ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΈΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ
της 5ης Ιουνίου 2014 ( *1 )
«Ταχεία διαδικασία»
Στην υπόθεση C‑169/14,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Castellón (Ισπανία) με απόφαση της 2ας Απριλίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης
Juan Carlos Sánchez Morcillo,
María del Carmen Abril García
κατά
Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA,
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,
λαμβάνοντας υπόψη την πρόταση του εισηγητή δικαστή E. Levits,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα N. Wahl,
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ανακοπής που άσκησαν ο J. C. Sánchez Morcillo και η M. C. Abril García κατά της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως της Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA επί του ακινήτου τους. |
3 |
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 9 Ιουνίου 2003 οι J. C. Sánchez Morcillo και M. C. Abril García συνήψαν, με συμβολαιογραφική πράξη, με την Banco Bilbao Vizcaya Argentaria SA σύμβαση ενυπόθηκου δανείου που αφορούσε την κατοικία τους. Λόγω αθετήσεως της υποχρεώσεώς τους προς καταβολή των μηνιαίων δόσεων του δανείου, η τράπεζα ζήτησε στις 15 Απριλίου 2011 την καταβολή του συνολικού ποσού του δανείου πλέον τόκων επί του κεφαλαίου και τόκων υπερημερίας, καθώς και τον πλειστηριασμό του υποθηκευμένου ακινήτου. |
4 |
Κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, οι J. C. Sánchez Morcillo και M. C. Abril García άσκησαν ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση που εξέδωσε το Juzgado de Primera Instancia no 3 de Castellón στις 19 Ιουνίου 2013. Οι J. C. Sánchez Morcillo και M. C. Abril García εφεσίβαλαν την απόφαση αυτή. Η έφεσή τους κρίθηκε παραδεκτή και παραπέμφθηκε στο Audiencia Provincial de Castellón. |
5 |
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ενώ στην ισπανική πολιτική δικονομία προβλέπεται δυνατότητα εφέσεως κατά αποφάσεως που κάνει δεκτή την ανακοπή οφειλέτη και περατώνει τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, αντιθέτως δεν προβλέπεται δυνατότητα του οφειλέτη του οποίου η ανακοπή απορρίφθηκε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση που διατάσσει τη συνέχιση της διαδικασίας εκτελέσεως. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσον η εθνική αυτή ρύθμιση συνάδει προς τον επιδιωκόμενο με την οδηγία 93/13 σκοπό προστασίας των καταναλωτών, καθώς και προς το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει επίσης ότι η δυνατότητα εφέσεως για τους οφειλέτες αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία στον βαθμό που ορισμένες ρήτρες της επίμαχης δανειακής συμβάσεως θα μπορούσαν να θεωρηθούν «καταχρηστικές» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. |
6 |
Το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να υπαγάγει την προδικαστική παραπομπή σε ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. |
7 |
Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβαλλόμενα προδικαστικά ερωτήματα ενδέχεται να έχει σημαντικές συνέπειες επί εκκρεμών ενδίκων διαφορών στην Ισπανία, λαμβανομένου υπόψη ότι, λόγω της οικονομικής κρίσεως που πλήττει το εν λόγω κράτος μέλος, είναι εξαιρετικά μεγάλος ο αριθμός των φυσικών προσώπων που βρίσκονται αντιμέτωπα με μέτρα εκτελέσεως ενυπόθηκων απαιτήσεων επί των κατοικιών τους. |
8 |
Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, συν τοις άλλοις, οι δίκες τις οποίες ενδέχεται να επηρεάσει η απόφαση του Δικαστηρίου αφορούν την κύρια κατοικία των οφειλετών. Δεδομένου ότι κατά την ισπανική δικονομία, σύμφωνα με το άρθρο 698, παράγραφος 1, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, η ανακοπή που ασκούν οι εν λόγω οφειλέτες δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι πιθανός ο πλειστηριασμός κύριων κατοικιών προτού το Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του. |
9 |
Κατά το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού. |
10 |
Είναι βεβαίως αληθές ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο μεγάλος αριθμός προσώπων ή νομικών καταστάσεων που αφορά ενδεχομένως η απόφαση την οποία θα εκδώσει το αιτούν δικαστήριο μετά την απάντηση του Δικαστηρίου επί των προδικαστικών ερωτημάτων δεν αποτελεί, καθεαυτόν, εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την ταχεία διαδικασία (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου KÖGÁZ κ.λπ., C-283/06 και C-312/06, EU:C:2006:602, σκέψη 9· Plantanol, C‑201/08, EU:C:2008:385, σκέψη 10, καθώς και Abdullahi, C-394/12, EU:C:2012:623, σκέψη 11). |
11 |
Εντούτοις, εν προκειμένω, πέραν του μεγάλου αριθμού ενδιαφερόμενων οφειλετών για τον οποίο κάνει λόγο το αιτούν δικαστήριο, είναι ιδιαιτέρως δεινή η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο ιδιοκτήτης και η οικογένειά του λόγω του κινδύνου να απολέσουν την κύρια κατοικία τους. |
12 |
Κατά το αιτούν δικαστήριο, η κατάσταση αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι, σε περίπτωση που η διαδικασία εκτελέσεως στηρίζεται σε δανειακή σύμβαση εμπεριέχουσα καταχρηστικές ρήτρες των οποίων η ακυρότητα διαπιστώνεται από τον εθνικό δικαστή, η κήρυξη της ακυρότητας της διαδικασίας μπορεί να αποφέρει για τον θιγόμενο οφειλέτη μόνον ικανοποίηση αποζημιωτικού χαρακτήρα και δεν συνεπάγεται επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση κατά την οποία ήταν ιδιοκτήτης της κατοικίας του. |
13 |
Στο μέτρο που η κατά το δυνατόν ταχύτερη απάντηση του Δικαστηρίου μπορεί να περιορίσει αισθητά τον κίνδυνο απώλειας της κύριας κατοικίας των ενδιαφερομένων, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου προς υπαγωγή της υποθέσεως C‑169/14 στην ταχεία διαδικασία. |
Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει: |
Γίνεται δεκτό το αίτημα του Audiencia Provincial de Castellón (Ισπανία) προς υπαγωγή της υποθέσεως C‑169/14 στην ταχεία διαδικασία κατά το άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.