ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 4ης Ιουνίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑299/14

Vestische Arbeit Jobcenter Kreis Recklinghausen

κατά

Jovanna García-Nieto,

Joel Peña Cuevas,

Jovanlis Peña García,

Joel Luis Peña Cruz

[αίτηση του Landessozialgericht Nordrhein-Westfalen (Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Ιθαγένεια της Ένωσης — Ίση μεταχείριση — Πολίτες της Ένωσης αναζητούντες εργασία και διαμένοντες σε άλλο κράτος μέλος — Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει τον αποκλεισμό των προσώπων αυτών από τη χορήγηση ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα — Ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του εν λόγω πολίτη και της αγοράς εργασίας του κράτους μέλους διαμονής»

I – Εισαγωγή

1.

Η κρινόμενη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θέτει κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος μπορεί να αποκλείσει από τη χορήγηση επιδόματος διαβιώσεως μη ανταποδοτικού τύπου, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010 ( 3 ) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), πολίτες άλλων κρατών μελών κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους, ενώ δεν ασκούν ακόμη οικονομική δραστηριότητα και βρίσκονται σε κατάσταση απορίας.

2.

Η υπόθεση αυτή εντάσσεται σε μια σειρά υποθέσεων με προέλευση τη Γερμανία, με την οποία τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται αν είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με την αρχή της ισότητας, η οποία είναι κατοχυρωμένη από πολλές διατάξεις του πρωτογενούς και παράγωγου δικαίου, ο αποκλεισμός ορισμένων πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη χορήγηση των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία κοινωνικών παροχών.

3.

Η πρώτη από τις υποθέσεις αυτές, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), αφορούσε την περίπτωση πολίτη της Ένωσης ο οποίος εισέρχεται σε κράτος μέλος χωρίς την πρόθεση να βρει εργασία σε αυτό και χωρίς τη δυνατότητα να συντηρηθεί με δικά του μέσα. Η δεύτερη υπόθεση, επί της οποίας παρουσίασα τις προτάσεις μου στις 26 Μαρτίου 2015 (υπόθεση Alimanovic, C‑67/14, EU:C:2015:210), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αφορά πολίτη της Ένωσης ο οποίος, αφού εργάστηκε λιγότερο από ένα έτος σε κράτος μέλος διαφορετικό από το δικό του, ζήτησε να του χορηγηθεί επίδομα διαβιώσεως από το κράτος μέλος υποδοχής.

4.

Η κρινόμενη υπόθεση αφορά μια τρίτη περίπτωση: αυτή του πολίτη της Ένωσης ο οποίος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής του στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν είναι μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι διατήρησε την ιδιότητα αυτή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ ( 4 ).

II – Το νομικό πλαίσιο

Α — Το δίκαιο της Ένωσης

1. Η Συνθήκη ΛΕΕ

5.

Κατά το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

6.

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ εγγυάται ειδικότερα την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων «συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας».

2. Ο κανονισμός 883/2004

7.

Το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 περιγράφεται στο άρθρο του 3 ως εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

[...]

η)

παροχές ανεργίας·

[...]

2.   Εκτός αν ορίζεται άλλως στο παράρτημα ΧΙ, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, ανταποδοτικού ή μη ανταποδοτικού τύπου, καθώς και σε συστήματα που αφορούν στις υποχρεώσεις του εργοδότη ή του πλοιοκτήτη.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 70.

[...]

5.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει:

α)

για την κοινωνική πρόνοια και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη·

[...]».

8.

Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

9.

Το κεφάλαιο 9 του τίτλου III του κανονισμού 883/2004 είναι αφιερωμένο στις «[ε]ιδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα». Αποτελείται μόνον από το άρθρο 70, το οποίο έχει τίτλο «Γενική διάταξη» και προβλέπει τα εξής:

«1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα” νοούνται εκείνες οι οποίες:

α)

προορίζονται να παρέχουν:

i)

συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στο άρθρο 3, παράγραφος 1, κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή

ii)

μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

και

β)

στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου· ωστόσο, οι παροχές που χορηγούνται για να καλύψουν συμπληρωματικά ανταποδοτικού τύπου παροχή δεν θεωρούνται ως ανταποδοτικού τύπου παροχές για αυτό και μόνο τον λόγο,

και

γ)

περιλαμβάνονται στο παράρτημα Χ.

3.   Το άρθρο 7 και τα άλλα κεφάλαια του παρόντος τίτλου δεν εφαρμόζονται στις παροχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 παροχές χορηγούνται αποκλειστικά στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν οι ενδιαφερόμενοι και σύμφωνα με τη νομοθεσία του. Οι παροχές αυτές χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας και σε βάρος του.»

10.

Το παράρτημα X του κανονισμού 883/2004, το οποίο ρυθμίζει τις «[ε]ιδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα», περιλαμβάνει, υπό τον τίτλο «Γερμανία», την ακόλουθη διευκρίνιση:

3. Η οδηγία 2004/38

11.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 11 και 21 της οδηγίας 2004/38 έχουν ως εξής:

«(10)

Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει, ωστόσο, να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους.

Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.

[...]

(16)

Ενόσω οι δικαιούχοι του δικαιώματος διαμονής δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, δεν θα πρέπει να απελαύνονται. Ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δεν θα πρέπει να συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης. Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να εξετάζει εάν πρόκειται για περίπτωση προσωρινών δυσκολιών και να λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της παραμονής, την προσωπική κατάσταση και το ποσό της ενίσχυσης που χορηγήθηκε, προκειμένου να εκτιμά εάν ο δικαιούχος αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιάς του και να προβαίνει στην απέλασή του. Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται μέτρο απέλασης επ’ ουδενί κατά μισθωτών, μη μισθωτών ή προσώπων που αναζητούν εργασία, όπως ορίζονται από το Δικαστήριο, παρά μόνο για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

[...]

(21)

Πάντως, θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος υποδοχής να αποφασίζει εάν θα παρέχει σε πρόσωπα που δεν ασκούν μισθωτή δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα ή διατηρούν την ιδιότητα αυτή και στα μέλη της οικογένειάς τους κοινωνική παροχή κατά τους πρώτους τρεις μήνες διαμονής, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στις περιπτώσεις των προσώπων που αναζητούν εργασία, ή σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής.»

12.

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38, που επιγράφεται «Δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες χωρίς κανένα όρο ή διατύπωση πέραν της απαίτησης κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου.»

13.

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, με τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει τα εξής:

«1.   Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί [εργαζόμενοι] στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής [...]

[...]

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

β)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης·

γ)

αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους ή αφού κατέστη ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών και έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου·

[...]».

14.

Το άρθρο 14 της οδηγίας 2004/38 αφορά τη «[δ]ιατήρηση του δικαιώματος διαμονής». Κατά τη διάταξη αυτή:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 6, ενόσω δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής.

[...]

3.   Η προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής πολίτη της Ένωσης ή ενός μέλους της οικογένειάς του δεν συνεπάγεται αυτομάτως τη λήψη μέτρου απέλασης.

4.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2 και με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου VI, δεν λαμβάνεται επ’ ουδενί μέτρο απέλασης κατά πολιτών της Ένωσης ή μελών της οικογένειάς τους, εφόσον:

α)

οι πολίτες της Ένωσης είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί, ή

β)

οι πολίτες της Ένωσης εισήλθαν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να αναζητήσουν εργασία. Σε αυτή την περίπτωση, οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω οι πολίτες της Ένωσης δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν.»

15.

Το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη Συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

Β — Το γερμανικό δίκαιο

1. Ο κώδικας κοινωνικών ασφαλίσεων

16.

Το άρθρο 19a, παράγραφος 1, του βιβλίου I του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Erstes Buch, στο εξής: SGB I), περιγράφει τα δύο είδη παροχών βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία ως εξής:

«(1)   Βάσει της νομοθεσίας περί βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία, μπορούν να ζητηθούν:

1.

παροχές που αφορούν την ένταξη στην εργασία,

2.

παροχές που αφορούν τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβιώσεως.

[...]»

17.

Στο βιβλίο II του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Zweites Buch, στο εξής: SGB II), το άρθρο 1, με τίτλο «Λειτουργία και σκοπός της βασικής ασφαλίσεως για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία», ορίζει στις παραγράφους του 1 και 3 τα εξής:

«(1)   Η βασική ασφάλιση [(Grundsicherung)] για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία αποσκοπεί να παράσχει στους δικαιούχους της τη δυνατότητα να διάγουν βίο συνάδοντα προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

[...]

(3)   Η βασική ασφάλιση για τα πρόσωπα που αναζητούν εργασία περιλαμβάνει παροχές:

1.

που αποσκοπούν να θέσουν τέρμα ή να μειώσουν την κατάσταση απορίας, ιδίως μέσω της εντάξεως στην εργασία και

2.

που αποσκοπούν να διασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωση.»

18.

Το άρθρο 7 του SGB II, με τίτλο «Δικαιούχοι», ορίζει τα εξής:

«(1)   Οι παροχές δυνάμει του παρόντος βιβλίου προορίζονται για τα πρόσωπα τα οποία:

1.

έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος ηλικίας και δεν έχουν ακόμα συμπληρώσει το όριο ηλικίας του άρθρου 7a,

2.

είναι ικανά προς εργασία,

3.

είναι άπορα και

4.

έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία (δικαιούχοι ικανοί προς εργασία). Εξαιρούνται τα εξής άτομα:

1.   οι αλλοδαπές και οι αλλοδαποί που δεν είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη Γερμανία και δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του νόμου περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης [(Freizügigkeitsgesetz/EU, στο εξής: FreizügG/EU)], καθώς και τα μέλη της οικογενείας τους, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους,

2.   οι αλλοδαποί, το δικαίωμα διαμονής των οποίων δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση απασχόλησης, και τα μέλη των οικογενειών τους,

[...]

Το δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, δεν εφαρμόζεται στους αλλοδαπούς που διαμένουν στη Γερμανία βάσει άδειας διαμονής εκδοθείσας δυνάμει του κεφαλαίου 2, τμήμα 5, του νόμου περί του δικαιώματος διαμονής. Οι διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής δεν μεταβάλλονται.

[...]»

19.

Το άρθρο 8 του SGB II, το οποίο αφορά την «ικανότητα προς εργασία», προβλέπει τα εξής:

«(1)   Είναι ικανό προς εργασία κάθε πρόσωπο το οποίο δεν είναι ή δεν αναμένεται εντός ενός προβλέψιμου χρονικού διαστήματος να καταστεί ανίκανο, λόγω ασθενείας ή αναπηρίας, να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα επί τρεις τουλάχιστον ώρες την ημέρα υπό τις συνήθεις στην αγορά εργασίας συνθήκες.

[...]»

20.

Το άρθρο 9 του SGB II ορίζει τα εξής:

«(1)   Θεωρείται άπορος οποιοσδήποτε δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει, ή να εξασφαλίσει επαρκώς, την επιβίωσή του βάσει του εισοδήματος ή της περιουσίας που λαμβάνεται υπόψη και δεν λαμβάνει την αναγκαία βοήθεια από άλλα πρόσωπα, ιδίως από μέλη της οικογένειάς του ή από άλλους οργανισμούς κοινωνικών παροχών. [...]

[...]»

21.

Τα άρθρα 14 έως 18e του SGB II, τα οποία συναποτελούν το πρώτο τμήμα του κεφαλαίου III, αφορούν τις παροχές που συνδέονται με την ένταξη στην αγορά εργασίας.

22.

Το άρθρο 20 του SGB II προβλέπει συμπληρωματικές διατάξεις σχετικές με τις βασικές ανάγκες διαβιώσεως, το άρθρο 21 του SGB II αναφέρεται στις πρόσθετες ανάγκες και το άρθρο 22 του SGB II αφορά τις ανάγκες στεγάσεως και θερμάνσεως. Τέλος, τα άρθρα 28 έως 30 του SGB II αφορούν τις παροχές για την εκπαίδευση και την κοινωνική ένταξη.

23.

Το άρθρο 1 του βιβλίου XII του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων (Sozialgesetzbuch Zwölftes Buch, στο εξής: SGB XII), που αφορά την κοινωνική αρωγή, ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της κοινωνικής αρωγής είναι να παράσχει στους δικαιούχους της τη δυνατότητα να διάγουν βίο συνάδοντα προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. [...]»

24.

Το άρθρο 21 του SGB XII προβλέπει τα εξής:

«Δεν καταβάλλονται παροχές για τη διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβιώσεως στους δικαιούχους παροχών του βιβλίου ΙΙ, στον βαθμό που είναι ικανοί προς εργασία ή λόγω της οικογενειακής τους σχέσεως. [...]»

2. Ο FreizügG/EU

25.

Το πεδίο εφαρμογής του FreizügG/EU ορίζεται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού:

«Ο παρών νόμος ρυθμίζει την είσοδο στη γερμανική επικράτεια και τη διαμονή των πολιτών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πολιτών της Ένωσης) και των μελών της οικογενείας τους.»

26.

Όσον αφορά το δικαίωμα εισόδου και διαμονής, το άρθρο 2 του FreizügG/EU προβλέπει τα εξής:

«(1)   Οι πολίτες της Ένωσης που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και τα μέλη των οικογενειών τους έχουν δικαίωμα εισόδου και διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

(2)   Κατά το κοινοτικό δίκαιο, απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας:

1.

Οι πολίτες της Ένωσης που επιθυμούν να διαμείνουν ως εργαζόμενοι προς αναζήτηση εργασίας ή για την επαγγελματική κατάρτισή τους.

[...]

5.

οι μη έχοντες επαγγελματική απασχόληση πολίτες της Ένωσης, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 4,

6.

τα μέλη της οικογενείας, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 4,

[...]

(3)   Για τους μισθωτούς εργαζομένους ή τους ελεύθερους επαγγελματίες το δικαίωμα της παραγράφου 1 ισχύει άνευ ετέρου

[...]

2.

σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας η οποία επιβεβαιώνεται από τον αρμόδιο οργανισμό ή παύσεως ανεξάρτητης δραστηριότητας λόγω περιστάσεων ανεξάρτητων από τη βούληση του ελεύθερου επαγγελματία, εφόσον έχει προηγηθεί άσκηση δραστηριότητας για διάστημα μεγαλύτερο του έτους,

[...]

Το δικαίωμα της παραγράφου 1 διατηρείται για διάστημα έξι μηνών σε περίπτωση ακούσιας ανεργίας, η οποία επιβεβαιώνεται από τον αρμόδιο οργανισμό εργασίας, εφόσον έχει προηγηθεί άσκηση δραστηριότητας για διάστημα μικρότερο του έτους.

[...]»

27.

Το άρθρο 4 του FreizügG/EU ορίζει, όσον αφορά τους μη ασκούντες επαγγελματική δραστηριότητα που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, τα εξής:

«Οι μη έχοντες επαγγελματική απασχόληση πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν ή τους ακολουθούν στη συνέχεια έχουν το κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, δικαίωμα, αν διαθέτουν επαρκή ασφάλιση ασθενείας και επαρκή μέσα διαβιώσεως. […] Αν ένας πολίτης της Ένωσης διαμένει στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας με το καθεστώς του σπουδαστή, μόνοι δικαιούχοι του δικαιώματος αυτού είναι ο σύζυγος ή σύντροφός του και τα τέκνα του που διαθέτουν εξασφαλισμένα μέσα διαβιώσεως.»

3. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Κοινωνική και Ιατρική Αντίληψη

28.

Το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Κοινωνική και Ιατρική Αντίληψη (στο εξής: Σύμβαση για την Κοινωνική Αντίληψη) προβλέπει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

29.

Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της εν λόγω Συμβάσεως, η Γερμανική Κυβέρνηση διατύπωσε επιφύλαξη (στο εξής: επιφύλαξη) στις 19 Δεκεμβρίου 2011, σύμφωνα με την οποία «[η] Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν δεσμεύεται να χορηγεί στους πολίτες των λοιπών συμβαλλομένων κρατών, με τον ίδιο τρόπο και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους δικούς της πολίτες, τις παροχές που προβλέπονται από το δεύτερο βιβλίο του γερμανικού κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων — Βασική κοινωνική προστασία για τους αναζητούντες εργασία, κατά την εκάστοτε ισχύουσα μορφή του».

III – Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

30.

Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη είναι Ισπανοί υπήκοοι. Η J. García-Nieto και ο J. Peña Cuevas ζούσαν από πολλών ετών ως ζεύγος στην Ισπανία χωρίς να έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβιώσεως, μαζί με την κοινή τους θυγατέρα Jovanlis Peña García, καθώς και με τον ανήλικο ακόμη υιό του J. Peña Cuevas, Joel Luis Peña Cruz.

31.

Τον Απρίλιο του 2012, η J. García-Nieto εισήλθε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με τη θυγατέρα τους, Jovanlis Peña García. Δηλώθηκε ως αναζητούσα εργασία την 1η Ιουνίου 2012 και άρχισε να εργάζεται ως βοηθός κουζίνας περίπου δέκα ημέρες αργότερα. Από 1ης Ιουλίου 2012, άρχισε να λαμβάνει εξ αυτού του λόγου μηνιαίο μισθό 600 ευρώ (με την υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως).

32.

Λίγο αργότερα, στις 23 Ιουνίου 2012, ήρθαν να τους συναντήσουν στη Γερμανία ο J. Peña Cuevas και ο υιός του Joel Luis Peña Cruz. Μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2012, κατοικούσαν και οι τέσσερις στην οικία της μητέρας της J. García-Nieto και κάλυπταν τις ανάγκες διαβιώσεώς τους με τα εισοδήματα της τελευταίας.

33.

Ο J. Peña Cuevas εργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ 2 και 30 Νοεμβρίου 2012. Στη συνέχεια, από 1ης Δεκεμβρίου 2012 έως 1ης Ιανουαρίου 2013 έλαβε επίδομα ανεργίας βάσει του τρίτου βιβλίου του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, στηριζόμενο στις περιόδους ασφαλίσεως που είχε συμπληρώσει στην Ισπανία. Τον Ιανουάριο του 2013, απασχολήθηκε ως υπάλληλος καθαριότητας. Μετά τη λήξη αυτής της περιόδου εργασίας, άρχισε να λαμβάνει και πάλι επίδομα ανεργίας. Από τον Οκτώβριο του 2013, εργάστηκε και πάλι με σύμβαση εργασίας η οποία, σύμφωνα με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επρόκειτο να λήξει την 30ή Σεπτεμβρίου 2014.

34.

Η J. García-Nieto και ο J. Peña Cuevas λαμβάνουν οικογενειακά επιδόματα για τα δύο τους τέκνα από τον Ιούλιο του 2012. Εξάλλου, τα τελευταία λαμβάνουν σχολική εκπαίδευση από τις 22 Αυγούστου 2012.

35.

Στις 30 Ιουλίου 2012, οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη υπέβαλαν αίτηση και στο Vestische Arbeit Jobcenter Kreis Recklinghausen (στο εξής: Jobcenter), προκειμένου να τους χορηγηθούν επιδόματα διαβιώσεως σύμφωνα με τον SGB II.

36.

Το Jobcenter, ωστόσο, αρνήθηκε να χορηγήσει τα εν λόγω επιδόματα στον J. Peña Cuevas και τον υιό του Joel Luis Peña Cruz για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2012. Η απόφαση του Jobcenter στηριζόταν στο άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 1, του SGB II, καθόσον ο J. Peña Cuevas και ο υιός του διέμεναν στη Γερμανία λιγότερο από τρεις μήνες και ο J. Peña Cuevas δεν ήταν μισθωτός ή μη μισθωτός εργαζόμενος. Σύμφωνα με το Jobcenter, ο αποκλεισμός από τη χορήγηση των παροχών αυτών είχε εφαρμογή και στην περίπτωση του υιού του J. Peña Cuevas. Κατόπιν της επιφυλάξεως που διατύπωσε η Γερμανική Κυβέρνηση, η Σύμβαση για την Κοινωνική Αντίληψη δεν μπορούσε πλέον να χρησιμεύσει ως βάση για τη θεμελίωση σχετικών δικαιωμάτων.

37.

Κατόπιν της αρνήσεως αυτής, οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη άσκησαν κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγή ενώπιον του Sozialgericht Gelsenkirchen (δικαστηρίου ασφαλιστικών διαφορών του Gelsenkirchen, Γερμανία), η οποία έγινε δεκτή. Ωστόσο, το Jobcenter άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landessozialgericht Nordrhein‑Westfalen (εφετείου ασφαλιστικών διαφορών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας).

38.

Σε αυτό το πλαίσιο, το εν λόγω δικαστήριο εξέφρασε αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, του πλήρους αποκλεισμού των προσφευγόντων στην κύρια δίκη από τη χορήγηση επιδομάτων διαβιώσεως.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

39.

Κατόπιν τούτου, το Landessozialgericht Nordrhein‑Westfalen αποφάσισε, με απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουνίου 2014, να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Ισχύει η υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 4 του κανονισμού [883/2004] —με την εξαίρεση της απαγορεύσεως παροχών προς άλλο κράτος από το κράτος μέλος του τόπου κατοικίας κατά το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004— ομοίως και για τις ειδικές μη ανταποδοτικού χαρακτήρα χρηματικές παροχές κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 883/2004;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Είναι δυνατόν —και σε περίπτωση καταφάσεως, σε ποια έκταση— να περιοριστεί η υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 4, του κανονισμού 883/2004 από διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας [2004/38], σύμφωνα με τις οποίες η πρόσβαση σε αυτές τις παροχές αποκλείεται ανεξαιρέτως κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, εάν οι πολίτες της Ένωσης δεν είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι στη [Γερμανία] και δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του [FreizügG/EU];

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Αντιτίθενται τυχόν λοιπές υποχρεώσεις ίσης μεταχειρίσεως που απορρέουν από το πρωτογενές δίκαιο —ιδίως το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 ΣΛΕΕ— προς εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία χωρίς καμία εξαίρεση αρνείται σε πολίτες της Ένωσης, τη χορήγηση, κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους, κοινωνικής παροχής η οποία αποβλέπει στην εξασφάλιση της διαβιώσεως και ταυτόχρονα διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, εάν οι εν λόγω πολίτες της Ένωσης δεν είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί εργαζόμενοι [στη Γερμανία] και δεν έχουν δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του FreizügG/EU, αλλά ενδεχομένως μπορούν να αποδείξουν πραγματική σχέση με το κράτος μέλος υποδοχής και ιδίως με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής;»

40.

Με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον έχει την ίδια διατύπωση με εκείνο της υποθέσεως που οδήγησε στην απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), στο οποίο το Δικαστήριο απάντησε θετικά κρίνοντας ότι «ο κανονισμός 883/2004 έχει την έννοια ότι οι “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα” κατά την έννοια των άρθρων 3, παράγραφος 3, και 70 του εν λόγω κανονισμού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού» ( 5 ).

41.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη, η Γερμανική Κυβέρνηση, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

42.

Επιπλέον, όλοι οι ανωτέρω, με εξαίρεση την Πολωνική Κυβέρνηση, εξέφρασαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Απριλίου 2015. Η Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία δεν είχε καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις, εξέφρασε επίσης τις απόψεις της κατά τη συζήτηση αυτή.

V – Ανάλυση

Α — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τον χαρακτηρισμό των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία επιδομάτων διαβιώσεως

43.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι περιορισμοί στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, τους οποίους προβλέπει η εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης και, αν ναι, σε ποιον βαθμό.

44.

Με αυτό το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο αντιπαραθέτει το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, σημείο 1, του SGB II προς το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο προβλέπει παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής και των πολιτών της Ένωσης κατά τη χορήγηση «κοινωνικών παροχών».

45.

Επομένως, η εξέταση της συμβατότητας της εθνικής διατάξεως με το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 είναι λυσιτελής μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι επίδικες παροχές μπορούν να χαρακτηριστούν «κοινωνικές παροχές» υπό την έννοια της οδηγίας αυτής.

46.

Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι μια ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα, κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004, θα μπορούσε επίσης να εμπίπτει στην έννοια του «συστήματος κοινωνικής πρόνοιας», η οποία περιέχεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 ( 6 ). Ωστόσο, αν οι χρηματικές αυτές παροχές προορίζονται να διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν «κοινωνικές παροχές» κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 ( 7 ). Στην περίπτωση αυτή, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

47.

Κατά συνέπεια, αναλόγως της φύσεως των επίδικων στην κύρια δίκη παροχών, πρέπει να δοθεί απάντηση είτε μόνον στο δεύτερο ή μόνον στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

48.

Αναφέρθηκα ήδη εκτενώς στο ζήτημα αυτό με τις προτάσεις μου επί των υποθέσεων Dano ( 8 ) και Alimanovic ( 9 ) και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα επιδόματα διαβιώσεως που προβλέπονται από τον SGB II ανταποκρίνονται στον ορισμό των κοινωνικών παροχών κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38 ( 10 ).

49.

Το ίδιο το Δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί τα επιδόματα διαβιώσεως του SGB II ως κοινωνικές παροχές κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38. Πράγματι, στη σκέψη 69 της αποφάσεως Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), το Δικαστήριο έκρινε ότι «όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να τύχει ίσης μεταχειρίσεως με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής μόνον εφόσον η διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2004/38» ( 11 ). Οι επίμαχες στην υπόθεση εκείνη παροχές, όμως, ταυτίζονται με αυτές τις οποίες αρνήθηκε το Jobcenter στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης.

50.

Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη της αρχής που διατυπώθηκε στην απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε ( 12 ), σύμφωνα με την οποία οι χρηματικές παροχές που προορίζονται για τη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κοινωνικές παροχές κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 ( 13 ), θα επικεντρώσω την ανάλυσή μου στην τελευταία αυτή διάταξη και όχι στο άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

51.

Προκειμένου, ωστόσο, να καλύψω πλήρως όλα τα ζητήματα, θα προβώ σε ανάλυση υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής και θα ασχοληθώ με την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα σε περίπτωση που το Δικαστήριο αφήσει στην ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου τον χαρακτηρισμό των επίδικων επιδομάτων ως κοινωνικών παροχών ή ως παροχών προοριζόμενων να διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή ακόμη και ως παροχών που επιδιώκουν και τους δύο σκοπούς.

52.

Στο πλαίσιο αυτό, αν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι διεκδικούμενες παροχές επιδιώκουν διπλό σκοπό, αφενός, την εξασφάλιση της καλύψεως βασικών αναγκών και, αφετέρου, τη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας, θεωρώ ότι πρέπει να στηριχθεί στην προέχουσα λειτουργία των παροχών, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητα η διασφάλιση των αναγκαίων μέσων για μια διαβίωση που να ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Β — Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

53.

Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, «το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ», δηλαδή κατά την περίοδο αναζητήσεως εργασίας για τους πολίτες της Ένωσης που έχουν εισέλθει στο κράτος μέλος υποδοχής προς τον σκοπό αυτόν και που «δεν μπορούν να απελαθούν ενόσω […] δύνανται να παρέχουν αποδείξεις ότι συνεχίζουν να αναζητούν εργασία και ότι έχουν πραγματικές πιθανότητες να προσληφθούν».

54.

Κατά συνέπεια, «ενώ με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 γίνεται υπόμνηση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας εισάγει παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων» ( 14 ).

55.

Όσον αφορά τους τρεις πρώτους μήνες στους οποίους αναφέρεται η εν λόγω διάταξη, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, με την απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), προηγούμενη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, «[δ]υνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το κράτος μέλος υποδοχής δεν υποχρεούται, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, να αναγνωρίζει δικαίωμα κοινωνικών παροχών σε πολίτη άλλου κράτους μέλους ή σε μέλη της οικογένειάς του» ( 15 ). Η νομολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως πάγια ( 16 ).

56.

Πέραν τούτου, όσον αφορά το δικαίωμα των πολιτών των κρατών μελών που αναζητούν εργασία σε άλλο κράτος μέλος, δηλαδή σε σχέση με το δεύτερο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι από την εξέτασή του υπό το πρίσμα της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος [του άρθρου αυτού]» ( 17 ).

57.

Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ των πολιτών της Ένωσης που έχουν κάνει χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής σε σχέση με τη χορήγηση κοινωνικών παροχών αποτελεί «αναπόφευκτη συνέπεια της οδηγίας 2004/38, [λόγω] της σχέσεως που καθιέρωσε ο νομοθέτης της Ένωσης με το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας μεταξύ, αφενός, της απαιτήσεως περί επαρκών πόρων ως προϋποθέσεως διαμονής και, αφετέρου, της μέριμνας να μην δημιουργούνται βάρη για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας των κρατών μελών» ( 18 ).

58.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η αρχή της ρυθμίσεως ενός κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει από τη χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 (η οποία, εξάλλου, συνιστά κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38) τα πρόσωπα που εισέρχονται στο εν λόγω κράτος μέλος με τον σκοπό να αναζητήσουν εργασία δεν είναι, κατά την άποψή μου, αντίθετη προς το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 ούτε προς το σύστημα που εισάγει η οδηγία 2004/38.

59.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από το γενικότερο νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2004/38.

60.

Στην απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358), το Δικαστήριο τόνισε ότι «το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναγνωρίζει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης σε κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους (απόφαση N., C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 25)» ( 19 ).

61.

Το Δικαστήριο ακολούθως επανέλαβε την πάγια νομολογία του σύμφωνα με την οποία «η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως προορίζεται να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των πολιτών των κρατών μελών, η οποία εξασφαλίζει, εντός του rationae materiae πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ, την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών τελούν στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπομένων σχετικών εξαιρέσεων (αποφάσεις Grzelczyk, C‑184/99, EU:C:2001:458, σκέψη 31·D’Hoop, C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 28, καθώς και N., C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 27)» ( 20 ).

62.

Επομένως, «κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να επικαλείται την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όσες αφορούν την άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 20, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση N., C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)» ( 21 ).

63.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, «[σ]υναφώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγένειας “[ε]ντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους”. Το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ρητώς ότι τα δικαιώματα που αυτό αναγνωρίζει στους πολίτες της Ένωσης ασκούνται “υπό τους όρους και εντός των ορίων που ορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους”. Επιπλέον, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ εξαρτά επίσης το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών από τη συμμόρφωση προς “τους περιορισμ[ούς] και [προς] τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους” (βλ. απόφαση Brey, C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)» ( 22 ).

64.

Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι «η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, την οποία κατοχυρώνει γενικώς το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, εξειδικεύεται με το άρθρο 24 της οδηγίας 2004/38 σε σχέση με εκείνους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι […] ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στο έδαφος των κρατών μελών. Επιπλέον, η αρχή αυτή διευκρινίζεται με το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 σε σχέση με εκείνους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι […] ζητούν στο κράτος μέλος υποδοχής τη χορήγηση των παροχών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού» ( 23 ).

65.

Το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 το οποίο επιτρέπει τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των πολιτών της Ένωσης και των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής αποτελεί, επομένως, «παρέκκλιση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία απλώς εξειδικεύεται με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της [ίδιας] οδηγίας» ( 24 ). Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να ερμηνεύεται συσταλτικώς και σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την ιθαγένεια της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

66.

Επιπλέον, οι στηριζόμενοι στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 περιορισμοί στη χορήγηση των κοινωνικών παροχών προς τους πολίτες της Ένωσης που δεν έχουν ή που έχουν απολέσει την ιδιότητα του εργαζομένου πρέπει να είναι θεμιτοί ( 25 ).

67.

Αυτή η θεώρηση και οι κανόνες που απαιτούν, αφενός, η εξαίρεση να ερμηνεύεται συσταλτικά και, αφετέρου, οι απορρέοντες από αυτήν περιορισμοί να είναι θεμιτοί με οδήγησαν να προτείνω, στην υπόθεση Alimanovic (C‑67/14, EU:C:2015:210), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, τη διάκριση μεταξύ τριών περιπτώσεων:

την περίπτωση πολίτη κράτους μέλους ο οποίος εισέρχεται σε άλλο κράτος μέλος και διαμένει σε αυτό για διάστημα μικρότερο των τριών μηνών ή για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, αλλά χωρίς σκοπό να αναζητήσει σε αυτό εργασία (πρώτη περίπτωση),

την περίπτωση του πολίτη κράτους μέλους ο οποίος εισέρχεται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να αναζητήσει σε αυτό εργασία (δεύτερη περίπτωση), και

την περίπτωση πολίτη κράτους μέλους ο οποίος διαμένει σε άλλο κράτος μέλος για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και έχει ασκήσει σε αυτό κάποια επαγγελματική δραστηριότητα (τρίτη περίπτωση).

68.

Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη μπορούν να υπαχθούν στο πρώτο σκέλος της πρώτης περιπτώσεως (δηλαδή στην περίπτωση πολίτη κράτους μέλους ο οποίος εισέρχεται σε άλλο κράτος μέλος και διαμένει σε αυτό για διάστημα μικρότερο των τριών μηνών), καθώς και στη δεύτερη περίπτωση (αυτή του πολίτη κράτους μέλους ο οποίος εισέρχεται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να αναζητήσει σε αυτό εργασία).

69.

Όπως ήδη προανέφερα, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) ότι, «[δ]υνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το κράτος μέλος υποδοχής δεν υποχρεούται[, στην περίπτωση διαμονής μικρότερης των τριών μηνών,] να αναγνωρίζει δικαίωμα κοινωνικών παροχών σε πολίτη άλλου κράτους μέλους ή σε μέλη της οικογένειάς του» ( 26 ).

70.

Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον σκοπό της διατηρήσεως της οικονομικής ισορροπίας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 2004/38 ( 27 ). Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτήσουν από τους πολίτες της Ένωσης να διαθέτουν επαρκή μέσα για τη διαβίωσή τους και προσωπική ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για περίοδο διαμονής τριών μηνών, είναι θεμιτό να μην επιβάλλεται στα κράτη μέλη να τους αναλαμβάνουν κατά την περίοδο αυτή.

71.

Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, η θεμελίωση δικαιώματος σε κοινωνικές παροχές για τους πολίτες της Ένωσης που δεν υποχρεούνται να διαθέτουν επαρκή μέσα για τη διαβίωσή τους θα ενείχε τον κίνδυνο της προκλήσεως μαζικών μετακινήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβαρύνουν υπέρμετρα τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

72.

Επιπλέον, ακόμη και αν τα πρόσωπα που εισέρχονται στο κράτος μέλος υποδοχής ενδέχεται να έχουν προσωπικούς δεσμούς με άλλους πολίτες της Ένωσης που κατοικούν ήδη στο εν λόγω κράτος μέλος, ο δεσμός με το ίδιο το κράτος μέλος εξακολουθεί, προφανώς, να είναι περιορισμένος κατά το πρώτο αυτό χρονικό διάστημα.

73.

Εξάλλου, όπως παρατήρησα επίσης στο πλαίσιο της αναλύσεως της δεύτερης περιπτώσεως στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Alimanovic (C‑67/14, EU:C:2015:210), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι «ενώ οι υπήκοοι των κρατών μελών που μετακινούνται προς εύρεση εργασίας απολαύουν της ίσης μεταχειρίσεως μόνον ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, αυτοί που είχαν πρόσβαση στην αγορά εργασίας μπορούν να διεκδικήσουν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού [(ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( 28 ), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης ( 29 )], τα ίδια κοινωνικά και φορολογικά πλεονεκτήματα με τους ημεδαπούς εργαζομένους» ( 30 ).

74.

Υπό το πρίσμα του αιτιολογικού της αποφάσεως Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) σχετικά με την ισορροπία ανάμεσα στην οδηγία 2004/38 ( 31 ) και στη διάκριση, από το δίκαιο της Ένωσης και τη νομολογία του Δικαστηρίου, μεταξύ του εργαζομένου που εισέρχεται σε ένα κράτος μέλος και εκείνου που έχει ήδη πρόσβαση στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού, ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία αποκλείει από τη χορήγηση μιας ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής σε χρήμα κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 (η οποία, εξάλλου, συνιστά κοινωνική παροχή κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38), για τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τα πρόσωπα που εισέρχονται στο εν λόγω κράτος μέλος με σκοπό την αναζήτηση εργασίας δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, αντίθετη προς το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού ή προς το σύστημα που εισάγει η εν λόγω οδηγία.

75.

Ο αποκλεισμός αυτός όχι μόνον είναι σύμφωνος με το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, καθόσον το τελευταίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να αρνούνται τη χορήγηση κοινωνικών παροχών στους πολίτες άλλων κρατών μελών κατά τους τρεις πρώτους μήνες και πέραν του διαστήματος αυτού αν έχουν εισέλθει στο κράτος μέλος υποδοχής προς αναζήτηση εργασίας, αλλά και με την αντικειμενική διαφορά —η οποία έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, καθώς και, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011— μεταξύ των πολιτών που αναζητούν μια πρώτη εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής και εκείνων που έχουν ήδη πρόσβαση στη σχετική αγορά ( 32 ).

76.

Θεωρώ ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τη θεωρία που έχει διαμορφωθεί σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 και του κανονισμού 883/2004, ακόμη και αν ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ιθαγένειας της Ένωσης, όπως καθιερώνεται από τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ, 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ ( 33 ).

77.

Όσον αφορά, δε, το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών, θεωρώ ότι επίσης δεν επηρεάζει την ανάλυση και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω.

78.

Πράγματι, πέραν του γενικού χαρακτήρα του εν λόγω άρθρου 7, περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα που αυτό προστατεύει, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Όπως, όμως, δεν θίγεται στην ουσία της η αρχή της ισότητας από την παρέκκλιση του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, έτσι δεν θίγεται από αυτήν και το δικαίωμα του σεβασμού στην οικογενειακή ζωή, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 7 του Χάρτη.

Γ — Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

79.

Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, εάν τα άρθρα 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και 18 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει ανεξαιρέτως τους πολίτες της Ένωσης των οποίων το δικαίωμα διαμονής δικαιολογείται μόνον από την αναζήτηση εργασίας από τη χορήγηση κοινωνικών παροχών οι οποίες αποσκοπούν, αφενός, στην παροχή των μέσων διαβιώσεως και, αφετέρου, στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας.

80.

Μολονότι στο πρώτο ερώτημα δόθηκε καταφατική απάντηση, το τρίτο ερώτημα διατηρεί τη χρησιμότητά του σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι απόκειται στην ευχέρεια του αιτούντος δικαστηρίου ο χαρακτηρισμός των βασικών ασφαλιστικών παροχών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι οι εν λόγω παροχές αποσκοπούν ουσιαστικά στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην αγορά εργασίας.

81.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει παγίως ότι δεν είναι «πλέον εφικτό να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου [45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ], το οποίο αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως την οποία καθιερώνει το άρθρο [18 ΣΛΕΕ], παροχή οικονομικής φύσεως σκοπούσα στη διευκόλυνση της προσβάσεως στην εργασία εντός της αγοράς εργασίας κράτους μέλους» ( 34 ).

82.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης, στην απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344), ότι είναι «εύλογο ένα κράτος μέλος να μη χορηγεί ένα τέτοιο επίδομα παρά μόνον αφού αποδειχθεί ότι υφίσταται πραγματικός δεσμός μεταξύ του αιτούντος εργασία και της αγοράς εργασίας του εν λόγω κράτους» ( 35 ).

83.

Κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού μπορεί να εξακριβωθεί, μεταξύ άλλων, αν διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αναζήτησε πραγματικά εργασία στο κράτος μέλος υποδοχής για εύλογο χρονικό διάστημα ( 36 ).

84.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, «οι αναζητούντες εργασία σε άλλο κράτος μέλος υπήκοοι κρατών μελών, οι οποίοι έχουν πραγματικούς δεσμούς με την αγορά εργασίας του άλλου αυτού κράτους, μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 45, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] προκειμένου να ζητήσουν παροχή οικονομικής φύσεως που προορίζεται να διευκολύνει την πρόσβαση στην οικεία αγορά εργασίας» ( 37 ).

85.

Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, μια και μοναδική προϋπόθεση, η οποία έχει υπερβολικά γενικό και απόλυτο χαρακτήρα, καθόσον προσδίδει αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σε ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του πραγματικού βαθμού συνδέσεως μεταξύ του αιτούντος τα επιδόματα και της γεωγραφικής αγοράς εργασίας, αποκλείοντας οποιοδήποτε άλλο αντιπροσωπευτικό στοιχείο, βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρου ( 38 ).

86.

Από τις δύο αυτές προσεγγίσεις συνάγω το συμπέρασμα ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη του πραγματικού συνδέσμου με την επίμαχη γεωγραφική αγορά εργασίας, μπορούν να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία πέραν της απλής αναζητήσεως εργασίας.

87.

Κατά το Δικαστήριο, στοιχεία που αφορούν τα οικογενειακά δεδομένα, όπως η ύπαρξη στενών δεσμών, ιδίως προσωπικής φύσεως, δύνανται επίσης να συμβάλουν στην ύπαρξη πραγματικού δεσμού μεταξύ του αιτούντος και του κράτους μέλους υποδοχής ( 39 ). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εθνική ρύθμιση που εισάγει προϋπόθεση «βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου […] στόχου, καθ’ ο μέτρο δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα εν δυνάμει αντιπροσωπευτικά του πραγματικού βαθμού συνδέσεως του αιτουμένου επιδόματα αναμονής στοιχεία με την επίδικη γεωγραφική αγορά εργασίας» ( 40 ).

88.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα προς την αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αποκλείει αυτομάτως έναν πολίτη της Ένωσης από τη χορήγηση ειδικής παροχής μη ανταποδοτικού τύπου σε χρήμα, κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, διευκολύνουσας την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής του, χωρίς να επιτρέπει στον πολίτη αυτόν να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής.

89.

Συναφώς, τα στοιχεία που αφορούν τα οικογενειακά δεδομένα (όπως η σχολική εκπαίδευση των τέκνων στο κράτος μέλος υποδοχής ή η ύπαρξη στενών δεσμών, ιδίως προσωπικής φύσεως, τους οποίους έχει δημιουργήσει με αυτό ο αιτών) ( 41 ) ή ακόμη η αναζήτηση εργασίας κατά τρόπο πραγματικό για εύλογο χρονικό διάστημα, αποτελούν στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού με το κράτος μέλος υποδοχής ( 42 ). Η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας κατά το παρελθόν ή και η εύρεση νέας εργασίας μετά την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών θα έπρεπε επίσης να λαμβάνεται υπόψη προς τον σκοπό αυτόν ( 43 ).

90.

Δεν απόκειται, ωστόσο, στο Δικαστήριο να διαπιστώσει την ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού στο πλαίσιο μιας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά στις αρμόδιες εθνικές αρχές, στις οποίες ανήκουν και τα εθνικά δικαστήρια.

VI – Πρόταση

91.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Landessozialgericht Nordrhein‑Westfalen ως εξής:

1)

Το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία αποκλείει τους πολίτες άλλων κρατών μελών κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής από τη χορήγηση ορισμένων «ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα», κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1244/2010 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2010, οι οποίες συνιστούν επίσης «κοινωνικές παροχές» κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38.

2)

Το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία αποκλείει από τη χορήγηση ορισμένων «ειδικών μη ανταποδοτικού τύπου παροχών σε χρήμα», κατά την έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1244/2010, οι οποίες διευκολύνουν την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, τους πολίτες άλλων κρατών μελών κατά τους τρεις πρώτους μήνες της διαμονής τους στο κράτος μέλος υποδοχής, χωρίς να τους παρέχει τη δυνατότητα να αποδείξουν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής.


( 1 )   Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 )   ΕΕ L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1.

( 3 )   ΕΕ L 338, σ. 35.

( 4 )   ΕΕ L 158, σ. 77, καθώς και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34.

( 5 )   Σκέψη 55 και σημείο 1 του διατακτικού.

( 6 )   Απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 58).

( 7 )   Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 45).

( 8 )   C‑333/13, EU:C:2014:341.

( 9 )   C‑67/14, EU:C:2015:210, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 10 )   Βλ. σημεία 65 έως 72 των προτάσεών μου στην υπόθεση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:341) και σημεία 54 έως 58 των προτάσεών μου στην υπόθεση Alimanovic (C‑67/14, EU:C:2015:210), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 11 )   Η υπογράμμιση δική μου.

( 12 )   C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344.

( 13 )   Όπ.π. (σκέψη 45).

( 14 )   Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 64). Η υπογράμμιση δική μου.

( 15 )   Σκέψη 70.

( 16 )   Βλ. αποφάσεις Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψεις 34 και 35), καθώς και Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 56).

( 17 )   Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 46). Είναι αληθές ότι αυτή η διαπίστωση περί του κύρους πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα των άρθρων 12 ΕΚ και 39, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρων 18 ΣΛΕΕ και 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ). Εντούτοις, δεδομένου ότι «κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να επικαλείται την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει το άρθρο 18 ΣΛΕΕ σε όλες τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» [βλ. απόφαση Dano, C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 59 (η υπογράμμιση δική μου)], θεωρώ ότι η διαπίστωση περί του κύρους του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στην οποία προέβη το Δικαστήριο δεν μπορεί να περιοριστεί μόνον στην περίπτωση του «εργαζομένου», κατά την έννοια του άρθρου 45 ΣΛΕΕ.

( 18 )   Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 77).

( 19 )   Σκέψη 57.

( 20 )   Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 58).

( 21 )   Όπ.π. (σκέψη 59).

( 22 )   Απόφαση Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 60).

( 23 )   Όπ.π. (σκέψη 61). Η υπογράμμιση δική μου.

( 24 )   Απόφαση N. (C‑46/12, EU:C:2013:97, σκέψη 33).

( 25 )   Βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Brey (C‑140/12, EU:C:2013:565, σκέψη 57).

( 26 )   Σκέψη 70.

( 27 )   Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 της εν λόγω οδηγίας.

( 28 )   ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33.

( 29 )   ΕΕ L 141, σ. 1.

( 30 )   Απόφαση Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψεις 31 και 58 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 31 )   Σκέψεις 67 έως 79.

( 32 )   Απόφαση Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψεις 30 και 31).

( 33 )   Κατά τον Herwig Verschueren, «αυτή την ισορροπημένη προσέγγιση φαίνεται να είχε υπόψη η νομοθεσία της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] στην περίπτωση της οδηγίας 2004/38. Πράγματι, η εν λόγω οδηγία προβλέπει στο άρθρο της 24, [παράγραφος] 2, παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής αρωγής κατά τους τρεις πρώτους μήνες διαμονής [...]» (Verschueren H., «La libre circulation des personnes à l’intérieur de l’UE et les allocations sociales minimales des États membres: en quête d’équilibre», Revue belge de sécurité sociale, 1ο τρίμηνο 2013, σ. 127 έως 133, ιδίως σ. 127· βλ. επίσης σ. 117). Ο Marc Morsa επιβεβαιώνει επίσης ότι «[κ]αίτοι το δικαίωμα διαμονής χορηγείται για ένα μέγιστο διάστημα τριών μηνών σε όλους τους πολίτες της Ένωσης χωρίς κανέναν άλλον όρο ή υποχρέωση πέραν της κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου (άρθρο 6, πρώτο εδάφιο [της οδηγίας 2004/38]), ωστόσο, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να μη χορηγεί το δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τους τρεις πρώτους μήνες διαμονής στα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα, και τούτο προκειμένου αυτά να μην επιβαρύνουν υπέρμετρα το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους μέλους» (Morsa M., «Les migrations internes à l’Union européenne sont-elles motivées par un accès à des prestations sociales? Citoyenneté européenne, liberté de circulation et de séjour des inactifs et droits sociaux, la relation entre la coordination européenne et la directive 2004/38», Journal des tribunaux du travail, 2014, σ. 245 έως 253, ιδίως σ. 251). Η Elaine Fahey επιμένει στην επιλογή των λέξεων του άρθρου 24, προσδιορίζοντας ότι «[i]t will be recalled that Art. 24 of the Directive [2004/38], whilst providing for equal treatment of Union citizens to social assistance, expressly states that Member States do not have to extend the value of equal treatment to social assistance for work-seekers. This important derogation is contained in Art. 24(2) […] The language used in the derogation consists of mandatory legislative language: ‘shall’, as opposed to discretionary terminology such as ‘may’, underscoring the fact that states are not under an obligation to provide assistance» (Fahey E., «Interpretive legitimacy and distinction between ‘social assistance’ and ‘work seekers allowance’: Comment on Cases C‑22/08 and C‑23/08 Vatsouras and Koupatantze», E.L. Rev., 2009, 34(6), σ. 933 έως 949, ιδίως σ. 939 και 940· βλ. επίσης σ. 946). Ο Kay Hailbronner επιβεβαιώνει επίσης αυτήν τη σαφή ανάγνωση του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38, καθώς γράφει ότι «the article 24 unequivocally excludes job‑seekers from social assistance for the first three months of residence or where appropriate for a longer period of job-seeking. No exception is made for a genuine link to the employment market» (η υπογράμμιση δική μου, Hailbronner K., «Union citizenship and access to social benefits», CML Rev., 2005(42), σ. 1245 έως 1267, ιδίως σ. 1263, βλ. επίσης τη συλλογιστική, σ. 1259 και 1260).

( 34 )   Απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 25). Βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 63), Ιωαννίδης (C‑258/04, EU:C:2005:559, σκέψη 22), καθώς και Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 37).

( 35 )   Σκέψη 38.

( 36 )   Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 70), Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 39), καθώς και Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 46).

( 37 )   Απόφαση Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 40).

( 38 )   Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 39 )   Όπ.π. (σκέψη 50).

( 40 )   Όπ.π. (σκέψη 51).

( 41 )   Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 50), και Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500, σκέψη 100).

( 42 )   Τουλάχιστον με την αγορά εργασίας του. Βλ, υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψη 70), Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψη 39), καθώς και Prete (C‑367/11, EU:C:2012:668, σκέψη 46).

( 43 )   Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz-Jarabo Colomer στις υποθέσεις Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:150), ο οποίος προέταξε το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης είχαν ασκήσει οικονομική δραστηριότητα κατά τους πρώτους μήνες μετά την είσοδό τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Λόγω αυτού του γεγονότος, ο γενικός εισαγγελέας Ruiz‑Jarabo Colomer θεώρησε ότι οι προσφεύγοντες «δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απλοί “αναζητούντες εργασία”, αν στη συνέχεια έμεναν [άνεργoι]» (σημείο 63).