ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κρατικές ενισχύσεις — Ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή το Βασίλειο του Βελγίου υπέρ των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών του ομίλου ARCO — Συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων — Οδηγία 94/19/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Σύστημα εγγυήσεως για την προστασία των μεριδίων των μελών, φυσικών προσώπων, των συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα — Δεν εμπίπτει — Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ — Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά»

Στην υπόθεση C‑76/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Paul Vervloet,

Marc De Wit,

Edgard Timperman,

Godelieve Van Braekel,

Patrick Beckx,

Marc De Schryver,

Guy Deneire,

Steve Van Hoof,

Organisme voor de financiering van pensioenen Ogeo Fund,

Gemeente Schaarbeek,

Frédéric Ensch Famenne

κατά

Ministerraad,

παρισταμένων των:

Arcofin CVBA,

Arcopar CVBA,

Arcoplus CVBA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal, A. Rosas (εισηγητή), C. Toader και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Απριλίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο P. Vervloet, ο Μ. De Wit, ο Ε. Timperman, η G. Van Braekel, ο P. Beckx, ο M. De Schryver, ο G. Deneire και ο S. Van Hoof, εκπροσωπούμενοι από τoυς K. Geelen, E. Monard και W. Moonen, advocaten,

ο Organisme voor de financiering van pensioenen Ogeo Fund, εκπροσωπούμενος από τους J. Bourtembourg και F. Belleflamme, avocats,

η Arcofin CVBA, η Arcopar CVBA και η Arcoplus CVBA, εκπροσωπούμενες από τον A. Verlinden, την R. Martens και την C. Maczkovics, advocaten,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.‑C. Halleux και την C. Pochet, επικουρούμενους από τους S. Ryelandt και P. De Bock, advocaten,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P.‑J. Loewenthal, L. Flynn και A. Nijenhuis,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005 (ΕΕ 2005, L 79, σ. 9) (στο εξής: οδηγία 94/19) και, αφετέρου, το κύρος της αποφάσεως 2014/686/ΕΕ της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33927 (12/C) (πρώην 11/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο – Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών (ΕΕ 2014, L 284, σ. 53, στο εξής: απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Paul Vervloet, Marc De Wit, Edgard Timperman, Godelieve Van Braekel, Patrick Beckx, Marc De Schryver, Guy Deneire και Steve Van Hoof, του Organisme voor de financiering van pensioenen Ogeo Fund (Οργανισμού χρηματοδοτήσεως των συντάξεων Ogeo Fund), του Gemeente Schaarbeek (Κοινότητας του Schaerbeek, Βέλγιο) και του Frédéric Ensch Famenne, και, αφετέρου, του Ministerraad (Υπουργικού Συμβουλίου, Βέλγιο), με αντικείμενο τη συμβατότητα του συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το οποίο καθιερώθηκε βάσει του άρθρου 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του wet tot vaststelling van het organiek statuut van de Nationale Bank van België (νόμου για τον καθορισμό του καταστατικού της Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου), της 22ας Φεβρουαρίου 1998 (Belgisch Staatsblad, 28 Μαρτίου 1998, σ. 9377), όπως τροποποιήθηκε με το koninklijk besluit betreffende de evolutie van de toezichtsarchitectuur voor de financiële sector (βασιλικό διάταγμα σχετικά με την εξέλιξη των δομών ελέγχου του χρηματοπιστωτικού τομέα), της 3ης Μαρτίου 2011 (Belgisch Staatsblad, 9 Μαρτίου 2011, σ. 15623) (στο εξής: νόμος της 22ας Φεβρουαρίου 1998), με την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Βελγικό Σύνταγμα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 94/19

3

Η οδηγία 94/19 καταργήθηκε με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149). Δεδομένου ότι η κατάργηση αυτή ετέθη σε ισχύ στις 4 Ιουλίου 2015, η διαφορά της κύριας δίκης εξακολουθεί να διέπεται από την οδηγία 94/19.

4

Η πρώτη, η όγδοη, η δέκατη έκτη και η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19 όριζαν τα εξής:

«εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τους στόχους της Συνθήκης [ΕΚ], πρέπει να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Κοινότητα με την εξάλειψη όλων των περιορισμών του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των αποταμιευτών·

[...]

[εκτιμώντας] ότι η εναρμόνιση πρέπει να περιοριστεί στα κύρια στοιχεία των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και να διασφαλίζει, σε συντομότατο χρονικό διάστημα, πληρωμή σύμφωνα με την εγγύηση η οποία έχει υπολογιστεί βάσει ενός ελάχιστου εναρμονισμένου ύψους·

[...]

[εκτιμώντας] ότι, αφενός, το ελάχιστο ύψος εγγύησης της παρούσας οδηγίας δεν πρέπει να αφήνει απροστάτευτο μεγάλο μέρος των καταθέσεων προς όφελος τόσο της προστασίας των καταναλωτών όσο και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος· ότι, αφετέρου, δεν θα ήταν σκόπιμο να επιβάλλεται σε όλη την Κοινότητα επίπεδο προστασίας, το οποίο ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να έχει ως αποτέλεσμα να ενθαρρύνει την επισφαλή διοίκηση των πιστωτικών ιδρυμάτων· ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων· ότι φαίνεται εύλογο να καθοριστεί το εναρμονισμένο ελάχιστο ύψος της εγγύησης σε 20000 [ευρώ]· ότι θα είναι ενδεχομένως αναγκαίες περιορισμένες μεταβατικές ρυθμίσεις προκειμένου τα συστήματα να συμμορφωθούν προς το ποσό αυτό·

[εκτιμώντας] ότι ορισμένα κράτη μέλη παρέχουν στους καταθέτες υψηλότερη κάλυψη από το εναρμονισμένο ελάχιστο ύψος εγγύησης της παρούσας οδηγίας· ότι δεν φαίνεται σκόπιμο να απαιτηθεί η τροποποίηση, ως προς το εν λόγω σημείο, των συστημάτων αυτών, ορισμένα από τα οποία θεσπίστηκαν πρόσφατα κατ’ εφαρμογήν της σύστασης 87/63/ΕΟΚ [της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την καθιέρωση συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων στην Κοινότητα (ΕΕ 1987, L 33, σ. 16)]».

5

Το άρθρο 1, σημεία 1 και 4, της οδηγίας αυτής όριζε τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“κατάθεση”: το πιστωτικό υπόλοιπο, που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδ[ώ]σει παραστατικούς τίτλους.

Τα μερίδια οικοδομικών συνεταιρισμών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, εκτός από εκείνα που έχουν χαρακτήρα κεφαλαίου και καλύπτονται από το άρθρο 2, αντιμετωπίζονται ως καταθέσεις.

Οι ομολογίες που πληρούν τους όρους του άρθρου 22 παράγραφος 4 της οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) [(ΕΕ 1985, L 375, σ. 3)] δεν θεωρούνται ως καταθέσεις.

[...]

[...]

4)

“πιστωτικό ίδρυμα”: η επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της».

6

Το άρθρο 2 της οδηγίας 94/19 προέβλεπε τα εξής:

«Εξαιρούνται από οποιαδήποτε επιστροφή από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων τα ακόλουθα:

[...]

όλοι οι τίτλοι οι οποίοι εμπίπτουν στον ορισμό των “ιδίων κεφαλαίων”, του άρθρου 2 της οδηγίας 89/299/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 1989 σχετικά με τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων [(ΕΕ 1989, L 124, σ. 16)],

[...]».

7

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 όριζε τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφός του ένα ή περισσότερα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 4, πιστωτικό ίδρυμα με άδεια λειτουργίας στο εν λόγω κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 3 της [πρώτης οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 3)] δεν δικαιούται να δέχεται καταθέσεις αν δεν είναι μέλος συστήματος εγγύησης των καταθέσεων».

Οι οδηγίες 77/780 και 89/299

8

Οι οδηγίες 77/780 και 89/299 καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2000, L 126, σ. 1), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2006, L 177, σ. 1), η οποία με τη σειρά της καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2014, από την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

9

Το άρθρο 1 της οδηγίας 77/780 όριζε τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσης οδηγίας, νοείται ως:

“Πιστωτικό ίδρυμα”: επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,

[...]».

10

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/299 προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας, ως πιστωτικά ιδρύματα θεωρούνται τα ιδρύματα εκείνα στα οποία εφαρμόζεται η οδηγία [77/780 [...], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 86/524/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1986 (ΕΕ 1986, L 309, σ. 15)].»

11

Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/299 όριζε τα ακόλουθα:

«1.   Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 6, τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούνται από τα σημεία που παρατίθενται κατωτέρω:

1)

το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 1986, L 372, σ. 1)], εφόσον έχει καταβληθεί, στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιον, εξαιρουμένων όμως των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών·

[...]».

Η οδηγία 2006/48

12

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48, όπως τροποποιήθηκε, από 7ης Δεκεμβρίου 2009, με την οδηγία 2009/111/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 302, σ. 97) (στο εξής: οδηγία 2006/48), όριζε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

1)

“Πιστωτικό ίδρυμα”: επιχείρηση η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό·

[...]».

13

Το άρθρο 57, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48 προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Υπό την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 66, τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων αποτελούνται από τα στοιχεία που παρατίθενται κατωτέρω:

α)

Το κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, εφόσον έχει καταβληθεί, προσαυξημένο κατά τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις·

[...]».

Η οδηγία 86/635

14

Το τιτλοφορούμενο «Παθητικό: λογαριασμός 9 – Καλυφθέν κεφάλαιο» άρθρο 22 της οδηγίας 86/635 ορίζει τα εξής:

«Στο λογαριασμό αυτό εμφανίζονται, ανεξάρτητα από την εκάστοτε ονομασία τους, όλα τα ποσά τα οποία, ανάλογα με τη νομική μορφή του κάθε πιστωτικού ιδρύματος, πρέπει να θεωρούνται ως μερίδια για τα οποία έχει αναληφθεί υποχρέωση πληρωμής από εταίρους ή άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στο κεφάλαιο του ιδρύματος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.»

Το βελγικό δίκαιο

15

Το άρθρο 36/24, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση αιφνίδιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως ή σοβαρού κινδύνου λόγω συστημικής κρίσεως, ο Βασιλιάς δύναται, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Τράπεζας, και προκειμένου να περιοριστούν η έκταση ή οι επιπτώσεις της κρίσεως:

να εκδίδει κανονιστικές αποφάσεις που να συμπληρώνουν ή να παρεκκλίνουν από τον νόμο της 9ης Ιουλίου 1975 περί ελέγχου των ασφαλιστικών εταιριών, από τον νόμο της 2ας Ιανουαρίου 1991 περί της αγοράς κρατικών ομολόγων και περί των μέσων της νομισματικής πολιτικής, από τον νόμο της 22ας Μαρτίου 1993 περί του καθεστώτος και του ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων, από τον νόμο της 6ης Απριλίου 1995 περί του καθεστώτος και του ελέγχου των επιχειρήσεων επενδύσεων, από τον νόμο της 2ας Αυγούστου 2002 περί της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα και περί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, από το Βιβλίο VIII, τίτλος III, κεφάλαιο II, τμήμα III, του εταιρικού κώδικα, και από το υπ’ αριθ. 62 βασιλικό διάταγμα, περί της καταθέσεως ανταλλάξιμων χρηματοοικονομικών μέσων και περί της εκκαθαρίσεως των μέσων αυτών, το οποίο κωδικοποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 27ης Ιανουαρίου 2004·

να συστήνει σύστημα χορηγήσεως κρατικής εγγυήσεως για υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί από συγκεκριμένα –καθοριζόμενα από τον Βασιλέα– ιδρύματα, τα οποία υπόκεινται σε εποπτεία βάσει των προαναφερθέντων νόμων, ή να χορηγεί κρατική εγγύηση για ορισμένες απαιτήσεις που έχουν τα ιδρύματα αυτά·

να συστήνει, ενδεχομένως μέσω κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το σημείο 1°, σύστημα με το οποίο διασφαλίζεται υπέρ εταίρων που είναι φυσικά πρόσωπα η κρατική εγγύηση για την αποκατάσταση του μεριδίου τους στο κεφάλαιο συνεταιρισμών, οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί βάσει του βασιλικού διατάγματος της 8ης Ιανουαρίου 1962 για τον καθορισμό των προϋποθέσεων για την αναγνώριση των εθνικών ομίλων συνεταιρισμών και των συνεταιρισμών, οι οποίοι αποτελούν οντότητες υποκείμενες σε εποπτεία βάσει των προαναφερθέντων νόμων ή των οποίων η περιουσία επενδύεται τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε τέτοιες οντότητες·

[...]».

16

Το άρθρο 3 του koninklijk besluit tot uitvoering van de wet van 15 oktober 2008 houdende maatregelen ter bevordering van de financiële stabiliteit en inzonderheid tot instelling van een staatsgarantie voor verstrekte kredieten en andere verrichtingen in het kader van de financiële stabiliteit, voor wat betreft de bescherming van de deposito’s, de levensverzekeringen en het kapitaal van erkende coöperatieve vennootschappen, en tot wijziging van de wet van 2 augustus 2002 betreffende het toezicht op de financiële sector en de financiële diensten (βασιλικού διατάγματος για την εφαρμογή του νόμου της 15ης Οκτωβρίου 2008 σχετικά με μέτρα για την προαγωγή της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ειδικότερα την πρόβλεψη κρατικής εγγυήσεως για τις χορηγούμενες πιστώσεις και άλλων πράξεων στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όσον αφορά την προστασία των καταθέσεων, των ασφαλίσεων ζωής και του κεφαλαίου των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών, και για την τροποποίηση του νόμου της 2ας Αυγούστου 2002 περί της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα και περί των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών), της 14ης Νοεμβρίου 2008 (Belgisch Staatsblad, 17 Νοεμβρίου 2008, σ. 61285), όπως τροποποιήθηκε με το koninklijk besluit (βασιλικό διάταγμα) της 10ης Οκτωβρίου 2011 (Belgisch Staatsblad, 12 Οκτωβρίου 2011, σ. 62641) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 2008), προβλέπει τα ακόλουθα:

«Συστήνεται, εντός του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ταμείο υπό την ονομασία “Ειδικό ταμείο προστασίας των καταθέσεων, των ασφαλίσεων ζωής και του κεφαλαίου αναγνωρισμένων συνεταιρισμών”.

Με βασιλικό διάταγμα ρυθμίζονται η οργάνωση και η λειτουργία του ταμείου του πρώτου εδαφίου.»

17

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του βασιλικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 2008 ορίζει τα εξής:

«Στο ταμείο δύνανται να συμμετέχουν, κατόπιν αιτήσεώς τους, οι συνεταιρισμοί που έχουν αναγνωρισθεί σύμφωνα με το βασιλικό διάταγμα της 8ης Ιανουαρίου 1962 περί του καθορισμού των προϋποθέσεων για την αναγνώριση των εθνικών ομίλων συνεταιρισμών και των συνεταιρισμών, οι οποίοι αποτελούν οντότητες που υπόκεινται σε εποπτεία βάσει του άρθρου 36/24, παράγραφος 2, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998, ή των οποίων η περιουσία επενδύεται τουλάχιστον κατά το ήμισυ σε τέτοιες οντότητες.

Η αίτηση που μνημονεύεται στο πρώτο εδάφιο αποστέλλεται με συστημένη επιστολή στον Υπουργό Οικονομικών.

[...]»

18

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του koninklijk besluit tot toekenning van een garantie tot bescherming van het kapitaal van erkende coöperatieve vennootschapen (βασιλικού διατάγματος περί χορηγήσεως εγγυήσεως για την προστασία του κεφαλαίου αναγνωρισμένων συνεταιρισμών), της 7ης Νοεμβρίου 2011 (Belgisch Staatsblad, 18 Νοεμβρίου 2011, σ. 68640) (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011), προβλέπει τα εξής:

«Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 3, του βασιλικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 2008, γίνεται δεκτή η αίτηση προστασίας του κεφαλαίου των ακόλουθων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών:

[Arcopar]

[Arcofin]

[Arcoplus].

[...]»

19

Βάσει του άρθρου 3 του βασιλικού διατάγματος της 7ης Νοεμβρίου 2011, το διάταγμα αυτό τέθηκε σε ισχύ στις 14 Οκτωβρίου 2011.

Η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014

20

Στην αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι, με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2011, «το βελγικό κράτος κοινοποίησε στην Επιτροπή τη θέσπιση συστήματος εγγύησης [...] για την προστασία των μεριδίων που κατέχουν φυσικά πρόσωπα σε αναγνωρισμένους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι είτε υπόκεινται στην προληπτική εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας του Βελγίου [...] είτε έχουν επενδύσει τουλάχιστον το ήμισυ των στοιχείων ενεργητικού τους σε ίδρυμα που υπόκειται σε τέτοια εποπτεία (εφεξής “οι χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί”)».

21

Η αιτιολογική σκέψη 8 της αποφάσεως αυτής εντάσσεται στην εκ μέρους της Επιτροπής εισαγωγή στην περιγραφή των «[Συνθηκών] λήψης του κοινοποιηθέντος μέτρου». Αναφέρει τα ακόλουθα:

«Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 η Dexia ανακοίνωσε αύξηση κεφαλαίου ύψους 6,4 δισεκατ. ευρώ, την οποία κάλυψαν οι υφιστάμενοι μέτοχοί της (συμπεριλαμβανομένου του ARCO) και οι βελγικές, γαλλικές και λουξεμβουργιανές αρχές. Ενώπιον της ειδικής επιτροπής του βελγικού κοινοβουλίου στην οποία ανατέθηκε να εξετάσει τις συνθήκες διάλυσης της Dexia [...], ο Βέλγος υπουργός Οικονομικών, αρμόδιος τότε για τη χορήγηση της κρατικής ενίσχυσης στην Dexia το 2008, εξήγησε ότι, σε συνέχεια αιτημάτων παρέμβασης υπέρ του ARCO, λήφθηκε τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 2008 πολιτική απόφαση θέσπισης συστήματος εγγύησης συνεταιρισμών. Εξήγησε ότι, για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με την Dexia, η κυβέρνηση είχε υποχρεωθεί να λάβει ταυτόχρονα απόφαση [μεταξύ άλλων] σχετικά με [την] ARCO [...]. Από τις δηλώσεις του νυν Βέλγου υπουργού Οικονομικών προκύπτει επίσης ότι η δέσμευση του 2008 αναλήφθηκε προκειμένου να συγκατατεθεί ο ARCO να συμμετάσχει στη διάσωση της Dexia [...]».

22

Στην αιτιολογική σκέψη 9 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι, στις 10 Οκτωβρίου 2008, η Βελγική Κυβέρνηση ανακοίνωσε, με ανακοινωθέν Τύπου που εξέδωσαν οι υπηρεσίες του Υπουργού Οικονομικών, ότι είχε λάβει, μεταξύ άλλων, την απόφαση να καθιερώσει ένα σύστημα παρόμοιο προς το υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων για άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, ειδικότερα, για τα μερίδια χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών.

23

Η αιτιολογική σκέψη 10 της ίδιας αποφάσεως αναφέρει τα εξής:

«Στις 21 Ιανουαρίου 2009 ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών επιβεβαίωσαν, σε κοινό ανακοινωθέν Τύπου, τη δέσμευση της προηγούμενης κυβέρνησης [...] να θεσπίσει σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών [...]. Την ίδια ημέρα ο ARCO δημοσίευσε το εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου της βελγικής κυβέρνησης στον δικτυακό τόπο του. Αντιθέτως, άλλοι χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί αποστασιοποιήθηκαν από την αναλογία μεταξύ καταθέσεων και μεριδίων χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών στην οποία βασίζεται το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών [...]»

24

Στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 15 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή περιγράφει τη νομοθετική διαδικασία που κατέληξε στη λήψη του κοινοποιηθέντος μέτρου ως εξής:

«(11)

Στις 15 Οκτωβρίου 2008 το βελγικό κοινοβούλιο ψήφισε νόμο [...] ο οποίος επέτρεψε στη βελγική κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την προώθηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Στις 14 Νοεμβρίου 2008 [...] το Βέλγιο δημοσίευσε βασιλικό διάταγμα με το οποίο το ποσό που καλύπτεται από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων για τα πιστωτικά ιδρύματα αυξήθηκε σε 100000 ευρώ, θεσπίζοντας παράλληλα παρόμοιο σύστημα εγγύησης για τα προϊόντα ασφάλειας ζωής που εμπίπτουν στον “κλάδο 21”. [...]

(12)

Στις 14 Απριλίου 2009 [...], το Βέλγιο τροποποίησε τον νόμο της 15ης Οκτωβρίου 2008, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να θεσπίσει, μέσω βασιλικού διατάγματος, ένα σύστημα εγγύησης του καταβεβλημένου κεφαλαίου με σκοπό την επιστροφή των μεριδίων των φυσικών προσώπων στο κεφάλαιο των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών των οποίων τα φυσικά πρόσωπα είναι μέλη. Με βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011 [...], το Βέλγιο τροποποίησε το βασιλικό διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 2008. Το βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011 περιέχει συμπληρωματικές τεχνικές διευκρινίσεις σχετικά με το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών.

[...]

(14)

Στις 13 Οκτωβρίου 2011 οι τρεις συνεταιρισμοί του ARCO [...] υπέβαλαν αίτηση προσχώρησης στο σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών. Η βελγική κυβέρνηση έκανε δεκτή την αίτηση με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011 [...]

[...]».

25

Στις αιτιολογικές σκέψεις 80 επ. της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εκθέτει την εκ μέρους της αξιολόγηση του κοινοποιηθέντος μέτρου.

26

Ως προς τον καθορισμό του δικαιούχου του μέτρου αυτού, η Επιτροπή αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 81 της εν λόγω αποφάσεως, ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του ομίλου ARCO, που περιλαμβάνει τους αναγνωρισμένους συνεταιρισμούς Arcopar, Arcoplus και Arcofin (στο εξής, από κοινού: συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO) και ο οποίος έγινε από το 2001 βασικός μέτοχος της Dexia, και των λοιπών χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών που μπορούν δυνητικά να ενταχθούν στο σύστημα εγγυήσεως συνεταιρισμών και να επωφεληθούν από αυτό.

27

Οι αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 84 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014 αναφέρουν τα ακόλουθα:

«(82)

Από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών [...] συνάγεται σαφώς ότι το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών δημιουργήθηκε εξαρχής ανάλογα με τις ανάγκες του ARCO, ο οποίος αντιμετώπιζε δυσκολίες λόγω των επενδύσεών του στην Dexia. Ο ARCO είναι, εντέλει, ο μοναδικός χρηματοπιστωτικός συνεταιρισμός ο οποίος ζήτησε να υπαχθεί στο μέτρο.

(83)

Όσον αφορά τους άλλους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς, η Επιτροπή σημειώνει ότι η προσχώρηση στο σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών είναι προαιρετική, ότι το υπουργικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δεχθεί ή να μη δεχθεί την υπαγωγή ενός συνεταιρισμού στο σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών και, ενδεχομένως, στις σχετικές προϋποθέσεις, ότι κανένας από τους άλλους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς δεν ζήτησε να ενταχθεί στο σύστημα και ότι ορισμένοι αποστασιοποιήθηκαν έμπρακτα από αυτό. Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι κανένας άλλος χρηματοπιστωτικός συνεταιρισμός δεν είχε προβλήματα με τις επενδύσεις του ανάλογα με εκείνα που αντιμετώπισε ο ARCO με την Dexia.

(84)

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ο μοναδικός πραγματικός δικαιούχος του συστήματος εγγύησης συνεταιρισμών ο οποίος ασκούσε οικονομικές δραστηριότητες ήταν ο ARCO.»

28

Στην αιτιολογική σκέψη 90 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανακοίνωση και η εφαρμογή του συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων των συνεταιρισμών πρέπει να θεωρηθούν ως ενιαίο μέτρο, για τους λόγους που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 85 έως 89 της εν λόγω αποφάσεως, ως ακολούθως:

«(85)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η κυβέρνηση αποφάσισε και ανακοίνωσε το μέτρο στις 10 Οκτωβρίου 2008 [...]. Είναι σαφές ότι η βελγική κυβέρνηση αποφάσισε να παράσχει στον ARCO τη δυνατότητα να επωφεληθεί ενός συστήματος εγγύησης συνεταιρισμών την εποχή που τελούσε υπό επεξεργασία το μέτρο υπέρ της Dexia το 2008 [...]. Ένα άλλο ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Ιανουαρίου 2009 περιείχε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μέτρο. Η μετουσίωση της δέσμευσης της κυβέρνησης σε νομοθετική πράξη δεν ξεκίνησε παρά αργότερα.

(86)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η διατύπωση και οι όροι που χρησιμοποιούνται (“αποφάσισε”, “η δέσμευση”) στα ανακοινωθέντα Τύπου της 10ης Οκτωβρίου 2008 και της 21ης Ιανουαρίου 2009 επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας την αναληφθείσα δέσμευση και οδηγούν εύλογα στο συμπέρασμα ότι το μέτρο επρόκειτο να εφαρμοστεί.

(87)

Τα ανακοινωθέντα Τύπου εστάλησαν επίσης διά της επισήμου οδού: το ανακοινωθέν της 10ης Οκτωβρίου 2008 εστάλη από τις υπηρεσίες του υπουργού Οικονομικών, ενώ εκείνο της 10ης Ιανουαρίου 2009 εστάλη εξ ονόματος του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών. Ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των ανακοινωθέντων στον Τύπο ενίσχυσε το υπόρρητο μήνυμά τους.

(88)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι ήταν ήδη σαφές από το ανακοινωθέν Τύπου της 10ης Οκτωβρίου 2008 ότι το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών θα αποτελούσε επέκταση του συστήματος εγγύησης καταθέσεων. Το ανακοινωθέν Τύπου της 21ης Ιανουαρίου 2009 περιείχε άλλες διευκρινίσεις τεχνικής φύσης. Μόλις δημοσιεύθηκε, ο ARCO το αναδημοσίευσε στον δικτυακό τόπο του, με προφανή σκοπό να καθησυχάσει τα φυσικά πρόσωπα που ήταν μέλη του. Εξάλλου, η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει τη συνεκτικότητα του μέτρου συν τω χρόνω από το γεγονός ότι το μέτρο δεν άλλαξε ιδιαίτερα από την αρχική ανακοίνωσή του στις 10 Οκτωβρίου 2008 έως τη δημοσίευση του τελικού βασιλικού διατάγματος.

(89)

Στην απόφαση [της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175)], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ανακοίνωση ενός μέτρου και η πραγματική εφαρμογή του μπορούν να θεωρηθούν ενιαία παρέμβαση, εφόσον αυτό δικαιολογείται λόγω της χρονολογικής αλληλουχίας και του σκοπού τους, καθώς και της κατάστασης της επιχείρησης κατά τον χρόνο της παρέμβασης. Ομοίως, όσον αφορά το παρόν μέτρο, το Βέλγιο αποφάσισε και ανακοίνωσε, στις 10 Οκτωβρίου 2008, ένα μέτρο το οποίο εφαρμόστηκε αργότερα και είχε τον ίδιο σκοπό όσον αφορά τον αρχικό δικαιούχο. Εξάλλου, στις αποφάσεις της, η Επιτροπή θεώρησε την ανακοίνωση και την εφαρμογή ενιαίο μέτρο και εκτίμησε ότι το μέτρο δημιούργησε πλεονέκτημα από την ημερομηνία ανακοίνωσής του [...] Τέλος, ο εν ενεργεία Βέλγος υπουργός Οικονομικών τον Μάιο του 2014 χαρακτήρισε το επίμαχο μέτρο δέσμευση αναληφθείσα το 2008 [...]».

29

Η εξέταση σχετικά με την ύπαρξη ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 110 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014. Η αιτιολογική σκέψη 99 της αποφάσεως αυτής, η οποία αφορά την προϋπόθεση της χρήσεως κρατικών πόρων, αναφέρει τα ακόλουθα:

«(99)

Όσον αφορά τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου στο Βέλγιο, είναι σαφές ότι το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών δεν μπορεί να θεωρηθεί μεταφορά της οδηγίας [94/19] στο εθνικό δίκαιο. Η απαίτηση της οδηγίας περιορίζεται στη θέσπιση από τα κράτη μέλη ενός συστήματος εγγύησης καταθέσεων για τις καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων, το δε άρθρο 2 της οδηγίας ορίζει ρητώς ότι εξαιρούνται από οποιαδήποτε επιστροφή από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων όλοι οι τίτλοι οι οποίοι εμπίπτουν στον ορισμό των “ιδίων κεφαλαίων” των πιστωτικών ιδρυμάτων. Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να θεσπίσει άλλα συστήματα επιστροφής τα οποία εγγυώνται άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, μια τέτοια απόφαση δεν απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά αποτελεί πρωτοβουλία του κράτους μέλους [...]».

30

Οι αιτιολογικές σκέψεις 101 έως 107 της αποφάσεως αυτής, οι οποίες αφορούν την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, αναφέρουν τα εξής:

«(101)

Το μέτρο είναι ομοίως σαφώς επιλεκτικό. Καταρχάς, εφαρμόζεται μόνο στους κατόχους μεριδίων χρηματοπιστωτικού συνεταιρισμού και όχι στους κατόχους επενδυτικών προϊόντων που εκδίδονται από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Επομένως, οι χρηματοοικονομικοί παράγοντες που πρότειναν κεφάλαια στην αγορά συντηρητικών ομολογιών ή στη χρηματαγορά, ή αμοιβαία κεφάλαια εγγυημένου κεφαλαίου, δεν μπορούσαν να προσφέρουν στην πελατεία τους παρόμοια εγγύηση. Το Βέλγιο ισχυρίζεται ότι τα μερίδια που κατέχουν φυσικά πρόσωπα μέλη των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών μπορούν στην ουσία να εξομοιωθούν με καταθέσεις [...] Ωστόσο, αρκετά στοιχεία που επικαλέστηκε το Βέλγιο παραπέμπουν στους συνεταιρισμούς γενικά και όχι στους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς. Επιπλέον, η περιγραφή των μεριδίων των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών από το Βέλγιο δεν περιέχει καμία αναφορά σε λυσιτελείς πληροφορίες, όπως οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την επένδυση στα συγκεκριμένα μέσα [...], κίνδυνοι τους οποίους δεν ενέχουν οι καταθέσεις.

(102)

Ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου προκύπτει επίσης όταν συγκρίνεται η αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών με την αντιμετώπιση που επιφυλάχθηκε σε άλλους αναγνωρισμένους μη χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς. Το Βέλγιο επικαλείται την απόφαση [της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550),] για να δικαιολογήσει την ειδική μεταχείριση που απολαμβάνουν τα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη των χρηματοπιστωτικών οργανισμών [...]

(103)

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία του Βελγίου δεν μπορεί να γίνει δεκτή, επειδή η φύση του πλεονεκτήματος που παρέχει το μέτρο είναι ποιοτικά διαφορετική από εκείνη του μέτρου που εξέτασε το Δικαστήριο στην υπόθεση Paint Graphos [κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08)]. Το μέτρο που εφάρμοσε το Βέλγιο συνεπάγεται τη χορήγηση πλεονεκτήματος και όχι φοροαπαλλαγή ή απαλλαγή από την καταβολή επιβάρυνσης. Κατά συνέπεια, η ανάλυση τριών σταδίων που εφάρμοσε το Δικαστήριο για την αξιολόγηση του κατά πόσον ένα φορολογικό πλεονέκτημα ή μια φοροαπαλλαγή έχει επιλεκτικό χαρακτήρα δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω.

(104)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η νομολογία στην υπόθεση Paint Graphos [κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08)] μπορούσε να εφαρμοστεί στο επίμαχο μέτρο, τα ειδικότερα στοιχεία του είναι τέτοια ώστε το μέτρο να παραμένει επιλεκτικό.

(105)

Πρώτον, η Επιτροπή σημειώνει ότι στην υπόθεση Paint Graphos [κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08)] γίνεται αναφορά σε όλους τους συνεταιρισμούς παραγωγών και εργατών και όχι σε έναν σχετικά περιορισμένο επιμέρους τομέα, όπως είναι αυτός των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών. Εάν, όπως ισχυρίζεται το Βέλγιο, απαιτείται ειδική αντιμετώπιση των “πραγματικών” συνεταιρισμών, η ειδική αυτή αντιμετώπιση θα πρέπει να επιφυλάσσεται σε όλους τους αναγνωρισμένους συνεταιρισμούς. Επομένως, το γεγονός και μόνο ότι το μέτρο προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για τους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς αρκεί για να διαπιστωθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας του.

(106)

Δεύτερον, η Επιτροπή σημειώνει ότι, κατά το Βέλγιο, οι χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί έπρεπε να λάβουν πρόσθετα πλεονεκτήματα από τις 10 Οκτωβρίου 2008. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, πριν από τη συγκεκριμένη ημερομηνία, οι ιστορικοί αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί εξασφάλισαν ένα είδος ευνοϊκής μεταχείρισης, η οποία απέρρεε από το ιδιαίτερο καθεστώς τους, με τη μορφή απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή του φόρου κινητών αξιών [...] Στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή δεν αποφαίνεται επί του αναλογικού ή μη χαρακτήρα του φορολογικού πλεονεκτήματος, αλλά εκτιμά ότι η αιφνίδια θέσπιση, στις 10 Οκτωβρίου 2008, πρόσθετης αντιστάθμισης ή προστασίας για τις επιχειρήσεις με καθεστώς χρηματοπιστωτικού συνεταιρισμού δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο.

(107)

Τέλος, ακόμη και αν πρέπει να διεξαγάγει, σύμφωνα με τη σύσταση του Βελγίου, ανάλυση κατά το πρότυπο της απόφασης [της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550)], η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν δικαιολογείται επ’ ουδενί η χορήγηση εγγύησης ύψους 100 % στα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη του ARCO [...], του οποίου οι οντότητες ήταν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εταιρειών αυτών, όπως καθορίζεται από τους γενικούς κανόνες του βελγικού εταιρικού δικαίου, τα φυσικά πρόσωπα που είναι μέλη του ARCO έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να απολέσουν το σύνολο του κεφαλαίου τους σε περίπτωση εκκαθάρισης [...]. Εξάλλου, η προστασία του 100 % του δεσμευμένου κεφαλαίου των φυσικών προσώπων που είναι μέλη των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών δεν είναι αναλογικό μέτρο [...] στον βαθμό που κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με προστασία των εν λόγω μελών κατά παντός κινδύνου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις των οποίων τα εν λόγω φυσικά πρόσωπα είναι μέλη [...]».

31

Η εξέταση σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και το γεγονός ότι επηρεάσθηκε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 108 και 109 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014. Οι αιτιολογικές σκέψεις αυτές έχουν ως εξής:

«(108)

Το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών παρέχει στους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς πλεονέκτημα από το οποίο δεν επωφελούνται οι παράγοντες που προσφέρουν επενδυτικά προϊόντα στην αγορά λιανικής ούτε οι άλλοι μη χρηματοπιστωτικοί αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί. Χάρη στο μέτρο, ο ARCO μπόρεσε να διατηρήσει το μερίδιο που κατείχε στην αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο ARCO δεν εμφάνισε εκροές κεφαλαίων, παρά μόνον αργότερα, και δη σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που θα είχε εμφανίσει εάν δεν είχε υπάρξει το μέτρο. Κατά συνέπεια, οι άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα μέσα που διέθεταν από μόνοι τους χωρίς να υπολογίζουν στο σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών, δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τα κεφάλαια που επρόκειτο να διατεθούν για επενδύσεις. Επομένως, το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών νοθεύει τον ανταγωνισμό [...]

(109)

Οσάκις κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η δραστηριότητά της στο εσωτερικό του μπορεί να διατηρηθεί ή να αυξηθεί, με συνέπεια τη μείωση των πιθανοτήτων διεισδύσεως των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεων στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους [...] Δεδομένου του μεγάλου αριθμού διεθνών παρόχων επενδυτικών προϊόντων στη βελγική αγορά, το μέτρο έχει αναμφίβολα συνέπειες στις συναλλαγές του συνόλου της Ένωσης.»

32

Βάσει της αναλύσεως στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 109 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 110 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα εγγυήσεως των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα «χρησιμοποιεί κρατικούς πόρους, συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον ARCO, νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο στο εσωτερικό της Ένωσης» και ότι «[ε]πομένως, πληροί όλα τα κριτήρια ώστε να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση». Η Επιτροπή φρονεί, επίσης, ότι «[ό]λα αυτά τα στοιχεία υπήρχαν το αργότερο κατά την έκδοση του βασιλικού διατάγματος της 10ης Οκτωβρίου 2011, αλλά το πλεονέκτημα που δημιούργησε το μέτρο υπήρχε ήδη κατά την έκδοση της ανακοίνωσης για τη θέσπιση του μέτρου στις 10 Οκτωβρίου 2008».

33

Στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 128 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή αξιολογεί το συμβατό της ενισχύσεως αυτής με την εσωτερική αγορά. Στην αιτιολογική σκέψη 129 της αποφάσεως αυτής, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ενίσχυση «δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατ[ή] με την εσωτερική αγορά, καθώς δεν είναι ούτε κατάλληλ[η] ούτε αναγκαί[α] ούτε αναλογικ[ή] για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, [ΣΛΕΕ] και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής καμίας άλλης διάταξης η οποία ρυθμίζει τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά».

34

Εν κατακλείδι, στην αιτιολογική σκέψη 143 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι «το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών συνιστά κρατική ενίσχυση προς τους Arcopar, Arcofin και Arcoplus, η οποία εφαρμόστηκε παρανόμως από το Βέλγιο, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ]». Στην ίδια αιτιολογική σκέψη κρίνει ότι «[ε]πομένως, το Βέλγιο πρέπει να αποσύρει τη νομοθετική πράξη επί της οποίας βασίζεται το σύστημα εγγύησης συνεταιρισμών (και ειδικότερα τον νόμο της 14ης Απριλίου 2009 και το βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011) και να ανακτήσει το πλεονέκτημα από τους Arcopar, Arcofin και Arcoplus».

35

Το άρθρο 1 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014 ορίζει ότι «[τ]ο σύστημα εγγύησης που χορήγησε παράνομα το Βέλγιο, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] στους χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς του [ομίλου] ARCO [...] δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά».

36

Με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής επιβάλλεται στο Βασίλειο του Βελγίου η υποχρέωση να εξασφαλίσει την επιστροφή από τους δικαιούχους της ενισχύσεως αυτής, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής. Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει ότι «[τ]ο Βέλγιο συνεχίζει να απέχει από κάθε καταβολή, βάσει του μέτρου ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1, από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

37

Στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσεως και στο πλαίσιο, ειδικότερα, της ανακεφαλαιοποιήσεως της γαλλοβελγικής τράπεζας Dexia, οι βελγικές αρχές θέσπισαν, βάσει του άρθρου 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998, σύστημα εγγυήσεως που προέβλεπε την επιστροφή, από ένα ειδικό Ταμείο προστασίας των καταθέσεων, και μέχρι το ποσό των 100000 ευρώ, των κεφαλαίων που επενδύθηκαν από φυσικά πρόσωπα σε μερίδια εκδοθέντα από χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς που εντάχθηκαν σ’ αυτό το σύστημα εγγυήσεως, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής των συνεταιρισμών αυτών. Κατ’ εφαρμογήν του βασιλικού διατάγματος της 14ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, ενός εκ των βασικών μετόχων της Dexia, έγιναν δεκτοί στο σύστημα αυτό, με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011.

38

Μεταξύ του Δεκεμβρίου 2011 και του Ιανουαρίου 2012, οι P. Vervloet, Μ. De Wit, Ε. Timperman, G. Van Braekel, P. Beckx, M. De Schryver, G. Deneire και S. Van Hoof, ο Οργανισμός χρηματοδοτήσεως των συντάξεων Ogeo Fund, η Κοινότητα του Schaerbeek και ο Ensch Famenne άσκησαν ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο) αιτήσεις ακυρώσεως των βασιλικών διαταγμάτων της 10ης Οκτωβρίου 2011 και της 7ης Νοεμβρίου 2011. Προς τούτο, προέβαλαν κατ’ ουσίαν ότι τα βασιλικά αυτά διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Βελγικό Σύνταγμα, στο μέτρο που επιφυλάσσουν διαφορετική μεταχείριση στους μετόχους, φυσικά πρόσωπα, των συνεταιρισμών, οι οποίοι μπορούν να επωφεληθούν του συστήματος εγγυήσεως που συστάθηκε ειδικότερα με τα εν λόγω βασιλικά διατάγματα, έναντι των μετόχων – φυσικών προσώπων άλλων εταιριών που δραστηριοποιούνται επίσης στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και οι οποίες εξαιρούνται από το εν λόγω σύστημα.

39

Κρίνοντας ότι τα προμνησθέντα βασιλικά διατάγματα έχουν ως βάση το άρθρο 36/24 του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998, ότι, ως εκ τούτου, εντάσσονται στους περιορισμούς που ο ίδιος ο Βέλγος νομοθέτης εισήγαγε και ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση προκύπτει από κανόνα προβλεπόμενο σε νόμο, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) υπέβαλε στο Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) διάφορα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούσαν τη συμβατότητα του άρθρου αυτού με το Βελγικό Σύνταγμα.

40

Το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) εκθέτει, πρώτον, ότι, προς δικαιολόγηση της διαφορετικής αυτής μεταχειρίσεως, το Υπουργικό Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα μερίδια ενός αναγνωρισμένου συνεταιρισμού που δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι συγκρίσιμα με τις τραπεζικές καταθέσεις, ως προς τις οποίες η οδηγία 94/19 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν σύστημα εγγυήσεως. Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, παρεμβαίνοντες στη διαδικασία ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας), προβάλλουν ότι το άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 συνιστά μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, στο μέτρο που τα μερίδια των συνεταιρισμών έχουν τα χαρακτηριστικά αποταμιευτικού προϊόντος.

41

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ο Βέλγος νομοθέτης μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Βελγικό Σύνταγμα, να εξουσιοδοτήσει τον Βασιλέα να καθιερώσει ένα σύστημα για την εγγύηση, πέραν των τραπεζικών καταθέσεων, της αξίας των μεριδίων που ένα φυσικό πρόσωπο κατέχει, ως μέλος, σε αναγνωρισμένο συνεταιρισμό ο οποίος δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, σημασία έχει το κατά πόσον ο νομοθέτης είχε την εξουσία, ή ακόμα και την υποχρέωση, να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας 94/19, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και την γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

42

Όσον αφορά, δεύτερον, την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Ιουλίου 2014, το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισημαίνει ότι η εξέταση του ενδεχόμενου επιλεκτικού χαρακτήρα ενός μέτρου για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 107 ΣΛΕΕ παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με την εξέταση της τηρήσεως της αρχής της ισότητας και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία εγγυάται το Βελγικό Σύνταγμα. Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει ότι το βελγικό κράτος και οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, που αμφισβητούν ενώπιόν του το κύρος της αποφάσεως αυτής, έχουν ασκήσει προσφυγές ακυρώσεώς της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν ενώπιόν του οι συνεταιρισμοί αυτοί επαναλαμβάνονται και αναπτύσσονται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που αυτοί άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία παρέπεμψαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί.

43

Συναφώς, κατά το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο), οι ίδιοι συνεταιρισμοί προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 107, παράγραφος 1, το άρθρο 108, παράγραφος 2, και το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθώς και τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, καθόσον προέβαλαν δύο λόγους σχετικά με το κύρος του τμήματος εκείνου της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014 που χαρακτηρίζει ως νέα κρατική ενίσχυση το επίμαχο μέτρο. Διατείνονται, αφενός, ότι δεν τους παρασχέθηκε επιλεκτικό πλεονέκτημα και, αφετέρου, ότι το εν λόγω μέτρο δεν είναι ικανό να νοθεύσει ή να απειλήσει να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ούτε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

44

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι συνεταιρισμοί αυτοί αμφισβητούν, πρώτον, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι είναι οι δικαιούχοι της κρατικής ενισχύσεως που διαπιστώνεται στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014. Διατείνονται ότι άμεσοι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου είναι τα μέλη, φυσικά πρόσωπα, των συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα και η Dexia, στην οποία έχουν επενδύσει οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO. Πλην όμως, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Dexia εγκρίθηκε από την Επιτροπή.

45

Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO αμφισβητούν, δεύτερον, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι δηλώσεις της 10ης Οκτωβρίου 2008 και της 21ης Ιανουαρίου 2009, καθώς και το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011 συνιστούν ενιαία κρατική παρέμβαση. Υπογραμμίζουν, συναφώς, ότι το ανακοινωθέν Τύπου της 10ης Οκτωβρίου 2008 δεν τις κατονομάζει.

46

Οι συνεταιρισμοί αυτοί αμφισβητούν, τρίτον, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι προκύπτει πλεονέκτημα υπέρ αυτών από το γεγονός ότι τα μέλη τους, φυσικά πρόσωπα, είχαν τη διασφάλιση, ήδη από τις 10 Οκτωβρίου 2008, ότι τα μερίδιά τους θα προστατεύονταν από το βελγικό κράτος. Η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν το συμπέρασμα αυτό. Το επίμαχο μέτρο δεν παρέσχε στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO καλύτερη πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά. Οι δηλώσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως το 2008 και το 2009 δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην ανταγωνιστική θέση των συνεταιρισμών αυτών. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε τεκμήριο ότι υφίσταται πλεονέκτημα, δεδομένου ότι η εγγύηση που χορήγησε το βελγικό κράτος δεν είναι ούτε απεριόριστη ούτε δωρεάν.

47

Οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO υποστηρίζουν, τέταρτον, ότι το επίμαχο μέτρο ουδόλως είναι επιλεκτικό. Η Επιτροπή δεν δικαιολογεί τη σύγκριση στην οποία προβαίνει μεταξύ, αφενός, των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών και, αφετέρου, των μη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών και των άλλων χρηματοπιστωτικών εταιριών. Δεν απέδειξε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων που τελούν σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως. Η κατάσταση των χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών είναι ειδική λόγω, μεταξύ άλλων, του μετοχικού τους κεφαλαίου που κατέχεται κατά 99 % από μικροεπενδυτές, της υπάρξεως εγκρίσεως που αποκλείει κάθε κερδοσκοπική συμπεριφορά, των περιορισμών στα μερίσματα που μπορούν να εισπραχθούν και της φορολογικής τους μεταχειρίσεως που είναι συγκρίσιμη με εκείνη των εσόδων από καταθέσεις ταμιευτηρίου. Εν πάση περιπτώσει, τυχόν διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από τη φύση ή από τη γενική οικονομία του επίμαχου συστήματος. Συναφώς, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO παραπέμπουν στην απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Paint Graphos κ.λπ. (C‑78/08 έως C‑80/08, EU:C:2011:550).

48

Οι εν λόγω συνεταιρισμοί υποστηρίζουν, πέμπτον, ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 δεν είναι ορθώς αιτιολογημένη. Κατ’ αυτούς, η Επιτροπή δεν παρέσχε προσήκουσα αιτιολογία ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

49

Προς στήριξη του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO αμφισβητούν, αφενός, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το επίμαχο μέτρο είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή αβάσιμα έκρινε ότι το κεφάλαιο των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα ήταν διαθέσιμο για τους παρόχους επενδυτικών προϊόντων ή για τους αναγνωρισμένους μη χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς. Αφετέρου, οι συνεταιρισμοί αυτοί υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσε το συμπέρασμα ότι συντρέχει ο κίνδυνος να απειληθεί το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

50

Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το κύρος της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, υπό το πρίσμα των άρθρων 107 και 296 ΣΛΕΕ.

51

Το εν λόγω δικαστήριο φρονεί, τρίτον, ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η απόφαση αυτή είναι ανίσχυρη λόγω του ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε ορθώς τον χαρακτηρισμό ως νέας κρατικής ενισχύσεως του συστήματος που προβλέπεται στο άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι καμία άλλη αιτιολογία δεν καθιστά δυνατό τον χαρακτηρισμό του εν λόγω συστήματος ως νέας κρατικής ενισχύσεως, η οποία θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

52

Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 είναι έγκυρη, θα έπρεπε να προσδιοριστεί η ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή η επίμαχη κρατική ενίσχυση. Η απόφαση αυτή δεν καθορίζει ρητώς την ημερομηνία αυτή. Συναφώς, το δικαστήριο αυτό επισημαίνει, αφενός, ότι από την προμνησθείσα απόφαση προκύπτει ότι το επίμαχο καθεστώς εγγυήσεως κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2011 και, αφετέρου, ότι το βασιλικό διάταγμα της 3ης Μαρτίου 2011, κατ’ εφαρμογήν του οποίου το άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 απέκτησε ισχύ νομοθετικής πράξεως, τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2011. Πλην όμως, εφόσον η εν λόγω κρατική ενίσχυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τέθηκε σε εφαρμογή κατά την ημερομηνία της εκδόσεως ή της ενάρξεως ισχύος του βασιλικού διατάγματος της 3ης Μαρτίου 2011, υφίσταται αμφιβολία ως προς το αν το βελγικό κράτος παρέβη την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, εξουσιοδοτεί απλώς τον Βασιλέα να θεσπίσει το επίμαχο σύστημα εγγυήσεως, μόνον δε με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011 παρασχέθηκε πράγματι τέτοια εγγύηση, με βάση το βασιλικό διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 2011. Εξάλλου, είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει, στην αιτιολογική σκέψη 110 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, ότι όλα τα στοιχεία που συνιστούν κρατική ενίσχυση υπήρχαν το αργότερο κατά την ημερομηνία εκδόσεως του βασιλικού διατάγματος της 10ης Οκτωβρίου 2011, αλλά ότι το πλεονέκτημα που προέκυψε με το επίμαχο μέτρο υπήρχε ήδη κατά την ανακοίνωση που πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2008.

53

Τέλος, κατά το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο), από την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 δεν προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή κατά την ημερομηνία της εκδόσεως ή της ενάρξεως ισχύος του βασιλικού διατάγματος της 3ης Μαρτίου 2011 ή σε προγενέστερη ημερομηνία ή ότι το θεσμικό αυτό όργανο θεώρησε ότι η εν λόγω ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή σε ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής της ημερομηνίας. Στην πρώτη αυτή περίπτωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν επέτρεπε την έκδοση του βασιλικού αυτού διατάγματος. Στη δεύτερη περίπτωση, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω βασιλικού διατάγματος και της εκδόσεως των βασιλικών διαταγμάτων για την εφαρμογή του, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ επέτρεπε την έκδοση του βασιλικού διατάγματος της 3ης Μαρτίου 2011, στο μέτρο που η διάταξη απαιτεί να ενημερώνεται «εγκαίρως» η Επιτροπή.

54

Υπό τις συνθήκες αυτές το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας [94/19] εν ανάγκη σε συνδυασμό με τα άρθρα 20 και 21 του [Χάρτη] και με τη γενική αρχή της ισότητας, την έννοια ότι:

α)

επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εγγυώνται τα μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά τον ίδιο τρόπο όπως τις καταθέσεις;

β)

απαγορεύουν σε κράτος μέλος να αναθέσει στην οντότητα η οποία είναι εν μέρει επιφορτισμένη με την εγγύηση των κατά την εν λόγω οδηγία καταθέσεων να εγγυάται επίσης, μέχρι το ποσό των 100000 ευρώ, την αξία των μεριδίων των μελών, φυσικών προσώπων, αναγνωρισμένου συνεταιρισμού που δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα;

2)

Είναι η [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014] συμβατή με τα άρθρα 107 και 296 ΣΛΕΕ καθόσον χαρακτηρίζει ως νέα κρατική ενίσχυση το σύστημα εγγυήσεως που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, έχει το άρθρο 107 ΣΛΕΕ την έννοια ότι σύστημα κρατικής εγγυήσεως χορηγούμενης στα μέλη, φυσικά πρόσωπα, αναγνωρισμένων συνεταιρισμών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου [της 22ας Φεβρουαρίου 1998], συνιστά νέα κρατική ενίσχυση η οποία έπρεπε να κοινοποιηθεί στην [...] Επιτροπή;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, είναι η ίδια απόφαση της Επιτροπής συμβατή με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αν ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στην απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή πριν από τις 3 Μαρτίου 2011 ή πριν από την 1η Απριλίου 2011 ή σε μία από τις δύο αυτές ημερομηνίες, ή, αντιστρόφως, αν ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι σε αυτή κρίθηκε ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή σε μεταγενέστερη ημερομηνία;

5)

Έχει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει σε κράτος μέλος τη θέσπιση μέτρου όπως το περιεχόμενο στο άρθρο 36/24, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου [της 22ας Φεβρουαρίου 1998], αν το μέτρο αυτό συνιστά εφαρμογή κρατικής ενισχύσεως ή ανήκει σε κρατική ενίσχυση η οποία έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή και αυτή η κρατική ενίσχυση δεν έχει ακόμη κοινοποιηθεί στην [...] Επιτροπή;

6)

Έχει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ την έννοια ότι απαγορεύει σε κράτος μέλος τη θέσπιση, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην [...] Επιτροπή, μέτρου όπως το περιεχόμενο στο άρθρο 36/24, παράγραφος 1, σημείο 3, του νόμου [της 22ας Φεβρουαρίου 1998], αν το μέτρο αυτό εντάσσεται σε κρατική ενίσχυση η οποία δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

55

Ορισμένοι από τους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένους που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, για τον λόγο ότι αυτά δεν συνδέονται με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η διαφορά αυτή αφορά αποκλειστικώς ζήτημα του βελγικού συνταγματικού δικαίου, η οδηγία 94/19, καθώς και τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ δεν έχουν σχέση με αυτή.

56

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να αποφανθεί (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ.,C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 53, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57

Επομένως, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε εθνικό δικαστήριο, μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ.,C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 54, καθώς και της 30ής Μαΐου 2013, Halaf,C‑528/11, EU:C:2013:342, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος κατά πόσον το άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 παραβιάζει την αρχή της ισότητας και απαγορεύσεως των διακρίσεων που κατοχυρώνεται στα άρθρα 10 και 11 του Βελγικού Συντάγματος, στο μέτρο που επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στους μετόχους, φυσικά πρόσωπα, των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, έναντι των μετόχων, φυσικών προσώπων, άλλων εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό.

59

Πλην όμως, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 30 και 31 των προτάσεών της, τόσο από την απόφαση αυτή όσο και από την απάντηση του αιτούντος δικαστηρίου στην αίτηση παροχής διευκρινίσεων που του απηύθυνε το Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό φρονεί ότι, προτού αποφανθεί επί του αν το εγκριθέν με το άρθρο 36/24, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, του νόμου της 22ας Φεβρουαρίου 1998 σύστημα εγγυήσεως υπέρ των μεριδίων των μελών, φυσικών προσώπων, των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι συμβατό με το Βελγικό Σύνταγμα, οφείλει να εξετάσει αν η διάταξη αυτή είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Τουτέστιν, εάν αποδειχθεί ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα εγγυήσεως επιβαλλόταν από την οδηγία 94/19, θα μπορούσε να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ, αφενός, των μετόχων, φυσικών προσώπων, των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα και, αφετέρου, των μετόχων, φυσικών προσώπων, άλλων εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό. Εάν, αντιθέτως, αποδειχθεί ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε τέτοιο σύστημα εγγυήσεως, καθότι δεν είναι συμβατό με τις διατάξεις της οδηγίας 94/19 ή με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μετόχων αυτών.

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το αιτούν δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

61

Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

Επί του πρώτου ερωτήματος

62

Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 94/19, σε συνδυασμό ενδεχομένως με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη και με τη γενική αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, έχουν την έννοια ότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, κατά πόσον αντιτίθενται στην καθιέρωση τέτοιου συστήματος από κράτος μέλος.

63

Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να συσταθούν και να αναγνωριστούν επίσημα στο έδαφός τους ένα ή περισσότερα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων.

64

Προκειμένου να εκτιμηθεί το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλει η διάταξη αυτή στα κράτη μέλη, ούτως ώστε να καθοριστεί κατά πόσον η υποχρέωση αυτή περιλαμβάνει την υποχρέωση καθιερώσεως ενός συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον τα μερίδια αυτά εμπίπτουν στο καθ’ ύλην και στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19.

65

Όσον αφορά, πρώτον, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19, από τον ίδιο τον τίτλο της προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αφορά τα συστήματα εγγυήσεως των «καταθέσεων». Κατά το άρθρο 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, ως «κατάθεση» νοείται, για τους σκοπούς της, αφενός, κάθε πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές, το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και, αφετέρου, κάθε χρέος για το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα αυτό έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους.

66

Πλην όμως, από τον φάκελο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι μερίδια εταιριών όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν εμπίπτουν στον ορισμό αυτό. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών της, είναι πράγματι προφανές ότι τα μερίδια αυτά συνιστούν κατά βάση συμμετοχή σ’ αυτό καθαυτό το κεφάλαιο μιας εταιρίας, ενώ οι καταθέσεις στις οποίες αναφέρεται η οδηγία 94/19 διαφέρουν καθόσον ανήκουν στις δανειακές υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος.

67

Επιπλέον, ενώ οι καταθέσεις πρέπει, βάσει του ορισμού που τους δίνει το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, να επιστρέφονται στον δικαιούχο βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, το ποσό που λαμβάνει, σε περίπτωση αποσύρσεως, ο κάτοχος των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα αντανακλά την εξέλιξη της αποδόσεως των συνεταιρισμών αυτών. Η κτήση τέτοιων μεριδίων προσιδιάζει, επομένως, περισσότερο στην κτήση εταιρικών μετοχών, ως προς τις οποίες η οδηγία 94/19 δεν προβλέπει καμία εγγύηση, παρά σε τοποθέτηση σε τραπεζικό λογαριασμό.

68

Εξάλλου, αντιθέτως προς ότι φαίνεται να υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς τα μερίδια των βρετανικών ή των ιρλανδικών building societies, τα οποία αντιμετωπίζονται ως καταθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19.

69

Συγκεκριμένα, αφενός, η ειδική αυτή επέκταση της έννοιας της «καταθέσεως» αφορά αποκλειστικά, κατά το ίδιο της το γράμμα, τα μερίδια βρετανικών ή ιρλανδικών building societies, και όχι τα μερίδια βελγικών αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Κανένα στοιχείο στο γράμμα ή στο ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 1, σημείο 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 δεν υποδηλώνει ότι η διάταξη αυτή ενδέχεται να περιλαμβάνει και άλλα μέσα πέραν όσων ρητώς μνημονεύει. Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη αποκλείει ρητώς από την προμνησθείσα επέκταση τα μερίδια εκείνα των building societies που αποτελούν στοιχείο του κεφαλαίου. Πλην όμως, τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστούν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, συμμετοχή σ’ αυτό καθαυτό το κεφάλαιο επιχειρήσεως.

70

Όσον αφορά, δεύτερον, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κοινό σημείο των δύο ειδών καταθέσεων του άρθρου 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής είναι ότι έχουν πραγματοποιηθεί σε πιστωτικό ίδρυμα. Ως εκ τούτου, προκειμένου να μπορούν τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα να αντιμετωπιστούν ως «καταθέσεις», κατά την έννοια της οδηγίας 94/19, είναι, εν πάση περιπτώσει, απαραίτητο να μπορούν να χαρακτηριστούν οι συνεταιρισμοί αυτοί «πιστωτικά ιδρύματα», κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

71

Συναφώς, το άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας 94/19 ορίζει ως «πιστωτικό ίδρυμα» την επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στο να δέχεται καταθέσεις από το κοινό ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και να χορηγεί πιστώσεις για λογαριασμό της. Πλην όμως, ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τις ενώπιον του Δικαστηρίου υποβληθείσες παρατηρήσεις προκύπτει ότι η δραστηριότητα των εν λόγω συνεταιρισμών συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό τους. Δεν είναι προφανές ότι τέτοιες επιχειρήσεις δέχονται καταθέσεις από το κοινό ή χορηγούν τακτικά, όπως οι τράπεζες, πιστώσεις για δικό τους λογαριασμό.

72

Επομένως, μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής ούτε στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 94/19. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

73

Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω λόγω της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στην οποία επίσης αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο στο πρώτο του ερώτημα.

74

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη και η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά συγκρίσιμες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψεις 54 και 55 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75

Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 65 έως 72 της παρούσας αποφάσεως και όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών της, μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, διακρίνονται, ως προς το αντικείμενο της προβλεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης εγγυήσεως των καταθέσεων, από τις καταθέσεις που πραγματοποιούνται σε πιστωτικά ιδρύματα, και τούτο μολονότι παρουσιάζουν ενδεχομένως κάποιες ομοιότητες με τα κλασικά αποταμιευτικά προϊόντα ως προς πλείονες εκφάνσεις τους, ιδίως όσον αφορά το φορολογικό τους καθεστώς, τη ρύθμιση στην οποία τα έχει υπαγάγει το βελγικό κράτος και τη δημοφιλία τους.

76

Πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί μήπως η οδηγία 94/19 αντιτίθεται στην καθιέρωση από κράτος μέλος ενός τέτοιου συστήματος εγγυήσεως όσον αφορά τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης.

77

Στον πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 94/19, αποκλείονται από οποιαδήποτε επιστροφή από τα συστήματα εγγυήσεως όλοι οι τίτλοι οι οποίοι εμπίπτουν στον ορισμό των «ιδίων κεφαλαίων», όπως αυτός περιέχεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/299.

78

Πλην όμως, το άρθρο 2 της οδηγίας 89/299 αφορά αποκλειστικώς τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια «των πιστωτικών ιδρυμάτων», τα οποία ορίζονται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, που παραπέμπει στο άρθρο 1 της οδηγίας 77/780, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 86/524, ως οι επιχειρήσεις η δραστηριότητα των οποίων συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Ο ορισμός αυτός συμπίπτει, άλλωστε, με εκείνον του άρθρου 1, σημείο 4, της οδηγίας 94/19.

79

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν εμπίπτουν στον προμνησθέντα ορισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων.

80

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 57 της οδηγίας 2006/48, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 89/299, αφορά επίσης τα μη ενοποιημένα ίδια κεφάλαια των «πιστωτικών ιδρυμάτων», τα οποία ορίζονται επίσης, στο άρθρο 4, σημείο 1, της πρώτης από τις οδηγίες αυτές, με τον ίδιο τρόπο που ορίζονται τα πιστωτικά ιδρύματα που αφορά η οδηγία 94/19.

81

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επέκταση ενός συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, όπως το προβλεπόμενο από το βελγικό δίκαιο, στα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν φαίνεται να είναι, αυτή καθαυτήν, μη συμβατή με το άρθρο 2, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 94/19.

82

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την περίσταση ότι η οδηγία 94/19 προβαίνει, όπως προκύπτει από την όγδοη, τη δέκατη έκτη και τη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της, σε ελάχιστη μόνον εναρμόνιση όσον αφορά την εγγύηση των καταθέσεων.

83

Καίτοι οι διατάξεις της οδηγίας 94/19 δεν απαγορεύουν επομένως στα κράτη μέλη να επεκτείνουν στα μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων που προβλέπει το εθνικό τους δίκαιο σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η επέκταση αυτή δεν δύναται ωστόσο να υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, το οποίο τους επιβάλλει να καθιερώσουν η εν λόγω οδηγία (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, Lidl Italia,C‑315/05, EU:C:2006:736, σκέψη 48) ούτε να παραβιάζει τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

84

Πλην όμως, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών της, δεν μπορεί να αποκλειστεί τυχόν υπονόμευση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της εγγυήσεως των καταθέσεων που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, σε περίπτωση που κράτος μέλος επιβαρύνει σημαντικά το εθνικό του σύστημα εγγυήσεων με κινδύνους οι οποίοι δεν σχετίζονται άμεσα με τον σκοπό του συστήματος αυτού. Πράγματι, όσο μεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι για τους οποίους πρέπει να παρασχεθεί εγγύηση, τόσο περισσότερο αμβλύνεται η εγγύηση των καταθέσεων και τόσο λιγότερο μπορεί το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων να συμβάλει, με τα ίδια μέσα, στην εκπλήρωση του διττού σκοπού της οδηγίας 94/19, που συνίσταται, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της, στην προστασία των αποταμιευτών σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα και στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2015, Surmačs,C‑127/14, EU:C:2015:522, σκέψη 21).

85

Ως εκ τούτου, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξετάσει κατά πόσον η καθιέρωση συστήματος εγγυήσεως όσον αφορά τα μερίδια των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι ικανή να υπονομεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων που προβλέπει το βελγικό δίκαιο σύμφωνα με την οδηγία 94/19.

86

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει, μεταξύ άλλων, υπόψη το ότι η θέσπιση τέτοιου συστήματος όσον αφορά τα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, ωφελεί, εν προκειμένω, μεγάλο αριθμό μικροεπενδυτών του βελγικού συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων, καθώς και το ότι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, οι οποίοι προσχώρησαν στο σύστημα αυτό εγγυήσεως λίγο πριν γίνει επίκληση της εγγυήσεως που αυτό προβλέπει, δεν συνέβαλαν στο παρελθόν στη χρηματοδότησή του.

87

Βάσει όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 94/19 έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα, ούτε αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος, εφόσον το σύστημα αυτό δεν υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων που η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιερώσουν, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και εφόσον είναι συμβατό με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ιδίως με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

88

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 αντιβαίνει στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ, αφενός, και στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ, αφετέρου, καθόσον η απόφαση αυτή χαρακτηρίζει ως νέα κρατική ενίσχυση το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

89

Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2010, Fallimento Traghetti del Mediterraneo,C‑140/09, EU:C:2010:335, σκέψη 31, και της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia,C‑417/10, EU:C:2012:184, σκέψη 37).

90

Καίτοι δεν αμφισβητείται το γεγονός, αυτό καθαυτό, ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα καταλογίζεται στο κράτος και ότι το σύστημα αυτό συνεπάγεται τη χρήση κρατικών πόρων, οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO και η Βελγική Κυβέρνηση φρονούν, αντιθέτως, ότι δεν πληρούνται οι τρεις άλλες προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό του συστήματος εγγυήσεως αυτού ως «κρατικής ενισχύσεως». Αμφισβητούν, ειδικότερα, ότι το εν λόγω σύστημα παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO, ότι επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι νοθεύει τον ανταγωνισμό. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί κατά πόσον πληρούνται οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, ώστε να καθοριστεί κατά πόσον η Επιτροπή μπορούσε εγκύρως να χαρακτηρίσει ως «κρατική ενίσχυση» το σύστημα αυτό στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014.

91

Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το πλεονέκτημα που παρέχει στους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 84 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή έκρινε ότι ο όμιλος ARCO ήταν ο μοναδικός πραγματικός δικαιούχος του συστήματος αυτού.

92

Κατά τους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO, το εν λόγω σύστημα δεν ωφελεί ωστόσο αυτούς, αλλά ευνοεί τα μέλη, φυσικά πρόσωπα, των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και την τράπεζα Dexia, της οποίας ο όμιλος αυτός ήταν ένας από τους βασικούς μετόχους και στης οποίας τη διάσωση αναμενόταν να συμβάλει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

93

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ως ενισχύσεις θεωρούνται όλες οι κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοήσουν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρηθούν οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε επιτύχει υπό τις κανονικές συνθήκες αγοράς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2013, Libert κ.λπ.,C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 83, καθώς και της 3ης Απριλίου 2014, Γαλλία κατά Επιτροπής,C‑559/12 P, EU:C:2014:217, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94

Πλην όμως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 74 έως 76 των προτάσεών της, δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς το ότι ο όμιλος ARCO ευνοείται από το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το οποίο άλλωστε ζήτησαν οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, αντιθέτως προς τους λοιπούς αναγνωρισμένους συνεταιρισμούς που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, και από το οποίο αποκόμισαν εν συνεχεία πλεονέκτημα. Πράγματι, χάρη σ’ αυτό το σύστημα εγγυήσεως, ο όμιλος ARCO προφυλάχθηκε από την επικείμενη έξοδο των ιδιωτών επενδυτών από τον όμιλο αυτόν και κατέστη επομένως ικανός, ταυτοχρόνως, να συμβάλει, ως βασικός μέτοχος, στην ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας Dexia.

95

Η περίσταση ότι και άλλοι ενδιαφερόμενοι, ήτοι οι ιδιώτες μεριδιούχοι των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO, καθώς και η τράπεζα Dexia, μπόρεσαν επίσης να αποκομίσουν ορισμένα πλεονεκτήματα δυνάμει του εν λόγω συστήματος εγγυήσεως δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει το ότι ο προμνησθείς όμιλος πρέπει να θεωρηθεί δικαιούχος του.

96

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει τις ενισχύσεις που συνεπάγονται «ευνοϊκ[ή] μεταχε[ίριση] ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής», ήτοι τις επιλεκτικές ενισχύσεις (αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2011, Mediaset κατά Επιτροπής, C‑403/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:533, σκέψη 36, και της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 54).

97

Εν προκειμένω, παρότι η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 101 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα συνιστά μέτρο «σαφώς επιλεκτικό», οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO αμφισβητούν τον επιλεκτικό χαρακτήρα αυτού του συστήματος εγγυήσεως.

98

Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιτάσσει να καθορίζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2011, Mediaset κατά Επιτροπής, C‑403/10 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:533, σκέψη 36· της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 55· της ίδιας ημέρας, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, σκέψη 41, και της ίδιας ημέρας, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, σκέψη 54).

99

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 65 έως 83 της παρούσας αποφάσεως, το Βασίλειο του Βελγίου επέκτεινε το προβλεπόμενο από το βελγικό δίκαιο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων στα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης. Η υπαγωγή στο σύστημα αυτό παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους συνεταιρισμούς αυτούς σε σχέση με άλλους οικονομικούς φορείς που προσφέρουν προς πώληση τα μερίδιά τους υπό τη μορφή μετοχών χωρίς να ωφελούνται από τέτοιο σύστημα εγγυήσεως.

100

Όμως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών της, οι αναγνωρισμένοι συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO, τελούν –από πλευράς του επιδιωκόμενου από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων σκοπού, ο οποίος, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19, συνίσταται στην προστασία των αποταμιευτών σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα και στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος– σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, παρά ορισμένες ιδιαιτερότητες που απορρέουν από τη νομική μορφή των εν λόγω συνεταιρισμών, με εκείνη άλλων οικονομικών φορέων –είτε πρόκειται για συνεταιρισμούς είτε όχι– οι οποίοι διαθέτουν προς πώληση τα μερίδιά τους υπό τη μορφή μετοχών, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό στο κοινό ένα είδος επενδύσεως κεφαλαίων που δεν καλύπτεται από το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων.

101

Κατά συνέπεια, η επέκταση του προβλεπόμενου από το βελγικό δίκαιο συστήματος εγγυήσεως στα μερίδια αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα έχει ως αποτέλεσμα την παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος στους συνεταιρισμούς αυτούς σε σχέση με άλλους οικονομικούς φορείς οι οποίοι τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου από το εν λόγω σύστημα σκοπού, σε πραγματική και νομική κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη των προμνησθέντων συνεταιρισμών και, ως εκ τούτου, έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

102

Όσον αφορά τις προϋποθέσεις σχετικά με τον αντίκτυπο του επίμαχου στην κύρια δίκη συστήματος εγγυήσεως των μεριδίων αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που το σύστημα αυτό δύναται να προξενήσει, υπενθυμίζεται ότι, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως απαιτείται να εξετάζεται μόνον αν η επίμαχη ενίσχυση δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και όχι αν η ενίσχυση αυτή είχε όντως επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και νόθευσε όντως τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής,C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 44· της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Unicredito Italiano,C‑148/04, EU:C:2005:774, σκέψη 54, και της 19ης Μαρτίου 2015, OTP Bank,C‑672/13, EU:C:2015:185, σκέψη 54).

103

Εν προκειμένω, είναι προφανές, αφενός, ότι η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 108 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, ότι, χάρη στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως, ο όμιλος ARCO μπόρεσε να διατηρήσει το μερίδιό του στην αγορά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και δεν υπέστη εκροές κεφαλαίων, παρά μόνον αργότερα και σε επίπεδο χαμηλότερο από ό,τι αν δεν είχε επωφεληθεί του συστήματος αυτού, και ότι, κατά συνέπεια, οι άλλοι οικονομικοί παράγοντες, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στην αξία τους και δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στο εν λόγω σύστημα εγγυήσεως, δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τα κεφάλαια που επρόκειτο να διατεθούν για επενδύσεις.

104

Αφετέρου, όταν η ενίσχυση που χορηγείται από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως έναντι άλλων επιχειρήσεων που ασκούν ανταγωνιστική δραστηριότητα στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ.,C‑222/04, EU:C:2006:8, σκέψη 141, και της 8ης Μαΐου 2013, Libert κ.λπ.,C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 77). Στο πλαίσιο αυτό, δεν απαιτείται η δικαιούχος επιχείρηση να μετέχει η ίδια στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή και να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να εισχωρήσουν στην αγορά αυτού του κράτους μέλους (απόφαση της 8ης Μαΐου 2013, Libert κ.λπ.,C‑197/11 και C‑203/11, EU:C:2013:288, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105

Το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η περίσταση ότι ένας οικονομικός τομέας, όπως αυτός των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποτέλεσε αντικείμενο σημαντικής διαδικασίας φιλελευθεροποιήσεως σε επίπεδο Ένωσης, η οποία ενδυνάμωσε τον ανταγωνισμό που ήδη διασφάλιζε η προβλεπόμενη από τη Συνθήκη ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, είναι ικανή να χαρακτηριστεί ως ενδεικτική πραγματικής ή εν δυνάμει επιπτώσεως των ενισχύσεων επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ.,C‑222/04, EU:C:2006:8, σκέψεις 142 και 145, και της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 51).

106

Η προβαλλόμενη από τη Βελγική Κυβέρνηση και από τους συνεταιρισμούς του ομίλου ARCO περίσταση ότι η αξία των μεριδίων που κατέχουν τα μέλη, φυσικά πρόσωπα, των συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι κατά κανόνα μικρής σημασίας δεν είναι ικανή να αποκλείσει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα εγγυήσεως νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

107

Οι επιπτώσεις του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συστήματος εγγυήσεως στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών πρέπει, πράγματι, να εκτιμώνται σε σχέση με το σύνολο των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα τον οποίο αυτό καλύπτει και όχι σε σχέση με το εγγυημένο κεφάλαιο ενός συγκεκριμένου μέλους, φυσικού προσώπου. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori το ενδεχόμενο επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (αποφάσεις της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, EU:C:2003:415, σκέψη 81, καθώς και της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech,C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 68).

108

Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

109

Όσον αφορά, δεύτερον, το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο ζητεί βασικά να διευκρινιστεί κατά πόσον ο χαρακτηρισμός του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συστήματος εγγυήσεως ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει αιτιολογηθεί επαρκώς στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014.

110

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast,C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 79, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 44).

111

Εφόσον για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτείται να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη αυτή, η απόφαση της Επιτροπής, με την οποία γίνεται δεκτός ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, πρέπει να εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το θεσμικό όργανο αυτό εκτιμά ότι το σχετικό κρατικό μέτρο πληροί όλες τις ανωτέρω προϋποθέσεις (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

112

Εν προκειμένω, η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 ανταποκρίνεται στις επιταγές αυτές.

113

Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή είναι αιτιολογημένη επαρκώς κατά νόμο καθόσον διαφαίνονται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 110, οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι εν προκειμένω πληρούνταν καθεμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

114

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και των συμφραζομένων καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑138/03, C‑324/03 et C‑431/03, EU:C:2005:714, σκέψη 55, καθώς και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 94).

115

Πάντως, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι συνεταιρισμοί του ομίλου ARCO προς στήριξη του ισχυρισμού της περί ελλιπούς αιτιολογίας, όπως εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής, αποσκοπούν στην αμφισβήτηση μάλλον του βασίμου της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, παρά της αιτιολογίας της. Το ίδιο ισχύει και ως προς το επιχείρημα που προέβαλαν οι συνεταιρισμοί αυτοί κατά της νομολογίας που παρέθεσε η Επιτροπή για να τεκμηριώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, καθώς και ως προς τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εν λόγω συνεταιρισμοί όσον αφορά τις προϋποθέσεις σε σχέση με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

116

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων της Ένωσης που προβλέπει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Total κατά Επιτροπής,C‑597/13 P, EU:C:2015:613, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117

Επομένως, από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014.

Επί του τρίτου ερωτήματος

118

Δεδομένης της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

Επί του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος

119

Με το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθετο στη θέση σε εφαρμογή του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συστήματος εγγυήσεως και, αφετέρου, αν η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 αντιβαίνει στη διάταξη αυτή όσον αφορά την ημερομηνία κατά την οποία ετέθη, σύμφωνα με την Επιτροπή, σε εφαρμογή η διαπιστωθείσα κρατική ενίσχυση.

120

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, ΣΛΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση κοινοποιήσεως των σχεδίων για τη θέσπιση ή την τροποποίηση ενισχύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΣΛΕΕ, το κράτος μέλος που προτίθεται να χορηγήσει ορισμένη ενίσχυση δεν μπορεί να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα προτού η εν λόγω διαδικασία καταλήξει σε τελική απόφαση της Επιτροπής. Η προβλεπόμενη από την προμνησθείσα διάταξη απαγόρευση έχει ως σκοπό να κατοχυρώσει ότι, προ της επελεύσεως των αποτελεσμάτων ενός συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της εύλογη προθεσμία για να εξετάσει το σχέδιο διεξοδικώς και, ενδεχομένως, να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121

Το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ καθιερώνει, επομένως, προληπτικό έλεγχο των σχεδίων νέων ενισχύσεων (βλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1973, Lorenz,120/73, EU:C:1973:152, σκέψη 2· της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa,C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 25, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 58).

122

Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μέτρο ενισχύσεως το οποίο τίθεται σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι παράνομο (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português, C‑667/13, EU:C:2015:151, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123

Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 1 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014 προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή μόλις στις 7 Νοεμβρίου 2011, τουτέστιν την ημερομηνία κατά την οποία έγινε δεκτό με το βασιλικό διάταγμα της ίδιας ημερομηνίας το αίτημα προστασίας, μέσω αυτού του συστήματος εγγυήσεως, του κεφαλαίου των συνεταιρισμών του ομίλου ARCO.

124

Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια κοινοποίηση που έλαβε χώρα σε τόσο προχωρημένο στάδιο έγινε «εγκαίρως», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

125

Ασφαλώς, από την αιτιολογική σκέψη 110 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου2014, η οποία αναφέρει ότι τα συστατικά στοιχεία της κρατικής ενισχύσεως υπήρχαν το αργότερο κατά την έκδοση του βασιλικού διατάγματος της 10ης Οκτωβρίου 2011, αλλά ότι το πλεονέκτημα που δημιούργησε το επίμαχο σύστημα εγγυήσεως υπήρχε ήδη κατά την έκδοση της ανακοινώσεως για τη θέσπιση του μέτρου αυτού από τη Βελγική Κυβέρνηση, στις 10 Οκτωβρίου 2008, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με βεβαιότητα η ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με την Επιτροπή, τέθηκε σε εφαρμογή το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως.

126

Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο μέτρο που οι δικαιούχοι του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συστήματος εγγυήσεως απέκτησαν το δικαίωμα να ενταχθούν στο εν λόγω σύστημα το αργότερο βάσει του βασιλικού διατάγματος της 7ης Νοεμβρίου 2011, η κοινοποίηση του συστήματος αυτού κατά την προμνησθείσα ημερομηνία πραγματοποιήθηκε, εν πάση περιπτώσει, όταν το σύστημα αυτό δεν βρισκόταν πλέον στο στάδιο του «σχεδίου», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν είναι δε απαραίτητο να προσδιοριστεί αν η διαπιστωθείσα με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 κρατική ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά με το ανακοινωθέν Τύπου της Βελγικής Κυβερνήσεως, στις 10 Οκτωβρίου 2008, ή μόλις με το βασιλικό διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 2011 ή σε μια από τις ενδιάμεσες ημερομηνίες που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 118 των προτάσεών της, σημειώθηκε παραβίαση της αρχής του προληπτικού ελέγχου της Επιτροπής.

127

Επομένως, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε, στην αιτιολογική σκέψη 143 της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014, ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα εγγυήσεως «εφαρμόστηκε παρανόμως από το [Βασίλειο του Βελγίου], κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3[, ΣΛΕΕ]».

128

Βάσει όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, στο τέταρτο, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα εγγυήσεως όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που αυτό τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή.

129

Από την εξέταση των ερωτημάτων αυτών δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της 3ης Ιουλίου 2014.

Επί των δικαστικών εξόδων

130

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 2 και 3 της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2005, έχουν την έννοια ότι δεν επιβάλλουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν σύστημα εγγυήσεως των μεριδίων των αναγνωρισμένων συνεταιρισμών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα, ούτε αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος, εφόσον το σύστημα αυτό δεν υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων που η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθιερώσουν, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και εφόσον είναι συμβατό με τη Συνθήκη ΛΕΕ, ιδίως με τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ.

 

2)

Από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως 2014/686/ΕΕ της Επιτροπής, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33927 (12/C) (πρώην 11/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Βέλγιο – Σύστημα εγγύησης για την προστασία των μεριδίων φυσικών προσώπων που είναι μέλη χρηματοπιστωτικών συνεταιρισμών.

 

3)

Το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα εγγυήσεως όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο μέτρο που αυτό τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διάταξη αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.