ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ THΣ ΓENIKHΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 12ης Μαρτίου 2015 ( 1 )

Υπόθεση C‑83/14

«CHEZ Razpredelenie Bulgaria» AD

[αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad (Βουλγαρία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 2000/43/ΕΚ — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής — Έμμεση διάκριση — Γενικός και συλλογικός χαρακτήρας μέτρου — Στιγματισμός — Πρόσωπο που δεν ανήκει σε εθνοτική ομάδα ως προς την οποία συντρέχει δυσμενής διάκριση, αλλά υφίσταται δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως (“discrimination par association”, “discrimination par ricochet”) — Συνοικίες στις οποίες κατοικούν κατά κύριο λόγο μέλη της πληθυσμιακής ομάδας των Ρομά — Τοποθέτηση μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε μη προσβάσιμο για τους καταναλωτές ύψος — Δικαιολόγηση — Καταπολέμηση απάτης και καταχρήσεων — Οδηγίες 2006/32/ΕΚ και 2009/72/ΕΚ — Δυνατότητα αναγνώσεως των ενδείξεων ατομικής καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας από τον εκάστοτε τελικό καταναλωτή»

I – Εισαγωγή

1.

Ενίοτε, η εξέταση ζητημάτων σχετικών με τις δυσμενείς διακρίσεις εστιάζει σε μεμονωμένες περιπτώσεις ατόμων. Τούτο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση η οποία αφορά την απαγόρευση διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Ασφαλώς, η περίπτωση αυτή ανάγεται εν τέλει, επίσης, σε προσφυγή μεμονωμένου προσώπου· ωστόσο, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται ο γενικός και συλλογικός χαρακτήρας μέτρων που αφορούν το σύνολο πληθυσμιακής ομάδας και δύνανται να στιγματίσουν όλα τα μέλη της ομάδας αυτής, καθώς και το κοινωνικό τους περιβάλλον.

2.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για την πρακτική που εφαρμόζεται στον βουλγαρικό Δήμο της Dupnitsa —αλλά όχι μόνον εκεί— και συνίσταται στην τοποθέτηση των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος των τελικών καταναλωτών σε ύψος περίπου 6 μέτρων, σε συνοικίες όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο κανονικός οπτικός έλεγχος των εν λόγω μετρητών οι οποίοι σε άλλες περιοχές είναι στερεωμένοι σε ύψος περίπου 1,70 μέτρων και, ως εκ τούτου, είναι ελεύθερα προσβάσιμοι στους καταναλωτές. Ως λόγοι εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής προβάλλονται οι μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και οι παράνομες ρευματοληψίες που, κατά τα φαινόμενα, είναι ιδιαιτέρως συχνές στις «συνοικίες Ρομά».

3.

Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Belov ( 2 ) ανέλυσα ήδη, πρώτη φορά, εκτενώς το εν λόγω ζήτημα εξετάζοντάς το υπό το φως της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, επισήμανα και τον κοινωνικό αποκλεισμό των Ρομά, καθώς και τις άθλιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες υπό τις οποίες ζουν αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης.

4.

Η προκειμένη περίπτωση παρέχει τη δυνατότητα να αποσαφηνισθούν σε ορισμένα σημεία οι σκέψεις που είχαν αναπτυχθεί στην ανωτέρω υπόθεση. Τούτο ισχύει, αφενός, για τον διαχωρισμό μεταξύ άμεσης και έμμεσης διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής. Αφετέρου, πρέπει να εξετασθεί αν και κατά πόσον είναι δυνατόν πρόσωπα που δεν ανήκουν σε εθνοτική ομάδα ευρισκόμενη σε μειονεκτική θέση να υποστούν «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως» (στη γαλλική γλώσσα: «discrimination par association» ή και «discrimination par ricochet») λόγω της περιγραφείσας πρακτικής. Συμπληρωματικώς, θα διερευνηθούν —όπως είχε συμβεί και στην υπόθεση Belov— οι δυνατότητες δικαιολογήσεως όσον αφορά συλλογικά μέτρα που στιγματίζουν.

5.

Εν προκειμένω, δεν τίθενται ζητήματα αρμοδιότητας ή παραδεκτού, όπως στην υπόθεση Belov ( 3 ), διότι σε τούτη την περίπτωση ουδόλως αμφισβητείται ότι η αιτούσα βουλγαρική αρχή συνιστά δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

II – Νομικό πλαίσιο

Α Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και η οδηγία 2000/43 ( 4 ) καθορίζουν, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Συμπληρωματικώς πρέπει να αναφερθούν οι οδηγίες 2006/32/EΚ ( 5 ) και 2009/72/EΚ ( 6 ), οι οποίες περιέχουν κανόνες σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση.

1. Η οδηγία 2000/43 κατά των διακρίσεων

7.

Σκοπός της οδηγίας 2000/43, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, είναι «να θεσπισθεί πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με στόχο να πραγματωθεί στα κράτη μέλη η αρχή της ίσης μεταχείρισης».

8.

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/43 περιέχει, μεταξύ άλλων, τον ακόλουθο ορισμό:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση·

β)

συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

3.   Η παρενόχληση νοείται ως διάκριση κατά την έννοια της παραγράφου 1, εφόσον σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με φυλετική ή εθνοτική καταγωγή με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Στη συνάρτηση αυτή, η έννοια της παρενόχλησης μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτική των κρατών μελών.

[…]»

9.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/43 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«1.   Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[…]

η)

την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμα στο κοινό, και στην παροχή αυτών, συμπεριλαμβανόμενης της στέγασης.

[…]»

10.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 προβλέπει τα εξής, όσον αφορά το βάρος της αποδείξεως:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική δικονομία, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι όταν ένα πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσάγει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, θα εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.»

11.

Τέλος, πρέπει να γίνει μνεία και της αιτιολογικής σκέψεως 16 της οδηγίας 2000/43:

«Είναι σημαντικό να προστατεύονται όλα τα φυσικά πρόσωπα από διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής. Τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να παρέχουν, όταν χρειάζεται και σύμφωνα με τις εθνικές τους παραδόσεις και πρακτικές, προστασία στα νομικά πρόσωπα όταν υφίστανται διακριτική μεταχείριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής των μελών τους.»

2. Οι οδηγίες σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση

12.

Η οδηγία 2006/32 αποσκοπούσε στη βελτίωση της αποδόσεως κατά την τελική χρήση της ενέργειας στα κράτη μέλη με διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδόσεως για τους τελικούς καταναλωτές. Η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας περιείχε, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη διατύπωση:

«Για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση […] Επιπλέον, οι καταναλωτές θα πρέπει να ενθαρρύνονται ενεργά να ελέγχουν τους μετρητές τους τακτικά.»

13.

Εκτός αυτού, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/32 προέβλεπε τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης, και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.

[…]»

14.

Η οδηγία 2009/72 περιέχει κοινούς κανόνες που αφορούν την παραγωγή, τη μεταφορά, τη διανομή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και ορίζει τους κανόνες για την οργάνωση και λειτουργία του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν «κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών», τα οποία, όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, περιλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής.

15.

Σύμφωνα με το παράρτημα I, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/72, που φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την προστασία των καταναλωτών», «τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 [της οδηγίας] έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες

[…]

η)

έχουν στη διάθεσή τους τα δεδομένα κατανάλωσης τους [...]· [και]

θ)

ενημερώνονται δεόντως για την πραγματική κατανάλωση και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αρκετά συχνά ώστε να μπορούν να ρυθμίσουν οι ίδιοι την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. [...] Η δέουσα προσοχή δίδεται στην οικονομική αποδοτικότητα αυτών των μέτρων. […] Δεν επιτρέπεται πρόσθετη χρέωση του καταναλωτή για την εν λόγω υπηρεσία·

[…]».

Β Το βουλγαρικό δίκαιο

16.

Στο πλαίσιο της μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο σειράς πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2000/43, εκδόθηκε στη Βουλγαρία ο νόμος για την προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις ( 7 ) (ZZD) ο οποίος, στο άρθρο 4, προβλέπει τα εξής:

«1.   Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, φυλής, εθνικότητας, εθνοτικής καταγωγής, ανθρώπινου γονιδιώματος, ιθαγένειας, καταγωγής, θρησκείας ή πίστεως, μορφωτικού επιπέδου, πεποιθήσεων, πολιτικής τοποθετήσεως, προσωπικών ή κοινωνικών σχέσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, οικογενειακής καταστάσεως, περιουσιακής καταστάσεως ή κάθε άλλου χαρακτηριστικού το οποίο ορίζεται σε νόμο ή σε διεθνή σύμβαση στην οποία μετέχει η Δημοκρατία της Βουλγαρίας.

2.   Άμεση διάκριση συντρέχει όταν, βάσει των χαρακτηριστικών της παραγράφου 1, σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται δυσμενέστερη μεταχείριση από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο υπό ανάλογες και παρόμοιες συνθήκες.

3.   Έμμεση διάκριση συντρέχει όταν, βάσει των χαρακτηριστικών της παραγράφου 1, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική περιάγει ένα πρόσωπο σε δυσμενέστερη θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.»

17.

Επίσης, το άρθρο 1 των συμπληρωματικών διατάξεων του ZZD ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

[…]

7)

“δυσμενής μεταχείριση”: κάθε συμπεριφορά, κάθε πράξη και κάθε παράλειψη που θίγει κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα·

8)

“βάσει των χαρακτηριστικών που ορίζει το άρθρο 4, παράγραφος 1”: βάσει ενός ή περισσότερων πραγματικών, υποστατών ή προγενέστερων ή τεκμαιρόμενων τέτοιων χαρακτηριστικών προσώπου που υπέστη δυσμενή διάκριση ή προσώπου που συνδέεται με αυτό ή πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνδέεται με αυτό όταν η διάκριση οφείλεται στον εν λόγω δεσμό·

[…]».

18.

Επιπλέον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παραπέμπει και σε άλλες εθνικές διατάξεις του ZZD και του ενεργειακού νόμου ( 8 ) (ZE), οι οποίες παραλείπονται εν προκειμένω.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

Α Τα πραγματικά περιστατικά

19.

Η Α. G. Nikolova διατηρεί ανεξάρτητη ατομική επιχείρηση στον βουλγαρικό Δήμο της Dupnitsa. Συγκεκριμένα, λειτουργεί κατάστημα τροφίμων στη συνοικία «Gizdova mahala» το οποίο ηλεκτροδοτείται από την επιχείρηση CHEZ Razpredelenie Bulgaria ( 9 ).

20.

Η συνοικία Gizdova Mahala είναι γνωστή ως η μεγαλύτερη συνοικία Ρομά της Dupnitsa. Στη συνοικία αυτή κατοικούν κατά κύριο λόγο μέλη της εθνοτικής ομάδας των Ρομά. Η Α. G. Nikolova όμως δεν ανήκει σε αυτήν την ομάδα ( 10 ).

21.

Κατά τα έτη 1999 και 2000, οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος ( 11 ) όλων των καταναλωτών στην εν λόγω συνοικία που εξυπηρετούνται επί του παρόντος από τη CHEZ τοποθετήθηκαν στους στύλους του εναέριου δικτύου παροχής ηλεκτρικού ρεύματος σε ύψος περίπου 6 μέτρων κάτι που καθιστά αδύνατο τον κανονικό οπτικό έλεγχο. Δεν αμφισβητείται ότι τούτη η πρακτική ( 12 ) χρησιμοποιείται μόνο σε συνοικίες στις οποίες κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά και εκεί εφαρμόζεται για όλους τους πελάτες, ανεξαρτήτως του αν αυτοί ανήκουν ή δεν ανήκουν στην εθνοτική ομάδα των Ρομά. Ως λόγοι εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής προβάλλονται οι μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και το συχνό φαινόμενο των παράνομων συνδέσεων με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας στις συνοικίες αυτές. Αντιθέτως, σε άλλες περιοχές οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος είναι τοποθετημένοι σε ύψος 1,70 μέτρων, συνήθως εντός των διαμερισμάτων των καταναλωτών, σε εξωτερικούς τοίχους ή περιφράξεις και είναι ελεύθερα προσβάσιμοι για όλους τους καταναλωτές —ακόμη και για εκείνους που ανήκουν στην εθνοτική ομάδα των Ρομά.

22.

Η CHEZ, προκειμένου να παρασχεθεί στους καταναλωτές η δυνατότητα τουλάχιστον έμμεσου οπτικού ελέγχου ακόμη και στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που τοποθετήθηκαν σε μεγαλύτερο ύψος, ανέλαβε με τους γενικούς όρους συναλλαγών της την υποχρέωση να αποστέλλει χωρίς χρέωση, κατόπιν έγγραφου αιτήματος καταναλωτή, εντός τριών ημερών, ειδικό όχημα με ανυψωτική εξέδρα, με το οποίο συνεργάτες της CHEZ μπορούν να διαβάσουν τις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος. Εντούτοις, ουδείς καταναλωτής μέχρι τώρα έχει υποβάλει σχετικό αίτημα. Εναλλακτικώς, είναι δυνατόν να εγκατασταθεί συσκευή ελέγχου του μετρητή στην οικία του καταναλωτή, εφόσον αυτός καταβάλλει τα σχετικά τέλη. Οι καταναλωτές στις εν λόγω συνοικίες δεν έχουν άλλη δυνατότητα οπτικού ελέγχου του μετρητή.

23.

Κατά τη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής, στα μέσα μαζικής ενημερώσεως γίνεται αναφορά σε νέο είδος μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος με τη δυνατότητα εξ αποστάσεως ελέγχου οι οποίοι, μάλιστα, μπορούν να ενημερώσουν την οικεία επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπτωση προσπάθειας δολιοφθοράς.

Β Η διαφορά της κύριας δίκης

24.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2008 η Α. G. Nikolova άσκησε προσφυγή ενώπιον της βουλγαρικής Επιτροπής για την προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις ( 13 ) (KZD) με αντικείμενο τη δυσμενή διάκριση την οποία εισάγει ενδεχομένως η επίδικη πρακτική της CHEZ. Στην προσφυγή της προέβαλε ότι υπέστη «άμεση διάκριση» λόγω της «εθνικότητάς» της ( 14 ). Επίσης, υποστήριξε ότι οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος που λαμβάνει είναι υπερβολικά αυξημένοι σε σύγκριση προς την πραγματική της κατανάλωση, εικάζοντας ότι η CHEZ χρησιμοποιεί υπερβολικά υψηλή τιμή καταναλώσεως προκειμένου να αντισταθμίσει άλλες ζημίες στην εν λόγω συνοικία. Τέλος, η Α. G. Nikolova επισήμανε ότι η τοποθέτηση των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε σημείο μη προσβάσιμο για κανονικό οπτικό έλεγχο καθιστά αδύνατη για αυτήν την ανάγνωση της ενδείξεως του μετρητή της και τον έλεγχο των λογαριασμών της που αφορούν την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.

25.

Σύμφωνα με τεχνική πραγματογνωμοσύνη την οποία διέταξε το δικαστήριο, στην περίπτωση της Α. G. Nikolova δεν διαπιστώθηκαν μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις ή παράνομη σύνδεση.

26.

Με απόφαση της 6ης Απριλίου 2010, η KZD έκρινε ότι η επίδικη πρακτική συνιστά «έμμεση διάκριση» βάσει του χαρακτηριστικού της «εθνικότητας» και δεν δύναται να δικαιολογηθεί. Ωστόσο, κατόπιν σχετικής αιτήσεως της CHEZ, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Varhoven administrativen sad ( 15 ) με απόφαση της 19ης Μαΐου 2011, ιδίως για τον λόγο ότι δεν ήταν σαφές συγκριτικά με ποια άλλη εθνικότητα υπέστη δυσμενή διάκριση η Α. G. Nikolova. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στην KZD για να κριθεί εκ νέου.

27.

Στις 30 Μαΐου 2012, η KZD έκρινε εκ νέου την υπόθεση και διαπίστωσε ότι συντρέχει «άμεση διάκριση» λόγω της «προσωπικής καταστάσεως» της Α. G. Nikolova. Συναφώς, η KZD στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι η CHEZ επιφύλαξε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στην Α. G. Nikolova λόγω του τόπου εγκαταστάσεως της επιχειρήσεώς της σε σύγκριση με άλλους πελάτες των οποίων οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος είχαν τοποθετηθεί σε σημεία προσβάσιμα για οπτικό έλεγχο. Η KZD επέβαλε στη CHEZ την υποχρέωση να παύσει αυτήν την παράνομη συμπεριφορά, να αποκαταστήσει την ίση μεταχείριση της Α. G. Nikolova και να απέχει στο μέλλον από τέτοιες πρακτικές που εισάγουν διακρίσεις.

28.

Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η CHEZ άσκησε εκ νέου προσφυγή η οποία εκκρεμεί πλέον ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad ( 16 ), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Στην κύρια δίκη, η CHEZ υποστηρίζεται από τη δημόσια βουλγαρική ρυθμιστική επιτροπή για την ενέργεια και το νερό ( 17 ) (DKEVR).

29.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η περίπτωση αυτή δεν πρέπει να εξετασθεί με κριτήριο το στοιχείο της «εθνικότητας» ή της «προσωπικής καταστάσεως», αλλά με βάση το «προστατευόμενο χαρακτηριστικό της «εθνοτικής καταγωγής». Το δικαστήριο τείνει προς την άποψη ότι η Α. G. Nikolova υφίσταται άμεση διάκριση για λόγους εθνοτικής καταγωγής. Η καταγωγή της Α. G. Nikolova από την εθνοτική ομάδα των Ρομά προκύπτει, κατά το δικαστήριο, από το γεγονός ότι η ίδια «ταυτίζεται» με τους Ρομά της συνοικίας της.

IV – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

30.

Με διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Φεβρουαρίου 2014, το Administrativen sad Sofia-grad υπέβαλε στο Δικαστήριο δέκα ιδιαιτέρως εκτενή προδικαστικά ερωτήματα, συγκεκριμένα τα εξής:

«1)

Πρέπει ο όρος “εθνοτική καταγωγή” που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2000/43/EΚ και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει συμπαγή ομάδα Βουλγάρων υπηκόων με καταγωγή Ρομά, όπως οι κάτοικοι της συνοικίας Gizdova mahala” της πόλης Dupnitsa;

2)

Δύναται ο όρος “ανάλογη κατάσταση” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 να βρει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, όπου τα όργανα μετρήσεως εγκαθίστανται σε ύψος 6 έως 7 μέτρων στις συνοικίες Ρομά, ενώ σε άλλες συνοικίες χωρίς συμπαγή πληθυσμό Ρομά εγκαθίστανται κατά κανόνα σε ύψος κατώτερο των 2 μέτρων;

3)

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εγκατάσταση οργάνων μετρήσεως σε ύψος 6 έως 7 μέτρων στις συνοικίες Ρομά συνιστά λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση του πληθυσμού με καταγωγή Ρομά σε σύγκριση προς τον πληθυσμό άλλης εθνοτικής καταγωγής;

4)

Σε περίπτωση που υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση, πρέπει η εν λόγω διάταξη να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης η μεταχείριση αυτή οφείλεται εν όλω ή εν μέρει στο γεγονός ότι αφορά την εθνοτική ομάδα των Ρομά;

5)

Συνάδει με την οδηγία 2000/43 εθνική διάταξη όπως το άρθρο 1, σημείο 7, των συμπληρωματικών διατάξεων του Zakon za zashtita ot diskriminatsia (νόμου περί προστασίας από τις διακρίσεις), κατά την οποία “δυσμενή μεταχείριση” συνιστά κάθε συμπεριφορά, κάθε πράξη και κάθε παράλειψη που θίγει κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα;

6)

Δύναται ο όρος “εκ πρώτης όψεως ουδέτερη πρακτική” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 να εφαρμοσθεί ως προς την πρακτική της CEZ Razpredelenie Bulgaria AD η οποία συνίσταται στην εγκατάσταση οργάνων μετρήσεως σε ύψος 6 έως 7 μέτρων; Πώς πρέπει να ερμηνεύεται ο όρος “εκ πρώτης όψεως” —υπό την έννοια ότι η πρακτική είναι προδήλως ουδέτερη ή υπό την έννοια ότι αυτή δημιουργεί μόνον την εντύπωση ότι είναι ουδέτερη, δηλαδή είναι φαινομενικώς ουδέτερη;

7)

Επιβάλλεται η ουδέτερη πρακτική να περιαγάγει σε ιδιαιτέρως δυσμενέστερη θέση τα πρόσωπα για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, προκειμένου να συντρέχει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, ή αρκεί η εν λόγω πρακτική να θίγει απλώς πρόσωπα συγκεκριμένης εθνοτικής καταγωγής; Συνάδει, συναφώς, με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 εθνική διάταξη όπως το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ZZD, κατά το οποίο έμμεση διάκριση συντρέχει όταν ένα πρόσωπο περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση βάσει χαρακτηριστικών οριζόμενων στην παράγραφο 1 (περιλαμβανομένης της εθνοτικής καταγωγής);

8)

Πώς πρέπει να ερμηνεύεται ο όρος “θέτει σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα” κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43; Είναι αντίστοιχος του όρου “λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση” που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43 ή καλύπτει μόνον ιδιαιτέρως σημαντικές, πρόδηλες και σοβαρές περιπτώσεις άνισης μεταχειρίσεως; Συνιστά η ως άνω περιγραφόμενη πρακτική, στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαιτέρως δυσμενή θέση; Εάν δεν υφίσταται ιδιαιτέρως σημαντική, πρόδηλη και σοβαρή περίπτωση περιελεύσεως σε δυσμενή θέση, αρκεί τούτο ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο έμμεσης διακρίσεως (χωρίς να εξετασθεί αν η εκάστοτε πρακτική είναι δικαιολογημένη, πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη θεμιτού σκοπού);

9)

Συνάδουν με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2000/43 εθνικές διατάξεις όπως το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του ZZD, που προϋποθέτει “δυσμενέστερη μεταχείριση” για να συντρέχει άμεση διάκριση και “περιέλευση σε δυσμενέστερη θέση” για να συντρέχει έμμεση διάκριση, χωρίς να προβλέπει, όπως η οδηγία, διαφοροποίηση ανάλογα με τη σοβαρότητα της εκάστοτε δυσμενούς μεταχειρίσεως;

10)

Πρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η εν λόγω πρακτική της CEZ Razpredelenie Bulgaria AD δικαιολογείται αντικειμενικώς από την εξασφάλιση της ακεραιότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και την ορθή μέτρηση της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας; Είναι πρόσφορη αυτή η πρακτική ακόμη και υπό το πρίσμα της υποχρεώσεως της καθής να καθιστά δυνατή την ελεύθερη πρόσβαση των καταναλωτών στις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος; Είναι αναγκαία αυτή η πρακτική, εφόσον δημοσιεύσεις στα μέσα μαζικής ενημερώσεως έχουν καταστήσει γνωστές άλλες προσιτές, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, μεθόδους για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των οργάνων μετρήσεως;»

31.

Στην έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου συμμετείχαν με υπομνήματα η CHEZ, η Α. G. Nikolova, η KZD, η Βουλγαρική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ίδιοι συμμετέχοντες, πλην της KZD, εκπροσωπήθηκαν και στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Ιανουαρίου 2015.

V – Νομική εκτίμηση

32.

Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης βάσει ορισμένων κριτηρίων και ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την —απαγορευόμενη στο εσωτερικό δίκαιο— διάκριση λόγω «εθνικότητας» και λόγω «προσωπικής καταστάσεως». Ωστόσο, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, τίθεται μόνον το ζήτημα αν πρακτική όπως η επίδικη στην κύρια δίκη εισάγει διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43. Εν τέλει και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σκοπεί μόνο στη διευκρίνιση αυτού του ζητήματος που απασχολεί το Administrativen sad Sofia-grad.

33.

Είναι σκόπιμη η θεματική ταξινόμηση του εκτενούς καταλόγου ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου και η διάκριση μεταξύ του πεδίου εφαρμογής της απαγορεύσεως διακρίσεων (βλ., ακολούθως, ενότητα A), της έννοιας της διακρίσεως (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα B), καθώς και των λόγων ενδεχόμενης δικαιολογήσεως της επίδικης πρακτικής (βλ. σχετικά, κατωτέρω, ενότητα Γ).

Α Το πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής

34.

Πρώτον, πρέπει να εξετασθεί αν πραγματικά περιστατικά όπως αυτά της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής βάσει της οδηγίας 2000/43.

35.

Όπως αναγνωρίζει το αιτούν δικαστήριο, δεν υπέβαλε χωριστό ερώτημα για το ζήτημα αυτό, πέραν της μάλλον υπαινικτικής αναφοράς σε «συμπαγή ομάδα Βουλγάρων υπηκόων με καταγωγή Ρομά» στο πρώτο ερώτημα. Εντούτοις, σύμφωνα με το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο προσδοκά από το Δικαστήριο να λάβει σαφή θέση ως προς το αν πρακτική όπως η επίδικη στην κύρια δίκη καλύπτεται από την απαγόρευση διακρίσεων.

1. Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής

36.

Η CHEZ είναι η μοναδική εκ των μετεχόντων στη διαδικασία που υποστηρίζει ότι η επίδικη πρακτική ουδόλως εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

37.

Το επιχείρημα αυτό, στο οποίο μάλιστα είχε στηριχθεί ήδη η οικεία επιχείρηση στην υπόθεση Belov, είναι άστοχο.

38.

Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της παροχής αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα στο κοινό, συγκαταλέγεται στους τομείς στους οποίους η διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής απαγορεύεται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2000/43.

39.

Εξάλλου, όπως ανέλυσα ήδη στην υπόθεση Belov ( 18 ), προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς διακρίσεις δεν μπορεί να γίνεται παρά μόνον εάν και οι συνολικοί όροι υπό τους οποίους παρέχεται το ηλεκτρικό ρεύμα στους καταναλωτές έχουν διαμορφωθεί χωρίς διακρίσεις. Η διάθεση μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος συνιστά τμήμα αυτών των συνολικών όρων βάσει των οποίων η CHEZ προμηθεύει ηλεκτρική ενέργεια στους πελάτες της.

40.

Περαιτέρω, η ρύθμιση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της ενημερώσεως των τελικών καταναλωτών σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μέσω μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος εμπίπτει στους τομείς για τους οποίους είναι αρμόδιος ο νομοθέτης της Ένωσης. Επομένως, πληρούται και η αρχική προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, κατά την οποία η οδηγία 2000/43 εφαρμόζεται μόνον εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ένωση ( 19 ).

41.

Κατά συνέπεια, η επίδικη πρακτική εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43.

2. Το προσωπικό πεδίο εφαρμογής

42.

Στην προκειμένη περίπτωση, πολύ πιο ενδιαφέρον από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής είναι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 το οποίο θα εξετάσω στη συνέχεια. Το αιτούν δικαστήριο θίγει τούτο το ζήτημα στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπου κάνει λόγο για «συμπαγή ομάδα Βουλγάρων υπηκόων με καταγωγή Ρομά» και συμπληρώνει ότι οι Ρομά στη Βουλγαρία απολαύουν του καθεστώτος εθνικής μειονότητας.

43.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται δεκτό ότι οι Ρομά συνιστούν ανεξάρτητη εθνοτική ομάδα, η οποία μάλιστα χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Υπέρ της προσεγγίσεως αυτής έχει ταχθεί κυρίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ( 20 ). Η νομολογία του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής που θεσπίζει το δίκαιο της Ένωσης και η οποία κατοχυρώνεται στο πρωτογενές δίκαιο με το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ( 21 ).

44.

Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η διαπίστωση και μόνον ότι οι Ρομά συνιστούν ανεξάρτητη εθνοτική ομάδα δεν παρέχει ικανοποιητική απάντηση στο ζήτημα περί του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2000/43. Επιβάλλεται να διευκρινισθεί επίσης αν και κατά πόσον μπορεί ένα πρόσωπο στη θέση της Α. G. Nikolova, υπό συνθήκες όπως οι περιγραφόμενες στην κύρια δίκη, να επικαλεσθεί την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής.

α) Είναι δυνατόν η προσφεύγουσα να θεωρηθεί ως Ρομά;

45.

Αφετηρία των σχετικών εκτιμήσεων πρέπει να είναι ότι, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, όλα τα μέλη εθνοτικής ομάδας απολαύουν προστασίας από κάθε διάκριση για λόγους εθνοτικής καταγωγής.

46.

Ωστόσο, η περίπτωση της Α. G. Nikolova, με την προσφυγή της οποίας κινήθηκε η κύρια δίκη, διακρίνεται λόγω της ιδιαιτερότητας ότι η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε ρητώς ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν έχει εθνοτική καταγωγή Ρομά.

47.

Μολονότι απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να εφαρμόσει το δίκαιο —συμπεριλαμβανομένου και του δικαίου της Ένωσης—, το Δικαστήριο έχει καθήκον να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα εκείνα τα στοιχεία που θα του ήταν χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ( 22 ).

48.

Συναφώς, επιβάλλεται να τονισθεί ότι βάσει της συμπεριφοράς της Α. G. Nikolova στην κύρια δίκη και ιδίως βάσει της προβαλλόμενης εκ μέρους της αιτιάσεως περί διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής δεν πρέπει να συναχθεί το βεβιασμένο συμπέρασμα ότι ανήκει και αυτή στην εθνοτική ομάδα των Ρομά.

49.

Ασφαλώς, η Α. G. Nikolova μπορεί να «ταυτίζεται» με τους Ρομά στη Gizdova Mahala, καθόσον θίγεται —όπως και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της εν λόγω συνοικίας— από την επίδικη πρακτική και τον στιγματισμό. Τούτο όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η Α. G. Nikolova θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέλος της εθνοτικής ομάδας των Ρομά. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η Α. G. Nikolova βάλλει απλώς ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών κατά της πρακτικής η οποία θίγει και τους Ρομά στη συνοικία Gizdova Mahala. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή συμπερασμάτων ως προς την εθνοτική της καταγωγή.

50.

Εν αμφιβολία, ο αυτοπροσδιορισμός των ενδιαφερομένων είναι και παραμένει εν τέλει κρίσιμος για την εκτίμηση του αν πρέπει να θεωρηθούν ή όχι ως μέλη της εν λόγω εθνοτικής ομάδας ( 23 ).

51.

Επομένως, με την επιφύλαξη των διαπιστώσεων στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, θα λάβω ως δεδομένο στο εξής —βάσει των δηλώσεων της ιδίας της Α. G. Nikolova ενώπιον του Δικαστηρίου μας— ότι η Α. G. Nikolova δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μέλος της εθνοτικής ομάδας των Ρομά.

β) Είναι δυνατόν η προσφεύγουσα να θεωρηθεί ως «υφιστάμενη δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως»;

52.

Το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα, κατά τα φαινόμενα, δεν είναι μέλος της εθνοτικής ομάδας των Ρομά δεν αποκλείει επ’ ουδενί τη δυνατότητά της να επικαλεσθεί την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής στο πλαίσιο πραγματικών περιστατικών όπως αυτά της κύριας δίκης.

53.

Συγκεκριμένα, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ούτε το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ούτε το γράμμα της οδηγίας 2000/43, σε πολλές γλωσσικές αποδόσεις, περιορίζουν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνο σε πρόσωπα που υφίστανται διάκριση λόγω «της» φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής «τους» (δηλαδή της δικής τους καταγωγής) ( 24 ). Αντιθέτως, οι σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης είναι διατυπωμένες κατά τρόπο πιο γενικό και απαγορεύουν κάθε διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

54.

Αυτή η μικρή αλλά λεπτή διαφορά διατυπώσεως δεν είναι ασήμαντη. Έχει ιδιαίτερη σημασία για την ερμηνεία και την εφαρμογή της απαγορεύσεως διακρίσεων, της οποίας το πεδίο εφαρμογής δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικώς ( 25 ). Η ευρεία αυτή διατύπωση συνάδει με τον γενικό σκοπό θεσπίσεως πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων (άρθρο 1 της οδηγίας 2000/43) και καθιστά δυνατή την επίκληση της απαγορεύσεως διακρίσεων ακόμη και από πρόσωπα που υφίστανται δυσμενή διάκριση μόνον εξ αντανακλάσεως.

55.

Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ήδη μία φορά —στην απόφαση Coleman—, σε σχέση με ειδικές ανάγκες, το δικαίωμα προστασίας από αυτήν την ιδιαίτερη μορφή δυσμενούς διακρίσεως η οποία στη γαλλική γλώσσα χαρακτηρίζεται πολύ εύστοχα ως «discrimination par association» ή «discrimination par ricochet» ( 26 ).

56.

Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν στην απόφαση Coleman μπορούν να μεταφερθούν άνευ ετέρου στην προκειμένη περίπτωση, μολονότι δεν αφορούσαν την οδηγία 2000/43 αλλά τη συναφή οδηγία 2000/78 ( 27 ). Πράγματι, αμφότερες αυτές οι ομοειδείς οδηγίες συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενο των κρίσιμων, εν προκειμένω, σημείων και συνιστούν εν τέλει έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η οποία συγκαταλέγεται στις βασικές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 28 ).

57.

«Δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως» υφίσταται πρωτίστως όποιος έχει στενή προσωπική σχέση με φορέα ενός εκ των χαρακτηριστικών που παρατίθενται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στις οδηγίες κατά των διακρίσεων. Η υπόθεση Coleman, παραδείγματος χάριν, αφορούσε εργαζόμενη η οποία έγινε αποδέκτης εχθρικής συμπεριφοράς στο περιβάλλον εργασίας λόγω των ειδικών αναγκών του υιού της ( 29 ).

58.

Ωστόσο, η ύπαρξη τέτοιου προσωπικού δεσμού δεν αποτελεί το μοναδικό πιθανό σημείο αναφοράς προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πρόσωπο υφίσταται «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως». Αντιθέτως, η δυνατότητα του εξεταζόμενου μέτρου να εισαγάγει «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως» ενδέχεται να ενυπάρχει σε αυτό και συγκεκριμένα όταν το μέτρο τούτο, λόγω της γενικής και συλλογικής του φύσεως, μπορεί να θίξει όχι μόνον τους φορείς ενός εκ των χαρακτηριστικών που παρατίθενται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στις οδηγίες κατά των διακρίσεων, αλλά και άλλα πρόσωπα —τρόπον τινά, ως «παράπλευρη ζημία».

59.

Ας υποτεθεί ότι ομάδα έξι προσώπων επιθυμεί να γευματίσει από κοινού σε εστιατόριο, αλλά δεν εξυπηρετείται λόγω του χρώματος ενός εκ των προσώπων. Είναι εύλογο ότι το ρατσιστικό αυτό συμβάν δεν συνιστά μόνο δυσμενή διάκριση εις βάρος του ενός, πρωτευόντως θιγόμενου, προσώπου, αλλά και «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως» έναντι των λοιπών πέντε προσώπων. Συγκεκριμένα, το ανωτέρω ρατσιστικό κίνητρο έχει ως αποτέλεσμα να μην εξυπηρετηθεί κανένας εξ αυτών στο εστιατόριο. Συναφώς, δεν έχει ουσιαστική σημασία αν πρόκειται για μέλη μίας οικογένειας ή ομάδα φίλων ή επιχειρηματιών οι οποίοι ενδέχεται να συναντιούνται πρώτη φορά.

60.

Παρόμοια είναι και η προκειμένη περίπτωση: η επίδικη πρακτική της CHEZ καλύπτει, κατά τρόπο γενικό και συλλογικό, όλα τα πρόσωπα τα οποία προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια από την εν λόγω επιχείρηση στη Gizdova Mahala. Εάν αποδειχθεί εν συνεχεία ότι τούτη η πρακτική συνδέεται με δυσμενή διάκριση εις βάρος των Ρομά που κατοικούν στη συγκεκριμένη συνοικία ( 30 ), ο γενικός και συλλογικός χαρακτήρας της πρακτικής θα συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι «δυσμενή διάκριση υφίστανται εξ αντανακλάσεως» και πρόσωπα τα οποία δεν είναι Ρομά. Πράγματι, τα πρόσωπα αυτά υφίστανται ακριβώς τον ίδιο στιγματισμό λόγω του γενικού και συλλογικού αυτού μέτρου όπως και οι Ρομά. Εκτίθενται, δηλαδή, ομοίως σε ένα ταπεινωτικό περιβάλλον δυσμενών διακρίσεων στη διαμόρφωση του οποίου συμβάλλει η επίδικη πρακτική ( 31 ).

61.

Συνεπώς, η Α. G. Nikolova, ως προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δύναται να επικαλεσθεί την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής ακόμη και αν η ίδια δεν είναι μέλος της εθνοτικής ομάδας των Ρομά ( 32 ).

γ) Είναι δυνατόν η προσφεύγουσα να επικαλεσθεί την απαγόρευση διακρίσεων δεδομένης της επιχειρηματικής της ιδιότητας;

62.

Τέλος, επιβάλλεται να εξετασθεί μήπως η επίκληση της απαγορεύσεως διακρίσεων από την Α. G. Nikolova αποκλείεται για τον λόγο ότι, κατά τα φαινόμενα, δεν κατοικεί στη συνοικία Gizdova Mahala, αλλά μόνο διατηρεί εκεί κατάστημα τροφίμων.

63.

Μολονότι ούτε το αιτούν δικαστήριο ούτε οι μετέχοντες στη διαδικασία εξετάζουν ιδιαιτέρως το ζήτημα αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχεται στις επιχειρήσεις δεν είναι οπωσδήποτε τόσο ευρεία όσο εκείνη της οποίας απολαύουν οι ιδιώτες.

64.

Εντούτοις, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα προσώπων με επιχειρηματική ιδιότητα να επικαλεσθούν την απαγόρευση διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής. Τόσο στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όσο και στην οδηγία 2000/43 δεν υφίσταται ρύθμιση ή έστω σχετική ένδειξη ότι από τις δυσμενείς διακρίσεις προστατεύονται μόνον ιδιώτες, εξαιρουμένης της τυχόν οικονομικής τους δραστηριότητας.

65.

Αντιθέτως, είναι λογικό ότι πρόσωπα που ασκούν οικονομική δραστηριότητα εκτίθενται ποικιλοτρόπως στον κίνδυνο να υποστούν δυσμενείς διακρίσεις λόγω συγκεκριμένων προσωπικών ιδιοτήτων —ιδίως λόγω των χαρακτηριστικών που απαριθμούνται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στις οδηγίες κατά των διακρίσεων. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση διακρίσεων, όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται στην οδηγία 2000/43, ισχύει ρητώς και στον τομέα της απασχολήσεως και της επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει μάλιστα από τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της απαγορεύσεως στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ. Εν ανάγκη, μάλιστα, ακόμη και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να τύχουν προστασίας από τις διακρίσεις ( 33 ).

66.

Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα λειτουργεί το κατάστημά της τροφίμων στη Gizdova Mahala ως ατομική επιχείρηση. Επομένως, με την επιφύλαξη των διαπιστώσεων στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να ληφθεί ως δεδομένο ότι η Α. G. Nikolova είναι κατά κανόνα προσωπικώς παρούσα στο κατάστημα όπου εργάζεται και για τον λόγο αυτόν εκτίθεται, υπό την ιδιότητά της ως φυσικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, στην επίδικη πρακτική —και στον συνακόλουθο στιγματισμό— ομοίως με τους ανθρώπους που κατοικούν και ζουν στην εν λόγω συνοικία.

67.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα θίγεται από την επίδικη πρακτική μόνο σε σχέση με την ιδιότητά της ως ασκούσα ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα δεν δύναται να αποκλείσει την εφαρμογή της απαγορεύσεως διακρίσεων στην προκειμένη περίπτωση.

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

68.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, λοιπόν, πραγματικά περιστατικά όπως αυτά της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης απαγορεύσεως διακρίσεων για λόγους εθνοτικής καταγωγής βάσει της οδηγίας 2000/43.

Β Η έννοια της διακρίσεως

69.

Δεύτερον, επιβάλλεται να εξετασθεί αν η επίδικη πρακτική έχει ως αποτέλεσμα διάκριση —ορθότερα: άνιση μεταχείριση— για λόγους εθνοτικής καταγωγής. Όπως προκύπτει από το δεύτερο έως το ένατο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο αδυνατεί να κρίνει ποιες νομικές προϋποθέσεις απαιτούνται για τη διαπίστωση τέτοιας διακρίσεως καθώς και αν θα πρόκειται, εν ανάγκη, για άμεση ή έμμεση διάκριση.

70.

Συναφώς, οι μετέχοντες στη διαδικασία είναι φυσικό να διαφωνούν. Ενώ η Α. G. Nikolova υποστηρίζει ότι πρόκειται περί άμεσης διακρίσεως, η Βουλγαρική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τείνουν προς την αναγνώριση έμμεσης διακρίσεως. Η KZD επισημαίνει απλώς την απόφασή της στο πλαίσιο της κύριας δίκης και η CHEZ, κατά την οποία η οδηγία 2000/43 δεν μπορεί καν να εφαρμοσθεί, προβαίνει σε γενικές εκτιμήσεις επί της έννοιας της διακρίσεως.

71.

Από νομικής απόψεως, βαρύνουσα σημασία έχει η οριοθέτηση μεταξύ άμεσης και έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως πρωτίστως για τον λόγο ότι οι δυνατότητες δικαιολογήσεώς της ποικίλλουν ανάλογα με το εάν η άνιση μεταχείριση που προϋποθέτουν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή ( 34 ).

72.

Οι δυνατότητες δικαιολογήσεως έμμεσης άνισης μεταχειρίσεως προβλέπονται κατά τρόπο πολύ γενικό στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 («δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό»), ενώ άμεση διάκριση δύναται να δικαιολογηθεί μόνο «σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις» ( 35 ), συγκεκριμένα λόγω (μη κρίσιμων στην προκειμένη περίπτωση) «ουσιαστικών και καθοριστικών επαγγελματικών προϋποθέσεων» κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας.

73.

Εντεύθεν συνάγεται ότι οι πιθανοί στόχοι, που μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δικαιολογήσουν την άμεση άνιση μεταχείριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, παρουσιάζουν πολύ μικρότερη ποικιλία από αυτούς που μπορούν να δικαιολογήσουν την έμμεση άνιση μεταχείριση, έστω και αν οι απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο έλεγχος αναλογικότητας είναι κατ’ ουσίαν οι ίδιες.

74.

Το κατά πόσον περιστατικά όπως αυτά της κύριας δίκης δύνανται να οδηγήσουν στη διαπίστωση άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως θα πρέπει να το κρίνει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, διότι μόνο σε αυτό απόκειται η διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και η εφαρμογή του δικαίου στη συγκεκριμένη περίπτωση ( 36 ). Το Δικαστήριο δύναται όμως να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα χρήσιμα στοιχεία που θα το διευκολύνουν στην επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ( 37 ). Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που εκφράζονται, συναφώς, στη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής και των προβαλλόμενων αποκλίσεων στη νομολογία των βουλγαρικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο θα πρέπει να παράσχει τέτοιου είδους στοιχεία.

1. Προκαταρκτική παρατήρηση: δεν απαιτείται να θίγονται δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα

75.

Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξετασθεί εν συντομία αν η διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής δύναται να διαπιστωθεί ανεξάρτητα από το αν θίγονται κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα. Το αιτούν δικαστήριο θέτει το εν λόγω ζήτημα στο πλαίσιο του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος. Τούτο στηρίζεται στο ότι βάσει του άρθρου 1, σημείο 7, των συμπληρωματικών διατάξεων του ZZD, «δυσμενής μεταχείριση» υφίσταται μόνον όταν θίγονται «κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα».

76.

Όπως επισήμανα ήδη στην υπόθεση Belov ( 38 ), η διαπίστωση τόσο άμεσης όσο και έμμεσης διακρίσεως δεν προϋποθέτει να θίγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα ή συμφέροντα που έχουν κατοχυρωθεί με νόμο. Αντιθέτως, αρκεί να υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ή μειονεκτική θέση, ανεξαρτήτως του αν, σε σχέση με την προκαλούμενη μεταχείριση ή μειονεκτική θέση, θίγονται δικαιώματα ή συμφέροντα και, σε καταφατική περίπτωση, ανεξαρτήτως του ποια είναι αυτά. Πολύ περισσότερο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη διακρίσεως δεν προϋποθέτει ούτε καν την ύπαρξη συγκεκριμένου θύματος της διακρίσεως ( 39 ).

77.

Κατά συνέπεια, για να γίνει δεκτή η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως αρκεί οποιαδήποτε μεταχείριση προσώπου ή ομάδας προσώπων που είναι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων. Η καθιέρωση πρόσθετων, μη προβλεπόμενων στην οδηγία 2000/43 προϋποθέσεων δεν συμβιβάζεται με το επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη της Ένωσης υψηλό επίπεδο προστασίας.

78.

Κατά συνέπεια, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

79.

Μόνο χάριν πληρότητας επισημαίνω συμπληρωματικώς ότι η προκειμένη περίπτωση αφορά προδήλως δικαιώματα και έννομα συμφέροντα προσώπων εγκατεστημένων στη Gizdova Mahala σε σχέση με την ηλεκτρική ενέργεια που προμηθεύονται. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα αυτά, ως τελικοί καταναλωτές, πρέπει να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα της καταναλώσεώς τους, όπως προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και να ενημερώνονται δεόντως για την πραγματική κατανάλωση και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αρκετά συχνά ώστε να μπορούν να ρυθμίσουν εξ ιδίων τη σχετική κατανάλωση ( 40 ). Τούτο το προστατευόμενο έννομο συμφέρον των καταναλωτών στην Gizdova Mahala θίγουν πρακτικές όπως η επίδικη στην κύρια δίκη.

2. Επί της άμεσης διακρίσεως

80.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43, συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής [του] ( 41 ), σε ένα πρόσωπο επιφυλάσσεται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε ένα άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση.

81.

Ούτε από τη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής ούτε από τις παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία προκύπτουν οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η επίδικη πρακτική επελέγη ειδικώς λόγω της εθνοτικής καταγωγής των κατοίκων της Gizdova Mahala ή οφείλεται σε γεγονός που συνδέεται άρρηκτα με την εθνοτική τους καταγωγή.

82.

Ασφαλώς, η διαπίστωση άμεσης διακρίσεως για λόγους εθνοτικής καταγωγής δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι η επίδικη πρακτική πρέπει να είχε εξαρχής ως σκοπό την εισαγωγή διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής. Αντιθέτως, η ύπαρξη άμεσης διακρίσεως πρέπει να γίνεται δεκτή ακόμη και όταν μέτρο είναι φαινομενικώς ουδέτερο, αλλά στην πραγματικότητα θίγει ή μπορεί να θίξει μόνον πρόσωπα που φέρουν συγκεκριμένο χαρακτηριστικό εξ αυτών που παρατίθενται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στις οδηγίες κατά των διακρίσεων.

83.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία, σε σχέση με άλλες απαγορεύσεις διακρίσεων, να αναγνωρίσει άμεση διάκριση λόγω φύλου σε περίπτωση συσχετισμού με εγκυμοσύνη, καθόσον η κατάσταση αυτή αφορά μόνον τις γυναίκες ( 42 ), καθώς και να εκλάβει ως άμεση διάκριση λόγω ηλικίας ρυθμίσεις που συνδέονται με το δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος, διότι αυτές μπορούν να λειτουργήσουν μόνον προς όφελος ή εις βάρος προσώπων συγκεκριμένης ηλικίας ( 43 ). Ομοίως, το Δικαστήριο δέχεται ότι συντρέχει άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού όταν πρόσωπα του ιδίου φύλου που αποκλείονται από τον θεσμό του γάμου και έχουν συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβιώσεως, παρόμοια με γάμο, στερούνται προνόμιο το οποίο προβλέπεται για έγγαμους ( 44 ).

84.

Εν προκειμένω, πάντως, δεν υφίστανται αντίστοιχες περιστάσεις.

85.

Βεβαίως, η επίδικη πρακτική χρησιμοποιείται de facto μόνο σε συνοικίες όπως η Gizdova Mahala, όπου κατοικεί κατά κύριο λόγο συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Δεν αφορά όμως επ’ ουδενί μόνον τα μέλη αυτής της εθνοτικής ομάδας —εν προκειμένω: των Ρομά—, αλλά εφαρμόζεται και για όλους τους άλλους πελάτες της επιχειρήσεως ηλεκτρισμού —παραδείγματος χάριν για την Α. G. Nikolova— που κατοικούν στις εν λόγω συνοικίες, ανεξαρτήτως της εθνοτικής καταγωγής τους. Αντιστρόφως, η επίδικη πρακτική δεν θίγει τους Ρομά που ζουν σε άλλες συνοικίες ή περιοχές της χώρας όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο άλλες πληθυσμιακές ομάδες.

86.

Όπως προκύπτει, λοιπόν, η επίδικη πρακτική θίγει τους καταναλωτές που προμηθεύονται ηλεκτρικό ρεύμα από τη CHEZ στη συνοικία Gizdova Mahala μόνο λόγω της ιδιότητάς τους ως κατοίκων της περιοχής αυτής. Τούτη η ιδιότητα δεν είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνοτική καταγωγή τους όπως η εγκυμοσύνη με το φύλο ενός προσώπου, το δικαίωμα λήψεως συντάξεως γήρατος με την ηλικία και η συμβίωση στο πλαίσιο καταχωρισμένης σχέσης με τον γενετήσιο προσανατολισμό ( 45 ).

87.

Υπό αυτές τις συνθήκες, φρονώ ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις άμεσης διακρίσεως ( 46 ). Το γεγονός ότι η επίδικη πρακτική εφαρμόζεται de facto μόνο σε συνοικίες όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά, με αποτέλεσμα να επηρεάζει πάντοτε ιδιαιτέρως τα μέλη αυτής της εθνοτικής ομάδας, εκτιμώ ότι δεν αρκεί, αυτό μόνο ώστε να αντιστραφεί το βάρος αποδείξεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43 με σκοπό την αναγνώριση άμεσης διακρίσεως για λόγους εθνοτικής καταγωγής.

88.

Ασφαλώς, επιβάλλεται να εξετασθεί επίσης αν το ανωτέρω γεγονός καθιστά δυνατή την αναγνώριση έμμεσης διακρίσεως.

3. Επί της έμμεσης διακρίσεως

α) Ο ορισμός της έμμεσης διακρίσεως βάσει της οδηγίας 2000/43

89.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

90.

Όπως προκύπτει από το έκτο, το έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο αντιμετωπίζει ορισμένες δυσχέρειες όσον αφορά την κατανόηση δύο στοιχείων του ως άνω ορισμού της έμμεσης διακρίσεως στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες πρέπει να οφείλονται, τουλάχιστον εν μέρει, στις ιδιαιτερότητες του βουλγαρικού κειμένου της οδηγίας 2000/43: πρόκειται, αφενός, για την έκφραση «εκ πρώτης όψεως» και, αφετέρου, για τη φράση «να θέσει [...] σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα».

91.

Σύμφωνα με τον γενικό σκοπό της οδηγίας 2000/43, ήτοι την εξασφάλιση κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο της προστασίας από δυσμενείς διακρίσεις και την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου προστασίας ( 47 ), κανένα εκ των ανωτέρω λεκτικών στοιχείων δεν επιτρέπεται να ερμηνευθεί ως περιορισμός της έννοιας της διακρίσεως.

92.

Επομένως, η έκφραση «εκ πρώτης όψεως» ( 48 ) στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 μπορεί να ερμηνευθεί μόνον υπό την έννοια ότι πρόκειται για φαινομενικώς ή prima facie ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική. Αντιθέτως, η έκφραση αυτή δεν είναι δυνατόν να έχει την έννοια ότι η επίμαχη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική πρέπει να είναι προδήλως ουδέτερη, όπως εκτιμά μάλλον το αιτούν δικαστήριο. Τούτο θα οδηγούσε στο ιδιαιτέρως παράδοξο αποτέλεσμα να μην διαπιστώνεται έμμεση διάκριση όποτε η εκάστοτε διάταξη, κριτήριο ή πρακτική αποδεικνύεται «λιγότερο ουδέτερη» από την αρχική εκτίμηση. Κατά τον τρόπο αυτόν θα προέκυπτε κενό προστασίας από τις διακρίσεις το οποίο δεν μπορεί να επιδιώκεται σε καμία περίσταση.

93.

Επίσης, η φράση «να θέσει [...] σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα» στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 δεν πρέπει να ερμηνευθεί εσφαλμένως υπό την έννοια ότι έμμεση διάκριση θα ήταν δυνατό να διαπιστωθεί μόνο σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρής δυσμενούς μεταχειρίσεως μελών φυλετικής ή εθνοτικής ομάδας. Αντιθέτως, η φράση αυτή έχει την έννοια ότι η ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως πρέπει να γίνεται δεκτή πάντοτε όταν φαινομενικώς ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική επηρεάζει ορισμένα πρόσωπα —συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής— κατά τρόπο δυσμενέστερο από άλλα πρόσωπα ( 49 ). Δηλαδή, η ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως δεν εξαρτάται από το αν η δυσμενής συνέπεια που υφίστανται πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής είναι ιδιαιτέρως σοβαρή. Η σοβαρότητα της δυσμενούς συνέπειας, ωστόσο, έχει σημασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που αφορά τη δικαιολόγηση των εν λόγω μέτρων: όσο σοβαρότερη είναι η δυσμενής συνέπεια τόσο υψηλότερες είναι οι απαιτήσεις της δικαιολογήσεως.

β) Η εφαρμογή του ορισμού στην προκειμένη περίπτωση

94.

Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, η επίδικη πρακτική εφαρμόζεται αποκλειστικώς σε συνοικίες όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο Ρομά. Ως προς τούτο συμφωνούν και οι μετέχοντες στη διαδικασία. Επομένως, είναι εύλογο ότι η επίδικη πρακτική θίγει ιδίως τα μέλη της εν λόγω εθνοτικής ομάδας.

95.

Επίσης, είναι δεδομένο ότι τέτοια πρακτική επιβαρύνει με δύο τρόπους τους θιγόμενους καταναλωτές: αφενός, καθίστανται πρακτικώς αδύνατοι για αυτούς ή τουλάχιστον δυσχεραίνονται υπερβολικά οι οπτικοί έλεγχοι των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που τους αφορούν. Εάν θέλουν να ενημερώνονται τακτικά για το ηλεκτρικό ρεύμα που καταναλώνουν, η μόνη επιλογή που έχουν στη διάθεσή τους είναι να εγκαταστήσουν στις κατοικίες τους συσκευές ελέγχου του μετρητή καταναλώσεως αναλαμβάνοντας τη σχετική επιπρόσθετη δαπάνη ( 50 ). Αφετέρου, η επίδικη πρακτική είναι ικανή να στιγματίσει, καθόσον μπορεί να δημιουργηθεί στο κοινό η εντύπωση ότι οι θιγόμενοι καταναλωτές θα μπορούσαν να αλλοιώσουν τις ενδείξεις των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος ή θα μπορούσαν να συνδεθούν παρανόμως στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.

96.

Το γεγονός ότι οι Ρομά πρέπει να υποστούν κατά κύριο λόγο τις δυσμενείς συνέπειες που συνοδεύουν την επίδικη πρακτική υποδηλώνει ότι, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της χώρας, οι καταναλωτές στη συνοικία Gizdova Mahala υφίστανται άνιση μεταχείριση η οποία συνδέεται εμμέσως με την εθνοτική καταγωγή τους.

97.

Η ύπαρξη αυτής της έμμεσης άνισης μεταχειρίσεως δεν δύναται να αποκλεισθεί λόγω της ίσης μεταχειρίσεως που επιφυλάσσει η CHEZ σε όλους τους καταναλωτές εντός της συνοικίας Gizdova Mahala.

98.

Ασφαλώς, η επίδικη πρακτική θίγει ομοίως όλους τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι εγκατεστημένοι στην εν λόγω συνοικία, ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι μέλη της εθνοτικής ομάδας των Ρομά. Εντούτοις, στο πλαίσιο της προκειμένης εξετάσεως για τη διαπίστωση διακρίσεως δεν είναι κρίσιμη η σύγκριση μεταξύ προσώπων που υφίστανται την ίδια δυσμενή συνέπεια, αλλά η σύγκριση μεταξύ των προσώπων που υφίστανται δυσμενή μεταχείριση, αφενός, και εκείνων που δεν την υφίστανται, αφετέρου.

99.

Από τη σύγκριση με τους πελάτες της επιχειρήσεως ηλεκτρισμού που βρίσκονται εκτός της εν λόγω συνοικίας προκύπτει σαφώς ότι η επίδικη πρακτική στο πλαίσιο της προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος έχει ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση εις βάρος των καταναλωτών στην Gizdova Mahala ( 51 ) οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο Ρομά.

100.

Η CHEZ αντιτείνει ότι η κατάσταση των καταναλωτών εντός και εκτός της συνοικίας Gizdova Mahala δεν είναι συγκρίσιμη και, ως εκ τούτου, η επίδικη πρακτική δεν δύναται να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση.

101.

Η άποψη αυτή πρέπει να απορριφθεί. Βεβαίως, στη συγκεκριμένη συνοικία μπορεί να έχουν σημειωθεί πολυάριθμες περιπτώσεις μη εξουσιοδοτημένων παρεμβάσεων στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και παράνομων ρευματοληψιών, ενώ τούτο δεν έχει παρατηρηθεί σε άλλες περιοχές. Ωστόσο, το συμφέρον των καταναλωτών να ελέγχουν τους μετρητές τους καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια χωρίς να στιγματίζονται είναι το ίδιο τόσο εντός όσο και εκτός της εν λόγω συνοικίας. Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, η κατάσταση όλων των καταναλωτών που εξυπηρετούνται από τη CHEZ είναι συγκρίσιμη. Το γεγονός ότι σε συγκεκριμένες περιοχές είναι πιο συχνές οι παράνομες παρεμβάσεις στους μετρητές καταναλώσεως και στο δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος θα ληφθεί υπόψη, εν ανάγκη, στο πλαίσιο της δικαιολογήσεως της επίδικης πρακτικής ( 52 ). Το γεγονός αυτό όμως δεν αναιρεί τη συγκρισιμότητα των καταστάσεων των καταναλωτών.

γ) Είναι δυνατόν η διαπίστωση «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» να στηριχθεί σε απλώς έμμεση άνιση μεταχείριση;

102.

Τέλος, επιβάλλεται να εξετασθεί συνοπτικώς αν η διαπίστωση έμμεσης διακρίσεως στην προκειμένη περίπτωση αποκλείεται για τον λόγο ότι, κατά τα φαινόμενα, η ίδια η Α. G. Nikolova, ως προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δεν είναι μέλος της εθνοτικής ομάδας των Ρομά, αλλά απλώς καλύπτεται από την επίδικη πρακτική ως ιδιοκτήτρια καταστήματος τροφίμων στη συνοικία Gizdova Mahala. Τίθεται το ζήτημα, λοιπόν, αν η δυσμενής μεταχείριση των Ρομά στη συνοικία Gizdova Mahala, εφόσον αυτή συνδέεται μόνον εμμέσως με την εθνοτική τους καταγωγή, επαρκεί ως έρεισμα για να στηριχθεί η διαπίστωση ότι η Α. G. Nikolova υφίσταται «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως». Δηλαδή, πρέπει να διευκρινισθεί αν στο πλαίσιο έμμεσης διακρίσεως μπορεί να γίνει δεκτή, από νομικής απόψεως, η ύπαρξη «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» ( 53 ).

103.

Η CHEZ υποστηρίζει ότι «δυσμενής διάκριση εξ αντανακλάσεως» είναι δυνατόν να γίνει δεκτή μόνο στο πλαίσιο άμεσης διακρίσεως και όχι στο πλαίσιο έμμεσης διακρίσεως.

104.

Δεν συμφωνώ με την ανωτέρω άποψη. Ασφαλώς, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να εξετάσει, μέχρι τούδε, το ζήτημα της «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» μόνο σε σχέση με περίπτωση άμεσης διακρίσεως ( 54 ). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η διαπίστωση «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» θα αποκλειόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε περίπτωση έμμεσης διακρίσεως.

105.

Διαρθρωτικές ιδιαιτερότητες της έμμεσης διακρίσεως με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, οι οποίες δεν θα συνηγορούσαν υπέρ της αναγνωρίσεως ενός προσώπου ως υφιστάμενου «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως», δεν προβλήθηκαν από κανέναν μετέχοντα στη διαδικασία ούτε είναι πρόδηλες.

106.

Φρονώ, άλλωστε, ότι είναι δίκαιο η «δυσμενής διάκριση εξ αντανακλάσεως» να αναγνωρίζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο σε σχέση με την άμεση διάκριση όσο και σε σχέση με την έμμεση διάκριση.

107.

Τούτο μπορεί να αποσαφηνισθεί βάσει ενός παραδείγματος που αφορά συναφές χαρακτηριστικό διακρίσεως το οποίο περιλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων: εάν επιχείρηση παρέχει στα τέκνα μόνον των ανδρών και όχι των γυναικών εργαζομένων το δικαίωμα λήψεως συγκεκριμένης κοινωνικής ωφέλειας —παραδείγματος χάριν, τη φοίτηση σε νηπιαγωγείο της επιχειρήσεως—, συντρέχει άμεση διάκριση λόγω του φύλου των εργαζομένων. Αντιθέτως, εάν η εν λόγω ωφέλεια εξασφαλίζεται μόνο στα τέκνα των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως έναντι των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως, συντρέχει έμμεση διάκριση λόγω του φύλου των εργαζομένων, καθόσον οι μερικώς απασχολούμενοι εργαζόμενοι —ως είθισται— είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες, ενώ οι πλήρως απασχολούμενοι είναι κατά κύριο λόγο άνδρες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τα τέκνα της ομάδας εργαζομένων που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση υφίστανται «δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως». Το ότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για άμεση διάκριση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται «απλώς» για έμμεση διάκριση λόγω του φύλου των εργαζομένων δεν συνεπάγεται καμία ουσιαστική διαφορά όσον αφορά τα τέκνα.

108.

Επίσης, η πρακτική ασφαλιστικού φορέα να ζητεί εν γένει αυξημένα ασφάλιστρα σε συγκεκριμένες συνοικίες μπορεί να εισάγει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όταν ο πληθυσμός στις συνοικίες αυτές αποτελείται κατά κύριο λόγο από μέλη συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας, συγκεκριμένης εισοδηματικής κατηγορίας ή συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας. Ακόμη και αν ορισμένοι κάτοικοι των συνοικιών αυτών δεν ανήκουν στην εν λόγω εθνοτική ομάδα, εισοδηματική κατηγορία ή θρησκευτική κοινότητα, θα υποστούν δυσμενή διάκριση εξ αντανακλάσεως, διότι τα αυξημένα ασφάλιστρα θα εφαρμοσθούν και ως προς αυτούς.

109.

Οι ιδιαιτερότητες της έμμεσης διακρίσεως —και εκείνες της «έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως»— λαμβάνονται υπόψη αρκούντως σε όλες τις περιπτώσεις, καθόσον οι πιθανοί σκοποί που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για τη δικαιολόγηση έμμεσης διακρίσεως παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλομορφία από εκείνους που μπορούν να στηρίξουν τη δικαιολόγηση άμεσης άνισης μεταχειρίσεως ( 55 ).

4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

110.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, λοιπόν, σε περίπτωση πραγματικών περιστατικών όπως αυτά της κύριας δίκης, συντρέχει έμμεση άνιση μεταχείριση για λόγους εθνοτικής καταγωγής. Επομένως, πιθανολογείται έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43.

Γ Οι λόγοι ενδεχόμενης δικαιολογήσεως της επίδικης πρακτικής

111.

Τρίτον, επιβάλλεται να εξετασθεί, εν τέλει, αν πρακτική όπως η επίδικη στην κύρια δίκη επιδέχεται αντικειμενική δικαιολόγηση.

112.

Η διερεύνηση αυτού του ζητήματος προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι στην προκειμένη περίπτωση —και σύμφωνα με τις ανωτέρω επισημάνσεις μου ( 56 )— θα γίνει δεκτή η ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως για λόγους εθνοτικής καταγωγής. Εξάλλου και το αιτούν δικαστήριο έθεσε τούτο το ζήτημα στο πλαίσιο του δέκατου ερωτήματος μόνο για την περίπτωση αυτή, όπως μαρτυρά κυρίως η αναφορά του στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43.

113.

Αντιθέτως προς την άμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής η οποία, για προφανείς λόγους ( 57 ), δεν επιδέχεται καταρχήν καμίας δικαιολογήσεως ( 58 ), το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 ορίζει, σε σχέση με την έμμεση διάκριση, ότι η εκάστοτε εξεταζόμενη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική επιτρέπεται όταν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία, δηλαδή, εν τέλει, ανάλογα. Η διατύπωση αυτή ανταποκρίνεται στις επιταγές που αναγνωρίζονται γενικώς στο δίκαιο της Ένωσης για τη δικαιολόγηση έμμεσης άνισης μεταχειρίσεως ( 59 ).

1. Θεμιτός σκοπός

114.

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, καθώς και από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που αναπτύχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η επίδικη πρακτική που εφαρμόσθηκε στη συνοικία Gizdova Mahala —όπως και σε ορισμένες άλλες περιοχές της Βουλγαρίας— χρησιμοποιήθηκε ως αντίδραση στον αυξημένο αριθμό μη εξουσιοδοτημένων παρεμβάσεων σε μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και στις πολυάριθμες παράνομες ρευματοληψίες. Στο πλαίσιο αυτό, η CHEZ προβάλλει την ανάγκη ορθής μετρήσεως της καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος των πελατών της και διασφαλίσεως της ακεραιότητας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, η CHEZ διατείνεται ότι πρέπει να προστατεύονται η ζωή και η υγεία των καταναλωτών, καθώς και τα περιουσιακά της συμφέροντα.

115.

Είναι αυτονόητο ότι όποιος προβάλλει τέτοια ζητήματα στο πλαίσιο της κύριας δίκης οφείλει, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43, να αποδείξει ότι η επίδικη πρακτική επιδίωκε πράγματι τους εν λόγω σκοπούς και δεν στηριζόταν σε κίνητρα που άπτονταν της εθνοτικής καταγωγής της πλειονότητας του πληθυσμού στη συνοικία Gizdova Mahala. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τις περιόδους ως προς τις οποίες είναι συνήθης ή και εκ του νόμου προβλεπόμενη, κατά το εθνικό δίκαιο, η φύλαξη επιχειρηματικών εγγράφων, μπορεί να κληθεί η CHEZ να προσκομίσει εσωτερικά έγγραφα που να τεκμηριώνουν τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων που οδήγησαν στην εφαρμογή της επίδικης πρακτικής. Ανεξαρτήτως αυτού, μπορεί να ζητηθεί, επίσης, από τη CHEZ να αποδείξει ότι στην οικεία συνοικία εξακολουθεί να υφίσταται ο συγκεκριμένος κίνδυνος να πραγματοποιηθούν σε σημαντική κλίμακα μη εξουσιοδοτημένες παρεμβάσεις σε μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και παράνομες ρευματοληψίες.

116.

Εάν ληφθεί ως δεδομένο ότι η επιχειρηματολογία της CHEZ περί των επιδιωκόμενων σκοπών της είναι ορθή, η χρησιμότητα της επίδικης πρακτικής θα συνίστατο κατ’ ουσία στο να παρεμποδίσει μελλοντικά την απάτη και τις καταχρήσεις και να συμβάλει στην εξασφάλιση της ποιότητας οικονομικώς προσβάσιμου εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια προς το συμφέρον όλων των καταναλωτών.

117.

Η πρόληψη και η καταπολέμηση της απάτης και των καταχρήσεων, καθώς και η διασφάλιση ασφαλούς και ποιοτικού ενεργειακού εφοδιασμού στα κράτη μέλη, αποτελούν θεμιτούς σκοπούς που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ( 60 ).

2. Έλεγχος αναλογικότητας

118.

Απομένει όμως να εξετασθεί κατά πόσον, για την επίτευξη των σκοπών αυτών, ήταν σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας να τοποθετηθούν οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος στην οικεία συνοικία σε ύψος 6 μέτρων. Τούτο θα προϋπέθετε, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, ότι η επίδικη πρακτική είναι «πρόσφορη και αναγκαία» για την επίτευξη των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών.

119.

Παρεμπιπτόντως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι λόγοι για την εφαρμογή του επίδικου μέτρου είναι «παγκοίνως γνωστοί» ( 61 ), η CHEZ δεν θα απαλλασσόταν από το να αποδείξει ότι δεν θίγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43). Και τούτο διότι το κατά πόσον είναι γνωστές οι αιτίες συγκεκριμένης συμπεριφοράς επιχειρήσεων δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η συμπεριφορά αυτή δικαιολογείται και, ειδικότερα, ότι είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας ( 62 ).

120.

Επίσης, μπορεί να ζητηθεί από την επιχείρηση να επανεξετάζει την επίδικη πρακτική ανά τακτά διαστήματα και να αξιολογεί εκ νέου αν αυτή εξακολουθεί να πληροί τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας.

α) «Πρόσφορος» (κατάλληλος) χαρακτήρας του μέτρου

121.

«Πρόσφορο», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, είναι ένα μέτρο οσάκις είναι κατάλληλο να επιτύχει τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό ( 63 ), πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι το μέτρο πράγματι μπορεί να παρεμποδίσει την απάτη και τις καταχρήσεις και να συμβάλει στη διασφάλιση της ποιότητας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια.

122.

Είναι αναμφίβολο ότι οι αλλοιώσεις των ενδείξεων και οι παράνομες ρευματοληψίες δυσχεραίνονται όταν οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και τα κυτία συνδέσεως τοποθετούνται σε ύψος 6 μέτρων, κατά κανόνα μη προσβάσιμο στους καταναλωτές. Εκτός αυτού, η πρόληψη παράνομων παρεμβάσεων ιδιωτών στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας έχει την τάση να επηρεάζει θετικά το σύνολο των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, διότι με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται η πρόκληση ζημιών στις υποδομές και μπορεί να αποφευχθεί μια απευκτέα γενική αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας για την αντιστάθμιση τέτοιου είδους ζημιών.

123.

Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, μόνον παρεμπιπτόντως, ότι η καταλληλότητα μέτρων πρέπει να κρίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκουν. Εφόσον ένα μέτρο λαμβάνεται, όπως εν προκειμένω, ως αντίδραση σε πολυάριθμες παράνομες παρεμβάσεις στον εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια σε συγκεκριμένο τομέα, η καταλληλότητα του μέτρου αυτού δύσκολα μπορεί να εξαρτηθεί από την παντελή έλλειψη στο εξής περιπτώσεων απάτης και καταχρήσεως και οποιασδήποτε προσβολής της ποιότητας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια. Αντιθέτως, τέτοιο μέτρο θα πρέπει να θεωρηθεί κατάλληλο για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει, αρκεί να συμβάλλει σε αισθητή μείωση του αριθμού παράνομων παρεμβάσεων στον εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια ( 64 ).

124.

Συνεπώς, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διαπιστώσεων στις οποίες θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, εκτιμώ ότι πρακτική όπως η επίδικη στην κύρια δίκη είναι, καταρχήν, κατάλληλη για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την εφαρμογή της.

β) Αναγκαιότητα της επίδικης πρακτικής

125.

Εάν υποτεθεί ότι η επίδικη πρακτική είναι κατάλληλη για την πρόληψη απάτης και καταχρήσεων και για τη διασφάλιση της ποιότητας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια, ανακύπτει περαιτέρω το ερώτημα αν αυτή είναι και αναγκαία για τον σκοπό αυτό.

126.

Αναγκαίο είναι ένα μέτρο όταν ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλο ηπιότερο, εξίσου πρόσφορο μέσο. Πρέπει, λοιπόν, να ερευνηθεί κατά πόσον υπήρχαν λιγότερο επαχθή μέσα για την πρόληψη των αλλοιώσεων των ενδείξεων των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και των παράνομων ρευματοληψιών στην οικεία συνοικία.

127.

Όπως ανέλυσα ήδη στην υπόθεση Belov ( 65 ), η απλή εκ των υστέρων προσφυγή σε μέτρα αστικού και ποινικού δικαίου κατά των φερόμενων ως αυτουργών τυχόν αλλοιώσεων των ενδείξεων στους μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος ή παράνομων συνδέσεων με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας δεν δύναται να θεωρηθεί ως εξίσου πρόσφορο μέσο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στην προκειμένη υπόθεση θεμιτών σκοπών. Τούτο ισχύει και για την πρόταση να τοποθετηθούν σε μεγάλο ύψος μόνον εκείνοι οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος οι οποίοι πράγματι υπέστησαν αλλοιώσεις.

128.

Εντούτοις, αντιθέτως προς την υπόθεση Belov ( 66 ), στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ προοιμίου ως μη ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να τοποθετηθούν οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε κανονικό ύψος και να προστατευθούν από παράνομες παρεμβάσεις με τη χρήση ειδικών τεχνικών μέσων. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής, στα μέσα μαζικής ενημερώσεως γίνεται αναφορά σε «νέο είδος μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος» με τη δυνατότητα εξ αποστάσεως ελέγχου οι οποίοι, μάλιστα, μπορούν να ενημερώσουν την οικεία επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας σε περίπτωση προσπάθειας δολιοφθοράς.

129.

Τέτοια πρακτική θα συνιστούσε, αναμφίβολα, λιγότερο επαχθές μέτρο έναντι των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας σε συνοικίες όπως η Gizdova Mahala. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκλειόταν ιδίως ο στιγματισμός του τοπικού πληθυσμού και θα εξασφαλιζόταν η δυνατότητα όλων των καταναλωτών να πραγματοποιούν τακτικά οπτικούς ελέγχους των μετρητών τους καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος, όπως συνηθίζεται κατά τα φαινόμενα και σε άλλες περιοχές της Βουλγαρίας.

130.

Εν τέλει όμως απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν η χρησιμοποίηση των εν λόγω «νέου είδους μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος» δύναται να πραγματοποιηθεί με εύλογο οικονομικό κόστος ή αν θα απαιτούσε σημαντική επιπρόσθετη δαπάνη η οποία θα επιμεριζόταν ενδεχομένως στο σύνολο των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας. Μόνον εάν η χρήση αυτών των «μετρητών νέου είδους» συνιστά όντως εφικτό μέτρο, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως ( 67 ), θα μπορούσε να προτιμηθεί ως λιγότερο επαχθής αλλά εξίσου κατάλληλη εναλλακτική της επίδικης πρακτικής που συνίσταται στην τοποθέτηση των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε ύψος περίπου 6 μέτρων.

γ) Η επίδικη πρακτική δεν θίγει υπέρμετρα τα πρόσωπα που αφορά

131.

Εφόσον η επίδικη πρακτική αποδειχθεί πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών, θα πρέπει βεβαίως να εξετασθεί, εν τέλει, μήπως θίγει υπέρμετρα τα πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στη Gizdova Mahala ( 68 ). Πράγματι, από την αρχή της αναλογικότητας συνάγεται ότι μέτρα που θίγουν κατοχυρωμένο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα —εν προκειμένω την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω εθνοτικής καταγωγής— δεν πρέπει να επάγονται για τους ιδιώτες μειονεκτήματα δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς ( 69 ). Δηλαδή, ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός πρέπει να εναρμονίζεται, στο μέτρο του δυνατού, με τις επιταγές της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και να εξισορροπούνται τα διάφορα αντιτιθέμενα συμφέροντα ( 70 ).

– Ο στιγματισμός που μπορεί να συνεπάγεται η επίδικη πρακτική

132.

Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι η τοποθέτηση των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε ύψος περίπου 6 μέτρων είναι ένα συγκριτικά δραστικό μέτρο που θίγει γενικώς και συλλογικώς όλα τα πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα στη Gizdova Mahala, ακόμη και αν αυτά δεν ευθύνονται για καμία παράνομη παρέμβαση στο δίκτυο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι όλοι ή, σε κάθε περίπτωση, πολλοί κάτοικοι της Gizdova Mahala εμπλέκονται, όσον αφορά τον εφοδιασμό τους με ηλεκτρική ενέργεια, σε απάτες, αλλοιώσεις στοιχείων ή λοιπές παρανομίες, πράγμα που ισοδυναμεί με γενική υποψία και, τελικώς, διευκολύνει τον στιγματισμό του πληθυσμού της εν λόγω συνοικίας ( 71 ).

133.

Εν τέλει, όπως διαφάνηκε ήδη, πρακτική αντίστοιχη της επίδικης στην κύρια δίκη έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ταπεινωτικού περιβάλλοντος για τα θιγόμενα πρόσωπα, το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τα μέλη συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας ( 72 ). Τούτο αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αξίες στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 2 ΣΕΕ) και στο πνεύμα των οδηγιών κατά των διακρίσεων (βλ., συναφώς, ιδίως την απαγόρευση των «παρενοχλήσεων» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/43).

134.

Το γεγονός αυτό πρέπει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. Αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις οφείλουν να υποχωρούν έναντι αυτού, με αποτέλεσμα η καταπολέμηση της απάτης και των καταχρήσεων, καθώς και η διασφάλιση ασφαλούς και ποιοτικού ενεργειακού εφοδιασμού να επιβάλλουν ενδεχομένως τη λήψη μέτρων πιο δαπανηρών από την τοποθέτηση των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε μη προσβάσιμο ύψος περίπου 6 μέτρων.

– Οι επιταγές του δικαίου της Ένωσης σε σχέση με την προστασία των τελικών καταναλωτών

135.

Πέραν τούτου —και ανεξαρτήτως του ενδεχόμενου στιγματισμού του τοπικού πληθυσμού—, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, στις οδηγίες 2006/32 και 2009/72, ρητώς τονίζει το συμφέρον των τελικών καταναλωτών που προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια να ενημερώνονται τακτικά σχετικά με την ατομική τους ενεργειακή κατανάλωση. Οι καταναλωτές θα πρέπει ιδίως να ενθαρρύνονται ενεργά να ελέγχουν τακτικά τις ενδείξεις των μετρητών τους ( 73 ). Είναι αντίθετο προς αυτόν τον επιτασσόμενο από το δίκαιο της Ένωσης σκοπό να εφοδιάζονται μεν οι καταναλωτές με μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά αυτοί να τοποθετούνται σε ύψος 6 μέτρων το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου ( 74 ).

136.

Ασφαλώς, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να διαθέτουν υποχρεωτικώς σε κάθε καταναλωτή δωρεάν μετρητή καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος ( 75 ). Ιδίως όμως σε περιοχή εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια στην οποία κατά το παρελθόν διαπιστώθηκαν συχνά απάτες και αλλοιώσεις στοιχείων σχετικά με την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας υφίσταται ιδιαίτερο συμφέρον των καταναλωτών να μπορούν να ελέγχουν τακτικά και να παρακολουθούν την ατομική τους κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ( 76 ).

137.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η προσφορά της CHEZ να θέτει στη διάθεση των καταναλωτών που το επιθυμούν, στην εκάστοτε κατοικία τους, συσκευή ελέγχου του μετρητή καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος με την καταβολή τέλους μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο αντιστάθμισμα για την έλλειψη δυνατότητας προσβάσεως στους κανονικούς μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος των εν λόγω καταναλωτών που έχουν τοποθετηθεί σε ύψος 6 μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει ιδιαιτέρως να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η υποχρέωση καταβολής τέλους για τη συσκευή ελέγχου του μετρητή καταναλώσεως θα μπορούσε να αποτρέψει μερικούς καταναλωτές από την εγκατάσταση της εν λόγω συσκευής ( 77 ).

138.

Ομολογουμένως, η CHEZ παρέχει, επίσης, στους καταναλωτές των οικείων περιοχών τη δυνατότητα οπτικού ελέγχου, κατόπιν ατομικού αιτήματος, μέσω ανυψωτικής εξέδρας χωρίς χρέωση. Είναι όμως αμφίβολο αν με αυτή τη συγκριτικά δαπανηρή και περίπλοκη διαδικασία μπορεί να εκπληρωθεί ο προαναφερθείς σκοπός του δικαίου της Ένωσης, το να ενθαρρύνονται δηλαδή οι καταναλωτές να ελέγχουν τακτικά τους μετρητές τους ( 78 ). Και τούτο διότι δεν μπορεί εύλογα να γίνει λόγος συχνότερα από μία ή δύο φορές ετησίως για επέμβαση ειδικού οχήματος με ανυψωτική εξέδρα, πριν από κάθε χρήση του οποίου πρέπει να υποβάλλεται ειδικό γραπτό αίτημα ( 79 ).

3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

139.

Συνοψίζοντας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρακτική όπως η επίδικη στην κύρια δίκη μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43, εφόσον εξυπηρετεί την αποτροπή απάτης και καταχρήσεων και συμβάλλει στη διασφάλιση της ποιότητας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια προς το συμφέρον όλων των καταναλωτών, υπό την προϋπόθεση ότι

α)

δεν μπορούν να ληφθούν, με οικονομικώς εύλογο κόστος, άλλα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρα, με λιγότερο δυσμενείς συνέπειες για τον πληθυσμό της οικείας περιοχής, και

β)

το ληφθέν μέτρο δεν θίγει υπέρμετρα τους κατοίκους της οικείας περιοχής, εφόσον λαμβάνεται δεόντως υπόψη

το ότι το ενδεχόμενο στιγματισμού εθνοτικής ομάδας έχει σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα από τις αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις και

το συμφέρον των καταναλωτών να παρακολουθούν, με τακτικό οπτικό έλεγχο των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που διαθέτουν, την ατομική τους κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.

Δ Τα συμπεράσματα για τη διαφορά της κύριας δίκης

140.

Εάν η εξέταση για τη διαπίστωση διακρίσεως οδηγήσει στο αποτέλεσμα το οποίο ανέπτυξα ανωτέρω, τίθεται αμέσως το συναφές ερώτημα ποια συμπεράσματα πρέπει να συναχθούν για τη διαφορά της κύριας δίκης από τη διαπίστωση διακρίσεως λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την έννοια της οδηγίας 2000/43. Το ζήτημα αυτό, ως προς το οποίο υπήρξε διαφωνία και στην υπόθεση Belov, τέθηκε εν μέρει και στην προκειμένη περίπτωση κυρίως από τη CHEZ.

141.

Συναφώς, επαρκεί η παραπομπή στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου: στην κύρια δίκη, οι εθνικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία. Τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, δηλαδή, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει ( 80 ). Τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας μεθόδους ερμηνείας που αναγνωρίζονται από το δίκαιο αυτό, να χρησιμοποιούν κάθε δυνατότητα εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της επίμαχης οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή ( 81 ).

142.

Βάσει των πληροφοριών που τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είχε αποκλεισθεί, στην κύρια δίκη, η δυνατότητα ερμηνείας και εφαρμογής των κρίσιμων διατάξεων του βουλγαρικού δικαίου, δηλαδή των διατάξεων του ZZD, κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 2000/43. Συνεπώς, δεν τίθενται εν προκειμένω —όπως προκύπτει— δυσχερή ζητήματα οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

143.

Πέραν τούτου, πρέπει να σημειωθεί ότι μια οδηγία, αυτή καθαυτήν, ασφαλώς δεν μπορεί να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού ( 82 ).

144.

Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φυλετικής και εθνοτικής καταγωγής αποτελεί όμως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο πρωτογενές δίκαιο με το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και απλώς συγκεκριμενοποιείται στην οδηγία 2000/43 ( 83 ) —όπως ακριβώς, παραδείγματος χάριν, η περίπτωση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω της ηλικίας ή του γενετήσιου προσανατολισμού στην οδηγία 2000/78 ( 84 ) και αντίθετα από περιπτώσεις όπως, παραδείγματος χάριν, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ( 85 ) ή το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ( 86 ).

145.

Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως έχει ιδιαίτερη σημασία σε έννομες σχέσεις όπως η προκειμένη, στις οποίες αντιπαρατίθενται, αφενός, καταναλωτές ή μικροί επιτηδευματίες και, αφετέρου, πάροχοι υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Πράγματι, αυτού του είδους οι έννομες σχέσεις χαρακτηρίζονται στη δομή τους, όπως οι σχέσεις εργασίας, από ανισορροπία μεταξύ των μερών.

146.

Τουλάχιστον σε τέτοια περίπτωση παρίσταται δικαιολογημένο να μην τύχουν εφαρμογής και μεταξύ ιδιωτών οι εθνικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την απορρέουσα από τα θεμελιώδη δικαιώματα απαγόρευση των διακρίσεων. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο επειδή, σε περίπτωση όπως η προκειμένη, ο ιδιώτης δεν καθίσταται άμεσα φορέας του θεμελιώδους δικαιώματος, αλλά το θεμελιώδες δικαίωμα εφαρμόζεται μόνον ως μέτρο ελέγχου για τη νομιμότητα του εσωτερικού δικαίου ( 87 ).

VI – Πρόταση

147.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Administrativen sad Sofia-grad ως εξής:

1)

Σε περιοχή όπου κατοικούν κατά κύριο λόγο μέλη συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας, άλλα πρόσωπα εγκατεστημένα στην ίδια περιοχή τα οποία δεν ανήκουν στην εν λόγω εθνοτική ομάδα δύνανται επίσης να επικαλεσθούν την απαγόρευση διακρίσεως για λόγους εθνοτικής καταγωγής, εφόσον υφίστανται διάκριση εξ αντανακλάσεως λόγω του γενικού και συλλογικού χαρακτήρα ορισμένου μέτρου.

2)

Εφόσον υπό κανονικές συνθήκες διατίθενται στους καταναλωτές χωρίς χρέωση μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που τοποθετούνται εντός ή στην πρόσοψη κτιρίων κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα οπτικού ελέγχου, ενώ, αντιθέτως, αυτοί οι μετρητές καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος σε περιοχές, στις οποίες κατοικούν κατά κύριο λόγο μέλη της πληθυσμιακής ομάδας των Ρομά, τοποθετούνται σε στύλους ηλεκτρικού ρεύματος σε μη προσβάσιμο ύψος περίπου 6 μέτρων, πιθανολογείται έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/43.

3)

Τέτοιο μέτρο μπορεί να είναι δικαιολογημένο εφόσον εξυπηρετεί την αποτροπή απάτης και καταχρήσεων και συμβάλλει στη διασφάλιση της ποιότητας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια προς το συμφέρον όλων των καταναλωτών, υπό την προϋπόθεση ότι

α)

δεν μπορούν να ληφθούν, με οικονομικώς εύλογο κόστος, άλλα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρα, με λιγότερο δυσμενείς συνέπειες για τον πληθυσμό της οικείας περιοχής, και

β)

το ληφθέν μέτρο δεν θίγει υπέρμετρα τους κατοίκους της οικείας περιοχής, εφόσον λαμβάνεται δεόντως υπόψη

το ότι ο κίνδυνος στιγματισμού εθνοτικής ομάδας έχει σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα από τις αμιγώς οικονομικές εκτιμήσεις και

το συμφέρον των καταναλωτών να παρακολουθούν, με τακτικό οπτικό έλεγχο των μετρητών καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος που διαθέτουν, την ατομική τους κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Προτάσεις στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585).

( 3 ) Σε σχέση με την υποβληθείσα σε εκείνη την υπόθεση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αναρμόδιο με την απόφαση Belov (C‑394/11, EU:C:2013:48), καθόσον δεν δέχθηκε ότι η αιτούσα αρχή είχε την ιδιότητα δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

( 4 ) Οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής (EE L 180, σ. 22).

( 5 ) Οδηγία 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 114, σ. 64). Από την 4η Ιουνίου 2014 η οδηγία αυτή έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από την οδηγία 2012/27/ΕΕ (ΕΕ L 315, σ. 1), αλλά εξακολουθεί να ισχύει, από χρονικής απόψεως, για την προκειμένη υπόθεση, διότι η επίδικη απόφαση της KZD εκδόθηκε πριν από τις 4 Ιουνίου 2014.

( 6 ) Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211, σ. 55).

( 7 ) Zakon za zashtita ot diskriminatstia.

( 8 ) Zakon za energetikata.

( 9 ) Στο εξής: CHEZ.

( 10 ) Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Α. G. Nikolova στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 11 ) Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως γίνεται λόγος —κατά τρόπο σύμφωνο με το γράμμα του άρθρου 120 του ZE— για «όργανα μετρήσεως» της καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος των τελικών καταναλωτών. Εντούτοις, χάριν απλοποιήσεως, θα χρησιμοποιηθεί στο εξής ο κατά πολύ συνηθέστερος όρος του μετρητή καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος ο οποίος υιοθετείται και στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης —για παράδειγμα σε πολυάριθμες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2006/32.

( 12 ) Στο εξής, επίσης: η επίδικη πρακτική.

( 13 ) Komisia za zashtita ot diskriminatsia.

( 14 ) Στη γλώσσα της διαδικασίας: «narodnost» (народност).

( 15 ) Ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Βουλγαρίας.

( 16 ) Διοικητικό δικαστήριο της Σόφιας.

( 17 ) Darzhavna komisia po energiyno i vodno regulirane.

( 18 ) Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 59 έως 65).

( 19 ) Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 66).

( 20 ) ΕΔΔΑ, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2007, D. H. κ.λπ. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (προσφυγή αριθ. 57325/00, Recueil des arrêts et décisions 2007‑IV, σκέψη 182 σε συνδυασμό με σκέψη 175).

( 21 ) Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη στηρίζεται ιδίως στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Εφόσον συμπίπτει με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, «εφαρμόζεται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο» (Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ΕΕ 2007, C 303, σ. 17 [24]· οι επεξηγήσεις αυτές συντάχθηκαν ως οδηγίες για την ερμηνεία του Χάρτη και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεόντως από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, καθώς και από τα δικαστήρια των κρατών μελών με βάση το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη).

( 22 ) Πάγια νομολογία· βλ. μόνον αποφάσεις Gauchard (20/87, EU:C:1987:532, σκέψη 5), Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψη 19), MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψεις 41 έως 43).

( 23 ) Βλ., συναφώς, τη γενική σύσταση VIII σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 4, της Διεθνούς Συμβάσεως για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (UNTS τόμος 660, σ. 195), που δημοσιεύθηκε στις 23 Αυγούστου 1990 από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων (Committee on the Elimination of Racial Discrimination — «CERD»). Σύμφωνα με τη σύσταση αυτή, η αναγνώριση ατόμων ως μελών συγκεκριμένης φυλής ή εθνοτικής ομάδας πρέπει να στηρίζεται στον αυτοπροσδιορισμό των ενδιαφερομένων, εφόσον δεν υφίστανται αντίθετες ενδείξεις.

( 24 ) Μεταξύ των συγκρινόμενων γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/43, μόνον η γερμανική («aufgrund ihrer Rasse oder ethnischen Herkunft»), η ιταλική («a causa della sua razza od origine etnica») και η κροατική («zbog njezina rasnog ili etničkog podrijetla») περιλαμβάνουν στο στοιχείο αʹ την εν λόγω κτητική αντωνυμία· αντιθέτως, τούτο δεν συμβαίνει συγκεκριμένα στη βουλγαρική («въз основа на расов признак или етнически произход»), την τσεχική («z důvodu rasy nebo etnického původu»), την ισπανική («por motivos de origen racial o étnico»), την εσθονική («rassilise või etnilise päritolu tõttu»), την ελληνική («για λόγους φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής»), την αγγλική («on grounds of racial or ethnic origin»), τη γαλλική («pour des raisons de race ou d’origine ethnique»), την ουγγρική («faji vagy etnikai alapon»), την ολλανδική («op grond van ras of etnische afstamming»), την πολωνική («ze względu na pochodzenie rasowe lub etniczne»), την πορτογαλική («em razão da origem racial ou étnica»), τη σλοβακική («z dôvodu rasy alebo etnického pôvodu») και τη σουηδική απόδοση («på grund av ras eller etniskt ursprung») της σχετικής διατάξεως.

( 25 ) Απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43).

( 26 ) Απόφαση Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415, ιδίως σκέψεις 50 και 51)· σχετικά με την έννοια της «discrimination par association» βλ. συμπληρωματικώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro σε εκείνη την υπόθεση (EU:C:2008:61, ιδίως σημεία 4 και 5).

( 27 ) Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, σ. 16).

( 28 ) Βλ. εκ νέου απόφαση Runevič-Vardyn και Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43).

( 29 ) Απόφαση Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415, σκέψεις 24 έως 26 και 59).

( 30 ) Βλ., σχετικά, τις παρατηρήσεις μου στις σκέψεις 69 έως 139 των παρουσών προτάσεων.

( 31 ) Στο σημείο αυτό —και μόνο σε αυτό— η προκειμένη περίπτωση ομοιάζει με την κατάσταση που εξετάζεται στις αποφάσεις Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψεις 23 έως 26) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 49), όπου το Δικαστήριο στηρίχθηκε επίσης κυρίως στη διαμόρφωση περιβάλλοντος δυσμενών διακρίσεων (σε σχέση με την πολιτική προσλήψεων εν δυνάμει εργοδοτών).

( 32 ) Το αν η διαπίστωση «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» μπορεί να στηριχθεί σε απλώς έμμεση άνιση μεταχείριση θα εξετασθεί κατωτέρω στα σημεία 102 έως 109 των παρουσών προτάσεων.

( 33 ) Αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2000/43.

( 34 ) Βλ., σχετικά, και —ως προς τη διάκριση λόγω ηλικίας— τις προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 31).

( 35 ) Αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/43.

( 36 ) Βλ. την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2000/43: «Αρμόδια για την εκτίμηση των γεγονότων, από τα οποία μπορεί να συναχθεί άμεση ή έμμεση διάκριση, είναι τα εθνικά δικαστήρια ή άλλοι αρμόδιοι φορείς, σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου ή την πρακτική.» Τούτο συνάδει με την πάγια νομολογία που αφορά τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων, βλ. ιδίως αποφάσεις MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30), Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 49), Kelly (C‑104/10, EU:C:2011:506, σκέψη 31) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψεις 41 και 42).

( 37 ) Πάγια νομολογία· βλ. μόνον αποφάσεις Gauchard (20/87, EU:C:1987:532, σκέψη 5), Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψη 19), MOTOE (C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 43).

( 38 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 70 έως 74).

( 39 ) Απόφαση Feryn (C‑54/07, EU:C:2008:397, σκέψη 25).

( 40 ) Άρθρο 3, παράγραφος 7, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, παράγραφος 1, στοιχεία ηʹ και θʹ, της οδηγίας 2009/72, καθώς και αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32, τελευταίο εδάφιο.

( 41 ) Ως προς τη σημασία της κτητικής αντωνυμίας «του» που δεν υφίσταται σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2000/43, βλ. ανωτέρω σημεία 53 και 54, καθώς και υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Αποφάσεις Dekker (C‑177/88, EU:C:1990:383, σκέψεις 12 και 17), Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund (C‑179/88, EU:C:1990:384, σκέψη 13), Busch (C‑320/01, EU:C:2003:114, σκέψη 39) και Kiiski (C‑116/06, EU:C:2007:536, σκέψη 55).

( 43 ) Απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψεις 23 και 24).

( 44 ) Αποφάσεις Maruko (C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 72) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 52).

( 45 ) Ασφαλώς, το τελευταίο ισχύει μόνο για κράτη μέλη στα οποία η καταχωρισμένη σχέση συμβιώσεως ομοιάζει με τον γάμο και προβλέπεται για τα ζεύγη ιδίου φύλου που αποκλείονται από τον θεσμό του γάμου.

( 46 ) Ομοίως τοποθετήθηκα και στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 97 και 98).

( 47 ) Βλ. μόνον την αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 2000/43· βάσει αυτής, σκοπός της οδηγίας είναι «[...] η εξασφάλιση ενός υψηλού κοινού επιπέδου προστασίας έναντι των διακρίσεων σε όλα τα κράτη μέλη […]».

( 48 ) Στη βουλγαρική γλώσσα: «vidimo» (видимо).

( 49 ) Στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Hervis Sport- és Divatkereskedelmi (C‑385/12, EU:C:2013:531, σημείο 41) επισήμανα κατ’ ουσία ότι έμμεση διάκριση μπορεί να διαπιστωθεί μόνον όταν μέτρο επηρεάζει δυσμενώς τα μέλη συγκεκριμένης ομάδας στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενώ το Δικαστήριο έκρινε ότι τούτο πρέπει να ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις (απόφαση Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 39). Η διαφοροποίηση αυτή δεν χρήζει περαιτέρω αναλύσεως εν προκειμένω, διότι, βάσει των στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο, η συνοικία Gizdova Mahala αποτελεί αναμφιβόλως τη μεγαλύτερη συνοικία Ρομά της Dupnitsa.

( 50 ) Η προσφορά της CHEZ να αποστέλλει χωρίς χρέωση, κατόπιν έγγραφου αιτήματος καταναλωτή, εντός τριών ημερών, ειδικό όχημα με ανυψωτική εξέδρα, δεν δύναται να εκληφθεί ως κατάλληλη εναλλακτική, διότι δεν εξασφαλίζει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να ελέγχουν και κυρίως να παρακολουθούν οι ίδιοι τακτικά την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος που τους αφορά· βλ. σχετικά και κατωτέρω, σκέψη 138 των παρουσών προτάσεων.

( 51 ) Σχετικά με τις δυσμενείς συνέπειες αυτής της άνισης μεταχειρίσεως, βλ. εκ νέου, σημείο 95 των παρουσών προτάσεων.

( 52 ) Βλ. σχετικά, σημεία 111 έως 139 των παρουσών προτάσεων.

( 53 ) Γενικές παρατηρήσεις επί της «δυσμενούς διακρίσεως εξ αντανακλάσεως» παρατίθενται στα σημεία 52 έως 61 των παρουσών προτάσεων.

( 54 ) Απόφαση Coleman (C‑303/06, EU:C:2008:415).

( 55 ) Βλ. σχετικά, σημεία 72 και 73 των παρουσών προτάσεων.

( 56 ) Βλ. σημεία 69 έως 110 των παρουσών προτάσεων.

( 57 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2000/43, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίπτει τις θεωρίες που προσπαθούν να καθορίσουν την ύπαρξη χωριστών ανθρώπινων φυλών.

( 58 ) Βλ. σχετικά, σημείο 72 των παρουσών προτάσεων. Διαφορετική μεταχείριση προσώπων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής είναι δυνατή μόνον εάν τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση (βλ. άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/43) ή αν συντρέχουν ουσιαστικές και καθοριστικές επαγγελματικές προϋποθέσεις (άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας).

( 59 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 100), καθώς και, συμπληρωματικώς —όσον αφορά τη δικαιολόγηση διακρίσεως λόγω ηλικίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78—, προτάσεις μου στην υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημεία 46 και 47).

( 60 ) Σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης και των καταχρήσεων εκ μέρους των εθνικών αρχών, βλ. αποφάσεις Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψεις 68 και 69), Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (C‑196/04, EU:C:2006:544, σκέψη 35) και Kofoed (C‑321/05, EU:C:2007:408, σκέψη 38)· σχετικά με τη διασφάλιση ασφαλούς και ποιοτικού ενεργειακού εφοδιασμού στα κράτη μέλη, βλ. αποφάσεις Campus Oil κ.λπ. (72/83, EU:C:1984:256, σκέψη 34 και 35), Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑503/99, EU:C:2002:328, σκέψη 55) και Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑543/08, EU:C:2010:669, σκέψη 84).

( 61 ) Βλ. σχετικά το προδικαστικό ερώτημα 5.3, στοιχείο γʹ, στην υπόθεση Belov, όπως αποτυπώνεται στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως εκείνης (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 21).

( 62 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 104).

( 63 ) Βλ., σχετικά, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 105), καθώς και συμπληρωματικώς —όσον αφορά τη δικαιολόγηση δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78— τις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 53). Το τελευταίο τμήμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78 αντιστοιχεί στο γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/43 και για τον λόγο αυτό οι παρατηρήσεις μου επί της υποθέσεως Andersen μπορούν να μεταφερθούν στην υπό κρίση υπόθεση.

( 64 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 107 και 108).

( 65 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 113 έως 115).

( 66 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 110 έως 112).

( 67 ) Τούτο γίνεται δεκτό προφανώς από το αιτούν δικαστήριο, όπως προκύπτει από την τελευταία φράση του δέκατου προδικαστικού ερωτήματος: συγκεκριμένα, κατ’ επίκληση δημοσιεύσεων στα μέσα μαζικής ενημερώσεως, γίνεται λόγος για «άλλες προσιτές, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, μεθόδους».

( 68 ) Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 117). Συναφείς —σε σχέση με την οδηγία 2000/78— η απόφαση Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψεις 41 έως 48, ιδίως σκέψη 47), καθώς και οι προτάσεις μου στην υπόθεση αυτή, γνωστή και ως υπόθεση Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 67).

( 69 ) Αποφάσεις Schräder HS Kraftfutter (265/87, EU:C:1989:303, σκέψη 21), Tempelman και van Schaijk (C‑96/03 και C‑97/03, EU:C:2005:145, σκέψη 7) και ERG κ.λπ. (C‑379/08 και C‑380/08, EU:C:2010:127, σκέψη 86).

( 70 ) Βλ., σχετικά, εκ νέου προτάσεις μου στις υποθέσεις Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 117) και Andersen (C‑499/08, EU:C:2010:248, σημείο 68).

( 71 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 118).

( 72 ) Στο σημείο αυτό επανεξέτασα τις παρατηρήσεις μου στις προτάσεις επί της υποθέσεως Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 98) και κατέληξα σε νέα διαπίστωση.

( 73 ) Αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32, τελευταίο εδάφιο.

( 74 ) Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 119).

( 75 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/32.

( 76 ) Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 122).

( 77 ) Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 121).

( 78 ) Άρθρο 3, παράγραφος 7, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2009/72, καθώς και αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32, τελευταίο εδάφιο.

( 79 ) Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημείο 120).

( 80 ) Πάγια νομολογία· βλ., ιδίως, αποφάσεις Marleasing (C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8), Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 113), Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24) και Asociaţia Accept (C‑81/12, EU:C:2013:275, σκέψη 71).

( 81 ) Βλ., σχετικά, αποφάσεις Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 115 έως 119) και Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 27)· ομοίως, την απόφαση von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 28: «εξαντλώντας τα περιθώρια εκτιμήσεως που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο»).

( 82 ) Απόφαση Faccini Dori (C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 20), Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 108) και Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 37)· ομοίως, απόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 39).

( 83 ) Απόφαση Runevič-Vardyn κα Wardyn (C‑391/09, EU:C:2011:291, σκέψη 43)· βλ. και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 63 και 80).

( 84 ) Συνεπώς, η νομολογία που αφορά την οδηγία 2000/78 μπορεί να μεταφερθεί άνευ ετέρου στην οδηγία 2000/43· βλ. αποφάσεις Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709, σκέψεις 74 και 75), Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21, σκέψεις 51 και 53) και Römer (C‑147/08, EU:C:2011:286, ιδίως σκέψη 59).

( 85 ) Απόφαση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, ιδίως σκέψη 42). Η απόφαση αυτή δεν αφορούσε έκφανση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αλλά, αντιθέτως, ένα δικαίωμα που βρίσκει την έκφρασή του στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του τίτλου «Αλληλεγγύη» του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

( 86 ) Απόφαση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψεις 45 έως 49).

( 87 ) Ομοίως, οι προτάσεις μου στην υπόθεση Belov (C‑394/11, EU:C:2012:585, σημεία 81 και 82).