ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ — Υπήκοος κράτους μέλους — Διαμονή σε άλλο κράτος μέλος — Παρακολούθηση σπουδών σε υπερπόντια χώρα ή έδαφος — Εξακολούθηση της χορηγήσεως χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές — Προϋπόθεση διαμονής “τρία από τα έξι έτη” — Περιορισμός — Δικαιολογητικός λόγος»

Στην υπόθεση C‑359/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουνίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

B. Martens

κατά

Minister van Onderwijs, Cultuur en Wetenschap,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουλίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman και B. Koopman καθώς και από τον J. Langer,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους C. Thorning και M. Søndhal Wolff,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και M. van Beek,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 20 ΣΛΕΕ, 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 1).

2

Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ της Β. Martens και του Minister van Onderwijs, Cultuur en Wetenschap (Υπουργού Παιδείας, Πολιτισμού και Επιστημών, στο εξής: Υπουργός) με αντικείμενο την απόφαση του δεύτερου να ζητήσει την επιστροφή της χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές (στο εξής: χρηματοδότηση σπουδών) που είχε χορηγηθεί στην Β. Martens, για τον λόγο ότι αυτή δεν πληρούσε την προϋπόθεση που έτασσε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η Β. Martens όφειλε να είχε διαμείνει στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν την εγγραφή της σε πρόγραμμα σπουδών το οποίο παρακολούθησε εκτός των Κάτω Χωρών (στο εξής: προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη»).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1612/68 έχει ως εξής:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

Το ολλανδικό δίκαιο

4

Το άρθρο 2.2, παράγραφος 1, του νόμου του 2000 περί χρηματοδοτήσεως σπουδών (Wet studiefinanciering 2000), ως έχει μετά την τροποποίησή του στις 11 Οκτωβρίου 2006 (στο εξής: WSF 2000), ορίζει τα εξής:

«Χρηματοδότηση σπουδών χωρεί υπέρ του σπουδαστή ο οποίος:

α)

έχει την ολλανδική ιθαγένεια,

β)

δεν έχει την ολλανδική ιθαγένεια, αλλά εξομοιώνεται με Ολλανδό υπήκοο όσον αφορά τη χρηματοδότηση σπουδών δυνάμει διεθνούς συνθήκης ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού, [...]

[...]».

5

Το άρθρο 2.14 του εν λόγω νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο της 15ης Δεκεμβρίου 2010 (Stb. 2010, σ. 807), προβλέπει τα εξής:

«1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον στους σπουδαστές που μετά τις 31 Αυγούστου 2007 ενεγράφησαν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα εκτός των Κάτω Χωρών για την παρακολούθηση κύκλου μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως [...]

2.   Επιλέξιμος για χρηματοδότηση σπουδών είναι σπουδαστής ο οποίος:

a)

έχει εγγραφεί προκειμένου να παρακολουθήσει πρόγραμμα σπουδών εκτός των Κάτω Χωρών, εφόσον η χρηματοδότηση σπουδών χορηγείται στις Κάτω Χώρες για παρεμφερή κατηγορία σπουδών, το επίπεδο και η ποιότητα του κύκλου σπουδών είναι συγκρίσιμα αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών [...] και οι τελικές εξετάσεις είναι συγκρίσιμες των τελικών εξετάσεων σε αντίστοιχα προγράμματα σπουδών [...],

b)

έχει εγγραφεί προκειμένου να παρακολουθήσει πρόγραμμα σπουδών εκτός των Κάτω Χωρών, και, υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο στοιχείο a, πληροί επιπλέον τα οριζόμενο από υπουργική απόφαση κριτήρια, και

c)

τουλάχιστον 3 από τα 6 έτη πριν από την εγγραφή του στο εν λόγω πρόγραμμα σπουδών κατοικούσε στις Κάτω Χώρες και διέμενε νομίμως κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο σπουδαστής ήταν εγγεγραμμένος σε πρόγραμμα σπουδών εκτός των Κάτω Χωρών υπό την έννοια του στοιχείου a δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της περιόδου των 6 ετών που προβλέπει το προηγούμενο εδάφιο.

[...]»

6

Κατά το άρθρο 11.5 του WSF 2000, ο Υπουργός μπορεί να παρεκκλίνει από την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη», του άρθρου 2.14, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του εν λόγω νόμου, υπό τον όρο ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως οδηγεί σε καταστάσεις κατάφωρης αδικίας.

7

Το άρθρο 12.3 του WSF 2000, που περιλαμβάνει μεταβατική διάταξη βάσει του άρθρου 2.14 του εν λόγω νόμου, όπως έχει από την 1η Σεπτεμβρίου 2007, προβλέπει τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3.21, παράγραφος 2, του WSF 2000, σπουδαστής που έχει ήδη εγγραφεί πριν την 1η Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να παρακολουθήσει κύκλο μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως εκτός Κάτω Χωρών, χωρίς να έχει υποβάλει αίτηση χρηματοδοτήσεως σπουδών μπορεί [...] να υποβάλει αίτηση χρηματοδοτήσεως σπουδών, με αναδρομικό αποτέλεσμα το αργότερο έως την 1η Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να παρακολουθήσει κύκλο μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως εκτός Κάτω Χωρών, αν υποβάλει σχετική αίτηση το αργότερο έως τις 31 Αυγούστου 2008.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

8

Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, υπήκοος Κάτω Χωρών, γεννηθείσα στις 2 Οκτωβρίου 1987, μετοίκησε με τους γονείς της στο Βέλγιο, κράτος μέλος στο οποίο ο πατέρας της άσκησε μισθωτή δραστηριότητα, η προσφεύγουσα φοίτησε σε φλαμανδικό δημοτικό και γυμνάσιο και όπου η οικογένεια της προσφεύγουσας εξακολουθεί να διαμένει.

9

Από τις 15 Αυγούστου 2006, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο των Ολλανδικών Αντιλλών στο Willemstad (Κουρασάο) για την πλήρη παρακολούθηση προπτυχιακών σπουδών.

10

Από τον Οκτώβριο του 2006 έως τον Οκτώβριο του 2008, ο πατέρας της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη εργάστηκε υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως στις Κάτω Χώρες ως μεθοριακός εργαζόμενος. Από τον Νοέμβριο του 2008, ξεκίνησε να εργάζεται εκ νέου υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, στο Βέλγιο.

11

Στις 24 Ιουνίου 2008, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη υπέβαλε αίτηση χρηματοδοτήσεως σπουδών στον Υπουργό. Στο προς συμπλήρωση έντυπο, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι από τα έξι έτη που προηγήθηκαν της ενάρξεως των σπουδών της στο Κουρασάο είχε διαμείνει νομίμως στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία έτη.

12

Με απόφαση της 22ας Αυγούστου 2008, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως σχετικά με τους σπουδαστές που δεν διαμένουν πλέον με τους γονείς τους, ο Υπουργός χορήγησε στην προσφεύγουσα στην κύρια δίκη χρηματοδότηση σπουδών, από τον Σεπτέμβριο του 2007, ημερομηνία κατά την οποία έληγε η προθεσμία για τη χορήγηση της χρηματοδοτήσεως σπουδών του άρθρου 12.3 του WSF 2000, υπό τη μορφή βασικής υποτροφίας καθώς και επιδόματος για μετακίνηση με τα δημόσια μέσα μεταφοράς. Η εν λόγω χρηματοδότηση ανανεωνόταν περιοδικώς από τον Υπουργό. Η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη υπέβαλε επιπλέον αίτηση για τη χορήγηση ενός συμπληρωματικού δανείου από την 1η Φεβρουαρίου 2009, το οποίο επίσης της χορηγήθηκε.

13

Με τις από 28 Μαΐου 2010 αποφάσεις, κατόπιν ελέγχου σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις σπουδών, ο Υπουργός διαπίστωσε ότι, από τον Αύγουστο του 2000 έως τον Ιούλιο του 2006, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη δεν είχε διαμείνει στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία έτη και ότι, επομένως, δεν πληρούσε την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη». Κατά συνέπεια, ο Υπουργός αποφάσισε να παύσει τη χρηματοδότηση σπουδών που είχε χορηγηθεί προηγουμένως στην προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, αρνήθηκε εκ νέου παράταση της εν λόγω χρηματοδοτήσεως και ζήτησε την επιστροφή της χρηματοδοτήσεως που της είχε καταβληθεί, ήτοι του ποσού των 19481,64 ευρώ.

14

Με την από 27 Αυγούστου 2010 απόφαση, ο Υπουργός έκρινε ότι ήταν αβάσιμες οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής προσφυγής της προσφεύγουσας στην υπόθεση της κύριας δίκης κατά των από 28 Μαΐου 2010 αποφάσεων, με τις οποίες η Β. Martens προέβαλε ότι η απουσία συνδέσμου της με τις Κάτω Χώρες δεν μπορούσε να δικαιολογήσει επαρκώς το γεγονός ότι η χρηματοδότηση σπουδών δεν της χορηγείται λόγω της μη τηρήσεως της προϋποθέσεως «τρία από τα έξι έτη». Κατ’ αυτήν, ο σύνδεσμος με τις Κάτω Χώρες των σπουδαστών που πληρούν την προϋπόθεση αυτή και μπορούν, επομένως, να ζητήσουν χρηματοδότηση από τις Κάτω Χώρες για την παρακολούθηση προγραμμάτων σπουδών εκτός των Κάτω Χωρών, μπορεί να είναι σαφώς λιγότερο ισχυρός σε σχέση με τον σύνδεσμο που αυτή είχε και εξακολουθεί να έχει με το συγκεκριμένο κράτος.

15

Το Rechtbank’s-Gravenhage έκρινε ότι η προσφυγή της Β. Martens κατά της αποφάσεως της 27ης Αυγούστου 2010 είναι αβάσιμη.

16

Στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης, η οποία κινήθηκε κατόπιν εφέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου της πρωτοδίκως προσφεύγουσας κατά της αποφάσεως του Rechtbank’s-Gravenhage, ο Υπουργός δήλωσε ότι δεν θα εφαρμόσει την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη» στην Β. Martens για το διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2007 έως τον Οκτώβριο του 2008, καθότι, κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου διαστήματος, ο πατέρας της εργαζόταν υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως στις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της χρηματοδοτήσεως σπουδών πληρούνταν. Αντιθέτως, η προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη» εξακολουθούσε να τυγχάνει εφαρμογής στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2008 έως τον Ιούνιο του 2011, καθώς ο πατέρας της δεν μπορούσε να θεωρηθεί πλέον, κατά τη διάρκεια του εν λόγω διαστήματος, ως μεθοριακός εργαζόμενος στις Κάτω Χώρες, δεδομένου ότι, από την ημερομηνία αυτή, εργαζόταν αποκλειστικώς στο Βέλγιο.

17

Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, πέραν της αιτήσεως χρηματοδοτήσεως σπουδών, οι γονείς της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη επιβαρύνθηκαν με το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων συντηρήσεως και των διδάκτρων κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο των Ολλανδικών Αντιλλών, οι οποίες ολοκληρώθηκαν την 1η Ιουλίου 2011.

18

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Centrale Raad van Beroep αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

α)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 45 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, την έννοια ότι αντιτίθεται στην παύση από το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήτοι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών) της χρηματοδοτήσεως σπουδών για εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκτός της Ένωσης ενήλικου τέκνου που συντηρείται από μεθοριακό εργαζόμενο έχοντα την ολλανδική ιθαγένεια ο οποίος κατοικεί στο Βέλγιο και εργάζεται εν μέρει στις Κάτω Χώρες και εν μέρει στο Βέλγιο, τη στιγμή που αυτός παύει τη διασυνοριακή εργασία και εξακολουθεί να ασκεί δραστηριότητες μόνο στο Βέλγιο, λόγω του ότι το τέκνο δεν πληροί την απαίτηση να έχει κατοικήσει στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν από την εγγραφή του στο περί ου πρόκειται εκπαιδευτικό ίδρυμα;

β)

Στην περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα 1, υπό αʹ, αντιτίθεται το δίκαιο της Ένωσης, αν υποτεθεί ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση σπουδών, στο να χορηγηθεί χρηματοδότηση σπουδών για περίοδο μικρότερη από τη διάρκεια του προγράμματος σπουδών για τον οποίο χορηγείται χρηματοδότηση σπουδών;

Αν το Δικαστήριο, κατά την απάντηση στα ερωτήματα 1, υπό αʹ και βʹ, κρίνει ότι η ρύθμιση σχετικά με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δεν εμποδίζει τη μη χορήγηση χρηματοδοτήσεως σπουδών στην B. Martens από τον Νοέμβριο του 2008 μέχρι και τον Ιούνιο του 2011 ή για μέρος της περιόδου αυτής:

2)

Έχουν τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ την έννοια ότι εμποδίζουν ένα κράτος μέλος της [Ένωσης] (ήτοι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών) να μη παρατείνει τη χρηματοδότηση σπουδών για πρόγραμμα σπουδών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε υπερπόντιες χώρες και εδάφη (ΥΧΕ) (εν προκειμένω στο Κουρασάο), για την οποία υπήρχε δικαίωμα επειδή ο πατέρας της ενδιαφερομένης απασχολούνταν στις Κάτω Χώρες ως μεθοριακός εργαζόμενος, με την αιτιολογία ότι η ενδιαφερόμενη δεν πληροί την απαίτηση που ισχύει για κάθε πολίτη της Ένωσης, περιλαμβανομένων των υπηκόων της ημεδαπής, να έχει διαμείνει στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν από την εγγραφή της στο εν λόγω πρόγραμμα σπουδών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

19

Με τα ερωτήματα αυτά, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη, που εξαρτά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές εκτός του συγκεκριμένου κράτους από τον όρο ο σπουδαστής που ζητεί να του χορηγηθεί η εν λόγω χρηματοδότηση να έχει διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν την εγγραφή του στο εν λόγω πρόγραμμα σπουδών.

20

Επιβάλλεται, καταρχάς, η υπόμνηση ότι, ως Ολλανδή υπήκοος, η Β. Martens έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και μπορεί επομένως να επικαλείται, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής της, τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα (βλ. αποφάσεις Morgan και Bucher, C‑11/06 και C‑12/06, EU:C:2007:626, σκέψη 22, καθώς και Prinz και Seeberger, C‑523/11 και C‑585/11, EU:C:2013:524, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21

Όπως πλειστάκις έκρινε το Δικαστήριο, η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε όσους από αυτούς τελούν στην ίδια κατάσταση να τυγχάνουν, στον τομέα εφαρμογής ratione materiae της Συνθήκης ΛΕΕ, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητώς προβλεπόμενων συναφώς εξαιρέσεων, της ίδιας νομικής μεταχειρίσεως (αποφάσεις D’Hoop, C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 28, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22

Μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνονται, ιδίως, αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη και της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ (αποφάσεις Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 23, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23

Συναφώς, μολονότι τα κράτη μέλη είναι αρμόδια, βάσει του άρθρου 165, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση των αντιστοίχων εκπαιδευτικών συστημάτων τους, πρέπει, εντούτοις, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός των κρατών μελών, όπως κατοχυρώνεται βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., αποφάσεις Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 24, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24

Εξάλλου, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη καμία υποχρέωση καθιερώσεως συστήματος επιδομάτων σπουδών όσον αφορά τις σπουδές σε άλλο κράτος μέλος. Οσάκις, πάντως, κράτος μέλος καθιερώνει σύστημα επιδομάτων σπουδών που καθιστά δυνατό σε φοιτητές να λαμβάνουν τα επιδόματα αυτά σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιούν σπουδές σε άλλο κράτος μέλος, οφείλει να μεριμνά ώστε οι όροι χορηγήσεως των επιδομάτων αυτών να μη συνεπάγονται αδικαιολόγητο περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος κυκλοφορίας και διαμονής εντός των κρατών μελών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 28, Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 30, καθώς και Thiele Meneses, C‑220/12, EU:C:2013:683, σκέψη 25).

25

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους ημεδαπούς για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που διασφαλίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. αποφάσεις Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 25, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 27).

26

Ειδικότερα, οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δεν θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας των κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 26, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 28).

27

Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον τομέα της παιδείας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει το άρθρο 6, στοιχείο εʹ, ΣΛΕΕ και το άρθρο 165, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ΣΛΕΕ, ήτοι, ιδίως, της προαγωγής της κινητικότητας φοιτητών και εκπαιδευτικών (βλ. αποφάσεις D’Hoop, EU:C:2002:432, σκέψη 32, Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 27, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 29).

28

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη μετοίκησε στο Βέλγιο όπου ο πατέρας της άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα και ότι, έκτοτε, η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη φοίτησε σε φλαμανδικό δημοτικό και γυμνάσιο. Τον Αύγουστο του 2006, σε ηλικία 18 ετών, ξεκίνησε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο των Ολλανδικών Αντιλλών στο Willemstad, τις οποίες ολοκλήρωσε την 1η Ιουλίου 2011. Όπως επιβεβαίωσε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Β. Martens έλαβε χρηματοδότηση για τις σπουδές της στο Κουρασάο δυνάμει της προβλεπόμενης από τον νόμο WSF 2000 δυνατότητας κατά την οποία οι σπουδαστές που πληρούσαν την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη» μπορούσαν να λάβουν χρηματοδότηση για τη συνέχιση των σπουδών τους στην αλλοδαπή. Η ίδια η Β. Martens επισήμανε στις ολλανδικές αρχές, κατά την υποβολή της αιτήσεώς της για χρηματοδότηση σπουδών τον Μάιο του 2008 ότι πληρούσε τη συγκεκριμένη προϋπόθεση. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, η Β. Martens εργάζεται στις Κάτω Χώρες.

29

Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν περιορίζονται τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη, καθόσον αυτή, μετακινούμενη από το Βέλγιο στο Κουρασάο, δεν έκανε χρήση του δικαιώματος, του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών.

30

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον παραγνωρίζει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη έκανε χρήση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας της μετοικώντας από τις Κάτω Χώρες στο Βέλγιο με την οικογένειά της το 1993 και εξακολούθησε να κάνει χρήση των δικαιωμάτων αυτών κατά το διάστημα που διέμεινε στο Βέλγιο.

31

Η επίμαχη ρύθμιση, εξαρτώντας την εξακολούθηση της χορηγήσεως χρηματοδοτήσεως σπουδών στην αλλοδαπή από την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη», δύναται να αποτρέψει τους πολίτες της Ένωσης να ασκήσουν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που δύναται να έχει η άσκηση της ελευθερίας αυτής όσον αφορά το δικαίωμα λήψεως χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις D’Hoop, EU:C:2002:432, σκέψη 30, Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 32, καθώς και Thiele Meneses, EU:C:2013:683, σκέψη 28).

32

Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών της, στερείται σημασίας, συναφώς, το γεγονός ότι παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα αφότου η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη άσκησε τα εν λόγω δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Nerkowska, C‑499/06, EU:C:2008:300, σκέψη 47).

33

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη», όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 2.14, παράγραφος 2, του WSF 2000, μολονότι ισχύει αδιακρίτως για τους ημεδαπούς και τους λοιπούς πολίτες της Ένωσης, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του οποίου απολαύουν όλοι οι πολίτες της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 31).

34

Ο περιορισμός που επιβάλλεται με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση μπορεί να δικαιολογηθεί, από απόψεως του δικαίου της Ένωσης, μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητων από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων, και εφόσον έχει αναλογικό χαρακτήρα προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένα μέτρο είναι ανάλογο όταν είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (αποφάσεις De Cuyper, C‑406/04, EU:C:2006:491, σκέψεις 40 και 42, Morgan και Bucher, EU:C:2007:626, σκέψη 33, καθώς και Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 33).

35

Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι υφίσταται περιορισμός των ελευθεριών κυκλοφορίας και διαμονής, οι διατάξεις του WSF 2000 δικαιολογούνται βάσει αντικειμενικών λόγων γενικού συμφέροντος, ήτοι του σκοπού διατηρήσεως ελάχιστου επιπέδου ενσωματώσεως μεταξύ του αιτούντος τη χρηματοδότηση και του κράτους που τη χορηγεί. Επομένως, είναι δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοδοτήσεως σπουδών πραγματοποιούμενων εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή στους σπουδαστές που έχουν ενταχθεί επαρκώς στις Κάτω Χώρες. Σπουδαστής που έχει διαμείνει στις Κάτω Χώρες τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη που προηγήθηκαν των σπουδών του στην αλλοδαπή θεωρείται ότι έχει το προαναφερθέν επίπεδο ενσωματώσεως. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών για δύο λόγους. Πρώτον, κατά το άρθρο 11.5 του WSF 2000, ο αρμόδιος υπουργός μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή της προϋποθέσεως «τρία από τα έξι έτη» όταν η εφαρμογή της θα οδηγούσε σε καταστάσεις κατάφωρης αδικίας, στοιχείο που αποκλείει τον χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως αυτής ως υπερβολικά γενικής. Δεύτερον, η εν λόγω προϋπόθεση διαμονής δεν επιτάσσει να έχει διαμείνει σπουδαστής στις Κάτω Χώρες επί τρία συνεχή έτη πριν την έναρξη των σπουδών του και, ως εκ τούτου, δεν έχει υπερβολικά αποκλειστικό χαρακτήρα.

36

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο η ενσωμάτωση των σπουδαστών όσο και η επιθυμία να διασφαλιστεί η ύπαρξη ορισμένου δεσμού μεταξύ της κοινωνίας του κράτους μέλους που χορηγεί τη χρηματοδότηση και του δικαιούχου της επίμαχης παροχής αποτελούν αντικειμενικούς λόγους γενικού συμφέροντος ικανούς να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής αυτής ενδέχεται να επηρεάσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Thiele Meneses, EU:C:2013:683, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η απόδειξη που απαιτείται από κράτος μέλος ώστε να καταδειχθεί η ύπαρξη ουσιαστικού δεσμού ενσωματώσεως δεν πρέπει να έχει υπερβολικά αποκλειστικό χαρακτήρα, προσδίδοντας αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία σε στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του κατά πόσον ο αιτών συνδέεται πράγματι και κατά ουσιαστικό τρόπο με το κράτος μέλος αυτό, αποκλειομένου κάθε άλλου αντιπροσωπευτικού στοιχείου (βλ. αποφάσεις D’Hoop, EU:C:2002:432, σκέψη 39, Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 37, καθώς και Thiele Meneses, EU:C:2013:683, σκέψη 36).

38

Ειδικότερα, όσον αφορά τον βαθμό συνδέσεως του δικαιούχου της παροχής με την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου περί παροχής όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολογήσεως ενός τέτοιου συνδέσμου (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Gottwald, C‑103/08, EU:C:2009:597, σκέψη 34, καθώς και Thiele Meneses, EU:C:2013:683, σκέψη 37).

39

Εντούτοις, όταν η μόνη προϋπόθεση που προβλέπεται αφορά τη διαμονή, όπως η επίμαχη, υπάρχει το ενδεχόμενο αποκλεισμού από το οικείο επίδομα φοιτητών οι οποίοι, μολονότι δεν διέμειναν στις Κάτω Χώρες επί τρία συνεχή έτη πριν την έναρξη σπουδών στην αλλοδαπή, εντούτοις έχουν πραγματικούς δεσμούς ενσωματώσεως που τους συνδέουν με το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

40

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ότι, όσον αφορά την επίμαχη ρύθμιση, η εφαρμογή της προϋποθέσεως «τρία από τα έξι έτη» συνεπάγεται αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση μεταξύ των Ολλανδών εργαζομένων και των διακινούμενων εργαζομένων στις Κάτω Χώρες, καθώς, επιβάλλοντας συγκεκριμένες περιόδους διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, ο προαναφερθείς κανόνας προτάσσει ένα στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην το μόνο αντιπροσωπευτικό του πραγματικού βαθμού συνδέσμου του ενδιαφερομένου με το εν λόγω κράτος μέλος και έχει υπερβολικά αποκλειστικό χαρακτήρα (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑542/09, EU:C:2012:346, σκέψεις 86 και 88).

41

Η επίμαχη ρύθμιση, καθόσον περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή πολίτη της Ένωσης, όπως η προσφεύγουσα στην κύρια δίκη, έχει υπερβολικά αποκλειστικό χαρακτήρα, καθώς δεν επιτρέπει τη συνεκτίμηση άλλων δεσμών που θα μπορούσαν να συνδέσουν τον εν λόγω σπουδαστή με το κράτος μέλος που χορηγεί την παροχή, όπως η εθνικότητα του σπουδαστή, η σχολική του φοίτηση, η οικογένειά του, οι γλωσσικές του ικανότητες ή η ύπαρξη άλλων κοινωνικών ή οικονομικών δεσμών (βλ., επ’ αυτού, Prinz και Seeberger, EU:C:2013:524, σκέψη 38). Ομοίως, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 103 των προτάσεών της, η απασχόληση στο κράτος μέλος που καταβάλλει τις παροχές μελών της οικογένειας από τα οποία εξαρτάται ο σπουδαστής θα μπορούσε επίσης να αποτελεί ένα από τα στοιχεία για την αξιολόγηση των εν λόγω δεσμών.

42

Εξάλλου, η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 11.5 του WSF 2000 από τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος μπορεί να παρεκκλίνει από την προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη», την οποία προβλέπει το άρθρο 2.14, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του εν λόγω νόμου, σε περίπτωση που η εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως οδηγεί σε καταστάσεις κατάφωρης αδικίας, δεν είναι ικανή να επηρεάσει τον υπερβολικά αποκλειστικό χαρακτήρα της εν λόγω προϋποθέσεως, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν διασφαλίζει τη συνεκτίμηση άλλων στοιχείων ενσωματώσεως που θα μπορούσαν να συνδέουν την προσφεύγουσα στην κύρια δίκη με το κράτος μέλος που καταβάλλει τις παροχές και δεν επιτρέπει, επομένως, την επίτευξη του σκοπού της ενσωματώσεως που κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση συνιστά τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως.

43

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίμαχη προϋπόθεση «τρία από τα έξι έτη» εξακολουθεί να έχει υπερβολικά αποκλειστικό και αυθαίρετο χαρακτήρα, δεδομένου ότι προσδίδει αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία σε στοιχείο το οποίο δεν είναι κατ’ ανάγκην αντιπροσωπευτικό του βαθμού ενσωματώσεως του αιτούντος στο οικείο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση έχει χαρακτήρα ανάλογο προς τον προαναφερθέντα σκοπό ενσωματώσεως.

44

Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, μόνο αρμόδιο για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, να εξετάσει τους ενδεχόμενους δεσμούς μεταξύ της προσφεύγουσας στην κύρια δίκη και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, καθόσον η Β. Martens, Ολλανδή υπήκοος, γεννηθείσα στις Κάτω Χώρες, δήλωσε στην αίτησή της για τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως σπουδών ότι έχει διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος τρία από τα έξι έτη πριν την εγγραφή της σε πρόγραμμα σπουδών στο εξωτερικό, ενώ στην πραγματικότητα διαμένει στο Βέλγιο από την ηλικία των έξι ετών, ο πατέρας της εργάσθηκε στις Κάτω Χώρες από το 2006 έως το 2008 και η ίδια εργάζεται στο κράτος αυτό επί του παρόντος.

45

Στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει, συνεπώς, να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, που εξαρτά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές εκτός του συγκεκριμένου κράτους από τον όρο ο σπουδαστής που ζητεί να του χορηγηθεί η εν λόγω χρηματοδότηση να έχει διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν την εγγραφή του στο εν λόγω πρόγραμμα σπουδών.

Επί των δικαστικών εξόδων

46

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 20 ΣΛΕΕ και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, που εξαρτά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεως για ανώτερες σπουδές εκτός του συγκεκριμένου κράτους από τον όρο ο σπουδαστής που ζητεί να του χορηγηθεί η εν λόγω χρηματοδότηση να έχει διαμείνει στο εν λόγω κράτος μέλος τουλάχιστον τρία από τα έξι έτη πριν την εγγραφή του στο εν λόγω πρόγραμμα σπουδών.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.