ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών — Παροχή υπηρεσιών μη προγραμματισμένων επιβατικών αεροπορικών μεταφορών και ναυλώσεως αεροσκαφών ταξί — Απόρριψη της υποψηφιότητας — Άρθρο 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού — Δικαιώματα άμυνας — Άρθρο 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού — Προσφυγή ακυρώσεως — Έγγραφο που απαντά σε αίτημα των προσφευγουσών — Πράξη μη δεκτική προσφυγής — Απόφαση αναθέσεως — Δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες — Απαράδεκτο — Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑91/12 και T‑280/12,

Flying Holding NV, με έδρα το Wilrijk (Βέλγιο),

Flying Group Lux SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

Flying Service NV, με έδρα το Deurne (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους C. Doutrelepont και V. Chapoulaud, δικηγόρους,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις S. Delaude και D. Calciu, στη συνέχεια, από την S. Delaude, επικουρούμενη από τον V. Vanden Acker, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως των αποφάσεων που περιέχονται στα έγγραφα της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011 και της 17ης Ιανουαρίου 2012, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας των προσφευγουσών-εναγουσών [στο εξής: προσφεύγουσες] στο πλαίσιο της διαδικασίας κλειστού διαγωνισμού για την παροχή υπηρεσιών μη προγραμματισμένων επιβατικών αεροπορικών μεταφορών και ναυλώσεως αεροσκαφών ταξί (ΕΕ 2011/S 192-312059), καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2012, περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλη εταιρία, και, αφετέρου, αίτημα καταβολής αποζημιώσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Με προκήρυξη διαγωνισμού της 6ης Οκτωβρίου 2011, η οποία δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2011/S 192‑312059), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκήρυξε τον διαγωνισμό PMO2/PR/2011/103 για τη σύναψη συμβάσεως πλαισίου με τίτλο «Υπηρεσίες έκτακτης αεροπορικής μεταφοράς επιβατών, ναύλωση αεροταξί». Αντικείμενο του διαγωνισμού αυτού ήταν η επιλογή παρόχου έκτακτων αεροπορικών μεταφορών, επιφορτισμένου με τη ναύλωση αεροταξί και τη διασφάλιση της μεταφοράς του προέδρου και των λοιπών μελών της Επιτροπής, του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του ύπατου αρμοστή της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, καθώς και των ακολούθων τους, κυρίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2

Η διαδικασία που προέβλεπε η προκήρυξη του διαγωνισμού για τη σύναψη της επίμαχης συμβάσεως ήταν η κλειστή διαδικασία του άρθρου 91, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και του άρθρου 122, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: κανόνες εφαρμογής). Η διαδικασία αυτή διοργανώνεται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο συνίσταται στην εξακρίβωση τυχόν συνδρομής των κριτηρίων αποκλεισμού των άρθρων 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού καθώς και της πληρώσεως των κριτηρίων επιλογής που προβλέπει η προκήρυξη του διαγωνισμού. Κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας μπορεί να συμμετέχει στο εν λόγω πρώτο στάδιο της διαδικασίας. Στο δεύτερο στάδιο μόνον οι υποψήφιοι που πληρούν τα κριτήρια επιλογής και δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις αποκλεισμού καλούνται να υποβάλουν προσφορά και τους διαβιβάζεται, συναφώς, η συγγραφή υποχρεώσεων.

3

Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που έπρεπε να διαβιβάσουν οι υποψήφιοι κατά το πρώτο στάδιο για να βεβαιωθεί η τεχνική ικανότητά τους περιγράφονται στο σημείο III.2.3 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, το οποίο έχει ως εξής:

«Πληροφορίες και διατυπώσεις που είναι απαραίτητες για να κριθεί εάν πληρούνται οι απαιτήσεις:

[...]

* Ασφάλεια και προστασία:

– Επί ποινή απόρριψης της υποψηφιότητας, ο υποψήφιος θα πρέπει να προσκομίσει:

αντίγραφο του εγχειριδίου λειτουργίας της εταιρείας (τμήμα Α “Γενικές πληροφορίες”),

περιγραφή του σχεδίου για επείγουσες παρεμβάσεις, του προγράμματος ασφάλειας πτήσεων και του προγράμματος προστασίας,

τα πλήρη στοιχεία του(των) αρμόδιου(ων) οργανισμού(ών) σε θέματα πλοϊμότητας και συντήρησης των αεροσκαφών.

Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας προκήρυξης:

για το σύνολο των αεροσκαφών ιδίας εκμετάλλευσης, εξαντλητικό κατάλογο ατυχημάτων και σοβαρών περιστατικών καθώς και τις αντίστοιχες εκθέσεις των αρμόδιων αρχών και τα διαθέσιμα πορίσματα σχετικά με την πιθανή τους αιτία,

εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφαλείας και προστασίας των αρμόδιων αρχών (υποχρεωτικά) ή τρίτων (προαιρετικά), καθώς και συνοπτική παρουσίαση των διαπιστώσεων και της συνέχειας που δόθηκε σε αυτές,

αναφορά όλων των επιθεωρήσεων που διεξήχθησαν κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (SAFA — Αξιολόγηση της Ασφάλειας των Ξένων Αεροσκαφών).

[...]»

4

Στις 7 Νοεμβρίου 2011, η Flying Holding NV υπέβαλε, εξ ονόματος των δύο θυγατρικών της Flying Group Lux SA και Flying Service NV (στο εξής από κοινού: προσφεύγουσες), αίτηση συμμετοχής στην επίμαχη κλειστή διαδικασία.

5

Στις 18 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να της παράσχουν πρόσθετες πληροφορίες, μεταξύ άλλων, σχετικά με την τεχνική ικανότητά τους. Οι προσφεύγουσες απάντησαν στην Επιτροπή στις 28 Νοεμβρίου 2011, κοινοποιώντας της διάφορα έγγραφα.

6

Στις 2 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες νέες συμπληρωματικές πληροφορίες, υπενθυμίζοντάς τους ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού τούς ζητούσε να παράσχουν, επί ποινή απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους, τα πλήρη στοιχεία του ή των αρμόδιων οργανισμών σε θέματα συντηρήσεως των αεροσκαφών και, όσον αφορά τη Flying Group Lux, την περιγραφή του σχεδίου της για επείγουσες παρεμβάσεις (ERP) και τις εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφάλειας και προστασίας.

7

Οι προσφεύγουσες απέστειλαν νέα έγγραφα στην Επιτροπή στις 6 Δεκεμβρίου 2011, διευκρινίζοντας ότι προσκόμιζαν μόνον την έκθεση σχετικά με τον ετήσιο έλεγχο ασφάλειας και προστασίας για το 2011, διότι η Flying Group Lux είχε συσταθεί μόλις στα τέλη του 2008 και οι αρχές της λουξεμβουργιανής πολιτικής αεροπορίας δεν είχαν συντάξει καμία ετήσια έκθεση σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία για το 2009 και το 2010.

8

Με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2011 που απέστειλε στην Επιτροπή απαντώντας στο μήνυμά της ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου επισήμανε ότι είχε διενεργήσει πολλούς ελέγχους της Flying Group Lux, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και διάφοροι γενικοί έλεγχοι για τη χορήγηση άδειας αερομεταφορέα (Air Officer’s Certification, στο εξής: AOC) και για την ανανέωση της άδειας αυτής, το 2009, το 2010 και το 2011.

9

Στις 15 Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεώς τους συμμετοχής στην κλειστή διαδικασία. Έκρινε ότι ο φάκελος της υποψηφιότητάς τους δεν ήταν «ακριβής, αληθής και πλήρης». Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν είχαν προσκομίσει όλα τα απαιτούμενα από την προκήρυξη του διαγωνισμού στον τίτλο «Ασφάλεια και προστασία» έγγραφα, καίτοι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για τη διενέργεια ελέγχων της Flying Group Lux σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία το 2009 και το 2010. Σημειωνόταν, επίσης, ότι η επιτροπή αξιολογήσεως είχε αποφασίσει να απορρίψει την υποψηφιότητα των προσφευγουσών δυνάμει του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι αποκλείονται από την ανάθεση του έργου συμβάσεως οι υποψήφιοι που, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως αυτής, κρίνονται ένοχοι ψευδών δηλώσεων παρέχοντας τις πληροφορίες που απαιτούνται από την αναθέτουσα αρχή για τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό ή δεν παρέσχον τις πληροφορίες αυτές.

10

Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2011 που απέστειλαν στην Επιτροπή, οι προσφεύγουσες εξήγησαν ότι η μη προσκόμιση των αιτηθεισών εκθέσεων για τα έτη 2009 και 2010 οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν σχηματίσει την εντύπωση ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού απαιτούσε ειδικούς ελέγχους σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία και όχι τους γενικούς ελέγχους μέρος των οποίων αφορούσε την ασφάλεια και την προστασία, τους οποίους μόνον είχαν διενεργήσει εν προκειμένω οι αρχές της λουξεμβουργιανής πολιτικής αεροπορίας. Επικαλέστηκαν, εξάλλου, τη λειτουργία μιας νέας βάσεως δεδομένων από τις αρχές του 2011, στην οποία δεν είχαν ενσωματωθεί τα στοιχεία των ετών 2009 και 2010, δημιουργώντας την εντύπωση ότι τα στοιχεία αυτά δεν υπήρχαν. Τέλος, προσκόμισαν τις εκθέσεις γενικών ελέγχων «προ‑AOC» για το έτος 2009, την «AOC Continuous Oversight Audit» (έκθεση συνεχούς παρακολουθήσεως AOC) για το έτος 2010 και τη «Συνεχή παρακολούθηση AOC» για το έτος 2011.

11

Στις 17 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή επικύρωσε την απόφασή της περί απορρίψεως της υποψηφιότητας των προσφευγουσών. Έκρινε συγκεκριμένα ότι δεν υπήρχε καμία αοριστία σχετικά με τα έγγραφα που έπρεπε να προσκομιστούν.

12

Στις 18 Ιανουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες γνωστοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να προσβάλουν την απόφαση αυτή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και δήλωσαν ότι «εντός των προσεχών ημερών» θα προσκόμιζαν στοιχεία που θα αποδείκνυαν ότι οι αιτηθείσες εκθέσεις της Flying Group Lux δεν ήταν διαθέσιμες, διότι δεν είχαν συνταχθεί από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τη Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου.

13

Στις 25 Ιανουαρίου 2012, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου απέστειλε στη Flying Group Lux έγγραφο το οποίο διελάμβανε τα εξής:

«[Η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου] θα ήθελε να διευκρινίσει ότι οι γενικοί έλεγχοι προ‑AOC καθώς και οι έλεγχοι για την ανανέωση της AOC αφορούσαν τους τομείς “Quality system, flight safety management και security (προστασία)”. Περαιτέρω, από το έτος 2012, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας [του Λουξεμβούργου] θα διενεργεί και πιο εξειδικευμένους ελέγχους, όπως οι έλεγχοι που αφορούν την ασφάλεια, οι οποίοι συμφωνούνται μεταξύ της αρχής και των επιχειρήσεων βάσει ετήσιου προγράμματος ελέγχων και επιθεωρήσεων.»

14

Η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου απέστειλε, κατά την ίδια ημερομηνία, επιστολή του ιδίου περιεχομένου στην Επιτροπή προσθέτοντας ότι είχε διευκρινίσει στη Flying Group Lux, με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2010, ότι επισύναπτε σε αντίγραφο το πεδίο που κάλυπταν οι διενεργούμενοι έλεγχοι.

15

Μετά το πέρας του πρώτου σταδίου της κλειστής διαδικασίας, μόνον ένας υποψήφιος, η Abelag Aviation NV, κλήθηκε να υποβάλει προσφορά. Κατόπιν εξετάσεως της προσφοράς αυτής, η σύμβαση ανατέθηκε στον εν λόγω υποψήφιο στις 28 Φεβρουαρίου 2012. Η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 28 Απριλίου 2012 (ΕΕ S 83-135396, σ. 101).

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 23 Φεβρουαρίου και στις 28 Ιουνίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές-αγωγές.

17

Οι υποθέσεις T‑91/12 και T‑280/12 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως με διάταξη του προέδρου του όγδοου τμήματος της 4ης Σεπτεμβρίου 2012.

18

Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, ακολούθως, η υπό κρίση υπόθεση.

19

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο, (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, υπέβαλε στις προσφεύγουσες και στην Επιτροπή ερώτηση, στην οποία κλήθηκαν να απαντήσουν προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις έγγραφες και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Φεβρουαρίου 2014.

21

Στην υπόθεση Τ-91/12 οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις που περιέχονται στα έγγραφα της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011 και της 17ης Ιανουαρίου 2012 περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους στο πλαίσιο της διαδικασίας κλειστού διαγωνισμού που αφορούσε την επίμαχη σύμβαση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22

Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή,

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

23

Στην υπόθεση Τ-280/12 οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2012 περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως σε άλλη εταιρία,

να υποχρεώσει την Επιτροπή να τους καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν ύψους 1014400 ευρώ, πλέον τόκων με επιτόκιο 2,9 % έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 3 % από την εν λόγω ημερομηνία έως την ολοσχερή εξόφληση,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

25

Οι προσφεύγουσες ζητούν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011 περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους στον επίμαχο διαγωνισμό, της αποφάσεως που όπως προβάλλουν περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012 περί επικυρώσεως της απορρίψεως αυτής, καθώς και της αποφάσεως της Επιτροπής, της 28ης Φεβρουαρίου 2012, περί αναθέσεως του έργου της συμβάσεως σε άλλη εταιρία, και, αφετέρου, την καταβολή αποζημιώσεως και τόκων.

Α — Επί των αιτημάτων ακυρώσεως (υποθέσεις T‑91/12 και T‑280/12)

1. Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011 και της αποφάσεως που όπως προβάλλουν περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012 (υπόθεση T‑91/12)

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011

26

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, πρώτον, παρέβη το άρθρο 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής και το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, δεύτερον, προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και παρέβη το άρθρο 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής και, τρίτον, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

Επί του λόγου που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής

27

Οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 135 των κανόνων εφαρμογής, καθόσον απαίτησε την παροχή πληροφοριών οι οποίες έβαιναν πέραν του αντικειμένου της συμβάσεως χωρίς να λάβει υπόψη τα έννομα συμφέροντα των οικονομικών παραγόντων, ζητώντας την προσκόμιση εγγράφων προερχομένων από τις λουξεμβουργιανές αρχές. Η Επιτροπή παρέβη, συνεπώς, και το άρθρο 89 του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο επιτάσσει τον σεβασμό των αρχών της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

28

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, το οποίο αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του άρθρου 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής, πρέπει να υπομνησθεί ότι δυνάμει της διατάξεως αυτής:

«Η έκταση των ζητούμενων από την αναθέτουσα αρχή πληροφοριακών στοιχείων για την τεκμηρίωση της χρηματοδοτικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας του υποψήφιου ή προσφέροντος, καθώς και τα ελάχιστα επίπεδα ικανότητας που απαιτούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεν μπορούν να υπερβαίνουν το αντικείμενο της σύμβασης, λαμβάνουν δε υπόψη τα έννομα συμφέροντα των εμπλεκόμενων οικονομικών παραγόντων σε ό,τι αφορά ιδίως την προστασία των τεχνικών και επαγγελματικών απορρήτων της επιχείρησής τους.»

29

Εν προκειμένω, η Επιτροπή απαίτησε όντως να προσκομιστούν, όσον αφορά τη Flying Group Lux, οι προερχόμενες από τη Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφάλειας και προστασίας (βλ. σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω).

30

Εντούτοις πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι, κατά το σημείο II.1.2 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η πλειονότητα των πτήσεων προβλέπεται με αναχώρηση από Βρυξέλλες (Βέλγιο), χωρίς όμως να αποκλείονται αναχωρήσεις από άλλες πόλεις, όπως το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), το οποίο είναι επίσης έδρα των οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, ότι η υποψήφια εταιρία Flying Group Lux έχει ως βάση το Λουξεμβούργο.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαίτηση προσκομίσεως εγγράφων προερχομένων από τις λουξεμβουργιανές αρχές δεν βαίνει πέραν των όσων επιτάσσει η σύμβαση, ούτε αντιβαίνει στα συμφέροντα του οικείου φορέα, ο οποίος δεν θα μπορούσε καν να υποβάλει υποψηφιότητα χωρίς να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά.

32

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου που αντλείται από την παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής του άρθρου 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο επιτάσσει τον σεβασμό των αρχών της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αρκεί να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες απλώς συνάγουν την εν λόγω παράβαση από τη μη τήρηση του άρθρου 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής και δεν προβάλλουν κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη του εν λόγω επιχειρήματος.

33

Ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

Επί των λόγων που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και την παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής

34

Με τους λόγους αυτούς, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι απευθύνθηκε στις λουξεμβουργιανές αρχές για να λάβει τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες (παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής) και ότι ακολούθως στηρίχθηκε στις πληροφορίες αυτές χωρίς να τους τις κοινοποιήσει προηγουμένως και χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς τις απόψεις τους (προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως). Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί, πρώτον, ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής και, δεύτερον, οι λόγοι που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών και την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

– Επί του λόγου που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής

35

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής, απευθυνόμενη άμεσα στις λουξεμβουργιανές αρχές για να λάβει τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες. Συγκεκριμένα, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου δεν συγκαταλέγεται στις αρχές της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, καθόσον στηρίζεται σε νομικά στοιχεία που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως.

36

Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί το παραδεκτό του λόγου που αμφισβητείται από την Επιτροπή.

37

Το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

38

Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η Επιτροπή ανέφερε για πρώτη φορά στο υπόμνημα αντικρούσεως το άρθρο 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής επισημαίνοντας ότι δικαιούνταν να απευθυνθεί στις αρχές της λουξεμβουργιανής πολιτικής αεροπορίας προκειμένου να επαληθεύσει όσα υποστήριζαν οι προσφεύγουσες και, αφετέρου, ότι οι προσφεύγουσες προέβαλαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως τον λόγο που αντλείται από την παράβαση του εν λόγω άρθρου.

39

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος των προσφευγουσών στηρίζεται σε νομικό στοιχείο, εν προκειμένω τη νομική βάση της διαβουλεύσεως με τις οικείες εθνικές αρχές, το οποίο ανέκυψε κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας. Πράγματι, ο συγκεκριμένος λόγος αντλείται από την παράβαση της επίμαχης διατάξεως και όχι από τον παράνομο χαρακτήρα της διαβουλεύσεως με τις εθνικές αρχές. Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω το γεγονός ότι αναφορά στη διαβούλευση αυτή έγινε ήδη με το έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2011 που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

40

Ο λόγος που αντλείται από την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής πρέπει, συνεπώς, να κριθεί παραδεκτός.

41

Όσον αφορά τη βασιμότητα του λόγου αυτού πρέπει να υπομνησθεί το γράμμα της επίμαχης διατάξεως:

«Οι αναθέτουσες αρχές, οσάκις έχουν αμφιβολίες ως προς το αν οι υποψήφιοι ή προσφέροντες εμπίπτουν σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού, είναι δυνατόν να απευθυνθούν οι ίδιες στις αρμόδιες αρχές τις παραγράφου 3 και να ζητήσουν τις πληροφορίες που θεωρούν αναγκαίες για την εκτίμηση της περίπτωσης.»

42

Η παράγραφος 3 του άρθρου 134 των κανόνων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο υποψήφιος ή ο προσφέρων στον οποίο πρόκειται να ανατεθεί η σύμβαση δεν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις οι οποίες περιγράφονται στα στοιχεία αʹ, βʹ ή εʹ του άρθρου 93, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο απόσπασμα ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμο έγγραφο εκδοθέν πρόσφατα από δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας καταγωγής ή προέλευσης, από το οποίο να προκύπτει ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις αυτές.Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο υποψήφιος ή ο προσφέρων δεν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις οι οποίες περιγράφονται στο στοιχείο δʹ του άρθρου 93, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο πιστοποιητικό εκδοθέν από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους.

[...]»

43

Εν προκειμένω, όπως ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αρχών που προβλέπει το άρθρο 134, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού. Πράγματι, το άρθρο 134, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, σε συνδυασμό με το άρθρο 93, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, παραπέμπει μόνο στις «δικαστικές και διοικητικές αρχές» οι οποίες μπορούν να εκδίδουν απόσπασμα ποινικού μητρώου ή ισοδύναμο έγγραφο (πρώτη περίοδος) καθώς και στις «αρμόδιες αρχές» για την έκδοση βεβαιώσεως καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως ή καταβολής φόρων (δεύτερη περίοδος).

44

Δεν μπορεί, εντούτοις, να συναχθεί από τα ανωτέρω παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής, καθόσον η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, κατά την οποία η Επιτροπή απευθύνεται σε εθνικές αρχές για να εξακριβώσει τη συνδρομή των περιπτώσεων αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

45

Πράγματι, από την οικονομία του άρθρου 134 των κανόνων εφαρμογής και από το γράμμα της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού προκύπτει σαφώς ότι το εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η αναθέτουσα αρχή έχει αμφιβολίες σχετικά με τη συνδρομή των περιπτώσεων αποκλεισμού που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

46

Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι το άρθρο 134, παράγραφος 1, των κανόνων εφαρμογής προβλέπει ότι οι υποψήφιοι και προσφέροντες καταθέτουν υπεύθυνη δήλωση, με τη δέουσα υπογραφή και ημερομηνία, με την οποία δηλώνουν ότι δεν εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις των άρθρων 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού (πρώτο εδάφιο). Το άρθρο αυτό προβλέπει, εντούτοις, ότι σε ορισμένες διαδικασίες οι υποψήφιοι υποβάλλουν τις βεβαιώσεις της παραγράφου 3 (δεύτερο εδάφιο).

47

Συνεπώς, ακόμη κι αν το άρθρο 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής παραπέμπει γενικώς στις «περιπτώσεις αποκλεισμού», από την παραπομπή της παραγράφου αυτής στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου και τη φράση ότι «οι αναθέτουσες αρχές είναι δυνατόν να απευθυνθούν οι ίδιες στις αρμόδιες αρχές» της παραγράφου 3 προκύπτει ότι η παράγραφος 5 αφορά την περίπτωση κατά την οποία, ακόμη κι αν οι υποψήφιοι δεν υποχρεούνται να προσκομίσουν τις βεβαιώσεις της παραγράφου 3 σχετικά με τις περιπτώσεις αποκλεισμού του άρθρου 93, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ, δʹ και εʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή επιθυμεί εν πάση περιπτώσει να διασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι αυτοί δεν εμπίπτουν σε μια από τις εν λόγω περιπτώσεις αποκλεισμού.

48

Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η Επιτροπή ήθελε, εν προκειμένω, να διασφαλιστεί ότι δεν υπήρχαν ψευδείς δηλώσεις των προσφευγουσών δυνάμει του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, και όχι δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, δεν όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής.

49

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 134, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

50

Περαιτέρω, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανέναν άλλο λόγο ελλείψεως νομιμότητας της διαβουλεύσεως της Επιτροπής με τις εθνικές αρχές, δεν χρειάζεται να εξεταστεί εάν υπάρχει άλλη νομική βάση στις εφαρμοστέες διατάξεις ή αρχές, επί της οποίας στηρίζεται η εν λόγω διαβούλευση.

– Επί των λόγων που αντλούνται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

51

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά τους άμυνας, καθόσον η Επιτροπή αιτιολόγησε την εφαρμογή του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού και, συνεπώς, την απόρριψη της υποψηφιότητάς τους, επικαλούμενη στοιχεία που έλαβε από λουξεμβουργιανές αρχές, τα οποία δεν τους κοινοποιήθηκαν για να είναι σε θέση να εκθέσουν την άποψή τους επ’ αυτών πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011.

52

Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 χωρίς να τους παράσχει τη δυνατότητα να καταστήσουν γνωστή την άποψή τους σχετικά με τις πληροφορίες που είχε λάβει από τις λουξεμβουργιανές αρχές, παραβίασε και την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

53

Όσον αφορά τον λόγο που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, η Επιτροπή αμφισβήτησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη δυνατότητα προβολής του στην προκείμενη περίπτωση. Υποστήριξε δε ότι είχε τηρήσει όλες τις εφαρμοστέες διατάξεις στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και ότι καμιά από τις διατάξεις αυτές δεν της επέβαλε την υποχρέωση ακροάσεως των προσφευγουσών πριν εκδώσει απόφαση όπως η προσβαλλόμενη εν προκειμένω.

54

Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, η πάγια νομολογία κατά την οποία ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο παντός είδους διαδικασίας κινουμένης κατά προσώπου και δυνάμενης να καταλήξει σε βλαπτική για το πρόσωπο αυτό πράξη, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και όταν ελλείπει οποιαδήποτε κανονιστική ρύθμιση σχετική με την εν λόγω διαδικασία, είτε, για παράδειγμα, στον τομέα της αναστολής, της μειώσεως ή της καταργήσεως χρηματοδοτικής συνδρομής του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1996, C-32/95 P, Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I-5373, σκέψη 21), είτε στο πλαίσιο διαδικασίας εκπτώσεως μέλους της Επιτροπής από συνταξιοδοτικά δικαιώματα (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2006, C-432/04, Επιτροπή κατά Cresson, Συλλογή 2006, σ. I-6387, σκέψη 104) ή κατά τη διαδικασία εγκρίσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T-75/06, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-2081, σκέψη 130).

55

Συνεπώς, το γεγονός ότι καμιά διάταξη του δημοσιονομικού κανονισμού ή των κανόνων εφαρμογής δεν προβλέπει την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας σε μια περίπτωση όπως η προκείμενη δεν συνεπάγεται, αυτό καθ’ εαυτό, τον αποκλεισμό μιας τέτοιας εγγυήσεως δυνάμει της γενικής αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

56

Η Επιτροπή αμφισβήτησε, εντούτοις, επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τη δυνατότητα εφαρμογής εν προκειμένω της εν λόγω γενικής αρχής για τον λόγο ότι, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις της ανωτέρω νομολογίας, η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση περί επιβολής κυρώσεως.

57

Πρέπει να γίνει δεκτό, συναφώς, ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση με την οποία επιβλήθηκε κύρωση στις προσφεύγουσες.

58

Πράγματι, η απόφαση αυτή στηρίζεται, τουλάχιστον εν μέρει, όπως προκύπτει από το γράμμα της και όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στο άρθρο 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, δυνάμει του οποίου αποκλείονται από την ανάθεση του έργου συμβάσεως οι υποψήφιοι ή προσφέροντες οι οποίοι, κατά τη διαδικασία συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως, έχουν «καταστεί ένοχοι» ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που ζητήθηκαν από την αναθέτουσα αρχή για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό ή δεν έχουν παράσχει αυτές τις πληροφορίες.

59

Συνεπώς, η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 δεν είναι απλώς απόφαση με την οποία απορρίπτεται η υποψηφιότητα των προσφευγουσών στον επίμαχο διαγωνισμό. Συνιστά απόφαση άμεσου αποκλεισμού των προσφευγουσών από τον διαγωνισμό, χωρίς να εξετάζονται, στην περίπτωσή τους, άλλα κριτήρια εκτιμήσεως των υποψηφιοτήτων, για τον λόγο ότι έχουν καταστεί ένοχοι ψευδών δηλώσεων. Η Επιτροπή επεξηγεί, με την εν λόγω απόφαση, κατ’ ουσίαν, ότι πληροφορήθηκε ότι, αντιθέτως προς τη δήλωση των προσφευγουσών, είχαν διενεργηθεί από τις αρμόδιες αρχές το 2009 και το 2010 οι ετήσιοι έλεγχοι σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία και ότι η υποψηφιότητά τους ήταν, συνεπώς, «ανακριβής και αναληθής» και έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

60

Έχει κριθεί ότι μέτρα όπως ο προσωρινός αποκλεισμός της δυνατότητας επιχειρηματία να υπαχθεί σε καθεστώς ενισχύσεων της Ένωσης λόγω ψευδών δηλώσεων μπορούν να χαρακτηριστούν ως διοικητικές κυρώσεις. Κατά τη νομολογία αυτή, στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων της Ένωσης, το οποίο εξαρτά κατ’ ανάγκη τη χορήγηση της ενισχύσεως από την παροχή εγγυήσεων εντιμότητας και αξιοπιστίας εκ μέρους του δικαιούχου, η κύρωση που επιβάλλεται σε περίπτωση μη τηρήσεως των απαιτήσεων αυτών, καίτοι δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, συνιστά εντούτοις ειδικό διοικητικό μέτρο, το οποίο εντάσσεται πλήρως στο σύστημα ενισχύσεων και αποβλέπει στη διασφάλιση της χρηστής οικονομικής διαχειρίσεως των δημοσίων πόρων της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 2012, C‑489/10, Bonda, σκέψεις 28 έως 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61

Όπως ισχύει και στα εν λόγω καθεστώτα ενισχύσεων της Ένωσης, οι διατάξεις που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτουν τα όργανα της Ένωσης προέβλεψαν, στα άρθρα 93 και 94 του δημοσιονομικού κανονισμού, διάφορες περιπτώσεις αποκλεισμού της συμμετοχής στις διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων αυτών ή αναθέσεως του έργου τους, για την πρόληψη των παρατυπιών και την καταπολέμηση της απάτης και της δωροδοκίας και για την προώθηση της υγιούς και αποτελεσματικής διαχειρίσεως (αιτιολογική σκέψη 25 του δημοσιονομικού κανονισμού).

62

Επιπροσθέτως, το άρθρο 95 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ότι λεπτομερή στοιχεία που αφορούν τους υποψηφίους, οι οποίοι ευρίσκονται σε κατάσταση όπως, μεταξύ άλλων, αυτή του άρθρου 94 του εν λόγω κανονισμού, περιέχονται σε κεντρική βάση δεδομένων την οποία διαχειρίζεται η Επιτροπή και ότι οι αρχές που συμμετέχουν στην εκτέλεση του προϋπολογισμού έχουν πρόσβαση στην εν λόγω βάση δεδομένων και λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία που περιέχει για την ανάθεση του αντικειμένου συμβάσεων οι οποίες συνδέονται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

63

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση περί αποκλεισμού των προσφευγουσών από τον επίμαχο διαγωνισμό έχει τον χαρακτήρα διοικητικής κυρώσεως καίτοι, εν προκειμένω, δεν είχε διαβιβαστεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καμιά σχετική με τις προσφεύγουσες πληροφορία στη βάση δεδομένων του άρθρου 95 του δημοσιονομικού κανονισμού.

64

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση με την οποία επιβλήθηκε κύρωση στις προσφεύγουσες, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία που αφορά την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή αυτή είναι γενικής ισχύος και εφαρμόζεται, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα όργανο πρόκειται να επιβάλει κύρωση, και σε κάθε άλλη διαδικασία, η οποία κινείται κατά ορισμένου προσώπου και δύναται να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη (βλ. σκέψη 54 ανωτέρω· βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑277/11, M., σκέψη 85).

65

Εν προκειμένω, η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, ακόμη κι αν δεν είναι απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, συνιστά τουλάχιστον βλαπτική για τις προσφεύγουσες πράξη, δηλαδή πράξη η οποία επηρεάζει αισθητά τα συμφέροντά τους, επάγοντας εις βάρος τους σοβαρές οικονομικές συνέπειες (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1999, T-231/97, New Europe Consulting και Brown κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-2403, σκέψη 43) ή, γενικότερα, σοβαρές συνέπειες (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, F‑26/10, AZ κατά Επιτροπής, σκέψη 51). Πράγματι, μια απόφαση όπως αυτή που απορρίπτει την υποψηφιότητα των προσφευγουσών, μεταξύ άλλων, λόγω ψευδών δηλώσεων βάσει του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού μπορεί να βλάψει, τουλάχιστον, τη φήμη τους και, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, να έχει συνέπειες οι οποίες βαίνουν πέραν του επίμαχου διαγωνισμού.

66

Επιπροσθέτως πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 δεν συνιστά απλώς απάντηση της διοικήσεως στην πράξη υποψηφιότητας σε διαγωνισμό για την ανάθεση αντικειμένου δημόσιας συμβάσεως. Εκδόθηκε μετά την υποβολή στις λουξεμβουργιανές αρχές του αιτήματος παροχής πληροφοριών, λόγω των αμφιβολιών της Επιτροπής σχετικά με τη βασιμότητα των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με το έγγραφο της 6ης Δεκεμβρίου 2011 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), βάσει των οποίων δεν είχε συνταχθεί καμία έκθεση ετήσιου ελέγχου σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία όσον αφορά τη Flying Group Lux για τα έτη 2009 και 2010. Η Επιτροπή εξέτασε, συνεπώς, ενδελεχώς ένα στοιχείο της υποψηφιότητας των προσφευγουσών και, με την εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών, προέβη σε ενέργειες οι οποίες αποσκοπούσαν στην εξέταση των επιχειρημάτων των προσφευγουσών και οδήγησαν στην έκδοση της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011.

67

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η γενική αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας έπρεπε να εφαρμοστεί, εν προκειμένω, από την Επιτροπή.

68

Η εκτίμηση αυτή δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της Επιτροπής που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η κοινοποίηση του εγγράφου των λουξεμβουργιανών αρχών της 12ης Δεκεμβρίου 2011 στις προσφεύγουσες, από πλευράς διασφαλίσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, αντέβαινε στο άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 148 των κανόνων εφαρμογής, που ορίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεων, οι επαφές μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των υποψηφίων μπορεί να γίνονται μόνον υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση. Κατά την Επιτροπή, η κοινοποίηση του εγγράφου της Διευθύνσεως Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου στις προσφεύγουσες θα τους παρείχε τη δυνατότητα να συμπληρώσουν τον φάκελο της υποψηφιότητάς τους, με αποτέλεσμα την προνομιακή μεταχείρισή τους εις βάρος των άλλων υποψηφίων.

69

Αρκεί να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ή να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν αυτού του είδους η αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 1986, 201/85 και 202/85, Klensch κ.λπ., Συλλογή 1986, σ. 3477, σκέψη 9, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, T-160/03, AFCon Management Consultants κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-981, σκέψη 91).

70

Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες, εκτός από την ιδιότητά τους ως υποψήφιες για συμμετοχή στον επίμαχο κλειστό διαγωνισμό, ιδιότητα την οποία είχαν και όλοι οι άλλοι δηλωθέντες υποψήφιοι, βρίσκονταν σε ιδιάζουσα κατάσταση, η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί παρόμοια με εκείνη των άλλων υποψηφίων, καθ’ όσον είναι οι μόνες ως προς τις οποίες η Επιτροπή προέβη σε επαληθεύσεις (βλ. σκέψη 66 ανωτέρω). Η εκ μέρους της Επιτροπής κοινοποίηση στις προσφεύγουσες του εγγράφου που απέστειλαν οι λουξεμβουργιανές αρχές στο πλαίσιο της επαληθεύσεως αυτής δεν θα παραβίαζε, συνεπώς, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

71

Εντούτοις, από το σύνολο των προεκτεθέντων δεν μπορεί να συναχθεί ότι η μη κοινοποίηση από την Επιτροπή στις προσφεύγουσες του εγγράφου των αρχών της λουξεμβουργιανής πολιτικής αεροπορίας, πλημμέλεια θίγουσα τα δικαιώματα άμυνας, συνεπάγεται την ακυρότητα της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011.

72

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στον δικαστή να διακριβώσει, όταν εκτιμά ότι υφίσταται τέτοια πλημμέλεια, αν, σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η επίμαχη διαδικασία θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, εάν είχε διασφαλιστεί καλύτερα η άμυνα των προσφευγουσών ελλείψει της εν λόγω πλημμέλειας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2009, C-141/08 P, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2009, σ. I-9147, σκέψεις 81, 88, 92, 94 και 107· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑383/13 PPU, G. και R, σκέψη 40).

73

Συνεπώς πρέπει να εξεταστεί εάν, σε περίπτωση που η Επιτροπή είχε παράσχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του εγγράφου της Διευθύνσεως Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου της 12ης Δεκεμβρίου 2011, θα είχε λάβει την ίδια απόφαση περί αποκλεισμού λόγω ψευδών δηλώσεων κατά την έννοια του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού.

74

Αφενός, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε, λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω εγγράφου των λουξεμβουργιανών αρχών, ότι οι δηλώσεις των προσφευγουσών ήταν ανακριβείς. Οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν κατ’ ουσία, με το έγγραφό τους της 6ης Δεκεμβρίου 2011, ότι δεν είχε συνταχθεί καμία έκθεση ελέγχου σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία όσον αφορά τη Flying Group Lux για τα έτη 2009 και 2010, ενώ η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου επισήμανε με το έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2011 ότι είχαν συνταχθεί για τα έτη αυτά γενικές εκθέσεις για τη χορήγηση και την ανανέωση της AOC, στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι τομείς «ασφάλεια» και «προστασία». Οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν, εξάλλου, με το έγγραφό τους της 20ής Δεκεμβρίου 2011, το οποίο απέστειλαν ως απάντηση στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, η οποία τους προσήπτε την κατηγορία περί υποβολής ψευδών δηλώσεων, ότι οι ανωτέρω γενικές εκθέσεις περιείχαν στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση της επίμαχης αεροπορικής εταιρίας στον τομέα της ασφάλειας και της προστασίας, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν εγγράφως (βλ. σκέψη 80 κατωτέρω), καθόσον ανέφεραν ότι αποστέλλουν τις εν λόγω γενικές εκθέσεις ως παράρτημα του εγγράφου αυτού «επισημαίνοντας τα στοιχεία που αφορούν την ασφάλεια και την προστασία» (βλ., επίσης, σκέψεις 81 έως 87 κατωτέρω).

75

Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έχει άλλη επιλογή, όταν, όπως εν προκειμένω, διαπιστώνεται η κοινοποίηση ανακριβών στοιχείων, από την εφαρμογή του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού και την απόρριψη της οικείας υποψηφιότητας. Πράγματι, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η έννοια των «ψευδών δηλώσεων» αφορά τόσο τις εκουσίως εσφαλμένες δηλώσεις όσο και τις εξ αμελείας εσφαλμένες δηλώσεις και, αφ’ ης στιγμής διαπιστώνεται η ύπαρξη ανακρίβειας, δεν απαιτείται, συνεπώς, να εξετάζεται εάν αυτή είναι δικαιολογημένη.

76

Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη κι αν είχε κοινοποιηθεί στις προσφεύγουσες το έγγραφο των λουξεμβουργιανών αρχών της 12ης Δεκεμβρίου 2011 κι αν οι προσφεύγουσες είχαν εξηγήσει ότι η δήλωσή τους ότι δεν υπήρχαν οι αιτηθείσες εκθέσεις οφειλόταν σε παρανόηση, όπως έπραξαν μεταγενέστερα με το έγγραφό τους της 20ής Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή μπορούσε μόνο να προβεί στη διαπίστωση ότι η δήλωση αυτή ήταν ανακριβής, όπως άλλωστε υπογράμμισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

77

Τούτο επιβεβαιώνεται άλλωστε και από το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο απεστάλη ως απάντηση στο ανωτέρω έγγραφο των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011. Πράγματι, η Επιτροπή εξετάζει, με το έγγραφο αυτό, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί παρανοήσεως μόνον ως δυνάμενα να δικαιολογήσουν τον ατελή χαρακτήρα της υποψηφιότητάς τους, εκτιμώντας, συνεπώς, σιωπηρώς, όπως επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, ούτε a fortiori να κλονίσουν, τη διαπίστωση των ψευδών δηλώσεων.

78

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, καίτοι οι προσφεύγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011, το γεγονός αυτό, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων δεδομένων της υποθέσεως, δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, ο λόγος που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

79

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτός κατά μείζονα λόγο ούτε ο λόγος που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και στηρίζεται στην ίδια επιχειρηματολογία με την προβαλλόμενη προς στήριξη του λόγου που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Πράγματι, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, όπως προβάλλεται από τις προσφεύγουσες, συγχέεται με το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο έχει σχέση με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

Επί του λόγου που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

80

Κατά τις προσφεύγουσες, η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας απαγορεύοντάς τους τη συμμετοχή στην επίμαχη κλειστή διαδικασία, παρά το γεγονός ότι οι σχετικές πληροφορίες που είχαν άμεση σχέση με το αντικείμενο της συμβάσεως είχαν διαβιβαστεί στο σύνολό τους εγκαίρως στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν ήταν σε θέση να προσκομίσουν τις απαιτούμενες από την προκήρυξη του διαγωνισμού εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφάλειας και προστασίας για τα έτη 2009 και 2010, καθόσον οι εκθέσεις αυτές δεν είχαν συνταχθεί από τις λουξεμβουργιανές αρχές και οι εκθέσεις «προ‑AOC» και «AOC Continuous Oversight Audit» δεν αντιστοιχούσαν στις απαιτούμενες από την προκήρυξη του διαγωνισμού εκθέσεις. Διευκρινίζουν δε ότι η Επιτροπή είχε ενημερωθεί με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2012 των λουξεμβουργιανών αρχών ότι οι ανωτέρω εκθέσεις χορηγήσεως και ανανεώσεως της AOC δεν αντιστοιχούσαν στις απαιτούμενες από την προκήρυξη του διαγωνισμού εκθέσεις, καθόσον περιείχαν μόνον ορισμένα στοιχεία σχετικά με την προστασία και ότι ειδικές εκθέσεις σχετικά με την ασφάλεια συντάχθηκαν για πρώτη φορά μόλις το 2012. Περαιτέρω, η έκθεση «προ‑AOC» δεν είχε ως συγκεκριμένο αντικείμενο την αξιολόγηση της εταιρίας στον τομέα της ασφάλειας και προστασίας, από δε την έκθεση «AOC Continuous Oversight Audit» προέκυπτε μόνον ότι δεν είχε ολοκληρωθεί ο ετήσιος έλεγχος για το 2009 και ότι δεν είχε αρχίσει ο ετήσιος έλεγχος για το 2010.

81

Πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, όπως αναγνώρισαν οι ίδιες οι προσφεύγουσες με το έγγραφό τους της 20ής Δεκεμβρίου 2011, το οποίο απέστειλαν ως απάντηση στην απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, ότι οι εκθέσεις «προ‑AOC» και «AOC Continuous Oversight Audit» περιείχαν στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση της επίμαχης αεροπορικής εταιρίας στον τομέα της ασφάλειας και προστασίας (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω), εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι οι εν λόγω εκθέσεις ανταποκρίνονταν στις επιταγές της προκηρύξεως του διαγωνισμού, εφόσον οι λουξεμβουργιανές αρχές δεν είχαν συντάξει ειδικές εκθέσεις σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία για τα έτη 2009 και 2010.

82

Τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης δεν είναι σε θέση να κλονίσουν την εκτίμηση αυτή.

83

Πρώτον, η έκθεση «προ‑AOC» δεν έχει βεβαίως ως κύριο αντικείμενο την αξιολόγηση της εταιρίας στον τομέα της ασφάλειας και προστασίας. Οι προσφεύγουσες εξήγησαν, συνεπώς, με το υπόμνημά τους απαντήσεως, χωρίς να τις αντικρούσει η Επιτροπή, ότι η έκθεση «προ‑AOC» παρεμβάλλεται κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο πριν από την έκδοση της AOC και ότι η επιθεώρηση «προ‑AOC» διενεργείται για την εξακρίβωση της ικανότητας της εταιρίας να σχεδιάζει, να προετοιμάζει και να εκτελεί τις δράσεις της.

84

Εντούτοις, από την έκθεση αυτή, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα του εγγράφου των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011, προκύπτει ότι πολλά στοιχεία που αποτελούσαν αντικείμενο ελέγχου έχουν σχέση με την αξιολόγηση της ελεγχόμενης αεροπορικής εταιρίας στον τομέα της ασφάλειας και της προστασίας. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις ικανότητες του ιπτάμενου προσωπικού και ιδίως των πιλότων, ή ακόμη και για δεδομένα σχετικά με τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης. Προβλέπεται μάλιστα ρητώς τμήμα για την «Ασφάλεια». Πράγματι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, αντικείμενο του ελέγχου που προηγείται της χορηγήσεως άδειας αερομεταφορέα είναι να εξακριβωθεί ότι ο εν λόγω μεταφορέας διαθέτει τις αναγκαίες επαγγελματικές και οργανωτικές ικανότητες για τη διασφάλιση της ασφάλειας και προστασίας των οικείων αεροσκαφών. Από τη νομοθεσία της Ένωσης, την οποία εξάλλου παραθέτει η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου στα έγγραφα που απέστειλε στις προσφεύγουσες ως νομική βάση για τη διενέργεια του επίμαχου ελέγχου, προκύπτει πράγματι ότι πρέπει πάντα να διασφαλίζεται υψηλό και ομοιόμορφο επίπεδο προστασίας των Ευρωπαίων πολιτών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας με τη θέσπιση κοινών κανόνων ασφάλειας [αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΚ) 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (ΕΕ L 79, σ. 1)· βλ., επίσης, την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3922/91 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για την εναρμόνιση των τεχνικών κανόνων και των διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας (ΕΕ L 373, σ. 4)].

85

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι, με την έκθεση «AOC Continuous Oversight Audit» του 2010, οι επιθεωρητές της Διευθύνσεως Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου διαπίστωσαν ότι δεν είχε ολοκληρωθεί ο ετήσιος έλεγχος για το 2009 και ότι δεν είχε αρχίσει ο ετήσιος έλεγχος για το 2010. Από την έκθεση αυτή προκύπτει κατ’ ουσίαν, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, ότι η αναγραφόμενη μνεία ότι «ο έλεγχος του 2009 δεν ολοκληρώθηκε και ο έλεγχος του 2010 δεν άρχισε» περιλαμβάνεται στο τμήμα που επιγράφεται «Quality System» (σύστημα ποιότητας) και αφορά συνεπώς την αξιολόγηση του τομέα «Ποιότητα», ενώ ο τομέας «Flight Safety» (ασφάλεια πτήσεων) αποτέλεσε όντως αντικείμενο ελέγχου, όπως βεβαιώνουν τα διάφορα σχόλια που περιέχονται στο τμήμα αυτό.

86

Τρίτον, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που στηρίζονται στο έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο απέστειλαν οι λουξεμβουργιανές αρχές στην Επιτροπή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, δεδομένης της πάγιας νομολογίας κατά την οποία ο δικαστής της Ένωσης εκτιμά τη νομιμότητα μιας πράξεως σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και, ιδίως, με τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το θεσμικό όργανο όταν την εξέδωσε (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7· βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-8461, σκέψη 86).

87

Εν πάση περιπτώσει, από το γράμμα του εγγράφου των λουξεμβουργιανών αρχών της 25ης Ιανουαρίου 2012 προκύπτει ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι εκθέσεις «προ‑AOC» και «AOC Continuous Oversight Audit» περιείχαν μόνο στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια των πτήσεων (sûreté aérienne) πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, το έγγραφο αυτό παραπέμπει ρητώς στην «ασφάλεια» (security)των πτήσεων επισημαίνοντας ότι «οι γενικοί έλεγχοι προ‑AOC καθώς και οι έλεγχοι για την ανανέωση της AOC, τους οποίους επιμελήθηκε η [Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας], περιλαμβάνουν τους τομείς «Quality system, flight safety, management και security (sûreté)». Στο μέτρο που γίνεται χρήση τόσο του όρου «safety» όσο και του όρου «security», δεν μπορεί να συναχθεί από τη μνεία του όρου «sûreté», ο οποίος τίθεται εντός παρενθέσεων μετά τον όρο «security», ότι μόνον ο τομέας «sûreté» αποτελεί αντικείμενο ελέγχου. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το συνημμένο έγγραφο στο παράρτημα του εγγράφου της 25ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο επεξηγεί το περιεχόμενο της επιθεωρήσεως για την ανανέωση της AOC παραπέμποντας ρητώς και διακριτώς στον έλεγχο της προστασίας και στον έλεγχο της ασφάλειας. Η ερμηνεία αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την ανακοίνωση στο έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 2012 περί συντάξεως ειδικών εκθέσεων σχετικών με την «securité» για πρώτη φορά το 2012, από την οποία μπορεί μόνο να συναχθεί ότι δεν υπήρχαν ειδικές εκθέσεις στον τομέα της «securité» προ του 2012, αλλά όχι και ότι οι γενικές εκθέσεις που αφορούσαν την AOC δεν περιείχαν ειδικό τμήμα σχετικό με την «securité».

88

Περαιτέρω, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες είναι αεροπορικές εταιρίες, και συνεπώς επαγγελματίες του τομέα των αερομεταφορών, γνώριζαν οπωσδήποτε το αντικείμενο των ελέγχων οι οποίοι διενεργούνται για την απόκτηση του πιστοποιητικού που θα τους παρείχε τη δυνατότητα να εκτελούν πτήσεις, δηλαδή της AOC. Τούτο επιβεβαιώνουν, εξάλλου, και τα έγγραφα που τους απέστειλε η Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας του Λουξεμβούργου πριν από τη διενέργεια των ελέγχων για την ανανέωση της AOC, τα οποία κοινοποιούν στο παράρτημα του εγγράφου τους της 20ής Δεκεμβρίου 2011 και στα οποία αναγράφονται οι διάφοροι τομείς των ελέγχων αυτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι τομείς «Flight safety management» (διαχείριση της ασφάλειας των πτήσεων) και «Security».

89

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες, παραλείποντας να διαβιβάσουν στην Επιτροπή τις εκθέσεις «προ‑AOC» του 2009 και «AOC Continuous Oversight Audit» του 2010, με την απαντητική επιστολή τους στο έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Δεκεμβρίου 2011, δεν της κοινοποίησαν εγκαίρως όλες τις σχετικές πληροφορίες.

90

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι, απορρίπτοντας την υποψηφιότητα των προσφευγουσών, δεν χρησιμοποίησε πρόσφορα μέσα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τη ρύθμιση στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων θεμιτών σκοπών και ότι υπερέβη το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Μαΐου 2011, C-176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I-3727, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

91

Ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

92

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011 πρέπει να απορριφθεί.

Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως που φέρεται να περιέχεται στο έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012

93

Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2012, από την ακύρωση της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποκομίσουν κανένα όφελος, καθόσον μόνον η απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011 συνιστά την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους.

94

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή διευκρίνισε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι αμφισβητούσε επίσης τη φύση του εγγράφου της 17ης Ιανουαρίου 2012 ως δεκτικού προσφυγής. Κατά την Επιτροπή, το έγγραφο αυτό δεν συνιστά απόφαση κατά την έννοια της νομολογίας, στο μέτρο που δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών, η οποία έχει ήδη διαμορφωθεί με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011. Σκοπός του εγγράφου της 17ης Ιανουαρίου 2012 είναι μόνο να δοθεί απάντηση στο έγγραφο των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011, με το οποίο προβάλλεται ότι υπήρξε παρανόηση, και να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό.

95

Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, η πάγια νομολογία κατά την οποία συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως τα μέτρα των οποίων τα έννομα αποτελέσματα είναι δεσμευτικά και ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά σαφή τρόπο τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1998, T-81/97, Regione Toscana κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-2889, σκέψη 21).

96

Εν προκειμένω, το έγγραφο της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταβάλλει κατά σαφή τρόπο τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών. Μόνον η απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011, με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητά τους στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού, παράγει το εν λόγω αποτέλεσμα.

97

Συγκεκριμένα, το έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2012 περιέχει μόνο στοιχεία αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα και επεξηγηματικά στοιχεία της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας των προσφευγουσών. Η Επιτροπή απλώς υπενθυμίζει με τον τρόπο αυτό την πορεία της διαδικασίας που προηγήθηκε της αποστολής του εγγράφου αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του εγγράφου της 20ής Δεκεμβρίου 2011 (πρώτο έως πέμπτο εδάφιο), και πληροφορεί τις προσφεύγουσες σχετικά με τις υφιστάμενες εκθέσεις ελέγχου στον τομέα της ευρωπαϊκής και διεθνούς ασφάλειας των πτήσεων (έκτο εδάφιο) καθώς και σχετικά με τη μη υποβολή αιτήματος διευκρινίσεως του σχετικού σημείου της προκηρύξεως του διαγωνισμού εκ μέρους των άλλων υποψηφίων (ένατο εδάφιο). Η Επιτροπή εξηγεί, επίσης, με το εν λόγω έγγραφο τους λόγους απορρίψεως της υποψηφιότητας των προσφευγουσών επισημαίνοντας, αφενός, ότι δεν χωρεί καμία αμφιβολία σχετικά με τη φύση των απαιτούμενων εκθέσεων (έβδομο εδάφιο), αφετέρου, ότι οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να έχουν προσκομίσει τις εκθέσεις που απαιτήθηκαν για τη Flying Group Belgium (όγδοο εδάφιο) και, τέλος, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι υπήρξε παρανόηση, έστω και καλόπιστη, καθόσον η επιτροπή αξιολογήσεως είχε επικυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους (δέκατο εδάφιο).

98

Επιπροσθέτως, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι, ελλείψει προβλεπομένης από τις ισχύουσες διατάξεις τυπικής διαδικασίας επανεξετάσεως, η τυχόν διενεργούμενη επανεξέταση κατόπιν υποβολής συναφούς αιτήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε πράξη δεκτική προσφυγής, μια τέτοια επανεξέταση δεν διενεργήθηκε εν προκειμένω.

99

Κατ’ ουσίαν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2012 δεν είναι επακόλουθο πραγματικής επανεξετάσεως της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011, την οποία διενήργησε η Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως των προσφευγουσών, και δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως νέα απόφαση δεκτική προσφυγής.

100

Το έγγραφο των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011 μπορεί βεβαίως να ερμηνευθεί ως έγγραφο που αμφισβητεί την απόρριψη της υποψηφιότητάς τους στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού και ζητεί την επανεξέταση της εν λόγω απορρίψεως. Αφού εξήγησαν τι θεωρούσαν ως παρανόηση όσον αφορά το πώς αντιλήφθηκαν την απαίτηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού σχετικά με την προσκόμιση των ετήσιων εκθέσεων των αρμοδίων αρχών σχετικά με την ασφάλεια και την προστασία (δεύτερο, πέμπτο και έκτο εδάφιο), οι προσφεύγουσες εξέφρασαν κατ’ ουσίαν, με το εν λόγω έγγραφο, την ανησυχία τους για την απόρριψη της υποψηφιότητάς τους και την κατηγορία περί ψευδών δηλώσεων (ένατο εδάφιο) και ζήτησαν να οριστεί συνάντηση στα γραφεία της Επιτροπής (δέκατο εδάφιο), εκφράζοντας την ελπίδα ότι το έγγραφό τους θα ενθάρρυνε την Επιτροπή να τις εκλάβει ως αξιόπιστο εταίρο για την επίμαχη σύμβαση (ενδέκατο εδάφιο).

101

Εντούτοις, τόσο από το γράμμα του εγγράφου της 17ης Ιανουαρίου 2012, το οποίο απαντούσε στο έγγραφο των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011, όσο και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτό συντάχθηκε προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε επανεξέταση της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011.

102

Η Επιτροπή διευκρίνισε, ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το έγγραφο των προσφευγουσών της 20ής Δεκεμβρίου 2011 και τα παραρτήματά του δεν υποβλήθηκαν στην επιτροπή αξιολογήσεως. Η μνεία της εν λόγω επιτροπής στο τέλος του εγγράφου της 17ης Ιανουαρίου 2012 ήταν, συνεπώς, αμιγώς τυπική. Από το έγγραφο αυτό δεν προκύπτει, εξάλλου, κανένα στοιχείο εξετάσεως των ανωτέρω παραρτημάτων, η δε Επιτροπή περιορίστηκε απλώς στο να απαντήσει στο επιχείρημα των προσφευγουσών περί παρανοήσεως όσον αφορά τις εκθέσεις που έπρεπε να κοινοποιηθούν, γεγονός το οποίο, αυτό καθ’ εαυτό, δεν επιτρέπει να εννοηθεί ότι το επίμαχο έγγραφο εκδόθηκε κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεώς τους (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T-437/05, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II-3233, σκέψεις 65 και 66, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2012, T‑573/10, Octapharma Pharmazeutika κατά EMA, σκέψη 57).

103

Πρέπει, συνεπώς, να κριθεί απαράδεκτο το αίτημα ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής της 17ης Ιανουαρίου 2012, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών για την ακύρωση του εγγράφου αυτού, το οποίο επίσης αμφισβήτησε η Επιτροπή.

2. Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (υπόθεση T‑280/12)

104

Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής, ιδίως δε το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εάν οι προσφεύγουσες έχουν, εν προκειμένω, έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012 (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006, C-417/04 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-3881, σκέψη 36, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, T-88/01, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1165, σκέψη 53).

105

Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά. Καθόσον δεν αμφισβητείται ότι ο ανάδοχος της επίμαχης συμβάσεως είναι ο αποδέκτης της αποφάσεως περί αναθέσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012 και όχι οι προσφεύγουσες, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η απόφαση αυτή αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά.

106

Καθόσον οι διάδικοι αντάλλαξαν εγγράφως επιχειρήματα μόνον ως προς το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών για την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο τους ζήτησε εγγράφως να απαντήσουν σχετικά με τις έννομες συνέπειες που απορρέουν κατά τη γνώμη τους, στο πλαίσιο του αιτήματος ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως, από την απόφασή του της 20ής Μαρτίου 2013, T‑415/10, Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy (σκέψεις 54 έως 58), με την οποία αποφάνθηκε σχετικά με το κατά πόσο επηρεάζει άμεσα υποψήφιο απόφαση περί μη συμμετοχής του σε διαγωνισμό.

107

Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι μια πράξη μπορεί να αφορά άμεσα ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι επάγεται άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάστασή του (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2309, σκέψεις 43 και 45, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, T-80/97, Starway κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-3099, σκέψη 61).

108

Όμως, έχει επανειλημμένως κριθεί ότι, όταν η προσφορά ενός διαγωνιζομένου απορρίπτεται πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως, με αποτέλεσμα να μη συγκρίνεται με τις άλλες προσφορές, το παραδεκτό της προσφυγής που άσκησε ο εν λόγω διαγωνιζόμενος κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως προϋποθέτει την ακύρωση της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά του (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, T-8/09, Dredging International και Ondernemingen Jan de Nul κατά EMSA, Συλλογή 2011, σ. II-6123, σκέψεις 134 και 135, και της 22ας Μαΐου 2012, T‑17/09, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψεις 118 και 119).

109

Πράγματι, μόνον αν ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση είναι ενδεχομένως δυνατό η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως να επάγεται άμεσες συνέπειες στη νομική κατάσταση του διαγωνιζομένου, του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση απορρίψεως του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως που απορρίπτει την προσφορά, η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως δεν μπορεί να επάγεται έννομες συνέπειες για τον διαγωνιζόμενο, του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε πριν από το στάδιο που προηγείται της αποφάσεως περί αναθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που απορρίπτει την προσφορά εμποδίζει την άμεση επίδραση στον εν λόγω διαγωνιζόμενο της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλο διαγωνιζόμενο (βλ., συναφώς, απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 56).

110

Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, απορρίφθηκε η υποψηφιότητα των προσφευγουσών κατά το πρώτο στάδιο του κλειστού διαγωνισμού, οι προσφεύγουσες μπορούν να αποδείξουν ότι είχαν δικαίωμα να συγκριθεί η προσφορά τους με εκείνη των άλλων διαγωνιζομένων, και ότι, συνεπώς, η απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως σε άλλον υποψήφιο επάγεται άμεσες συνέπειες στη νομική κατάστασή τους, μόνον εάν αποδείξουν ότι αβασίμως απορρίφθηκε η υποψηφιότητά τους (βλ., συναφώς, απόφαση Nexans France κατά Entreprise commune Fusion for Energy, προπαρατεθείσα στη σκέψη 106, σκέψη 57).

111

Συνεπώς, εν προκειμένω, καθόσον έχει απορριφθεί το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011 περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς τους στον επίμαχο διαγωνισμό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγουσες επηρεάζονται άμεσα από την απόφαση περί αναθέσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012. Το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω δεύτερης αποφάσεως πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως απαράδεκτο, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο αμφισβητείται από την Επιτροπή.

Β — Επί του αιτήματος καταβολής αποζημιώσεως και τόκων (υπόθεση T‑280/12)

112

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι αυτή η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης των οργάνων πληρούται εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των κατάφωρων παρατυπιών τόσο των απορριπτικών αποφάσεων όσο και της αποφάσεως περί αναθέσεως του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως. Παραπέμπουν δε, συναφώς, στα έγγραφα που κατέθεσαν στην υπόθεση T‑91/12 καθώς και στην υπό κρίση υπόθεση, σημειώνοντας ειδικότερα την παράνομη εξομοίωση των εκθέσεων «προ‑AOC» και «AOC Continuous Oversight Audit» με τις προβλεπόμενες στην προκήρυξη του διαγωνισμού εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφάλειας και προστασίας, την παράνομη άρνηση συνεκτιμήσεως των εκθέσεων που διαβιβάστηκαν στο παράρτημα του εγγράφου τους της 20ής Δεκεμβρίου 2011, η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και την παράβαση του άρθρου 89 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 123, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, των κανόνων εφαρμογής. Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η άρνηση της Επιτροπής να τους κοινοποιήσει την απόφαση περί αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως συνιστά, επίσης, παράνομη συμπεριφορά βάσει των ουσιαστικών προϋποθέσεων που της επιβάλλονται και των διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν την αποτελεσματική προσφυγή και πρόσβαση στα έγγραφα των οργάνων.

113

Όσον αφορά το υποστατό της ζημίας, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι απώλεσαν κάθε ευκαιρία συμμετοχής στον κλειστό διαγωνισμό και αναλήψεως του αντικειμένου της συμβάσεως, γεγονός το οποίο συνιστά υλική ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί. Λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους τους αλλά και των αναμενόμενων δαπανών και κερδών, υπολογίζουν το ύψος της ζημίας τους σε 1014400 ευρώ, δηλαδή στο 8 % της συνολικής αξίας του αντικειμένου της επίμαχης συμβάσεως για τα τέσσερα έτη εκτελέσεώς της, ποσοστό το οποίο αντιπροσωπεύει το μέρος που θα αφορούσε την εκτέλεση της συμβάσεως στον κύκλο εργασιών τους. Οι προσφεύγουσες εκτιμούν, επίσης, ότι στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθούν αντισταθμιστικοί τόκοι με επιτόκιο 2,9 % και τόκοι υπερημερίας με επιτόκιο 3 %.

114

Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η προβαλλόμενη ζημία απορρέει άμεσα από τις παράνομες αποφάσεις της επιτροπής στο πλαίσιο του επίμαχου διαγωνισμού.

115

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα όργανα, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλόμενης ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν δεν πληρούται μια από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2013, T‑457/10, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 226 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116

Προς στήριξη του αιτήματός τους περί καταβολής αποζημιώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, όσον αφορά την προϋπόθεση που αφορά πλημμέλεια, τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 2011, επαναλαμβάνοντας ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την απόφαση αυτή, παρέβη το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, το άρθρο 134, παράγραφος 5, και το άρθρο 135, παράγραφος 5, των κανόνων εφαρμογής και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ άλλων, εξομοιώνοντας παρανόμως τις εκθέσεις «προ‑AOC» και «AOC Continuous Oversight Audit» με τις προβλεπόμενες στην προκήρυξη του διαγωνισμού εκθέσεις σχετικά με τους ετήσιους ελέγχους ασφάλειας και προστασίας.

117

Δεδομένου ότι έχει απορριφθεί το σύνολο των συγκεκριμένων λόγων και επιχειρημάτων (βλ. σκέψεις 33, 49, 81 και 91 ανωτέρω), πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των προσφευγουσών περί καταβολής αποζημιώσεως, διότι στηρίζεται στις εν λόγω προβαλλόμενες παρατυπίες.

118

Όσον αφορά τις άλλες παρατυπίες που προσάπτουν οι προσφεύγουσες πρέπει να υπομνησθεί η πάγια νομολογία κατά την οποία η προβαλλόμενη ζημία πρέπει να προκύπτει, με επαρκή βαθμό αμεσότητας, από την προσαπτόμενη ενέργεια, δηλαδή η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας. Πράγματι, τα όργανα της Ένωσης δεν υπέχουν υποχρέωση να αποκαθιστούν κάθε βλαπτική συνέπεια, έστω και απομακρυσμένη, μιας παράνομης καταστάσεως (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου 1979, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, Dumortier frères κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 515, σκέψη 21, και του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-279/03, Συλλογή 2006, σ. II-1291, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση ενδεχόμενης συμβολής των οργάνων στη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, η εν λόγω συμβολή θα μπορούσε να είναι εντελώς έμμεση εξαιτίας της ευθύνης που βαρύνει άλλα πρόσωπα, εν προκειμένω δε τις προσφεύγουσες (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 2010, C-419/08 P, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I-2259, σκέψεις 59 και 61).

119

Εν προκειμένω, από την εξέταση της νομιμότητας της αποφάσεως της 15ης Δεκεμβρίου 2011 προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες απάντησαν διά ανακριβών δηλώσεων σε αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω). Αυτές οι ανακριβείς δηλώσεις των προσφευγουσών οδήγησαν, αφενός, στην απόρριψη της υποψηφιότητάς τους και δεν επέτρεψαν στις προσφεύγουσες να υποβάλουν προσφορά ενώ, αφετέρου και ως εκ τούτου, δεν τους ανατέθηκε το αντικείμενο της επίμαχης συμβάσεως. Πράγματι, η Επιτροπή δεν είχε άλλη επιλογή από την εφαρμογή του άρθρου 94, στοιχείο βʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού και την απόρριψη της υποψηφιότητας των προσφευγουσών, στο μέτρο που υπήρχαν ανακριβείς δηλώσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές ήταν εσφαλμένες εκουσίως ή εξ αμελείας (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω).

120

Συνεπώς, οι προσφεύγουσες, με τη συμπεριφορά τους, διέρρηξαν τη φερόμενη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των προβαλλόμενων παρατυπιών και ζημιών, με αποτέλεσμα ούτε η παρατυπία που επηρεάζει τα δικαιώματά τους άμυνας, ούτε οι φερόμενες παρατυπίες του εγγράφου της 17ης Ιανουαρίου 2012 και της αποφάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2012, ούτε η προβαλλόμενη παράνομη άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει την εν λόγω δεύτερη απόφαση να μπορούν να θεωρηθούν ως καθοριστική αιτία των εν λόγω ζημιών.

121

Κατά συνέπεια, στο μέτρο που δεν συντρέχει τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης για καθεμιά από τις προβαλλόμενες αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα καταβολής αποζημιώσεως και τόκων.

122

Οι υπό κρίση προσφυγές-αγωγές πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

123

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

124

Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει τις προσφυγές-αγωγές.

 

2)

Καταδικάζει τις Flying Holding NV, Flying Group Lux SA και Flying Service NV στα δικαστικά έξοδα.

 

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Σεπτεμβρίου 2014.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.