ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Εθνικό Σύνταγμα — Παρεμπίπτουσα διαδικασία υποχρεωτικού ελέγχου συνταγματικότητας — Έλεγχος περί του αν εθνικός νόμος είναι σύμφωνος τόσο με το δίκαιο της Ένωσης όσο και με το εθνικό Σύνταγμα — Διεθνής δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις — Περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του ή γνωστό τόπο διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους — Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση παραστάσεως του εναγομένου — Επίτροπος απόντος εναγομένου»

Στην υπόθεση C‑112/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

A

κατά

B κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas, D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2014,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο A, εκπροσωπούμενος από τον T. Frad, Rechtsanwalt,

οι B κ.λπ., εκπροσωπούμενες από τον A. Egger, Rechtsanwalt,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Kemper,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και D. Colas και από την B. Beaupère-Manokha,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον L. D’Ascia, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους W. Bogensberger και H. Krämer και από την A.‑M. Rouchaud‑Joët,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του A και των B κ.λπ., σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως την οποία άσκησαν οι δεύτερες κατά του A ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 11 και 12 του κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής:

«(2)

Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό.

[...]

(11)

Οι κανόνες δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας.

(12)

Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.»

4

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

5

Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού:

«1.   Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου.

2.   Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I.»

6

Στο κεφάλαιο II, τμήμα 7, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», περιλαμβάνεται το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, που προβλέπει τα εξής:

«Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.»

7

Το άρθρο 26 του ιδίου αυτού κανονισμού περιλαμβάνεται στο τμήμα 8 του κεφαλαίου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας και του παραδεκτού», και ορίζει ότι:

«1.   Όταν πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν παρίσταται, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, αν η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος αυτός ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.

[...]»

8

Στο κεφάλαιο III του κανονισμού 44/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγνώριση και εκτέλεση», περιλαμβάνεται το άρθρο 34 το οποίο προβλέπει, στο σημείο του 2, ότι απόφαση δεν αναγνωρίζεται σε περίπτωση κατά την οποία «το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει».

Το αυστριακό δίκαιο

Ο Ομοσπονδιακός Συνταγματικός Νόμος

9

Κατά το άρθρο 89, παράγραφοι 1 και 2, του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Νόμου (Bundes-Verfassungsgesetz, στο εξής: B-VG), τα τακτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαίωμα ακυρώσεως των απλής τυπικής ισχύος νόμων λόγω αντισυνταγματικότητας. Το Oberster Gerichtshof και τα δικαστήρια που καλούνται να αποφανθούν σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται, σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς τη συνταγματικότητα νόμου απλής τυπικής ισχύος, να υποβάλουν αίτηση ακυρώσεως του οικείου απλής τυπικής ισχύος νόμου ενώπιον του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο).

10

Το άρθρο 92, παράγραφος 1, του B-VG ορίζει ότι το Oberster Gerichtshof αποτελεί το ανώτατο δικαστήριο επί αστικών και ποινικών υποθέσεων.

11

Δυνάμει του άρθρου 140, παράγραφος 1, του B-VG, το Verfassungsgerichtshof είναι αρμόδιο να κρίνει τη συνταγματικότητα των νόμων απλής τυπικής ισχύος κατόπιν αιτήσεως, μεταξύ άλλων, του Oberster Gerichtshof και των δικαστηρίων που καλούνται να αποφανθούν σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Η απόφαση του Verfassungsgerichtshof περί ακυρώσεως νόμου απλής τυπικής ισχύος λόγω αντισυνταγματικότητας έχει, κατά το άρθρο 140, παράγραφοι 6 και 7, του B-VG γενική ισχύ και δεσμεύει όλα τα δικαστήρια και τις διοικητικές αρχές.

Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

12

Το άρθρο 115 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Zivilprozessordnung, στο εξής: ZPO) προβλέπει, καταρχήν, ότι η επίδοση σε πρόσωπα αγνώστου διαμονής απαιτεί τη δημοσίευση επίσημης ανακοινώσεως σε τράπεζα δεδομένων η οποία αποτελεί αρχείο επίσημων ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων (Ediktsdatei).

13

Κατά το άρθρο 116 του ZPO:

«Όσον αφορά πρόσωπα στα οποία η επίδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοσίευση, διότι αυτά είναι αγνώστου διαμονής, το δικαστήριο διορίζει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως, επίτροπο του απόντος εναγομένου (άρθρο 9 [του ZPO]) εφόσον, κατόπιν της προς διενέργεια επιδόσεως, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να προβούν σε δικονομική πράξη για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους, ιδίως δε εφόσον η επίδοση συνεπάγεται και κλήτευση ενώπιον δικαστηρίου.»

14

Βάσει του άρθρου 117 του ZPO, ο διορισμός του επιτρόπου πρέπει να δημοσιευθεί μέσω επίσημης ανακοινώσεως στη βάση δεδομένων η οποία αποτελεί το αρχείο επίσημων ανακοινώσεων και δημοσιεύσεων.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Στις 12 Οκτωβρίου 2009 οι B κ.λπ. άσκησαν ενώπιον του Landesgericht Wien αγωγή αποζημιώσεως κατά του A, διατεινόμενες ότι ο εναγόμενος απήγαγε, στο Καζακστάν, τους συζύγους ή πατέρες τους.

16

Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων, οι B κ.λπ. υποστήριξαν ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του Α βρισκόταν εντός της περιφέρειας δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου είχαν ασκήσει την αγωγή.

17

Το Landesgericht Wien προέβη σε πλείονες προσπάθειες για την επίδοση ή κοινοποίηση της αγωγής, κατόπιν των οποίων διαπιστώθηκε ότι ο A δεν διέμενε πλέον σε κάποια από τις διευθύνσεις στις οποίες είχε επιχειρηθεί η επίδοση. Στις 27 Αυγούστου 2010, το δικαστήριο αυτό διόρισε, κατόπιν αιτήματος των B κ.λπ., επίτροπο του απόντος εναγομένου (Abwesenheitskurator), σύμφωνα με το άρθρο 116 του ZPO.

18

Κατόπιν της επιδόσεως του δικογράφου της αγωγής, ο επίτροπος αυτός του απόντος εναγομένου κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως με το οποίο ζητούσε την απόρριψη της αγωγής και προέβαλλε πλείονες ενστάσεις επί της ουσίας, χωρίς πάντως να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων.

19

Εν συνεχεία μόνον, δικηγορικό γραφείο που είχε εξουσιοδοτηθεί από τον A παρενέβη για λογαριασμό του και αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων. Υποστήριξε συναφώς ότι η παρέμβαση του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν μπορεί να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων, δεδομένου ότι ο εν λόγω επίτροπος του απόντος εναγομένου δεν είχε καμία επικοινωνία με τον A και δεν γνώριζε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, τα οποία είχαν λάβει χώρα στο Καζακστάν. Όσον αφορά τον τόπο κατοικίας του, ο A επισήμανε ότι είχε εγκαταλείψει οριστικά την Αυστρία πριν την άσκηση της αγωγής εναντίον του. Διατεινόμενος ότι κινδύνευε η ζωή του, ο A δεν παρέσχε στο δικαστήριο αυτό στοιχεία σχετικά με τον τόπο κατοικίας του, ζήτησε όμως κάθε σχετικό με την υπόθεση έγγραφο να επιδίδεται εφεξής στο δικηγορικό γραφείο το οποίο έχει εξουσιοδοτήσει να τον εκπροσωπεί.

20

Το Landesgericht Wien έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας και απέρριψε την αγωγή. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι ο A διέμενε στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Μάλτας, η δε παράσταση του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν συνιστούσε παράσταση κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001.

21

Το Oberlandesgericht Wien δέχθηκε την έφεση που άσκησαν οι Β κ.λπ. κατά της αποφάσεως αυτής και απέρριψε την ένσταση περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας. Κατά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001 επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια υποχρέωση ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας τους μόνο σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου. Κατά το αυστριακό δίκαιο, όμως, οι δικονομικές πράξεις του επιτρόπου του απόντος εναγομένου, ο οποίος οφείλει να προασπίζει τα συμφέροντα του εναγομένου αυτού, παράγουν τα ίδια έννομα αποτελέσματα με τις πράξεις πληρεξουσίου δικηγόρου που διορίσθηκε βάσει συμβάσεως εντολής.

22

Ο Α άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof, διατεινόμενος προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας που διασφαλίζονται βάσει του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Οι B κ.λπ. υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ και του Χάρτη διασφαλίζουν επίσης το θεμελιώδες δικαίωμά τους αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το οποίο επιτάσσει τον διορισμό επιτρόπου του απόντος εναγομένου βάσει του άρθρου 116 του ZPO.

23

Βάσει των όσων επισημαίνει το Oberster Gerichtshof, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ο Α είχε την κατοικία του στη Μάλτα. Καθόσον ο επίτροπος του απόντος εναγομένου, ο οποίος είχε διορισθεί για λογαριασμό του Α, δεν αμφισβήτησε τη διεθνή δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων, εγείρεται το ερώτημα αν το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε αυτός ο επίτροπος απόντος εναγομένου δεσμεύει τον A και συνιστά «παράσταση» κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001. Το Oberster Gerichtshof επισημαίνει συναφώς ότι η ευρεία εξουσία εκπροσωπήσεως που διαθέτει ο επίτροπος του απόντος εναγομένου, βάσει του άρθρου 116 του ZPO, μπορεί να θεωρηθεί ταυτοχρόνως τόσο αναγκαία για τη διασφάλιση του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των B κ.λπ. όσο και αντιβαίνουσα στο θεμελιώδες δικαίωμα ακροάσεως του A.

24

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία, προκρίνει την κατά περίπτωση μη εφαρμογή των διατάξεων νόμου που αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης, βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου αυτού. Ωστόσο, με απόφαση της 14ης Μαρτίου 2012 (U 466/11), το Verfassungsgerichtshof διαφοροποιήθηκε από τη νομολογία αυτή, κρίνοντας ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας των εθνικών νόμων, ο οποίος διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας γενικού ελέγχου των νόμων (Verfahren der generellen Normenkontrolle) βάσει του άρθρου 140 B-VG, έπρεπε να επεκταθεί και στις διατάξεις του Χάρτη. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, χωρεί ενώπιόν του επίκληση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται βάσει της ΕΣΔΑ ως συνταγματικώς διασφαλιζομένων δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, κατά το Verfassungsgerichtshof, η αρχή της ισοδυναμίας, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, επιτάσσει αυτός ο γενικός έλεγχος να αφορά και τα δικαιώματα που διασφαλίζονται βάσει του Χάρτη.

25

Κατά το Oberster Gerichtshof, η απόφαση αυτή συνεπάγεται ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν δύνανται να μην εφαρμόσουν αυτεπαγγέλτως νόμο αντίθετο προς τον Χάρτη, αλλά υποχρεούνται, «με την επιφύλαξη της δυνατότητας υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο», να υποβάλουν αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου αυτού ενώπιον του Verfassungsgerichtshof. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία δικαίωμα που διασφαλίζεται βάσει του αυστριακού Συντάγματος έχει το ίδιο πεδίο εφαρμογής με δικαίωμα που παρέχεται βάσει του Χάρτη, παρέλκει η δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία δεν ασκεί επιρροή προκειμένου το αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί αιτήσεως ακυρώσεως νόμου, απόφαση που μπορεί να εκδοθεί βάσει των δικαιωμάτων που διασφαλίζει το αυστριακό Σύνταγμα.

26

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας και στα δικαιώματα που διασφαλίζει ο Χάρτης, καθόσον τούτο θα συνεπαγόταν την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας και επιπλέον έξοδα. Ο σκοπός της πλήρους μεταρρυθμίσεως του δικαίου, διά της ακυρώσεως του νόμου που αντιβαίνει στον Χάρτη, μπορεί να επιτευχθεί και μετά το πέρας της διαδικασίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι δικαίωμα που απορρέει από το αυστριακό Σύνταγμα έχει το ίδιο πεδίο εφαρμογής με δικαίωμα αντλούμενο από τον Χάρτη δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η ερμηνεία αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος εκ μέρους του Verfassungsgerichtshof να διαφοροποιείται από εκείνην του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, η απόφαση του πρώτου να θίγει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό 44/2001.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνάγεται, κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε δικονομικό σύστημα όπου, μολονότι τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται επί της ουσίας πρέπει επίσης να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, πλην όμως δεν έχουν τη δυνατότητα ακυρώσεως των νόμων αυτών, την οποία διαθέτει αποκλειστικώς ειδικώς οργανωμένο Συνταγματικό Δικαστήριο, από την “αρχή της ισοδυναμίας” κατά το δίκαιο της Ένωσης ότι, σε περίπτωση νόμου που αντιβαίνει στο άρθρο 47 του [Χάρτη], τα τακτικά δικαστήρια πρέπει επίσης, εκκρεμούσης της ενώπιόν τους δίκης, να υποβάλουν αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι απλώς να μην εφαρμόσουν τον νόμο εν προκειμένω;

2)

Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη την έννοια ότι αντιβαίνει στο άρθρο αυτό δικονομική διάταξη κατά την οποία δικαστήριο στερούμενο διεθνούς δικαιοδοσίας διορίζει επίτροπο απόντος εναγομένου προκειμένου για διάδικο του οποίου δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ο τόπος διαμονής και, ακολούθως, ο εν λόγω επίτροπος μπορεί να “παραστεί” και ως εκ τούτου να θεμελιώσει βασίμως τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου;

3)

Έχει το άρθρο 24 του κανονισμού [44/2001] την έννοια ότι ο “ο εναγόμενος παρίσταται”, κατά τη διάταξη αυτή, μόνον εφόσον στη δικονομική πράξη αυτή προβαίνει ο ίδιος ο εναγόμενος ή πληρεξούσιος δικηγόρος του, ή δεν υφίσταται σχετικός περιορισμός και υφίσταται παράσταση του εναγομένου και στην περίπτωση κατά την οποία στην εν λόγω δικονομική πράξη προβαίνει επίτροπος του απόντος εναγομένου διορισθείς κατά το δίκαιο του κράτους μέλους;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

28

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται κατόπιν εφέσεως ή σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται, σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμούν ότι εθνικός νόμος αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη, να υποβάλουν, εκκρεμούσης της ενώπιόν τους δίκης, αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι απλώς να μην εφαρμόσουν τον νόμο εν προκειμένω.

29

Μολονότι, στο πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει αποκλειστικώς στην αρχή της ισοδυναμίας, λόγω της νομολογίας του Verfassungsgerichtshof, το οποίο θεμελίωσε την υποχρέωση να του υποβάλλεται αίτηση ακυρώσεως οποιουδήποτε νόμου αντιβαίνει στον Χάρτη, από το σκεπτικό της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται ότι το δικαστήριο αυτό διερωτάται, μεταξύ άλλων, αν η νομολογία αυτή είναι σύμφωνη [με το δίκαιο της Ένωσης] λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που υπέχουν τα τακτικά δικαστήρια από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

30

Από την απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι, κατά την προμνημονευθείσα στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Verfassungsgerichtshof, τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται κατόπιν εφέσεως ή σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται να υποβάλουν αίτηση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμούν ότι νόμος αντιβαίνει στον Χάρτη, κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας ακυρώσεως νόμου βάσει των άρθρων 89 και 140 του B-VG. Δεδομένου ότι μια τέτοια αίτηση ακυρώσεως νόμου πρέπει να υποβάλλεται στο πλαίσιο της δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του τακτικού δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα τακτικά δικαστήρια δεν δύνανται να επιλύσουν άμεσα τη διαφορά της οποίας έχουν επιληφθεί προκρίνοντας απλώς τη μη εφαρμογή νόμου που θεωρούν αντίθετο προς τον Χάρτη.

31

Όσον αφορά, εξάλλου, τις συνέπειες αυτής της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει απλώς ότι η υποχρέωση υποβολής στην κρίση του Verfassungsgerichtshof οποιουδήποτε νόμου αντιβαίνει στον Χάρτη δεν θίγει τη δυνατότητα υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν η δυνατότητα αυτή υπόκειται σε προϋποθέσεις.

32

Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, πάντως, στην οποία περιλαμβάνεται και η προμνημονευθείσα στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως απόφαση του Verfassungsgerichtshof, προκύπτει ότι η υποχρέωση υποβολής στο Συνταγματικό Δικαστήριο αιτήσεως περί ακυρώσεως νόμου δεν θίγει τη δυνατότητα των τακτικών δικαστηρίων να υποβάλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Verfassungsgerichtshof υιοθετώντας εκείνη της νομολογίας του Δικαστηρίου και ειδικότερα της αποφάσεώς του επί της υποθέσεως Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 57), σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγμένο και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας, να διατάξουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας και να μην εφαρμόσουν, μετά την περάτωση της παρεμπίπτουσας διαδικασίας αυτής, εθνική διάταξη νόμου αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, το Verfassungsgerichtshof εκτιμά, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της αποφάσεώς του, ότι είναι σημαντικό να μη στερηθεί το Δικαστήριο της δυνατότητας να προβεί σε έλεγχο κύρους του παράγωγου δικαίου της Ένωσης σε σχέση με το πρωτογενές δίκαιο και τον Χάρτη.

33

Στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση με γνώμονα τα ανωτέρω στοιχεία.

34

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, με προδικαστικές αποφάσεις, τόσο επί της ερμηνείας των Συνθηκών και των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά και τα λοιπά όργανα, καθώς και οι οργανισμοί της Ένωσης, όσο και επί του κύρους των πράξεων αυτών. Το άρθρο αυτό προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλλουν σχετικώς ερωτήματα στο Δικαστήριο, εφόσον κρίνουν ότι η απόφαση επί του οικείου ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως, ενώ στο τρίτο εδάφιό του προβλέπει ότι η υποβολή αυτή είναι υποχρεωτική για τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου.

35

Ως εκ τούτου, πρώτον, μολονότι μπορεί να συνιστά πλεονέκτημα, αναλόγως των περιστάσεων, το να έχουν αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και να έχουν επιλυθεί τα αμιγώς εθνικού δικαίου ζητήματα κατά τον χρόνο υποβολής στο Δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως (βλ. αποφάσεις Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., 36/80 και 71/80, EU:C:1981:62, σκέψη 6, Meilicke, C‑83/91, EU:C:1992:332, σκέψη 26, και JämO, C‑236/98, EU:C:2000:173, σκέψη 31), τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, οσάκις κρίνουν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφασίσουν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Rheinmühlen-Düsseldorf, 166/73, EU:C:1974:3, σκέψη 3, Mecanarte, C‑348/89, EU:C:1991:278, σκέψη 44, Cartesio, C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 88, και Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 41).

36

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οφείλει να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών δικαίου, μη εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως, εφόσον παρίσταται ανάγκη, κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Simmenthal, 106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 21 και 24, Filipiak, C‑314/08, EU:C:2009:719, σκέψη 81, Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 45).

37

Συγκεκριμένα, δεν είναι συμβατή με τις επιταγές που είναι συμφυείς με την ίδια τη φύση του δικαίου της Ένωσης οποιαδήποτε διάταξη εθνικού δικαίου και οποιαδήποτε νομοθετική, διοικητική ή δικαστική πρακτική που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης λόγω της μη αναγνωρίσεως στο αρμόδιο για την εφαρμογή του δικαίου αυτού δικαστήριο της εξουσίας να πράττει, ακριβώς κατά τον χρόνο της εφαρμογής αυτής, οτιδήποτε είναι αναγκαίο ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που παρακωλύουν ενδεχομένως την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων δικαίου της Ένωσης (βλ. αποφάσεις Simmenthal, EU:C:1978:49, σκέψη 22, Factortame κ.λπ., C‑213/89, EU:C:1990:257, σκέψη 20, και Åkerberg Fransson, EU:C:2013:105, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο συμβαίνει εάν, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ διατάξεως του δικαίου της Ένωσης και εθνικού νόμου, η επίλυσή της ανατίθεται σε άλλη αρχή και όχι στο δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης, στην οποία παρέχεται ιδία εξουσία εκτιμήσεως, έστω και αν η εξ αυτού του λόγου παρακώλυση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου αυτού ήταν απλώς και μόνον προσωρινή (βλ. αποφάσεις Simmenthal, EU:C:1978:49, σκέψη 23, και Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 44).

38

Τρίτον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί διαφοράς σχετικής με το δίκαιο της Ένωσης και το οποίο εκτιμά ότι διάταξη του εθνικού δικαίου δεν είναι απλώς αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και αντισυνταγματική, ούτε στερείται της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ευχέρειας ούτε απαλλάσσεται από την κατά το ίδιο άρθρο υποχρέωσή του να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης επειδή η αναγνώριση της αντισυνταγματικότητας διατάξεως του εσωτερικού δικαίου προϋποθέτει υποχρεωτικά την προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, θα θιγόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης εάν η ύπαρξη υποχρεωτικής προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορούσε να παρακωλύσει το εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί διαφοράς διεπόμενης από το δίκαιο της Ένωσης να κάνει χρήση της δυνατότητας η οποία του παρέχεται βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ να υποβάλει στο Δικαστήριο τα σχετικά με την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να κρίνει αν εθνικός κανόνας είναι συμβατός με το δίκαιο αυτό ή όχι (απόφαση Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 35 έως 38 της παρούσας αποφάσεως, η λειτουργία του συστήματος συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το οποίο καθιερώθηκε με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, και η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιτάσσουν να έχει το εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνει ενδεδειγμένο και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας, οποιοδήποτε αναγκαίο κατά την κρίση του προδικαστικό ερώτημα (βλ., σχετικώς, απόφαση Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψεις 51 και 52).

40

Επιπλέον, εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει την υποχρέωση να κινηθεί παρεμπίπτουσα διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, η λειτουργία του συστήματος που καθιερώθηκε με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ επιτάσσει να έχει το εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα αφενός μεν να διατάξει τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης, αφετέρου δε να μην εφαρμόσει, μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, εθνική διάταξη νόμου την οποία κρίνει αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 53).

41

Όσον αφορά, τέλος, την εκ παραλλήλου εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται βάσει εθνικού Συντάγματος κι εκείνων που διασφαλίζονται βάσει του Χάρτη στην περίπτωση εθνικής νομοθεσίας που θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, επισημαίνεται ότι η κατά προτεραιότητα εφαρμογή παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου της συνταγματικότητας εθνικού νόμου του οποίου το περιεχόμενο περιορίζεται απλώς στη μεταφορά των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων οδηγίας της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο δεν θίγει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να διαπιστώνει ότι πράξη της Ένωσης και ειδικότερα οδηγία είναι ανίσχυρη, αρμοδιότητα που σκοπεί στην ασφάλεια δικαίου διά της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Foto-Frost, 314/85, EU:C:1987:452, σκέψεις 15 έως 20, IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 27, Lucchini, C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 53, και Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 54).

42

Συγκεκριμένα, καθόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση εθνικού νόμου με τον οποίο απλώς μεταφέρονται στην εσωτερική έννομη τάξη οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου οδηγίας της Ένωσης, επειδή ο νόμος αυτός αντιβαίνει στο εθνικό Σύνταγμα, τούτο θα είχε ενδεχομένως ως συνέπεια να μην έχει πλέον το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγχει, κατόπιν αιτήσεως των δικαστηρίων της ουσίας του οικείου κράτους μέλους, το κύρος της εν λόγω οδηγίας για τους ίδιους λόγους, αλλά σε σχέση με όσα επιτάσσει το πρωτογενές δίκαιο, ιδίως δε σε σχέση με τα δικαιώματα που διασφαλίζονται με τον Χάρτη, στον οποίο το άρθρο 6 ΣΕΕ προσδίδει την ίδια νομική ισχύ με εκείνη που έχουν οι Συνθήκες (απόφαση Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 55).

43

Πριν ο παρεμπίπτων έλεγχος συνταγματικότητας νόμου, του οποίου το περιεχόμενο περιορίζεται απλώς στη μεταφορά των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων οδηγίας της Ένωσης στο εσωτερικό δίκαιο, καταστεί εφικτός όσον αφορά τους ίδιους λόγους για τους οποίους τίθεται ζήτημα κύρους της οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, υποχρεούνται καταρχήν, βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα περί του κύρους της οδηγίας αυτής και, εν συνεχεία, να συναγάγουν τις συνέπειες που απορρέουν από την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου, εκτός αν το ίδιο το δικαστήριο που είχε κινήσει τη διαδικασία του παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας έχει υποβάλει στο Δικαστήριο το ερώτημα αυτό βάσει του δευτέρου εδαφίου του ίδιου αυτού άρθρου. Πράγματι, προκειμένου περί εθνικού νόμου για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη αυτού του περιεχομένου, το ζήτημα του κύρους της οδηγίας αποτελεί πρόκριμα για την υποχρέωση μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο (απόφαση Melki και Abdeli, EU:C:2010:363, σκέψη 56).

44

Εξάλλου, οσάκις το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής πράξεως του δικαίου της Ένωσης, εξακολουθεί να είναι θεμιτό οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με το εθνικό Σύνταγμα, υπό τον όρο ότι η εφαρμογή των εθνικών προτύπων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θέτει σε κίνδυνο το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο Χάρτης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ούτε την υπεροχή, την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης (βλ., σχετικώς, απόφαση Melloni, C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 60).

45

Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει της αρχής αυτής, οι δικονομικές προϋποθέσεις ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων που σκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εσωτερικού δικαίου (αποφάσεις Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 33, και Agrokonsulting-04, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η επίκληση, όμως, της αρχής της ισοδυναμίας δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να απαλλάσσει τα εθνικά δικαστήρια, κατά την εφαρμογή των εθνικών δικονομικών προϋποθέσεων, από την υποχρέωση να τηρούν αυστηρώς όσα επιτάσσει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

46

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται κατόπιν εφέσεως ή σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται, σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμούν ότι εθνικός νόμος αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη, να υποβάλουν, εκκρεμούσης της ενώπιόν τους δίκης, αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι απλώς να μην εφαρμόσουν τον νόμο εν προκειμένω, εφόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή της διαδικασίας αυτής έχει ως συνέπεια να παρακωλύει, τόσο πριν την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιφορτισθεί με την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων όσο και, ενδεχομένως, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού επί της εν λόγω αιτήσεως, τα ως άνω εθνικά δικαστήρια να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους που συνίσταται στην υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό τέτοια εθνική ρύθμιση εφόσον τα ως άνω τακτικά δικαστήρια εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα:

να υποβάλλουν στο Δικαστήριο, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγμένο και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, οποιοδήποτε προδικαστικό ερώτημα κρίνουν αναγκαίο,

να διατάσσουν τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης και

να μην εφαρμόζουν, μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την επίμαχη εθνική διάταξη νόμου, εφόσον κρίνουν ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν η εθνική ρύθμιση επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνη με όσα επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης.

Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

47

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο διορίζει επίτροπο απόντος εναγομένου προκειμένου για εναγόμενο στον οποίο δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης επειδή αυτός ήταν αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η παράσταση αυτού του επιτρόπου του απόντος εναγομένου ισοδυναμεί με παράσταση του εναγομένου κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού, βάσει της οποίας θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού.

48

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όσα διαπίστωσε το αιτούν δικαστήριο, ο Α, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της υποθέσεως της κύριας δίκης ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, δεν διέμενε πλέον στο κράτος μέλος αυτό. Επιπλέον, η διαφορά αυτή έχει ως αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως λόγω απαγωγών στο Καζακστάν και όχι στην Αυστρία. Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι η διεθνής δικαιοδοσία των αυστριακών δικαστηρίων δεν στηρίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001. Δεν προκύπτει, εξάλλου, ότι η διαφορά της κύριας δίκης συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την αυστριακή επικράτεια, στοιχείο επί του οποίου θα μπορούσε να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών βάσει του εν λόγω κανονισμού, εκτός και αν ο Α είχε παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού.

49

Από τη διαβιβασθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει συναφώς ότι επίτροπος απόντος εναγομένου διορισθείς βάσει του άρθρου 116 του ZPO διαθέτει ευρεία εξουσία εκπροσωπήσεως, η οποία συνεπάγεται και την εξουσία παραστάσεως για λογαριασμό του απόντος εναγομένου.

50

Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 πρέπει να τυγχάνουν αυτοτελούς ερμηνείας βάσει του συστήματος και των σκοπών του (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions Assurance, C‑1/13, EU:C:2014:109, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Hi Hotel HCF, C‑387/12, EU:C:2014:215, σκέψη 24).

51

Εξάλλου, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές του κανονισμού 44/2001, πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία, κατά πάγια νομολογία, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο και τα οποία έχουν πλέον κατοχυρωθεί με τον Χάρτη (βλ., σχετικώς, απόφαση Google Spain και Google, C‑131/12, EU:C:2014:317, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, στο σύνολό τους, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 επιτάσσουν να επιδιώκεται, στο πλαίσιο των σκοπών του κανονισμού αυτού, οι διαδικασίες που καταλήγουν σε έκδοση δικαστικών αποφάσεων να διεξάγονται τηρουμένων των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη (βλ. αποφάσεις Hypoteční banka, C‑327/10, EU:C:2011:745, σκέψεις 48 και 49, και G, C‑292/10, EU:C:2012:142, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52

Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές πρέπει να εξετασθεί αν η παράσταση επιτρόπου απόντος εναγομένου συνιστά παράσταση του εναγομένου αυτού κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού.

53

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, πρώτον, το ως άνω άρθρο 24 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II, τμήμα 7, του κανονισμού 44/2001, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας». Με το εν λόγω άρθρο 24, πρώτη περίοδος, θεσπίζεται κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας στηριζόμενος στην παράσταση του εναγομένου ως προς όλες τις ένδικες διαφορές στις οποίες η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν απορρέει από άλλες διατάξεις του κανονισμού αυτού. Η διάταξη αυτή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαστήριο επελήφθη της διαφοράς κατά παράβαση των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, η δε εφαρμογή της έχει ως συνέπεια ότι η παράσταση του εναγομένου μπορεί να λογίζεται ως σιωπηρή αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου και, επομένως, ως παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του (βλ. αποφάσεις ČPP Vienna Insurance Group, C‑111/09, EU:C:2010:290, σκέψη 21, και Cartier parfums-lunettes και Axa Corporate Solutions Assurance, EU:C:2014:109, σκέψη 34).

54

Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, η σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 24, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 44/2001 στηρίζεται σε οικειοθελή επιλογή των διαδίκων όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, στοιχείο που προϋποθέτει ότι ο εναγόμενος είχε λάβει γνώση της δίκης που έχει κινηθεί εναντίον του. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι απών εναγόμενος στον οποίο δεν έχει κοινοποιηθεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και ο οποίος αγνοεί τη δίκη που έχει κινηθεί εναντίον του αποδέχεται σιωπηρά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως.

55

Επιπλέον, απών εναγόμενος που αγνοεί την αγωγή που ασκήθηκε κατά αυτού και τον διορισμό επιτρόπου απόντος εναγομένου αδυνατεί να παράσχει στον επίτροπο αυτό όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως ή να γίνει αυτή δεκτή μετά λόγου γνώσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι η παράσταση του εν λόγω επιτρόπου απόντος εναγομένου συνιστά σιωπηρή αποδοχή εκ μέρους του εναγομένου αυτού.

56

Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001 και όπως προκύπτει από τα άρθρα του 26 και 34, σημείο 2, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη υποθέσεως αποτελεί το αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του εναγομένου αυτού, μόνον εφόσον γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος έχει ερημοδικήσει. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει ο πληρεξούσιος δικηγόρος να μπορεί να παρίσταται νομίμως για λογαριασμό του εναγομένου, κατά την έννοια του κανονισμού 44/2001, μόνον εφόσον μπορεί πράγματι να προασπίσει τα δικαιώματα του απόντος εναγομένου. Όπως, όμως, προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών της Συμβάσεως αυτής (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), καθώς και από τη νομολογία περί του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού 44/2001, εναγόμενος που αγνοεί την κατ’ αυτού κινηθείσα διαδικασία και για τον οποίο παρίσταται, ενώπιον του δικαστηρίου δικηγόρος ή «επίτροπος» που δεν έχει λάβει εντολή βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία να αμυνθεί αποτελεσματικώς και πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ερημοδικήσας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ακόμη και αν η δίκη είχε τον χαρακτήρα διαδικασίας κατ’ αντιμωλία (βλ., σχετικώς, όσον αφορά την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, απόφαση Hendrikman και Feyen, C‑78/95, EU:C:1996:380, σκέψη 18, και απόφαση Hypoteční banka, EU:C:2011:745, σκέψεις 53 και 54).

57

Τρίτον, ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού κατά την οποία επίτροπος του απόντος εναγομένου μπορεί να παρίσταται για λογαριασμό του δευτέρου δεν θα ήταν σύμφωνη με τους σκοπούς των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζονται με τον εν λόγω κανονισμό και οι οποίοι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού αυτού, πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης δεν κοινοποιήθηκε στον Α που είχε την κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι προβλέψιμη η θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των αυστριακών δικαστηρίων στην παράσταση του επιτρόπου του απόντος εναγομένου, ο οποίος διορίσθηκε για λογαριασμό του Α.

58

Τέλος, το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας του εναγομένου, το οποίο διασφαλίζεται βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη και το οποίο πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή εκ παραλλήλου με τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου, στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001 (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Hypoteční banka, EU:C:2011:745, σκέψεις 48 και 49, και G, EU:C:2012:142, σκέψεις 47 και 48), δεν επιβάλλει διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού αυτού, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι B κ.λπ. με τις παρατηρήσεις τους που υπέβαλαν στο Δικαστήριο.

59

Οι B κ.λπ. επισημαίνουν συναφώς ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, ο Α δεν έχει ακόμη αποκαλύψει τον τόπο όπου κατοικεί επί του παρόντος, παρακωλύοντας επομένως τον καθορισμό του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου και την άσκηση του δικαιώματός τους αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αρνησιδικίας και για να διασφαλισθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του ενάγοντος και των δικαιωμάτων του εναγομένου, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα στην προηγούμενη σκέψη νομολογία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο επίτροπος απόντος εναγομένου μπορεί να παρίσταται για λογαριασμό του εναγομένου αυτού κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001.

60

Ωστόσο, μολονότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστάσεων των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Hypoteční banka (EU:C:2011:745) και G (EU:C:2012:142), ότι δεν αντιβαίνει στον κανονισμό 44/2001, ερμηνευόμενο με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, το ενδεχόμενο δίκης κατά απόντος εναγομένου στο πλαίσιο της οποίας ο εναγόμενος αυτός στερήθηκε της δυνατότητας να αμυνθεί αποτελεσματικώς, έχει ωστόσο τονίσει ότι ο ως άνω εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να προασπίσει τα δικαιώματά του άμυνας αντιτασσόμενος, βάσει του άρθρου 34, σημείο 2, του κανονισμού αυτού, στην αναγνώριση της εκδοθείσας σε βάρος του αποφάσεως (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Hypoteční banka, EU:C:2011:745, σκέψεις 54 και 55, και G, EU:C:2012:142, σκέψεις 57 και 58). Η δυνατότητα αυτή ένδικης προστασίας βάσει του άρθρου 34, σημείο 2, του εν λόγω κανονισμού προϋποθέτει εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, την ερημοδικία του εναγομένου και ότι οι δικονομικές πράξεις του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν ισοδυναμούν με παράσταση του δευτέρου κατά την έννοια του ιδίου κανονισμού. Αντιθέτως, εν προκειμένω, οι δικονομικές πράξεις στις οποίες προβαίνει ο επίτροπος του απόντος εναγομένου δυνάμει του άρθρου 116 του ZPO έχουν ως αποτέλεσμα να γίνει δεκτό, κατά την εθνική ρύθμιση, ότι ο A παρέστη ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υποθέσεως. Δεν μπορεί, όμως, να γίνει δεκτό ότι ερμηνεία του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001 κατά την οποία ένας τέτοιος επίτροπος απόντος εναγομένου δύναται να παρίσταται για λογαριασμό του εναγομένου αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 24 του κανονισμού 44/2001, διασφαλίζει δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και των δικαιωμάτων άμυνας.

61

Ως εκ τούτου, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 24 του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο διορίζει επίτροπο απόντος εναγομένου προκειμένου για εναγόμενο στον οποίο δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης επειδή αυτός ήταν αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η παράσταση αυτού του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν συνιστά παράσταση του εναγομένου αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού, βάσει της οποίας θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού.

Επί των δικαστικών εξόδων

62

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία τα τακτικά δικαστήρια που αποφαίνονται κατόπιν εφέσεως ή σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας υποχρεούνται, σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμούν ότι εθνικός νόμος αντιβαίνει στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποβάλουν, εκκρεμούσης της ενώπιόν τους δίκης, αίτηση περί ακυρώσεως του νόμου ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου και όχι απλώς να μην εφαρμόσουν τον νόμο εν προκειμένω, εφόσον η κατά προτεραιότητα εφαρμογή της διαδικασίας αυτής έχει ως συνέπεια να παρακωλύει, τόσο πριν την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιφορτισθεί με την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων όσο και, ενδεχομένως, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου αυτού επί της εν λόγω αιτήσεως, τα ως άνω εθνικά δικαστήρια να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους ή να εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους που συνίσταται στην υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα το άρθρο 267 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό τέτοια εθνική ρύθμιση εφόσον τα ως άνω τακτικά δικαστήρια εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα:

να υποβάλλουν στο Δικαστήριο, σε όποιο στάδιο της διαδικασίας κρίνουν ενδεδειγμένο και μάλιστα ακόμη και μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας διαδικασίας ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, οποιοδήποτε προδικαστικό ερώτημα κρίνουν αναγκαίο,

να διατάσσουν τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης και

να μην εφαρμόζουν, μετά το πέρας της παρεμπίπτουσας αυτής διαδικασίας, την επίμαχη εθνική διάταξη νόμου, εφόσον κρίνουν ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση επιδέχεται ερμηνεία σύμφωνη με όσα επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης.

 

2)

Το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ερμηνευόμενο με γνώμονα το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο διορίζει επίτροπο απόντος εναγομένου προκειμένου για εναγόμενο στον οποίο δεν κατέστη δυνατό να επιδοθεί το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης επειδή αυτός ήταν αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η παράσταση αυτού του επιτρόπου του απόντος εναγομένου δεν συνιστά παράσταση του εναγομένου αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 24 του εν λόγω κανονισμού, βάσει της οποίας θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.