ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NIILO JÄÄSKINEN

της 27ης Φεβρουαρίου 2014 ( 1 )

Υπόθεση C‑173/13

Maurice Leone,

Blandine Leone

κατά

Garde des Sceaux, Ministre de la Justice,και

Caisse nationale de retraites des agents des collectivités locales

[αίτηση του cour administrative d’appel de Lyon (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική — Άρθρο 141 ΕΚ — Ισότητα αμοιβών μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων — Πρόωρη συνταξιοδότηση με άμεση καταβολή της συντάξεως — Αναγνώριση συντάξιμου χρόνου — Πλεονεκτήματα που χορηγούνται, ανεξαρτήτως φύλου, υπό τον όρο διακοπής της επαγγελματικής δραστηριότητας για την ανατροφή τέκνων — Ανυπαρξία νομικού πλαισίου που να επιτρέπει στους άνδρες εργαζομένους να λαμβάνουν άδεια ισοδύναμη με την άδεια μητρότητας που προβλέπεται υπέρ των γυναικών εργαζομένων — Έμμεση διάκριση — Ενδεχόμενη δικαιολόγηση — Μέτρα θετικής δράσεως»

I – Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβάλλεται από το διοικητικό εφετείο της Λυών (cour administrative d’appel de Lyon, Γαλλία) αφορά την αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων. Λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, η ερμηνεία που ζητείται πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το άρθρο 141 ΕΚ και όχι το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, το οποίο, καίτοι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει σε αυτό, είναι εφαρμοστέο μόνον από την 1η Δεκεμβρίου 2009. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων είναι ουσιαστικά ταυτόσημο.

2.

Η αίτηση υποβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, η οποία ασκήθηκε από το ζεύγος Leone κατά του Γαλλικού Δημοσίου και θεμελιώνεται σε προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Η αγωγή ασκήθηκε μετά την άρνηση του εθνικού συνταξιοδοτικού ταμείου των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως (Caisse nationale de retraites des agents des collectivités locales, στο εξής: CNRACL) να εφαρμόσει υπέρ του M. Leone τις διατάξεις του γαλλικού δικαίου που προβλέπουν τη χορήγηση πλεονεκτημάτων στο πλαίσιο της συνταξιοδοτήσεως, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διέκοψε προσηκόντως τη σταδιοδρομία του για την ανατροφή των τέκνων του. Το ζεύγος Leone υποστηρίζει, πιο συγκεκριμένα, ότι ο M. Leone υπέστη έμμεση δυσμενή διάκριση, λόγω του ότι οι όροι χορηγήσεως των εν λόγω πλεονεκτημάτων, παρά τη φαινομενική ουδετερότητά τους, ευνοούν, κατά την άποψη του ζεύγους, περισσότερο τις γυναίκες υπαλλήλους.

3.

Τα δύο είδη πλεονεκτημάτων τα οποία αφορά η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δηλαδή η δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με άμεση καταβολή της συντάξεως —πρώτο ερώτημα— και το δικαίωμα αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου —δεύτερο ερώτημα— υπόκεινται σε παρόμοιους όρους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, απαιτείται ο δικαιούχος της συντάξεως να έχει διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα επί συνεχές διάστημα τουλάχιστον δύο μηνών στο πλαίσιο ενός από τα είδη άδειας που συνδέονται με την ανατροφή τέκνων και απαριθμούνται στις επίδικες εθνικές διατάξεις. Η κύρια προβληματική είναι κατά πόσον οι διατάξεις αυτές, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής ανεξαρτήτως φύλου, εισάγουν εντούτοις έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των ανδρών εργαζομένων, καθόσον τάσσουν ως προϋπόθεση την απομάκρυνση από την εργασία για χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την υποχρεωτική άδεια μητρότητας.

4.

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει πρόσφατα παρόμοια προβληματική. Συγκεκριμένα, κανόνας αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου ανάλογος με εκείνον του δεύτερου ερωτήματος είχε αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση Amédée, στην οποία ανέπτυξα προτάσεις ( 2 ) πριν διαγραφεί ( 3 ). Κατά τη γνώμη μου, οι απόψεις και τα επιχειρήματα που εξέθεσα στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως θα είναι, mutatis mutandis, κρίσιμα και για την εξέταση της προκειμένης υποθέσεως. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κρίνω σκόπιμο, αφενός, να αναλύσω πρώτα το δεύτερο ερώτημα και, αφετέρου, να καλέσω τον αναγνώστη να μελετήσει προηγουμένως τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση.

5.

Το τρίτο ερώτημα υποβάλλεται επικουρικώς, για την περίπτωση που διαπιστωθεί ότι υφίστανται όντως οι έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις στις οποίες αναφέρονται το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ουσιαστικά, το Δικαστήριο ερωτάται αν τέτοιοι παράγοντες δυσμενούς διακρίσεως μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ ( 4 ), ως μέσα που σκοπούν στην αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

II – Το γαλλικό νομικό πλαίσιο

Α — Οι διατάξεις που αφορούν την πρόωρη συνταξιοδότηση

6.

Όπως προκύπτει από τον κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (στο εξής: κώδικας συντάξεων), οι πολιτικοί υπάλληλοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα με άμεση καταβολή της συντάξεώς τους πριν συμπληρώσουν τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως, εφόσον πληρούν ορισμένους όρους.

7.

Σύμφωνα με το άρθρο L. 24 του κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 136 του νόμου 2004‑1485 της 30ής Δεκεμβρίου 2004 ( 5 ) (στο εξής: νόμος 2004‑1485):

«I. — Η εκκαθάριση της συντάξεως πραγματοποιείται: [...]

Αν ο πολιτικός υπάλληλος είναι γονέας τριών τέκνων εν ζωή, ή θανόντων σε πολεμικές επιχειρήσεις, ή ενός τέκνου εν ζωή ηλικίας άνω του ενός έτους και με βαθμό αναπηρίας 80 % ή περισσότερο, υπό τον όρο ότι έχει διακόψει, για κάθε τέκνο, τη δραστηριότητά του υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με διάταγμα κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Conseil d’État.

Με διακοπή της δραστηριότητας κατά την έννοια του προηγουμένου εδαφίου εξομοιώνονται περίοδοι για τις οποίες δεν οφείλονται υποχρεωτικές εισφορές στο πλαίσιο βασικού συνταξιοδοτικού συστήματος, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με διάταγμα κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Conseil d’État.

Με τέκνα κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου εξομοιώνονται τα απαριθμούμενα στην παράγραφο II του άρθρου L. 18 τέκνα, τα οποία ο ενδιαφερόμενος έχει αναθρέψει υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο ΙΙΙ του ίδιου άρθρου […]».

8.

Το άρθρο L. 18, παράγραφος II, του κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 91‑715 της 26ης Ιουλίου 1991 ( 6 ), προσδιορίζει τις κατηγορίες τέκνων σε σχέση με τα οποία γεννάται δικαίωμα για το εν λόγω πλεονέκτημα, όπως είναι ιδίως, «[τ]α νόμιμα τέκνα, τα φυσικά τέκνα των οποίων είναι γνωστοί οι γονείς και τα θετά τέκνα του δικαιούχου της συντάξεως». Με την παράγραφο ΙΙΙ του ίδιου άρθρου προστίθεται, μεταξύ άλλων, ότι «με την εξαίρεση των θανόντων σε πολεμικές επιχειρήσεις τέκνων, τα τέκνα πρέπει να έχουν ανατραφεί επί τουλάχιστον εννέα έτη, είτε πριν τη συμπλήρωση του δέκατου έκτου έτους ηλικίας είτε πριν την ηλικία κατά την οποία ο γονέας έπαυσε να τα συντηρεί κατά την έννοια των άρθρων L. 512‑3 και R. 512‑2 έως R. 512‑3 του κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων».

9.

Κατά το άρθρο R. 37 του κώδικα συντάξεων, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα 2005‑449 της 10ης Μαΐου 2005 ( 7 ) (στο εξής: διάταγμα 2005‑449):

«I. —

Η διακοπή δραστηριότητας που προβλέπεται στο άρθρο L. 24, παράγραφος I, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, πρέπει να είχε συνεχή διάρκεια τουλάχιστον δύο μηνών και να είχε επέλθει ενώ ο υπάλληλος ήταν ασφαλισμένος σε υποχρεωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα. […]

Η εν λόγω διακοπή της δραστηριότητας πρέπει να είχε πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της πρώτης ημέρας της τετάρτης εβδομάδας πριν από τη γέννηση ή την υιοθεσία και της τελευταίας ημέρας της 16ης εβδομάδας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία.

[…] [ ( 8 )]

II. —

Για τον υπολογισμό της διάρκειας διακοπής της δραστηριότητας λαμβάνονται υπόψη οι χρονικές περίοδοι που αντιστοιχούν σε αναστολή της συμβάσεως εργασίας ή σε διακοπή της πραγματικής υπηρεσίας, επελθούσας στο πλαίσιο:

a)

της άδειας μητρότητας, [...]

b)

της άδειας πατρότητας, [...]·

c)

της άδειας υιοθεσίας, [...]·

d)

της γονικής άδειας, […]·

e)

της ειδικής άδειας γονικής παρουσίας, […]·

f)

της άδειας άνευ αποδοχών για την ανατροφή τέκνου ηλικίας κάτω των οκτώ ετών […].

III. —

Οι κρίσιμες περίοδοι για τους σκοπούς του άρθρου L. 24, σημείο 3, δεύτερο εδάφιο, είναι εκείνες κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος δεν υπείχε υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, ούτε άσκησε οιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα.»

Β — Οι κρίσιμες διατάξεις για την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου

10.

Κατά το άρθρο 15 του διατάγματος 2003‑1306 της 26ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με το συνταξιοδοτικό σύστημα των υπαλλήλων που είναι ασφαλισμένοι στο εθνικό συνταξιοδοτικό ταμείο των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ( 9 ) (στο εξής: «διάταγμα περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως»):

«I. — Στην πραγματική υπηρεσία προστίθενται, υπό τους όρους που προβλέπονται για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, οι ακόλουθες περίοδοι αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου: […]

Χρόνος τεσσάρων τριμήνων, υπό την προϋπόθεση οι υπάλληλοι να έχουν διακόψει τη δραστηριότητά τους, για κάθε νόμιμο και φυσικό τέκνο που γεννήθηκε πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, για κάθε τέκνο που υιοθετήθηκε πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, και για κάθε τέκνο από τα απαριθμούμενα στην παράγραφο ΙΙ του άρθρου 24, εφόσον τα έχει αναθρέψει επί τουλάχιστον εννέα έτη πριν συμπληρώσουν το εικοστό πρώτο έτος ηλικίας και εφόσον άρχισε να τα συντηρεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2004.

Η εν λόγω διακοπή δραστηριότητας πρέπει να έχει συνεχή διάρκεια τουλάχιστον δύο μηνών και να πραγματοποιείται στο πλαίσιο άδειας λόγω μητρότητας, άδειας λόγω υιοθεσίας, γονικής άδειας ή ειδικής άδειας γονικής παρουσίας, […] ή άδειας άνευ αποδοχών για την ανατροφή τέκνου ηλικίας κάτω των 8 ετών […]·

Οι διατάξεις του σημείου 2° έχουν εφαρμογή στις συντάξεις που εκκαθαρίζονται από τις 28 Μαΐου 2003·

Ο χρόνος που προβλέπεται στο σημείο 2 αναγνωρίζεται υπέρ των γυναικών υπαλλήλων που απέκτησαν τέκνο κατά τη διάρκεια των σπουδών τους πριν την 1η Ιανουαρίου 2004 και πριν την πρόσληψή τους στο Δημόσιο, εφόσον η πρόσληψη πραγματοποιήθηκε εντός δύο ετών από τη λήψη του διπλώματος που απαιτείται για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό, χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί ο όρος διακοπής της δραστηριότητας· […]».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.

Ο M. Leone απασχολήθηκε ως νοσοκόμος στο πολιτικό νοσοκομείο της Λυών, με την ιδιότητα του δημόσιου νοσοκομειακού υπαλλήλου, από το 1984.

12.

Στις 4 Απριλίου 2005 ζήτησε, βάσει του άρθρου L. 24 του κώδικα συντάξεων, να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα με άμεση καταβολή της συντάξεως, ως πατέρας τριών τέκνων γεννηθέντων στις 8 Οκτωβρίου 1990, στις 31 Αυγούστου 1993 και στις 27 Νοεμβρίου 1996 αντιστοίχως.

13.

Το αίτημά του απορρίφθηκε από το CNRACL, με απόφαση της 18ης Απριλίου 2005, με την αιτιολογία ότι ο M. Leone δεν είχε διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα για κάθε τέκνο του σύμφωνα με την παράγραφο I, σημείο 3, του εν λόγω άρθρου. Η προσφυγή που άσκησε ο M. Leone κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με διάταξη του tribunal administratif της Λυών της 18ης Μαΐου 2006.

14.

Με αγωγή που κατατέθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2008, ο M. Leone και η σύζυγός του ( 10 ) κίνησαν ένδικη διαδικασία με κύριο αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας τους ( 11 ) που οφειλόταν σε έμμεση διάκριση εις βάρος του M. Leone λόγω της εφαρμογής, στην περίπτωσή του, των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου L. 24 σε συνδυασμό με το νέο άρθρο R. 37 του κώδικα συντάξεων, τα οποία διέπουν την πρόωρη συνταξιοδότηση, και των τροποποιημένων άρθρων L. 12 και R. 13 του ίδιου κώδικα, τα οποία διέπουν την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου ( 12 ).

15.

Το ζεύγος Leone υποστηρίζει ότι οι όροι από τους οποίους οι εν λόγω διατάξεις εξαρτούν τη χορήγηση των πλεονεκτημάτων που προβλέπουν σε σχέση με την ανατροφή των τέκνων αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας αμοιβών, όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 141 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται κατά βάση ότι οι γυναίκες υπάλληλοι πληρούν συστηματικά τον όρο που συνδέεται με τη διακοπή της δραστηριότητας, δεδομένου ότι η άδεια μητρότητας τους χορηγείται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς, ενώ οι άνδρες υπάλληλοι στη μεγάλη τους πλειονότητα στερούνται, στην πράξη, τα πλεονεκτήματα τα οποία απορρέουν από τις οικείες διατάξεις, λόγω της ανυπαρξίας νομοθετικής ρυθμίσεως που να τους παρέχει τη δυνατότητα να λάβουν άδεια μετ’ αποδοχών ισοδύναμη προς την άδεια λόγω μητρότητας.

16.

Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής τους από το tribunal administratif της Λυών, στις 17 Ιουλίου 2012, το ζεύγος Leone άσκησε έφεση κατά της σχετικής αποφάσεως ενώπιον του cour administrative d’appel της Λυών.

17.

Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2013, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2013, το cour administrative d’appel της Λυών αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Μπορούν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου L. 24 και του άρθρου R. 37 του [κώδικα συντάξεων], όπως τροποποιήθηκαν με τον διορθωτικό νόμο αριθ. 2004-1485 […] και το διάταγμα αριθ. 2005-449, […] να θεωρηθούν ότι εισάγουν έμμεση δυσμενή διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 157 [ΣΛΕΕ];

2)

Μπορούν οι διατάξεις του άρθρου 15 του διατάγματος [περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως] να θεωρηθούν ότι εισάγουν έμμεση δυσμενή διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών κατά την έννοια του άρθρου 157 [ΣΛΕΕ];

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε ένα από τα δύο πρώτα ερωτήματα, δικαιολογείται αυτή η δυσμενής διάκριση από τις διατάξεις του άρθρου 157, παράγραφος 4, [ΣΛΕΕ];»

18.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο το ζεύγος Leone, το CNRACL ( 13 ) η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV – Ανάλυση

Α — Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

19.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και ζητεί, με το κύριο αίτημά της, να απορριφθεί η αίτηση γι’ αυτόν τον λόγο. Υπογραμμίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των επίδικων εθνικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης, ούτε προσδιορίζει πώς ακριβώς συνδέει το περιεχόμενο των εθνικών αυτών διατάξεων με το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, του οποίου ζητεί την ερμηνεία ( 14 ). Προσθέτει ότι το cour administrative d’appel της Λυών έπρεπε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε απαραίτητο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο, τη στιγμή που το ανώτατο γαλλικό διοικητικό δικαστήριο, το Conseil d’État, έχει ήδη αποφανθεί επανειλημμένα ότι δεν υφίσταται ανάλογη διάκριση, χωρίς να υποβάλει συναφώς αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ( 15 ). Η έλλειψη σχετικών διευκρινίσεων είχε, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, ως συνέπεια να μην μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν παρατηρήσεις εν πλήρει γνώσει ( 16 ), το δε Δικαστήριο να δώσει λυσιτελή απάντηση για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

20.

Συναφώς επισημαίνω ότι η αιτιολογία της αποφάσεως περί παραπομπής είναι όντως κάπως σιβυλλική. Ειδικότερα, το cour administrative d’appel της Λυών παρέλειψε να διευκρινίσει αν και σε ποιον βαθμό είναι, κατά την εκτίμησή του, αντικειμενικά δυσχερέστερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες υπαλλήλους να πληρούν τους όρους που τάσσουν οι δύο ομάδες επίδικων διατάξεων, ενδεχομένως βάσει στατιστικών στοιχείων.

21.

Εντούτοις, κατά την άποψή μου, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία περιέχει η εν λόγω απόφαση αρκούν για να εντοπιστούν τα κυριότερα ζητήματα που τίθενται στην υπόθεση της κύριας δίκης και για να μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των υποβληθέντων ερωτημάτων σύμφωνα με τα όσα επιτάσσουν το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και η νομολογία του ( 17 ).

22.

Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο παρουσίασε το αντικείμενο της διαφοράς, εξέθεσε τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, παρέθεσε τις εφαρμοστέες εν προκειμένω εθνικές διατάξεις, ανέφερε τους λόγους —εγγενείς στους ισχυρισμούς των διαδίκων της κύριας δίκης που περιελήφθησαν αυτούσιοι— για τους οποίους του γεννήθηκαν αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία των οικείων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και, τέλος, συσχέτισε —συνοπτικά έστω— τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης με τις σχετικές εθνικές ρυθμίσεις. Τέλος, θεωρώ αδιαμφισβήτητο ότι η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα θα είναι χρήσιμη για την εκδίκαση της διαφοράς επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το αιτούν δικαστήριο. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Β — Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

23.

Διευκρινίζω εξαρχής ότι τα επίδικα εθνικά μέτρα σαφώς εμπίπτουν στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη καλύπτει τις συντάξεις που καταβάλλονται στο πλαίσιο συστήματος όπως το γαλλικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων υπαλλήλων, δεδομένου ότι οι οικείες συντάξεις χορηγούνται όντως, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως αντιπαροχή των υπηρεσιών που παρείχαν οι υπάλληλοι κατά τον χρόνο απασχολήσεώς τους ( 18 ) και ότι το τελευταίο αυτό κριτήριο είναι το μόνο καθοριστικό ( 19 ).

24.

Τέλος, υπενθυμίζω ότι το δίκαιο της Ένωσης ( 20 ) απαγορεύει διακρίσεις οι οποίες στηρίζονται εμμέσως στο φύλο και απορρέουν από εθνικές διατάξεις, κριτήρια ή πρακτικές που, αν και φαινομενικά ουδέτερες, εφόσον εφαρμόζονται αδιακρίτως σε γυναίκες και άνδρες αντιθέτως προς τις περιπτώσεις άμεσων διακρίσεων, στην πραγματικότητα περιάγουν σε μειονεκτική θέση μία από τις εν λόγω κατηγορίες προσώπων σε σχέση με την άλλη. Μια τέτοια διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ των γυναικών και των ανδρών εργαζομένων αντιβαίνει στο άρθρο 141 ΕΚ, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η μία κατηγορία δεν βρίσκεται σε συγκρίσιμη κατάσταση με την άλλη, ή τουλάχιστον η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί από θεμιτό σκοπό, ενώ τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού είναι πρόσφορα και ανάλογα προς αυτόν ( 21 ).

25.

Φρονώ ότι, σε εννοιολογικό επίπεδο, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην τελευταία αυτή δικαιολόγηση, η οποία ισχύει στο πλαίσιο της έμμεσης διακρίσεως που μπορεί να απορρέει, μεταξύ άλλων, από τη συμπεριφορά εργοδότη, και στα μέτρα θετικής δράσεως τα οποία το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ ( 22 ), επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ή να διατηρούν σε ισχύ.

Γ — Επί της ρυθμίσεως για την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου λόγω της ανατροφής τέκνων

26.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά ουσιαστικά το ζήτημα κατά πόσον η κατοχυρωμένη στο άρθρο 141 ΕΚ αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διάταξη όπως το άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση αντίθετη προς την εν λόγω αρχή, λόγω των προϋποθέσεων —ιδίως περί διακοπής δραστηριότητας επί τουλάχιστον δύο συνεχείς μήνες στο πλαίσιο κάποιου από τα απαριθμούμενα πέντε είδη άδειας— από τις οποίες η ως άνω διάταξη εξαρτά το δικαίωμα αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου τεσσάρων τριμήνων λόγω της ανατροφής ενός ή περισσότερων τέκνων.

27.

Κατά το ζεύγος Leone και την Επιτροπή, η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική. Για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό τους ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει την εφαρμογή μιας διατάξεως όπως η επίμαχη εν προκειμένω, υποστηρίζουν ότι η έμμεση διάκριση απορρέει από την ανυπαρξία νομικού πλαισίου που να παρέχει στους άνδρες υπαλλήλους τη δυνατότητα να λάβουν, σε περίπτωση γεννήσεως τέκνου, δίμηνη άδεια μετ’ αποδοχών ισοδύναμη με την άδεια μητρότητας που χορηγείται στις γυναίκες υπαλλήλους. Η Γαλλική Κυβέρνηση διατυπώνει αντίθετη άποψη.

28.

Από την πλευρά μου, επιθυμώ να υπογραμμίσω ότι, αν το Δικαστήριο δεχθεί την άποψη που υποστηρίζει το ζεύγος Leone και συμμερίζεται η Επιτροπή, αυτό θα έχει πρακτικά ως συνέπεια ότι θα αρκεί ο υπάλληλος να επικαλεστεί την ιδιότητα του πατέρα για να μπορέσει να τύχει της προβλεπόμενης από την επίδικη διάταξη αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου, όπως ισχυρίζεται ότι δικαιούται να κάνει ο M. Leone.

29.

Φρονώ ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν συνάδει με τη γραμμή που ακολούθησε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Griesmar. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της ισότητας των αμοιβών όταν απαιτείται, για να αναγνωριστεί συντάξιμος χρόνος λόγω ανατροφής τέκνων, όπως επιδιώκεται εν προκειμένω, να έχει επενδύσει ιδιαιτέρως ο ενδιαφερόμενος στην ανατροφή των τέκνων του και να μην επέρχεται η αναγνώριση απλώς και μόνο λόγω του ότι αυτός συμμετείχε στη σύλληψή τους. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι υφίστατο άμεση δυσμενής διάκριση μόνο στον βαθμό που η επίδικη στην περίπτωση εκείνη διάταξη επέτρεπε την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου αποκλειστικώς στις γυναίκες υπαλλήλους ως μητέρες, αποκλείοντας έτσι όλους τους άνδρες υπαλλήλους, περιλαμβανομένων όσων μπορούσαν να αποδείξουν ότι πράγματι διέκοψαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προκειμένου να ασχοληθούν με την ανατροφή των τέκνων τους και εξ αυτού του λόγου εκτέθηκαν στα ίδια μειονεκτήματα όσον αφορά τη σταδιοδρομία τους ( 23 ).

30.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ο Γάλλος νομοθέτης τροποποίησε τις επίδικες διατάξεις, και συγκεκριμένα τις διατάξεις του άρθρου L. 12 του κώδικα συντάξεων ( 24 ), καθώς και άλλες διατάξεις που περιόριζαν κατά τον ίδιο τρόπο το δικαίωμα αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το επίδικο άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως θεσπίστηκε την ίδια χρονική περίοδο ( 25 ) και με την ίδια, κατά βάση, διατύπωση. Είναι προφανές ότι υφίστανται κανονιστικοί δεσμοί μεταξύ, αφενός, των σχετικών με την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου διατάξεων του τροποποιημένου κώδικα συντάξεων και, αφετέρου, της διατάξεως που αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ( 26 ), δεσμοί οι οποίοι ενισχύθηκαν κατόπιν τροποποιήσεως επελθούσας σε χρόνο μεταγενέστερο της διαφοράς της κύριας δίκης ( 27 ).

31.

Πέραν αυτών των δεσμών, υπογραμμίζω την ουσιαστική συνάφεια που υφίσταται μεταξύ της αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου όπως προβλεπόταν στα άρθρα L. 12 και R. 13 του κώδικα συντάξεων, ως είχαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της προαναφερθείσας υποθέσεως Amédée, και της αναγνωρίσεως την οποία προβλέπει το επίμαχο εν προκειμένω άρθρο 15 του εν λόγω διατάγματος. Πράγματι, μολονότι τα ευεργετήματα που προβλέπονται αντιστοίχως από τις δύο αυτές ομάδες διατάξεων παρουσιάζουν διαφορές ως προς τις συνέπειές τους, οι όροι χορηγήσεώς τους είναι ίδιοι, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια της απαιτούμενης διακοπής δραστηριότητας και τα είδη άδειας στο πλαίσιο των οποίων παρέχεται η δυνατότητα αναγνωρίσεως.

32.

Λαμβανομένου υπόψη ότι στην υπό κρίση υπόθεση αμφισβητούνται μόνον οι συγκεκριμένοι όροι και ότι το άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως είναι, από την άποψη αυτή, όμοιο με τις διατάξεις τις οποίες αφορούσε η υπόθεση Amédée, εμμένω, mutatis mutandis, στις απόψεις που είχα εκθέσει με τις προτάσεις μου στην εν λόγω διαγραφείσα υπόθεση.

33.

Συναφώς υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 28 ), για να μπορεί να στοιχειοθετηθεί έμμεση διάκριση κατά το δίκαιο της Ένωσης, είναι θεμελιώδες οι αντίστοιχες καταστάσεις των αντιπαραβαλλόμενων ομάδων να είναι συγκρίσιμες. Κατά το Δικαστήριο, μόνον αν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση των γυναικών εργαζομένων είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση των ανδρών εργαζομένων, το άρθρο 141 ΕΚ απαγορεύει εθνικό μέτρο το οποίο, μολονότι έχει διατυπωθεί κατά τρόπο ουδέτερο, όπως συμβαίνει με το επίμαχο εν προκειμένω, στην πραγματικότητα περιάγει σε μειονεκτική θέση πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων του ενός φύλου από ό,τι ατόμων του άλλου φύλου, χωρίς η συνακόλουθη διαφορετική μεταχείριση να δικαιολογείται από αντικειμενικούς παράγοντες ( 29 ).

34.

Για τους λόγους που ανέπτυξα στο πλαίσιο της υποθέσεως Amédée ( 30 ), εμμένω στην άποψη ότι η κατάσταση των γυναικών υπαλλήλων που έχουν αναλάβει την ανατροφή των τέκνων τους στο πλαίσιο υποχρεωτικής άδειας μητρότητας και η κατάσταση των ανδρών υπαλλήλων, όπως ο M. Leone, οι οποίοι δεν αποδεικνύουν ότι ανέλαβαν αυτή την ανατροφή δεν είναι συγκρίσιμες από την άποψη των όρων προσβάσεως στο σύστημα αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου το οποίο προβλέπει η επίδικη διάταξη. Ομοίως, η κατάσταση πατέρα ή μητέρας που διέκοψαν τη δραστηριότητά τους δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση όσων δεν τη διέκοψαν. Ασφαλώς, δεν αμφισβητείται ότι ένας πατέρας μπορεί κάλλιστα να έχει συμμετάσχει στην ανατροφή των παιδιών του, τόσο στο οικονομικό όσο και στο συναισθηματικό επίπεδο, όπως και μια μητέρα. Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό, διότι, όπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, το ουσιώδες κριτήριο που καθιστά θεμιτή την αντιστάθμιση στο πλαίσιο της συντάξεως είναι η θυσία η οποία έχει γίνει στο επίπεδο της σταδιοδρομίας, προκειμένου να αφιερωθεί ο ενδιαφερόμενος στην ανατροφή των τέκνων ( 31 ). Εφόσον οι δύο καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες, το άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση των ανδρών υπαλλήλων, ούτε επομένως και έμμεση δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 141 ΕΚ.

35.

Προσθέτω ότι, όπως προκύπτει από διάφορα στατιστικά στοιχεία από τα οποία άλλα μεν παρατίθενται στις παρατηρήσεις του ζεύγους Leone ( 32 ), άλλα δε προέρχονται από πρόσφατη επίσημη πηγή ( 33 ), στη Γαλλία οι εργαζόμενες κάνουν σαφώς συχνότερα χρήση της δυνατότητας διακοπής της επαγγελματικής τους δραστηριότητας ή απλής μειώσεως του χρόνου εργασίας τους, προκειμένου να αφιερωθούν στην ανατροφή των τέκνων τους, ασχέτως μάλιστα αν αυτό μπορεί να θίγει τη σταδιοδρομία τους ή αν λαμβάνουν ή όχι κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα ως αντιστάθμισμα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι αναπόφευκτο κάθε εθνικό μέτρο το οποίο, όπως το επίδικο, προϋποθέτει τη λήψη ανάλογης άδειας για οικογενειακούς λόγους, να ωφελεί συχνότερα τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες ( 34 ). Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η άδεια μητρότητας δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο των κατηγοριών άδειας που γεννούν δικαίωμα στην επίμαχη εν προκειμένω αναγνώριση συντάξιμου χρόνου, οι δε λοιπές προϋποθέσεις παρέμεναν οι ίδιες, οι γυναίκες υπάλληλοι θα ήταν σχεδόν οι μόνες που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το μέτρο, εφόσον είναι ακόμα σπάνιο, στην πράξη, οι άνδρες υπάλληλοι να επιλέξουν να επενδύσουν στην ανατροφή των παιδιών τους, όπως απαιτείται.

36.

Με άλλα λόγια, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετείται έμμεση διάκριση, θα πρέπει να παραμεριστεί η απορρέουσα από την προαναφερθείσα απόφαση Griesmar απαίτηση να αποδεικνύει ο δικαιούχος της συντάξεως ότι έχει επενδύσει ιδιαιτέρως στην ανατροφή των παιδιών του, μολονότι το Δικαστήριο επ’ ουδενί αποφάνθηκε ότι κάθε πατέρας πρέπει να επωφελείται πλεονεκτήματος όπως το επίμαχο εν προκειμένω. Ενόψει των πραγματικών αυτών δεδομένων, από τα οποία προκύπτει ότι οι αποκλίσεις μεταξύ της ενασχολήσεως των γυναικών και εκείνης των ανδρών διατηρούνται εν τοις πράγμασι στη Γαλλία όπως και σε άλλα κράτη μέλη ( 35 ), φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι όροι τους οποίους έθεσε ο νομοθέτης για την επίδικη αναγνώριση γεννούν δυσμενείς διακρίσεις, χωρίς ταυτόχρονα να γίνει δεκτό ότι η απαίτηση που διατυπώνεται με την προαναφερθείσα απόφαση εμπεριέχει έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος των ανδρών υπαλλήλων.

37.

Κατά συνέπεια, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ότι η κατοχυρωμένη στο άρθρο 141, παράγραφος 1, ΕΚ αρχή της ισότητας των αμοιβών ανδρών και γυναικών εργαζομένων δεν παραβιάζεται από εθνικά μέτρα που προβλέπουν ότι η αναγνώριση συντάξιμου χρόνου λόγω της ανατροφής τέκνου εξαρτάται από όρους ανάλογους με αυτούς του άρθρου 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων τοπικής αυτοδιοικήσεως.

Δ — Επί της ρυθμίσεως για την πρόωρη συνταξιοδότηση με άμεση καταβολή της συντάξεως λόγω της ανατροφής τέκνων

38.

Ουσιαστικά, το πρώτο ερώτημα αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 141 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διατάξεις όπως τα άρθρα L. 24 και R. 37 του κώδικα συντάξεων εισάγουν έμμεση δυσμενή διάκριση αντίθετη προς την κατοχυρωμένη στο ως άνω άρθρο αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ γυναικών και ανδρών εργαζομένων, λόγω των όρων από τους οποίους εξαρτούν το δικαίωμα του δικαιούχου συντάξεως που έχει αναθρέψει τρία τουλάχιστον τέκνα να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα με άμεση καταβολή της συντάξεως χωρίς προϋποθέσεις ηλικίας.

39.

Το ζεύγος Leone και η Επιτροπή θεωρούν ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι καταφατική, ενώ η Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία προτείνει να εξεταστούν από κοινού τα δύο πρώτα ερωτήματα, υποστηρίζει ότι τα εν λόγω άρθρα του κώδικα συντάξεων δεν ενέχουν δυσμενή διάκριση.

40.

Συμφωνώ με την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως για λόγους παρόμοιους με αυτούς που εξέθεσα σχετικά με τη ρύθμιση την οποία αφορά το δεύτερο ερώτημα, παρά το ότι η ρύθμιση αυτή παρουσιάζει ορισμένες διαφορές σε σχέση με τη ρύθμιση των άρθρων L. 24 και R. 37 του κώδικα συντάξεων ( 36 ). Πράγματι, οι διαφορές αυτές δεν είναι, κατά την άποψή μου, καθοριστικές, διότι αφορούν αδιακρίτως τις γυναίκες και τους άνδρες εργαζομένους.

41.

Ασφαλώς το Δικαστήριο κλήθηκε ήδη, στην προαναφερθείσα απόφαση Mouflin, να εξετάσει αν αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας των αμοιβών, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 119 ΕΚ (νυν, χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις, άρθρο 141 ΕΚ), οι όροι πρόωρης συνταξιοδοτήσεως τους οποίους προβλέπει το άρθρο L.24, παράγραφος I, σημείο 3, του κώδικα συντάξεων. Εντούτοις, η εν λόγω απόφαση ελάχιστες ενδείξεις προσφέρει για την υπό κρίση υπόθεση διότι, αφενός, ανάγεται μεν στην ίδια διάταξη, ως είχε όμως κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση εκείνη, δηλαδή προτού θεσπιστούν οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις ακριβώς για να συμμορφωθεί το οικείο κράτος μέλος προς την ως άνω απόφαση, και, αφετέρου, αφορά κριτήριο σαφώς διαφορετικό από τους επίμαχους εν προκειμένω όρους, οι οποίοι συνδέονται με την ανατροφή τέκνων ( 37 ).

42.

Το ζεύγος Leone και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι στην υπό κρίση υπόθεση στοιχειοθετείται έμμεση διάκριση λόγω της υποχρεώσεως η οποία επιβάλλεται σε κάθε ενδιαφερόμενο να έχει διακόψει τη δραστηριότητά του επί τουλάχιστον ένα συνεχές δίμηνο σε χρόνο περί τη γέννηση κάθε τέκνου ( 38 ) και στο πλαίσιο μιάς από τις έξι κατηγορίες άδειας που γίνονται δεκτές συναφώς ( 39 ). Επισημαίνουν ότι οι ως άνω όροι πληρούνται συστηματικά από τις εργαζόμενες, οι οποίες υποχρεούνται εκ του νόμου να λάβουν άδεια μητρότητας μετ’ αποδοχών, ενώ είναι σαφώς δυσχερέστερο να πληρούνται στην περίπτωση των ανδρών εργαζομένων, για τους οποίους η σχετική διακοπή δραστηριότητας είναι προαιρετική και δεν συνοδεύεται πάντοτε από οικονομικό αντιστάθμισμα.

43.

Κατά την άποψή μου, τα άρθρα L. 24 και R. 37 του κώδικα συντάξεων δεν εισάγουν δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 141 ΕΚ, για δύο κυρίως λόγους οι οποίοι έρχονται να προστεθούν σε εκείνους που ήδη εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée.

44.

Πρώτον, όσον αφορά τους δικαιούχους συντάξεως οι οποίοι είναι γονείς βιολογικών τέκνων, είναι αληθές ότι οι γυναίκες μπορούν σε δυνητικά μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες να πληρούν τους όρους που θέτουν οι οικείες διατάξεις και ότι επωφελούνται τρόπον τινά ενός τεκμηρίου διακοπής της δραστηριότητάς τους λόγω της άδειας μητρότητας ( 40 ). Εντούτοις, μια τέτοια διαφορά μεταχειρίσεως δεν συνιστά έμμεση διάκριση, διότι είναι απλώς η αναγκαστική συνέπεια του ότι, ιδίως όσον αφορά την άδεια μητρότητας ( 41 ), οι γυναίκες και οι άνδρες εργαζόμενοι βρίσκονται σε διαφορετικές, μη συγκρίσιμες καταστάσεις.

45.

Πράγματι, η διαφορά αυτή απορρέει και δικαιολογείται από τον θεμιτό, και επιβαλλόμενο άλλωστε και από διεθνείς κανόνες ( 42 ), σκοπό της αντισταθμίσεως των μειονεκτημάτων που αντιμετωπίζει συστηματικά στον επαγγελματικό της βίο μια γυναίκα εργαζόμενη η οποία, ως βιολογική μητέρα, αναγκάζεται εκ του νόμου να απομακρυνθεί από την εργασία της επί οκτώ συνεχείς εβδομάδες, και μάλιστα σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη εν προκειμένω για τουλάχιστον τρεις φορές ( 43 ). Αντιθέτως, ο άνδρας εργαζόμενος μπορεί να αποφασίσει ελεύθερα αν θα λάβει άδεια για οικογενειακούς λόγους και, ενδεχομένως, να επιλέξει διάρκεια μικρότερη από τη διάρκεια της άδειας μητρότητας. Κατά συνέπεια, είναι θεμιτό να απαιτείται από τον βιολογικό πατέρα να έχει πράγματι επιλέξει να διακόψει τη δραστηριότητά του για να αφιερωθεί στα τέκνα του για το ίδιο χρονικό διάστημα όπως η βιολογική μητέρα, προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι η σταδιοδρομία του θίγεται κατά τον ίδιο τρόπο και ότι υφίσταται ενδεχομένως ανάγκη αντισταθμίσεως με τον ίδιο τρόπο όπως και για τις εργαζόμενες.

46.

Δεύτερον, όσον αφορά τους δικαιούχους συντάξεως οι οποίοι είναι γονείς μη βιολογικών τέκνων, δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό ότι οι όροι των άρθρων L. 24 και R. 37 του κώδικα συντάξεων είναι πιθανό να πληρούνται ευχερέστερα από τις γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους. Πράγματι, τα τέσσερα κρίσιμα, για τη συγκεκριμένη κατηγορία τέκνων, είδη οικογενειακών αδειών ( 44 ) προσφέρονται ελεύθερα και επί ίσοις όροις στους εργαζομένους και των δύο φύλων, μολονότι τη δυνατότητα αυτή συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον οι γυναίκες. Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει η Γαλλική Κυβέρνηση, σε όλες τις περιπτώσεις των αδειών αυτών η χρήση της σχετικής δυνατότητας από τον εργαζόμενο ή την εργαζομένη σημαίνει ότι, ανεξαρτήτως φύλου, πληρούται αυτομάτως ο όρος σχετικά με την ελάχιστη διάρκεια της διακοπής δραστηριότητας την οποία απαιτούν οι εν λόγω διατάξεις.

47.

Συνεπώς, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να δοθεί στο πρώτο ερώτημα η απάντηση ότι η κατοχυρωμένη στο άρθρο 141, παράγραφος 1, ΕΚ αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων δεν παραβιάζεται από εθνικά μέτρα που επιτρέπουν την πρόωρη συνταξιοδότηση με άμεση καταβολή της συντάξεως, υπό όρους ανάλογους με αυτούς που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου L.24 σε συνδυασμό με το άρθρο R. 37 του κώδικα συντάξεων.

Ε — Επί της δικαιολογήσεως της έμμεσης διακρίσεως την οποία συνεπάγονται ενδεχομένως οι επίδικες διατάξεις

48.

Λαμβανομένων υπόψη της αρνητικής απαντήσεως που προτείνω να δοθούν στα δύο πρώτα ερωτήματα, φρονώ ότι παρέλκει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, στο οποίο το αιτούν δικαστήριο έδωσε ρητώς επικουρικό χαρακτήρα.

49.

Με το τελευταίο αυτό ερώτημα ζητείται από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η έμμεση διάκριση ή διακρίσεις που θα ανέκυπταν ενδεχομένως μετά την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος δικαιολογούνται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ. Το ζεύγος Leone και η Επιτροπή φρονούν ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική.

50.

Η εν λόγω παράγραφος 4 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εισάγουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων διατηρώντας ή θεσπίζοντας μέτρα για τη χορήγηση ειδικών πλεονεκτημάτων προς αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που υφίστανται ορισμένοι εργαζόμενοι στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία ( 45 ).

51.

Επιπλέον, το Δικαστήριο, με τη νομολογία του ( 46 ), έχει καταστήσει σαφές ότι τα μέτρα που μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από την ως άνω αρχή δεν αρκεί απλώς να επιδιώκουν ουδέτερο και θεμιτό σκοπό, αλλά πρέπει και τα μέσα για την επίτευξή τους να είναι αναλογικά, δηλαδή τόσο πρόσφορα όσο και αναγκαία για την υλοποίηση του οικείου σκοπού.

52.

Εν προκειμένω, το ζήτημα είναι κατά πόσον οι δύο ομάδες επίδικων διατάξεων συνιστούν θετική δράση υπέρ των γυναικών υπαλλήλων με ένα ή περισσότερα τέκνα, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα που υφίστανται οι ενδιαφερόμενες σε επαγγελματικό επίπεδο λόγω της απομακρύνσεως από την εργασία τους κατόπιν της γεννήσεως των τέκνων τους ή στο πλαίσιο της ανατροφής τους.

53.

Επισημαίνω ότι το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ αναφέρεται σε «μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα τα οποία [...] προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα». Αυτό μάλλον δεν συμβιβάζεται με μέτρα για τα οποία, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, εγείρονται υπόνοιες ότι εισάγουν έμμεση δυσμενή διάκριση. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η βούληση του νομοθέτη να διατηρήσει ή να θεσπίσει θετικά μέτρα προκειμένου να συνδράμει το φύλο που μειονεκτεί στο επαγγελματικό επίπεδο, εφόσον το στοιχείο της βουλήσεως δεν είναι κρίσιμο. Αρκεί να τεκμηριωθεί η ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου που θίγει την ισότητα αμοιβών. Τόσο από το γράμμα όσο και από το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως συνάγεται ότι αυτή μάλλον τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις άμεσης διακρίσεως. Εντούτοις, εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο ουδέποτε απέκλεισε ρητώς την εφαρμογή της συγκεκριμένης διατάξεως σε περίπτωση έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως.

54.

Για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο δεν δώσει στα δύο πρώτα ερωτήματα την απάντηση που προτείνω, υπενθυμίζω ότι έχω λάβει θέση, στο πλαίσιο των προτάσεών μου για την προαναφερθείσα υπόθεση Amédée, επί της ρυθμίσεως για την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου λόγω ανατροφής τέκνου όπως απορρέει από την εφαρμογή του άρθρου L.12, στοιχείο b, σε συνδυασμό με το άρθρο R. 13 του κώδικα συντάξεων, δηλαδή στο πλαίσιο των επίμαχων στην υπόθεση εκείνη διατάξεων ( 47 ).

55.

Συναφώς υποστήριξα ότι, αν το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητο να δώσει απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί στην υπόθεση εκείνη και ήταν ουσιαστικά παρεμφερές με το τρίτο ερώτημα που εξετάζεται εν προκειμένω, έπρεπε να ακολουθήσει την αρνητική προσέγγιση την οποία είχε προκρίνει στην προαναφερθείσα απόφαση Griesmar ( 48 ). Λαμβανομένων υπόψη των επαρκών ομοιοτήτων μεταξύ της απορρέουσας από τον κώδικα συντάξεων ρυθμίσεως και της προβλεπόμενης από το άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων τοπικής αυτοδιοικήσεως ( 49 ) ρυθμίσεως, την οποία αφορά η υπό κρίση υπόθεση, υποστηρίζω την ίδια άποψη και ως προς τη δεύτερη αυτή ρύθμιση.

56.

Κατά την άποψή μου, το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, και για τα άλλα μέτρα που αφορά η υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή τα μέτρα για πρόωρη συνταξιοδότηση με άμεση καταβολή της συντάξεως, όπως προβλέπονται στα άρθρα L. 24 και R. 37 του κώδικα συντάξεων. Πράγματι, ούτε τα εν λόγω μέτρα μπορούν να αντισταθμίσουν ( 50 ) τα προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες υπάλληλοι κατά την επαγγελματική σταδιοδρομία τους λόγω των αδειών που λαμβάνουν για οικογενειακούς λόγους, όπως προβλέπει το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ, υπό το πρίσμα της ερμηνείας που έδωσε στη συγκεκριμένη διάταξη το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Griesmar ( 51 ).

57.

Παρά ταύτα, υπενθυμίζω ότι, όπως ανέλυσα και στο πλαίσιο της προαναφερθείσας υποθέσεως Amédée ( 52 ), κακώς το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, με την απόφαση Griesmar, το γεγονός ότι η χορήγηση πλεονεκτημάτων υπό μορφή συμπληρωματικών δικαιωμάτων τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τον χρόνο συνταξιοδοτήσεως επιτρέπει να αποφευχθεί η παγίωση των ανισοτήτων αμοιβής, οι οποίες είναι γνωστό ότι υφίστανται συνηθέστερα εις βάρος των γυναικών εργαζομένων, ιδίως όταν αυτές διακόπτουν τη σταδιοδρομία τους για να αναλάβουν την ανατροφή τέκνων. Προσθέτω ότι, λαμβανομένου υπόψη του σχηματισμού που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, ενδεχόμενη μεταστροφή της νομολογίας που σχηματίστηκε με αυτή μπορεί να αποφασιστεί, κατά την άποψή μου, μόνον από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου ( 53 ).

58.

Τέλος, διευκρινίζω ότι, αν γινόταν δεκτό ότι οι δύο κατηγορίες των επίμαχων εθνικών μέτρων εξυπηρετούν τον θεμιτό σκοπό της αντισταθμίσεως μειονεκτήματος λόγω φύλου, κατά την έννοια της νομολογίας σχετικά με τις έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις, φρονώ ότι τα μέτρα είναι όχι μόνον πρόσφορα αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς επισημαίνω ότι στην πράξη οι γυναίκες είναι εκείνες που υφίστανται ακόμη και σήμερα κατά κύριο λόγο την επαγγελματική ζημία που απορρέει από την ανατροφή τέκνων ( 54 ) και ότι η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται όσο εξακολουθεί η ασύμμετρη αντιμετώπιση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά τον επιμερισμό εργασιών, ή δεν λαμβάνονται μέτρα άλλου τύπου, όπως η θέσπιση υποχρεωτικής άδειας πατρότητας και αποκλειστικών γονικών αδειών τέτοιας μορφής ώστε να παρέχονται κίνητρα στα ζευγάρια να επιλέγουν τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας του πατέρα, ή δεν δημιουργούνται μηχανισμοί για την εκ νέου εξισορρόπηση του συνδεόμενου με τις οικογενειακές άδειες κόστους, μεταξύ των εργοδοτών που απασχολούν κατά κύριο λόγο γυναίκες και των εργοδοτών που απασχολούν κατά κύριο λόγο άνδρες.

V – Πρόταση

59.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του cour administrative d’appel de Lyon ως εξής:

1)

Το άρθρο 141 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων εθνικά μέτρα όπως αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου L. 24 σε συνδυασμό με το άρθρο R. 37 του κώδικα συντάξεων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων.

2)

Το άρθρο 141 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων εθνικά μέτρα όπως αυτά που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 15 του διατάγματος 2003‑1306, της 26ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με το συνταξιοδοτικό σύστημα των υπαλλήλων που είναι ασφαλισμένοι στο εθνικό ταμείο συντάξεων υπαλλήλων τοπικής αυτοδιοικήσεως.

3)

Δεδομένου ότι στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Προτάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2011 στην υπόθεση C‑572/10, Amédée.

( 3 ) Με διάταξη της 28ης Μαρτίου 2012, η εν λόγω υπόθεση διαγράφηκε, διότι το αιτούν δικαστήριο απέσυρε την αίτηση κατόπιν της εξαφανίσεως, κατ’ έφεση, της αποφάσεώς του περί παραπομπής.

( 4 ) Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, αλλά υπενθυμίζω ότι η εν λόγω διάταξη δεν είναι εφαρμοστέα ratione temporis (βλ. σημείο 1 των παρουσών προτάσεων).

( 5 ) Διορθωτικός δημοσιονομικός νόμος 2004 (JORF της 31ης Δεκεμβρίου 2004, σ. 22522).

( 6 ) Νόμος περί διαφόρων δημοσιοϋπαλληλικών διατάξεων (JORF της 27ης Ιουλίου 1991, σ. 9952).

( 7 ) Διάταγμα περί εφαρμογής του άρθρου 136 του νόμου 2004‑1485 και τροποποιήσεως του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (JORF της 11ης Μαΐου 2005, σ. 8174).

( 8 ) Κατά παρέκκλιση από το προηγούμενο εδάφιο, για ορισμένα από τα τέκνα τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο L. 18, παράγραφος II, του κώδικα συντάξεων και έχουν ανατραφεί από τον ενδιαφερόμενο υπό τους όρους της παραγράφου III του εν λόγω άρθρου —όχι όμως για τα βιολογικά τέκνα, όπως αυτά που αφορά η υπό κρίση υπόθεση— η διακοπή της δραστηριότητας πρέπει να είχε επέλθει είτε πριν τη συμπλήρωση του δέκατου έκτου έτους ηλικίας είτε πριν την ηλικία κατά την οποία παύουν να συντηρούνται από τον γονέα.

( 9 ) JORF της 30ής Δεκεμβρίου 2003, σ. 22477.

( 10 ) Το ζεύγος Leone διευκρινίζει με τις παρατηρήσεις του ότι η Β. Leone ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υφίσταται λόγω του ότι η επίδικη άρνηση θα επηρεάσει, μετά τον θάνατο του M. Leone, το ποσό της συντάξεως χηρείας που θα μπορούσε να λάβει κατά ποσοστό αντίστοιχο προς τον συντάξιμο χρόνο που αναγνωρίζεται λόγω ανατροφής τέκνων.

( 11 ) Ειδικότερα, το ζεύγος Leone ζήτησε να υποχρεωθεί το Γαλλικό Δημόσιο να του καταβάλει αποζημίωση την οποία προσδιορίζει προσωρινά στο συνολικό ποσό των 86595 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων.

( 12 ) Τα εν λόγω άρθρα L. 12 και R. 13, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, παρατίθενται στα σημεία 7 επ. των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée.

( 13 ) Εντούτοις, το CNRACL δεν εκφέρει άποψη επί των απαντήσεων που πρέπει να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα.

( 14 ) Η Γαλλική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το αιτούν δικαστήριο περιορίστηκε σε μια παράθεση τόσο των επιχειρημάτων των διαδίκων της κύριας δίκης όσο και των εθνικών διατάξεων τις οποίες αυτοί επικαλέστηκαν, ενώ θα έπρεπε να προσδιορίσει, έστω και συνοπτικά, ποια αποτελέσματα των εν λόγω διατάξεων είναι δυνατόν, κατά την εκτίμησή του, να συνιστούν έμμεση δυσμενή διάκριση, βάσει των κριτηρίων που έχουν καθοριστεί με τη νομολογία του Δικαστηρίου.

( 15 ) Η Γαλλική Κυβέρνηση παραπέμπει στις αποφάσεις του Conseil d’État της 29ης Δεκεμβρίου 2004, D’Amato (προσφυγή 265097), της 6ης Δεκεμβρίου 2006, Delin (προσφυγή 280681), και της 6ης Ιουλίου 2007, Fédération générale des fonctionnaires Force Ouvrière κ.λπ. (προσφυγές 281147 και 282169).

( 16 ) Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση περί παραπομπής είναι το μοναδικό στοιχείο που κοινοποιείται στους διαδίκους της κύριας δίκης και στους λοιπούς ενδιαφερομένους κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και τα κράτη μέλη, προκειμένου να υποβάλουν ενδεχομένως γραπτές παρατηρήσεις.

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2006, C-237/04, Enirisorse (Συλλογή 2006, σ. I-2843, σκέψεις 17 έως 19), της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International (Συλλογή 2009, σ. I-7633, σκέψη 41) και της 1ης Δεκεμβρίου 2011, C-145/10, Painer (Συλλογή 2011, σ. I-12533, σκέψεις 46 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι αποφάσεις αυτές, καίτοι αφορούν τον εν λόγω κανονισμό ως είχε σε προγενέστερη της εφαρμοστέας εν προκειμένω μορφή του (ΕΕ 2012, L 265, σ. 24), παραμένουν μολαταύτα σχετικές με την υπό κρίση υπόθεση.

( 18 ) Βλ., σε σχέση με την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου την οποία προέβλεπε τότε το άρθρο L. 12, στοιχείο b, του κώδικα συντάξεων, απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-366/99, Griesmar (Συλλογή 2001, σ. I-9383, σκέψεις 25 επ.), και σε σχέση με το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως με άμεση καταβολή της συντάξεως, το οποίο προέβλεπε τότε το άρθρο L. 24, παράγραφος I, σημείο 3, στοιχείο b, του εν λόγω κώδικα, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-206/00, Mouflin (Συλλογή 2001, σ. I-10201, σκέψεις 20 επ.).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2009, C‑559/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας (σκέψεις 42, 47 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑385/11, Elbal Moreno (σκέψεις 19 έως 26).

( 20 ) Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίδονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ L 204, σ. 23).

( 21 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2004, C-285/02, Elsner-Lakeberg (Συλλογή 2004, σ. I-5861, σκέψη 12), της 10ης Μαρτίου 2005, C-196/02, Νικολούδη (Συλλογή 2005, σ. I-1789, σκέψεις 44 και 57), και της 20ής Οκτωβρίου 2011, C-123/10, Brachner (Συλλογή 2011, σ. I-10003, σκέψεις 55 και 56).

( 22 ) Αυτή η δυνατότητα παρεκκλίσεως με τη λήψη «θετικών μέτρων» προβλέπεται και από το παράγωγο δίκαιο (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 22 και άρθρο 3 της οδηγίας 2006/54).

( 23 ) Βλ. σκέψεις 52 επ. της εν λόγω αποφάσεως, και ιδίως σκέψη 57, όπου το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο L. 12, στοιχείο b, του κώδικα συντάξεων, ως ίσχυε τότε, δεν παρείχε σε άνδρα υπάλληλο ευρισκόμενο, από επαγγελματικής απόψεως, σε μειονεκτική θέση λόγω ενασχολήσεως με την ανατροφή των τέκνων του, τη δυνατότητα να αξιώσει την επίδικη στην κύρια δίκη αναγνώριση, ακόμη και αν μπορούσε να αποδείξει ότι πράγματι ασχολήθηκε με την ανατροφή των τέκνων του.

( 24 ) Τροποποίηση η οποία έγινε με τον νόμο 2003‑775, της 21ης Αυγούστου 2003, περί μεταρρυθμίσεως των συντάξεων (JORF της 22ας Αυγούστου 2003, σ. 14310), και με το διάταγμα 2003‑1305, της 26ης Δεκεμβρίου 2003, που εκδόθηκε για την εφαρμογή του νόμου 2003‑775 και τροποποίησε τον κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων (JORF της 30ής Δεκεμβρίου 2003, σ. 22473), προκειμένου να προστεθεί στον κώδικα συντάξεων ένα νέο άρθρο R. 13, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο L. 12 αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου.

( 25 ) Υπενθυμίζω ότι το εν λόγω διάταγμα, το οποίο φέρει τον αριθμό 2003‑1306, εκδόθηκε και αυτό στις 26 Δεκεμβρίου 2003.

( 26 ) Με την πρώτη πρόταση του άρθρου 15 του εν λόγω διατάγματος διευκρινίζεται ότι οι αναγνωρίσεις τις οποίες απαριθμεί «σωρεύονται, υπό τους όρους που προβλέπονται για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου». Εξάλλου, στο άρθρο 25, παράγραφος 1, αναφέρεται ότι «οι διατάξεις της παραγράφου Ι του άρθρου 24 του [κώδικα συντάξεων] εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του παρόντος διατάγματος».

( 27 ) Πράγματι, με το διάταγμα 2010‑1740, της 30ής Δεκεμβρίου 2010, περί εφαρμογής διαφόρων διατάξεων του νόμου 2010-1330, της 9ης Νοεμβρίου 2010, για τη μεταρρύθμιση των συντάξεων των υπαλλήλων, στρατιωτικών και εργατών των βιομηχανικών εγκαταστάσεων του Δημοσίου (JORF της 31ης Δεκεμβρίου 2010, κείμενο 93), προστέθηκε στο άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ρητή παραπομπή στους «όρους τους οποίους προβλέπει το άρθρο R. 13 του κώδικα συντάξεων», με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2011, ταυτόχρονα με τις τροποποιήσεις του εν λόγω κώδικα (βλ. υποσημείωση 41 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée).

( 28 ) Ιδίως αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-218/98, Abdoulaye κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-5723, σκέψη 16), και της 28ης Φεβρουαρίου 2013, C‑427/11, Kenny κ.λπ. (σκέψεις 19 επ.).

( 29 ) Ιδίως προαναφερθείσα απόφαση Νικολούδη (σκέψεις 44 και 47).

( 30 ) Βλ. σημεία 31 επ. των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée.

( 31 ) Όσον αφορά τα μειονεκτήματα που απορρέουν από τη μητρότητα στην επαγγελματική ζωή των γυναικών και τις αντισταθμίσεις που δικαιολογούν, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 184/83, Hofmann (Συλλογή 1984, σ. 3047, σκέψη 27), της 17ης Οκτωβρίου 1995, C 450/93, Kalanke (Συλλογή 1995, σ. I 3051, σκέψεις 18 επ.), και Abdoulaye κ.λπ., προαναφερθείσα (σκέψη 19).

( 32 ) Το ζεύγος Leone αναφέρει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2007, γονική άδεια λαμβάνει ποσοστό 94 % των γυναικών και μόνον 6 % των ανδρών και ότι, γενικότερα, κατά την περίοδο από το 2007 έως το 2011, οι απουσίες για οικογενειακούς λόγους αφορούσαν κατά ποσοστό 0 % έως 2 % άνδρες και 98 % έως 100 % γυναίκες.

( 33 ) Σε έκθεση του Institut national de la statistique et des études économiques (Εθνικό Ινστιτούτο στατιστικής και οικονομικών μελετών — Insee) υπογραμμίζεται ότι «[π]αρά [...] τα οικογενειακά δικαιώματα τα οποία συνδέονται με τα τέκνα [και τα οποία περιορίζουν τις διαφορές στη διάρκεια του έγκυρου χρόνου ασφαλίσεως], τα επίπεδα ίδιων συντάξεων των γυναικών [δηλαδή εξαιρουμένων των συντάξεων χηρείας] είναι σημαντικά κατώτερα από εκείνα των ανδρών. Μολονότι η διαφορά μειώνεται προοδευτικά, θα πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται για τις γενεές γυναικών που απασχολούνται σήμερα». Στην έκθεση διευκρινίζεται ότι «συνεχίζει να είναι σύνηθες μια γυναίκα να διακόπτει προσωρινά την απασχόλήσή της μετά τον τοκετό» και ότι, το 2010, 31 % των γυναικών, έναντι 7 % μόνο των ανδρών, προσέφυγαν στη μερική απασχόληση λόγω της υπάρξεως τέκνων, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 47 % για τις γυναίκες με τρία ή περισσότερα τέκνα (βλ. Femmes et hommes — Regards sur la parité — Edition 2012, Insee Références, Παρίσι, 2012, και ιδίως σ. 39 επ. και σ. 112).

( 34 ) Το γεγονός αυτό εξηγεί από μόνο του γιατί, σύμφωνα με τις στατιστικές τις οποίες επικαλείται το ζεύγος Leone, από την έναρξη ισχύος του άρθρου 15 του εν λόγω διατάγματος, οι γυναίκες εργαζόμενες σε δημόσια νοσοκομεία αναγνώρισαν, κατά μέσον όρο, 6,9 τρίμηνα συντάξιμου χρόνου λόγω ανατροφής τέκνων, ενώ οι άνδρες κανένα.

( 35 ) Από μελέτη του Insee προκύπτει ότι «[μ]ετά τη γέννηση τέκνου, ένας άνδρας στους εννέα περιορίζει ή διακόπτει προσωρινά τη δραστηριότητά του έναντι μιας γυναίκας στις δύο» στη Γαλλία και ότι η αναλογία αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη στη Γερμανία, στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. Insee Première, no 1454, Ιούνιος 2013, http://www.insee.fr/fr/ffc/ipweb/ip1454/ip1454.pdf). Επίσης, στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Στρατηγική για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών 2010‑2015» [COM(2010) 491 τελικό, σ. 7], υπογραμμίζεται ότι «[π]ολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: αν και τούτο τους επιτρέπει να παραμένουν στην αγορά εργασίας ενώ διαχειρίζονται τις οικογενειακές ευθύνες, το εν λόγω γεγονός δύναται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή τους, στη σταδιοδρομία τους, στις προοπτικές προαγωγής τους και στις συντάξεις».

( 36 ) Οι όροι αναγνωρίσεως συντάξιμου χρόνου κατά το άρθρο 15 του διατάγματος περί των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως είναι ουσιαστικά παρόμοιοι με εκείνους τους οποίους προβλέπουν για την πρόωρη συνταξιοδότηση τα άρθρα L. 24 και R. 37, με την εξαίρεση τριών κύριων διαφορών. Η πρώτη έγκειται στο ότι, προκειμένου να αναγνωριστεί συντάξιμος χρόνος, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει αναθρέψει τουλάχιστον ένα τέκνο, έναντι τριών στο πλαίσιο της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως. Η δεύτερη έγκειται στο ότι η διακοπή δραστηριότητας, η οποία απαιτείται για την πρόωρη συνταξιοδότηση, πρέπει να λάβει χώρα εντός συγκεκριμένης περιόδου και να συνδέεται αμέσως είτε με τη γέννηση του τέκνου είτε με την εισδοχή στην οικογενειακή εστία, αν το τέκνο είναι υιοθετημένο, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου. Η τρίτη διαφορά έγκειται στο ότι τα χρονικά διαστήματα για τα οποία η υπαγωγή στην ασφάλιση δεν ήταν υποχρεωτική εξομοιώνονται με την απαιτούμενη διακοπή δραστηριότητας και γεννούν δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για την αναγνώριση συντάξιμου χρόνου.

( 37 ) Πράγματι, με την απόφαση εκείνη το Δικαστήριο έκρινε ότι αντέβαινε στην εν λόγω αρχή της ισότητας το τότε ισχύον άρθρο L. 24 του κώδικα συντάξεων, καθόσον, παρέχοντας το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως με άμεση καταβολή της συντάξεως μόνο στις γυναίκες υπαλλήλους των οποίων ο σύζυγος έπασχε από αναπηρία ή ανίατη ασθένεια που τον περιήγε σε αδυναμία ασκήσεως οποιουδήποτε επαγγέλματος, εξαιρούσε από το δικαίωμα αυτό τους ευρισκόμενους στην ίδια θέση άνδρες υπαλλήλους.

( 38 ) Δηλαδή στο διάστημα από τέσσερις εβδομάδες πριν τη γέννηση (ή την υιοθεσία) έως δεκαέξι εβδομάδες μετά τη γέννηση (ή την υιοθεσία).

( 39 ) Συγκεκριμένα, άδεια μητρότητας, άδεια πατρότητας, άδεια υιοθεσίας, γονική άδεια, άδεια γονικής παρουσίας ή διαθεσιμότητα για την ανατροφή τέκνου ηλικίας κάτω των οκτώ ετών.

( 40 ) Συναφώς βλ. σημείο 44 των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée.

( 41 ) Σχετικά με τις ιδιομορφίες και τους σκοπούς της εν λόγω άδειας, όπως έχουν αναγνωριστεί από το Δικαστήριο, βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑5/12, Betriu Montull (σκέψεις 49 επ. και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 42 ) Υπενθυμίζω ότι το δικαίωμα λήψεως υποχρεωτικής και μετ’ αποδοχών άδειας μητρότητας προβλέπεται τόσο από το δίκαιο της Ένωσης όσο και από τις συμβάσεις της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (βλ. σημεία 33 επ. των προτάσεών μου στην προαναφερθείσα υπόθεση Amédée).

( 43 ) Δεδομένου ότι το επίδικο δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως χορηγείται μόνον αν ο(η) ενδιαφερόμενος(-η) είχε τουλάχιστον τρία συντηρούμενα τέκνα.

( 44 ) Λαμβανομένου υπόψη ότι οι άδειες μητρότητας και πατρότητας αποκλείονται για την εν λόγω κατηγορία γονέων.

( 45 ) Το άρθρο 141, παράγραφος 4, ΕΚ επαναλαμβάνει, γενικεύοντάς την, τη δυνατότητα παρεκκλίσεων υπέρ των γυναικών την οποία προέβλεπε το άρθρο 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας που συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας για την κοινωνική πολιτική (ΕΕ 1992, C 191, σ. 91, στο εξής: συμφωνία για την κοινωνική πολιτική), μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, την 1η Μαΐου 1999. Επίσης, κατά το άρθρο 23, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «[η] αρχή της ισότητας [μεταξύ ανδρών και γυναικών] δεν αποκλείει τη διατήρηση ή τη θέσπιση μέτρων που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα υπέρ του υποεκπροσωπούμενου φύλου».

( 46 ) Βλ., ιδίως, προαναφερθείσα απόφαση Kenny κ.λπ. (σκέψεις 36 και 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 47 ) Βλ. σημεία 52 επ. των εν λόγω προτάσεων.

( 48 ) Με τις σκέψεις 52 και 60 έως 67 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι μέτρο όπως το προβλεπόμενο από το εν λόγω άρθρο L. 12, όπως ήταν εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης, μάλλον δεν ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να μπορεί να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα στα οποία εκτίθεται η σταδιοδρομία των γυναικών υπαλλήλων, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική (ισοδύναμο του άρθρου 141, παράγραφος 4, ΕΚ), διότι απλώς επέτρεπε στις μητέρες να αναγνωρίσουν συντάξιμο χρόνο κατά τη συνταξιοδότησή τους, χωρίς να τις βοηθά να υπερνικήσουν τις δυσχέρειες που μπορεί να συναντήσουν κατά την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

( 49 ) Συναφώς, βλ. ανωτέρω σημείο 40 των προτάσεών μου.

( 50 ) Η Επιτροπή φρονεί ότι το εν λόγω μέτρο πρόωρης συνταξιοδοτήσεως θα μπορούσε, αντιθέτως, ακόμα και να αποκλείσει τις γυναίκες υπαλλήλους από την επαγγελματική ζωή και από τη δυνατότητα να ακολουθήσουν πραγματική σταδιοδρομία.

( 51 ) Βλ., κατ’ αναλογία, σχετικά με όρο νόμιμης ηλικίας συνταξιοδοτήσεως διαφορετικής ανάλογα με το φύλο, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑46/07, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψεις 57 και 58).

( 52 ) Βλ. παραγράφους 58 και 59 των προτάσεών μου για την εν λόγω υπόθεση.

( 53 ) Όπ.π. σκέψη 57.

( 54 ) Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2006/54 αναφέρεται, σε σχέση με τα θετικά μέτρα, ότι «[δ]εδομένης της υφιστάμενης κατάστασης [...], τα κράτη μέλη θα πρέπει κατ’ αρχήν να επιδιώξουν τη βελτίωση της θέσης των γυναικών στην επαγγελματική ζωή».