ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 1ης Δεκεμβρίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑499/15

W,

V

κατά

X

[αίτηση του Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακού δικαστηρίου Βίλνιους, Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Υποχρεώσεις διατροφής — Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 — Συνήθης διαμονή του παιδιού — Υπέρτατο συμφέρον του παιδιού — Διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους διαμονής του ενός γονέα για την εξέταση ζητημάτων σχετικών με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας καθώς και τις υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο — Τροποποίηση αποφάσεως που κατέστη τελεσίδικη»

1. 

Η υποβληθείσα στην κρίση του Δικαστηρίου υπόθεση ανέκυψε από διαφορά σχετική με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, καθώς και τον καθορισμό των υποχρεώσεων διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο.

2. 

Το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία) ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 ( 2 ) και του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 ( 3 ), ώστε να καθορίσει το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί των ως άνω ζητημάτων. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα λιθουανικά δικαστήρια είχαν εκδώσει απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη, επί του δικαιώματος επιμέλειας, του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας, καθώς και των υποχρεώσεων διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο. Ο πατέρας του παιδιού άσκησε αγωγή, ακολούθως, εκ νέου ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων με αίτημα την τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως. Εντούτοις, δεδομένου ότι το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος των Κάτω Χωρών, μαζί με τη μητέρα του, εγείρεται το ερώτημα αν τα λιθουανικά δικαστήρια εξακολουθούν να έχουν διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθούν επί του βασίμου της εν λόγω αγωγής.

3. 

Στις παρούσες προτάσεις, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003 και το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 4/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει εκδώσει απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη, σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας, καθώς και τις υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο, το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει πλέον διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί αγωγής τροποποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Θα διευκρινίσω τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή μου, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί τέτοιας αγωγής έχει, βάσει των ως άνω διατάξεων και της αρχής που αποσκοπεί στην προστασία του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, το δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του.

I – Το νομικό πλαίσιο

Α   – Ο κανονισμός 2201/2003

4.

Σκοπός του κανονισμού 2201/2003 είναι να καταστήσει ομοιόμορφους, στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση του γάμου, καθώς και σε υποθέσεις γονικής μέριμνας.

5.

Η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2201/2003 έχει ως εξής:

«Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.»

6.

Το άρθρο 3 του κανονισμού 2201/2003 καθορίζει τη γενική δικαιοδοσία σε υποθέσεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακυρώσεως του γάμου. Το εν λόγω άρθρο ορίζει τα εξής:

«1.   Δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους:

α)

στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται:

η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή

η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή

η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή

σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή

η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί “domicile”·

β)

της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του “domicile” των δύο συζύγων.

[…]»

7.

Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε υποθέσεις γονικής μέριμνας, το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003 θεσπίζει τον ακόλουθο κανόνα γενικής δικαιοδοσίας:

«1.   Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12.»

8.

Το άρθρο 12 του κανονισμού 2201/2003 έχει ως εξής:

«1.   Τα δικαστήρια του κράτους μέλους στα οποία η αρμοδιότητα ασκείται βάσει του άρθρου 3, για να αποφασίσουν για μια αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου των συζύγων, είναι αρμόδια για οιοδήποτε ζήτημα σχετικά με τη γονική μέριμνα το οποίο συνδέεται με την αίτηση αυτή, εφόσον

α)

τουλάχιστον ένας από τους συζύγους ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού

και

β)

η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους δικαιούχους της γονικής μέριμνας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

2.   Η αρμοδιότητα που ασκείται κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 παύει όταν

α)

είτε η απόφαση η οποία δέχεται την αίτηση διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου ή την απορρίπτει καθίσταται τελεσίδικη·

β)

είτε, σε περίπτωση κατά την οποία μια διαδικασία σχετικά με τη γονική μέριμνα εκκρεμεί ακόμη κατά την ημερομηνία η οποία προβλέπεται στο στοιχείο αʹ, όταν μια απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα καθίσταται τελεσίδικη·

γ)

είτε, στις περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται στα στοιχεία αʹ και βʹ, όταν η διαδικασία έχει περατωθεί για άλλους λόγους.

[…]»

9.

Κατά το άρθρο 14 του κανονισμού 2201/2003, «[ε]φόσον κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 8 έως 13, η δικαιοδοσία ρυθμίζεται, σε κάθε κράτος μέλος, από το δίκαιο του κράτους αυτού».

10.

Το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές για θέματα γονικής μέριμνας ενός παιδιού, με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθη δεύτερο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρι να διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

3.   Όταν διαπιστωθεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο, κάθε δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα οφείλει να διαπιστώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του υπέρ αυτού του δικαστηρίου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο διάδικος που άσκησε τη σχετική αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα μπορεί να ασκήσει την αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.»

11.

Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, «[ο]ι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς καμία διαδικασία».

12.

Εξάλλου, προβλέπεται κατάλογος λόγων μη αναγνωρίσεως αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σε υποθέσεις που αφορούν τη γονική μέριμνα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 23, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003, μια τέτοια απόφαση δεν αναγνωρίζεται «αν η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους αναγνώρισης, λαμβάνοντας υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού».

Β   – Ο κανονισμός 4/2009

13.

Σκοπός του κανονισμού 4/2009 είναι να διευκολυνθεί η έκδοση αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με αξίωση διατροφής, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία ( 4 ).

14.

Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, ο κανονισμός 4/2009 εφαρμόζεται «στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας».

15.

Για τον σκοπό αυτό, ο εν λόγω κανονισμός καθιερώνει σύστημα κοινών κανόνων, ιδίως όσον αφορά τη σύγκρουση δικαιοδοσίας, θεσπίζοντας κανόνες γενικής δικαιοδοσίας σε υποθέσεις υποχρεώσεων διατροφής.

16.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 του κανονισμού 4/2009 ορίζει τα εξής:

«Σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει:

α)

το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή

β)

το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, ή

γ)

το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ή

δ)

το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων.»

II – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

17.

Ο W (λιθουανικής ιθαγενείας) και η X (ιθαγενείας Κάτω Χωρών και Αργεντινής) παντρεύτηκαν στις 9 Δεκεμβρίου 2003 στο Portland, της Πολιτείας του Oregon (Ηνωμένες Πολιτείες). Από τον γάμο τους γεννήθηκε, στις 20 Απριλίου 2006, στις Κάτω Χώρες, ο V, ο οποίος έχει τόσο τη λιθουανική όσο και την ιταλική ιθαγένεια.

18.

Στο διάστημα από το 2004 έως το 2011, ο W και η X έζησαν κατά καιρούς στις Κάτω Χώρες, στην Ιταλία και στον Καναδά. Τον Νοέμβριο του 2011, η X εγκαταστάθηκε με τον V στις Κάτω Χώρες. Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι ο V ούτε έχει ζήσει ούτε έχει μεταβεί ποτέ στη Λιθουανία.

19.

Από τον Δεκέμβριο του 2010, ο W και η X διαβιούν χωριστά. Αποδείχθηκε ότι ο W έχει τη συνήθη διαμονή του στη Λιθουανία, ενώ η X και ο V έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις Κάτω Χώρες.

20.

Η X υπέβαλε αίτηση διαζυγίου ενώπιον καναδικού δικαστηρίου. Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε σειρά αποφάσεων από τον Μάιο του 2011 έως τον Απρίλιο του 2012, με αντικείμενο την αίτηση διαζυγίου, τον καθορισμό του τόπου διαμονής του V, καθώς και τον καθορισμό των ρυθμίσεων ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας με τον V και τις υποχρεώσεις διατροφής προς τον V Το καναδικό δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση διαζυγίου των διαδίκων στις 17 Απριλίου 2012 και ανέθεσε την επιμέλεια του V στην X

Α   – Η διαδικασία ενώπιον των λιθουανικών και των ολλανδικών δικαστηρίων

21.

Κατόπιν αιτήσεως του W, το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αποφάσεις του καναδικού δικαστηρίου.

22.

Ο W άσκησε ενώπιον του Vilniaus miesto 1 apylinkės teismas (δικαστηρίου της 1ης περιφέρειας του Βίλνιους, Λιθουανία) αγωγή κατά της X με την οποία ζήτησε να εκδοθεί το διαζύγιο κατ’ αντιδικία λόγω υπαιτιότητας της εναγομένης και να οριστεί ως τόπος διαμονής του V η κατοικία του W. Στις 28 Απριλίου 2011, κατόπιν αιτήσεως του W, το ως άνω δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα του αιτούντος για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και αποφάσισε ότι ο τόπος διαμονής του V θα είναι προσωρινά η κατοικία του W. Στις 12 Απριλίου 2013, το επιληφθέν της αγωγής διαζυγίου δικαστήριο εξαφάνισε τη διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων και διέταξε την άμεση εκτέλεση της δικής του αποφάσεως. Κατόπιν εφέσεως του W, στις 19 Ιουλίου 2013, το Vilniaus apygardos teismas (επαρχιακό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία) επικύρωσε την απόφαση της 12ης Απριλίου 2013 του Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακού δικαστηρίου Βίλνιους). Ο W υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

23.

Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) αποφάνθηκε επί της αιτήσεως διαζυγίου και όρισε τον τόπο διαμονής του V στην κατοικία της X, καθόρισε δε τις ρυθμίσεις σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας του W καθώς και το ύψος των υποχρεώσεων διατροφής του W έναντι του τέκνου του.

24.

Ο W άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (επαρχιακού δικαστηρίου Βίλνιους), το οποίο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την απόφασή του της 30ής Μαΐου 2014. Ο W υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

25.

Παράλληλα με την κινηθείσα στη Λιθουανία διαδικασία, η X προσέφυγε ενώπιον των ολλανδικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2014, το rechtbank Overijssel (δικαστήριο Overijssel, Κάτω Χώρες) καθόρισε τις υποχρεώσεις διατροφής του W έναντι της X σε 4323,16 ευρώ μηνιαίως από τις 8 Μαΐου 2012 και έναντι του V σε 567,01 ευρώ μηνιαίως για το διάστημα από τις 27 Ιουνίου έως την 1η Νοεμβρίου 2011 και σε 790 ευρώ μηνιαίως από τις 2 Νοεμβρίου 2011.

26.

Με απόφαση της 22ας Αυγούστου 2014, το rechtbank Overijssel (δικαστήριο Overijssel) μεταρρύθμισε την από κοινού επιμέλεια του V και ανέθεσε την επιμέλεια αποκλειστικά στην X. Κατά το ολλανδικό δίκαιο, η επιμέλεια μπορεί να ανατεθεί αποκλειστικά στον ένα γονέα μόνον όταν συντρέχει ανεπίτρεπτος κίνδυνος το παιδί να υποστεί τις επιπτώσεις των διενέξεων μεταξύ των γονέων του και δεν είναι πιθανή η βελτίωση της εν λόγω καταστάσεως ή όταν η τροποποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν την επιμέλεια είναι αναγκαία για άλλους λόγους, προς το συμφέρον του παιδιού.

27.

Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2014, το rechtbank Overijssel (δικαστήριο Overijssel) αρνήθηκε να αναγνωρίσει και να κηρύξει εκτελεστά στις Κάτω Χώρες τα κεφάλαια της αποφάσεως την οποία εξέδωσε στις 8 Οκτωβρίου 2013 το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) που αφορούσαν το διαζύγιο λόγω κοινής υπαιτιότητας των συζύγων, την ανάθεση της επιμέλειας του V στην X, την υποχρέωση καταβολής διατροφής στον V και τον συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων. Αντιθέτως, το rechtbank Overijssel (δικαστήριο Overijssel) αναγνώρισε και κήρυξε εκτελεστό στις Κάτω Χώρες το κεφάλαιο της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013 που αφορούσε τον καθορισμό του δικαιώματος επικοινωνίας του W

28.

Κατόπιν εφέσεως που άσκησε ο W, το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) αρνήθηκε, με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2015, να κηρύξει εκτελεστή στη Λιθουανία την απόφαση που εξέδωσε στις 29 Ιανουαρίου 2014 το rechtbank Overijssel (δικαστήριο Overijssel) και αρνήθηκε να αναγνωρίσει και να κηρύξει εκτελεστή στη Λιθουανία την απόφαση που εξέδωσε το ως άνω δικαστήριο στις 22 Αυγούστου 2014 σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας. Επιπλέον, το Lietuvos apeliacinis teismas (εφετείο Λιθουανίας) περάτωσε τη δίκη όσον αφορά τη μη αναγνώριση στη Λιθουανία της αποφάσεως του rechtbank Overijssel (δικαστηρίου Overijssel).

Β   – Η διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου

29.

Στις 28 Αυγούστου 2014, ο W προσέφυγε ενώπιον του Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακού δικαστηρίου Βίλνιους) με αίτημα να μεταβληθεί ο τόπος διαμονής του V, να αναπροσαρμοσθούν τα ποσά της διατροφής και να τροποποιηθούν οι ισχύουσες ρυθμίσεις σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας.

30.

Με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, το δικαστήριο αυτό απέρριψε τα εν λόγω αιτήματα ως απαράδεκτα με το σκεπτικό ότι ο W δεν απέδειξε ποιες συγκεκριμένες περιστάσεις είχαν μεταβληθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013.

31.

Ο W άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2014 ενώπιον του Vilniaus apygardos teismas (επαρχιακού δικαστηρίου Βίλνιους). Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014, το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την έφεση του W, εξαφάνισε εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

32.

Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2014, το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) έκρινε την αγωγή απαράδεκτη, εκτιμώντας ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία στο μέτρο που ο V έχει τη συνήθη διαμονή του στις Κάτω Χώρες στην κατοικία της X Επομένως, κατά το δικαστήριο αυτό, οι ασκηθείσες ενώπιόν του αγωγές του W δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων. Το εν λόγω δικαστήριο ενημέρωσε τον W ότι μπορούσε να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου στις Κάτω Χώρες.

33.

Με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2015, το Vilniaus apygardos teismas (επαρχιακό δικαστήριο Βίλνιους), ενώπιον του οποίου άσκησε έφεση ο W, εξαφάνισε την απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2014 και ανέπεμψε το ζήτημα του παραδεκτού της αγωγής στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι στο Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους), προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου.

34.

Λαμβανομένων υπόψη των διαφωνιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας, το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Βάσει των άρθρων 8 έως 14 του [κανονισμού 2201/2003], ποιο κράτος μέλος –ήτοι, η Δημοκρατία της Λιθουανίας ή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών– έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υποθέσεως που αφορά αγωγή περί μεταβολής του τόπου διαμονής, αναπροσαρμογής του ποσού της διατροφής και τροποποιήσεως των ισχυουσών ρυθμίσεων ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας σε σχέση με το ανήλικο τέκνο V, το οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών;»

III – Ανάλυση

35.

Προκαταρκτικώς, θα ήθελα να επισημάνω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ο ενάγων της κύριας δίκης υποστήριξε ειδικότερα ότι το τέκνο V δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις Κάτω Χώρες, αλλά στη Λιθουανία. Κατ’ αυτόν, εφόσον δικαστική απόφαση καθορίζει τη διαμονή του παιδιού στην κατοικία ενός εκ των γονέων του, αυτός είναι ο τόπος «νομικής» διαμονής, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη ως τόπος συνήθους διαμονής. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, «ο όρος “συνήθης διαμονή”, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού [αυτού], αντιστοιχεί στον τόπο στον οποίο το παιδί έχει ενσωματωθεί σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Τον τόπο αυτόν προσδιορίζει το εθνικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως» ( 5 ). Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, «[μ]εταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο προσδιορίζει τον τόπο της συνήθους διαμονής ενός παιδιού είναι συγκεκριμένα οι συνθήκες και οι λόγοι της διαμονής του παιδιού στο έδαφος κράτους μέλους καθώς και η ιθαγένεια του παιδιού […]. Όπως άλλωστε έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 38 της [αποφάσεως της 2ας Απριλίου 2009, A ( 6 )], για να προσδιοριστεί η συνήθης διαμονή ενός παιδιού, εκτός από την αυτοπρόσωπη παρουσία του εντός κράτους μέλους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι παράγοντες από τους οποίους να μπορεί να συναχθεί ότι η παρουσία αυτή ουδόλως έχει προσωρινό ή ευκαιριακό χαρακτήρα» ( 7 ).

36.

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ακριβώς ότι η συνήθης διαμονή του τέκνου είναι στις Κάτω Χώρες, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι το τέκνο δεν έζησε ποτέ στη Λιθουανία. Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συνήθης διαμονή του τέκνου V ευρίσκεται στο έδαφος των Κάτω Χωρών.

37.

Η αμφιβολία όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων για την έκδοση της αποφάσεως της 8ης Οκτωβρίου 2013 είναι θεμιτή. Εντούτοις, διευκρινίζω ότι, εν προκειμένω, το υπό κρίση ζήτημα δεν είναι κατά πόσον τα εν λόγω δικαστήρια είχαν διεθνή δικαιοδοσία, δυνάμει των κανόνων που προβλέπονται στον κανονισμό 2201/2003, για την έκδοση της ως άνω αποφάσεως, ούτε η αναγνώριση αυτής από τα ολλανδικά δικαστήρια. Δεν είναι αυτό το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω.

38.

Καίτοι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, στο ερώτημά του, μόνο στις διατάξεις του κανονισμού 2201/2003, πρέπει να επισημανθεί ότι στο σώμα της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που απηύθυνε στο Δικαστήριο διερωτάται επίσης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής. Εντούτοις, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ως άνω κανονισμού, αυτός δεν εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής. Αντιθέτως, τα ζητήματα που σχετίζονται με τη δικαιοδοσία σε υποθέσεις υποχρεώσεων διατροφής ρυθμίζονται από τον κανονισμό 4/2009.

39.

Παρ’ όλα αυτά, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι δύο αυτές πτυχές, ήτοι η γονική μέριμνα και οι υποχρεώσεις διατροφής προς το τέκνο, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Εξάλλου, η ενιαία απόφαση που εξέδωσε το Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) στις 8 Οκτωβρίου 2013 αφορά ακριβώς τις δύο αυτές πτυχές. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αίτημα που αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής προς το τέκνο V είναι παρεπόμενο εκείνου που αφορά το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο.

40.

Εντούτοις, κατά το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 4/2009, σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής.

41.

Ως εκ τούτου, βάσει της εν λόγω διατάξεως, ο κανόνας δικαιοδοσίας που θα εφαρμοσθεί για τη γονική μέριμνα θα ισχύει επίσης για τις υποχρεώσεις διατροφής.

42.

Επομένως, προτείνω να αναδιατυπωθεί το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα ως εξής: με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν ο κανονισμός 2201/2003 και ο κανονισμός 4/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει εκδώσει απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη, σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα επικοινωνίας καθώς και τις υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο, το εν λόγω δικαστήριο έχει επίσης διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί αγωγής τροποποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, καίτοι το παιδί δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

43.

Στην πραγματικότητα, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσον τα λιθουανικά δικαστήρια που εξέδωσαν την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, η οποία κατέστη τελεσίδικη και αφορά το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα επικοινωνίας καθώς και τις υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με το τέκνο V, τυγχάνουν παρεκτάσεως δικαιοδοσίας, η οποία τους επιτρέπει να αποφανθούν εκ νέου επί του ίδιου αντικειμένου, ενώ, βάσει του γενικού κανόνα δικαιοδοσίας που καθιερώνει ο κανονισμός 2201/2003, διεθνή δικαιοδοσία για υποθέσεις γονικής μέριμνας έχουν τα ολλανδικά δικαστήρια, δεδομένου ότι το τέκνο V έχει τη συνήθη διαμονή του στις Κάτω Χώρες.

44.

Κατά την άποψή μου, δεν υφίσταται κανένας λόγος στον οποίο να μπορεί να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων προκειμένου να αποφανθούν επί τέτοιας αγωγής.

45.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η διεθνής δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου για διαφορές γονικής μέριμνας πρέπει να εξακριβώνεται και να προσδιορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όταν το δικαστήριο αυτό επιλαμβάνεται ορισμένης υποθέσεως, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαιοδοσία αυτή δεν εξακολουθεί να ισχύει μετά την περάτωση μιας εκκρεμούς διαδικασίας ( 8 ).

46.

Είναι γεγονός ότι με την αγωγή του W ζητείται να τροποποιηθούν οι ρυθμίσεις του δικαιώματος επιμέλειας και του δικαιώματος επικοινωνίας καθώς και οι σχετικές με τις υποχρεώσεις διατροφής ρυθμίσεις, οι οποίες καθορίστηκαν με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013. Το συγκεκριμένο είδος αγωγής δεν είναι, άλλωστε, ασυνήθιστο. Συμβαίνει συχνά ένας εκ των γονέων να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου ζητώντας την τροποποίηση των εν λόγω ρυθμίσεων, λόγω μεταβολής της προσωπικής ή της οικονομικής του καταστάσεως.

47.

Εντούτοις, η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη και, ως εκ τούτου, η αγωγή που άσκησε ο W στις 28 Αυγούστου 2014 ενώπιον του Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους) πρέπει να θεωρηθεί ως νέα αγωγή.

48.

Παρ’ όλα αυτά, οι κανόνες δικαιοδοσίας που θεσπίζει ο κανονισμός 2201/2003 είναι σαφείς. Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού δικαιοδοσία έχει κατά πρώτο λόγο το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του κατά τη στιγμή της ασκήσεως της αγωγής, ήτοι «από της καταθέσεως στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης» ( 9 ). Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το τέκνο V έχει τη συνήθη διαμονή του στις Κάτω Χώρες από τον Νοέμβριο του 2011 και δεν έζησε ποτέ στη Λιθουανία. Ως εκ τούτου, κατά την ημερομηνία προσφυγής του W στα λιθουανικά δικαστήρια, ήτοι, όπως επισημαίνεται στο προηγούμενο σημείο, στις 28 Αυγούστου 2014, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθούν επί κάθε ζητήματος σχετικού με τη γονική μέριμνα του συγκεκριμένου παιδιού είχαν τα ολλανδικά δικαστήρια.

49.

Το γεγονός ότι με την αγωγή του W ζητείται η τροποποίηση των ρυθμίσεων που καθορίστηκαν με την απόφαση την οποία εξέδωσαν στις 8 Οκτωβρίου 2013 τα λιθουανικά δικαστήρια δεν επιτρέπει την παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα ούτε την παρέκταση της δικαιοδοσίας των εν λόγω δικαστηρίων.

50.

Οι κανόνες δικαιοδοσίας που θεσπίζονται δυνάμει του ως άνω κανονισμού για τις υποθέσεις γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας ( 10 ). Για τον λόγο αυτόν, δυνάμει του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού, η δικαιοδοσία στις υποθέσεις αυτές απονέμεται πρωτίστως στα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο ασκήσεως της σχετικής αγωγής. Λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας, τα εν λόγω δικαστήρια είναι πράγματι σε θέση να αποφανθούν επί των προσφορότερων για το συμφέρον του παιδιού μέτρων ( 11 ).

51.

Καίτοι αληθεύει ότι προβλέπονται εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα δικαιοδοσίας, αυτές απαριθμούνται περιοριστικά στα άρθρα 9 έως 15 του κανονισμού 2201/2003 και πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά ( 12 ).

52.

Το άρθρο 9 του κανονισμού 2201/2003 αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες το παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος. Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού αφορά τις περιπτώσεις απαγωγής παιδιού. Το άρθρο 12 του κανονισμού αφορά την παρέκταση δικαιοδοσίας, η οποία επιτρέπει στα δικαστήρια κράτους μέλους διαφορετικού εκείνου της συνήθους διαμονής του παιδιού να επιλαμβάνονται αγωγών γονικής μέριμνας που αφορούν το συγκεκριμένο παιδί είτε όταν τα δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθούν επί αιτήσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου είτε όταν το παιδί έχει στενή σχέση με το συγκεκριμένο κράτος μέλος λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των ασκούντων τη γονική μέριμνα έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η «εξαιρετική» δικαιοδοσία των εν λόγω δικαστηρίων πρέπει να έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από τους συζύγους και από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ( 13 ).

53.

Όσον αφορά το άρθρο 14 του κανονισμού 2201/2003, η εφαρμογή του πρέπει να εξετάζεται όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 8 έως 13 αυτού. Τέλος, το άρθρο 15 του κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα των δικαστηρίων κράτους μέλους που έχουν δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως να παραπέμψουν την υπόθεση στα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση, εάν είναι σε θέση να κρίνουν καλύτερα την υπόθεση και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον του παιδιού.

54.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό.

55.

Η παρέκταση ή η διατήρηση της δικαιοδοσίας δικαιολογείται μόνον εάν εξυπηρετεί το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Συναφώς, το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού».

56.

Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι, δεδομένου ότι η απόφαση που καθορίζει τις ρυθμίσεις σε σχέση με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα επικοινωνίας και τις υποχρεώσεις διατροφής πρόκειται να τροποποιηθεί με την έκδοση νέας αποφάσεως, θα ήταν σκόπιμο η νέα αυτή απόφαση να εκδοθεί από το ίδιο δικαστήριο.

57.

Τέτοια εξαίρεση στον γενικό κανόνα υφίσταται όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας. Το άρθρο 9 του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει, σε περίπτωση νόμιμης μετοικεσίας του παιδιού και αποκτήσεως νέας συνήθους διαμονής, τη διατήρηση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της προγενέστερης συνήθους διαμονής για διάστημα τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος.

58.

Ο νομοθέτης της Ένωσης αιτιολόγησε την εξαίρεση αυτή από τον γενικό κανόνα εκτιμώντας ότι είναι προτιμότερο να «είναι το πλησιέστερο στο παιδί κατά την αλλαγή δικαστήριο που τροποποιεί το ίδιο προηγούμενη απόφασή του για να ληφθεί υπόψη η μετακόμιση του παιδιού γεγονός που επιτρέπει κάποια συνέχεια χωρίς όμως να τροποποιεί τον ορισμό της “συνήθους διαμονής”» ( 14 ).

59.

Εντούτοις, πέραν του ότι αφορά μόνον το δικαίωμα επικοινωνίας, υφίσταται μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ καταστάσεως όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 9 του κανονισμού 2201/2003 και της καταστάσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης. Τα λιθουανικά δικαστήρια που εξέδωσαν την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, της οποίας την τροποποίηση ζητεί ο W, δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους στον τόπο διαμονής του παιδιού, το οποίο –υπενθυμίζω– δεν έζησε ποτέ στη Λιθουανία. Από τα στοιχεία της δικογραφίας διαφαίνεται ότι τα λιθουανικά δικαστήρια που εξέδωσαν την εν λόγω απόφαση θεώρησαν ότι είχαν δικαιοδοσία βάσει της επικουρικής δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 14 του ως άνω κανονισμού, όπως επισημαίνεται στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων. Επομένως, η δικαιοδοσία των εν λόγω δικαστηρίων δεν καθορίστηκε βάσει του κριτηρίου της εγγύτητας και, ως εκ τούτου, της εξυπηρετήσεως του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού.

60.

Επομένως, παρέκταση δικαιοδοσίας η οποία δεν εξυπηρετεί με βέλτιστο τρόπο το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού θα αντέβαινε πλήρως στο σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 2201/2003 και στη θεμελιώδη αρχή, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατά την οποία σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

61.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003 και το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 4/2009 έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει εκδώσει απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη, σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας και το δικαίωμα επικοινωνίας σε σχέση με ανήλικο τέκνο, το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει πλέον δικαιοδοσία προκειμένου να επιληφθεί αγωγής τροποποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που το παιδί αυτό δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Βάσει των ως άνω διατάξεων και της αρχής που αποσκοπεί στην προστασία του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί τέτοιας αγωγής έχει το δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του.

IV – Πρόταση

62.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο Vilniaus miesto apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία) την ακόλουθη απάντηση:

Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, και το άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, έχουν την έννοια ότι, όταν δικαστήριο κράτους μέλους έχει εκδώσει απόφαση, η οποία κατέστη τελεσίδικη, σχετικά με το δικαίωμα επιμέλειας, το δικαίωμα επικοινωνίας καθώς και τις υποχρεώσεις διατροφής σε σχέση με ανήλικο τέκνο, το εν λόγω δικαστήριο δεν έχει πλέον διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να επιληφθεί αγωγής τροποποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως, στο μέτρο που το παιδί αυτό δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Βάσει των ως άνω διατάξεων και της αρχής που αποσκοπεί στην προστασία του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, διεθνή δικαιοδοσία προκειμένου να αποφανθεί επί τέτοιας αγωγής έχει το δικαστήριο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 (ΕΕ 2003, L 338, σ. 1).

( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (ΕΕ 2009, L 7, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2011, L 131, σ. 26).

( 4 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού αυτού.

( 5 ) Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 6 ) C‑523/07, EU:C:2009:225.

( 7 ) Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψεις 48 και 49).

( 8 ) Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 40).

( 9 ) Βλ. άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 38).

( 10 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 2201/2003. Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 44).

( 11 ) Βλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 36).

( 12 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, Gogova (C‑215/15, EU:C:2015:710, σκέψη 41).

( 13 ) Βλ. άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003.

( 14 ) Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 και τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 όσον αφορά τα θέματα διατροφής [COM(2002) 222 τελικό (ΕΕ 2002, C 203 E, σ. 155)].