12.10.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 337/22


Προσφυγή της 15ης Ιουλίου 2015 — Greenpeace Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-382/15)

(2015/C 337/23)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Greenpeace Energy eG (Αμβούργο, Γερμανία), oekostrom AG für Energieerzeugung und -handel (Βιέννη, Αυστρία), Stadtwerke Aalen GmbH (Aalen, Γερμανία), Stadtwerke Bietigheim-Bissingen GmbH (Bietigheim-Bissingen, Γερμανία), Stadtwerke Schwäbisch Hall GmbH (Schwäbisch Hall, Γερμανία), Stadtwerke Tübingen GmbH (Tübingen, Γερμανία), Stadtwerke Mühlacker GmbH (Mühlacker, Γερμανία), Energieversorgung Filstal GmbH & Co KG (Göppingen, Γερμανία), Stadtwerke Mainz AG (Mainz, Γερμανία), Stadtwerke Bochum Holding GmbH (Bochum, Γερμανία) (εκπρόσωποι: D. Fouquet και J. Nysten, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1, ΣΛΕΕ, ως παραδεκτή και βάσιμη·

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2015/658 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης SA.34947 (2013/C) (πρώην 2013/N) που προτίθεται να εφαρμόσει το Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό τη στήριξη του πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής Hinkley Point C·

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένης της δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων μετακινήσεως.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως.

1.

Πρώτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ καθόσον έγινε δεκτή η ύπαρξη κοινού συμφέροντος

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή, κατά τον έλεγχό της, συγχέει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχεία β', και γ', ΣΛΕΕ, εφαρμόζοντας κατά συνέπεια εσφαλμένως τις εν λόγω διατάξεις. Η Επιτροπή διαπιστώνει περαιτέρω την ύπαρξη κοινού συμφέροντος για την προώθηση της πυρηνικής ενέργειας, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η Επιτροπή δέχεται επίσης την ύπαρξη κοινού συμφέροντος όσον αφορά τον ενεργειακό εφοδιασμό, που αποτελεί πράγματι κατά το άρθρο 194 ΣΛΕΕ έναν εκ των στόχων της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας, ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί με την κατασκευή και τη λειτουργία του εν λόγω πυρηνικού σταθμού.

2.

Δεύτερος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ λόγω παραδοχής της υπάρξεως αδυναμίας της αγοράς

Συναφώς, προβάλλεται ότι κακώς η Επιτροπή δέχτηκε την ύπαρξη αδυναμίας της αγοράς λόγω υποτιθέμενης αδυναμίας χρηματοδοτήσεως του πυρηνικού σταθμού από τις χρηματοοικονομικές αγορές, αγνοώντας επιπροσθέτως το γεγονός ότι άλλοι πυρηνικοί σταθμοί, μεταξύ των οποίων εκείνοι που χρησιμοποιούν την ίδια τεχνολογία, μπορούν να ανταπεξέλθουν δίχως αντίστοιχες κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή κακώς υποστηρίζει ότι μια πολιτική επιλογή μπορεί να συνιστά αδυναμία της αγοράς.

3.

Τρίτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ λόγω μη ορθού χαρακτηρισμού του μέτρου «Contract for Difference» ως επενδυτικής ενισχύσεως — εφαρμογή λανθασμένου κριτηρίου αξιολογήσεως

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τόσο οι λειτουργικές όσο και οι επενδυτικές ενισχύσεις, καθώς και η μεταξύ τους διαφορά, ορίζονται στον νόμο με επαρκή σαφήνεια. Η Επιτροπή, δεχόμενη ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ισοδυναμεί με επενδυτική ενίσχυση, διαμόρφωσε, ενεργώντας κατά κατάχρηση εξουσίας, μία νέα κατηγορία και, κατά συνέπεια, εφήρμοσε λανθασμένο κριτήριο αξιολογήσεως.

4.

Τέταρτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ με την παραδοχή περί αναλογικότητας και χαρακτήρα κινήτρου του πακέτου ενισχύσεως.

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν συναφώς ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς τις εναλλακτικές έναντι της κατασκευής και λειτουργίας του σταθμού πυρηνικής ενέργειας δυνατότητες για την επίτευξη του φερόμενου στόχου του ενεργειακού εφοδιασμού. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξέτασε με επιμέλεια πώς θα είχε συμπεριφερθεί μια επιχείρηση χωρίς τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, ο εκ μέρους της Επιτροπής έλεγχος της αναλογικότητας είναι εσφαλμένος και ελλιπής.

5.

Πέμπτος λόγος: Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ λόγω υποτιμήσεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από το μέτρο των κρατικών ενισχύσεων και υπερτιμήσεως των θετικών συνεπειών του πακέτου ενισχύσεων.

Οι προσφεύγουσες προσάπτουν επιπλέον στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ως αμελητέες τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Οι προσφεύγουσες εκθέτουν ότι μελέτες μαρτυρούν σημαντικότερη επίδραση στις τιμές της αγοράς σε σχέση με τα όσα δέχθηκε η Επιτροπή, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία παρερμηνεύθηκαν και αγνοήθηκαν.

6.

Έκτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 8 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ (1) και των οδηγιών 2004/17/ΕΚ (2) και 2004/18/ΕΚ (3) λόγω εγκρίσεως του πακέτου ενισχύσεως χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού ή άλλη ισοδύναμη διαδικασία

Συναφώς, προβάλλεται, ιδίως, ότι η Επιτροπή, εσφαλμένως και αντιθέτως προς την έως τώρα ακολουθούμενη πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, εκκινεί από την παραδοχή ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά εσφαλμένως τα πραγματικά περιστατικά, σε βαθμό που να στοιχειοθετείται κατάχρηση εξουσίας, και αγνοεί τη συγκρισιμότητα με πολλά άλλα έργα. Επιπλέον, η Επιτροπή ενεργεί κατά κατάχρηση εξουσίας με το να εξομοιώσει την πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος της Βρετανικής Κυβερνήσεως προς μια διαδικασία που ισοδυναμεί με τη διενέργεια διαγωνισμού.

7.

Έβδομος λόγος: Παράβαση των αυξημένων απαιτήσεων όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθώς και του κώδικα ορθής διοικητικής πρακτικής, λόγω συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη έλλειψη συνοχής.

Στο πλαίσιο του λόγου αυτού οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή επανειλημμένως αντιφάσκει προς την πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, χωρίς να παραθέτει προς τούτο πειστικά επιχειρήματα.

8.

Όγδοος λόγος: Παράβαση του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κώδικα ορθής διοικητικής πρακτικής λόγω γενικής ελλείψεως συμμορφώσεως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως

Συναφώς, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή εσφαλμένη περιγραφή της μεθοδολογίας των μέτρων ενισχύσεως, καθόσον παραδείγματος χάριν θεωρεί ότι αποτελούν επενδυτική και όχι λειτουργική ενίσχυση και γενικά συγχέει διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία. Ακόμη, η Επιτροπή δεν προσδιορίζει το συνολικό ύψος των μέτρων ενισχύσεως και αξιολογεί ανεπαρκώς μία πιθανή σώρευσή τους. Κατά τις προσφεύγουσες, οι αιτιολογίες που παρατίθενται προς θεμελίωση του κοινού συμφέροντος ή της αδυναμίας της αγοράς και της αναλογικότητας δεν πληρούν εν γένει τις σχετικές με την αιτιολόγηση απαιτήσεις.


(1)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 55).

(2)  Οδηγία 2004/17/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1).

(3)  Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114).