ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

MELCHIOR WATHELET

της 16ης Ιουνίου 2016 ( 1 )

Υπόθεση C‑428/15

Child and Family Agency

κατά

J. D.

[αίτηση του Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο, Ιρλανδία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας — Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 — Άρθρο 15 — Παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο — Πεδίο εφαρμογής — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση — Ύψιστο συμφέρον του παιδιού»

I – Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Child and Family Agency (Αρχή προστασίας της παιδικής ηλικίας και της οικογένειας, Ιρλανδία, στο εξής: Αρχή) και της J. D. ως προς την τύχη που πρέπει να επιφυλαχθεί στο δεύτερο τέκνο της, του μικρής ηλικίας ανηλίκου R.

2.

Η αίτηση αυτή αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000 ( 2 ).

3.

Η διάταξη αυτή επιτρέπει στον δικαστή που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως (στο εξής: δικαστής που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία ή δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία) να παραπέμψει την υπόθεση στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους που είναι «σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση», εφόσον αυτό «εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού». Με τα διάφορα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αυτές τις δύο ιδιαίτερες προϋποθέσεις εφαρμογής.

II – Το νομικό πλαίσιο

4.

Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 2201/2003: «Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση όλων των παιδιών, ο παρών κανονισμός καλύπτει όλες τις αποφάσεις σε θέματα γονικής μέριμνας, περιλαμβανομένων των μέτρων προστασίας του παιδιού, ανεξάρτητα από οιαδήποτε σχέση με μια γαμική διαδικασία».

5.

Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του κανονισμού 2201/2003 διευκρινίζονται τα εξής:

«(12)

Οι κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας. Αυτό σημαίνει ότι κατά πρώτο λόγο θα πρέπει να είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της συνήθους διαμονής του παιδιού, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις μεταβολής της διαμονής του παιδιού ή ύστερα από συμφωνία μεταξύ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.

(13)

Ο παρών κανονισμός επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, να παραπέμπει την υπόθεση σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, εφόσον αυτό είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση. Εντούτοις, σε αυτή την περίπτωση, το δεύτερο επιλαμβανόμενο δικαστήριο δεν θα πρέπει να μπορεί να παραπέμπει την υπόθεση σε τρίτο δικαστήριο.»

6.

Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2201/2003 αναφέρει:

«Ο παρών κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

7.

Η γενική δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα ρυθμίζεται από το άρθρο 8 του ίδιου κανονισμού. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού:

«Τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής.»

8.

Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει παρέκταση αρμοδιότητας επί θεμάτων γονικής μέριμνας υπέρ του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία επί αγωγής διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακυρώσεως του γάμου των συζύγων εφόσον:

«α)

το παιδί έχει στενή σχέση με […] το κράτος μέλος [του δικαστηρίου αυτού], λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους,

και

β)

η αρμοδιότητα τ[ου] εν λόγω δικαστηρί[ου] έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού.»

9.

Επιπλέον, παρέκκλιση από την κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 2201/2003 γενική δικαιοδοσία προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού αυτού. Το εν λόγω άρθρο, επιγραφόμενο «Παραπομπή σε δικαστήριο καταλληλότερο να εκδικάσει την υπόθεση», ορίζει τα εξής:

«1.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τ[ο] δικαστήρι[ο] κράτους μέλους που έχ[ει] δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υπόθεσης μπορεί, αν κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση ή μέρος της υπόθεσης και εφόσον αυτό εξυπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού:

α)

να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 4, ή

β)

να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται

α)

ύστερα από αίτηση ενός των μερών, ή

β)

με πρωτοβουλία του δικαστηρίου, ή

γ)

ύστερα από αίτημα του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει στενό σύνδεσμο, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η παραπομπή δεν μπορεί όμως να γίνεται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου ή ύστερα από αίτημα του δικαστηρίου ενός άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν γίνεται δεκτή τουλάχιστον από ένα εκ των μερών.

3.   Θεωρείται ότι το παιδί έχει στενό σύνδεσμο με ένα κράτος μέλος, κατά την έννοια της παραγράφου 1, αν

α)

αφότου επιλήφθηκε το δικαστήριο, κατά την έννοια της παραγράφου 1, το παιδί έχει αποκτήσει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

β)

το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

γ)

το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους, ή

δ)

ο ένας των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος, ή

ε)

η διαφορά αφορά τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του παιδιού, η οποία βρίσκεται στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

4.   Το δικαστήριο του κράτους μέλους που έχει δικαιοδοσία να κρίνει επί της ουσίας ορίζει προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να επιληφθούν τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Αν τα δικαστήρια δεν επιληφθούν εντός αυτής της προθεσμίας, το δικαστήριο που επιλήφθηκε πρώτο εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14.

5.   Το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί, εφόσον αυτό, λόγω των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, είναι προς το συμφέρον του παιδιού, να κηρύξει εαυτό αρμόδιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων αφότου επελήφθη της υποθέσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο αʹ ή βʹ. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί πρώτο εξακολουθεί να ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 14.

6.   Τα δικαστήρια συνεργάζονται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είτε απευθείας είτε μέσω των κεντρικών αρχών που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 53.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

10.

Η J. D., υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1977. Μετέβη στην Ιρλανδία στις 29 Σεπτεμβρίου 2014, έγκυος στο δεύτερο τέκνο της.

11.

Ο πρωτότοκος γιος της, ο S., είχε τοποθετηθεί σε ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου το 2010 κατόπιν διαπιστώσεων ότι η J. D., αφενός, είχε διαταραγμένη προσωπικότητα («αντικοινωνική συμπεριφορά») και, αφετέρου, είχε ασκήσει σωματική βία κατά του τέκνου αυτού.

12.

Όταν ακόμη διέμενε στο Ηνωμένο Βασίλειο, η J. D. υποβλήθηκε σε προγεννητική αξιολόγηση οργανωθείσα από τις αρμόδιες για τον τόπο διαμονής της αρχές προστασίας της παιδικής ηλικίας ενόψει της γεννήσεως του δευτέρου τέκνου της, του R., και τούτο λόγω του ιατρικού και οικογενειακού ιστορικού της. Από την αξιολόγηση αυτή προέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι η J. D. έδειχνε στοργή προς το πρώτο τέκνο της, ότι αντιμετώπιζε θετικά την επικείμενη γέννηση του δεύτερου τέκνου της και ότι είχε προβεί στις απαραίτητες προετοιμασίες ενόψει της γεννήσεως αυτής. Είχε εκδηλώσει τη θέλησή της να συνεργαστεί με τους κοινωνικούς λειτουργούς και είχε αποδείξει την ικανότητά της να διατηρεί σε βάθος χρόνου κατοικία. Οι αρμόδιες αρχές εκτίμησαν όμως ότι το δεύτερο αυτό τέκνο πρέπει να δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια, εν αναμονή της κινήσεως διαδικασίας υιοθεσίας από τρίτον.

13.

Η J. D., τότε, έλυσε το μισθωτήριο συμβόλαιό της και πώλησε τα υπάρχοντά της στο Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να εγκατασταθεί στην Ιρλανδία. Το δεύτερο τέκνο της, ο R., γεννήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος ένα μήνα αργότερα, στις 25 Οκτωβρίου 2014. Έκτοτε και οι δύο μένουν εκεί.

14.

Λίγο μετά τη γέννηση του R., η Αρχή ζήτησε από το αρμόδιο District Court (επαρχιακό δικαστήριο, Ιρλανδία) να διατάξει την τοποθέτηση του τέκνου σε δομή/οικογένεια υποδοχής. Ωστόσο, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι είναι απαράδεκτα τα εξ ακοής αποδεικτικά στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο στα οποία στηρίχθηκε η Αρχή.

15.

Επιληφθέν εφέσεως της Αρχής, το αρμόδιο Circuit Court (μεταβατικό δικαστήριο, Ιρλανδία) διέταξε την προσωρινή τοποθέτηση του R. σε ανάδοχη οικογένεια. Το μέτρο αυτό ανανεώνεται έκτοτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στην J. D., ωστόσο, χορηγήθηκε δικαίωμα τακτικής επισκέψεως σχετικά με το τέκνο της, δικαίωμα το οποίο έχει ασκήσει.

16.

Επιπλέον, η Αρχή ζήτησε από το High Court (γενικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Ιρλανδία) να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς την ουσία της στο High Court of Justice (England & Wales) [γενικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο], κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003. Η αίτηση αυτή υποστηρίχθηκε από τον ειδικό για τη συγκεκριμένη δίκη επίτροπο του R. (στο εξής: επίτροπος).

17.

Με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, το High Court (γενικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Ιρλανδία) επέτρεψε στην Αρχή να ζητήσει από το High Court of Justice (England & Wales) [γενικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο] να ασκήσει τη δικαιοδοσία του σχετικά με την επίμαχη υπόθεση. Αντιθέτως, κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το High Court (γενικό πρωτοβάθμιο δικαστήριο, Ιρλανδία) δεν έκρινε ότι ο R. πρέπει να απομακρυνθεί από την ανάδοχη οικογένεια.

18.

Η J. D. ζήτησε να της επιτραπεί να ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής απευθείας ενώπιον του Supreme Court (ανώτατο δικαστήριο, Ιρλανδία), το οποίο δέχθηκε την αίτηση της, αφού άκουσε τους διαδίκους.

19.

Στην απόφασή του περί παραπομπής, το Supreme Court (ανώτατο δικαστήριο, Ιρλανδία) αναγνωρίζει ότι η υπόθεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα μόνο των ιρλανδικών αρχών προστασίας της παιδικής ηλικίας και στη διεθνή δικαιοδοσία μόνο των ιρλανδικών δικαστηρίων και διατυπώνει διάφορες αμφιβολίες σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003.

20.

Διερωτάται, κατ’ αρχάς, αν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή σε υπόθεση δημοσίου δικαίου, όπως αυτή της κύριας δίκης, παρά το γεγονός ότι ουδεμία δικαστική διαδικασία σχετικά με τον R. είναι εκκρεμής στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι, επομένως, η αναγνώριση διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του εν λόγω κράτους μέλους συνεπάγεται, τελικά, ότι οι αρμόδιες για την προστασία της παιδικής ηλικίας αρχές του εν λόγω κράτους μέλους δέχονται οι ίδιες να επιληφθούν της περιπτώσεως του R.

21.

Στη συνέχεια, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) διερωτάται κατά ποιον τρόπο πρέπει να ερμηνευθεί η κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 έννοια του «ύψιστου συμφέροντος του παιδιού». Είναι της γνώμης ότι η έννοια αυτή πρέπει να νοηθεί με γνώμονα τον σκοπό να καθοριστεί ταχέως το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σε μια υπόθεση που εμπίπτει στον κανονισμό αυτόν. Συνάγει εντεύθεν ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν απαιτεί όπως το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία προβεί σε «πλήρη, επί της ουσίας, εξέταση» του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού, όταν σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση αυτή σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους το οποίο εκτιμά ότι είναι σε θέση να την κρίνει καλύτερα. Επομένως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία πρέπει μάλλον να προβεί σε συνοπτική αξιολόγηση του ζητήματος αυτού, υπό το πρίσμα της «αρχής ότι είναι προς το ύψιστο συμφέρον του παιδιού να το πράξει το δικαστήριο που είναι σε θέση να εκτιμήσει καλύτερα την κατάσταση», οπότε το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους οφείλει να προβεί σε βαθύτερη ανάλυση.

22.

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνοπτικής αξιολογήσεως. Συναφώς, θεωρεί ότι πρέπει να μην ενθαρρύνεται η εγκατάσταση στην Ιρλανδία υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου που επιθυμούν να απομακρύνουν τα τέκνα τους από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία της παιδικής ηλικίας και, ευρύτερα, να μην δημιουργούνται ή να μην γίνονται ανεκτές καταστάσεις «forum shopping». Ωστόσο, διερωτάται σε ποιο μέτρο τέτοιες εκτιμήσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003.

23.

Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο έξι προδικαστικά ερωτήματα.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Αυγούστου 2015, το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) έθεσε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει εφαρμογή το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 σε αίτηση τοπικής αρχής κράτους μέλους για τη ρύθμιση ζητημάτων επιμέλειας, στην περίπτωση που το γεγονός ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κηρύσσει εαυτό αρμόδιο συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι θα πρέπει να ασκηθεί χωριστή προσφυγή από άλλον φορέα δυνάμει διαφορετικής νομοθεσίας και ενδεχομένως, αν όχι πιθανότατα, σχετικά με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά;

2)

Αν ναι, σε ποιο μέτρο θα πρέπει ενδεχομένως το δικαστήριο να αξιολογήσει τις συνέπειες που η αίτηση δυνάμει του άρθρου 15 μπορεί να έχει, εφόσον γίνει δεκτή, για το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των συγκεκριμένων προσώπων;

3)

Αν το “ύψιστο συμφέρον του παιδιού” κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 αναφέρεται μόνο σε απόφαση ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία, ποια στοιχεία, που δεν έχουν ήδη ληφθεί υπόψη για να διαπιστωθεί αν άλλο δικαστήριο είναι “σε θέση να κρίνει καλύτερα”, θα πρέπει να συνεκτιμήσει το δικαστήριο;

4)

Επιτρέπεται σε δικαστήριο να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, το ουσιαστικό δίκαιο, τις δικονομικές διατάξεις ή την πρακτική των δικαστηρίων του οικείου κράτους μέλους;

5)

Σε ποιο μέτρο θα πρέπει το εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, περιλαμβανομένης της επιθυμίας της μητέρας να βρεθεί εκτός των ορίων της αρμοδιότητας των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους μέλους καταγωγής της, μεταβαίνοντας, για να γεννήσει το παιδί της, σε άλλο κράτος μέλος του οποίου το σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών θεωρεί ότι είναι πιο ευνοϊκό;

6)

Ποια ακριβώς ζητήματα πρέπει να λάβει υπόψη το εθνικό δικαστήριο για να καθορίσει ποιο δικαστήριο είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση;»

25.

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

26.

Κατά την επί διοικητικών θεμάτων συνεδρίασή του της 14ης Αυγούστου 2015, το τέταρτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να μην δεχθεί την αίτηση αυτή, επειδή έκρινε ότι οι περιστάσεις που εκτέθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως αυτής δεν αποδεικνύουν το επείγον που απαιτείται για να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας.

27.

Αποφάσισε, όμως, την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υποθέσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

28.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Αρχή, η J. D., ο επίτροπος, η Ιρλανδική, η Τσεχική και η Σλοβακική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, με εξαίρεση την Τσεχική και τη Σλοβακική Κυβέρνηση, όλα τα μέρη εξέθεσαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαΐου 2016.

V – Ανάλυση

29.

Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο διακρίνεται από τα άλλα πέντε ερωτήματα. Πράγματι, το ερώτημα αυτό αφορά, τρόπον τινά, ένα «προαπαιτούμενο» για την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003. Αντιθέτως, τα ακόλουθα ερωτήματα συνεπάγονται τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως του κανονισμού 2201/2003 και μπορούν να εξεταστούν από κοινού.

Α — Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

30.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 έχει εφαρμογή σε αίτηση, με χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, τοπικής αρχής κράτους μέλους αρμόδιας για την προστασία της παιδικής ηλικίας, ενώ, αν το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, φορέας άλλου κράτους μέλους θα είναι εκείνος που θα πρέπει να ασκήσει χωριστό ένδικο βοήθημα, βάσει διαφορετικής νομοθεσίας και ενδεχομένως, αν όχι πιθανότατα, σχετικά με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά.

31.

Κατ’ εμέ, το ερώτημα αυτό καθιστά αναγκαία την εξέταση τριών χωριστών προβλημάτων. Το πρώτο αφορά τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός της δίκης, κατά το εθνικό δίκαιο, ως αστικού ή δημοσίου δικαίου. Το δεύτερο αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 όταν ουδεμία διοικητική ή δικαστική διαδικασία εκκρεμεί στο κράτος μέλος σε δικαστήριο του οποίου σχεδιάζεται να παραπεμφθεί η υπόθεση. Το τρίτο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα επιληφθεί το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να απαντήσει στο πρώτο πρόβλημα που τίθεται με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αλλά τα δύο άλλα προβλήματα είναι καινοφανή.

1. Επί των συνεπειών του χαρακτηρισμού της δίκης ως αστικού ή δημοσίου δικαίου

32.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού περιορίζεται στις «αστικές υποθέσεις».

33.

Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς ( 3 ) και ότι η αναγκαία ομοιόμορφη ερμηνεία του κανονισμού 2201/2003 επιβάλλει όλες οι αποφάσεις περί γονικής μέριμνας να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού ( 4 ).

34.

Βάσει των σκέψεων αυτών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια των αστικών υποθέσεων η οποία οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να ερμηνεύεται ως δυναμένη να καταλαμβάνει μέτρα τα οποία, από τη σκοπιά του δικαίου ενός κράτους μέλους, εμπίπτουν στο δημόσιο δίκαιο ( 5 ).

35.

Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, βασιζόμενο στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2201/2003 ( 6 ) και στην αιτιολογική του σκέψη 5, ότι οι αποφάσεις αφαιρέσεως της επιμέλειας τέκνων εντάσσονται «ως εκ της φύσεώς τ[ου]ς στο πλαίσιο πράξης των δημοσίων αρχών, σκοπός της οποίας είναι να ικανοποιήσει τις ανάγκες προστασίας και αρωγής των ανηλίκων» ( 7 ). Διευκρίνισε επίσης ότι «τόσο η οργάνωση των δικαστηρίων των κρατών μελών όσο και η αναγνώριση αρμοδιότητας στις διοικητικές αρχές δεν ασκούν επιρροή στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού και στην ερμηνεία της έννοιας των αστικών υποθέσεων» ( 8 ).

36.

Εν κατακλείδι, εφόσον η γονική μέριμνα την οποία αφορά ο κανονισμός 2201/2003 εμπίπτει ρητώς στις «αστικές υποθέσεις», ο χαρακτηρισμός που γίνεται δεκτός από τις εθνικές νομοθεσίες δεν ασκεί επιρροή ( 9 ).

2. Επί της αναγκαιότητας υπάρξεως εκκρεμούς διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας στο δεύτερο κράτος μέλος

37.

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία επί θεμάτων γονικής μέριμνας είναι, κατ’ αρχήν, το δικαστήριο του τόπου στον οποίο το τέκνο έχει τη συνήθη διαμονή του κατά τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος. Το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 επιτρέπει παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα γενικής δικαιοδοσίας.

38.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας μέρος αποτελεί η διάταξη αυτή. Η ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 2201/2003 δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις αρχές αυτές ( 10 ).

39.

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, διαπιστώνεται ότι δεν απαιτεί ρητώς να έχει ήδη κινηθεί διοικητική ή δικαστική διαδικασία σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου το τελευταίο να μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο 15.

40.

Αντιθέτως, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, αν το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως κρίνει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το τέκνο έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και ότι τούτο υπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του τέκνου, δύναται είτε να ζητήσει από το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, είτε να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως και «να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους» ( 11 ).

41.

Το ότι η διάταξη ορίζει ότι τα μέρη καλούνται να «προσφύγουν» ενώπιον του δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους σημαίνει, a priori, ότι ουδεμία ανάλογη προσφυγή είναι εκκρεμής ενώπιον αυτού του άλλου δικαστηρίου.

42.

Επιπλέον, νομίζω ότι η ερμηνεία αυτή, κατά την οποία δεν είναι αναγκαίο ήδη να εκκρεμεί διοικητική ή δικαστική διαδικασία στο δεύτερο κράτος μέλος προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003, συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τον κανονισμό αυτόν.

43.

Πράγματι, κατά την αιτιολογική του σκέψη 12, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με τον κανονισμό 2201/2003 επελέγησαν υπό το πρίσμα του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού, και ειδικότερα του κριτηρίου της εγγύτητας ( 12 ). Επομένως, βάθρο του εν λόγω κανονισμού είναι η αντίληψη ότι πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το ύψιστο συμφέρον του παιδιού ( 13 ).

44.

Βάσει των σκέψεων αυτών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο κανόνας παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 —ο οποίος και αυτός συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα γενικής δικαιοδοσίας— δύναται να εφαρμόζεται χωρίς να είναι απαραίτητο η διαδικασία επί του ζητήματος της γονικής μέριμνας να συνδέεται με άλλη διαδικασία που ήδη εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ του οποίου ζητείται παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας ( 14 ). Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, η αντίθετη ερμηνεία θα εξάλειφε την πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής ( 15 ). Επιπλέον, θα ήταν αντίθετη προς τους επιδιωκόμενους με τον κανονισμό 2201/2003 σκοπούς, επειδή θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκλείει τη δυνατότητα να γίνει σε πολλές περιπτώσεις η παρέκταση αυτή, μολονότι η εν λόγω παρέκταση θα μπορούσε να αποβεί υπέρ του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού ( 16 ).

45.

Νομίζω ότι το ίδιο μπορεί να διαπιστωθεί όσον αφορά την κατά το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 παρέκκλιση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία. Στην περίπτωση που αφορά η διάταξη αυτή, πρόκειται επίσης για ανάθεση δικαιοδοσίας σε δικαστήριο που είναι πιο κατάλληλο να διαφυλάξει το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, και τούτο ακόμη περισσότερο επειδή το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 ρητώς ορίζει ότι η εξαίρεση αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον αν υπηρετεί το συμφέρον αυτό.

46.

Τόσο το γράμμα του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 όσο και οι επιδιωκόμενοι με τον κανονισμό αυτόν σκοποί έχουν ως αποτέλεσμα ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ερμηνεία ότι το εν λόγω άρθρο δύναται να έχει εφαρμογή ακόμη και αν ουδεμία διοικητική ή δικαστική διαδικασία είναι εκκρεμής στο κράτος μέλος στο οποίο ο δικαστής που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση.

3. Επί του τρόπου με τον οποίο δύναται να επιληφθεί το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους

47.

Κατά την προτεινόμενη από εμέ ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, δεν είναι απαραίτητο να εκκρεμεί διοικητική ή δικαστική διαδικασία στο κράτος μέλος στο οποίο ο δικαστής που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο μας οδηγεί όμως στην ανάγκη να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους μπορεί να επιληφθεί της υποθέσεως.

48.

Πράγματι, κατά το αιτούν δικαστήριο, «αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, θα πρέπει άλλος φορέας να ασκήσει χωριστή προσφυγή, βάσει διαφορετικής νομοθεσίας και ενδεχομένως, αν όχι πιθανότατα, σχετικά με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά».

49.

Από την πρώτη ματιά, το ερώτημα περιέχει μια αντίφαση: πώς ένα δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία αν είναι αναγκαίο χωριστό ένδικο βοήθημα να ασκηθεί μεταγενέστερα για τον σκοπό αυτόν;

50.

Το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 συνιστά εξαίρεση από το σύστημα γενικής δικαιοδοσίας που καθιερώνεται με τον κανονισμό αυτόν. Ως εκ τούτου, χρήζει στενής ερμηνείας ( 17 ).

51.

Πάντως, όπως έχω ήδη σημειώσει, αν το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως εκτιμήσει ότι δικαστήριο άλλου κράτους μέλους με το οποίο το παιδί έχει ιδιαίτερη σχέση είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και ότι αυτό υπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει μόνο δύο δυνατότητες.

52.

Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία δύναται «να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως ή μέρους αυτής και να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του άλλου κράτους μέλους [εντός προθεσμίας που ορίζει]» ( 18 ) ή «να καλέσει δικαστήριο ενός άλλου κράτους μέλους να ασκήσει τη δικαιοδοσία του» ( 19 ).

53.

Το άρθρο 15, παράγραφος 4, του κανονισμού 2201/2003 επιβάλλει και αυτό ότι «τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους πρέπει να επιληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1» ( 20 ) και το άρθρο 15, παράγραφος 5, διευκρινίζει, επιπλέον, ότι «το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί, εφόσον αυτό, λόγω των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, είναι προς το συμφέρον του παιδιού, να κηρύξει εαυτό αρμόδιο εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων αφότου επελήφθη της υποθέσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο aʹ ή βʹ» ( 21 ). Επομένως, οι δύο αυτές περιπτώσεις είναι μόνον είτε η προσφυγή των μερών της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως είτε η πρόσκληση από το δικαστήριο αυτό, προς το άλλο δικαστήριο, να κηρύξει εαυτό ως έχον διεθνή δικαιοδοσία.

54.

Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους θα μπορέσει να επιληφθεί της υποθέσεως, για την οποία το δικαστήριο του πρώτου κράτους μέλους ζητεί από αυτό να ασκήσει τη δικαιοδοσία του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003, μόνον αν η τοπική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου ασκήσει ενώπιόν του χωριστό ένδικο βοήθημα βάσει της νομοθεσίας του δεύτερου κράτους μέλους ( 22 ).

55.

Επομένως, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του άλλου κράτους μέλους θα εξηρτάτο υπό την άσκηση νέου ενδίκου βοηθήματος από φορέα αυτού του άλλου κράτους μέλους, ο οποίος δεν είναι διάδικος στη δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του πρώτου δικαστηρίου.

56.

Διαπιστώνεται ότι η περίπτωση αυτή δεν έχει ρητώς αντιμετωπιστεί από το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003. Κατά συνέπεια, εφόσον το άρθρο αυτό χρήζει στενής ερμηνείας, δεν νομίζω ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια τέτοια κατάσταση.

57.

Θα διευκρινίσω ακόμη ότι το άρθρο 55 του κανονισμού 2201/2003, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία στο πλαίσιο ειδικών υποθέσεων γονικής μέριμνας», δεν νομίζω ότι μπορεί να μεταβάλει την ανάλυση αυτή. Πράγματι, αν η διάταξη αυτή αφορά το άρθρο 15 του κανονισμού, αυτό γίνεται μόνο με τον σκοπό να «διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ δικαστηρίων» ( 23 ).

4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

58.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου η απάντηση ότι το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 δύναται να εφαρμοστεί στην περίπτωση αιτήσεως, που κατά το εθνικό δίκαιο έχει χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, για τη ρύθμιση ζητημάτων επιμέλειας, και τούτο ακόμη και όταν ουδεμία διοικητική ή δικαστική διαδικασία εκκρεμεί στο κράτος μέλος στο οποίο το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου προς το οποίο σχεδιάζεται να παραπεμφθεί η υπόθεση εξαρτάται από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος από πρόσωπο που δεν είναι διάδικος στη δίκη που είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία.

Β — Επί του δευτέρου έως και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

59.

Με το δεύτερο έως και το έκτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003. Όπως προανέφερα, θα απαντήσω στα ερωτήματα αυτά συνολικώς. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστούν, εξαρχής, οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 και η έκτασή τους.

1. Επί των προϋποθέσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

60.

Τυπικά, το άρθρο 15 του κανονισμού 2201/2003 προβλέπει τρεις προϋποθέσεις προκειμένου το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο. Απαιτείται το παιδί να έχει ιδιαίτερη σχέση με το άλλο κράτος μέλος, το δικαστήριο αυτού του άλλου κράτους μέλους να είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και αυτό να υπηρετεί το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

61.

Η πρώτη προϋπόθεση αναλύεται λεπτομερώς στο άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με αυτό. Αφενός, η απαρίθμηση που γίνεται στη διάταξη αυτή είναι περιοριστική. Δεν συνοδεύεται από κανέναν όρο που να υποδηλώνει ότι πρόκειται για ενδεικτικό κατάλογο, όπως το επίρρημα «ιδίως» ή η έκφραση «για παράδειγμα». Αφετέρου, η διάταξη αυτή εξειδικεύει μια από τις προϋποθέσεις εξαιρέσεως που επιτρέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 15. Ως εκ τούτου, χρήζει στενής ερμηνείας ( 24 ).

62.

Κατά συνέπεια, η απαρίθμηση του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/2003 πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξαντλητικός κατάλογος καταστάσεων στις οποίες η ιδιαίτερη σχέση που απαιτείται από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού τεκμαίρεται αποδεδειγμένη ( 25 ).

63.

Η ερμηνεία των δύο άλλων προϋποθέσεων —το δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση και το ύψιστο συμφέρον του παιδιού— δημιουργεί περισσότερες δυσχέρειες επειδή ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν τις έχει ορίσει ούτε έχει παράσχει στοιχεία εκτιμήσεως.

64.

Πρέπει, ευθύς εξαρχής, να καθοριστεί αν πρόκειται για δύο σωρευτικές προϋποθέσεις που πρέπει να γίνουν αντικείμενο χωριστής εκτιμήσεως ή αν οι δύο αυτές προϋποθέσεις μπορούν να εξεταστούν από κοινού από τα εθνικά δικαστήρια.

65.

Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και ότι το κριτήριο του «ύψιστου συμφέροντος» αποτελεί απλώς στοιχείο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει ανατεθεί στον δικαστή από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 ( 26 ). Υπό το πρίσμα αυτό, ο καθορισμός του δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση μπορεί να λάβει χώρα μόνον τηρουμένου του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού. Επομένως, τα δύο αυτά κριτήρια αποτελούν, κατά την Επιτροπή, μέρος μιας και της αυτής διαδικασίας εκτιμήσεως.

66.

Συμμερίζομαι την εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 η οποία νομίζω ότι συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τον κανονισμό αυτόν.

67.

Ασφαλώς, η χρήση του συνδέσμου «και» υποδηλώνει μια διάκριση μεταξύ των δύο προϋποθέσεων. Νομίζω όμως ότι η διευκρίνιση σχετικά με το ύψιστο συμφέρον του παιδιού συνιστά όχι αυτοτελή προϋπόθεση, αλλά επανάληψη του γενικού σκοπού που αποτελεί γνώμονα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας στις υποθέσεις γονικής μέριμνας. Όπως έχω ήδη υπενθυμίσει, οι κανόνες αυτοί επελέγησαν υπό το πρίσμα του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα του κριτηρίου της εγγύτητας ( 27 ).

68.

Αυτή η συνδυασμένη ερμηνεία των δύο κριτηρίων του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 συνάδει με την πρόθεση του νομοθέτη όπως αυτή αποτυπώνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του εν λόγω κανονισμού. Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη 12, «κανόνες αρμοδιότητας που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού περί γονικής μέριμνας επιλέγονται υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, ειδικότερα δε του κριτηρίου της εγγύτητας». Ωστόσο, η αιτιολογική σκέψη 13 αναφέρει ότι «[ο] παρών κανονισμός επιτρέπει στο αρμόδιο δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού, να παραπέμπει την υπόθεση σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους εφόσον αυτό είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση» ( 28 ).

69.

Η ανάλυση αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού 2201/2003. Πράγματι, κατά την αιτιολογική αυτή σκέψη, ο κανονισμός αναγνωρίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και σέβεται τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς τούτο, «ιδιαίτερα, επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού όπως αναγνωρίζονται στο άρθρο 24 του Χάρτη [των] Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Πάντως, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, «[σ]ε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού».

70.

Από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις προκύπτει σαφώς ότι η εξαίρεση από τη γενική δικαιοδοσία μπορεί να εφαρμοστεί μόνον υπέρ δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού και ότι, υπό το πρίσμα αυτό, το ύψιστο συμφέρον του παιδιού συνιστά όχι προϋπόθεση εξαιρέσεως χρήζουσα να αναλυθεί χωριστά, αλλά το γενικό κριτήριο που πρέπει να καθοδηγεί κάθε απόφαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας, είτε πρόκειται για γενικό κανόνα είτε για εξαίρεση. Πράγματι, το συμφέρον του παιδιού είναι γενικός παράγοντας εκτιμήσεως στην αιτιολογική σκέψη 12 και υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 13 εν είδει εισαγωγής στην εξαίρεση. Από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις προκύπτει ότι «η δικαιοδοσία στις υποθέσεις γονικής μέριμνας πρέπει να προσδιορίζεται, κατά πρώτο λόγο, σε συνάρτηση με το συμφέρον του παιδιού» ( 29 ).

71.

Στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε ως περίσταση ικανή να δικαιολογήσει παρέκκλιση από το κριτήριο της εγγύτητας την «ιδιαίτερη σχέση» που ένα παιδί μπορεί να έχει με άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, οι περιστάσεις που αναφέρει η παράγραφος 3 δεν συνεπάγονται οπωσδήποτε ότι το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία οφείλει να προβεί σε εκτίμηση σκοπιμότητας, με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού ( 30 ).

72.

Θεωρώ, συνεπώς, ότι αυτό που επιβάλλεται από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 είναι να εξακριβωθεί ότι το δικαστήριο, προς το οποίο το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση, είναι σε καλύτερη θέση να εκδώσει απόφαση περί γονικής μέριμνας υπηρετούσα περισσότερο το ύψιστο συμφέρον του παιδιού. Άλλωστε, με γνώμονα μόνον αυτό το κριτήριο το δικαστήριο προς το οποίο η υπόθεση θα παραπεμφθεί θα δεχθεί ή όχι να ασκήσει τη δικαιοδοσία του δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 2201/2003. Επομένως, το ζήτημα είναι όχι αν η λύση της διαφοράς θα είναι πιο ευνοϊκή για το συμφέρον του παιδιού, αλλά αν η μεταφορά δικαιοδοσίας θα υπηρετήσει το συμφέρον αυτό.

73.

Με άλλα λόγια, το ύψιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί η προϋπόθεση και το βάθρο των αποφάσεων, αφενός, του δικαστηρίου, που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία, να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο (άρθρο 15, παράγραφος 1) και, αφετέρου, του δικαστηρίου-αποδέκτη της παραπομπής να δεχθεί να εκδικάσει την υπόθεση (άρθρο 15, παράγραφος 5) ( 31 ).

74.

Εν κατακλείδι, θα προσθέσω ότι η χωριστή ή από κοινού ανάλυση της δεύτερης και της τρίτης προϋποθέσεως που τίθενται από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 νομίζω ότι δεν έχει συγκεκριμένες συνέπειες επειδή οι τρεις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να συντρέχουν.

75.

Πάντως, εφόσον το τεθέν πρόβλημα αφορά μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία και όχι την ουσία της υποθέσεως, δεν αντιλαμβάνομαι πώς ένα δικαστήριο θα μπορούσε να αποφασίσει ότι άλλο δικαστήριο είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα μια υπόθεση γονικής μέριμνας χωρίς αυτό να υπηρετεί το συμφέρον του παιδιού. Ομοίως, δεν αντιλαμβάνομαι ότι μεταφορά δικαιοδοσίας δύναται να γίνει προς το συμφέρον του παιδιού μολονότι το δικαστήριο προς το οποίο παραπέμπεται η υπόθεση δεν είναι σε θέση να την κρίνει καλύτερα. Νομίζω ότι η εξέταση των προϋποθέσεων του δικαστηρίου που «είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση» και του «ύψιστου συμφέροντος του παιδιού» συνενώνει, κατ’ ανάγκην, τις δύο αυτές προϋποθέσεις.

2. Επί των στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση

α) Παρατηρήσεις επί των ορίων που επιβάλλονται στο Δικαστήριο (έκτο προδικαστικό ερώτημα)

76.

Εκ προοιμίου, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έργο του Δικαστηρίου είναι να δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες. Επομένως, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών οργάνων.

77.

Απαντώντας, στο σημείο αυτό, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα, θεωρώ συνεπώς ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να δώσει κατάλογο συγκεκριμένων θεμάτων τα οποία ένα εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει για να καθορίσει το δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση, ενώ ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε σκόπιμο να το πράξει ( 32 ).

78.

Αντιθέτως, έργο του Δικαστηρίου είναι να δώσει στον εθνικό δικαστή τα ερμηνευτικά στοιχεία που είναι χρήσιμα για να αποφανθεί στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.

β) Επί της ανάγκης να ληφθούν υπόψη το ουσιαστικό δίκαιο, οι δικονομικοί κανόνες ή η πρακτική των δικαστηρίων του κράτους μέλους που ενδεχομένως θα είχαν δικαιοδοσία (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα)

79.

Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το δικαστήριο που σχεδιάζει να εφαρμόσει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 οφείλει να λάβει υπόψη το ουσιαστικό δίκαιο, τους δικονομικούς κανόνες ή την πρακτική του δικαστηρίου του άλλου κράτους μέλους που ενδεχομένως έχει δικαιοδοσία.

80.

Η Ιρλανδία υποστηρίζει ότι το δικαστήριο δεν οφείλει να προβεί σε μια τέτοια συγκριτική αξιολόγηση των δικονομικών κανόνων, των κανόνων ουσιαστικού δικαίου ή της νομολογίας σχετικά με τους κανόνες αυτούς ( 33 ). Η Επιτροπή είναι λιγότερο κατηγορηματική. Θεωρεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει «συστηματικά» να προβαίνει σε ανάλυση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων, κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και κανόνων ουσιαστικού δικαίου ( 34 ).

81.

Νομίζω ότι ο αποκλεισμός της αναλύσεως του ουσιαστικού δικαίου από την εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 2201/2003 συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης η οποία αποτελεί βάθρο ολόκληρου του κανονισμού αυτού.

82.

Πράγματι, όπως το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει, ακριβώς αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι εκείνη που κατέστησε δυνατή τη θέσπιση ενός υποχρεωτικού συστήματος διεθνούς δικαιοδοσίας προς το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα δικαστήρια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 2201/2003 ( 35 ).

83.

Η εμπιστοσύνη αυτή είναι τέτοια που μάλιστα κατέστησε δυνατή τη θέσπιση ενός ειδικού συστήματος προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση αποφάσεων σχετικών με το δικαίωμα επισκέψεως, το οποίο θεωρείται ουσιώδες για την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος του παιδιού, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να έχει σχέσεις και άμεση επαφή με τους δύο γονείς του.

84.

Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «το ως άνω καθεστώς στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς τη δυνατότητα των εθνικών εννόμων τάξεών τους να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ένωσης, ειδικότερα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση Aguirre Zarraga, C‑491/10 PPU, EU:C:2010:828, σκέψη 70), και αποκλείει κάθε μορφή αναθεωρήσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου του κράτους προελεύσεως» ( 36 ).

85.

Επομένως, το μόνο που πρέπει να εκτιμήσει το δικαστήριο που αρχικώς είχε διεθνή δικαιοδοσία είναι μόνον το ποιο δικαστήριο είναι το πιο κατάλληλο να υπηρετήσει το συμφέρον του παιδιού ( 37 ). Για να το πράξει, θα έχει κατά νου ότι «η δικαιοδοσία στις υποθέσεις γονικής μέριμνας πρέπει να προσδιορίζεται, κατά πρώτο λόγο, σε συνάρτηση με το συμφέρον του παιδιού» ( 38 ).

86.

Επομένως, πρόκειται όχι για καθορισμό του τόπου όπου θα επιτυγχανόταν η καλύτερη λύση ως προς την ουσία της υποθέσεως, αλλά για τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που είναι σε καλύτερη θέση να επιλέξει αυτή τη λύση. Προς τούτο, μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμο να εξεταστούν οι δικονομικοί κανόνες που πλαισιώνουν την άσκηση της δικαιοδοσίας του άλλου δικαστηρίου ή οι ακολουθούμενες πρακτικές. Πράγματι, εξ ορισμού, αυτοί οι κανόνες είναι εκείνοι που «πλαισιώνουν» την άσκηση της δικαιοδοσίας.

87.

Αφού ορίστηκε καλύτερα το γενικό πλαίσιο της αναλύσεως, θα επιχειρήσω τώρα να προσδιορίσω κάποια συγκεκριμένα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη, ιδίως μεταξύ των δικονομικών κανόνων, για να καθοριστεί το δικαστήριο που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση.

γ) Επί των στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη (δεύτερο, τρίτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα)

88.

Όπως ήδη διευκρίνισα επανειλημμένως, αποτελεί πάγια νομολογία ότι οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 2201/2003 επελέγησαν υπό το πρίσμα του κριτηρίου της εγγύτητας, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι το δικαστήριο που έχει στενότερη σχέση με το παιδί θα αποφανθεί με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού αυτού ( 39 ).

89.

Όπως επίσης ανέφερα στο σημείο 70 των προτάσεών μου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι το ύψιστο συμφέρον του παιδιού συνιστά το γενικό κριτήριο που πρέπει να καθοδηγεί κάθε απόφαση σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία σε θέματα γονικής μέριμνας, είτε πρόκειται για γενικό κανόνα είτε για εξαίρεση.

90.

Επομένως, αν θέλει να εφαρμόσει το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003, το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία οφείλει να βρει στοιχεία ικανά να ανατρέψουν το ισχυρό τεκμήριο υπέρ του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού. Η εξέταση αυτή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει αναλύσεως in concreto ( 40 ), υπό την έννοια ότι το δικαστήριο πρέπει να αναλύσει τον λόγο για τον οποίο, συγκεκριμένα, τα στοιχεία αυτά παραμερίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία του.

91.

Άλλωστε, το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία οφείλει να διασφαλίσει ότι η απόφαση περί γονικής μέριμνας θα ληφθεί από το δικαστήριο που έχει τη στενότερη σχέση με τα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως.

92.

Προκειμένου να καθοριστεί το δικαστήριο αυτό, συμμερίζομαι την άποψη που ο γενικός εισαγγελέας Ρ. C. Villalón εξέφρασε σχετικά με τον καθορισμό της συνήθους διαμονής ενός παιδιού, ότι «[η] εν λόγω εξέταση πρέπει να διενεργείται με γνώμονα το παιδί και σε καμία περίπτωση με γνώμονα τους γονείς, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα της αιτήσεώς τους σχετικά με το εν λόγω παιδί» ( 41 ).

93.

Έτσι, για να επαναλάβω το παράδειγμα που το αιτούν δικαστήριο έδωσε με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημά του, η επιθυμία μιας μητέρας να απομακρυνθεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους καταγωγής της μεταβαίνοντας σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου το σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών θεωρεί ευνοϊκότερο, δεν νομίζω ότι, αυτή καθ’ εαυτή, ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του δικαστηρίου που είναι σε θέση να κρίνει καλύτερα την υπόθεση. Με άλλα λόγια, το στοιχείο αυτό μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον αν δύναται να έχει συνέπειες ως προς την ικανότητα ενός δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού.

94.

Με την ίδια λογική, μια σκέψη σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων έχει έννοια μόνον αν μπορεί να έχει συνέπειες για τον καθορισμό της ικανότητας του δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

95.

Αντιθέτως, στοιχεία όπως η γλώσσα της διαδικασίας, η διαθεσιμότητα των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά, για παράδειγμα, με την ικανότητα εκπαιδεύσεως και συντηρήσεως που έχουν ο γονέας ή οι γονείς, η δυνατότητα κλητεύσεως των χρήσιμων μαρτύρων και η πιθανότητα αυτοί να εμφανιστούν, η διαθεσιμότητα εκθέσεων των ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών και η δυνατότητα, εν ανάγκη, οι εκθέσεις αυτές να επικαιροποιηθούν, ή ακόμη και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα εκδοθεί η απόφαση ( 42 ), μπορούν να έχουν άμεση συνέπεια για την ικανότητα του δικαστηρίου να κρίνει την υπόθεση προς το συμφέρον του παιδιού. Επομένως, μπορούν να ληφθούν υπόψη.

96.

Ο εντοπισμός των στοιχείων αυτών ή κάποιων από αυτά στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από αυτό του δικαστηρίου που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία δεν πρέπει να μειώσει τη σημασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί —δηλαδή αυτό της συνήθους διαμονής του— και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη σωματική και ηθική του κατάσταση η μετακίνηση που είναι σύμφυτη με την παραπομπή της υποθέσεως σε δικαστήριο που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.

97.

Συναφώς, νομίζω ότι ορισμένα έγγραφα χρήσιμα για την εκτίμηση της υποθέσεως θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ληφθούν εύκολα, απλώς και μόνο με τη χρήση της υποχρεώσεως συνεργασίας την οποία αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 5, του κανονισμού 2201/2003.

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

98.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, θεωρώ επομένως ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 επιβάλλει στο δικαστήριο, που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία, να εξακριβώσει ότι το δικαστήριο στο οποίο σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση είναι καλύτερα από αυτό σε θέση να εκδώσει απόφαση περί γονικής μέριμνας υπηρετούσα περισσότερο το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

99.

Προς τούτο, το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι η απόφαση περί γονικής μέριμνας θα ληφθεί από το δικαστήριο που έχει τη στενότερη σχέση με τα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως. Η εξέταση πρέπει να γίνει με γνώμονα το παιδί, προκειμένου να προστατευθεί το συμφέρον του και χωρίς το δικαστήριο, που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία, να προβεί σε συγκριτική ανάλυση του ουσιαστικού δικαίου που θα εφαρμοστεί από τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους. Αντιθέτως, ανάλυση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων ή των πρακτικών που εν γένει ακολουθούνται από τα δικαστήρια αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί να είναι χρήσιμη. Στοιχεία όπως η γλώσσα της διαδικασίας, η διαθεσιμότητα των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, η δυνατότητα κλητεύσεως των χρήσιμων μαρτύρων και η πιθανότητα αυτοί να εμφανιστούν, η διαθεσιμότητα εκθέσεων των ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών και η δυνατότητα, εν ανάγκη, να επικαιροποιηθούν, καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα εκδοθεί η απόφαση, μπορούν να ληφθούν υπόψη.

100.

Ο εντοπισμός των στοιχείων αυτών ή κάποιων από αυτά στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από αυτό του δικαστηρίου που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία δεν πρέπει να μειώσει τη σημασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί —δηλαδή αυτό της συνήθους διαμονής του— και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη σωματική και ηθική του κατάσταση η μετακίνηση που είναι σύμφυτη με την παραπομπή της υποθέσεως σε δικαστήριο που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.

VI – Πρόταση

101.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) ως εξής:

1)

Το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000, δύναται να εφαρμοστεί στην περίπτωση αιτήσεως, που κατά το εθνικό δίκαιο έχει χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, για τη ρύθμιση ζητημάτων επιμέλειας, και τούτο ακόμη και όταν ουδεμία διοικητική ή δικαστική διαδικασία εκκρεμεί στο κράτος μέλος στο οποίο το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την ουσία της υποθέσεως σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου προς το οποίο σχεδιάζεται να παραπεμφθεί η υπόθεση εξαρτάται από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος από πρόσωπο που δεν είναι διάδικος στη δίκη που είναι εκκρεμής ενώπιον του δικαστηρίου που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία.

2)

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2201/2003 επιβάλλει στο δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία να εξακριβώσει ότι το δικαστήριο στο οποίο σχεδιάζει να παραπέμψει την υπόθεση είναι καλύτερα από αυτό σε θέση να εκδώσει απόφαση περί γονικής μέριμνας υπηρετούσα περισσότερο το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

Προς τούτο, το δικαστήριο που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι η απόφαση περί γονικής μέριμνας θα ληφθεί από το δικαστήριο που έχει τη στενότερη σχέση με τα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως. Η εξέταση πρέπει να γίνει με γνώμονα το παιδί, προκειμένου να προστατευθεί το συμφέρον του και χωρίς το δικαστήριο, που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία, να προβεί σε συγκριτική ανάλυση του ουσιαστικού δικαίου που θα εφαρμοστεί από τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους. Αντιθέτως, ανάλυση των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων ή των πρακτικών που εν γένει ακολουθούνται από τα δικαστήρια αυτού του άλλου κράτους μέλους μπορεί να είναι χρήσιμη. Στοιχεία όπως η γλώσσα της διαδικασίας, η διαθεσιμότητα των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, η δυνατότητα κλητεύσεως των χρήσιμων μαρτύρων και η πιθανότητα αυτοί να εμφανιστούν, η διαθεσιμότητα εκθέσεων των ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών και η δυνατότητα, εν ανάγκη, να επικαιροποιηθούν, καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα εκδοθεί η απόφαση, μπορούν να ληφθούν υπόψη.

Ο εντοπισμός των στοιχείων αυτών ή κάποιων από αυτά στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από αυτό του δικαστηρίου που κανονικά έχει διεθνή δικαιοδοσία δεν πρέπει να μειώσει τη σημασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται το παιδί —δηλαδή αυτό της συνήθους διαμονής του— και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη σωματική και ηθική του κατάσταση η μετακίνηση που είναι σύμφυτη με την παραπομπή της υποθέσεως σε δικαστήριο που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2003, L 338, σ. 1.

( 3 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 46).

( 4 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψεις 47 και 48).

( 5 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2007, C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 51), και της 2ας Απριλίου 2009, A (C‑523/07, EU:C:2009:225, σκέψη 27). Σχετικά με την ιρλανδική νομοθεσία, βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Health Service Executive (C‑92/12 PPU, EU:C:2012:255, σκέψη 60).

( 6 ) Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 2201/2003, η τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ίδρυμα αποτελεί μέρος των σχετικών με τη γονική μέριμνα υποθέσεων.

( 7 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, A (C‑523/07, EU:C:2009:225, σκέψη 26).

( 8 ) Απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2007, C (C‑435/06, EU:C:2007:714, σκέψη 45).

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Dutta, A., και Schulz, A., «First Cornerstones of the EU Rules on Cross-border Child Cases: the Jurisprudence of the Court of Justice of the European Union on the Brussels IIA Regulation from C to Health Service Executive», Journal of Private International Law, 2014, σ. 1 έως 40, ιδίως σ. 5 έως 7· Gallant, E., «Règlement (CE) no 2201/2003 du 27 novembre 2003 relatif à la compétence, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière matrimoniale et en matière de responsabilité parentale abrogeant le règlement no 1347/2000», στο Torck, St., Cadiet, L., και Jeuland, E., (επιμ.), Droit processuel civil de l’Union européenne, LexisNexis, 2011, σ. 59 έως 98, ειδικότερα αριθ. 177.

( 10 ) Για παράδειγμα εφαρμογής των κανόνων αυτών κατά την ερμηνεία διατάξεως του κανονισμού 2201/2003, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364).

( 11 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 12 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2009, A (C‑523/07, EU:C:2009:225, σκέψη 35)· της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 35)· της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:829, σκέψη 46)· της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 44), και της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 48). Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Purrucker (C‑256/09, EU:C:2010:437, σκέψη 91).

( 13 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 48).

( 14 ) Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 45).

( 15 ) Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 46).

( 16 ) Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 48).

( 17 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 38).

( 18 ) Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2201/2003.

( 19 ) Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2201/2003.

( 20 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 21 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 22 ) Σημείο 17 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

( 23 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 24 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček (C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 38).

( 25 ) Η θεωρία φαίνεται ομόφωνη στο ζήτημα αυτό. Βλ., μεταξύ άλλων, Franck, St., «La responsabilité parentale en droit international privé. Entrée en vigueur du règlement Bruxelles II bis et du Code de droit international privé», Revue trimestrielle de droit familial, 2005, σ. 700· Gallant, E., «Règlement (CE) no 2201/2003 du 27 novembre 2003 relatif à la compétence, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière matrimoniale et en matière de responsabilité parentale abrogeant le règlement no 1347/2000», στο Torck, St., Cadiet, L., και Jeuland, E., (επιμ.)., Droit processuel civil de l’Union européenne, LexisNexis, 2011, σ. 59 έως 98, και ειδικότερα αριθ. 177· Ancel, B. και Muir Watt, H., «L’intérêt supérieur de l’enfant dans le concert des juridictions: le Règlement Bruxelles II bis», Revue critique de droit international privé, 2005, σ. 569 επ., και ειδικότερα αριθ. 29.

( 26 ) Βλ. σημείο 33 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 27 ) Βλ. σημείο 43 των προτάσεών μου και προπαρατεθείσα νομολογία στην υποσημείωση 12.

( 28 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 29 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, Ε. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 45). Η υπογράμμιση δική μου.

( 30 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Dutta, A., και Schulz, A., «First Cornerstones of the EU Rules on Cross-border Child Cases: the Jurisprudence of the Court of Justice of the European Union on the Brussels II A Regulation from C to Health Service Executive», Journal of Private International Law, 2014, σ. 1 έως 40, ειδικότερα σ. 8· Gallant, E., «Règlement (CE) no 2201/2003 du 27 novembre 2003 relatif à la compétence, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière matrimoniale et en matière de responsabilité parentale abrogeant le règlement no 1347/2000», στο Torck, St., Cadiet, L., και Jeuland, E., (επιμ.)., Droit processuel civil de l’Union européenne, LexisNexis, 2011, σ. 59 έως 98, ειδικότερα αριθ. 217.

( 31 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Ancel, B., και Muir Watt, H., «L’intérêt supérieur de l’enfant dans le concert des juridictions: le Règlement Bruxelles II bis», Revue critique de droit international privé, 2005, σ. 569 επ., ειδικότερα αριθ. 29.

( 32 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, προτάσεις της γενικής εισαγγελέως Ε. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Sturgeon κ.λπ. (C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:416, σημείο 94).

( 33 ) Βλ. σημείο 46 των γραπτών παρατηρήσεων της Ιρλανδίας.

( 34 ) Βλ. σημείο 28 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 35 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010, Purrucker (C‑256/09, EU:C:2010:437, σκέψη 72).

( 36 ) Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Bohez (C‑4/14, EU:C:2015:563, σκέψη 58).

( 37 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Henricot, C., «Le mécanisme de renvoi dans l’article 15 du règlement Bruxelles II bis», Revue trimestrielle de droit familial, 2008, σ. 526 έως 533, και ειδικότερα σ. 529, καθώς και Ancel, B., και Muir Watt, H., «L’intérêt supérieur de l’enfant dans le concert des juridictions: le Règlement Bruxelles II bis», Revue critique de droit international privé, 2005, σ. 569 επ., ειδικότερα αριθ. 28.

( 38 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2014, E. (C‑436/13, EU:C:2014:2246, σκέψη 45). Η υπογράμμιση δική μου.

( 39 ) Βλ., σημεία 43 και 67 των προτάσεών μου και νομολογία που προπαρατέθηκε στην υποσημείωση 12.

( 40 ) Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Henricot, C., «Le mécanisme de renvoi dans l’article 15 du règlement Bruxelles II bis», Revue trimestrielle de droit familial, 2008, σ. 526 έως 533, ειδικότερα σ. 530.

( 41 ) Γνώμη του γενικού εισαγγελέα Ρ. C. Villalón στην υπόθεση Mercredi (C‑497/10 PPU, EU:C:2010:738, σημείο 93).

( 42 ) Ορισμένοι συγγραφείς εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς τη λυσιτέλεια του κριτηρίου αυτού λόγω της «τυχαιότητας» της προγνώσεως σχετικά με την τήρηση μιας εύλογης προθεσμίας από το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, Wautelet, P., «Règlement (CE) no 2201/2003 relatif à la compétence, la reconnaissance et l’exécution des décisions en matière matrimoniale et en matière de responsabilité parentale abrogeant le règlement (CE) no 1347/2000 (dit “Bruxelles II bis”)», στο Droit judiciaire européen et international, La jurisprudence du code judiciaire commentée, τόμος 5. La Charte, 2012, σ. 363 έως 482, ειδικότερα σ. 424). Νομίζω όμως ότι η σημασία μιας ταχείας αποφάσεως σε διαφορές όπου διακυβεύεται η τύχη ενός παιδιού υπερέχει της δυσκολίας μιας τέτοιας εκτιμήσεως της προθεσμίας. Πράγματι, όπως επισημαίνουν εν είδει εισαγωγής οι A. Dutta και A. Schultz, «it is a commonplace that in child matters the time factor plays an important role: cross border child dispute are a race against the clock […]» (Dutta, A., και Schulz, A., «First Cornerstones of the EU Rules on Cross-border Child Cases: the Jurisprudence of the Court of Justice of the European Union on the Brussels IIA Regulation from C to Health Service Executive», Journal of Private International Law, 2014, σ. 1 έως 40, ειδικότερα σ. 2).