (lex fori concursus). Το δίκαιο αυτό καθορίζει το σύνολο των προϋποθέσεων για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, καθώς και τους κανόνες περί διεξαγωγής και περατώσεως της διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 1346/2000, το δίκαιο αυτό καθορίζει, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών.

35.

Η αρχή που διατυπώνεται με το άρθρο 4 του κανονισμού 1346/2000 συνοδεύεται, πάντως, από ορισμένους περιορισμούς τους οποίους επιτάσσουν –όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού αυτού– η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και η ασφάλεια δικαίου. Προς τούτο, ο κανονισμός 1346/2000 προβλέπει, στα άρθρα του 5 έως 15, εξαιρέσεις οι οποίες επιτρέπουν παρέκκλιση από την αρχή της εφαρμογής του νόμου του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας.

36.

Ο κανονισμός 1346/2000 ευνοεί καταρχήν την ομοιομορφία της lex fori concursus και στηρίζεται στην αρχή της «υπό όρους οικουμενικότητας» εφαρμογής του δικαίου αυτού. Δηλαδή, το σύνολο των ζητημάτων που άπτονται της διαδικασίας αφερεγγυότητας, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, πρέπει να διέπεται από τη lex fori concursus.

37.

Μεταξύ των εξαιρέσεων αυτών, το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 κατέχει ουσιώδη θέση, καθόσον προβλέπει, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως ορισμένων προϋποθέσεων, ότι το δίκαιο του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας δεν έχει εφαρμογή επί των ζητημάτων που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού αυτού, δηλαδή επί των ζητημάτων που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού δικαιοπραξιών επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών. Η διάταξη αυτή περιέχει ειδική ρήτρα παρεκκλίσεως η οποία καθιστά δυνατή τη μη εφαρμογή της lex fori concursus σε περίπτωση κατά την οποία το δίκαιο αυτό επιτρέπει την προσβολή δικαιοπραξίας επιβλαβούς για το σύνολο των πιστωτών. Ο ωφεληθείς από την επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών δικαιοπραξία πρέπει, πάντως, να αποδείξει ότι η δικαιοπραξία αυτή διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας και ότι το δίκαιο αυτό δεν παρέχει κανένα μέσο προσβολής της επίμαχης δικαιοπραξίας.

38.

Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφεληθέντος από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών. Η διάταξη αυτή, κατά τα φαινόμενα, στηρίζεται στην αρχή ότι το πρόσωπο αυτό πρέπει να δύναται να βασισθεί στη σταθερότητα μιας τέτοιας δικαιοπραξίας, η οποία εκτιμάται με γνώμονα το εφαρμοστέο επί αυτής δίκαιο, χωρίς να καταλαμβάνεται εξαπίνης σε περίπτωση ενδεχόμενης εφαρμογής της lex fori concursus κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας.

2.   Επί της υποχρεώσεως αυτεπάγγελτης εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000

39.

Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να διευκρινισθεί αν –εφόσον υποτεθεί ότι ο ενδιαφερόμενος διάδικος απέδειξε ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που απαιτούνται βάσει του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000– υποχρεούται το εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τη διάταξη αυτή, κατά παρέκκλιση από την αρχή της εφαρμογής του δικαίου του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας (lex fori concursus), καθόσον το δίκαιο αυτό επιτρέπει την προσβολή δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών.

40.

Οι αμφιβολίες τις οποίες διατηρεί συναφώς το αιτούν δικαστήριο μπορούν να εξηγηθούν από τη διατύπωση του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, το οποίο, αφενός, επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο διάδικο να «προσκομίσει απόδειξη» περί του ότι πληρούνται οι δύο μνημονευόμενες στη διάταξη αυτή προϋποθέσεις και, αφετέρου, προβλέπει ότι εφόσον η απόδειξη αυτή προσκομισθεί, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού 1346/2000 «δεν ισχύει». Η κατηγορηματική αυτή διατύπωση της οποίας έκανε χρήση ο νομοθέτης θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι απόκειται στο δικαστήριο να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως εφόσον ο ενδιαφερόμενος διάδικος προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων δύναται να συναχθεί ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού.

41.

Φρονώ, πάντως, ότι η ανάλυση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη.

42.

Σημαντική αρωγή για την ερμηνεία του κανονισμού 1346/2000 παρέχουν τα σχόλια της εκθέσεως των M. Virgós και E. Schmit ( 7 ), η οποία αφορά βεβαίως τη Σύμβαση για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας, πλην όμως δεν παύει να θεωρείται εν γένει πηγή χρήσιμων ενδείξεων για την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού αυτού ( 8 ).

43.

Στην έκθεση αυτή διευκρινίζεται ότι ο μηχανισμός που καθιερωνόταν με τη διάταξη της ανωτέρω Συμβάσεως η οποία χρησίμευσε ως πρότυπο για το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 στηρίζεται στην αρχή του δικαιώματος αρνησικυρίας («βέτο»). Οι συγγραφείς της εκθέσεως επισήμαναν ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πρέπει απλώς να επιδιώκει τη μη εφαρμογή του δικαίου του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αλλά πρέπει επίσης να τη «ζητεί»: το «άρθρο 13 αποτελεί μέσο άμυνας έναντι της εφαρμογής του δικαίου του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας, το οποίο πρέπει να προβάλει ο ενδιαφερόμενος» (σημείο 136).

44.

Στη λογική αυτή εντάσσεται και το σκεπτικό που προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφασή του Nike European Operations Netherlands, στην οποία αποφάνθηκε ότι το βάρος αποδείξεως περί του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 το φέρει ο διάδικος «που επικαλείται το άρθρο αυτό» ( 9 ).

45.

Φρονώ ότι το δίκαιο της Ένωσης εξαρτά την εφαρμογή της εξαιρέσεως που εισάγει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 από την προϋπόθεση ότι ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για τους πιστωτές έχει ενεργό συμμετοχή στη διαδικασία.

46.

Πρέπει επίσης να επισημάνω ότι το μέρος αυτό του προδικαστικού ερωτήματος στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο διάδικος προσκόμισε την απόδειξη ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, πλην όμως δεν επικαλέσθηκε την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

47.

Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι δυνατή η σαφής διάκριση μεταξύ δύο ζητημάτων ως προς την ενεργό συμμετοχή του ενδιαφερομένου διαδίκου, τα οποία συνίστανται, αντιστοίχως, στην προσκόμιση στοιχείων δυνάμενων να αποδείξουν ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες περιστάσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 και στο αίτημα εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή.

48.

Τα ζητήματα αυτά είναι αλληλένδετα. Συγκεκριμένα, εάν ο ενδιαφερόμενος διάδικος προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της δίκης, αποσκοπεί σε συγκεκριμένο δικονομικό αποτέλεσμα. Δεν επιθυμώ να εξετάσω αναλυτικά τις ποικίλες λύσεις που έχουν επιλεγεί από το δικονομικό δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών. Φρονώ, ωστόσο, ότι απόδειξη κατόπιν πρωτοβουλίας διαδίκου θεωρείται ότι χρησιμεύει, καταρχήν, στο να καταδειχθεί η συνδρομή περιστάσεως ουσιώδους για την επίλυση της διαφοράς. Δεν είμαι, επομένως, βέβαιος ότι είναι δυνατό τα αποδεικτικά στοιχεία να συγκεντρωθούν με πρωτοβουλία ενός διαδίκου, προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, και να υποστηριχθεί ταυτόχρονα ότι ο διάδικος αυτός δεν ζητεί την εφαρμογή της επίμαχης διατάξεως.

49.

Εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους, αν ο διάδικος που προσκομίζει τα στοιχεία προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες επιτάσσει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 ζητεί εκ παραλλήλου την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

3.   Επί των διατάξεων σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους δύναται διάδικος να επικαλεσθεί την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000

50.

Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο κανονισμός 1346/2000 εξαρτά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 13 από τη δικονομικώς ενεργό συμμετοχή του ωφεληθέντος από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών. Ωστόσο, ο κανονισμός δεν ρυθμίζει το ζήτημα των όρων υπό τους οποίους δύναται ο ενδιαφερόμενος διάδικος να επικαλεσθεί το άρθρο αυτό. Επιπλέον, δεν περιέχει κανόνες περί των προθεσμιών που πρέπει να τηρηθούν ώστε να χωρεί επίκληση της εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού.

51.

Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, προκειμένου να εφαρμοσθεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, το ιταλικό δίκαιο απαιτεί από τον ενδιαφερόμενο διάδικο να εγείρει την αντίστοιχη δικονομική ένσταση πριν από την εκπνοή ορισμένης προθεσμίας.

52.

Με το πρώτο ερώτημά του –κατά το μέρος που δεν αφορά την υποχρέωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000– το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επομένως, να διευκρινισθεί αν το κράτος μέλος δύναται να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους χωρεί επίκληση του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 προκειμένου να αντιταχθεί στην αμφισβήτηση δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών κατά τις διατάξεις της lex fori concursus.

α)  Η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 και η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών

53.

Στην απόφασή του Nike European Operations Netherlands, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 δεν περιέχει διατάξεις σχετικές, μεταξύ άλλων, με τους όρους διεξαγωγής των αποδείξεων, τα αποδεικτικά μέσα που θεωρούνται παραδεκτά ενώπιον του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία εθνικού δικαστηρίου και με τις αρχές που διέπουν την εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος των στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του. Απόκειται στα κράτη μέλη να θεσπίσουν κανόνες βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας. Οι θεσπιζόμενες διατάξεις δεν πρέπει, πάντως, να είναι λιγότερο ευνοϊκές εκείνων που διέπουν παρεμφερείς περιπτώσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει του δικαίου της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 10 ).

54.

Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι, στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Nike European Operations Netherlands, το Δικαστήριο εξέτασε κυρίως το ζήτημα της διαδικασίας όσον αφορά τη διεξαγωγή των αποδείξεων, απόκειται σαφώς στα κράτη μέλη –ελλείψει σχετικών διατάξεων στον ίδιο τον κανονισμό 1346/2000– να νομοθετήσουν, στο πλαίσιο της δικονομικής αυτονομίας τους, όσον αφορά το σύνολο των δικονομικών ζητημάτων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού.

55.

Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 48 των προτάσεων αυτών, οι δύο μορφές που μπορεί να λάβει η ενεργός συμμετοχή του ενδιαφερομένου στη διαδικασία (ζητώντας τη διεξαγωγή αποδείξεων με σκοπό να αποδειχθεί ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 και επικαλούμενος την ίδια αυτή διάταξη) είναι μεταξύ τους αλληλένδετες. Πρέπει, επομένως, να υπαχθούν σε κανόνες προερχόμενους από το ίδιο νομικό σύστημα.

56.

Προς συμπλήρωση της αναλύσεως αυτής, επισημαίνεται επίσης ότι το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους που έχει εφαρμογή επί υποθέσεως μπορεί να προβλέπει προθεσμίες για την προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων. Ο κανονισμός 1346/2000 δεν ρυθμίζει –εκτός των προθεσμιών για την προβολή ενστάσεων, ζήτημα που θίγεται στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής– ούτε το ζήτημα των προθεσμιών που πρέπει να τηρήσει ο ενδιαφερόμενος διάδικος για την υποβολή του συνόλου των σχετικών με την αποδεικτική διαδικασία αιτημάτων του. Το ζήτημα της συλλογής των αποδεικτικών στοιχείων συνδέεται τόσο στενά με την εγγύηση περί εύρυθμης διεξαγωγής της ένδικης διαδικασίας ώστε να είναι δυσχερής ο διαχωρισμός από το σύνολο των εφαρμοστέων εντός του οικείου κράτους μέλους δικονομικών διατάξεων. Κατά συνέπεια, οι προθεσμίες αυτές πρέπει να διέπονται από το δικονομικό δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της υποθέσεως (lex fori processualis).

57.

Κατόπιν της εκπνοής των προθεσμιών που τάσσονται για την υποβολή των σχετικών με την αποδεικτική διαδικασία αιτημάτων, ο ενδιαφερόμενος διάδικος χάνει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού· συνεπώς, δεν μπορεί πλέον να επικαλεσθεί την προστασία που παρέχεται βάσει της διατάξεως αυτής. Οι, μνημονευόμενες στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, διατάξεις με τις οποίες τάσσονται προθεσμίες για την προβολή δικονομικών ενστάσεων έχουν παρόμοια λειτουργία, τουλάχιστον εντός του εξεταζομένου εν προκειμένω πλαισίου. Φρονώ ότι δεν υφίσταται καμία αμφιβολία περί του ότι το ζήτημα των προθεσμιών που πρέπει να τηρηθούν προκειμένου να προβληθεί δικονομική ένσταση πρέπει να διέπεται από το δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της υποθέσεως.

β)  Οι διατάξεις με τις οποίες τάσσονται οι προθεσμίες που ισχύουν για την προβολή δικονομικών ενστάσεων διέπονται από τη lex fori processualis

58.

Θεωρώ επίσης αναγκαία την οριοθέτηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής της lex fori processualis και της lex causae προκειμένου να προσδιορισθεί το δίκαιο βάσει του οποίου καθορίζονται, εν προκειμένω, οι όροι προς τους οποίους πρέπει να συμμορφωθεί ο ενδιαφερόμενος διάδικος για να επικαλεσθεί την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

59.

Από το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 προκύπτει ότι ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για τους πιστωτές μπορεί να στηριχθεί στο εφαρμοστέο επί της δικαιοπραξίας αυτής δίκαιο, διευκρινιζομένου, πάντως, ότι μπορεί απλώς να αναμένει ότι οι διατάξεις του εν λόγω δικαίου εφαρμόζονται και καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκτός της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, καθοριζόμενο βάσει των διατάξεων του κανονισμού Ρώμη I, σύμφωνα με το άρθρο του 12, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, διέπει, μεταξύ άλλων, «τις παραγραφές και εκπτώσεις λόγω παρόδου προθεσμίας», μόνον όμως εντός του πλαισίου των «δι[αφόρων] τρόπ[ων] απόσβεσης των ενοχών». Στερείται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα της εκτιμήσεως των προθεσμιών για την προβολή δικονομικών ενστάσεων. Μολονότι η άσκηση δικονομικού δικαιώματος (συνισταμένου επί παραδείγματι στην προβολή δικονομικής ενστάσεως) παράγει αποτελέσματα στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, εντούτοις οι όροι ασκήσεως των δικονομικών δικαιωμάτων αυτών εξακολουθούν να αποτελούν – σύμφωνα με την αρχή της lex fori processualis– ζήτημα διεπόμενο από το δικονομικό δίκαιο του κράτους του οποίου δικαστήριο έχει επιληφθεί της υποθέσεως. Τούτο επιρρωννύεται εμμέσως από το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη I, το οποίο ορίζει ότι οι συμβάσεις και οι δικαιοπραξίες μπορούν να αποδεικνύονται με κάθε αποδεικτικό μέσο που είναι παραδεκτό, είτε σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου [lex fori] είτε σύμφωνα με κάποιο από τα δίκαια που διέπουν το τυπικό κύρος της συμβάσεως ή της δικαιοπραξίας (άρθρο 11), εφόσον, πάντως, η εν λόγω απόδειξη μπορεί να διεξαχθεί με το μέσο αυτό ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως.

60.

Οι διατάξεις που περιορίζουν χρονικώς τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 δεν αντιστοιχούν, εξάλλου, στην έννοια του όρου «κανόνες» απτόμενοι της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανίσχυρου των δικαιοπραξιών που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού αυτού. Οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν μέρους του καθεστώτος που αφορά το κύρος των δικαιοπραξιών, μόνον δε οι κανόνες του καθεστώτος αυτού μπορούν να υπάγονται στη lex causae, όπως έχω επισημάνει στις προτάσεις μου στην υπόθεση Lutz ( 11 ). Δεν αφορούν τα ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στην προσβολή δικαιοπραξίας.

61.

Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, φρονώ ότι δεν υφίσταται καμία αμφιβολία περί του ότι απόκειται στα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να καθορίζουν τους όρους προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο ενδιαφερόμενος διάδικος για να μπορεί να επικαλεσθεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, προκειμένου να αντιταχθεί στην αμφισβήτηση του κύρους δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών.

62.

Στα εθνικά δικαστήρια πρέπει να καταλείπεται η μέριμνα για να εκτιμάται αν δικονομική διάταξη με την οποία τάσσεται προθεσμία για την προβολή των δικονομικών ενστάσεων είναι σύμφωνη με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ουδόλως συνάγεται από τα στοιχεία που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής ότι δεν θα τηρούνταν οι αρχές αυτές.

63.

Με γνώμονα τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα την ακόλουθη απάντηση:

Για την εφαρμογή της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, απόκειται στον διάδικο που επωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών να έχει ενεργό συμμετοχή στη δίκη.

Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, ο καθορισμός των όρων προς του οποίους ο ενδιαφερόμενος διάδικος –ο οποίος αποδεικνύει ότι πληρούνται οι κατά το άρθρο 13 του κανονισμού προϋποθέσεις– πρέπει να συμμορφώνεται για να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή, προκειμένου να αντιταχθεί στην αμφισβήτηση του κύρους δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών κατά τη lex fori concursus, διέπεται από το δικονομικό δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της υποθέσεως.

Β. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

64.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, όσον αφορά την προϋπόθεση του άρθρου 13, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1346/2000, πρέπει να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν δύναται να προσβληθεί κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο ή ότι η δικαιοπραξία, μολονότι δύναται καταρχήν να προσβληθεί, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικώς στην πράξη λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης.

65.

Προς απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 επιτρέπει την παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαίου του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας και την εφαρμογή του εφαρμοστέου στην επίμαχη δικαιοπραξία δικαίου, εφόσον το δίκαιο αυτό δεν «παρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής».

66.

Φρονώ ότι η ερμηνεία της φράσεως «στη συγκεκριμένη περίπτωση» έχει καθοριστική σημασία για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο αυτό ερώτημα.

67.

Οι συγγραφείς της εκθέσεως Virgós/Schmit επί της Συμβάσεως περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας είχαν επισημάνει ότι η φράση «στη συγκεκριμένη περίπτωση» («in the relevant case») έπρεπε να νοηθεί ως δηλώνουσα ότι η δικαιοπραξία δεν πρέπει συγκεκριμένα να επιδέχεται προσβολή με κανένα μέσο. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα επικλήσεως μόνον κατά αφηρημένο τρόπο της αδυναμίας προσβολής δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων της lex causae (σημείο 137).

68.

Σε περίπτωση εφαρμογής των εκτιμήσεων αυτών στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η φράση «στη συγκεκριμένη περίπτωση» εμφανίζεται στην απόδοση του κειμένου του κανονισμού 1346/2000 στην ιταλική («nella fattispecie») και στην αγγλική γλώσσα («in the relevant case»). Ωστόσο, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να επισημάνει, στη νομολογία του, ότι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του κανονισμού αυτού εμφανίζουν ορισμένες διαφοροποιήσεις και ότι το άρθρο 13 δεν χρησιμοποιεί πάντοτε, κατά τα φαινόμενα, τη φράση «στη συγκεκριμένη περίπτωση» ή κάποια άλλη ανάλογη φράση ( 12 ). Η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει, εντούτοις, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων, να ερμηνεύεται η οικεία διάταξη με κριτήριο το πλαίσιο και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο ( 13 ).

69.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε, στην απόφασή του Nike European Operations Netherlands, βάσει των ανωτέρω ερμηνευτικών αρχών, ότι η εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η οικεία δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει της lex causae, «λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως» ( 14 ).

70.

Υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 έχει ως σκοπό να προστατεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη σταθερότητα των δικαιοπραξιών.

71.

Σύμφωνα με τη λογική που διαπνέει τη διάταξη αυτή, ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών μπορεί να επικαλεσθεί το εφαρμοστέο δίκαιο στη δικαιοπραξία αυτή, όσον αφορά το παραδεκτό και τους όρους υπό τους οποίους χωρεί αμφισβήτηση της επίμαχης δικαιοπραξίας. Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Lutz είχα επισημάνει ότι η παρέλευση του χρόνου καταλέγεται μεταξύ των περιστάσεων που μπορούν να ασκούν επιρροή στη δυνατότητα αμφισβητήσεως δικαιοπραξίας κατ’ εφαρμογήν της lex causae ( 15 ). Σε ορισμένες περιπτώσεις η δυνατότητα αμφισβητήσεως δικαιοπραξίας εξαλείφεται μόνον μετά την παρέλευση ορισμένων προθεσμιών. Μόνον τότε μπορεί ο ωφεληθείς από τη δικαιοπραξία να είναι βέβαιος για το απρόσβλητο αυτής. Φρονώ ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 προστατεύει επίσης τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά το κύρος της δικαιοπραξίας την οποία προκάλεσε η επέλευση τέτοιων περιστάσεων.

72.

Εάν η δυνατότητα προσβολής δικαιοπραξίας έπρεπε να εκτιμάται ανεξαρτήτως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τότε δεν θα διασφαλιζόταν η προστασία αυτής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα, ελλείψει διαδικασίας αφερεγγυότητας, ο ωφεληθείς θα έπρεπε να αναμένει ότι οι περιστάσεις αυτές θα ασκούν επιρροή στη δυνατότητα προσβολής της δικαιοπραξίας, μολονότι δεν θα λαμβάνονταν υπόψη κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

73.

Η υποχρέωση να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί βάσει του εφαρμοστέου σε αυτήν δικαίου αφορά επίσης –εκτός των διατάξεων της lex causae περί αφερεγγυότητας– όλες τις διατάξεις και όλες τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού ( 16 ). Στα διάφορα νομικά συστήματα υφίστανται ποικίλες, και σε ορισμένες περιπτώσεις πολυάριθμες, διατάξεις σχετικά με την ακυρότητα και το ανίσχυρο των δικαιοπραξιών. Ως αρχή μπορεί να γίνει δεκτό ότι η πλειονότητα των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών μπορεί να προσβληθεί, τουλάχιστον θεωρητικά. Πρέπει, πάντως, να διευκρινισθεί αν η υποχρέωση να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία είναι απρόσβλητη, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, επιβάλλει ενδεχομένως στον ενδιαφερόμενο διάδικο υπέρμετρες απαιτήσεις, δυνάμενες να του στερήσουν κάθε δυνατότητα επικλήσεως της εξαιρέσεως που καθιερώνεται με το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

74.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

Προκειμένου να επικαλεσθεί βασίμως την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών υποχρεούται απλώς να αποδείξει –οσάκις η lex causae επιτρέπει την προσβολή δικαιοπραξίας του είδους αυτού– ότι η δικαιοπραξία, μολονότι μπορεί καταρχήν να προσβληθεί, δε μπορεί πραγματικά να αμφισβητηθεί με κανένα μέσο βάσει της lex causae, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως.

Γ. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

75.

Καθόσον το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τις συνέπειες της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, φρονώ ότι πρέπει να εξετασθεί καταρχάς το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο έχει ως σκοπό να καθορισθεί αν ο εν λόγω κανονισμός έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

76.

Στο πλαίσιο του τετάρτου αυτού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, συγκεκριμένα, να διευκρινισθεί το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I, δεχόμενο, επομένως, ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή από χρονικής απόψεως στην παρούσα δίκη. Φρονώ ότι το ζήτημα αυτό απαιτεί ορισμένες προκαταρκτικές επισημάνσεις.

4.   Επί του χρονικού πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I

77.

Το χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I οριοθετείται στο άρθρο του 28, με το οποίο διευκρινίζεται ότι ο «κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται από τις 17 Δεκεμβρίου 2009».

78.

Οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης πληρωμές, ωστόσο, πραγματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογήν συμβάσεως συναφθείσας στις 11 Μαρτίου 2008, η χρονική διάρκεια ισχύος της οποίας –σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις γραπτές παρατηρήσεις της Mediterranea– παρατάθηκε εν συνεχεία με τροποποιητική δικαιοπραξία της 9ης Δεκεμβρίου 2009. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός Ρώμη I δεν είχε εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης. Πρόκειται, τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη περίπτωση, για πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της 17ης Δεκεμβρίου 2009.

79.

Το γεγονός ότι η κύρια δίκη αφορά παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν πλείονες μήνες κατόπιν της συνάψεως της συμβάσεως ουδόλως μεταβάλλει τις ανωτέρω διαπιστώσεις. Συγκεκριμένα, και οι πληρωμές πραγματοποιήθηκαν πριν από τις 17 Δεκεμβρίου 2009, 17 και 9 ημέρες, αντιστοίχως, κατόπιν των ημερομηνιών λήξεως των προθεσμιών που είχαν ταχθεί προς τούτο, συγκεκριμένα δε στις 24 Φεβρουαρίου και στις 24 Μαρτίου 2009.

80.

Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι ακόμη και αν οι καταβολές αυτές είχαν πραγματοποιηθεί στις 17 Δεκεμβρίου 2009 ή μεταγενέστερα, ο κανονισμός Ρώμη I δεν θα καθίστατο εφαρμοστέος εν προκειμένω.

81.

Πράγματι, η εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη I δεν εξαρτάται από την ημερομηνία εκπληρώσεως των συμβατικών ενοχών, αλλά από την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως. Κατά την πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέκλεισε το ενδεχόμενο άμεσης εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη Ι που θα είχε ως συνέπεια να καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής του τα μελλοντικά αποτελέσματα συμβάσεων οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 ( 17 ).

82.

Βάσει των προεκτεθέντων, συμπεραίνεται ότι οι διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

5.   Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 3, παράγραφος 3, της Συμβάσεως της Ρώμης

83.

Εφόσον το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι ο κανονισμός Ρώμη I δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να ανατρέξουμε στο εφαρμοστέο στις συγκρούσεις νόμων καθεστώς βάσει της Συμβάσεως της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία υπεγράφη στις 19 Ιουνίου 1980 ( 18 ) και την οποία αντικατέστησε ο κανονισμός Ρώμη I.

84.

Η Σύμβαση της Ρώμης, πάντως, δεν αποτελεί πράξη του δικαίου της Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του πρώτου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης, το Δικαστήριο είναι, βεβαίως, αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας της Συμβάσεως αυτής, πλην όμως αποκλειστικώς βάσει των σχετικών αιτήσεων ορισμένων δικαστηρίων των κρατών μελών. Τα πρωτοδίκως αποφαινόμενα δικαστήρια δεν καταλέγονται μεταξύ αυτών. Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ωστόσο, προκύπτει ότι το Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείο Βενετίας) αποφαίνεται πρωτοδίκως.

85.

Θα εκθέσω, πάντως, κατωτέρω στις παρούσες προτάσεις τη θέση μου επί της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I εντός του πλαισίου εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000.

86.

Συγκεκριμένα, απόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει αν οι απτόμενες των πραγματικών περιστατικών περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογούν την εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη I. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα ερωτήματα που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο θεωρούνται κατά τεκμήριο κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς.

87.

Η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι υφίσταται ορισμένη σύγκλιση μεταξύ των διατάξεων της Συμβάσεως της Ρώμης και εκείνων του κανονισμού Ρώμη I, ο οποίος –όσον αφορά τα κράτη μέλη– αντικαθιστά τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως.

6.   Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού

88.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν σύμβαση ναυλώσεως συναφθείσα σε κράτος μέλος μεταξύ εταιριών που εδρεύουν στο ίδιο αυτό κράτος μέλος και η οποία περιέχει ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I.

89.

Πρέπει να επισημάνω ότι η Mediterranea, τόσο στις γραπτές παρατηρήσεις της επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος όσο και στις προφορικές παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της συζητήσεως επ’ ακροατηρίου, έκανε λόγο για άλλες περιστάσεις –εκτός της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου– οι οποίες, κατ’ αυτήν, κατατείνουν στη σύνδεση της επίμαχης συμβάσεως με το δίκαιο περισσοτέρων του ενός κρατών. Έκανε, μεταξύ άλλων, λόγο για τη δυνατότητα χρήσεως του πλοίου εκτός των ιταλικών χωρικών υδάτων. Το αιτούν δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη μέρος των περιστάσεων αυτών επισημαίνοντας, στην απόφαση περί παραπομπής, ότι η σύμβαση είχε καταρτισθεί στην αγγλική γλώσσα και περιελάμβανε ρήτρα διαιτησίας παραπέμπουσα την υπόθεση στη δικαιοδοσία της LMAA (London Maritime Arbitrators Association).

90.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημόνευσε τις περιστάσεις αυτές διατυπώνοντας το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα. Έτσι, στο τρίτο ερώτημα, απλώς εξέθεσε τις αμφιβολίες του όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 επί αγωγών σχετικών με συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ συμβαλλομένων μερών που εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος, οι οποίες περιέχουν ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Στο τέταρτο και στο πέμπτο ερώτημα, συμπλήρωσε τις ενδείξεις αυτές διευκρινίζοντας ότι η σύμβαση είχε συναφθεί εντός του κράτους μέλους της έδρας αμφοτέρων των συμβαλλομένων.

91.

Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα άνευ ουσιώδους τροποποιήσεώς του, πρέπει να καθορισθεί αν σύμβαση η οποία συνάφθηκε εντός του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη και για την οποία τα μέρη αυτά επέλεξαν ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I.

α)  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

92.

Πρέπει να διευκρινισθεί, έστω και προτρέχοντας κάπως σε σχέση με τα όσα θα εκτεθούν κατωτέρω, ότι μέρος της εν συνεχεία αναπτύξεως θα αφιερωθεί σε μία σαφώς θεωρητική και αφηρημένη ανάλυση. Ως γενικός εισαγγελέας, φρονώ ότι είναι σκόπιμο να εκθέσω την άποψή μου επί ενός ζητήματος το οποίο από μακρόν διαιρεί τη θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Έχω σαφώς επίγνωση –όπως, άλλωστε, θα καταδείξει το ακόλουθο μέρος των προτάσεών μου– ότι δεν αρκεί η επιλογή μίας εκ των απόψεων που θα εκτεθούν προκειμένου να δοθεί οριστική απάντηση στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής. Εντούτοις, εξακολουθεί να πρόκειται περί προβληματικής που μπορεί να αποδειχθεί σημαντική για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Είμαι επίσης πεπεισμένος ότι η σε βάθος εξέταση δύναται να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους του Δικαστηρίου εκτίμηση όλων των πτυχών του επίμαχου στην υπό κρίση υπόθεση ζητήματος.

93.

Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αποσκοπεί στη διευκρίνιση του ζητήματος αν πραγματικές καταστάσεις που δεν ενέχουν, για να χρησιμοποιήσουμε ακριβώς τους όρους της θεωρίας του δικαίου της συγκρούσεως δικαίων, κανένα «στοιχείο αλλοδαπότητας» και οι οποίες, ως εκ τούτου, ουδόλως συνδέονται με το δίκαιο δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I.

94.

Το ζήτημα αυτό καταλέγεται μεταξύ εκείνων που έχουν συζητηθεί επί μακρόν και εκτενέστερα στο δίκαιο της συγκρούσεως δικαίων ( 19 ). Η ενοποίηση του καθεστώτος των κανόνων αυτών στο δίκαιο της Ένωσης δεν διέλυσε τις υφιστάμενες σχετικώς αμφιβολίες.

95.

Ορισμένοι διατείνονται ότι οι διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου έχουν εφαρμογή αποκλειστικώς επί εννόμων σχέσεων οι οποίες συνδέονται με το δίκαιο περισσοτέρων του ενός κρατών μελών ( 20 ). Η άποψη αυτή μετριάζεται σε ορισμένες περιπτώσεις από την παραδοχή ότι δεν αρκεί η ύπαρξη οποιασδήποτε συνδέσεως με αλλοδαπό δίκαιο. Απαιτείται, αντιθέτως, να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιστάσεων που θεωρούνται ουσιώδεις από απόψεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, δηλαδή δυνάμενων να προκαλέσουν σύγκρουση δικαίων στον χώρο ( 21 ).

96.

Η αντίθετη άποψη εκκινεί από την αρχή ότι οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου καλύπτουν το σύνολο των εννόμων σχέσεων, περιλαμβανομένων και των αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα ( 22 ). Σε τέτοια περίπτωση, το σχετικό καθεστώς της συγκρούσεως δικαίων συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την εφαρμογή του δικαίου του κράτους μέλους με το οποίο συνδέεται καθ’ όλα η έννομη σχέση.

β)  Η σημασία του στοιχείου αλλοδαπότητας για τον καθορισμό του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I

97.

Προκειμένου να επιχειρηθεί οριοθέτηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I, πρέπει καταρχάς να εξετασθεί το άρθρο του 1, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή επί των συμβατικών ενοχών στις περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων.

98.

Το κείμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I παραπέμπει ουσιαστικά στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Ρώμης, το οποίο καθόριζε το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της. Κατά το άρθρο εκείνο, η εν λόγω Σύμβαση εφαρμοζόταν στις συμβατικές ενοχές, σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση νόμων διαφορετικών χωρών («les situations comportant un conflit de lois»).

99.

Στην έκθεση περί της Συμβάσεως της Ρώμης, την οποία συνέταξαν οι M. Giuliano και P. Lagarde ( 23 ), εξηγείται η σημασία της διατάξεως αυτής, επισημαινομένου ότι η Σύμβαση έχει εφαρμογή αποκλειστικώς επί των υποθέσεων που ενέχουν σύγκρουση δικαίων. Πρόκειται για περιπτώσεις που ενέχουν ένα ή περισσότερα στοιχεία αλλοδαπότητας σε σχέση με την εσωτερική κοινωνική ζωή μιας χώρας («Il s’agit des situations qui comportent un ou plusieurs éléments d’extranéité par rapport à la vie sociale interne d’un pays»).

100.

Από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I –το οποίο στηρίζεται στην ανάλυση των συντακτών της εκθέσεως Giuliano/Lagarde– θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο κανονισμός αυτός αφορά μόνον τις αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα πραγματικές καταστάσεις.

101.

Θα μπορούσε, όμως, να υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι ο κανονισμός Ρώμη I έχει εφαρμογή και επί των αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα καταστάσεων, δεδομένου ότι αυτές μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

102.

Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται βάσει κατ’ αναλογίαν ερμηνείας, εφαρμοζόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, της διατάξεως που περιλαμβάνεται στον «δίδυμο» του κανονισμού Ρώμη I κανονισμό, δηλαδή στον κανονισμό (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) ( 24 ).

103.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη II –όπως και το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Ρώμη I– ορίζει ότι το νομοθέτημα αυτό έχει εφαρμογή «στις εξωσυμβατικές ενοχές […], σε περίπτωση που περιλαμβάνουν σύγκρουση δικαίων» ( 25 ).

104.

Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη II, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, «[ε]φόσον, κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, όλα τα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα άλλη από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της άλλης αυτής χώρας, από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία» ( 26 ). Κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη II, η επιλογή δικαίου δεν συνιστά, επομένως, περίσταση δυνάμενη να χαρακτηρίσει κατάσταση ως σύγκρουση δικαίων ( 27 ). Αντιθέτως προς την περίπτωση της επιλογής δικαίου κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, η επιλογή αυτή δεν θεωρείται ότι αποτελεί πραγματικά, στο πλαίσιο του κανονισμού Ρώμη II, «άλλο» στοιχείο της περιπτώσεως. Φρονώ ότι ο κανονισμός Ρώμη II, πρωτίστως δε το άρθρο του 14, παράγραφος 2, αφορά επομένως και αμιγώς εσωτερικού χαρακτήρα περιπτώσεις οι οποίες περιορίζονται στο δικαιικό χώρο ενός μόνον κράτους μέλους.

105.

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I πρέπει, πάντως, να συμπίπτει με εκείνο του κανονισμού Ρώμη II, σύμφωνα με την απαίτηση περί συνοχής, κατά την αιτιολογική σκέψη 7 αμφοτέρων των κανονισμών αυτών ( 28 ).

106.

Συμφωνώ, επομένως, με την άποψη ότι οι κανόνες συγκρούσεως δικαίων έχουν εφαρμογή ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία πρόκειται για αμιγώς εσωτερική υπόθεση ( 29 ).

107.

Επιπλέον, οποιαδήποτε προσπάθεια οριοθετήσεως του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I βάσει του κριτηρίου της «διεθνούς διαστάσεως» συγκεκριμένης περιπτώσεως –η οποία θα εμπνεόταν, επομένως, από την αντίληψη που διακρίνει τους συντάκτες της εκθέσεως Giuliano/Lagarde– προσκρούει, κατά τη γνώμη μου, στην ασάφεια της έννοιας αυτής, η οποία ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει δυσχερώς αντιμετωπίσιμες περιπλοκές.

108.

Επιτρέψτε μου να καταδείξω την αιτία τέτοιων δυσχερειών με το ακόλουθο παράδειγμα: είναι εφαρμοστέος ο κανονισμός Ρώμη I σε περίπτωση κατά την οποία ο εκμισθωτής αξιώνει από τον μισθωτή την καταβολή του μισθώματος που οφείλεται βάσει συμβάσεως μισθώσεως κινητού πράγματος, συναφθείσας στο κράτος μέλος όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους τα συμβαλλόμενα μέρη, πλην όμως ο μισθωτής είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους, υποτιθεμένου επίσης ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επέλεξαν το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο;

109.

Στην περίπτωση αυτή –καθόσον αυτή ενέχει στοιχείο αλλοδαπότητας απτόμενο της ιθαγένειας ενός εκ των συμβαλλομένων μερών– εγείρεται το ζήτημα αν πρέπει να εφαρμοσθεί ο κανονισμός Ρώμη I προκειμένου να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο στη σχετική με την καταβολή του μισθώματος διαφορά.

110.

Βάσει του κανονισμού Ρώμη I, όμως, θα έπρεπε, καταρχάς, να προσδιορισθεί ποια από τις διατάξεις του καθιστά δυνατό τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβαση αυτή. Ωστόσο, στον ίδιο τον κανονισμό Ρώμη I δεν περιλαμβάνεται καμία διάταξη η οποία αφορά σαφώς τη μίσθωση κινητών πραγμάτων.

111.

Κατά συνέπεια, απαιτείται να ερμηνευθούν οι έννοιες των οποίων γίνεται χρήση στις διάφορες διατάξεις του κανονισμού Ρώμη I προκειμένου να προσδιορισθούν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Κατά τη θεωρία περί κανόνων συγκρούσεως δικαίων, το ερμηνευτικό έργο αυτό αντιστοιχεί στην αναζήτηση του προσήκοντος «νομικού χαρακτηρισμού» («kwalifikacja», «qualification», «Qualifikation», «characterisation») ( 30 ).

112.

Το εθνικό δικαστήριο, κατόπιν αυτού του ερμηνευτικού εγχειρήματος, θα καταλήξει κατά πάσα πιθανότητα να χαρακτηρίσει τη σύμβαση μισθώσεως ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Ρώμη I. Μόνο σε αυτό το στάδιο θα διαφανεί ότι το ζήτημα της ιθαγένειας του μισθωτή στερείται σημασίας στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με την καταβολή του μισθώματος, δεδομένου ότι –ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου– η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία έχει τον τόπο συνήθους διαμονής του ο παρέχων τις υπηρεσίες (ο εκμισθωτής). Πρέπει, πάντως, να διευκρινισθεί ότι η ιθαγένεια θα μπορούσε να αποτελεί κρίσιμο παράγοντα εάν η διαφορά αφορούσε την ικανότητα δικαίου του μισθωτή ( 31 ).

113.

Φρονώ ότι τα ζητήματα αυτά επιτρέπουν να συναχθεί ότι οι απόπειρες διακρίσεως μεταξύ των συμβατικών ενοχών αναλόγως του αν εντάσσονται σε αμιγώς εσωτερικό πλαίσιο ή συνδέονται με το δίκαιο περισσοτέρων του ενός κρατών στερούνται ερείσματος. Τα κριτήρια αυτά μπορούν να τύχουν εφαρμογής μόνον επί συγκεκριμένων ζητημάτων σχετικών με τη γένεση, την εκτέλεση ή την απόσβεση συμβατικής ενοχής.

114.

Τούτο συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι η διεθνής διάσταση συγκεκριμένης διαφοράς εκ συμβάσεως δεν μπορεί να προκαθορίσει την εφαρμογή του κανονισμού Ρώμη I στην ίδια τη σύμβαση. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε κατ’ ανάγκη ότι θα έπρεπε να εκτιμάται κατά σύστημα αν –ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υπό εξέταση υποθέσεως– όσον αφορά άλλες δυνητικές διαφορές, η περίπτωση ενέχει στοιχεία δυνάμενα να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του δικαίου άλλης χώρας. Η απόφαση περί της εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I θα έπρεπε να έπεται ενδελεχούς αναλύσεως των διατάξεών του και ολόκληρης σειράς ερμηνειών, που θα αποτελούν πηγή πολλαπλών ζητημάτων χαρακτήρα τόσο περίπλοκου που θα υπερβαίνει κατά πολύ τον απλό προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου βάσει των διατάξεων του κανονισμού Ρώμη I.

115.

Με γνώμονα τα προεκτεθέντα, φρονώ ότι ο κανονισμός Ρώμη I έχει εφαρμογή και επί αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων, οι οποίες δεν συνδέονται με το δίκαιο περισσοτέρων του ενός κρατών μελών. Ως εκ τούτου, απλώς και μόνον η επιλογή του δικαίου άλλου κράτους μέλους, η οποία μνημονεύεται στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αν η περίπτωση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I. Δεν απαιτείται, επομένως, να εξετασθεί αν η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου έχει ως αποτέλεσμα να χαρακτηρίζει περίπτωση ως ενέχουσα σύγκρουση δικαίων, διότι δεν πρόκειται για προϋπόθεση εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I.

116.

Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να δώσει καταφατική απάντηση στο τέταρτο ερώτημα και να παράσχει τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I έχουν την έννοια ότι σύμβαση ναυλώσεως συναφθείσα σε κράτος μέλος μεταξύ εταιριών που εδρεύουν στο ίδιο αυτό κράτος μέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ανεξαρτήτως αν η σύμβαση αυτή περιέχει ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.

117.

Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο δεν θα συμφωνήσει με την άποψή μου, η απάντηση θα είναι, πάντως, η ίδια –στην υπό κρίση υπόθεση– εφόσον γίνει δεκτή η ανάλυση κατά την οποία, μολονότι ο κανονισμός Ρώμη I δεν έχει εφαρμογή επί αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων, το γεγονός ότι η σύμβαση περιέχει ρήτρα επιλογής ως εφαρμοστέου του δικαίου άλλου κράτους μέλους αρκεί για να δημιουργηθεί επαρκώς στενός σύνδεσμος με άλλο νομικό σύστημα, έτσι ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού Ρώμη I.

Δ. Επί του τρίτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

118.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν έχει εφαρμογή το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 σε περίπτωση κατά την οποία οι συμβαλλόμενοι εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος και επιλέγουν ως εφαρμοστέο δίκαιο, μέσω ρήτρας της συμβάσεως, το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Στο μέρος αυτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει ακόμη ρητώς το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I. Το καθοριστικής σημασίας στοιχείο του τρίτου ερωτήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτό των συνεπειών της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στη διάταξη αυτή.

119.

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση που εκτίθεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I στερεί τον ενδιαφερόμενο από τη δυνατότητα να επικαλεσθεί βασίμως την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

120.

Το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν κατ’ ουσίαν το ίδιο ζήτημα, δηλαδή κατά πόσον η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I ασκούν επιρροή στη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000. Φρονώ, επομένως, ότι τα δύο αυτά προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

121.

Θα εξετάσω καταρχάς τη σχέση μεταξύ του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I και του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000. Εν συνεχεία, θα εξετάσω το ζήτημα των αποτελεσμάτων συμβατικής ρήτρας καθορίζουσας το εφαρμοστέο δίκαιο υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I.

7.   Η σχέση μεταξύ του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I

α)  Οι συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, διέπονται από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I;

122.

Το άρθρο 13, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1346/2000 επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι η επιβλαβής για την ομάδα των πιστωτών δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

123.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 1346/2000, ο εν λόγω κανονισμός θα πρέπει να καθιερώσει ομοιόμορφους κανόνες συγκρούσεως δικαίων, όσον αφορά τα ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, οι οποίοι αντικαθιστούν τους εθνικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, ο κανονισμός 1346/2000 δεν περιέχει κανόνες συγκρούσεως δικαίων οι οποίοι καθιστούν δυνατό τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στην κατά το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού προσβαλλόμενη δικαιοπραξία. Φρονώ ότι το εφαρμοστέο στη δικαιοπραξία αυτή δίκαιο καθορίζεται, επομένως, από τους κανόνες συγκρούσεως δικαίων, βάσει των οποίων πρέπει να αναζητηθεί η lex causae, ανεξαρτήτως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Ο κανονισμός 1346/2000 εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές –όσον αφορά τα κράτη μέλη– καθοριζόταν βάσει της Συμβάσεως της Ρώμης. Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεών μου επί του τετάρτου ερωτήματος, θα παραπέμπω στη συνέχεια των προτάσεών μου αυτών στις διατάξεις του κανονισμού Ρώμη I. Δέχομαι, συγκεκριμένα, ως αρχή ότι για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 –στην υπό κρίση υπόθεση– το εφαρμοστέο στην προσβαλλόμενη δικαιοπραξία δίκαιο καθορίζεται βάσει των διατάξεων του κανονισμού Ρώμη I, περιλαμβανομένου του άρθρου του 3, το οποίο επιτρέπει την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές.

124.

Η μνημονευόμενη στην έκθεση Virgós/Schmit επιφύλαξη, δηλαδή ότι η διάταξη της Συμβάσεως της Ρώμης που αντιστοιχεί στο άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πιστωτών ή των τρίτων, «σύμφωνα με το καταρχήν εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο», εγείρει, βεβαίως, ορισμένα ζητήματα. Ίσως αποτελεί ένδειξη, όσον αφορά το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 (καθόσον η διάταξη αυτή απαιτεί να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία διέπεται από «το δίκαιο κράτους μέλους άλλου από το κράτος έναρξης»), περί του ότι κρίσιμο είναι μόνον το δίκαιο που καθορίζεται βάσει των κανόνων συγκρούσεως δικαίων που στηρίζονται σε αντικειμενικά στοιχεία συνδέσεως, ανεξαρτήτως του επιλεγέντος από τους συμβαλλομένους δικαίου.

125.

Υπέρ της προσεγγίσεως αυτής συνηγορούν τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1346/2000, κατά την οποία οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στον ίδιο αυτό κανονισμό, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και εκείνη του άρθρου 13, σκοπούν να προστατεύσουν –πέραν της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης– και την «ασφάλεια των συναλλαγών στα άλλα κράτη μέλη εκτός αυτού της έναρξης της διαδικασίας». Η διατύπωση αυτή θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι, όσον αφορά το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, ασκούν επιρροή μόνον τα στοιχεία της πραγματικής καταστάσεως, διότι ακριβώς βάσει αυτών –κατά τις αντιλήψεις από τις οποίες διαπνέεται το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I– συγκεκριμένη δικαιοπραξία «εντοπίζεται» σε κράτος μέλος (ή κράτη μέλη) διαφορετικό του κράτους ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

126.

Φρονώ, εντούτοις, ότι η άποψη αυτή δεν είναι πειστική. Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 θέτει μία απαίτηση, αυτήν της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δυσχερώς μπορεί να εννοηθεί ότι συμβαλλόμενοι που ενεργούν σύμφωνα με το δίκαιο που επέλεξαν, εντός των ορίων της αυτονομίας την οποία τους παρέχει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας αυτής. Η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, στον τομέα της συγκρούσεως δικαίων, αποτελεί αυτοτελή τρόπο καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου. Η αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως έχει κεφαλαιώδη σημασία στο νομοθετικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ( 32 ).

127.

Φρονώ, ως εκ τούτου, ότι, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1346/2000, το ζήτημα των συνεπειών της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου από συμβαλλόμενα μέρη εδρεύοντα στο κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού Ρώμη I, ιδίως δε το άρθρο του 3.

β)  Δύνανται τα συμβαλλόμενα μέρη να προβλέψουν, επιλέγοντας το εφαρμοστέο στη σύμβασή τους δίκαιο, το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί ως lex fori concursus κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας;

128.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το τρίτο ερώτημα –όπως, άλλωστε, επισημαίνει και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της– προϋποθέτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη που εδρεύουν στο ίδιο και το αυτό κράτος μέλος δύνανται να προβλέψουν, ήδη από το στάδιο της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί ως lex fori concursus κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά ενός εκ των συμβαλλομένων.

129.

Φρονώ ότι η ανάλυση αυτή συνιστά κατά κάποιο τρόπο απλούστευση. Κατά τον χρόνο καταρτίσεως δικαιοπραξίας, οι συμβαλλόμενοι δεν γνωρίζουν καταρχήν ακόμη αν θα κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας και εναντίον ποιου.

130.

Δεν μπορούν, επομένως, κατά μείζονα λόγο, να γνωρίζουν, κατά το στάδιο αυτό, ποιο δίκαιο θα εφαρμοσθεί σε ενδεχόμενη διαδικασία αφερεγγυότητας.

131.

Το εφαρμοστέο δίκαιο επί διαδικασίας αφερεγγυότητας και επί των αποτελεσμάτων αυτής είναι το δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου κινήθηκε η διαδικασία (άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000). Τα δικαστήρια του κράτους μέλους εντός του οποίου βρίσκεται το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη έχουν διεθνή δικαιοδοσία να κινήσουν τη διαδικασία αφερεγγυότητας (άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού).

132.

Το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί εν τέλει στο σύνολο των ζητημάτων που άπτονται της διαδικασίας αφερεγγυότητας θα καθορισθεί επομένως βάσει των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 3 του κανονισμού 1346/2000. Οι περιστάσεις από τις οποίες εξαρτάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων συγκεκριμένου κράτους μέλους ενδέχεται να μεταβληθούν ακόμη και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας από την εταιρία που θα κηρυχθεί σε πτώχευση.

133.

Εάν, όμως, η εταιρία αυτή μεταφέρει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος, πριν υποβάλει αίτηση κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας, διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν της σχετικής με τη διαδικασία αυτή αφερεγγυότητας διαφοράς έχουν, κατά κανόνα, τα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους. Ο χρόνος καταθέσεως της αιτήσεως κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για να διακριβωθεί αν υφίσταται το κριτήριο συνδέσεως που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισμού 1346/2000 ( 33 ).

134.

Επομένως, οι συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου δεν πρέπει να περιορισθούν, τεκμαιρομένου κατά κάποιο τρόπο ότι τα συμβαλλόμενα μέρη –γνωρίζοντας ότι το δίκαιο ειδικώς ενός κράτους μέλους θα εφαρμοσθεί ως lex fori concursus– επιδιώκουν να αποτρέψουν την εφαρμογή του. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να γνωρίζουν, όταν επιλέγουν το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο, αν θα κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας ούτε εναντίον ποιου ούτε, κατά μείζονα λόγο, το εφαρμοστέο στη διαδικασία αυτή δίκαιο.

γ) Επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη που επιλέγουν εφαρμοστέο δίκαιο να αποφύγουν την εφαρμογή του δικαίου που ορίζεται ως εφαρμοστέο βάσει των κανόνων συγκρούσεως δικαίων («καταστρατήγηση δικαίου»);

135.

Φρονώ επίσης, για να θίξω εκ νέου ζήτημα που ήγειρε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη που επιλέγουν το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν επιδιώκουν πάντα να αποφύγουν την εφαρμογή των διατάξεων ειδικώς κάποιου δικαίου, όπως υπονοεί κατά τα φαινόμενα σε ορισμένο βαθμό το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

136.

Στη θεωρία του δικαίου των συγκρούσεων νόμων έχει αναπτυχθεί η έννοια της «καταστρατηγήσεως δικαίου» (fraude à la loi, Gesetzesumgehung, evasion of law) ( 34 ). Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά μέρους (ή μερών) νομικής σχέσεως που αποσκοπεί στην αποφυγή των αποτελεσμάτων του δικαίου το οποίο θα εφαρμοζόταν κανονικά στη σχέση, διά της αντικαταστάσεώς του με άλλο δίκαιο. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, για να προστατευθεί το γενικό συμφέρον και η ασφάλεια των συναλλαγών, επιβάλλεται η εναντίωση σε τέτοιες πρακτικές και η παράβλεψη, κατά τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, των περιστάσεων που αποτελούν συνέπεια της παρεμβάσεως των μερών (και οι οποίες μπορεί να συνάγονται, επί παραδείγματι, από την εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών επιλογή εφαρμοστέου δικαίου).

137.

Στο παρόν πλαίσιο της αυξανόμενης σπουδαιότητας της αυτονομίας της βουλήσεως στον τομέα των κανόνων συγκρούσεως δικαίων, η σημασία της αντιλήψεως αυτής, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η δυνατότητα επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, δεν μπορεί παρά να τεθεί εν αμφιβόλω ( 35 ).

138.

Η αντίληψη που προκρίνεται στον κανονισμό Ρώμη I, σύμφωνα με το άρθρο του 2, είναι αυτή της επιλογής άνευ περιορισμών, στοιχείο που συνεπάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να υποβάλλουν τις έννομες σχέσεις τους στο δίκαιο της επιλογής τους, χωρίς να απαιτείται το δίκαιο αυτό να συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις πραγματικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Η λύση αυτή είναι, εν τέλει, σύμφωνη, με τις κρατούσες επί του παρόντος αντιλήψεις στον χώρο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ( 36 ). Κατά συνέπεια, το ζήτημα του εύλογου χαρακτήρα της επιλογής δικαίου καταλείπεται στα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία προβαίνουν τα ίδια στην επιλογή αυτή ( 37 ).

139.

Καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέγουν το εφαρμοστέο στη μεταξύ τους σύμβαση δίκαιο, η δε επιλογή αυτή δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό, αφεαυτής η επιδίωξη εφαρμογής, στις συμβατικές αυτές δεσμεύσεις, του δικαίου του κράτους μέλους που επελέγη δυσχερώς μπορεί να συνιστά συμπεριφορά χρήζουσα εναντιώσεως.

140.

Η εν ευρεία εννοία αυτονομία της βουλήσεως πλαισιώνεται από σύνολο μηχανισμών τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός Ρώμη I, όπως οι διατάξεις περί κανόνων αμέσου εφαρμογής (άρθρο 9), περί της εξαιρέσεως της δημοσίας τάξεως (άρθρο 21), της προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων (άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος) και της προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου (άρθρο 6, παράγραφος 2, και άρθρο 8, παράγραφος 1), καθώς και η διάταξη περί περιορισμού ορισμένων αποτελεσμάτων της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου οσάκις το σύνολο των λοιπών στοιχείων της περιπτώσεως εντοπίζεται στην ίδια χώρα, η οποία διαφέρει εκείνης της οποίας το δίκαιο επελέγη (άρθρο 3, παράγραφος 3). Η τελευταία αυτή διάταξη απηχεί κατά πάσα πιθανότητα τις αντιλήψεις της νομικής θεωρίας περί καταστρατηγήσεως δικαίου. Φρονώ ότι δεν πρόκειται ούτε για τη λειτουργία που επιτελεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 στην περίπτωση της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου επί συμβάσεως της οποίας τα μέρη εδρεύουν στο ίδιο κράτος μέλος. Οι συνέπειες της επιλογής αυτής διέπονται, εν πάση περιπτώσει, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I.

8.   Επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I

α)  Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I

141.

Το ουσιώδες ζήτημα που ανακύπτει από το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα –και, τουλάχιστον εμμέσως, από το τρίτο– αφορά τις συνέπειες της επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου επί συμβατικής ενοχής η οποία συνδέεται καθ’ όλα με το δίκαιο ενός κράτους μέλους.

142.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, στο οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο στην απόφασή του περί παραπομπής, ορίζει ότι «[ό]ταν, κατά το χρόνο της επιλογής, όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου αυτής της άλλης χώρας από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία».

143.

Πρέπει να επισημανθεί ότι το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην παραδοχή ότι, υπό τις πραγματικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, «όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα», εκτός της ίδιας της επιλογής δικαίου, εντοπίζονται στο κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

144.

Απόκειται, εν πάση περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει αν, στην υπό κρίση υπόθεση, η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου πραγματοποιήθηκε υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I.

145.

Το αιτούν δικαστήριο θα έχει, ειδικότερα, τη δυνατότητα να εξετάσει αν το ίδιο το γεγονός του ότι προβλέφθηκε συμβατική ρήτρα επιτρέπουσα τη χρήση πλοίου στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο εντός του οποίου συνάφθηκε η σύμβαση και εδρεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιπτώσεως συγκρούσεως δικαίων. Το στοιχείο αυτό μνημονεύθηκε από τη Mediterranea στις γραπτές παρατηρήσεις της.

146.

Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, το οποίο θεωρεί κρίσιμα τα στοιχεία της περιπτώσεως ως είχαν κατά τον χρόνο επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, αντιτίθεται στην ανάλυση αυτή.

147.

Επιπροσθέτως, απλώς και μόνον ρήτρα συμβάσεως επιτρέπουσα τη χρήση πράγματος εκτός των συνόρων κράτους μέλους δεν καθιστά δυνατό, κατά τη γνώμη μου, τον χαρακτηρισμό περιπτώσεως ως ενέχουσας σύγκρουση δικαίων και, κατά συνέπεια, δεν καθιστά δυνατή την παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I. Αυτού του είδους η επιφύλαξη δεν περιλαμβάνεται στην πλειονότητα των συμβάσεων που συνάπτονται στον εμπορικό τομέα. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι η χρήση του πράγματος περιορίζεται στον χώρο της έννομης τάξεως ενός και μόνον κράτους μέλους. Ωστόσο, η ενδεχόμενη δυνατότητα χρήσεως πράγματος στα χωρικά ύδατα άλλου κράτους μέλους δεν αρκεί για να προσδώσει διεθνή διάσταση στην περίπτωση, στοιχείο που θα απέκλειε, επομένως, τη δυνατότητα περιορισμού των συνεπειών της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I. Σε τέτοια περίπτωση θα περιοριζόταν υπέρμετρα η λειτουργία της διατάξεως αυτής, σκοπός της οποίας είναι η αποτροπή του ενδεχομένου να αποφύγουν τα συμβαλλόμενα μέρη τα αποτελέσματα του δικαίου που θα εφαρμοζόταν κανονικά σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις.

148.

Κατά μείζονα λόγο, απλώς και μόνον ρήτρα συμβάσεως επιτρέπουσα τη χρήση πράγματος εντός άλλης χώρας δυσχερώς δύναται να παρακωλύσει την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I. Συγκεκριμένα, κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα καταστρατηγήσεως των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού μέσω επιδεξίως διατυπωμένων απλών συμβατικών ρητρών. Φρονώ ότι το αυτό ισχύει και για την εκ μέρους των συμβαλλομένων χρήση της γλώσσας άλλου κράτους μέλους για την κατάρτιση της συμβάσεως, καθώς και για τον καθορισμό δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους ως εχόντων διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν ενδεχομένων διαφορών εκ της συμβάσεως αυτής.

149.

Για να καθορισθεί, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, αν «κατά τον χρόνο της επιλογής, όλα τα όλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα διαφορετική από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη» δεν απαιτείται, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις, αλλά μόνον οι κρίσιμες από απόψεως των κανόνων συγκρούσεως δικαίων.

β)  Συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I

150.

Η νομολογία του Δικαστηρίου και η νομική θεωρία δεν έχουν, πάντως, υιοθετήσει ακόμη ενιαία ανάλυση περί των συνεπειών της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου οσάκις αυτή πραγματοποιείται υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I.

151.

Στη νομική θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διακρίνονται δύο αντιλήψεις όσον αφορά τις συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις, οι υποστηρικτές των οποίων οριοθετούν με διαφορετικό τρόπο την αυτονομία της βουλήσεως στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.

– Επιλογή δικαίου κατά την έννοια των κανόνων συγκρούσεως δικαίων

152.

Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν την άποψη ότι, επί αμιγώς εσωτερικών υποθέσεων, η επιλογή δικαίου παράγει τα αποτελέσματά της σύμφωνα με τους κανόνες συγκρούσεως δικαίων. Δηλαδή, η επιλογή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή των συμβατικών ενοχών στο επιλεγέν δίκαιο.

153.

Η επιλογή αυτή υπόκειται, πάντως, σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι αποσκοπούν να εμποδίσουν τις προσπάθειες των συμβαλλομένων να αποφύγουν τα αποτελέσματα του δικαίου που θα εφαρμοζόταν κανονικά. Εκτός του επιλεγέντος δικαίου, εφαρμογή έχουν και οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου του κράτους μέλους με το οποίο συνδέεται αποκλειστικώς η έννομη σχέση ( 38 ).

– Παραπομπή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου

154.

Κατά άλλη άποψη, σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις, η «επιλογή» των συμβαλλομένων δεν παράγει αποτελέσματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως δικαίων, αλλά πρέπει μάλλον να χαρακτηρισθεί ως «παραπομπή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου» ( 39 ) (incorporation au contrat de règles de droit matériel, materiellrechtliche Verweisung, incorporation of foreign law) ( 40 ). Μια τέτοια παραπομπή συνιστά εκδήλωση της ασκήσεως, εκ μέρους των συμβαλλομένων, της συμβατικής ελευθερίας τους, της οποίας τα όρια καθορίζονται από το εφαρμοστέο στην οικεία ενοχική σχέση δίκαιο ( 41 ). Παραπέμποντας σε ένα άλλο νομικό σύστημα, τα συμβαλλόμενα μέρη αντιλαμβάνονται το περιεχόμενο των εφαρμοστέων στην έννομη σχέση τους κανόνων σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπει το νομικό σύστημα αυτό, καθόσον το επιτρέπουν οι ενδοτικού χαρακτήρα διατάξεις του εφαρμοστέου δικαίου. Οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της lex causae εξακολουθούν να εφαρμόζονται, δεδομένου ότι, όπως επιτάσσει το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν με συμφωνία από αυτές.

– Συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I

155.

Συμφωνώ με τους υποστηρίζοντες τη δεύτερη από τις προεκτεθείσες απόψεις, οι οποίοι θεωρούν ότι η επιλογή αυτή υπό τις περιστάσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I έχει απλώς ως αποτέλεσμα την παραπομπή στους εφαρμοστέους στη σύμβαση κανόνες ουσιαστικού δικαίου.

156.

Ο ίδιος ο εν λόγω κανονισμός δεν περιέχει καμία σαφή ένδειξη, βάσει της οποίας θα καθίστατο δυνατό να προτιμηθεί η μία ή η άλλη από τις προτεινόμενες προσεγγίσεις.

157.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού Ρώμη I, πάντως, ο κανονισμός αυτός «δεν εμποδίζει τα μέρη να ενσωματώσουν με ειδική μνεία στη σύμβασή τους ένα μη κρατικό σώμα κανόνων δικαίου ή μια διεθνή σύμβαση» ( 42 ).

158.

Όσον αφορά, επίσης, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, φρονώ ότι η «επιλογή» εφαρμοστέου δικαίου έχει ως αποτέλεσμα απλώς να παραπέμπει στους εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Η αιτιολογική σκέψη 13 του εν λόγω κανονισμού καταδεικνύει, πράγματι, ότι, κατά το πνεύμα του νομοθέτη της Ένωσης, αυτά είναι τα αποτελέσματα ρήτρας επιλογής εφαρμοστέου δικαίου η οποία δεν τηρεί τους περιορισμούς της αυτονομίας της βουλήσεως που θέτουν οι κανόνες συγκρούσεως δικαίων.

159.

Πρόκειται για την κατά πλειονότητα επικρατούσα άποψη στη θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, μολονότι το έρεισμά της είναι διαφορετικό ( 43 ).

– Συνέπειες της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I και δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000

160.

Ανεξαρτήτως του αν η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου στην περίπτωση αμιγώς εσωτερικής υποθέσεως παράγει αποτελέσματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως δικαίων ή αν πρόκειται για παραπομπή στους εφαρμοστέους σε αυτήν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις του δικαίου τους κράτους μέλους που θα ήταν κανονικά εφαρμοστέο (lex fori concursus) εξακολουθούν πάντα να έχουν εφαρμογή.

161.

Εντούτοις, φρονώ ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου δεν στερείται πρακτικού ενδιαφέροντος. Η άποψη περί παραπομπής στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου έχει πλεονεκτήματα, ιδίως αν αποδεικνύεται αναγκαίο να καθορισθεί αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη ρήτρα παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000.

162.

Ο διάδικος που επικαλείται το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού πρέπει να αποδείξει ότι η επιβλαβής για την ομάδα των πιστωτών δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

163.

Εάν προκριθεί η άποψη περί παραπομπής στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εξαίρεση του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000. Δεδομένου ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου δεν παράγει αποτέλεσμα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως δικαίων, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της lex fori concursus.

164.

Αντιθέτως, βάσει της απόψεως που συνδέει την επιλογή εφαρμοστέου δικαίου με αποτελέσματα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως δικαίων, ο ενδιαφερόμενος θα είχε τη δυνατότητα να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 πληρούνται σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις. Απλώς και μόνον το ότι έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κανονικά εφαρμοστέου δικαίου «από τις οποίες [κατά το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας] δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία» δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό.

165.

Συγκεκριμένα, οι διατάξεις περί αφερεγγυότητας δεν καταλέγονται μεταξύ των διατάξεων από τις οποίες δεν επιτρέπεται «παρέκκλιση με συμφωνία». Η επιλογή του εφαρμοστέου στις συμβατικές ενοχές δικαίου έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή στο επιλεγέν εφαρμοστέο δίκαιο αποκλειστικώς των ζητημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της συμβάσεως. Αυτό οριοθετείται σύμφωνα με τις ενδείξεις του άρθρου 12 του κανονισμού Ρώμη I. Η διάταξη αυτή δεν απαριθμεί, βεβαίως, περιοριστικώς τα ζητήματα που διέπονται από το δίκαιο της συμβάσεως, πλην όμως συνηγορεί υπέρ της αναλύσεως που έχει επικρατήσει στον χώρο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κατά την οποία το δίκαιο της συμβάσεως διέπει το περιεχόμενο καθώς και τα αποτελέσματά της και – πλην ορισμένων εξαιρέσεων, οι οποίες συνάγονται από τον κανονισμό Ρώμη I και ειδικότερα από το άρθρο του 11 και από το άρθρο του 1, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και στʹ– τις προϋποθέσεις του κύρους της. Το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο είναι επομένως αυτό που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. Φρονώ, πάντως, ότι τούτο δεν φθάνει μέχρι του σημείου να περιλάβει στο πεδίο εφαρμογής του τους διάφορους μηχανισμούς του πτωχευτικού δικαίου.

166.

Η ρήτρα παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 στηρίζεται επομένως σε μια απλούστευση. Η προστασία της εμπιστοσύνης ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο σε δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των δανειστών καλύπτει, συνεπώς, πεδίο ευρύτερο από το πεδίο εφαρμογής της lex causae.

167.

Η απόδειξη που απαιτείται βάσει του άρθρου 13 του ως άνω κανονισμού, δηλαδή ότι το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο δεν παρέχει «κανένα μέσο προσβολής» της δικαιοπραξίας, αφορά, συνεπώς, ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της συμβάσεως. Πρέπει να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί τόσο βάσει των γενικών διατάξεων, διά των συνήθων ενδίκων βοηθημάτων που παρέχει το αστικό και το εμπορικό δίκαιο, τα οποία, εκτός διαδικασίας αφερεγγυότητας, διέπονται από τη lex contractus, όσο και βάσει των διαφόρων μηχανισμών που προβλέπει το πτωχευτικό δίκαιο και οι οποίοι δεν σχετίζονται με το δίκαιο της συμβάσεως.

168.

Το σύστημα αυτό δικαιολογείται βάσει των αποτελεσμάτων τα οποία συνδέονται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, με την κίνηση της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή υπάγει όλα τα σχετικά με τη διαδικασία αφερεγγυότητας ζητήματα στο δίκαιο ενός μόνον κράτους μέλους, ακόμη και αν, κατά τον χρόνο συνάψεως της δικαιοπραξίας από την εταιρία κατά της οποίας θα κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας, δεν μπορεί να είναι γνωστό ποια θα είναι η lex fori concursus κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας ( 44 ).

169.

Οι διατάξεις αυτές αποτελούν ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι η επιλογή εφαρμοστέου δικαίου υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανoνισμού Ρώμη I αντιστοιχεί σε ρήτρα παραπομπής στους κανόνες του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου.

170.

Με γνώμονα την προεκτεθείσα ανάλυση, προτείνω να δοθούν οι εξής απαντήσεις στο τρίτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα:

Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 δύναται να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη εδρεύουν στο ίδιο και το αυτό κράτος μέλος και επιλέγουν το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Οι συνέπειες της επιλογής αυτής, αντιθέτως, διέπονται από το άρθρο 3 του κανονισμού Ρώμη I.

Η επιλογή των συμβαλλομένων μερών να ορίσουν το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, στο οποίο εντοπίζονται «όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα», δεν καθιστά δυνατή, με γνώμονα το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, την υπαγωγή της συμβάσεως στο δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, στοιχείο που αποκλείει κάθε δυνατότητα να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί του ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

VI. Πρόταση

171.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στα ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunale Ordinario di Venezia (πρωτοδικείο Βενετίας, Ιταλία):

1)

Για την εφαρμογή της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, απόκειται στον διάδικο που επωφελήθηκε από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών να έχει ενεργό συμμετοχή στη δίκη.

Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, ο καθορισμός των όρων προς τους οποίους ο ενδιαφερόμενος διάδικος –ο οποίος αποδεικνύει ότι πληρούνται οι κατά το άρθρο 13 του κανονισμού προϋποθέσεις– πρέπει να συμμορφώνεται για να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή, προκειμένου να αντιταχθεί στην αμφισβήτηση του κύρους δικαιοπραξίας επιβλαβούς για την ομάδα των πιστωτών κατά τη lex fori concursus, διέπεται από το δικονομικό δίκαιο του κράτους του οποίου τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της υποθέσεως.

2)

Προκειμένου να επικαλεσθεί βασίμως την εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, ο ωφεληθείς από δικαιοπραξία επιβλαβή για την ομάδα των πιστωτών υποχρεούται απλώς να αποδείξει –οσάκις η lex causae επιτρέπει την προσβολή δικαιοπραξίας του είδους αυτού– ότι η δικαιοπραξία, μολονότι μπορεί καταρχήν να προσβληθεί, δεν μπορεί πραγματικά να αμφισβητηθεί με κανένα μέσο βάσει της lex causae, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως.

3)

Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), έχουν την έννοια ότι σύμβαση ναυλώσεως συναφθείσα σε κράτος μέλος μεταξύ εταιριών που εδρεύουν στο ίδιο αυτό κράτος μέλος εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I, ανεξαρτήτως αν η σύμβαση αυτή περιέχει ρήτρα ορίζουσα ως εφαρμοστέο το δίκαιο άλλου κράτους μέλους.

4)

Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 δύναται να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη εδρεύουν στο ίδιο και το αυτό κράτος μέλος και επιλέγουν το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Οι συνέπειες της επιλογής αυτής, αντιθέτως, διέπονται από το άρθρο 3 του κανονισμού Ρώμη I.

Η επιλογή των συμβαλλομένων μερών να ορίσουν το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, στο οποίο εντοπίζονται «όλα τα άλλα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα», δεν καθιστά δυνατή, με γνώμονα το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I, την υπαγωγή της συμβάσεως στο δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, στοιχείο που αποκλείει κάθε δυνατότητα να αποδειχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί του ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η πολωνική.

( 2 ) ΕΕ 2000, L 160, σ. 1.

( 3 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Απριλίου 2015, Lutz (C‑557/13, EU:C:2015:227), και της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690).

( 4 ) ΕΕ 2015, L 141, σ. 19. Ο κανονισμός 1346/2000 καταργήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91 του κανονισμού 2015/848, ο οποίος έχει εφαρμογή, πλην μερικών εξαιρέσεων, στις διαδικασίες αφερεγγυότητας που κινήθηκαν από της 26ης Ιουνίου 2017 και εφεξής.

( 5 ) ΕΕ 2008, L 177, σ. 6, στο εξής: κανονισμός Ρώμη I.

( 6 ) Επισημαίνεται συναφώς ότι στη θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οι συγγραφείς κάνουν συχνά μνεία της ευρύτερης έννοιας της lex causae προκειμένου να ορίσουν το εφαρμοστέο επί ορισμένου ζητήματος δίκαιο. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ως lex causae χαρακτηρίζεται η lex contractus, μολονότι πρόκειται για ευρύτερη έννοια η οποία δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με το εφαρμοστέο στη συμβατική ενοχή δίκαιο.

( 7 ) M. Virgós και E. Schmit, έκθεση επί της Συμβάσεως περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, δημοσιευθείσα σε G. Moss, I.F. Fletcher και S. Isaacs, The EC Regulation on Insolvency proceedings. A Commentary and Annotated Guide, 2η έκδοση, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2009, σ. 381 επ. (στο εξής: έκθεση Virgós/Schmit).

( 8 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Eurofood IFSC (C‑341/04, EU:C:2005:579, σημείο 2). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Lutz (C‑557/13, EU:C:2014:2404, σημείο 48), και στην υπόθεση SCI Senior Home (C‑195/15, EU:C:2016:369, σημεία 41, 42, 44).

( 9 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015 (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 26).

( 10 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψεις 27 και 28).

( 11 ) C‑557/13, EU:C:2014:2404, σημείο 78.

( 12 ) Επί παραδείγματι, το άρθρο 13, δεύτερη περίπτωση, της αποδόσεως του κανονισμού 1346/2000 στην εσθονική γλώσσα («kõnealuse seaduse alusel ei ole võimalik tema tegevust mingil viisil vaidlustada») δεν παραπέμπει σαφώς στις περιστάσεις συγκεκριμένης περιπτώσεως. Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι η προϋπόθεση του άρθρου 13, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1346/2000 επαναλαμβάνεται με τρόπο κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, του νέου κανονισμού 2015/848. Η ανάγκη να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί συγκεκριμένα ως προϋπόθεση την οποία απαιτεί το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 δεν έχει, επομένως, εγκαταλειφθεί. Η ανάλυση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων του κανονισμού 2015/848, στις οποίες διατηρείται η απαίτηση αυτή περί αποδείξεως στηριζομένης στις περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, επιβεβαιώνει την κρίση αυτή. Η απόδοση στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί πάντα τη φράση «in the relevant case», η δε απόδοση στη γαλλική γλώσσα τη φράση «en l’espèce». Μία ελάσσονος σημασίας τροποποίηση παρατηρείται στην απόδοση του κειμένου στη γερμανική γλώσσα, δεδομένου ότι η φράση «in diesem Fall» αντικαταστάθηκε από τη φράση «im vorliegenden Fall». Όσον αφορά την απόδοση στην πολωνική γλώσσα, δεν απαιτείται, βεβαίως, πλέον να αποδειχθεί ότι η δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί «takim przypadku», η φράση αυτή, όμως, αντικαταστάθηκε από την παραπλήσια «w odnośnej sprawie».

( 13 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 17).

( 14 ) Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 22).

( 15 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Lutz (C‑557/13, EU:C:2014:2404, σημείο 73).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2015, Nike European Operations Netherlands (C‑310/14, EU:C:2015:690, σκέψη 39).

( 17 ) Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης (C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψεις 33 έως 37).

( 18 ) ΕΕ 1988, C 27, σ. 34, στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης.

( 19 ) Βλ. Lalive, P., «Tendances et méthodes en droit international privé: cours général», Recueil des cours de l’Académie de la Haye [Συλλογή των μαθημάτων της Ακαδημίας της Χάγης], τόμος 155, 1977, σ. 16 έως 33, και de Boer, Th. M., «Facultative Choice of Law. The Procedural Status of Choice-of-Law Rules and Foreign Law, Recueil des Cours de l’Académie de la Haye, τόμος 257, 1996, σ. 239 έως 250.

( 20 ) Behr, V., «Rome I Regulation. A – Mostly – Unified Private International Law of Contractual Relationships Within – Most – of the European Union», Journal of Law and Commerce, τόμος 29, 2011, σ. 238.

( 21 ) Pazdan, J., «Rozporządzenie Rzym I: nowa wspólnotowa kolizyjnoprawna regulacja zobowiązań umownych», Problemy Prawa Prywatnego Międzynarodowego, αριθ. 5, 2009, σ. 14.

( 22 ) Lüttringhaus, J. D., «Article 1», σε F. Ferrari (επιμ.), Rome I Regulation. Pocket Commentary, Sellier European Law Publisher, Μόναχο, 2015, σ. 41.

( 23 ) ΕΕ 1987, C 199, σ. 1, στο εξής: έκθεση Giuliano/Lagarde.

( 24 ) ΕΕ 2007, L 199, σ. 40.

( 25 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 26 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 27 ) Πρέπει να διευκρινισθεί ότι το γεγονός ότι η επιλογή δικαίου δεν αποτελεί περίσταση δυνάμενη να χαρακτηρίσει περίπτωση ως σύγκρουση δικαίων δεν μπορεί να εξηγηθεί βάσει της μνείας, στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού Ρώμη II, της υφισταμένης καταστάσεως «κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος», ενώ το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I κάνει λόγο για περιστάσεις υφιστάμενες κατά τον χρόνο επιλογής του δικαίου. Βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού Ρώμη II, η επιλογή αυτή είναι, συγκεκριμένα, δυνατή και εκ των προτέρων.

( 28 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη II, ο οποίος είναι προγενέστερος του κανονισμού Ρώμη I, «[το καθ’ ύλην] πεδίο εφαρμογής και οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να συνάδουν προς τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (“Βρυξέλλες Ι”) και προς τα νομοθετήματα σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές». Η αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Ρώμη I, το γράμμα της οποίας είναι πανομοιότυπο, μνημονεύει ήδη ρητώς την απαίτηση περί συνοχής σε σχέση με τον κανονισμό Ρώμη II.

( 29 ) Αυτή είναι η κρατούσα άποψη και στην πολωνική θεωρία του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Βλ. Pazdan, M., Prawo prywatne międzynarodowe, LexisNexis Polska, Βαρσοβία, 2017, σ. 26. Πρόκειται για άποψη την οποία υποστήριζε η πολωνική νομική θεωρία ήδη σε σχέση με τις διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης. Βλ. Popiołek, W., «Konwencja EWG o prawie właściwym dla zobowiązań», Państwo i Prawo, τόμος 2, 1982, σ. 106, Wojewoda, Μ., Zakres prawa właściwego dla zobowiązań umownych, Wolters Kluwer SA, Βαρσοβία, 2007, σ. 73.

( 30 ) Pazdan, Μ., Prawo prywatne międzynarodowe, LexisNexis Polska, Βαρσοβία, 2017, σ. 76.

( 31 ) Το ζήτημα της ικανότητας δικαίου εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Ρώμη I (άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ). Το ζήτημα αυτό διέπεται, επομένως, από το δίκαιο που θα καθορισθεί κατ’ εφαρμογήν των εθνικών κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι οποίοι ισχύουν όσον αφορά το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υποθέσεως. Η ιθαγένεια του μισθωτή θα μπορούσε, επομένως, να ασκεί επιρροή εφόσον το εθνικό σύστημα κανόνων συγκρούσεως δικαίων προβλέπει τέτοιες διατάξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός Ρώμη I θα εξακολουθούσε, πάντως, να έχει εφαρμογή, λαμβανομένου υπόψη του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής του. Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού ορίζει ότι «[σ]ε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ προσώπων που ευρίσκονται στην ίδια χώρα, φυσικό πρόσωπο ικανό, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας αυτής, δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη σύμφωνα με το δίκαιο της άλλης χώρας πηγάζουσα ανικανότητά του, παρά μόνο αν, κατά τη χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης, ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε την ανικανότητα αυτή ή την αγνοούσε εξ αμελείας του».

( 32 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού Ρώμη I, η ελευθερία των συμβαλλομένων να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να αποτελεί «έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του συστήματος των κανόνων σύγκρουσης νόμων όσον αφορά τις συμβατικές ενοχές». Όσον αφορά τον κανονισμό Ρώμη II, αυτός αναγνωρίζει την αυτονομία της βουλήσεως ως αρχή του δικαίου, τουλάχιστον στην απόδοσή του στην αγγλική («principle of party autonomy») και στη γαλλική γλώσσα («le principe de l’autonomie»), στοιχείο που επιβεβαιώνει τη σημασία της στο δίκαιο της Ένωσης.

( 33 ) Βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Interedil (C‑396/09, EU:C:2011:671, σκέψεις 55 και 56).

( 34 ) Graveson, R.H., «Comparative Aspects of the General Principles of Private International Law», Recueil des Cours de l’Académie de la Haye, τόμος 109, 1963, σ. 48· Bogdan, Μ., «Private International Law as Component of the Law of the Forum: General Course on Private International Law», Recueil des Cours de l’Académie de la Haye, τόμος 348, 2011, σ. 196.

( 35 ) Bogdan, Μ., «Private International Law as Component of the Law of the Forum: General Course on Private International Law», Recueil des Cours de l’Académie de la Haye, τόμος 348, 2011, σ. 200 και 201.

( 36 ) Leible, S., «Rechtswahl im IPR der außervertraglichen Schuldverhältnisse nach der Rom II-Verordnung», Recht der Internationalen Wirtschaft, τόμος 257, τεύχος 5, 2008, σ. 261· Von Hein, J., «Europäisches Internationales Deliktsrecht nach der Rom II-Verordnung», Zeitschrift für Europäisches Privatrecht, 2009, σ. 22.

( 37 ) Pazdan, M., «Autonomia woli w prawie prywatnym międzynarodowym – aktualne tendencje», σε Europeizacja prawa prywatnego, τόμος II, επιμ. M. Pazdan, W. Popiołek, E. Rott‑Pietrzyk, M. Szpunar, Wolters Kluwer business, Βαρσοβία, 2008, σ. 144.

( 38 ) Piroddi, P., «International Subcontracting in EC Private International Law», Yearbook of Private International Law, τόμος 7, 2005, σ. 307.

( 39 ) Στην πολωνική νομική θεωρία γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις μνεία της «παραπομπής στο ουσιαστικό δίκαιο». Προτείνεται, ωστόσο, η αντικατάσταση του όρου αυτού με τη φράση «παραπομπή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου», διευκρινιζομένου ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν όχι απλώς να παραπέμψουν στο ισχύον εντός κράτους δίκαιο, αλλά και σε επιλογή κανόνων, η οποία δεν έχει επομένως την ίδια φύση. Βλ. Pazdan, M., «Materialnoprawne wskazanie a kolizyjnoprawny wybór prawa», Problemy Prawne Handlu Zagranicznego, τόμος 18, 1995, σ. 107.

( 40 ) Rigaux, F., «Les situations juridiques individuelles dans un système de relativité générale: cours générale de droit international privé», Recueil des Cours de l’Académie de la Haye, τόμος 213, 1989, σ. 192.

( 41 ) Pazdan, M., «Materialnoprawne wskazanie a kolizyjnoprawny wybór prawa», Problemu Prawne Handlu Zagranicznego, τόμος 18, 1995, σ. 107.

( 42 ) Η λύση αυτή επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, λόγω του φόβου ότι, επιλέγοντας σώμα μη κρατικών κανόνων, τα συμβαλλόμενα μέρη θα έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν τα αποτελέσματα της εφαρμογής των αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεων του δικαίου που ισχύει εντός κράτους μέλους. Βλ. Heiss, H., «Party Autonomy», σε Rome I Regulation: The Law Applicable to Contractual Obligations in Europe, επιμ. F. Ferrari, S. Leible, Sellier European Law Publisher, Μόναχο, 2009, σ. 11. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού Ρώμη I έχει παρεμφερή αποστολή, αποτρέποντας την παρέκκλιση από τις διατάξεις του ius cogens οι οποίες απορρέουν από το κανονικά εφαρμοστέο δίκαιο.

( 43 ) Garcimartín Alférez, F.J., «The Rome I Regulation: Much ado about nothing?», The European Legal Forum, τεύχος 2, 2008, σ. 64· F. Ragno, Article 3, σε Rome I Regulation. Pocket Commentary, επιμ. F. Ferrari, Sellier European Law Publisher, Μόναχο, 2015, σ. 113 και 114.

( 44 ) Βλ. σημεία 128 έως 134 των προτάσεων αυτών.