ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 14ης Νοεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός Διαδικασίας — Άρθρο 99 — Αεροπορικές μεταφορές — Κανονισμός (EK) 261/2004 — Μεγάλη καθυστέρηση της πτήσεως — Δικαίωμα των επιβατών σε αποζημίωση — Προϋποθέσεις απαλλαγής του αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του αποζημιώσεως — Έννοια του όρου “έκτακτες περιστάσεις” — Αεροσκάφος το οποίο υπέστη ζημία σε προηγούμενη πτήση από κινητή σκάλα επιβίβασης»

Στην υπόθεση C‑394/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Amtsgericht Rüsselsheim (Γερμανία) με απόφαση της 12ης Αυγούστου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Αυγούστου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Sandy Siewert,

Emma Siewert,

Nele Siewert

κατά

Condor Flugdienst GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas, E. Juhász και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ L 46, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του αερομεταφορέα Condor Flugdienst GmbH (στο εξής: Condor) και των S. Siewert, E. Siewert και N. Siewert, σχετικά με την άρνηση του ως άνω μεταφορέα να καταβάλει σε αυτές αποζημίωση στο μέτρο που η πτήση τους είχε σημειώσει μεγάλη καθυστέρηση.

Το νομικό πλαίσιο

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 του κανονισμού 261/2004 έχουν ως εξής:

«(14)

Όπως και δυνάμει της σύμβασης του Μόντρεαλ, οι υποχρεώσεις των πραγματικών αερομεταφορέων θα πρέπει να περιορίζονται ή και να μην ισχύουν όταν ένα συμβάν έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα.

(15)

Θα πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις εάν μια απόφαση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας σε σχέση με συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα μακρά καθυστέρηση, ολονύκτια καθυστέρηση ή ματαίωση μιας ή περισσότερων πτήσεων του εν λόγω αεροσκάφους ακόμη και αν ο συγκεκριμένος αερομεταφορέας είχε λάβει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφύγει τις καθυστερήσεις ή τις ματαιώσεις.»

4

Το άρθρο 5 του ως άνω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:

[...]

γ)

αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, [...]

3.   Ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να πληρώσει αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 αν μπορεί να αποδείξει ότι η ματαίωση έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα.

[…]»

5

Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», προβλέπει στην παράγραφό του 1:

«Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:

α)

250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1 500 χιλιομέτρων·

β)

400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1500 και 3 500 χιλιομέτρων·

γ)

600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β).

[...]»

6

Το άρθρο 13 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«Σε περίπτωση που ένας πραγματικός αερομεταφορέας καταβάλει την αποζημίωση ή εκπληρώσει τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού, καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα το δικαίωμά του να απαιτήσει αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός ουδόλως περιορίζει το δικαίωμα του πραγματικού αερομεταφορέα να διεκδικήσει αποζημίωση από ταξιδιωτικό πράκτορα ή άλλο πρόσωπο με το οποίο συμβάλλεται. Παρομοίως, καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα το δικαίωμα ταξιδιωτικού πράκτορα ή τρίτου προσώπου, διάφορου από επιβάτη, με τον οποίον συμβάλλεται ο πραγματικός αερομεταφορέας, να απαιτήσει επιστροφή ή αποζημίωση από τον εν λόγω πραγματικό αερομεταφορέα βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων της οικείας νομοθεσίας.»

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7

Οι ενάγουσες της κύριας δίκης έκλεισαν θέσεις σε πτήση της Condor από την Αττάλεια (Τουρκία) προς τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν.

8

Η πτήση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2011 με καθυστέρηση εξίμισι ωρών κατά την άφιξη.

9

Προκειμένου να μην κάνει δεκτό το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο υπέβαλαν οι S. Siewert, E. Siewert και N. Siewert βασιζόμενες στη νομολογία του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με τα άρθρα 5, παράγραφος 3, και 7 του κανονισμού 261/2004, η Condor υποστηρίζει ότι αιτία της καθυστερήσεως αυτής ήταν οι ζημίες τις οποίες είχε υποστεί την προηγουμένη στο αεροδρόμιο της Στουτγάρδης το αεροσκάφος το οποίο θα εκτελούσε την επίμαχη πτήση. Στο εν λόγω αεροδρόμιο σημειώθηκε πρόσκρουση στο αεροσκάφος αυτό μιας κινητής σκάλας επιβίβασης με συνέπεια να προκληθεί ζημία στον σκελετό μιας πτέρυγας και να καταστεί αναγκαία η αντικατάσταση του εν λόγω αεροσκάφους. Κατά συνέπεια, συντρέχουν «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, με αποτέλεσμα η Condor να μην υποχρεούται σε καταβολή αποζημιώσεως.

10

Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες για το αν οι «έκτακτες περιστάσεις» βάσει των οποίων ο οικείος μεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημιώσεως την οποία υπέχει δυνάμει των άρθρων 5, παράγραφος 3, και 7 του κανονισμού 261/2004 πρέπει να αφορούν ευθέως την επίδικη πτήση ή μπορούν να απορρέουν και από προηγούμενα δρομολόγια του αεροσκάφους που εκτελεί την εν λόγω πτήση.

11

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Amtsgericht Rüsselsheim αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει οι έκτακτες περιστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού [261/2004] να αφορούν ευθέως την πτήση για την οποία είχε γίνει η κράτηση;

2)

Για την περίπτωση που για τη μεταγενέστερη πτήση λαμβάνονται υπόψη και έκτακτες περιστάσεις που ανακύπτουν σε προηγούμενα δρομολόγια: Πρέπει τα εύλογα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει ο πραγματικός αερομεταφορέας κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού [261/2004] να έχουν ως αντικείμενο μόνο την αποτροπή των εκτάκτων περιστάσεων ή και την αποφυγή μιας μεγάλης καθυστερήσεως;

3)

Μπορούν να θεωρηθούν ως έκτακτες περιστάσεις, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού [261/2004], οι επεμβάσεις ενεργούντων με δική τους ευθύνη τρίτων στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα εμπίπτοντα στις δραστηριότητες αερομεταφορέα;

4)

Για την περίπτωση που στο τρίτο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση: Έχει σημασία για τους σκοπούς της εκτιμήσεως το ζήτημα από ποιον (αεροπορική εταιρία, φορέα εκμεταλλεύσεως αερολιμένα κ.λπ.) ανατέθηκαν τα καθήκοντα στον τρίτο;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

12

Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε ένα τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

13

Η ως άνω διάταξη έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

14

Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν πρώτα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι γεγονός όπως η πρόσκρουση σε αεροσκάφος της κινητής σκάλας επιβίβασης ενός αεροδρομίου πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτη περίσταση» που απαλλάσσει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως πτήσεως που εκτελείται από το αεροσκάφος αυτό.

15

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, για την περίπτωση που η πτήση ματαιώνεται ή σημειώνεται μεγάλη καθυστέρηση αυτής, δηλαδή διάρκειας ίσης ή μεγαλύτερης των τριών ωρών, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις των αερομεταφορέων που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004 (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Nelson κ.λπ., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 39, καθώς και McDonagh, C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 37).

16

Ως εκ τούτου, κατά τα οριζόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 και το άρθρο 5, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού και κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει, δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004, τους επιβάτες, εφόσον είναι σε θέση να αποδείξει ότι η ματαίωση οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, δηλαδή περιστάσεις οι οποίες εκφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του αερομεταφορέα (απόφαση McDonagh, EU:C:2013:43, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17

Δεδομένου ότι πρόκειται για παρέκκλιση από την αρχή της αποζημιώσεως των επιβατών, το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 3, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση Wallentin-Hermann, C‑549/07, EU:C:2008:771, σκέψη 20). Εξάλλου, δεν έχουν όλες οι έκτακτες περιστάσεις απαλλακτικό χαρακτήρα και απόκειται στον αερομεταφορέα ο οποίος τις επικαλείται να αποδείξει επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, σε συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, ο οικείος αερομεταφορέας (απόφαση Eglītis και Ratnieks, C‑294/10, EU:C:2011:303, σκέψη 25).

18

Όσον αφορά ειδικότερα τα τεχνικά προβλήματα ενός αεροσκάφους, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μολονότι τέτοια τεχνικά προβλήματα μπορούν να συγκαταλέγονται στις εν λόγω περιστάσεις, εντούτοις, οι περιστάσεις υπό τις οποίες συμβαίνει ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, παρά μόνον αν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στην αιτιολογική σκέψη 14 του ως άνω κανονισμού, δεν είναι σύμφυτο προς την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και εκφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσεως ή των αιτίων του (απόφαση Wallentin-Hermann, EU:C:2008:771, σκέψη 23).

19

Σε ό,τι αφορά όμως τα τεχνικά προβλήματα τα οποία προκλήθηκαν από την πρόσκρουση σε αεροσκάφος της κινητής σκάλας επιβίβασης ενός αεροδρομίου, επισημαίνεται ότι τέτοιες κινητές σκάλες ή γέφυρες οπωσδήποτε χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, προκειμένου να τους επιτρέψουν να ανέλθουν στο αεροσκάφος και να κατέλθουν από αυτό, με συνέπεια οι αερομεταφορείς να έρχονται σε τακτική βάση αντιμέτωποι με καταστάσεις που προκύπτουν από τη χρήση μιας τέτοιας κινητής σκάλας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πρόσκρουση σε αεροσκάφος της ως άνω κινητής σκάλας πρέπει να θεωρείται ως γεγονός σύμφυτο προς την κανονική άσκηση της δραστηριότητας ενός αερομεταφορέα. Εξάλλου, ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι η ζημία στο αεροσκάφος που θα εκτελούσε την επίδικη πτήση προκλήθηκε από πράξη ξένη προς τις κανονικές υπηρεσίες ενός αεροδρομίου, όπως μια πράξη δολιοφθοράς ή τρομοκρατική ενέργεια, οι οποίες εμπίπτουν, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Wallentin-Hermann, EU:C:2008:771, σκέψη 26), στην έννοια του όρου «έκτακτες περιστάσεις», πράγμα το οποίο όφειλε να αποδείξει η Condor ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 17 της παρούσας διατάξεως.

20

Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έκτακτη περίσταση» η οποία απαλλάσσει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως πτήσεως.

21

Υπενθυμίζεται πάντως ότι η εκπλήρωση από τους αερομεταφορείς των υποχρεώσεων που υπέχουν από τον κανονισμό 261/2004 δεν θίγει το δικαίωμά τους να αξιώσουν αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο προκάλεσε την καθυστέρηση, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων, όπως προβλέπει το άρθρο 13 του ως άνω κανονισμού (απόφαση Folkerts, C‑11/11, EU:C:2013:106, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22

Βάσει των ανωτέρω, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι γεγονός όπως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η πρόσκρουση σε αεροσκάφος της κινητής σκάλας επιβίβασης ενός αεροδρομίου δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «έκτακτη περίσταση» που απαλλάσσει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως πτήσεως που εκτελείται από το αεροσκάφος αυτό.

23

Κατόπιν της απαντήσεως στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα λοιπά ερωτήματα.

Επί των δικαστικών εξόδων

24

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91, έχει την έννοια ότι γεγονός όπως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η πρόσκρουση σε αεροσκάφος της κινητής σκάλας επιβίβασης ενός αεροδρομίου δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως «έκτακτη περίσταση» που απαλλάσσει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστερήσεως πτήσεως που εκτελείται από το αεροσκάφος αυτό.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.