15.2.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 59/2


Αναίρεση που άσκησε στις 12 Νοεμβρίου 2015 η Lotte Co. Ltd κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) στις 15 Σεπτεμβρίου 2015 στην υπόθεση T-483/12, Nestlé Unternehmungen Deutschland GmbH κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

(Υπόθεση C-586/15 P)

(2016/C 059/02)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Lotte Co. Ltd (εκπρόσωπος: M. Knitter, δικηγόρος)

Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Nestlé Unternehmungen Deutschland GmbH, Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 (T-483/12) και να απορρίψει την προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς της 3ης Σεπτεμβρίου 2012 στην υπόθεση R 2103/2010-4·

επικουρικώς, αφού ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αναπέμψει την υπόθεση σ’ αυτό·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα (Nestlé Unternehmungen Deutschland GmbH) στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (στο εξής: ΚΚΣ). Συγκεκριμένα, προβάλλει τρία νομικά σφάλματα.

1.

Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι εφαρμόστηκαν εσφαλμένα κριτήρια εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση τυχόν επιτρεπτής αποκλίσεως στην πραγματική χρήση του σήματος που προβλήθηκε με την ανακοπή δυνάμει του άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α', του ΚΚΣ. Η αναιρεσείουσα προβάλλει επ’ αυτού ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον προσδιόρισε τα διακριτικά στοιχεία του σήματος που προβλήθηκε με την ανακοπή με βάση τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως. Το γεγονός ότι ορισμένα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά στο σήμα ή υπερισχύουν σε αυτό, το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, δεν μπορεί να έχει την ίδια βαρύτητα οσάκις εκτιμάται το επιτρεπτό μιας αποκλίνουσας χρήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρόκειται περί διαπιστώσεως κινδύνου συγχύσεως. Αντιθέτως, το ζητούμενο είναι κατά πόσον η μορφή με την οποία χρησιμοποιείται το καταχωρισμένο σήμα αποκλίνει κατά τόσο επουσιώδη τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να εκληφθούν αμφότερα τα σημεία ως ισοδύναμα στο σύνολό τους.

2.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις κατά τον καθορισμό των διακριτικών στοιχείων του σήματος που προβλήθηκε με την ανακοπή. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθότι υιοθέτησε τα κριτήρια που εφάρμοσε το τμήμα προσφυγών χωρίς να εξετάσει το ίδιο τα πολλά μεμονωμένα στοιχεία του σύνθετου σήματος που προβλήθηκε με την ανακοπή.

3.

Κατά την άποψη της αναιρεσείουσας το σκεπτικό με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε τη μορφή της χρήσεως περιέχει αντιφάσεις και λογικά σφάλματα. Το Γενικό Δικαστήριο σημειώνει μεν ότι το χρησιμοποιούμενο σημείο μπορεί να αποκλίνει μόνον κατά «επουσιώδη στοιχεία» από τη μορφή υπό την οποία έχει καταχωρισθεί και ότι το χρησιμοποιούμενο σημείο και το καταχωρισμένο σήμα πρέπει να είναι δυνατόν να εκληφθούν ως «ισοδύναμα στο σύνολό τους» ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για χρήση που διασφαλίζει τα δικαιώματα. Κατά την εφαρμογή, εντούτοις, των εν λόγω κριτηρίων εκτιμήσεως το Γενικό Δικαστήριο υποπίπτει σε αντιφάσεις και σε λογικά σφάλματα. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε με πολύ αυστηρό τρόπο κατά πόσο η μορφή υπό την οποία χρησιμοποιείται το σήμα περιλαμβάνει τα τρία στοιχεία τα οποία αυτό θεωρεί διακριτικά. Βάσει των κριτηρίων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει χρήση που διασφαλίζει τα δικαιώματα και δεν λαμβάνει σχετικώς υπόψη ότι στη χρησιμοποιούμενη μορφή προσετέθησαν πλείονα νέα στοιχεία, με αποτέλεσμα το χρησιμοποιούμενο σημείο και το καταχωρισμένο σήμα να μην είναι πλέον δυνατόν να εκληφθούν ως «ισοδύναμα στο σύνολό τους».