ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 26ης Νοεμβρίου 2015 ( * )

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2001/23/ΕΚ — Άρθρο 1, παράγραφος 1 — Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων — Υποχρέωση αναλήψεως των εργαζομένων από τον εκδοχέα [διάδοχο] — Δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας — Παροχή της υπηρεσίας από άλλη επιχείρηση βάσει συμβάσεως διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών — Απόφαση περί μη παρατάσεως της συμβάσεως αυτής μετά τη λήξη — Διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας — Δραστηριότητα στηριζόμενη κυρίως στον εξοπλισμό — Μη ανάληψη του προσωπικού»

Στην υπόθεση C‑509/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ανώτατο Δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων, Ισπανία) με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Νοεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Administrador de Infraestructuras Ferroviarias (ADIF)

κατά

Luis Aira Pascual,

Algeposa Terminales Ferroviarios SL,

Fondo de Garantía Salarial,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο του δεκάτου τμήματος, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, A. Borg Barthet και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. J. García‑Valdecasas Dorrego,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Rius και M. Kellerbauer,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (EE L 82, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Administrador de Infraestructuras Ferroviarias (ADIF), του L. Aira Pascual, του Fondo de Garantía Salarial (Ταμείου εγγυήσεως των απαιτήσεων από μισθωτή εργασία) και της Algeposa Terminales Ferroviarios SL (στο εξής: Algeposa), σχετικά με την απόλυση του L. Aira Pascual στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως για οικονομικούς λόγους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Η οδηγία 2001/23 αποτελεί κωδικοποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 201, σ. 88).

4

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

«α)

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

β)

Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου αʹ και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

γ)

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει, στην παράγραφο 1 αυτού, τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“εκχωρητής”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης,

β)

“εκδοχέας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης·

[...]».

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα.»

7

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23:

«Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.»

Το ισπανικό δίκαιο

8

Οι κανόνες που ισχύουν για τους μισθωτούς σε περίπτωση μεταβιβάσεως οικονομικών οντοτήτων καθορίζονται από το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα (Real Decreto Legislativo 1/1995 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 12/2001, της 9ης Ιουλίου 2001 (BOE αριθ. 164, της 10ης Ιουλίου 2001, σ. 24890, στο εξής: Εργατικός Κώδικας).

9

Το άρθρο 44, παράγραφοι 1 και 2, του Εργατικού Κώδικα ορίζει ότι:

«1.   Η μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή αυτόνομης παραγωγικής μονάδας της ιδίας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, τη λύση της εργασιακής σχέσεως· ο νέος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του προηγούμενου εργοδότη που απέρρεαν από τη σύμβαση εργασίας και από την κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που αφορούν τις συντάξεις, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εφαρμοστέα ειδική ρύθμιση και, γενικώς, σε όλες τις υποχρεώσεις σε θέματα συμπληρωματικής κοινωνικής προστασίας τις οποίες είχε αναλάβει ο εκχωρητής.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως μεταβίβαση επιχειρήσεως θεωρείται η μεταβίβαση οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10

Η ADIF είναι δημόσια επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η υπηρεσία υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπιλμπάο (Ισπανία). Η υπηρεσία αυτή παρέχεται στη Renfe Operadora.

11

Βάσει συμβάσεως διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών, με ισχύ από 1ης Μαρτίου 2008, η ADIF ανέθεσε με υπεργολαβία τη διαχείριση της εν λόγω υπηρεσίας στην Algeposa. H Algeposa παρείχε την υπηρεσία αυτή στις εγκαταστάσεις της ADIF και μέσω γερανών που ανήκαν στην τελευταία αυτή.

12

Η εν λόγω σύμβαση συνήφθη για διάρκεια 48 μηνών. Μετά τη λήξη της, η σύμβαση αυτή παρατάθηκε μέχρι τις 30 Ιουνίου 2013.

13

Τον Μάιο του 2013, η ADIF απέσπασε ορισμένους εργαζομένους της στην Algeposa προκειμένου να ακολουθήσουν, με εμβύθιση, πρόγραμμα εκπαίδευσης στο πλαίσιο του προσωπικού της εταιρίας αυτής.

14

Τον Ιούνιο του 2013, η ADIF πληροφόρησε την Algeposa ότι δεν επιθυμούσε να παρατείνει τη σύμβαση μετά τις 30 Ιουνίου 2013, με το αιτιολογικό ότι, από την ημερομηνία αυτή, θα παρείχε η ίδια την επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία με το δικό της προσωπικό. Η ADIF ανέφερε επίσης στην Algeposa ότι αρνούνταν να υποκατασταθεί στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της τελευταίας αυτής έναντι του προσωπικού της.

15

Κατά συνέπεια, η Algeposa προχώρησε σε ομαδική απόλυση για οικονομικούς λόγους πολλών εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και του L. Aira Pascual, του οποίου τα καθήκοντα προηγουμένως αφορούσαν την εκτέλεση της συμβάσεως διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών που είχε συναφθεί με την ADIF.

16

Στις 30 Ιουλίου 2013, ο L. Aira Pascual άσκησε αγωγή κατά της ADIF, του Fonds de garantie salariale και της Algeposa, ενώπιον του Juzgado de lo Social no 10 de Bilbao (δικαστηρίου εργατικών διαφορών αριθ. 10 του Μπιλμπάο) για τον λόγο ότι, κατά τη λήξη της συμβάσεως που είχε συνάψει με την Algeposa, η ADIF ήταν υποχρεωμένη να υποκαταστήσει την τελευταία αυτή όσον αφορά τη σχέση εργασίας με το προσωπικό. Κατά τον L. Aira Pascual, η ανάληψη με άμεση διαχείριση από την ADIF της παροχής της επίμαχης στην κύρια δίκη υπηρεσίας συνιστούσε μεταβίβαση επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 44 του Εργατικού Κώδικα. Κατά συνέπεια, ο L. Aira Pascual ζήτησε να ακυρωθεί η απόλυση ή, επικουρικώς, να κριθεί παράνομη, και να υποχρεωθεί η ADIF να τον επανεντάξει στο προσωπικό της.

17

Το εν λόγω δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή του L. Aira Pascual, κρίνοντας την απόλυση παράνομη και υποχρεώνοντας την ADIF να του καταβάλει αποζημίωση ύψους 28793,29 ευρώ. Ο L. Aira Pascual υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Algeposa την αποζημίωση ύψους 9557,87 ευρώ που αυτή του είχε καταβάλει λόγω καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας.

18

Το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι η ADIF, αρνούμενη να υποκαταστήσει την Algeposa όσον αφορά τη σχέση εργασίας που είχε συναφθεί μεταξύ της τελευταίας αυτής και του L. Aira Pascual, είχε παραβεί την υποχρέωση που προκύπτει από σύμφωνη προς την οδηγία 2001/23 ερμηνεία του άρθρου 44 του Εργατικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, υπήρχε μεταβίβαση επιχειρήσεως, καθόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη υπηρεσία εξακολουθούσε να παρέχεται μέσω των ίδιων ουσιαστικών για την παροχή της υλικών στοιχείων, στον ίδιο πελάτη και στις ίδιες εγκαταστάσεις.

19

Η ADIF άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής του Juzgado de lo Social no 10 de Bilbao ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυτόνομης Κοινότητας της Χώρας των Βάσκων).

20

Το τελευταίο αυτό δικαστήριο εκτιμά ότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη κρίνει το ζήτημα αν η έννοια της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την οδηγία 2001/23 περιλαμβάνει τις περιπτώσεις αναλήψεως της απευθείας διαχειρίσεως δημόσιας υπηρεσίας από την επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η παροχή της υπηρεσίας αυτής, όταν, αφενός, η επιχείρηση αυτή αποφασίζει να χρησιμοποιήσει για τη διαχείριση αυτή το δικό της προσωπικό, χωρίς να αναλάβει το προσωπικό του αντισυμβαλλομένου στον οποίον είχε προηγουμένως αναθέσει τη διαχείριση αυτή και, αφετέρου, τα ουσιώδη για την παροχή της υπηρεσίας αυτής υλικά μέσα που χρησιμοποιούνται ανήκαν ανέκαθεν στην εν λόγω επιχείρηση η οποία επέβαλλε τη χρησιμοποίησή τους στον αντισυμβαλλόμενο αυτόν.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Autónoma del País Vasco αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

22

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώνει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις Krüger, C‑334/95, EU:C:1997:378, σκέψεις 22 και 23, καθώς και Byankov, C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 57).

23

Εν προκειμένω, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής μια κατάσταση στην οποία δημόσια επιχείρηση, επιφορτισμένη με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς, αναθέτει, με σύμβαση διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών, την εκμετάλλευση της δραστηριότητας αυτής σε άλλη επιχείρηση, θέτοντας στη διάθεση της τελευταίας αυτής την απαραίτητη υποδομή και τον εξοπλισμό που είναι ιδιοκτησίας της, κατόπιν δε αποφασίζει να προχωρήσει στη λύση της συμβάσεως αυτής χωρίς να αναλάβει το προσωπικό της τελευταίας αυτής επιχειρήσεως, με το αιτιολογικό ότι, πλέον, εκμεταλλεύεται η ίδια την εν λόγω δραστηριότητα με το δικό της προσωπικό.

24

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, βάσει του άρθρου της 1, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές οικονομικές δραστηριότητες.

25

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 λόγω του ότι ο εκδοχέας [διάδοχος] είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το νομικό πρόσωπο για το οποίο πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι δημόσια επιχείρηση επιφορτισμένη με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν το αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23.

27

Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

28

Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας καλύπτει όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και το οποίο, ως εκ τούτου, αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχειρήσεως, χωρίς να έχει σημασία αν μεταβιβάστηκε η κυριότητα των ενσωμάτων στοιχείων (βλ. αποφάσεις Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 41, καθώς και CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 30).

29

Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε μια κατάσταση όπου επιχείρηση, η οποία ανέθετε σε άλλη επιχείρηση την πραγματική εκτέλεση εργασιών, αποφασίζει να καταγγείλει τη σύμβαση που τη συνέδεε με αυτήν και να αναλάβει η ίδια τις εργασίες αυτές (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 31).

30

Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή σε μια κατάσταση στην οποία δημόσια επιχείρηση, η οποία είναι επιφορτισμένη με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς, αναθέτει, με σύμβαση διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών, την εκμετάλλευση της δραστηριότητας αυτής σε άλλη επιχείρηση, κατόπιν δε αποφασίζει να προχωρήσει στη λύση της συμβάσεως αυτής και να εκμεταλλευθεί η ίδια την εν λόγω δραστηριότητα με το δικό της προσωπικό.

31

Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, για να μπορεί να εφαρμοστεί η οδηγία αυτή, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

32

Για να καθοριστεί αν πληρούται πράγματι η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση πράξη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, ιδίως, το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των ενσώματων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών. Πάντως, τα στοιχεία αυτά αποτελούν απλώς επί μέρους πτυχές της γενικής εκτιμήσεως που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμηθούν μεμονωμένα (βλ. αποφάσεις Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψεις 33 και 34, καθώς και CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, πρέπει ιδίως να λαμβάνει υπόψη το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται.

34

Ως εκ τούτου, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23 αναγκαστικά ποικίλλει αναλόγως της ασκουμένης δραστηριότητας, και μάλιστα των μεθόδων παραγωγής ή εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνται στην οικεία επιχείρηση, στην οικεία εγκατάσταση ή στο οικείο τμήμα εγκαταστάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι σε έναν τομέα όπου η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, η ταυτότητα μίας οικονομικής μονάδας δεν διατηρείται αν σημαντικό τμήμα του προσωπικού της οντότητας αυτής δεν αναλαμβάνεται από τον φερόμενο ως εκδοχέα [διάδοχο] (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση CLECE, C‑463/09, EU:C:2011:24, σκέψη 41).

36

Ωστόσο, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι η επίμαχη οικονομική δραστηριότητα, ήτοι η υπηρεσία υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς, δεν μπορεί να θεωρηθεί δραστηριότητα στηριζόμενη κυρίως στο εργατικό δυναμικό, καθόσον απαιτεί σημαντικό εξοπλισμό.

37

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, στο πλαίσιο της συμβάσεως διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών που συνήψε με την Algeposa, η ADIF έθεσε στη διάθεση αυτής γερανούς και χώρους, που φαίνεται ότι αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας. Επομένως, η δραστηριότητα αυτή στηρίζεται κυρίως στον εξοπλισμό.

38

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το γεγονός ότι τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας ανήκαν ανέκαθεν στην ADIF, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, το αν μεταβιβάζεται η ιδιοκτησία των ενσώματων στοιχείων δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23.

39

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι τα ενσώματα στοιχεία που ανέλαβε ο νέος επιχειρηματίας δεν ανήκαν στον προκάτοχό του, αλλά είχαν απλώς τεθεί στη διάθεσή του από εκείνον που του είχε αναθέσει τη σύμβαση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 42).

40

Επομένως, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις, μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης δραστηριότητας δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στον εκδοχέα [διάδοχο] θα καθιστούσε την εν λόγω οδηγία μερικώς άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

41

Όσον αφορά, τέλος, τη μη ανάληψη, από την ADIF, του προσωπικού της Algeposa, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μη ανάληψη, από τον νέο επιχειρηματία, σημαντικού, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού που ο προκάτοχός του χρησιμοποιούσε για την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως μιας οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23, σε έναν τομέα όπως αυτός για τον οποίο πρόκειται στην κύρια δίκη, όπου η δραστηριότητα στηρίζεται ουσιαστικά στον εξοπλισμό. Αντίθετη ερμηνεία θα αντιστρατευόταν τον κύριο σκοπό της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος έγκειται στο να διατηρηθούν, ακόμη και παρά τη θέληση του εκδοχέα [διαδόχου], οι συμβάσεις εργασίας των μισθωτών του εκχωρητή [μεταβιβάζοντος] (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Abler κ.λπ., C‑340/01, EU:C:2003:629, σκέψη 37).

42

Κατά συνέπεια, λόγω της μη αναλήψεως των εργαζομένων της Algeposa από την ADIF δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η οικονομική οντότητα για την οποία πρόκειται στην κύρια δίκη διατήρησε την ταυτότητά της και συνεπώς να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια της ίδιας οδηγίας.

43

Σε τελική ανάλυση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει, με γνώμονα τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, αν υπάρχει ή όχι μεταβίβαση επιχειρήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία μια δημόσια επιχείρηση, η οποία είναι επιφορτισμένη με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς, αναθέτει, με σύμβαση διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών, την εκμετάλλευση της δραστηριότητας αυτής σε άλλη επιχείρηση, θέτοντας στη διάθεση της τελευταίας αυτής τις απαραίτητες υποδομές και τον απαραίτητο εξοπλισμό των οποίων είναι ιδιοκτήτρια, κατόπιν δε αποφασίζει να προχωρήσει στη λύση της συμβάσεως αυτής, με το αιτιολογικό ότι, πλέον, εκμεταλλεύεται η ίδια την εν λόγω δραστηριότητα με το δικό της προσωπικό.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία μια δημόσια επιχείρηση, η οποία είναι επιφορτισμένη με την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας υποστήριξης μονάδων διατροπικής μεταφοράς, αναθέτει, με σύμβαση διαχειρίσεως δημοσίων υπηρεσιών, την εκμετάλλευση της δραστηριότητας αυτής σε άλλη επιχείρηση, θέτοντας στη διάθεση της τελευταίας αυτής τις απαραίτητες υποδομές και τον απαραίτητο εξοπλισμό των οποίων είναι ιδιοκτήτρια, κατόπιν δε αποφασίζει να προχωρήσει στη λύση της συμβάσεως αυτής, με το αιτιολογικό ότι, πλέον, εκμεταλλεύεται η ίδια την εν λόγω δραστηριότητα με το δικό της προσωπικό.

 

(υπογραφές)


( * )   Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.