ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 20ής Ιανουαρίου 2016 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Αγορά των μετασχηματιστών ισχύος — Προφορική συμφωνία κατανομής των αγορών (“Gentlemen’s Agreement”) — Περιορισμός του ανταγωνισμού “εξ αντικειμένου” — Φραγμοί εισόδου — Τεκμήριο συμμετοχής σε παράνομη σύμπραξη — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων (2006) — Σημείο 18»

Στην υπόθεση C‑373/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014,

Toshiba Corporation, με έδρα το Τόκυο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τον J. MacLennan, solicitor, τον A. Schulz, Rechtsanwalt, καθώς και από τους J. Jourdan και P. Berghe, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Ronkes Agerbeek καθώς και από τις J. Norris-Usher και K. Mojzesowicz, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύουσα του δευτέρου τμήματος, J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο και J.‑C. Bonichot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Toshiba Corporation (στο εξής: Toshiba) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Μαΐου 2014, Toshiba κατά Επιτροπής (T‑519/09, EU:T:2014:263, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2009) 7601 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 ΕΚ (υπόθεση COMP/39.129 – Μετασχηματιστές ισχύος) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 [ΕΚ] [...]

[...]».

3

Το σημείο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), ορίζει τα εξής:

«[...] Τα πρόστιμα πρέπει να έχουν ένα επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, όχι μόνο ως κύρωση που επιβάλλεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ειδικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα), αλλά επίσης για την αποτροπή άλλων επιχειρήσεων να υιοθετήσουν συμπεριφορές που αντίκεινται προς τις διατάξεις των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] ή να συνεχίσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές (γενικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα).»

4

Το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)]. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση [...]».

5

Το σημείο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 έχει ως εξής:

«Όταν η γεωγραφική έκταση μιας παράβασης υπερβαίνει τα όρια του [ΕΟΧ] (για παράδειγμα, στην περίπτωση των παγκόσμιων καρτέλ), οι σχετικές πωλήσεις των επιχειρήσεων εντός του ΕΟΧ ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν κατάλληλα τη βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδίως στην περίπτωση παγκόσμιων συμφωνιών κατανομής αγορών.

Στις περιπτώσεις αυτές, με στόχο να αντικατοπτρίζεται τόσο το συνολικό μέγεθος των εν λόγω πωλήσεων εντός του ΕΟΧ όσο και η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα μπορεί να εκτιμήσει τη συνολική αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών με τις οποίες σχετίζεται η παράβαση στον σχετικό γεωγραφικό χώρο (ευρύτερο του ΕΟΧ), να προσδιορίσει το μερίδιο των πωλήσεων που αντιστοιχεί σε κάθε επιχείρηση που συμμετέχει στην παράβαση στην εν λόγω αγορά και να εφαρμόσει το ποσοστό αυτό στις συνολικές πωλήσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο εσωτερικό του ΕΟΧ. Το αποτέλεσμα θα χρησιμοποιείται ως αξία των πωλήσεων με σκοπό τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

6

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τον τομέα των μετασχηματιστών ισχύος, των μετασχηματιστών μονής περιτύλιξης και των πηνίων παράλληλης σύνδεσης με φάσμα τάσης 380 kV και άνω. Ο μετασχηματιστής ισχύος είναι βασικό ηλεκτρικό εξάρτημα του οποίου η λειτουργία συνίσταται στη μείωση ή την αύξηση της τάσεως στα ηλεκτρικά κυκλώματα.

7

Η Toshiba είναι ιαπωνική εταιρία που δραστηριοποιείται κατά βάση σε τρεις τομείς: στις ψηφιακά προϊόντα, στις ηλεκτρονικές συσκευές και εξαρτήματα καθώς και στα συστήματα υποδομής.

8

Σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες της εταιρίας αυτής στον τομέα των μετασχηματιστών ισχύος, η περίοδος την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για τους σκοπούς της έρευνάς της, ήτοι από 9 Ιουνίου 1999 έως 15 Μαΐου 2003, διακρίνεται σε δύο φάσεις. Μεταξύ 9ης Ιουνίου 1999 και 30ής Σεπτεμβρίου 2002, η Toshiba δραστηριοποιούνταν στον τομέα αυτό μέσω της θυγατρικής της Power System Co. Από 1ης Οκτωβρίου 2002, η δραστηριότητα της αναιρεσείουσας ασκούνταν μέσω της TM T&D, κοινής επιχειρήσεως της Toshiba και της Mitsubishi Electric, στην οποία οι δύο τελευταίες συγκέντρωσαν την παραγωγή τους μετασχηματιστών ισχύος.

9

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία σχετικά με την αγορά των μετασχηματιστών ισχύος. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων εκδόθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2008. Η Toshiba απάντησε στις 19 Ιανουαρίου 2009. Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2009.

10

Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Toshiba μετέσχε, από τις 9 Ιουνίου 1999 έως τις 15 Μαΐου 2003, σε παράνομη σύμπραξη καλύπτουσα το σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ και την Ιαπωνία. Η σύμπραξη αυτή συνίστατο σε προφορική συμφωνία μεταξύ, αφενός, των Ευρωπαίων παραγωγών μετασχηματιστών ισχύος και, αφετέρου, των Ιαπώνων παραγωγών, με αντικείμενο τον αμοιβαίο σεβασμό των αγορών στα αντίστοιχα εδάφη των δύο αυτών ομάδων παραγωγών μετασχηματιστών και τη μη πραγματοποίηση πωλήσεων σε αυτά (στο εξής: gentlemen’s agreement).

11

Η Επιτροπή χαρακτήρισε την gentlemen’s agreement ως «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου». Στα σημεία 165 έως 169 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε, και συνακόλουθα απέρριψε, το επιχείρημα που προέβαλαν ορισμένες από τις επιχειρήσεις κατά των οποίων στρεφόταν η εν λόγω διαδικασία, συνιστάμενο στο ότι η σύμπραξη δεν είχε αντίκτυπο στον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού εξαιτίας των ανυπέρβλητων φραγμών εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ.

12

Σε ό,τι αφορά την οργάνωση την οποία διαμόρφωσε η gentlemen’s agreement, η Επιτροπή επισήμανε ότι κάθε ομάδα παραγωγών όφειλε να ορίσει μία επιχείρηση που θα εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα. Διαπίστωσε επίσης ότι η συμφωνία κατανομής της αγοράς συμπληρωνόταν από συμφωνία κατά την οποία στον γραμματέα της κάθε ομάδας έπρεπε να γνωστοποιούνται οι προκηρύξεις διαγωνισμών που προέρχονταν από το έδαφος της άλλης ομάδας με σκοπό την ανακατανομή τους.

13

Η Επιτροπή διαπίστωσε εξάλλου ότι κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, δηλαδή από τις 9 Ιουνίου 1999 έως τις 15 Μαΐου 2003, οι επιχειρήσεις συνέρχονταν σε σύσκεψη μία ή δύο φορές τον χρόνο. Οι συσκέψεις αυτές έλαβαν χώρα στη Μάλαγα (Ισπανία), από τις 9 έως τις 11 Ιουνίου 1999, στη Σιγκαπούρη στις 29 Μαΐου 2000, στη Βαρκελώνη (Ισπανία), από τις 29 Οκτωβρίου έως την 1η Νοεμβρίου 2000, στη Λισσαβώνα (Πορτογαλία), στις 29 και 30 Μαΐου 2001, στο Τόκυο, στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2002, στη Βιέννη (Αυστρία), στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου 2002 (στο εξής: σύσκεψη της Βιέννης) και στη Ζυρίχη (Ελβετία), στις 15 και 16 Μαΐου 2003 (στο εξής: σύσκεψη της Ζυρίχης). Κατά την Επιτροπή, σκοπός των συσκέψεων αυτών ήταν μεταξύ άλλων η επιβεβαίωση της gentlemen’s agreement.

14

Βάσει του συνόλου των ως άνω εκτιμήσεων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Toshiba είχε παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3), και επέβαλε κατά συνέπεια στην εταιρία αυτή πρόστιμο ύψους 13,2 εκατομμυρίων ευρώ. Οι TM T&D και Mitsubishi Electric δεν υπέστησαν κυρώσεις με την επίδικη απόφαση.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

15

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2009, η Toshiba άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, προβάλλοντας τέσσερις λόγους.

16

Αφού απέρριψε όλους τους ως άνω λόγους, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή ως εξ ολοκλήρου αβάσιμη.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

17

Η Toshiba ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας.

18

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την Toshiba στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

19

Με τον πρώτο λόγο, ο οποίος βάλλει κατά την σκέψεων 230 και 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας την gentlemen’s agreement ως «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», αντλώντας το σχετικό έρεισμα από την εν δυνάμει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων παραγωγών. Δεδομένου όμως ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν αποτελούσαν εν δυνάμει ανταγωνιστές, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να συναγάγει ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου. Κατά την Toshiba, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, εσφαλμένως, μια τέτοια εν δυνάμει ανταγωνιστική σχέση, πρώτον, από την απουσία ανυπέρβλητων φραγμών εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ και, δεύτερον, από την ίδια την ύπαρξη της gentlemen’s agreement.

20

Ως προς την απουσία ανυπέρβλητων φραγμών εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ, η Toshiba υποστηρίζει ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι πρόσφορο για να αποδείξει μια εν δυνάμει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων κατασκευαστών. Για να αποδείξει την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε αποδείξει, εν προκειμένω, ότι οι Ιάπωνες παραγωγοί διέθεταν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ και ότι η εν λόγω είσοδος αποτελούσε γι’ αυτούς μια οικονομικώς βιώσιμη στρατηγική. Εν προκειμένω, όμως, λόγω των χαρακτηριστικών και της λειτουργίας της αγοράς των μετασχηματιστών ισχύος, η οποιαδήποτε είσοδος στην αγορά του ΕΟΧ καθίστατο μη βιώσιμη οικονομικώς.

21

Όσον αφορά την gentlemen’s agreement, η Toshiba φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, επικαλούμενο την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής ως απόδειξη του δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων κατασκευαστών, δημιούργησε αμάχητο τεκμήριο κατά το οποίο, εφόσον δύο επιχειρήσεις συνάπτουν μια οποιαδήποτε συμφωνία, θεωρούνται άνευ ετέρου ως εν δυνάμει ανταγωνιστές, απαλλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Επιτροπή από το σχετικό βάρος αποδείξεως.

22

Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

23

Στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι μια συμφωνία όπως η gentlemen’s agreement έπρεπε, ως συμφωνία κατανομής των αγορών, να χαρακτηρισθεί ως «εξ αντικειμένου περιορισμός».

24

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να εμπίπτει μια συμφωνία στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα» την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που υφίσταται από την απόφαση LTM (56/65, EU:C:1966:38), o διαζευκτικός χαρακτήρας της προϋποθέσεως αυτής, που εκφράζεται με τη χρήση του συνδέσμου «ή», επιβάλλει καταρχάς να εξεταστεί το αντικείμενο της συμφωνίας (απόφαση ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 30).

25

Κατά συνέπεια, εφόσον αποδεικνύεται το θίγον τον ανταγωνισμό αντικείμενο μιας συμφωνίας, παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής επί του ανταγωνισμού (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις T-Mobile Netherlands κ.λπ., C‑8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 28 και 30, και GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 55).

26

Σχετικά με τον χαρακτηρισμό μιας πρακτικής ως εξ αντικειμένου περιορισμού, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους (απόφαση ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 31). Η νομολογία αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λογίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (απόφαση CB κατά Επιτροπής, C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 50).

27

Η νομολογία του Δικαστηρίου προβλέπει επίσης ότι, για να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιβλαβής ώστε να λογίζεται ως «περιορισμός του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», υπό την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (απόφαση ING Pensii, C‑172/14, EU:C:2015:484, σκέψη 33).

28

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συμφωνίες κατανομής των αγορών συνιστούν ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του ανταγωνισμού (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Solvay Solexis κατά Επιτροπής, C‑449/11 P, EU:C:2013:802, σκέψη 82, και YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 26). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι αυτές καθεαυτές οι συμφωνίες κατανομής των αγορών έχουν περιοριστικό του ανταγωνισμού αντικείμενο και εμπίπτουν σε μια κατηγορία συμφωνιών την οποία το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει ρητώς, εφόσον ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να δικαιολογείται μόνο βάσει αναλύσεως του οικονομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η επίμαχη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά (απόφαση Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, EU:C:2013:866, σκέψη 218).

29

Ως προς τις συμφωνίες αυτές, η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω πρακτική μπορεί ως εκ τούτου να περιορίζεται στα όσα είναι απολύτως απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου.

30

Εν προκειμένω, η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας την gentlemen’s agreement ως «περιορισμό του ανταγωνισμού εξ αντικειμένου», χωρίς προηγουμένως να ελέγξει αν η τυχόν είσοδος στην αγορά του ΕΟΧ αποτελούσε οικονομικώς βιώσιμη στρατηγική για τους Ιάπωνες παραγωγούς.

31

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα της Toshiba κατά το οποίο η gentlemen’s agreement δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ διότι οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες παραγωγοί δεν τελούσαν σε σχέση ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, αφενός, στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αναφέρεται επίσης στον δυνητικό ανταγωνισμό, η gentlemen’s agreement ήταν σε θέση να περιορίσει τον ανταγωνισμό, πλην της περιπτώσεως που θα υφίσταντο ανυπέρβλητοι φραγμοί εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά οι οποίοι να αποκλείουν εντελώς τον δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους Ιαπώνων παραγωγών.

32

Αφετέρου, στις σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι φραγμοί αυτοί δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ανυπέρβλητοι, πράγμα που αποδεικνυόταν από το γεγονός ότι η Hitachi είχε αναλάβει έργα προερχόμενα από εγκατεστημένους στην Ευρώπη πελάτες.

33

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η gentlemen’s agreement αποτελούσε «ισχυρή ένδειξη υπέρ της υπάρξεως σχέσεως ανταγωνισμού» μεταξύ των δύο κατηγοριών παραγωγών, πράγμα που, όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 100 των προτάσεών του, συνιστά κρίσιμο στοιχείο του οικονομικού και νομικού πλαισίου.

34

Η κατά τα ανωτέρω όμως ανάλυση την οποία πραγματοποίησε το Γενικό Δικαστήριο είναι σύμφωνη προς τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 24 έως 29 της παρούσας αποφάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί ο χαρακτήρας μιας παραβάσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ ως εξ αντικειμένου περιορισμού, χωρίς να απαιτείται διεξοδικότερη ανάλυση του σχετικού οικονομικού και νομικού πλαισίου.

35

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι, στο μέτρο που η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι φραγμοί εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά δεν ήταν ανυπέρβλητοι και ότι, κατά συνέπεια, δυνητικώς υφίστατο στην αγορά αυτή ανταγωνισμός μεταξύ των Ευρωπαίων και των Ιαπώνων παραγωγών, τέτοιου είδους επιχειρήματα βάλλουν κατά της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία, ελλείψει πρόδηλης παραμορφώσεώς τους και υπό την επιφύλαξη της αναλύσεως που πραγματοποιείται με την παρούσα απόφαση στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, εκφεύγει του ελέγχου του κατ’ αναίρεση δικάζοντος Δικαστηρίου.

36

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως τον οποίο προβάλλει η Toshiba πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο βάλλει κατά των διαλαμβανόμενων στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου, η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επιστολής της Hitachi. Ειδικότερα, κατά την Toshiba, ενώ η Hitachi περιορίστηκε να προσκομίσει μια γενική δήλωση κατά την οποία δεν αμφισβητούσε πλέον την ύπαρξη της gentlemen’s agreement, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τη δήλωση αυτή ότι η ως άνω εταιρία αναγνώριζε ότι είχε αναλάβει τρία έργα προερχόμενα από Ευρωπαίους πελάτες όσον αφορά τους μετασχηματιστές της.

38

Χωρίς την παραμόρφωση αυτή του νοήματος της επιστολής της Hitachi, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι φραγμοί εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ δεν ήταν ανυπέρβλητοι, οπότε δεν θα είχε διαπιστωθεί εν προκειμένω ούτε παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

39

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου αυτού αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη όσον αφορά τα περιστατικά αυτά. Ειδικότερα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.

41

Προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο να επικρίνει την ύπαρξη παραμορφώσεως, αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

42

Όπως επισημαίνει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 108 των προτάσεών του, από την εξέταση της επιστολής της Hitachi δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα απορρέοντα από την επιστολή αυτή κρίσιμα πραγματικά στοιχεία.

43

Ειδικότερα, στην επιστολή της, η Hitachi δεν περιορίζεται στο να παραιτηθεί από οποιαδήποτε αμφισβήτηση όσον αφορά την ύπαρξη της gentlemen’s agreement, όπως υποστηρίζει η Toshiba. Αντιθέτως, από τη διατύπωση της επιστολής της Hitachi προκύπτει ότι η εταιρία αυτή αποδεχόταν «τις διαπιστώσεις [της Επιτροπής] σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο της gentlemen’s agreement, όπως αυτές εκτίθενται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων». Επισημαίνεται δε, όπως έπραξε και ο γενικός εισαγγελέας στο εν λόγω σημείο 108 των προτάσεών του, ότι στην ανακοίνωση των αιτιάσεων είχε ήδη γίνει λόγος για το ζήτημα της αναλήψεως τριών συμβάσεων από την Hitachi εντός του ΕΟΧ.

44

Εξ αυτού συνάγεται ότι η ερμηνεία την οποία υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ουδόλως απορρέει από πρόδηλη παραμόρφωση του περιεχομένου της επιστολής της Hitachi.

45

Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επιστολής της Hitachi, δεν θα μπορούσε για τον λόγο αυτό να τεθεί υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι φραγμοί εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά δεν ήταν ανυπέρβλητοι.

46

Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό βασίζεται όχι μόνο στις διαλαμβανόμενες στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως δηλώσεις της Hitachi, αλλά και σε άλλα στοιχεία. Ειδικότερα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 225 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στην παράγραφο 168 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι φραγμοί εισόδου στην αγορά δεν ήταν ανυπέρβλητοι, δηλαδή, αφενός, ότι η κορεατική επιχείρηση Hyundai είχε προσφάτως εισέλθει στην ευρωπαϊκή αγορά και, αφετέρου, ότι οι Ιάπωνες παραγωγοί είχαν σημειώσει σημαντικές πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δε εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν είχαν προσκομίσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι φραγμοί εισόδου στην αμερικανική αγορά διέφεραν σημαντικά από τους φραγμούς εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αμφισβητήθηκαν από την αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

47

Αφετέρου, στη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή καθεαυτή η ύπαρξη της gentlemen’s agreement συνιστούσε επιχείρημα που έθετε υπό σοβαρή αμφισβήτηση την ευλογοφάνεια της θέσεως της αναιρεσείουσας ότι οι φραγμοί εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά ήταν ανυπέρβλητοι. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια σκέψη, είναι ελάχιστα πιθανό οι Ιάπωνες και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί να είχαν συνάψει συμφωνία κατανομής της αγοράς αν δεν θεωρούσαν εαυτούς ως τουλάχιστον εν δυνάμει ανταγωνιστές.

48

Βάσει των ως άνω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

49

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως διαρθρώνεται σε τρία σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, η Toshiba υποστηρίζει, αφενός, ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ερείδεται σε αντιφατική αιτιολογία σε ό,τι αφορά την εξέταση της συμμετοχής της στη σύμπραξη και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στο πλαίσιο αυτό, δηλαδή τα πρακτικά της συσκέψεως της Βιέννης, το εσωτερικό σημείωμα του M., από την εταιρία Fuji, και το καταρτισθέν από τη Fuji επεξηγηματικό σημείωμα για την ως άνω σύσκεψη (στο εξής, από κοινού: επίδικα έγγραφα). Κατά την Toshiba, ενώ, στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ορθώς ότι κατά τη σύσκεψη της Βιέννης η αναιρεσείουσα είχε παραιτηθεί από τη συμμετοχή στις μελλοντικές συσκέψεις κατόπιν της συστάσεως της TM T&D, παρ’ όλ’ αυτά έκρινε, στις σκέψεις 209 και 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εξακολουθούσε να υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά τη συμμετοχή της Toshiba στην gentlemen’s agreement, δεδομένου ότι αυτή εξαρτώνταν από το αν η TM T&D θα συμμετείχε ή όχι στην εν λόγω συμφωνία. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε συνεπώς σε αντίφαση στο μέτρο που το μόνο ζήτημα το οποίο παρέμενε ανοιχτό μετά τη σύσκεψη της Βιέννης δεν ήταν η συμμετοχή της Toshiba ως εξατομικευμένης επιχειρήσεως, αλλά η συμμετοχή της TM T&D στις μελλοντικές συσκέψεις και στην gentlemen’s agreement.

50

Το δεύτερο σκέλος, το οποίο βάλλει κατ’ ουσίαν κατά των όσων εκτίθενται στις σκέψεις 213, 218 και 220 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του κριτηρίου της «δημόσιας αποστασιοποιήσεως», στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η gentlemen’s agreement επιβεβαιώθηκε κατά τη σύσκεψη της Βιέννης για να αποκλείσει κάθε πιθανότητα δημόσιας αποστασιοποιήσεως της Toshiba από τη συμφωνία αυτή κατά την εν λόγω σύσκεψη. Το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε αντιθέτως να είχε συναγάγει, από το γεγονός της μη συμμετοχής της Toshiba στη σύσκεψη της Ζυρίχης, ότι η εταιρία αυτή είχε αποσυρθεί από τη σύμπραξη από τη σύσκεψη της Βιέννης.

51

Με το τρίτο σκέλος, η Toshiba προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο παραβίαση της αρχής της προσωπικής ευθύνης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε συνεχίσει να μετέχει στη σύμπραξη ακόμη και μετά τη σύσταση της TM T&D, ενώ η Toshiba είχε αποσυρθεί από την επίμαχη αγορά κατόπιν της συστάσεως της TM T&D. Συναφώς, η Toshiba αμφισβητεί ιδίως τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 218 έως 221 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην παράβαση μέχρι τη σύσκεψη της Ζυρίχης συναγόταν από το γεγονός ότι είχε «δημιουργήσει στους λοιπούς μετέχοντες την εντύπωση ότι η ίδια ή η TM T&D εξακολουθούσαν να μετέχουν στην gentlemen’s agreement», χωρίς να ελέγξει συγκεκριμένα την παρουσία της Toshiba στην ως άνω σύσκεψη.

52

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

53

Όσον αφορά, πρώτον, την περί αντιφατικής αιτιολογίας αιτίαση την οποία προβάλλει η Toshiba στο πλαίσιο του πρώτου σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

54

Ασφαλώς, στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, επί τη βάσει των επίδικων εγγράφων, ότι, λόγω της συστάσεως της TM T&D, εκκρεμούσε ακόμη η λήψη αποφάσεως σχετικά με την ατομική συμμετοχή της Toshiba στην gentlemen’s agreement μετά τη σύσκεψη της Βιέννης. Στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε συναφώς ότι από τα επίδικα έγγραφα μπορούσε να συναχθεί ότι, κατόπιν της συσκέψεως της Βιέννης, υφίσταντο «αμφιβολίες σχετικά με τη μελλοντική συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην gentlemen’s agreement και σχετικά με τη συνέχιση της gentlemen’s agreement και [...] ότι θα πραγματοποιούνταν μια μελλοντική σύσκεψη κατά την οποία επρόκειτο να συζητηθεί το ζήτημα αυτό».

55

Πάντως, αφενός, όπως προκύπτει από την ως άνω σκέψη 208, οι επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη θεωρούσαν ότι χωρίς τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας δεν είχε πλέον νόημα η διατήρηση της gentlemen’s agreement. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μετέχοντες στη σύσκεψη της Βιέννης επιβεβαίωσαν την gentlemen’s agreement και τους απορρέοντες από την εν λόγω σύμπραξη κανόνες γνωστοποιήσεως των έργων.

56

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε αντίφαση καθόσον αποφάνθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τα επίδικα έγγραφα δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η πρόθεση της Toshiba να αποστασιοποιηθεί από την gentlemen’s agreement είχε διαμορφωθεί από τη σύσκεψη της Βιέννης και είχε γίνει σαφώς αντιληπτή από τους λοιπούς μετέχοντες στην ως άνω σύσκεψη, καθόσον μάλιστα από τα ως άνω έγγραφα προέκυπτε επίσης ότι η συνέχιση της συμπράξεως δεν είχε νόημα, δεδομένης της σπουδαιότητας την οποία προσέδιδαν τα μέρη στη συμμετοχή της Toshiba στη σύμπραξη αυτή. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αντλείται από αντιφατική αιτιολογία.

57

Σε ό,τι αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα περί παραμορφώσεως, από το Γενικό Δικαστήριο, του περιεχομένου των επίδικων εγγράφων, από τα έγγραφα αυτά ουδόλως προκύπτει ότι η Toshiba αποσύρθηκε από την gentlemen’s agreement από τη σύσκεψη της Βιέννης. Ειδικότερα, όπως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 119 έως 121 των προτάσεών του, αφενός από το εσωτερικό σημείωμα του M., από την εταιρία Fuji, σχετικά με τη σύσκεψη της Βιέννης, προκύπτει ότι εκκρεμούσε ακόμη η λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συμμετοχή της Toshiba στις συσκέψεις που θα έποντο της συστάσεως της TM T&D. Είναι αληθές ότι από το επεξηγηματικό σημείωμα της εταιρίας Fuji για την ως άνω σύσκεψη προκύπτει ότι «το ενδεχόμενο συμμετοχής της Toshiba στις συσκέψεις μετά τη σύσταση της TM T&D (ενώ η Mitsubishi δεν συμμετέχει) απορρίφθηκε από την Toshiba». Το εν λόγω σημείωμα επισημαίνει όμως ακόμη ότι «δεδομένου ότι η Mitsubishi δεν συμμετέχει πλέον στις εν λόγω συσκέψεις, πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά με το επιτρεπτό της συμμετοχής της TM T&D σε αυτές».

58

Αφετέρου, από τα πρακτικά της συσκέψεως της Βιέννης προκύπτει σαφώς ότι το ζήτημα της συμμετοχής της Toshiba στις μελλοντικές συσκέψεις θα αποφασιζόταν «σχετικά σύντομα» και ότι το ζήτημα αυτό θα αποτελούσε το κύριο θέμα της επόμενης συσκέψεως. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του.

59

Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αιτιολογίες του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατικές ή ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. Βάσει των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

– Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

60

Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατ’ ουσίαν η Toshiba μέμφεται το Γενικό Δικαστήριο καθόσον δεν διαπίστωσε την αποστασιοποίησή της από την gentlemen’s agreement κατά τη σύσκεψη της Βιέννης, παρά τις δηλώσεις τις οποίες πραγματοποίησε η Toshiba κατά την ως άνω σύσκεψη και παρά το γεγονός ότι αυτή δεν μετέσχε στη σύσκεψη της Ζυρίχης.

61

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνήφθησαν συμφωνίες θίγουσες τον ανταγωνισμό, χωρίς να αντιταχθεί σαφώς στις συμφωνίες αυτές, προς επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Άπαξ και αποδείχθηκε η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, απόκειται στην ως άνω επιχείρηση να επικαλεσθεί ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι το πνεύμα της συμμετοχής της στις εν λόγω συσκέψεις δεν στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι αυτοί (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 81).

62

Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον μια επιχείρηση αποστασιοποιήθηκε πράγματι, καθοριστικό στοιχείο για να κριθεί αν η οικεία επιχείρηση είχε πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από την παράνομη συμφωνία είναι η ερμηνεία των προθέσεών της από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, C‑510/06 P, EU:C:2009:166, σκέψη 120).

63

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η έννοια της «δημόσιας αποστασιοποιήσεως» απηχεί μια πραγματική κατάσταση, την ύπαρξη της οποίας διαπιστώνει το Γενικό Δικαστήριο κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων που του έχουν υποβληθεί και κατόπιν συνολικής εκτιμήσεως όλων των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων και ενδείξεων. Εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Επομένως η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Comap κατά Επιτροπής, C-290/11 P, EU:C:2012:271, σκέψη 71).

64

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο καταρχάς δέχθηκε, βασιζόμενο στην ανάλυση των επίδικων εγγράφων, ότι υπήρχαν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμμετοχή της Toshiba στην παράβαση μετά τη σύσκεψη της Βιέννης και ότι, χωρίς τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας, η διατήρηση της gentlemen’s agreement δεν είχε νόημα για τους μετέχοντες στη σύμπραξη.

65

Εν συνεχεία, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε από τα επίδικα έγγραφα ότι το ζήτημα της μελλοντικής συμμετοχής της Toshiba στη σύμπραξη και της διατηρήσεως της εν λόγω συμπράξεως επρόκειτο να συζητηθεί σε μελλοντική σύσκεψη.

66

Τέλος, στη σκέψη 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από τα επίδικα έγγραφα προέκυπτε ότι οι επιχειρήσεις που είχαν μετάσχει στη σύσκεψη της Βιέννης, μεταξύ των οποίων και η Toshiba, είχαν επιβεβαιώσει την gentlemen’s agreement και τους κανόνες γνωστοποιήσεως των έργων οι οποίοι απέρρεαν από τη σύμπραξη αυτή.

67

Ως εκ τούτου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 213 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βάσει της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη, ότι κατά τη σύσκεψη της Βιέννης η Toshiba δεν είχε αποστασιοποιηθεί οριστικώς από τη σύμπραξη, δεδομένης, ιδίως, της επιβεβαιώσεως των κανόνων γνωστοποιήσεως των έργων που προβλέπονταν στην gentlemen’s agreement.

68

Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Toshiba κατ’ ουσίαν καλεί το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με τη δική του εκτίμηση.

69

Συνεπώς, στο μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, από την εξέταση των επίδικων εγγράφων δεν προκύπτει πρόδηλη παραμόρφωση του περιεχομένου τους, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

– Επί του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

70

Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Toshiba υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι η Toshiba μετέσχε στην gentlemen’s agreement κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της συσκέψεως της Βιέννης και της συσκέψεως της Ζυρίχης, χωρίς να ελέγξει αν η Toshiba όντως μετέσχε στη σύσκεψη της Ζυρίχης, παρέβη την αρχή της προσωπικής ευθύνης.

71

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η συμμετοχή επιχειρήσεως σε σύσκεψη έχουσα ως αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού συνιστά τεκμήριο υπέρ του παράνομου χαρακτήρα της συμμετοχής αυτής, το οποίο η ως άνω επιχείρηση οφείλει να ανατρέψει αποδεικνύοντας τη δημόσια αποστασιοποίηση, η οποία πρέπει να γίνει αντιληπτή ως τέτοια από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση Total Marketing Services κατά Επιτροπής, C‑634/13 P, EU:C:2015:614, σκέψη 21).

72

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας με τις οποίες αποσκοπούσε να αποδείξει ότι δεν είχε μετάσχει στη σύμπραξη μέχρι τη σύσκεψη της Ζυρίχης ήταν αλυσιτελείς.

73

Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, παραπέμποντας στη διαλαμβανόμενη στις σκέψεις 205 έως 214 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετική εκτίμησή του, στο γεγονός ότι η Toshiba δεν αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη κατά τη σύσκεψη της Βιέννης και ότι, κατά την τελευταία αυτή σύσκεψη, οι μετέχοντες συμφώνησαν να συζητήσουν κατά την επόμενη σύσκεψη, δηλαδή τη διεξαχθείσα στις 15 και 16 Μαΐου 2003 σύσκεψη της Ζυρίχης, τη μελλοντική συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην gentlemen’s agreement.

74

Η διαπίστωση αυτή είναι καθοριστική διότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, κατά τη σύσκεψη της Βιέννης, οι μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή, μεταξύ των οποίων και η Toshiba, επιβεβαίωσαν την gentlemen’s agreement καθώς και τους απορρέοντες από την ως άνω σύμπραξη κανόνες γνωστοποιήσεως των έργων.

75

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στη σύσκεψη της Ζυρίχης δεν είχε σημασία για τους σκοπούς της διαπιστώσεως ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη είχε διατηρηθεί μέχρι την τελευταία αυτή σύσκεψη.

76

Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

77

Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

78

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, που αφορά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Toshiba υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθώς το σημείο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, ιδίως σε ό,τι αφορά την έννοια του «σχετικού γεωγραφικού χώρου (ευρύτερου του ΕΟΧ)». Ειδικότερα, ενώ η σύμπραξη αφορούσε αποκλειστικώς τα εδάφη του ΕΟΧ και της Ιαπωνίας, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, προκειμένου να αντικατοπτρισθεί καταλλήλως η βαρύτητα της συμμετοχής των μετεχόντων στην παράβαση, τα παγκόσμια μερίδια αγοράς των παραγωγών μετασχηματιστών ισχύος. Εφόσον όμως σκοπός της παράνομης συμπράξεως ήταν να προστατεύσει τις αγορές του ΕΟΧ και της Ιαπωνίας, η Toshiba θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει υπόψη, προκειμένου να υπολογίσει το βασικό ποσό του προστίμου, μόνο τα μερίδια αγοράς στα εδάφη αυτά.

79

Σε αντίθεση με τα όσα αναπτύχθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 276 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η λήψη υπόψη των μεριδίων αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο θα δικαιολογούνταν μόνο σε περίπτωση απουσίας φραγμών εισόδου στην αγορά του ΕΟΧ. Ειδικότερα, αν υφίστανται τέτοιοι φραγμοί, πράγμα που συμβαίνει εν προκειμένω, οι Ιάπωνες παραγωγοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στο έδαφος αυτό μερίδια αγοράς αντίστοιχα προς εκείνα που κατέχουν σε παγκόσμιο επίπεδο.

80

Η Toshiba υποστηρίζει ακόμη ότι, δεδομένου ότι κάθε γεωγραφική αγορά έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε, στη σκέψη 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν ικανή να λάβει υπόψη τους «φραγμούς εισόδου που ενδεχομένως υφίστανται στα διάφορα γεωγραφικά τμήματα της παγκόσμιας αγοράς».

81

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

82

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Toshiba προβάλλει, κατ’ ουσίαν, εσφαλμένη ερμηνεία του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση της Επιτροπής κατά την οποία, εν προκειμένω, ο κατά τη διάταξη αυτή «σχετικός γεωγραφικός χώρος (ευρύτερος του ΕΟΧ)» μπορούσε να εκτείνεται όχι μόνο στα εδάφη του ΕΟΧ και της Ιαπωνίας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

83

Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή εξέδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, στο πλαίσιο της επιβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 προστίμων, με σκοπό την εξασφάλιση της διαφάνειας και του αντικειμενικού χαρακτήρα των αποφάσεών της. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, το οποίο δικαιολογεί τη συνεκτίμηση της οικονομικής ισχύος της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως (απόφαση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 142). Ειδικότερα, η επιδίωξη του εν λόγω επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, στην οποία γίνεται εκ νέου αναφορά στο σημείο 4 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, δικαιολογεί τη συνεκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλονται κυρώσεις (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις YKK κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-408/12 P, EU:C:2014:2153, σκέψη 85, καθώς και Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C-286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 143).

84

Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της καθώς και των σκοπών του καθεστώτος κυρώσεων το οποίο έχει θεσπίσει ο κανονισμός 1/2003, τις συνέπειες που πρέπει να έχουν οι κυρώσεις στην εμπλεκόμενη επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών που αντικατοπτρίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως αυτής την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση (βλ. απόφαση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C-286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 144).

85

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το σημείο 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, που αφορά τις παραβάσεις των οποίων η γεωγραφική έκταση δεν υπερβαίνει εκείνη του ΕΟΧ, προβλέπει ότι η αξία των πωλήσεων που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου είναι η αξία των σχετιζόμενων με την παράβαση πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση. Σκοπός του σημείου αυτού είναι να προσδιορίσει ως βάση αναφοράς για τον υπολογισμό του επιβαλλόμενου σε επιχείρηση προστίμου ποσό το οποίο αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παραβάσεως και το σχετικό βάρος της συγκεκριμένης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, C‑286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 148).

86

Ομοίως, το σημείο 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, εισάγοντας παρέκκλιση από την οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου τον οποίο προβλέπει το σημείο 13 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, επιδιώκει να αντικατοπτρίσει κατά τον πλέον κατάλληλο τρόπο τη βαρύτητα και την οικονομική ισχύ της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως, προς εξασφάλιση επαρκούς αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου.

87

Εν προκειμένω, ερμηνεία της έννοιας του «σχετικού γεωγραφικού χώρου (ευρύτερου του ΕΟΧ)» που θα ελάμβανε υπόψη μόνο τα εδάφη τα οποία αφορά η παράνομη σύμπραξη θα αντέβαινε στον σκοπό του σημείου 18 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 καθώς και του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003.

88

Ειδικότερα, όπως υποστήριξε η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, αν είχαν ληφθεί υπόψη μόνον οι πωλήσεις εντός του ΕΟΧ, η Toshiba θα είχε αποφύγει εντελώς την επιβολή προστίμου, δεδομένου ότι δεν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις εντός του ΕΟΧ κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή. Εξάλλου, ακόμη και αν είχαν ληφθεί υπόψη οι πωλήσεις στην Ιαπωνία, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε αγνοήσει το γεγονός ότι τα μέρη της gentlemen’s agreement είναι παραγωγοί μετασχηματιστών ισχύος οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 275 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, «αποτέλεσμα της gentlemen’s agreement ήταν η μη χρησιμοποίηση της παγκόσμιας ανταγωνιστικής δυναμικότητας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων προς όφελος της αγοράς του ΕΟΧ». Ο περιορισμός κατά συνέπεια του σχετικού γεωγραφικού χώρου στις δύο αυτές περιοχές δεν θα αντικατόπτριζε καταλλήλως τη βαρύτητα της συμμετοχής της επιχειρήσεως στη σύμπραξη και δεν θα εξασφάλιζε το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου.

89

Επισημαίνεται ακόμη ότι, όπως υποστηρίζει ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 153 των προτάσεών του, η λήψη υπόψη μόνο των εδαφών της Ιαπωνίας ή του ΕΟΧ θα συνεπαγόταν, κατ’ ουσίαν, την επιβράβευση των μετεχόντων στην gentlemen’s agreement για την τήρηση των όρων της παράνομης συμπράξεως, που προέβλεπε ακριβώς ότι τα μέρη έπρεπε να απέχουν πλήρως από τις πωλήσεις στο έδαφος της έτερης ομάδας επιχειρήσεων.

90

Βάσει των ως άνω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικυρώνοντας, στις σκέψεις 282 και 292 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη μέθοδο υπολογισμού του βασικού ποσού των προστίμων την οποία χρησιμοποίησε εν προκειμένω η Επιτροπή.

91

Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

92

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

93

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Toshiba ηττήθηκε, η δε Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της εταιρίας αυτής στα δικαστικά έξοδα, πρέπει αυτή να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Toshiba Corporation στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 )   Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.