ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 — Άρθρο 4 — Ίση μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως — Δικαίωμα διαμονής — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Εθνική νομοθεσία η οποία αρνείται τη χορήγηση ορισμένων οικογενειακών επιδομάτων ή πιστώσεως φόρου λόγω τέκνου στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών που δεν έχουν δικαίωμα νόμιμης διαμονής»

Στην υπόθεση C‑308/14,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, που ασκήθηκε στις 27 Ιουνίου 2014,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. Wilderspin,

προσφεύγουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπουμένου από τον M. Holt και την J. Beeko, επικουρούμενους από τον J. Coppel, QC,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, F. Biltgen, E. Levits, M. Berger (εισηγήτρια) και S. Rodin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Ιουνίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Οκτωβρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, επιβάλλοντας στους αιτούμενους τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων ή πιστώσεως φόρου λόγω τέκνου την προϋπόθεση να έχουν δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό στην ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός 883/2004

2

Το άρθρο 1, στοιχεία ιʹ και κστʹ, του κανονισμού 883/2004 περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[...]

ι)

“κατοικία”: ο τόπος στον οποίο διαμένει συνήθως ένα πρόσωπο·

[...]

κστ)

“οικογενειακή παροχή”: όλες οι παροχές σε είδος ή σε χρήμα που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, εξαιρουμένων των προκαταβολών παροχών διατροφής και των ειδικών επιδομάτων τοκετού και υιοθεσίας που αναφέρονται στο Παράρτημα I.»

3

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

[...]

ι)

οικογενειακές παροχές.»

4

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, που επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει τα εξής:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

5

Το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[...]

3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

[...]

ε)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.»

6

Το άρθρο 67 του κανονισμού 883/2004 ορίζει τα εξής:

«Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. [...]»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009

7

Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), προβλέπει, στο άρθρο 11, που επιγράφεται «Στοιχεία για τον προσδιορισμό της κατοικίας», τα ακόλουθα:

«1.   Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της κατοικίας ενός προσώπου για το οποίο εφαρμόζεται ο βασικός κανονισμός, οι φορείς αυτοί προσδιορίζουν με κοινή συμφωνία το κέντρο των συμφερόντων του εν λόγω προσώπου, βάσει συνολικής αξιολόγησης όλων των διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούν συναφή στοιχεία, στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται ανάλογα με την περίπτωση:

α)

η διάρκεια καθώς και η συνεχής παρουσία στην επικράτεια των σχετικών κρατών μελών·

β)

η κατάσταση ενός προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται:

i)

η φύση και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ασκούμενης δραστηριότητας, και ιδίως ο τόπος όπου ασκείται συνήθως η δραστηριότητα, η σταθερότητα της δραστηριότητας, και η διάρκεια της τυχόν σύμβασης εργασίας,

ii)

η οικογενειακή κατάσταση και οι οικογενειακοί δεσμοί του,

iii)

η άσκηση τυχόν μη αμειβομένων δραστηριοτήτων,

iv)

στην περίπτωση σπουδαστών, η πηγή των εισοδημάτων τους,

v)

οι συνθήκες στέγασής του, και ειδικότερα ο βαθμός μονιμότητάς [της],

vi)

το κράτος μέλος όπου θεωρείται ότι βρίσκεται η φορολογική κατοικία του προσώπου.

2.   Εάν η εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων βάσει συναφών στοιχείων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στους σχετικούς φορείς να καταλήξουν σε συμφωνία, η βούληση του προσώπου, όπως προκύπτει από αυτά τα στοιχεία και τις περιστάσεις, και ιδίως οι λόγοι που το οδήγησαν στην απόφαση να μετακινηθεί, θεωρούνται καθοριστικά για τον προσδιορισμό του πραγματικού κράτους μέλους κατοικίας του.»

Η οδηγία 2004/38/ΕΚ

8

Η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), ορίζει, στο άρθρο 7 που επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», τα εξής:

«1.   Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

γ)

έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

δ)

είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

[...]

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

αν ο ενδιαφερόμενος είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος·

β)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης·

γ)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου·

δ)

αν ο ενδιαφερόμενος παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης. Εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος είναι ακουσίως άνεργος, η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και της κατάρτισης.

[...]»

9

Το άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσον ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους των άρθρων 7, 12 και 13, τα κράτη μέλη δύνανται να ελέγχουν εάν πληρούνται οι όροι αυτοί. Ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά.

3.   Η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογένειάς του δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης.»

10

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για κάθε απόφαση περιοριστική της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για άλλους λόγους εκτός της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.»

11

Το άρθρο 24 της ίδιας οδηγίας, που επιγράφεται «Ίση μεταχείριση», ορίζει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο (β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

Η νομοθεσία περί οικογενειακών επιδομάτων

12

Το άρθρο 141 του Social Security Contributions and Benefits Act 1992 (νόμος του 1992 περί εισφορών και παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, στο εξής: νόμος του 1992) προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κάθε πρόσωπο που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα ή νεαρό άτομο δυνάμενο να ληφθεί υπόψη κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε εβδομάδας δικαιούται, βάσει των διατάξεων του παρόντος τίτλου, επιδόματα […] τα οποία αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη εβδομάδα, για το συντηρούμενο ή τα συντηρούμενα τέκνα ή τα νεαρά άτομα που δύνανται να ληφθούν υπόψη.»

13

Τα επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 141 του νόμου του 1992 (στο εξής: οικογενειακά επιδόματα) αποτελούν παροχή η οποία προορίζεται, μεταξύ άλλων, να καλύψει μέρος των εξόδων στα οποία υποβάλλεται το πρόσωπο που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα για τη φροντίδα τους. Μπορούν να καταβάλλονται για κάθε τέκνο, το δε ποσό που καταβάλλεται για το πρώτο τέκνο είναι υψηλότερο από το καταβαλλόμενο για τα επόμενα τέκνα. Τα επιδόματα αυτά αποτελούν μη ανταποδοτική καθολική παροχή το κόστος της οποίας χρηματοδοτείται κατά κανόνα μέσω της φορολογίας. Οι αιτούμενοι οικογενειακά επιδόματα που διαθέτουν υψηλότερα εισοδήματα υπόκεινται, ωστόσο, σε φορολογική παρακράτηση με την οποία οφείλουν να επιστρέψουν ποσό ίσο, κατά μέγιστο όριο, προς τη ληφθείσα παροχή.

14

Το άρθρο 146 του νόμου του 1992 ορίζει τα εξής:

«1)   Κανένα εβδομαδιαίο οικογενειακό επίδομα για ανήλικο τέκνο ή νεαρό άτομο που έχει δυνάμει δικαίωμα να λάβει τέτοιο επίδομα δεν καταβάλλεται αν αυτό δεν βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης εβδομάδας.

2)   Ουδείς δικαιούται να ζητήσει την καταβολή εβδομαδιαίου οικογενειακού επιδόματος αν δεν βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης εβδομάδας.

3)   Είναι δυνατόν να καθοριστούν προϋποθέσεις υπό τις οποίες οποιοδήποτε άτομο θεωρείται, από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του υποτμήματος 1 ή 2, ως ευρισκόμενο ή μη ευρισκόμενο στη Μεγάλη Βρετανία.»

15

Ο κανόνας 23 του Child Benefit (General) Regulations 2006 (SI 2006/223) [(γενικός) κανονισμός περί οικογενειακών επιδομάτων], προβλέπει τα ακόλουθα:

«1)

Ένα πρόσωπο θεωρείται ως μη ευρισκόμενο στη Μεγάλη Βρετανία από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 146, παράγραφος 2, του [νόμου του 1992] αν δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

2)

Η παράγραφος 1 δεν έχει εφαρμογή στους δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν στην αλλοδαπή και στους/στις συζύγους τους.

3)

Ένα πρόσωπο που βρίσκεται στη Μεγάλη Βρετανία λόγω απομακρύνσεως, απελάσεως ή άλλης εκ του νόμου απαγορεύσεως διαμονής στο έδαφος άλλης χώρας θεωρείται ως έχον τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

4)

Ένα πρόσωπο θεωρείται ως μη ευρισκόμενο στη Μεγάλη Βρετανία από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 146, παράγραφος 2, του νόμου του 1992, όταν ζητεί τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων από 1ης Μαΐου 2004 και δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.»

16

Αντίστοιχες διατάξεις ισχύουν για τις αιτήσεις χορηγήσεως οικογενειακών επιδομάτων που υποβάλλονται στη Βόρεια Ιρλανδία. Πρόκειται, αφενός, για το άρθρο 142 του Social Security Contributions and Benefits (Northern Ireland) Act 1992 [νόμου (της Βόρειας Ιρλανδίας) του 1992 περί των εισφορών και των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως], διάταξη η οποία απαιτεί από τον αιτούντα να βρίσκεται «στη Βόρεια Ιρλανδία» κατά την επίμαχη εβδομάδα, και, αφετέρου, για τον κανόνα 27 του κανονισμού του 2006, που καθορίζει προϋποθέσεις παρόμοιες με τις προβλεπόμενες από τον κανόνα 23 του κανονισμού αυτού όσον αφορά τις αιτήσεις που υποβάλλονται στη Μεγάλη Βρετανία.

Η νομοθεσία περί πιστώσεως φόρου

17

Ο Tax Credits Act 2002 (νόμου του 2002 περί πιστώσεως φόρου) προβλέπει καθεστώς πιστώσεως φόρου λόγω τέκνου. Το καθεστώς αυτό θεσπίστηκε, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε το Ηνωμένο Βασίλειο με τη υπόμνημα αντικρούσεως, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα βοηθήματα προς τις οικογένειες στο πλαίσιο του φορολογικού και κοινωνικού συστήματος σε μία και μοναδική κοινωνική παροχή, το καθεστώς δε αυτό περιλαμβάνει πλείονα ήδη υφιστάμενα είδη ενισχύσεων, χορηγούμενα βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, υπέρ των τέκνων. Ο σκοπός που επιδιώκει η θέσπιση του νόμου αυτού συνίσταται στην καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας. Η πίστωση φόρου για τα τέκνα καταβάλλεται στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη συντήρηση ενός ή πλειόνων τέκνων (άρθρο 8 του νόμου του 2002 περί πιστώσεως φόρου). Το ποσό της πιστώσεως συνδέεται με τους πόρους των ενδιαφερομένων προσώπων, ενώ καταβάλλονται κλιμακούμενες παροχές αναλόγως του αριθμού των τέκνων που αποτελούν την οικογένεια και όταν τα εισοδήματά της υπερβαίνουν ένα ορισμένο κατώτατο όριο. Αυτό το καθεστώς πιστώσεως φόρου αντικατάστησε διάφορες παροχές που, δικαιολογουμένες από την παρουσία συντηρουμένων τέκνων, καταβάλλονταν στους δικαιούχους των παροχών των οποίων η χορήγηση και το ύψος εξαρτώνταν από τους πόρους των αιτούντων τη χορήγησή τους. Η πίστωση φόρου λόγω τέκνου αποτελεί παροχή το κόστος της οποίας χρηματοδοτείται κατά κανόνα μέσω της φορολογίας.

18

Το άρθρο 3 του νόμου του 2002 περί πιστώσεως φόρου, που επιγράφεται «Αιτήσεις», προβλέπει τα ακόλουθα:

«[...]

3)

Αίτηση πιστώσεως φόρου μπορεί να υποβληθεί

a)

από κοινού από τα μέλη ζεύγους εφόσον αμφότερα είναι άνω των δεκαέξι ετών και βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή

b)

από πρόσωπο που έχει ηλικία τουλάχιστον δεκαέξι ετών και βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, πλην όμως δεν έχει το δικαίωμα υποβολής αιτήσεως δυνάμει του σημείου a (από κοινού με άλλο πρόσωπο).

[...]

7)

Είναι δυνατόν να καθοριστούν προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα άτομο λογίζεται, από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος τμήματος, ως ευρισκόμενο ή μη ευρισκόμενο στο Ηνωμένο Βασίλειο.»

19

Ο κανόνας 3 του Tax Credits (Residence) Regulation 2003 (SI 2003/654) [κανονισμός του 2003 περί πιστώσεως φόρου (κατοικία)] ορίζει τα εξής:

«1)

Ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ως μη ευρισκόμενο στο Ηνωμένο Βασίλειο από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του τμήματος 1 του νόμου του 2002 περί πιστώσεως φόρου αν δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.

[...]

4)

Προς τον σκοπό της πιστώσεως φόρου για πρόσωπα που τελούν εν ενεργεία, ένα πρόσωπο θεωρείται ως έχον τη συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο αν ασκεί εκεί τα δικαιώματά του ως εργαζόμενος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612 του Συμβουλίου, [της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ, ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33)], όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/38 ή με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, [της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ’ αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64)] ή αν έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με την [οδηγία 2004/38].

5)

Ένα πρόσωπο θεωρείται ως μη ευρισκόμενο στο Ηνωμένο Βασίλειο από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του νόμου του 2002 περί πιστώσεως φόρου

a)

αν υποβάλει αίτηση πιστώσεως φόρου λόγω τέκνου […], από 1ης Μαΐου 2004, και

b)

δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.»

Ο Immigration Act 1971

20

Το άρθρο 2 του Immigration Act 1971 (νόμου του 1971 περί μεταναστεύσεως) ορίζει τα ακόλουθα:

«Κήρυξη του δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο

1)   Δυνάμει του παρόντος νόμου, ένα πρόσωπο έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο

a)

αν πρόκειται για Βρετανό πολίτη· ή

b)

αν πρόκειται για πολίτη της Κοινοπολιτείας ο οποίος

i)

μόλις πριν από την έναρξη της ισχύος του British Nationality Act 1981 [(νόμου του 1981 περί της βρετανικής ιθαγένειας)], ήταν πολίτης της Κοινοπολιτείας έχων δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο d), ή του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παρόντος νόμου όπως ίσχυε τότε· και

ii)

δεν έπαυσε ενδιαμέσως να είναι πολίτης της Κοινοπολιτείας.

[…]»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

21

Αφού έλαβε πολυάριθμες καταγγελίες από υπηκόους άλλων κρατών μελών διαμένοντες στο Ηνωμένο Βασίλειο οι οποίοι κατήγγειλαν ότι οι αρμόδιες βρετανικές αρχές τούς είχαν αρνηθεί τη χορήγηση ορισμένων κοινωνικών παροχών με την αιτιολογία ότι δεν είχαν δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους αυτού, η Επιτροπή απηύθυνε στο εν λόγω κράτος, κατά τη διάρκεια του 2008, αίτηση παροχής διευκρινίσεων.

22

Το Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσε, με δύο έγγραφα της 1ης Οκτωβρίου 2008 και της 20ής Ιανουαρίου 2009, ότι, βάσει της βρετανικής νομοθεσίας, ενώ το δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο παρέχεται σε όλους υπηκόους του κράτους μέλους αυτού, θεωρείται ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών δεν έχουν δικαίωμα διαμονής. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, ο περιορισμός αυτός στηρίζεται στην έννοια του «δικαιώματος διαμονής» κατά την οδηγία 2004/38 και στα όρια που αυτή καθορίζει στο εν λόγω δικαίωμα, ιδίως όσον αφορά την απαίτηση να διαθέτει ένα πρόσωπο που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

23

Στις 4 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή απηύθυνε στο Ηνωμένο Βασίλειο προειδοποιητική επιστολή σχετικά με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οι οποίες προβλέπουν ότι, για τη χορήγηση ορισμένων παροχών, οι αιτούντες πρέπει να έχουν δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος ως προαπαιτούμενο για να μπορούν να λογίζονται ως συνήθως διαμένοντες στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: κριτήριο του δικαιώματος διαμονής).

24

Με έγγραφο της 30ής Ιουλίου 2010, το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στην προειδοποιητική επιστολή υποστηρίζοντας ότι το εθνικό σύστημά του δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις και ότι το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής δικαιολογείται ως μέτρο που τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό της διασφαλίσεως του ότι οι παροχές χορηγούνται σε πρόσωπα επαρκώς ενσωματωμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

25

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2011.

26

Μη ικανοποιηθείσα από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

Επί της εκτάσεως του αντικειμένου της προσφυγής

27

Λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει την προσφυγή της στις οικογενειακές παροχές και στην πίστωση φόρου λόγω τέκνου (στο εξής: επίμαχες κοινωνικές παροχές), αποκλείοντας τις «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα» που επίσης αποτελούσαν αντικείμενο της αιτιολογημένης γνώμης και οι οποίες, σύμφωνα με αυτή την απόφαση του Δικαστηρίου, μπορούν να χαρακτηριστούν ως παροχές «κοινωνικής πρόνοιας» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38.

Επί της ουσίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

28

Η κύρια αιτίαση που προβάλλει η Επιτροπή κατά του Ηνωμένου Βασιλείου έγκειται στο ότι, απαιτώντας από τον αιτούντα τις επίμαχες κοινωνικές παροχές να πληροί το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής ώστε να αντιμετωπιστεί ως συνήθως διαμένων στο κράτος μέλος αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο προσέθεσε μία προϋπόθεση η οποία δεν προβλέπεται στον κανονισμό 883/2004. Η προϋπόθεση αυτή στερεί από τα πρόσωπα που δεν την πληρούν την κάλυψη που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως σε ένα από τα κράτη μέλη, κάλυψη την οποία σκοπεί να διασφαλίσει ο εν λόγω κανονισμός.

29

Κατά την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, ένα πρόσωπο που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα υπόκειται, καταρχήν, στη νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του. Συναφώς, το άρθρο 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού αυτού ορίζει ως «κατοικία», από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, τον τόπο στον οποίο διαμένει συνήθως ένα πρόσωπο, η δε έννοια της «συνήθους κατοικίας» έχει αυτοτελή σημασία στο δίκαιο της Ένωσης.

30

Κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε τη σκέψη 29 της αποφάσεως της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Swaddling (C‑90/97, EU:C:1999:96), ως συνήθης κατοικία νοείται ο τόπος στον οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του ενδιαφερομένου. Για τον προσδιορισμό αυτού του κέντρου συμφερόντων, πρέπει να λαμβάνονται, ιδίως, υπόψη η οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου, οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη μετακίνησή του, η διάρκεια και η συνέχεια της κατοικίας του, το γεγονός ότι έχει ενδεχομένως σταθερή απασχόληση και η πρόθεση του εργαζομένου, όπως αυτή συνάγεται από όλες τις κρίσιμες περιστάσεις.

31

Ειδικότερα, ο τόπος αυτός πρέπει να προσδιορίζεται σε συνάρτηση προς τις πραγματικές περιστάσεις και την κατάσταση των ενδιαφερομένων, ανεξαρτήτως της νομικής καταστάσεώς τους εντός του κράτους μέλους υποδοχής και του κατά πόσον έχουν δικαίωμα διανομής στο έδαφός του βάσει, παραδείγματος χάριν, της οδηγίας 2004/38. Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 883/2004 αποδίδει ειδική σημασία στην έννοια της «κατοικίας», η οποία είναι ανεξάρτητη της σημασίας που της αποδίδεται σε άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης ή στο εθνικό δίκαιο και δεν εξαρτάται από τυχόν νομικές προϋποθέσεις.

32

Το άρθρο 11 του κανονισμού 88372004 δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του ουσιαστικού δικαίου των κρατών μελών, αλλά στη διαμόρφωση ενός συστήματος κανόνων συγκρούσεως που αφαιρούν από τον εθνικό νομοθέτη την εξουσία να καθορίζει την έκταση και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της δικής του εθνικής νομοθεσίας στον τομέα αυτόν. Συνεπώς, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το σύστημα αυτό συνίσταται στη διασφάλιση, αφενός, του ότι έχει εφαρμογή ένα μόνον σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως και, αφετέρου, του ότι τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός 883/2004 δεν στερούνται προστασίας κοινωνικής ασφαλίσεως εν απουσία νομοθεσίας που να τα καλύπτει.

33

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επιβάλλοντας, για το δικαίωμα επί ορισμένων παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, προϋπόθεση την οποία αυτομάτως πληρούν οι δικοί του υπήκοοι, όπως το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής, δημιούργησε κατάσταση άμεσης δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, παρέβη το άρθρο 4 του κανονισμού 88372004.

34

Κατά την Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, μετέβαλε τη θέση του, υποστηρίζοντας, σε πρώτη φάση, ότι το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής δεν αποτελούσε παρά ένα από τα στοιχεία που έπρεπε να εξακριβώνονται προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον ένα πρόσωπο έχει τη συνήθη κατοικία του στο κράτος μέλος αυτό και, σε δεύτερη φάση, ότι επρόκειτο για προϋπόθεση διακρινόμενη της συνήθους κατοικίας, δημιουργούσα δυσμενή μεν διάκριση, πλην όμως δικαιολογημένη.

35

Συναφώς, η Επιτροπή, στηριζόμενη στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, (C‑73/08, EU:C:2010:181), θεωρεί ότι το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, δεδομένου ότι πρόκειται για προϋπόθεση που ισχύει αποκλειστικά για τους αλλοδαπούς, καθόσον οι Βρετανοί υπήκοοι που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο την πληρούν αυτομάτως.

36

Εξάλλου, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι, όπως διατείνεται το Ηνωμένο Βασίλειο, το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής συνεπάγεται απλώς έμμεση δυσμενή διάκριση, το κράτος μέλος αυτό δεν προέβαλε, κατά την Επιτροπή, κανένα επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η επίμαχη άνιση μεταχείριση είναι πρόσφορη και ανάλογη σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο από την επίμαχη εθνική νομοθεσία σκοπό, που συνίσταται στη διασφάλιση της υπάρξεως πραγματικού δεσμού μεταξύ των αιτούντος την παροχή και του κράτους μέλους υποδοχής.

37

Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα δεν πρέπει να καθίστανται βάρος για το σύστημα κοινωνικής προστασίας του κράτους μέλους υποδοχής, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά έχουν επαρκή σύνδεσμο με το κράτος αυτό. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ένα κράτος μέλος υποδοχής δικαιούται μεν να βεβαιώνεται για την ύπαρξη του συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος την παροχή και του κράτους αυτού, πλην όμως, στην περίπτωση των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης, μέσω του κανονισμού 883/2004, καθόρισε τα μέσα εξακριβώσεως της υπάρξεως του συνδέσμου αυτού –ήτοι, εν προκειμένω, χάρις στο κριτήριο της συνήθους κατοικίας–, τα δε κράτη μέλη δεν μπορούν να τροποποιήσουν τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού ή να επιβάλουν πρόσθετες απαιτήσεις.

38

Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο αντικρούει την κύρια αιτίαση της Επιτροπής επικαλούμενο, ιδίως, την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 44), στην οποία το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τα ίδια επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η Επιτροπή και στην υπό κρίση υπόθεση, έκρινε ότι «τίποτε δεν απαγορεύει καταρχήν το να εξαρτάται η χορήγηση κοινωνικών παροχών σε πολίτες της Ένωσης οι οποίοι δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα από την απαίτηση να πληρούν οι τελευταίοι τις προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής».

39

Το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρινίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004, που προβλέπει, όπως το άρθρο 11, «κανόνα συγκρούσεως» που αποσκοπεί στην αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής πλειόνων εθνικών νομοθεσιών στην ίδια κατάσταση και στην αποφυγή του ενδεχομένου τα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ελλείψεως οποιασδήποτε εφαρμοστέας στα πρόσωπα αυτά νομοθεσίας, δεν αποσκοπεί στον καθορισμό των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την ύπαρξη δικαιώματος επί των επίμαχων παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι επί ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα, οπότε, στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους απόκειται καταρχήν να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτές. Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η ίδια συλλογιστική ισχύει και για τον κανόνα συγκρούσεως που προβλέπει το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, που επιτελεί την ίδια λειτουργία με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά ειδικώς τις μη ανταποδοτικού τύπου κοινωνικές παροχές σε χρήμα, προς καθορισμό της νομοθεσίας που έχει εφαρμογή στον αιτούντα.

40

Όσον αφορά την επικουρική αιτίαση της Επιτροπής, που αντλείται από την ύπαρξη άμεσης δυσμενούς διακρίσεως και για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η αιτίαση αυτή δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολογημένη γνώμη την οποία η Επιτροπή τής απηύθυνε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και διατυπώνεται για πρώτη φορά στο δικόγραφο της προσφυγής, οπότε πρέπει να κριθεί απαράδεκτη από το Δικαστήριο.

41

Επιπλέον, το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι είναι θεμιτό να απαιτείται από τους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποδεικνύουν ότι έχουν δικαίωμα διαμονής προκειμένου να τύχουν παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, με την οδηγία 2004/38, επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη υποδοχής να εξαρτούν την παρέμβασή τους από μια τέτοια προϋπόθεση, ούτως ώστε οι εν λόγω πολίτες να μην καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας των κρατών αυτών. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 θα πρέπει, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, να νοείται υπό το πρίσμα αυτής της επιταγής.

42

Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι η εξακρίβωση της πληρώσεως του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής αποτελεί απλώς μία από τις τρεις σωρευτικώς ισχύουσες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να αποδεικνύεται ότι ο αιτών «βρίσκεται» στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας. Οι δύο άλλες προϋποθέσεις, ήτοι η παρουσία επί του βρετανικού εδάφους και η συνήθης κατοικία, μπορούν να πληρούνται ή όχι ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του αιτούντος, οπότε ένας Βρετανός υπήκοος δεν πληροί αυτομάτως την προϋπόθεση της «παρουσίας» στο Ηνωμένο Βασίλειο, που παρέχει δικαίωμα επί των επίμαχων κοινωνικών παροχών.

43

Ασφαλώς, το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζει ότι η πλήρωση των εν λόγω προϋποθέσεων είναι ευχερέστερη για τους υπηκόους του παρά για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών και ότι πρόκειται για μέτρο που εισάγει έμμεση διάκριση. Ωστόσο, στηριζόμενο στις σκέψεις που αναπτύσσει το Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), και οι οποίες αναφέρονται σε παρεμφερές πλαίσιο, το κράτος μέλος αυτό, υποστηρίζει ότι το μέτρο δικαιολογείται αντικειμενικώς από την ανάγκη προστασίας των δημοσίων οικονομικών, δεδομένου ότι οι επίμαχες κοινωνικές παροχές χρηματοδοτούνται όχι από τις εισφορές των δικαιούχων, αλλά μέσω της φορολογίας. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι το μέτρο αυτό είναι δυσανάλογο από πλευράς επιτεύξεως του επιδιωκομένου σκοπού, υπό τους όρους που εκτίθενται στις σκέψεις 71 έως 78 αυτής της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

44

Όσον αφορά την κύρια αιτίαση, στο υπόμνημα απαντήσεως η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), αφορά μόνον την εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 σε σχέση με τις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες εμφανίζουν χαρακτηριστικά τόσο κοινωνικής ασφαλίσεως όσο και κοινωνικής πρόνοιας, ενώ η υπό κρίση υπόθεση αφορά δύο οικογενειακές παροχές, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004, ήτοι πραγματικές παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως στις οποίες δεν έχει εφαρμογή η οδηγία 2004/38. Συναφώς, η Επιτροπή υπογραμμίζει την ύπαρξη, στη σκέψη 44 της αποφάσεως αυτής, προβλήματος μεταφραστικής αποκλίσεως μεταξύ του αγγλικού και του γερμανικού κειμένου, καθόσον στο πρώτο χρησιμοποιούνται οι όροι «social security benefits» («παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως»), ενώ στο δεύτερο, που αποτελεί το αυθεντικό κείμενο της αποφάσεως, χρησιμοποιείται η ευρύτερη έννοια «Sozialleistungen» («κοινωνικές παροχές»).

45

Περαιτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, αντί να ευνοεί την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης, που αποτελεί τον υπολανθάνοντα σκοπό που επιδιώκεται από τη νομοθεσία της Ένωσης περί συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, την παρεμποδίζει, εισάγοντας εμπόδιο στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, το οποίο λαμβάνει τη μορφή δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην έχει ενδεχομένως ένα πρόσωπο δικαίωμα στις επίμαχες κοινωνικές παροχές ούτε στον κράτος καταγωγής του, εντός του οποίου δεν έχει πλέον τη συνήθη κατοικία του, ούτε στο κράτος υποδοχής, αν δεν έχει δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους αυτού.

46

Τέλος, όσον αφορά την επικουρικώς προβαλλόμενη αιτίαση, η Επιτροπή αμφισβητεί την εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου ερμηνεία του κανόνα συγκρούσεως του άρθρου 11 του κανονισμού 883/2004, καθόσον από την απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), προκύπτει ότι η αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη μπορούν θεμιτώς να επιβάλουν περιορισμούς ώστε να μην καθίστανται ο πολίτης της Ένωσης που δέχονται στο έδαφός τους υπέρμετρο βάρος για το σύστημά τους κοινωνικής πρόνοιας ισχύει μόνον για την κοινωνική πρόνοια και δεν εκτείνεται και στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως.

47

Επιπλέον, όσον αφορά την τυχόν δικαιολογία της προϋποθέσεως που συνδέεται με το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προβάλλει κανένα στοιχείο όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα της από πλευράς του σκοπού που επιδιώκει η εθνική νομοθεσία. Το τεστ του «δικαιώματος κατοικίας», ήτοι η εξακρίβωση της πληρώσεως του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής, αποτελεί αυτόματο μηχανισμό που εμποδίζει συστηματικά και αναπόφευκτα τη χορήγηση των παροχών στους αιτούντες που δεν πληρούν το κριτήριο αυτό, ανεξαρτήτως της προσωπικής καταστάσεώς τους και του αν και κατά πόσον έχουν καταβάλει φόρους ή εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, ο μηχανισμός αυτός δεν επιτρέπει τη σύνθετη ατομική εκτίμηση με την οποία το Δικαστήριο επιφορτίζει τα κράτη μέλη υποδοχής σύμφωνα με την απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565).

48

Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο εμμένει στο ότι το εθνικό δίκαιό του έχει εφαρμογή βάσει του κανόνα συγκρούσεως του κανονισμού 883/2004 και ότι ένα πρόσωπο το οποίο έχει τη συνήθη κατοικία του στο έδαφός του μπορεί, παρά ταύτα, να μη δικαιούται τις επίμαχες κοινωνικές παροχές.

49

Όσον αφορά την απόκλιση μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρεί ότι η έκφραση «social benefits» είναι ευρύτερη από την έκφραση «social security benefit» και ότι, αν, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο προέκρινε την πρώτη έκφραση αντί της δεύτερης στο γερμανικό και το γαλλικό κείμενο της αποφάσεως, η περίσταση αυτή διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της αρχής που διατυπώνεται στη σκέψη 44 της εν λόγω αποφάσεως, που καλύπτει και τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά το κράτος μέλος αυτό, ουδόλως συνάγεται από την απόφαση αυτή ότι οι σκέψεις που εκθέτει το Δικαστήριο ισχύουν αποκλειστικά για τις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, πράγμα το οποίο, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε με την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358).

50

Εξάλλου, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, δύσκολα γίνεται κατανοητό πώς τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να καταβάλλουν ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο εισόδημα διαβιώσεως στους πολίτες της Ένωσης που δεν έχουν δικαίωμα διαμονής, ενώ αντιθέτως έχουν υποχρέωση να τους καταβάλλουν παροχές όπως οι επίμαχες κοινωνικές παροχές, οι οποίες βαίνουν πέραν της εξασφαλίσεως του ελαχίστου εισοδήματος διαβιώσεως, δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές παροχές, εφόσον χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας, μπορούν επίσης να αντιπροσωπεύουν μη εύλογο βάρος για τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους υποδοχής, κατά την έννοια της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565).

51

Το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτει ότι οι επίμαχες κοινωνικές παροχές εμφανίζουν εν πάση περιπτώσει χαρακτηριστικά κοινωνικής πρόνοιας, καίτοι αυτό δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η αρχή που καθιερώνεται με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C 140/12, EU:C:2013:565), η οποία αφορά, γενικά, τις «κοινωνικές παροχές», να τυγχάνει εφαρμογής και στις επίμαχες κοινωνικές παροχές. Κατά το κράτος μέλος αυτό, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), ότι μόνον οι μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης των οποίων η διαμονή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 μπορούν να ζητήσουν, όσον αφορά την πρόσβαση στις κοινωνικές παροχές, να τύχουν ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση προς τους ημεδαπούς.

52

Τέλος, το κράτος μέλος αυτό επισημαίνει ότι η Επιτροπή, υποστηρίζοντας, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής αποτελεί «αυτόματο μηχανισμό» που δεν επιτρέπει εκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως όπως απαιτεί το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565), προβάλλει νέα αιτίαση η οποία, ως τοιαύτη, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 127 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

53

Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει επίσης ότι η αντίληψη της λειτουργίας του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής, όπως αυτή εκτίθεται από την Επιτροπή με τη νέα αυτή αιτίαση, είναι εσφαλμένη. Στην πράξη, η διοικητική υπηρεσία που διαχειρίζεται τις επίμαχες κοινωνικές παροχές λαμβάνει υπόψη της, μεταξύ άλλων στοιχείων, τις πληροφορίες που της παρέχει η Department for Work and Pensions (Υπηρεσία Εργασίας και Συντάξεων) προκειμένου να καθορίσει αν ένα πρόσωπο έχει κάνει χρήση της κοινωνικής πρόνοιας. Οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν στην εν λόγω υπηρεσία να καθορίσει αν ο αιτών έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο και αν, ως εκ τούτου, μπορεί να τύχει των επίμαχων κοινωνικών παροχών. Οσάκις δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατά πόσον ο αιτών έχει αυτό το δικαίωμα διαμονής, η υπηρεσία προβαίνει στην ατομική εκτίμηση της προσωπικής καταστάσεώς του, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμήσεως των ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες έχει καταβάλει καθώς και του κατά πόσον αυτός αναζητά ενεργώς θέση απασχολήσεως και έχει πραγματικές πιθανότητες να προσληφθεί.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του χαρακτηρισμού των επίμαχων κοινωνικών παροχών

54

Προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως, πρέπει να καθοριστεί, προκαταρκτικώς, αν οι επίμαχες κοινωνικές παροχές πρέπει να χαρακτηριστούν ως «παροχές κοινωνικής πρόνοιας» ή ως «παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως».

55

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως αφορά το οικογενειακό επίδομα (child benefit) και την πίστωση φόρου λόγω τέκνου (child tax credit), ήτοι δύο χρηματικές παροχές σκοπός των οποίων είναι να συμβάλλουν στην κάλυψη των οικογενειακών βαρών και οι οποίες χρηματοδοτούνται όχι από τις εισφορές των δικαιούχων, αλλά από υποχρεωτική εισφορά φορολογικού χαρακτήρα.

56

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ζήτησε την εγγραφή καμιάς από τις παροχές αυτές στο παράρτημα Χ του κανονισμού 883/2004, οι δε διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι δεν πρόκειται για ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 70 του εν λόγω κανονισμού.

57

Όσον αφορά το οικογενειακό επίδομα, από το άρθρο 141 του νόμου του 1992 προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο που έχει τουλάχιστον ένα συντηρούμενο τέκνο δικαιούται εβδομαδιαίο επίδομα για κάθε τέκνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

58

Δεν αμφισβητείται ότι τα οικογενειακά επιδόματα συνιστούν κοινωνική παροχή προοριζόμενη, ιδίως, να αντισταθμίσει εν μέρει τα έξοδα στα οποία υποχρεούται να υποβληθεί το πρόσωπο που έχει ένα ή πλείονα συντηρούμενα τέκνα. Καταρχήν, πρόκειται για καθολική παροχή που χορηγείται σε οποιοδήποτε πρόσωπο κατόπιν αιτήσεώς του. Ωστόσο, οι αιτούντες που διαθέτουν υψηλά εισοδήματα οφείλουν να επιστρέψουν, στο πλαίσιο των φορολογικών υποχρεώσεών τους, ένα ποσό που αντιστοιχεί, κατά μέγιστο όριο, στη ληφθείσα παροχή.

59

Όσον αφορά την πίστωση φόρου λόγω τέκνου, επίσης δεν αμφισβητείται ότι πρόκειται για χρηματική παροχή που καταβάλλεται σε κάθε πρόσωπο που έχει ένα ή πλείονα συντηρούμενα τέκνα και το ύψος της οποίας κυμαίνεται αναλόγως των οικογενειακών εισοδημάτων, του αριθμού των συντηρουμένων τέκνων, καθώς και άλλων παραγόντων που αφορούν την ατομική κατάσταση της συγκεκριμένης οικογένειας. Παρά την ονομασία της, η πίστωση φόρου λόγω τέκνου αντιστοιχεί σε ποσό το οποίο η αρμόδια διοικητική αρχή καταβάλλει περιοδικώς στους δικαιούχους και το οποίο φαίνεται να συνδέεται με την ιδιότητά τους ως φορολογουμένων. Η παροχή αυτή αντικατέστησε μια σειρά συμπληρωματικών παροχών που καταβάλλονταν στους αιτούντες τη χορήγηση διαφόρων επιδομάτων διαβιώσεως, τα οποία συνδέονταν με τα εισοδήματα και εισπράττονταν για τα συντηρούμενα τέκνα, και των οποίων ο γενικός σκοπός συνίστατο στην καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας.

60

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, παροχές που χορηγούνται αυτομάτως στις οικογένειες που πληρούν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια σχετικά, ιδίως, με το μέγεθός τους, το εισόδημά τους και τους κεφαλαιουχικούς πόρους τους, χωρίς να γίνεται καμία εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών τους και ο σκοπός των οποίων συνίσταται στην αντιστάθμιση των οικογενειακών βαρών, πρέπει να θεωρούνται ως παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, Hughes, C‑78/91, EU:C:1992:331, σκέψη 22, και της 10ης Οκτωβρίου 1996, Hoever και Zachow, C‑245/94 και C‑312/94, EU:C:1996:379, σκέψη 27).

61

Η εφαρμογή των κριτηρίων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως στις επίμαχες κοινωνικές παροχές συνεπάγεται ότι οι παροχές αυτές πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 883/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο κστʹ, του ίδιου κανονισμού.

– Επί της κύριας αιτιάσεως

62

Με την κύρια αιτίαση που προβάλλει προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι εξαρτά τη χορήγηση των επίμαχων κοινωνικών παροχών από την προϋπόθεση να πληροί ο αιτών, πέραν του κριτηρίου που συνδέεται με το γεγονός ότι «διαμένει συνήθως» στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο ιʹ, του ίδιου κανονισμού, και το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής. Η εξέταση του τελευταίου αυτού κριτηρίου δημιουργεί συνεπώς, κατά την Επιτροπή, μη προβλεπόμενη πρόσθετη προϋπόθεση.

63

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή, θεσπίζει «κανόνα συγκρούσεως» σκοπός του οποίου είναι ο καθορισμός της εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται για τη χορήγηση των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα οικογενειακά επιδόματα, τα οποία μπορούν να ζητήσουν τα πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία αʹ έως δʹ του άρθρου 11, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι, μεταξύ άλλων, τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα.

64

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004 αποσκοπεί όχι μόνο στην αποφυγή της ταυτόχρονης εφαρμογής πλειόνων εθνικών νομοθεσιών σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και των εντεύθεν δυναμένων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά επίσης και στην αποφυγή του ενδεχομένου τα εμπίπτοντα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω ελλείψεως νομοθεσίας εφαρμοστέας στα πρόσωπα αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65

Αντιθέτως, αυτή καθαυτήν η εν λόγω διάταξη δεν έχει σκοπό να καθορίσει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υπάρξεως δικαιώματος επί των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Καταρχήν, στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους εναπόκειται να καθορίσει τις προϋποθέσεις αυτές (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano, C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 89).

66

Συνεπώς, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο ιʹ, του ίδιου κανονισμού, ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική διάταξη που εξαρτά το δικαίωμα επί κοινωνικών παροχών, όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, από το κατά πόσον ο αιτών έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

67

Πράγματι, ο κανονισμός 883/2004 δεν οργανώνει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διατηρεί ως έχουν τα διάφορα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και αποσκοπεί αποκλειστικά στον συντονισμό των συστημάτων αυτών προς διασφάλιση της ουσιαστικής ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Επιτρέπει, συνεπώς, τη διατήρηση των διαφορετικών συστημάτων που δημιουργών διαφορετικές απαιτήσεις έναντι διαφορετικών φορέων, κατά των οποίων ο δικαιούχος έχει άμεσα δικαιώματα δυνάμει είτε μόνου του εσωτερικού δικαίου είτε του εσωτερικού δικαίου συμπληρούμενου εν ανάγκη από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 43).

68

Όμως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τίποτε δεν εμποδίζει, καταρχήν, την εξάρτηση της χορηγήσεως κοινωνικών παροχών σε μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης από την προϋπόθεση να πληρούν οι τελευταίοι τις προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 44, και της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano, C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 83).

69

Συνεπώς, ο κανόνας συγκρούσεως τον οποίο προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004 δεν αλλοιώνεται, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, από το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των προϋποθέσεων χορηγήσεως των επίμαχων κοινωνικών παροχών.

70

Τούτου δοθέντος, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι ένα πρόσωπο που δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις χορηγήσεως των επίμαχων κοινωνικών παροχών βρίσκεται σε κατάσταση στην οποία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ούτε το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου ούτε κανένα άλλο δίκαιο.

71

Πράγματι, μια τέτοια κατάσταση δεν διαφέρει από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αιτών που δεν πληροί μία από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ώστε να λάβει οικογενειακή παροχή για οποιονδήποτε άλλο λόγο και ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν έχει ουσιαστικά δικαίωμα επί τέτοιας παροχής σε κανένα κράτος μέλος. Η περίσταση αυτή οφείλεται όχι στο γεγονός ότι κανένα δίκαιο δεν έχει εφαρμογή σ’ αυτόν, αλλά στο γεγονός ότι ο αιτών αυτός δεν πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία έχει εφαρμογή σ’ αυτόν δυνάμει των κανόνων συγκρούσεως.

72

Συναφώς, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, ήδη με την απάντησή του στην αιτιολογημένη γνώμη, αμφισβήτησε σταθερά ότι πρόθεσή του ήταν να εξαρτήσει την εξακρίβωση του συνήθους χαρακτήρα της διαμονής του αιτούντος στο έδαφός του από την προϋπόθεση, ιδίως, να έχει αυτός δικαίωμα νόμιμης διαμονής. Πράγματι, όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 τω προτάσεών του, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν να συνδέσει το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής με τον έλεγχο του τόπου της συνήθους κατοικίας, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004. Όπως υποστήριξε το κράτος μέλος αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο νόμιμος χαρακτήρας της διαμονής του αιτούντος στο έδαφός του αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση την οποία τα μη ασκούντα οικονομική δραστηριότητα πρόσωπα πρέπει να πληρούν προκειμένου να τύχουν των επίμαχων κοινωνικών παροχών.

73

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το κριτήριο του δικαιώματος διαμονής που καθιερώνει η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου επηρεάζει, αυτό καθαυτό, τη διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο ιʹ, του ίδιου κανονισμού, η κύρια αιτίαση που προβάλλει το όργανο αυτό είναι απορριπτέα.

– Επί της επικουρικής αιτιάσεως

74

Επικουρικώς, για την περίπτωση που θα κρινόταν ότι η εξακρίβωση του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής δεν είναι, αυτή καθαυτήν, ενσωματωμένη στην εξακρίβωση του τόπου της συνήθους κατοικίας του αιτούντος τις επίμαχες κοινωνικές παροχές και ότι ο έλεγχος του πρώτου αυτού κριτηρίου πραγματοποιείται αυτοτελώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η θέσπιση του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής στην εθνική νομοθεσία συνεπάγεται, αναπόφευκτα, άμεση, ή τουλάχιστον έμμεση, δυσμενή διάκριση, απαγορευόμενη από το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004.

75

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως εκτίθεται στη σκέψη 68 της παρούσας αποφάσεως, τίποτε δεν εμποδίζει καταρχήν την εξάρτηση της χορηγήσεως κοινωνικών παροχών στους μη ασκούντες οικονομική δραστηριότητα πολίτες της Ένωσης από την ουσιαστική προϋπόθεση να πληρούν αυτοί τους απαιτούμενους όρους ώστε να έχουν δικαίωμα νόμιμης διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής.

76

Ωστόσο, ένα κράτος μέλος υποδοχής το οποίο, προς τον σκοπό της χορηγήσεως κοινωνικών παροχών όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, απαιτεί νόμιμη διαμονή του υπηκόου άλλου κράτους μέλους στο έδαφός του εφαρμόζει έμμεση δυσμενή διάκριση.

77

Πράγματι, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι διάταξη του εθνικού δικαίου πρέπει να θεωρείται ότι συνεπάγεται εμμέσως δυσμενείς διακρίσεις όταν είναι ικανή, ως εκ της φύσεώς της, να θίξει περισσότερο τους υπηκόους άλλων κρατών μελών απ’ ό,τι τους ημεδαπούς και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη θέση ειδικότερα τους πρώτους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, Bressol κ.λπ., C‑73/08, EU:C:2010:181, σκέψη 41).

78

Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η εθνική νομοθεσία επιβάλλει στους αιτούντες τις επίμαχες παροχές να έχουν δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, η νομοθεσία αυτή δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ των Βρετανών υπηκόων και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών, καθόσον αυτή την προϋπόθεση κατοικίας την πληρούν ευχερέστερα οι ημεδαποί, που έχουν το συνηθέστερο ως τόπο κατοικίας τους το Ηνωμένο Βασίλειο, σε σχέση προς τους υπηκόους άλλων κρατών μελών, των οποίων, αντιθέτως, η κατοικία βρίσκεται, κατά κανόνα, σε κράτος μέλος άλλο από το Ηνωμένο Βασίλειο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, Bressol κ.λπ., C‑73/08, EU:C:2010:181, σκέψη 45).

79

Για να δικαιολογείται, μια τέτοια έμμεση δυσμενής διάκριση πρέπει να είναι πρόσφορη για την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και να μην υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια (βλ. μεταξύ άλλων, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψη 46).

80

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανάγκη προστασίας των δημοσίων οικονομικών του κράτους μέλους υποδοχής δικαιολογεί καταρχήν τη δυνατότητα ελέγχου του νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής κατά τον χρόνο της χορηγήσεως κοινωνικής παροχής ιδίως σε πρόσωπα που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη και δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, καθόσον η χορήγηση αυτή μπορεί να έχει επιπτώσεις στο συνολικό επίπεδο των βοηθημάτων που είναι δυνατόν να χορηγηθούν από το κράτος αυτό (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk, C‑184/99, EU:C:2001:458, σκέψη 44· της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar, C‑209/03, EU:C:2005:169, σκέψη 56· της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 61, και της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano, C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 63).

81

Όσον αφορά την αναλογικότητα του κριτηρίου του δικαιώματος διαμονής, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 92 των προτάσεών του, η εκ μέρους των εθνικών αρχών εξακρίβωση, στο πλαίσιο της χορηγήσεως των επίμαχων κοινωνικών παροχών, του κατά πόσον ο αιτών βρίσκεται παρανόμως στο εθνικό έδαφος πρέπει να λογίζεται ως περίπτωση ελέγχου του νόμιμου χαρακτήρα της διαμονής των πολιτών της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38, και πρέπει, κατά συνέπεια, να πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής.

82

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13 της οδηγίας αυτής ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών. Σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσον ένας πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους των εν λόγω άρθρων, τα κράτη μέλη δύνανται να ελέγχουν εάν όντως πληρούνται οι όροι αυτοί. Όμως, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 προβλέπει ότι ο έλεγχος αυτός δεν διενεργείται συστηματικά.

83

Από τις παρατηρήσεις που διατύπωσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για καθεμία από τις επίμαχες κοινωνικές παροχές, ο αιτών οφείλει να παραθέσει, στο έντυπο της αιτήσεως, μια σειρά στοιχείων από τα οποία να διαφαίνεται η ύπαρξη ή όχι δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα στοιχεία δε αυτά ελέγχονται στη συνέχεια από τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής. Μόνον σε ιδιαίτερες περιπτώσεις απαιτείται από τους αιτούντες να αποδείξουν ότι έχουν πράγματι δικαίωμα νόμιμης διαμονής στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως έχουν δηλώσει με το έντυπο της αιτήσεως.

84

Επομένως, από τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο συνάγεται ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, ο έλεγχος της τηρήσεως των όρων της οδηγίας 2004/38 για την ύπαρξη του δικαιώματος διαμονής δεν διενεργείται συστηματικά και, κατά συνέπεια, δεν αντιβαίνει στις επιταγές του άρθρου 14, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Μόνον σε περίπτωση αμφιβολίας προβαίνουν οι βρετανικές αρχές στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να καθορίσουν κατά πόσον ο αιτών πληροί τους όρους της οδηγίας 2004/38, ιδίως τους όρους του άρθρου 7 της οδηγίας και, ως εκ τούτου, κατά πόσον έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

85

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, στην οποία εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκ μέρους του εξακρίβωση της υπάρξεως της παραβάσεως αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑180/14, EU:C:2015:840, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεν παρέσχε στοιχεία καταδεικνύοντα ότι ο έλεγχος αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις της αναλογικότητας, δεν είναι πρόσφορος προς διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού της προστασίας των δημοσίων οικονομικών και υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

86

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι η επίμαχη στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι, προς τον σκοπό της χορηγήσεως των επίμαχων κοινωνικών παροχών, οι αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απαιτούν από τους αιτούντες τη χορήγηση των παροχών αυτών υπηκόους άλλων κρατών μελών να διαμένουν νομίμως στο έδαφός του δεν συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού 883/2004.

87

Κατά συνέπεια η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα και η Επιτροπή ηττήθηκε, η τελευταία πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.